Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 88/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   88/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Χάλαρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των εφεσίβλητων: 1) ………… και 2) ………………., οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Ροδίτη.

Οι ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 26-6-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2022 αγωγή τους, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2198/2023 απόφαση, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, για τον λόγο ότι δεν προσκομίστηκε ενημερωτικό έγγραφο περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ν. 4640/2019. Οι ενάγουσες με την από 6-9-2023 κλήση τους (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ………../2023) επανάφεραν προς συζήτηση την παραπάνω αγωγή, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 31-10-2023, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθμ. 2319/2023 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη, με την από 1-9-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2024 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………../2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο,  ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις  5-9-2024 και εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα (18-7-2024), [(βλ. σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………… επί αντιγράφου της πρωτόδικης απόφασης) άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ.1 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)], δοθέντος ότι, βάσει του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την  ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ.3, 621-622 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, ότι η εκκαλούσα δεν υποχρεούται στην καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ).

Με την από 26-6-2022 αγωγή τους, οι ενάγουσες εκθέτουν ότι απασχολήθηκαν στην εναγόμενη, συμβολαιογράφο ……., ως υπάλληλοι γραφείου, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπό τους αναφερόμενους όρους και συνθήκες εργασίας, μέχρι την 31-12-2021, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε, χωρίς προειδοποίηση, τις συμβάσεις εργασίας τους. Ότι η εναγόμενη τους κατέβαλε μέρος μόνο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, το δε υπόλοιπο ποσό, που συμφωνήθηκε καταβλητέο σε δόσεις, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή, δεν τους το κατέβαλε, ώστε οφείλει στην μεν πρώτη το ποσό των 31.968,88 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 16.753,10 ευρώ. Ότι, ακολούθως, δυνάμει προφορικής σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, εργάστηκαν στο γραφείο της εναγόμενης, η μεν πρώτη ενάγουσα από 1-1-2022 έως 11-3-2022, αντί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού 1.677,46 ευρώ, η δε δεύτερη από 1-1-2022 έως 8-3-2022, αντί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού 1.435,98 ευρώ, προκειμένου να τακτοποιήσουν το αρχείο της, συνεπεία αναγκαστικής εξόδου της από το επάγγελμα λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας στις 31-12-2021. Ότι από την απασχόλησή τους αυτή, η εναγόμενη τους οφείλει για μισθούς, αναλογία αδείας και επιδόματος αδείας και αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2022, στη μεν πρώτη εξ’ αυτών το συνολικό ποσό των 4.140,97 ευρώ και στη δεύτερη το συνολικό ποσό των 3.468,60 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή. Ζητούν, δε, να υποχρεωθεί η εναγόμενη -με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με καταδίκη της στα δικαστικά τους έξοδα- να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 36.109,85 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 20.221,70 ευρώ, νομιμότοκα και ειδικότερα για το μεν ποσό της αποζημίωσης απόλυσης εκάστης από 31-12-2021, άλλως από 2-5-2022, κατά την οποία η εναγόμενη δήλωσε ότι δεν θα τους καταβάλει άλλο ποσό για την ως άνω αιτία, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, για δε το ποσό των δεδουλευμένων εκάστης από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε αρχικά την υπ’ αριθμ. 2198/2023 απόφαση, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για τον λόγο ότι δεν προσκομίστηκε ενημερωτικό έγγραφο περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ν. 4640/2019. Οι ενάγουσες με την από 6-9-2023 κλήση τους (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ………/2023) επανάφεραν προς συζήτηση την παραπάνω αγωγή, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 31-10-2023, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθμ. 2319/2023 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε το αίτημα των εναγουσών περί της οφειλόμενης σε αυτές αποζημίωσης απόλυσης και επιδίκασε στην πρώτη το ποσό των 31.968,88 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 16.753,10 ευρώ, νομιμοτόκως από 3-5-2022 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, απέρριψε τα αγωγικά κονδύλια περί δεδουλευμένων αποδοχών και αναλογίας επιδομάτων για αμφότερες τις ενάγουσες. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη – εκκαλούσα και ζητεί με τους λόγους έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα διαμαρτύρεται ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ν. 4640/2019, καθώς η δικηγόρος ……… που υπογράφει τις από 1-9-2023 έγγραφες ενημερώσεις δεν είχε πληρεξουσιότητα προς τούτο. Επιπλέον, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ως άνω δικηγόρος δεν είχε πληρεξουσιότητα να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τις από 23-5-2022 εξουσιοδοτήσεις των εναγουσών, έχει δοθεί πληρεξουσιότητα στη δικηγόρο ……………. αλλά και στον δικηγόρο Ιωάννη Ροδίτη να παρίστανται από κοινού ή χωριστά ο καθένας ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων και να εκπροσωπούν τις ενάγουσες προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, που σχετίζονται που την εναγόμενη – εκκαλούσα, μέχρι και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Συνεπώς, ορθώς υπέγραψε η πιο πάνω δικηγόρος τις από 1-9-2023 έγγραφες ενημερώσεις σχετικά με τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και ορθώς παραστάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπου ορίζεται ότι η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα, συνάγεται ότι ο ενάγων έχει το δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί τα άνω στοιχεία, με ποινή απαραδέκτου της αγωγής λόγω αοριστίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής οι ενάγουσες εκθέτουν σ’ αυτήν, ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκαν από την εναγόμενη, η μεν πρώτη στις 22-9-1980, η δε δεύτερη στην 1-5-1994, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως γραμματείς, δακτυλογράφοι, τηλεφωνήτριες και συντάκτριες παντός είδους συμβολαίου, απασχολούμενες επί πενθήμερο, πολλάκις και επί εξαήμερο και ότι εργάστηκαν έκτοτε σ’ αυτήν μέχρι 31-12-2021, όταν η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας. Επιπλέον, εκθέτουν στο αγωγικό δικόγραφο το ποσό που κατέβαλε προς αυτές η εναγόμενη μηνιαίως, καθώς και το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης που επίσης κατέβαλε σ’ αυτές, το οποίο υπολείπεται του νομίμου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Με τα ως άνω εκτιθέμενα  η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, αφού αναφέρονται όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τον υπολογισμό της ένδικης αποζημίωσης, που είναι ο χρόνος πρόσληψης και απόλυσης, καθώς και το ύψος των αποδοχών του εναγουσών (ΑΠ 284/2013, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως ορισμένη την αγωγή, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ απαγορεύεται, ως καταχρηστική, η άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και αν τούτο απορρέει από κανόνες δημόσιας τάξης, όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Επίσης, για την κατάφαση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος πρέπει οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 6/2016 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, κατά τα υπό του ως άνω άρθρου 281 ΑΚ προκύπτοντα, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του μισθωτού από τη σύμβαση εργασίας συντρέχει και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του τελευταίου ιδίως όταν αυτή συνιστά προσχεδιασμένο τέχνασμα για την επίτευξη πρόσθετου οικονομικού οφέλους (ΑΠ 119/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 948/2011 ΕλλΔνη 2012. 1613).

