Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 81/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  81/2025

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Φουφόπουλο  και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………..» πρώην «……….» και διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στο ………. Αττικής επί των οδών ……., με ΑΦΜ ……, που ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την πρώην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……», στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία «……..», με έδρα στο ….. της Ιρλανδίας, η οποία  εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Πατριαρχέα μέλος της δικηγορικής εταιρείας « Χαρακτινιώτης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία».

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.4.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2022 ανακοπή κατά της καθής η ανακοπή-εφεσίβλητης, η οποία δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 2540/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η  εκκαλούσα με την από 13.11.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023 έφεση.  Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό …… και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Δικαστή  αναφέρθηκαν στους ισχυρισμούς που ανάπτυξαν με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού εισάγεται η από 13.11.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2023 έφεση κατά της με αριθμό 2540/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την από  12.4.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2022 ανακοπή. Η κρινόμενη έφεση  ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ διετούς καταχρηστικής προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγραφα της δικογραφίας, προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Περαιτέρω δε με την κατάθεση της έφεσης κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100  ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ……….. e-παράβολο σε συνδυασμό με την από 13.11.2023απόδειξη πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας). Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτη και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).        Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 12.4.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2022 ανακοπή, ζητούσε να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στο ως άνω δικόγραφο λόγους, οι οποίοι και κατωτέρω θα αναπτυχθούν η επισπευδόμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση με την με αριθμό …./28.2.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………… Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής και επέβαλε σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή, ποσού 800 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα-εκκαλούσα με την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αποδοχή της ανακοπής της και την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων  αναγκαστικής εκτέλεσης. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει ……ε)  αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του Ν. 4842/2021, με ισχύ αυτού από την 1.1.2022, που εφαρμόζεται επί κατασχέσεων επιβληθεισών μετά την έναρξη ισχύος του, ο Αύγουστος δεν προσμετράται στην οριζόμενη ελάχιστη προθεσμία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μόνο σε περίπτωση που αυτή συμπληρώνεται τον μήνα αυτό.  Με τον πρώτο λόγο της  έφεσης η ανακόπτουσα επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής,  με τον οποίο  ισχυρίζεται ότι ενώ η  περάτωση της κατάσχεσης έλαβε χώρα την 28-2-2022 με την κοινοποίηση σ’ αυτή της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ως χρόνος πλειστηριασμού ορίστηκε η 12.10.2022, δηλαδή  μετά 7 μήνες και 14 ημέρες, συμπεριλαμβανομένου όμως, και του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος,  αφού  ο Αύγουστος προσμετράται στην προθεσμία, μόνο όταν αυτή  λήγει το μήνα αυτό και όχι  όπως εν προκειμένω που η προθεσμία λήγει την 28.10.2022, ώστε  ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της νόμιμης  με το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας (Εφ. Πειρ. 512/2024, ΕφΠειρ 549/2023, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ  309/2023 σε  https://www.efeteio-peir.gr/  ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επίσης, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων. Η δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην μικρότερο του για την παραγραφή του δικαιώματος από τον νόμο προβλεπόμενου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ. ΑΠ 7/2002, Ολ.ΑΠ 8/2001, ΑΠ 151/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ` άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό, εξάλλου, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί, και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η πρόδηλη αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 Α.Κ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 1519/2017, ΑΠ 1077/2015, Εφ. Πειρ. 556/2024, Μον.Εφ.Αθ.1637/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 “Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης”, θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (“ΤτΕ”) με την υπ` αρ. 116/1/25.08.2014 (ΦΕΚ Β` 2289/ 27.08.2014) Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ), ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί δύο φορές με αντίστοιχες αποφάσεις της άνω Επιτροπής με αριθμούς 129/2/16.02.2015 (ΦΕΚ Β` 486/31.03.2015) και 148/ 10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β` 2219/ 15.10.2015). Εν τέλει αναθεωρήθηκε, δηλαδή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με την Απόφαση 195/1/29.07.2016 (ΦΕΚ Β` 2376/02.08.2016) της ΕΠΑΘ. Ο Κώδικας αυτός θέτει ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που έχει χορηγήσει πίστωση στον πρώτο, προκειμένου να μειωθεί με συμβιβαστικό τρόπο το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα, αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας αυτός πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των εξήντα(τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του “συνεργάσιμου δανειολήπτη”, όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους στο άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α` 94/27.5.2016) “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί για λογαριασμό του, εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, (γ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τον δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, (δ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, και (ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με το δανειστή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας. Η θεσπισθείσα και καταγραφείσα, από τον Κώδικα, Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων τριάντα (δεκαπέντε πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών από τη συμπλήρωση εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών καθυστέρησης στην καταβολή δόσης της οφειλής, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Δ.Ε.Κ., λαμβάνουν το “Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες” και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την “Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης” (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο δεύτερο στάδιο της Δ.Ε.Κ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως “μη συνεργάσιμος” και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή αξιολογούνται ενδεικτικά στοιχεία, όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ` όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη (λύση βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης ρύθμισης ή λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως “κατάλληλη λύση” θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (Π.Ε.Ε.) …/30.05.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για τον σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων, ιδίως ενόψει του χαρακτηρισμού του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα, που δεσμεύονται από αυτόν, την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Αναφορικά με τη νομική φύση του εν λόγω Κώδικα αυτός βάσει του οργάνου που τον θέσπισε και του περιεχομένου του, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, εκδοθείσα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, που θέτει κανόνες ουσιαστικού δικαίου (Τραπεζικού ή αστικού), δηλαδή κανόνες θετικού δικαίου. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου, είναι αληθές ότι από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρούμενων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της “καταλληλότερης” κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωσή τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος (“ΤτΕ”). Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων. Δεν δύναται, όμως, να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενόψει των ανωτέρω, από το σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους στόχους του Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση των πέντε (5) σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενών οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί κατά την ΑΚ 281 ως καταχρηστική, όταν βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού (ΑΠ 323/2021, ΑΠ 1352/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, η ανακόπτουσα παραπονείται ότι κακώς απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος, ο προβληθείς με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, ισχυρισμός της – ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης, κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ, εκ μέρους της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, του δικαιώματός της να προβεί στις ανακοπτόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η ανακόπτουσα – εκκαλούσα, μετά από αίτηση της δανείστριας Τράπεζας, εκδόθηκε η με αριθμό ……../2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για τον οποίο επισπεύδεται η επίδικη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της, της οποίας πρώτο εκτελεστό απόγραφο της επιδόθηκε μαζί με επιταγή προς εκτέλεση την 14.10.2010. Ότι έκτοτε ούτε η δανείστρια Τράπεζα, ούτε η εφεσίβλητη ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης την ενημέρωσαν για την πορεία της οφειλής της, ούτε επιχείρησαν να έρθουν σε επαφή μαζί της ώστε να εξευρεθεί κάποια λύση για τον διακανονισμό ή την εξόφληση της οφειλής, αντίθετα την 9.12.2021, ήτοι μετά την πάροδο δέκα και πλέον ετών από την αρχική επίδοση της διαταγής πληρωμής, η εφεσίβλητη της επέδωσε εκ νέου την ένδικη διαταγή πληρωμής, επιτάσσοντάς την να καταβάλλει το ποσό των 71.078,62 ευρώ υπεισερχόμενη αιφνιδίως στη θέση της δανείστριας Τράπεζας, παραβιάζοντας τους κανόνες δεοντολογίας. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι παραδεκτός, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν την συμπεριφορά της εφεσίβλητης, να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής της μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης,  καταχρηστική. Μόνο η αδράνειά της εφεσίβλητης να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής της επί μακρό χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν δημιούργησε στην εκκαλούσα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει τα δικαιώματά της κατά αυτής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την συμπεριφορά της, εφόσον η αδράνεια αυτή δεν συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά της και η ίδια μεταβάλλοντας την στάση της επιχειρεί την ανατροπή της ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης (ΟλΑΠ 8/2001 Δνη 2001,382). Στην κρινόμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα –εκκαλούσα γνώριζε, ότι ήταν υπερήμερη ως προς τις δανειακές της υποχρεώσεις απέναντι στην  δανείστρια τράπεζα, η οποία λόγω της υπερημερίας της αυτής εξοπλίστηκε με εκτελεστό τίτλο για την ικανοποίηση της απαίτησής της, εναντίον του οποίου καμία αντίρρηση, δικαστική ή εξώδικη προέβαλε, κατά την πρώτη κοινοποίησή του η εκκαλούσα, η καθυστέρηση δε της δανείστριας Τράπεζας και εν συνεχεία της εφεσίβλητης να προβεί στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας της εκκαλούσας, επί δεκαετία, δεν συνιστά καταχρηστική την συμπεριφορά της, αφού η εκκαλούσα δεν επικαλείται κάποια συμπεριφορά, πέραν της αδράνειας της δανείστριάς της που να της δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι η οφειλή της δεν υφίσταται ή ότι η εφεσίβλητη δεν πρόκειται να επιδιώξει την είσπραξη αυτής. Περαιτέρω, η εκκαλούσα δεν ισχυρίζεται ότι υπήρξε οιαδήποτε καταβολή προς μείωση του χρέους της, το οποίο δεν αμφισβητεί, είτε κάποια πρόταση ρύθμισής του, στην οποία η εφεσίβλητη δεν απάντησε. Ακόμα, η μη συμμόρφωση με τις επιταγές του Κώδικα Δεοντολογίας αφορά την καταγγελία της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, επιφέρει δε ελλείψη επίκλησης άλλων στοιχείων μόνο διοικητικής φύσης κυρώσεις. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι η κρινόμενη σύμβαση καταγγέλθηκε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4224/2013, την 3.7.2009 και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα με την με αριθμό 7400/21.7.2009 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Αριστείδη Στεφανή.

Ακολούθως, κατά το άρθρο 933 του KΠολΔ η ανακοπή κατά της εκτέλεσης αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του KΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις κατά του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται καθολικά η υπόθεση, αλλά στο μέτρο των λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997). Ειδικότερα το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τους λόγους αυτής, δηλαδή να προσδιορίζει την έλλειψη εκείνων των ουσιαστικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν την ακύρωση των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Νέοι λόγοι ανακοπής δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα, για πρώτη φορά στο Εφετείο, ακόμα και αν αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 527 του KΠολΔ, γιατί έναντι της εν λόγω διατάξεως, κατισχύει ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β` του KΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ 1779/2001, ΑΠ 892/1990). Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής. Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις, ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (ΑΠ 531/2022, 712/2022, 811/2022, 925/2020, 1298/2018, 1943/09, 1098/08, 1313/07, 339/06, 50/04 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τον ίδιο (δεύτερο) λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη καταχρηστικά προέβη στην επίδικη κατάσχεση αφού κατάσχεσε περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι το δικαίωμα υψούν στο ακίνητο της κύριας κατοικίας, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.216, 21για απαίτηση ποσού 72.024,62 ευρώ. Σύμφωνα με όσα αμέσως ανωτέρω εκτέθηκαν δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με την ένδικη έφεση, όπως επιχειρεί να πράξει εν προκειμένω η εκκαλούσα, επικαλούμενη το πρώτον με την έφεσή της τα ως άνω πραγματικά περιστατικά στα οποία επιχειρεί να βασίσει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης. Ετσι ο ως άνω λόγος έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθώς σύμφωνα με όσα ελέχθησαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 του KΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι εξεταστέος ως λόγος ανακοπής κατά της εκτέλεσης είναι μόνο εκείνος που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της ανακοπής ή στο πρόσθετο δικόγραφο που ασκήθηκε όπως ορίζει το άρθρο 582 παρ.2 του KΠολΔ και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις, ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 Ν. 3156/200 η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρείες) και «αποκτών» είναι το νομικό
πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την  απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρα 5 και παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του Ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003).

Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β΄ 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των Ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο
βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το Ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, τα έγγραφα, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, που νομιμοποιούν την εταιρεία που ανέλαβε την διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν 2844/2000, ήτοι  η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την με αριθμό 161/337/2003  (ήδη ΥΑ 2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλάκειο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης κατά του καθού η εκτέλεση. Η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο έφεσής της επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής της με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην επισπευδόμενη σε βάρος της εκτελεστική διαδικασία για όλο το αναγραφόμενο στην ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ποσό, αλλά για μέρος μόνο αυτού. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι, από το συγκοινοποιηθέν απόσπασμα του καταχωρηθέντος στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών παραρτήματος των δημόσιων βιβλίων, που επισυνάπτεται στη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………..”, με την οποία εκχωρήθηκαν μεταβιβάσθηκαν από τη δανείστρια τράπεζα στην κατά τα ως άνω αποκτώσα αλλοδαπή εταιρία οι απαιτήσεις που απορρέουν από την ένδικη σύμβαση δανείου, προκύπτει ότι το ύψος της μεταβιβασθείσας απαίτησης ανέρχεται στο ποσό των €68.582,16, εντούτοις η καθ’ ης, ως διαχειρίστρια της ως άνω απαίτησης, επέταξε την ανακόπτουσα, όλως αυθαίρετα, να της καταβάλει, πέραν της ανωτέρω μεταβιβασθείσας στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία απαίτησης (υπέρ της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ ης), επιπλέον ποσό €3.396,46, για το λόγο δε αυτό ζητεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης εκτέλεσης ως προς το επιπλέον ποσό. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την απλή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η δανείστρια τράπεζα με την επωνυμία «…………….», με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ……./25.05.2021 σύμβαση πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …., μεταβίβασε το σύνολο των απαιτήσεών της, ανά επιχειρηματική απαίτηση, κεφάλαιο, δεδουλευμένους τόκους και απαιτήσεις από έξοδα, μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών, παρεπόμενων ενοχικών και εμπράγματων απαιτήσεων, όπως προκύπτει από τον 3ο όρο της σύμβασης αυτής και την κάτωθι αυτού σημείωση, στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…………”. Στην τελευταία επομένως μεταβιβάστηκε η απαίτηση της δανείστριας κατά της εκκαλούσας, που απορρέει από την με αριθμό …………./16.1.2009 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Το εμφαινόμενο δε ποσό στο απόσπασμα που συνοδεύει την σύμβαση μεταβίβασης έχει περισσότερο ρόλο προσδιορισμού της μεταβιβασθείσας απαίτησης, ώστε ο οφειλέτης σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα καταχωρημένα στοιχεία, ήτοι το ονοματεπώνυμό του, τον αριθμό της σύμβασης και του τηρούμενου λογαριασμού να πληροφορείται για την ταυτότητα της μεταβιβασθείσας απαίτησης. Στην κρινόμενη περίπτωση κατά τη μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης, ήδη είχε εκδοθεί κατά της εκκαλούσας από την δανείστρια Τράπεζα η με αριθμό ……/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για την μεταβιβασθείσα απαίτηση, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα.  Ηδη επομένως από το έτος 2010 η δανείστρια Τράπεζα είχε εφοδιαστεί με εκτελεστό τίτλο, τον οποίο δεν προσέβαλε η εκκαλούσα με τον οποίο η τελευταία διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 70.038,62 ευρώ, έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας ανερχόμενο σε 15,60% από την 17.6.2009 μέχρις  ολοσχερούς εξόφλησης και το ποσό των 1.840  ευρώ ως δικαστική δαπάνη. Κατά τον χρόνο επομένως της μεταβίβασης η βεβαιωθείσα με εκτελεστό τίτλο απαίτηση της δανείστριας ανερχόταν στο ποσό των 71.978,62 ευρώ, στα οποία προστέθηκαν από την εφεσίβλητη με την επιταγή προς εκτέλεση το ποσό των 6 ευρώ για την έκδοση του αντιγράφου της διαταγής πληρωμής, ποσό 40 ευρώ για την σύνταξη της επιταγής, επομένως με την μεταβίβαση της απαίτησης δεν επιβαρύνθηκε η θέση της εκκαλούσας, η οποία και χωρίς την μεταβίβαση θα καλούνταν να καταβάλει τα ίδια ποσά στη δανείστρια Τράπεζα. Αντίθετη άποψη δε ότι το αναγραφόμενο στο παράρτημα ποσό προσδιορίζει και το ποσό της μεταβιβασθείσας απαίτησης, οδηγεί στον κατακερματισμό της απαίτησης, καταλήγοντας τελικά σε επιβάρυνση της οφειλέτριας με επιπλέον έξοδα και είναι αντίθετη με το σκοπό και το γράμμα του νόμου, που κάνει λόγο για μεταβίβαση των δανείων και των πιστώσεων ως συμβάσεων, στην κατάσταση που βρίσκονται κατά τον χρόνο μεταβίβασης. Σημειώνεται ότι όπως προεκτέθηκε η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί ούτε την ταυτότητα της μεταβιβασθείσας απαίτησης, ούτε το ύψος αυτής. Η εκκαλουμένη απόφαση με ορθές αιτιολογίες, που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας απόφασης απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής ως ουσία αβάσιμο δεν έσφαλε και ο τρίτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 924 εδ. α KΠολΔ η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση, σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση. Η επιταγή είναι εξώδικη πράξη, αφού αυτή δεν απευθύνεται, ούτε γίνεται ενώπιον κάποιου δικαστηρίου, ενώ αποτελεί συγχρόνως και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 759/2004 ΕλλΔνη 46 427). Μπορεί να υπογράφει από κάθε πρόσωπο, που έχει σχετική εντολή άρα και από δικηγόρο (ΕφΠειρ 62/1994 ΝοΒ 42 1025). Για την υπογραφή της επιταγής από δικηγόρο δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, αλλά μπορεί να υπογράφει από τον δικηγόρο που παρέστη στην δίκη, καθόσον αυτός έχει το δικαίωμα κίνησης της διαδικασίας της εκτέλεσης και από οποιοδήποτε άλλο που έχει γενική εντολή και πληρεξουσιότητα (ΕφΑθ 1281/2005, Β. Βαθρακοκοίλης, ο.π. υπό άρθρο 924 αρ. 5, Μάζης σε Κεραμέα/Κονδύλη, ερμηνεία KΠολΔ, εκδ. 2021, υπό άρθρο 924 αρ. 2). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 232 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης είναι άκυρη. Κατά δε το άρθρο 233 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον από αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι`αυτόν τον λόγο, είναι ισχυρή, αφότου την ενέκρινε ο αντιπροσωπευόμενος Από τις διατάξεις αυτές του νόμου σαφώς προκύπτει ότι κατ`αρχήν η μονομερής δικαιοπραξία, όταν γίνεται από αντιπρόσωπο που στερείται πληρεξουσιότητας είναι άκυρη, ισχυροποιείται όμως εφόσον εγκριθεί από τον αντιπροσωπευόμενο. Ωστόσο η έγκριση πρέπει να γίνει πριν αποκρουσθεί η δικαιοπραξία από το άλλο μέρος, για τον λόγο ότι έγινε χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσωπεύσεως ο εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος (ΑΠ 321/1996 ΕλλΔνη 1996 1594, ΕφΑθ 465/2018, ΕφΠειρ 294/2010, αμφ δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2786/2009 ΕΔΠολ 2011 275). Και σε περίπτωση που αμφισβητηθεί το κύρος της επιχειρηθείσας μονομερούς δικαιοπραξίας δια αντιπροσώπου λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας του τελευταίου, εκείνος που την επικαλείται πρέπει να αποδείξει την πληρεξουσιότητα (πρβλ. ΑΠ 911/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και όταν η προς τρίτον απευθυνομένη μονομερής δικαιοπραξία περιέχεται σε εξώδικη δήλωση που υπογράφεται από δικηγόρο (ΑΠ 347/1990 ΝοΒ 1991 562), μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου, μπορεί να την αποκρούσει αμελλητί, δηλαδή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση (κατά το μεταγλωττισμένο κείμενο του ΑΚ), εκείνος προς τον οποίο γίνεται, αμφισβητώντας την εξουσία εκπροσωπήσεως του εμφανισθέντος ως αντιπροσώπου (ΕφΑθ 10345/1997ΕλλΔνη 1998 1394), για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως (ΑΠ 139/2016, ΑΠ 687/2008, Εφθεσ 1728/2019, Εφ Λαρ 18/2019, όλες δημ ΝΟΜΟΣ) Η διάταξη του άρθρου 226 AΚ, σκοπεί στην προστασία του συμφέροντος του λήπτη της δηλώσεως να μην περιέρχεται με μονομερή ενέργεια άλλου προσώπου σε κατάσταση αβεβαιότητας σχετικά με έννομη σχέση που τον αφορά. Για αυτό η επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου πρέπει να είναι πραγματική. Το πρόσωπο, εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση, την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις (ΑΠ 139/2016 ο.π, ΑΠ 687/2008 ο π) .(ΕφΑθ 1406/2024 ΤΝΠ Νομος) Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, ο οποίος επαναφέρεται προς κρίση με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης,  η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η από 26.11 2021 επιταγή προς εκτέλεση που επιδόθηκε σε αυτήν κάτωθι του με αριθμό 1827/2010 Α`εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 1912/2010 διαταγής πληρωμής είναι άκυρη για το λόγο ότι δεν γίνεται επίκληση ούτε ενσωματώνεται σε αυτήν το έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας της καθ`ης η ανακοπή προς τον υπογράφοντα για τη σύνταξη και της επίδοση της ως άνω επιταγής προς εκτέλεση δικηγόρο, μη αρκούντος του γεγονότος ότι ο τελευταίος έχει θέσει την υπογραφή και τη σφραγίδα του, με συνέπεια ο ως άνω δικηγόρος να μην έχει νομιμοποιηθεί για τη διενέργεια της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης. Ο λόγος όμως αυτός της ανακοπής, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, ο δικηγόρος που υπογράφει την επιταγή προς εκτέλεση δεν ενεργεί ενώπιον δικαστηρίου και δεν απαιτείται επομένως η παροχή έγγραφης πληρεξουσιότητας σε αυτόν κατ`άρθρο 96 KΠολΔ και δη ως συστατικός τύπος. Σημειωτέον δε επιπροσθέτους ότι η ανακόπτουσα ουδόλως ισχυρίστηκε ότι απέκρουσε κατά το χρόνο της επίδοσης σε αυτήν της επιταγής προς εκτέλεση ή αμέσως μετά (σε εύλογο χρονικό διάστημα) την εγκυρότητα αυτής λόγω μη επίδειξης πληρεξουσίου εγγράφου προς τον υπογράφοντα την επιταγή προς πληρωμή δικηγόρο. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την προεκτεθείσα, ορθώς εν τέλει απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής ως νόμω αβάσιμο. Τέλος, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της απόρριψης της έφεσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 13.11.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2023 έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσία την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό ………….. ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημόσιο ταμείο

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 6 Φεβρουαρίου 2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με παρούσα την Γραμματέα

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