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα επαναφέρει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους των εναγουσών, διότι αυτές γνώριζαν από τον Ιούνιο του 2021 ότι επίκειται το κλείσιμο του συμβολαιογραφείου λόγω συνταξιοδότησης της εναγόμενης, είχαν φροντίσει δε για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι μη νόμιμος, καθώς η ως άνω γνώση των εναγουσών δεν δύναται, δίχως άλλο, να στοιχειοθετήσει την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. Επίσης, δε καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος των εναγουσών η προνοητικότητά τους για άμεση επαγγελματική αποκατάσταση. Σε κάθε περίπτωση η εναγόμενη είχε το δικαίωμα να  καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας των εναγουσών με προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση, οπότε και θα κατέβαλε σε αυτές το ήμισυ της αποζημίωσης απόλυσης (άρθρο 1 του ν. 2112/1920), πλην όμως δεν προέβη η εναγόμενη σε χρήση, όπως είχε εκ του νόμου επιλογή, του δικαιώματός της αυτού. Επομένως και ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Ακολούθως, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, η οποία περιλαμβάνεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίοι περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη δικάσιμο της 23-2-2023, οπότε εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2198/2023 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, από όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες απασχολήθηκαν ως υπάλληλοι γραφείου στο συμβολαιογραφείο της εναγόμενης στην ……, δυνάμει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, η μεν πρώτη από 22-9-1980, η δε δεύτερη από 1-5-1994 και αμφότερες μέχρι την 31-12-2021, ημερομηνία κατά τη οποία η εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις τους, λόγω αναγκαστικής εξόδου της από το επάγγελμα, λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας. Κατά το χρόνο της απόλυσης οι μηνιαίες αποδοχές της πρώτης ενάγουσας ανέρχονταν στο ποσό των 1.677,46 ευρώ και της δεύτερης στο ποσό των 1.435,98 ευρώ. Λαμβανομένων υπόψη των ετών απασχόλησης των εναγουσών στην εναγόμενη και της άνευ προειδοποίησης απόλυσης τους, η πρώτη εξ αυτών έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης το συνολικό ποσό των 46.968,88 ευρώ και η δεύτερη το ποσό των 23.454,34 ευρώ. Έναντι της ως άνω οφειλής αποζημίωσης η εναγόμενη κατέβαλε στην μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ εντός του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2022, στη δε δεύτερη το ποσό των 3.350,62 στις 31-12-2021. Το δε υπόλοιπο ποσό για εκάστη εναγόμενη συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δόσεις, συντεταγμένων σχετικών εγγράφων περί του οφειλόμενου ποσού αποζημίωσης και των καταβλητέων δόσεων. Ωστόσο, πέραν των ανωτέρω καταβληθέντων ποσών η εναγόμενη κατέβαλε στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.350,62 ευρώ την 1-3-2022. Επομένως, εξακολουθεί να οφείλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 31.968,88 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 16.753,10 ευρώ, νομιμότοκα από 3-5-2022, καθότι στις 2-5-2022 έπρεπε να καταβάλει σε αμφότερες την οφειλόμενη δόση, επιπλέον δε κατά την ως άνω ημερομηνία δήλωσε ενώπιον του Επιθεωρητή εργασίας ότι δεν προτίθεται να πληρώσει κάποια από τις οφειλόμενες δόσεις. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε τα παραπάνω ποσά νομιμότοκα από 3-5-2022, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 341 ΑΚ και ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο διαμαρτύρεται η εναγόμενη, ισχυριζόμενη ότι η τοκοφορία πρέπει να ξεκινήσει από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Τέλος, στο άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζεται: «Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός». Στο δε άρθρο 179 ΚΠολΔ προβλέπεται δυνητικός συμψηφισμός των εξόδων στις αναφερόμενες σε αυτό περιπτώσεις. Με την εκκαλουμένη η εναγόμενη καταδικάστηκε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, κατά τον λόγο την νίκης και ήττας των διαδίκων και ειδικότερα καταδικάστηκε στην πληρωμή 1.500 ευρώ. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά τον νόμο εφάρμοσε και όσα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τελευταίο λόγο έφεσης, ήτοι ότι θα έπρεπε να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα για τον πρόσθετο λόγο ότι οι ενάγουσες δεν υπέβαλαν πίνακα με ανάλυση των εξόδων τους, τυγχάνουν απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε όσα και το παρόν ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις     6-2-2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓPAMMATEAΣ