Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 564/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης 564 /2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 23.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../7.7.2016 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……../19.9.2016 έφεση του εκκαλούντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ» (Ν.Α.Τ), του οποίου κατέστη καθολικός διάδοχος το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Φ.Κ.Α.) και συνεχίζει την παρούσα δίκη, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 604/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως νόμω αβάσιμη, την από 26.9.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../27.9.2013 αγωγή του, σε βάρος της  εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4335/2015) 520 § 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον, ότι η έφεση νομίμως μεν δεν απευθύνεται κατά των προσθέτως παρεμβαινουσών πρωτοδίκως, που δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αν και ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της, καθώς επίσης και ακριβές αντίγραφο της από 3.11.2016 κλήσης, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτές (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 παρ.2, 126 § 1 περ. δ, 127 και 143παρ.1 και 3 ΚΠολΔ), για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 2ας.3.2017, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, για την οποία είχε γίνει νόμιμη εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, που επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων (498 παρ. 2 ΚΠολΔ και 226 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ, ΑΠ 1794/2012, ΑΠ 12/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως αποδεικνύεται από τις υπ’αριθμ….. και …./25.11.2016, αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …….., καθόσον η κλήση τους αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη, διότι ο προσθέτως παρεμβάς πρωτοδίκως είτε τυγχάνει εφεσίβλητος είτε όχι, δηλαδή είτε η έφεση έχει απευθυνθεί και εναντίον του είτε όχι, εφόσον η παρέμβαση του κρίθηκε στον πρώτο βαθμό παραδεκτή και δεν απορρίφθηκε (ΕφΘεσ 3236/1987 Αρμ. 1988/657), όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να καλείται να μετάσχει στη διαδικασία που ανοίγεται με την άσκηση της εφέσεως (ΕφΠειρ 185/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 905/2001 ΠειρΝομ 2002/20), όπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 81 § 3 εδαφ. α, 82 εδαφ. γ, 110 § 2 και 111 § 2 ΚΠολΔ, για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματα του. Σε αντίθετη περίπτωση παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως, το οποίο, ως αναφερόμενο στη προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΘεσ 1426/2011, ΕφΔωδ 161/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 3935/2007 ΝοΒ 2008/366, ΕΑ 3308/2006 ΕλΔνη 2007/1496, ΕΑ 3495/2004 ΕλΔνη 2005/559, ΕΑ 3478/1988 ΕλΔνη 1989/1370, ΕΑ 1712/1988 Δ 1988/663, Β.Βαθρακοκοίλης, ΚΠολ, τόμος Α, 1996, άρθρο 82, αρ. 12, Μ.Μαργαρίτης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 517, αρ. 9).

  1. II. Με την ένδικη αγωγή το ενάγον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη Ο.Λ.Π. Α.Ε. να του καταβάλει το ποσό των 4.643.900 ευρώ, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση για την ισόποση ζημία του, που προκλήθηκε από την παράνομη παράλειψη της να καταθέσει, όπως υποχρεούνταν, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το υπόλοιπο του τιμήματος της εκποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2881/2001, των πλοίων Ρ1, Ρ2, Μ και Α, πλοιοκτησίας των οφειλετών τους εταιρειών «……Ν.Ε.», «……. Ν.Ε.», «.. … Ν.Ε.» και «.. … Ν.Ε.» αντίστοιχα, ποσού 784.500 ευρώ, 1.107.600 ευρώ, 1.048.300 ευρώ και 1.703.500 ευρώ, αντιστοίχως, μετά την αφαίρεση των οικείων δαπανών εκάστης εκποίησης και συνολικά 4.643.900 ευρώ, στο οποίο θα κατατασσόταν το ενάγον για τις προνομιούχες απαιτήσεις του σε βάρος των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών από ασφαλιστικές εισφορές, πλην όμως η εναγομένη παρακράτησε το ανωτέρω ποσό και προέβη σε συμψηφισμό του με τις απαιτήσεις της κατά των ανωτέρω εταιρειών, που αφορούσαν τα εκποιηθέντα πλοία, με συνέπεια να ζημιωθεί το ενάγον κατά το ποσό αυτό, άλλως η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιώτερη σε βάρος της περιουσίας του. Επικουρικά ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη σε κατάθεση του ανωτέρω ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

III. Επί της αγωγής αυτής και της συνεκδικαζόμενης ασκηθείσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρόσθετης υπέρ του ενάγοντος παρέμβασης των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.604/2015 εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η υπόθεση παραδεκτά εισήχθη ενώπιον του για εκδίκαση, την απέρριψε, ως νόμω αβάσιμη, καθόσον δέχθηκε ότι η εναγομένη άσκησε νόμιμο δικαίωμα της για συμψηφισμό των απαιτήσεων της με τις απαιτήσεις των οφειλετών της κυρίων των πλοίων επί του αντίστοιχου τμήματος εκποίησης.

Κατά της, ως άνω, οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται το ενάγον-εκκαλούν με την ένδικη έφεση για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης.

  1. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 του Συντάγματος και 2 παρ.1 και 2 του Ν.1406/1983, προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων υπάγονται όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σ` αυτή. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφέρονται, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας, που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Κατά το άρθρο 105 του εν λόγω εισαγωγικού νόμου, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, ενώ κατά το άρθρο 104 του ίδιου εισαγωγικού νόμου, για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα. Τέλος, κατά το άρθρο 106 του ίδιου εισαγωγικού νόμου, οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, που βρίσκονται στην υπηρεσία τους. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκαση τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, είναι, κατά κύριο λόγο, εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου και των, αναφερομένων στο άρθρο 106 ΕισΝΑΚ, ν.π.δ.δ., οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, με προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βούλησης του Δημοσίου, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ιδίων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που έχει ενεργήσει εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. (ΟλΑΠ 3/1994 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1525/ 2010 ΕλΔνη 2011, 435, ΑΠ 1161/2010 ΕΠολΔ 2010/700).

Περαιτέρω, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς”, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 (Α`166) και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950 (Α`252), που κυρώθηκε με το ν.1630/1951 (Α`8), μετετράπη με το άρθρο πρώτο (παρ.1) του ν.2688/1999 (Α`40) σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία” και διακριτικό τίτλο “ΟΛΠ ΑΕ”. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη “Η ΟΛΠ ΑΕ” είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν.2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν.2414/1996 (ΦΕΚ 135Α`) καθώς και του α.ν.1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν”. Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 4 του ως άνω, συμπληρωματικά διέποντος, κατά τα παραπάνω, την ΟΛΠ ΑΕ, α.ν (1559/1950), «εις την έννοια της υπό του Οργανισμού διοικήσεως του Λιμένος Πειραιώς περιλαμβάνονται η γενική εκμετάλλευση του λιμένος και η υπό αυτού εξυπηρέτηση των συγκοινωνιών και της λειτουργίας αυτού..». Περαιτέρω κατά την παρ.2 του ιδίου ως άνω άρθρου «Όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του μετατρεπόμενου νομικού προσώπου περιέρχεται στην εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε., η οποία υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του…». Στο καταστατικό της Ο.Λ.Π. Α.Ε., που περιλαμβάνεται στο άρθρο τρίτο του ως άνω νόμου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σκοπός της εταιρείας είναι η διοίκηση και η εκμετάλλευση του Λιμένος Πειραιώς ή και άλλων λιμένων… Στο σκοπό της εταιρείας περιλαμβάνονται ιδίως: Η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης φορτίων και επιβατών από και προς τον Λιμένα. β. Η εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής. γ. Η ανάληψη κάθε δραστηριότητας που έχει σχέση με το λιμενικό έργο, καθώς και κάθε άλλης εμπορικής, βιομηχανικής, πετρελαϊκής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως της τουριστικής, της πολιτιστικής, της αλιευτικής και του σχεδιασμού και οργάνωσης λιμενικών εξυπηρετήσεων. δ. Κάθε άλλη αρμοδιότητα που είχε ανατεθεί στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου».

Εξάλλου, τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α`164) και το άρθρο 22 του ν. 2971/2001 “Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις” (Α`285), περιλαμβάνονται οι λιμένες, ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η διαχείριση τους δε αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας. Στα πλαίσια της διαχειρίσεως των εν λόγω πραγμάτων από τη Διοίκηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον βασικό δημοσίου δικαίου κανόνα του άρθρου 970 του ΑΚ (σχετικές διατάξεις των άρθρων 13,14 και 24 του ν.2971/2001 για την παραχώρηση λιμένων εν γένει) να παραχωρούνται επ’ αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον με την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν χαρακτήρα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Και δεν αποκλείεται μεν η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού, μόνον όμως δευτερευόντως και εφόσον δεν αναιρείται ο κατά τα ανωτέρω προέχων σκοπός (ΟλΣτΕ 1211/2010 δημ. Νόμος). Στην εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος ανάγονται, προεχόντως, η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού και διακινήσεως φορτίων και επιβατών, η δε εκπλήρωση τους εξασφαλίζεται διά της νομίμου και ασφαλούς χρήσεως των ανωτέρω δημοσίων πραγμάτων και των συναφών υποδομών από οποιονδήποτε έχει σχετικό δικαίωμα.

Πέραν τούτων, με το άρθρο 3 του ν.2881/2001 για τη «ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις», ορίζεται στην παρ.1: «Ο κύριος ή ο εφοπλιστής πλοίου, το οποίο παραμένει στην περιοχή λιμένα, διώρυγας ή διαύλου και η όλη κατάστασή του δημιουργεί  κίνδυνο βύθισής του ή κίνδυνο στη ναυσιπλοΐα ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, υποχρεούται να το απομακρύνει εκτός λιμένα, διώρυγας ή διαύλου ή, αν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να το εξουδετερώσει με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις», στην δε παράγραφο 2 ότι: «Ο Οργανισμός προσκαλεί εγγράφως τον κύριο ή τον εφοπλιστή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, ορίζοντας εύλογη αρχική προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο (2) μήνες και δηλώνοντας συγχρόνως, ότι σε διαφορετική περίπτωση θα αναλάβει να προβεί στην απομάκρυνση ή εξουδετέρωση του πλοίου με ευθύνη και με δαπάνες τους, οι οποίες σε περίπτωση μη άμεσης καταβολής, καταλογίζονται σε βάρος τους και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων». Ενώ, στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου». Το προηγούμενο δε της εν λόγω διατάξεως άρθρο 2 του παραπάνω νόμου, ορίζει στην παράγραφο 5 αυτού ότι: «Αν η εκτέλεση των πράξεων αυτών από τον Οργανισμό κρίνεται, λόγω των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδύνατη ή απρόσφορη ή ασύμφορη, ο Οργανισμός μπορεί να εκποιήσει το ναυάγιο ή τμήματα αυτού, με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό. Ο πλειοδότης υποχρεούται να ανελκύσει και απομακρύνει το ναυάγιο μέσα στην οριζόμενη στη διακήρυξη προθεσμία. Από την κατακύρωση και την καταβολή του τιμήματος, ο πλειοδότης θεωρείται ότι παραλαμβάνει το ναυάγιο, αποκτά την κυριότητά του ελεύθερη από κάθε δικαίωμα τρίτου και μπορεί, αν συντρέχει λόγος, να ζητήσει την καταχώριση περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης ή τη διαγραφή από το νηολόγιο. Για την καταχώριση ή τη διαγραφή δεν απαιτείται βεβαίωση του άρθρου 19 παρ.1 του ν.27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄) και το πιστοποιητικό του άρθρου 88 παρ.5 του Κ.Ν 792/1978 (ΦΕΚ 220 Α΄), όπως ερμηνεύτηκε αυθεντικά από το άρθρο 1 παρ.6 του ν.1711/1987 (ΦΕΚ 109 Α΄). Η κυριότητα του πλειοδότη τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης ανέλκυσης και απομάκρυνσης του ναυαγίου. Η ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου πιστοποιείται από τον Οργανισμό. Ο Οργανισμός αφαιρεί από το τίμημα τις δαπάνες εκποίησης, αυξημένες κατά ποσοστό 10% και καταθέτει το υπόλοιπο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του κυρίου, ο οποίος και καλείται να παραλάβει το οικείο γραμμάτιο παρακαταθήκης. Για την κατάθεση ειδοποιείται η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, οι δανειστές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 και, αν είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο ναυάγιο, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Στην τελευταία περίπτωση η κατάθεση γίνεται με τον όρο να αποδοθεί το τίμημα ύστερα από εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Με την επιφύλαξη της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου, το τίμημα αποδίδεται στον κύριο μετά παρέλευση έξι(6) μηνών από την ημέρα που ο Οργανισμός θα δηλώσει ότι έγινε η ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου. Μετά την παρέλευση έτους από την ημέρα αυτήν, ο Οργανισμός δικαιούται να αναλάβει το τίμημα, αν δεν ζητηθεί αυτό από τον κύριο ή δεν ασκήσουν δικαιώματα δανειστές». Και στο άρθρο 9, όπως η παράγραφος 2 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 παρ. 2 του ν.3153/2003 (Α΄ 153): « 1. .… 2. Κατάσχεση, δήμευση, πλειστηριασμός, μεσεγγύηση, διαταγή μη μεταβολής της κατάστασης, υποθήκη, ενέχυρο, προνόμιο ή άλλο δικαίωμα δεν εμποδίζει τον κύριο ή άλλο κατά περίπτωση υπόχρεο να εκτελέσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο νόμο αυτόν, ούτε τον Οργανισμό να ενεργήσει ό,τι προβλέπεται στο νόμο αυτόν. Αν εκποιείται από τον Οργανισμό το ναυάγιο ή το πλοίο και έχει επιβληθεί σε αυτό αναγκαστική κατάσχεση, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν την αναγγελία και την διανομή του πλειστηριάσματος, μετά τη δημόσια κατάθεση του τιμήματος και την πιστοποίηση της ανέλκυσης και απομάκρυνσης του ναυαγίου ή της απομάκρυνσης του πλοίου που προβλέπονται στις διατάξεις του νόμου αυτού».

Με τις ανωτέρω διατάξεις o νομοθέτης μεριμνά για τη διασφάλιση ενός θαλασσίου περιβάλλοντος απαλλαγμένου όχι μόνο από ναυάγια αλλά και από πλοία, τα οποία δεν είναι μεν ακόμη ναυάγια παραμένουν όμως στους λιμένες εκ διαφόρων λόγων (ακυβερνησία, προσάραξη κ.λ.π.) και είναι ενδεχόμενο να καταστούν ναυάγια και να δημιουργήσουν κινδύνους για το θαλάσσιο περιβάλλον και τη ναυσιπλοΐα. Ειδικότερα, καθιερώνεται η υποχρέωση ανελκύσεως ναυαγίων, πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων, πλωτών κατασκευών, τμημάτων ή παραρτημάτων πλοίων και του φορτίου αυτών, καθώς και απομάκρυνσης των επιβλαβών και επικίνδυνων πλοίων, είτε ευρισκομένων σε περιοχές λιμένων, διωρύγων ή διαύλων, είτε εκτός αυτών σε άλλη θαλάσσια περιοχή. Η υποχρέωση αυτή γεννάται εφόσον το πλοίο αποτελεί κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα ή παρεμποδίζει την χρήση του λιμένα ή την προσέγγιση στην ακτή ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον και συνίσταται κατ’αρχήv στην υποχρέωση του κυρίoυ του να το ανελκύσει και να το απομακρύνει εκτός λιμένος, διώρυγας ή διαύλoυ ή εάν επιβάλλεται από τις περιστάσεις να το μετατοπίσει ή καταστρέψει ή με οποιοδήποτε τρόπο εξουδετερώσει. Υπόχρεος μεν για την ανέλκυση του ναυαγίου και την απομάκρυνση του επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου είναι  καταρχήν ο κύριος του πλοίου, ανατίθεται όμως στον αρμόδιο Οργανισμό (σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3), αφενός μεν η ευθύνη για την κίνηση, εποπτεία και ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας ανελκύσεως του πλοίου από το κατά νόμο υπόχρεο πρόσωπο, αφετέρου δε αυτοτελής υποχρέωση ανελκύσεως του ναυαγίου και απομάκρυνσης του επιβλαβούς και επικίνδυνου πλοίου σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του κυρίου αυτού προς τις υποχρεώσεις του. Εάν ο κύριος δεν συμμορφωθεί με τις ανωτέρω υποχρεώσεις του, ο Οργανισμός μεθίσταται εκ του νόμου σε θέση εντολοδόχου του κυρίου και όχι απλώς δύναται, αλλά υποχρεούται να εκτελέσει ο ίδιος τις ενέργειες ανελκύσεως με ευθύνη και δαπάνες του κυρίου, οι οποίες καταλογίζονται και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημοσίων εσόδων. Η εκτέλεση των πράξεων ανελκύσεως από τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς μπορεί να γίνει είτε με ίδια αυτού μέσα, είτε με ανάθεση των σχετικών εργασιών σε τρίτους. Αν η εκτέλεση των πράξεων ανελκύσεως κρίνεται από τον Οργανισμό, ενόψει των συνθηκών ως αδύνατη ή απρόσφορη, ο τελευταίος δύναται να εκποιήσει το ναυάγιο ή επιβλαβές ή επικίνδυνο πλοίο σε ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, οπότε ο πλειοδότης αναλαμβάνει εκείνος την υποχρέωση ανελκύσεως του ναυαγίου ή απομακρύνσεως του πλοίου μέσα στην οριζόμενη από τη διακήρυξη του διαγωνισμού προθεσμία, από την κατακύρωση δε και την καταβολή του τιμήματος ο πλειοδότης θεωρείται ότι αποκτά την κυριότητα του πλοίου ελεύθερη από κάθε δικαίωμα τρίτου και μπορεί να συντρέχει λόγος να ζητήσει την καταχώριση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης ή τη διαγραφή από το νηολόγιο. Το ότι ο πλειοδότης αποκτά το πλοίο ελεύθερο βαρών δημιουργεί προφανή κίνδυνο για τα συμφέροντα των δανειστών, που είχαν επιβάλει κατάσχεση επί του πλοίου. Προς πρoστασία αυτών ο νομοθέτης προέβλεψε ότι ο Οργανισμός, αφού αφαιρέσει από το τίμημα τις δαπάνες εκποίησης προσαυξημένες κατά ποσοστό 10%, καταθέτει το υπόλοιπο στο Τ.Π.& Δανείων υπέρ του κυρίου, ο οποίος καλείται να παραλάβει το οικείο γραμμάτιο παρακαταθήκης. Για την κατάθεση, ειδοποιείται η αρμόδια Δ.Ο.Υ., το Ν.Α.Τ., οι δανειστές που αναγράφονται στο ναυτικό υποθηκολόγιο ή στο βιβλίο κατασχέσεων του λιμένα νηολόγησης και, αν είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο πλοίο, ειδοποιείται και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση αυτή η κατάθεση γίνεται με τον όρο να αποδοθεί το τίμημα με εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμoύ.

Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με βάση τις διατάξεις του ιδρυτικού του νόμου 4748/1930 και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του, μετατράπηκε μεν, με βάση τον προαναφερθέντα ν.2688/1999, σε ανώνυμη εταιρεία και έχει πλέον το χαρακτήρα και λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, διατήρησε όμως και μετά την μετατροπή του αυτή την αρμοδιότητα των παραπάνω δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και αυτά της αναγκαστικής εκποίησης και απομάκρυνσης ναυαγίων, επιβλαβών και επικινδύνων πλοίων, καθώς και άλλων πλωτών μέσων, από την περιοχή του Λιμένος Πειραιώς, προκειμένου, αφενός να εξασφαλισθεί ακώλυτα η ελεύθερη ναυσιπλοΐα και η εύρυθμη λειτουργία του λιμένα και αφετέρου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ρύπανσης του θαλάσσιου χώρου, λόγω της παρουσίας των ανωτέρω (ναυαγίων και άλλων επικινδύνων πλοίων) εντός των χώρων αυτού. Η ενάσκηση των παραπάνω αρμοδιοτήτων εκ μέρους της Ο.Λ.Π. Α.Ε., συνάπτεται με τον έλεγχο της προστασίας εν γένει του φυσικού περιβάλλοντος, που, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, υπάγεται και πρέπει να ασκείται από δημόσια αρχή. Ασκώντας δηλαδή τις προβλεπόμενες από τις προαναφερθείσες διατάξεις αρμοδιότητες της, η ως άνω εταιρεία, ενεργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και έτσι ασκεί δημόσια εξουσία (Ολ ΣτΕ 1211/2010, ΑΠ 2029/2014,  ΣτΕ 112/2013).

Εξάλλου, σύμφωνα με την ειδική νομοθεσία που διέπει το Τ.Π.& Δανείων (π.δ. 30.12/3.1.1927, ΦΕΚ Α΄ 1/1927) συμπληρωματικά με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι εν λόγω χρηματικές παρακαταθήκες, που συστήνει, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο Οργανισμός στα πλαίσια της ανατεθειμένης σ’αυτόν δημόσιας εξουσίας, έχουν το χαρακτήρα των υποχρεωτικών δικαστικών παρακαταθηκών (περ.5 και 6 άρθρου 3 π.δ. 30.12/3.1.1927), δεδομένου ότι τόσο η σύσταση τους όσο και οι όροι απόδοσης τους, επιβάλλονται και καθορίζονται στον ανωτέρω νόμο (άρθρο 2 παρ.5 Ν.2881/2001) και δεν μπορούν να είναι άλλοι από αυτούς που ο ίδιος ο νόμος ορίζει. Ειδικότερα, στην περίπτωση που έχει επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο πλοίο, η κατάθεση, όπως ορίζεται στην συγκεκριμένη διάταξη, γίνεται με τον όρο να αποδοθεί το τίμημα ύστερα από εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Η διάταξη αυτή λαμβανομένης υπόψη της μεσολαβούσας αναγκαστικής εκποίησης, δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι η προϋφιστάμενη της εκποίησης αναγκαστική κατάσχεση επί του πλοίου εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα και μετά την εκποίηση, αλλά ότι ο νομοθέτης με προφανή σκοπό τη συντόμευση των διαδικασιών αναθέτει στον ήδη ορισθέντα προ της εκποίησης συμβολαιογράφο να προβεί στην διανομή του προϊόντος της εκποίησης, όχι με την ιδιότητά του, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, αλλά ως εκ του νόμου έχoντος την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού και την αρμοδιότητα για τη διενέργεια της διανομής. Ο ορισθείς συμβολαιογράφος ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικoνoμίας, που αφορούν την αναγγελία και τη διανομή του πλειστηριάσματος, μετά τη δημόσια κατάθεση του τιμήματος και την πιστοποίηση της ανέλκυσης και απομάκρυνσης του ναυαγίου ή της απομάκρυνσης του πλοίου, που προβλέπονται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Συνεπώς, προς προστασία των δανειστών του κυρίoυ του πλοίου που εκποιήθηκε, ορίζεται ότι το τίμημα καταβάλλεται κατόπιν εντολής του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, δηλαδή βάσει της κατάταξης των απαιτήσεων των δανειστών, που θα πραγματοποιήσει ο αρμόδιος συμβολαιογράφος, κατόπιν της αναγγελίας των απαιτήσεων αυτών κατά τις προβλέψεις του ΚΠολΔ. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση, που προϋφίστατο της αναγκαστικής εκποίησης, αναγκαστική κατάσχεση επί του πλοίου, ο ίδιος ο νόμος ορίζει τον δημόσιο λειτουργό που θα προβεί στην διανομή του τιμήματος και τούτο δεν ανατίθεται, ούτε επαφίεται στην ευχέρεια του Ο.Λ.Π., μήτε η προβλεπόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης αποσκοπεί στην διαφύλαξη και ικανοποίηση των απαιτήσεων τούτου σε βάρος του κυρίου του εκποιηθέντος, κατασχεμένου πλοίου, αλλά στην εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος και εντεύθεν δια του επιτευχθέντος τιμήματος στην προστασία των συμφερόντων των δανειστών και την ικανοποίηση των αναγγελθέντων και καταταγέντων απαιτήσεων τους επί του πλοίου και επομένως, στον συμβολαιογράφο αυτόν υποχρεούται εκ του νόμου ο Ο.Λ.Π. να παραδώσει το γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης, προκειμένου βάσει τούτου να προβεί ο τελευταίος στην διανομή του προϊόντος της εκποίησης. Σημειωτέον ότι, το γεγονός να έχουν ορισθεί πλείονες υπάλληλοι πλειστηριασμού, λόγω της επιτρεπόμενης πολλαπλής κατάσχεσης βάσει του άρθρου 214 εδ.α και β ΚΙΝΔ, ή να μην έχει ορισθεί υπάλληλος πλειστηριασμού σε περίπτωση επιβολής κατάσχεσης με βάση τον ΚΕΔΕ, δεν επηρεάζει την εκ του νόμου υποχρέωση της Ο.Λ.Π. Α.Ε. να προβεί στην δημόσια παρακατάθεση του τιμήματος της εκποίησης.

  1. V. Στην προκειμένη περίπτωση, η επικαλούμενη ζημία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ποσού 4.643.900 ευρώ, για την οποία ζητεί με την ένδικη αγωγή ισόποση αποζημίωση, κατά τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της, προκλήθηκε από την παράλειψη της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, να παρακαταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το προϊόν της εκποίησης των αναφερόμενων τεσσάρων πλοίων με ανοιχτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, ως επικίνδυνων και επιβλαβών, κατά τα προβλεπόμενα στις παρατιθέμενες στην μείζονα σκέψη διατάξεις του Ν.2881/2001, μετά την αφαίρεση των δαπανών εκποίησης προσαυξημένων κατά 10%, προκειμένου να προβεί ο αρμόδιος συμβολαιογράφος στην διανομή του τιμήματος, που επιτεύχθηκε από την αναγκαστική εκποίηση εκάστου πλοίου, κατόπιν σύνταξης πίνακα κατάταξης δανειστών, προς ικανοποίηση των προνομιούχων απαιτήσεων του από ασφαλιστικές εισφορές σε βάρος των πλοιοκτητριών εταιρείων, καθόσον είχαν επιβληθεί αναγκαστικές κατασχέσεις στα εκποιηθέντα πλοία και, ένεκα τούτου, το τίμημα θα αποδιδόταν στους δανειστές βάσει του πίνακα κατάταξης των απαιτήσεων τους και όχι στον κύριο εκάστου πλοίου. Οι παραληφθείσες προβλεπόμενες από τον ανωτέρω ειδικό νόμο πράξεις της εναγομένης-εφεσίβλητης, που αφορούν την σύσταση των εν λόγω χρηματικών παρακαταθηκών υπό τον όρο να αποδοθεί έκαστο τίμημα με εντολή του ορισθέντος, πριν την αναγκαστική εκποίηση, υπαλλήλου του πλειστηριασμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ για την αναγγελία και διανομή του πλειστηριάσματος και παράδοσης σ’αυτόν των οικείων γραμματίων συστάσεως παρακαταθήκης για την σύνταξη πίνακα κατάταξης των αναγγελθέντων δανειστών, ως σκοπούσες στην εξασφάλιση της νόμιμης και ασφαλούς χρήσης των λιμενικών εγκαταστάσεων του Λιμένος Πειραιώς, είναι ενταγμένες στον πυρήνα της, νομίμως ανατεθειμένης, κατά τα ρηθέντα στην μείζονα σκέψη, στην εναγομένη-εφεσίβλητη Ο.Λ.Π. Α.Ε., διοικήσεως και διαχειρίσεως της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης του Λιμένος Πειραιώς, ως πραγμάτων ανηκόντων στη δημόσια κτήση και προοριζομένων, σύμφωνα με το νόμο, για την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος. Ενόψει δε του ανωτέρω σκοπού τους οι εν λόγω πράξεις αποτελούν πράξεις ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, η δε Ο.Λ.Π. Α.Ε., στην οποίαν έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα για την διενέργεια των εν λόγω πράξεων, εντός του πλαισίου της ασκούμενης από την ίδια διοικήσεως του Λιμένος Πειραιώς δια της αναγκαστικής εκποίησης και απομάκρυνσης από την λιμενική περιοχή των εν λόγω πλοίων, κατ’εφαρμογή του ανωτέρω νόμου, ως επικίνδυνων και επιβλαβών για την ναυσιπλοΐα και το περιβάλλον και εντεύθεν δημόσιας κατάθεσης και εντολής απόδοσης του τιμήματος, ένεκα προϋφισταμένων κατασχέσεων, υπό τους δικονομικούς όρους απόδοσης πλειστηριάσματος, κατ’ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ, ενεργεί, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της, ως διοικητική αρχή, η δε διαδικασία δημόσιας κατάθεσης του επιτευχθέντος τιμήματος και διανομής του βάσει πίνακα κατατάξεως των δανειστών, αποτελεί τμήμα της όλης διαδικασίας της αναγκαστικής εκποίησης, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του Ν.2881/2001 και δεν εκφεύγει των ορίων άσκησης εκ μέρους της Ο.Λ.Π. Α.Ε. δημόσιας εξουσίας, ούτε δύναται να αποστεί ο Οργανισμός των εκ του νόμου υποχρεώσεων του και να συμψηφίσει αυτοβούλως το προϊόν της εκποίησης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του έναντι του κυρίου, καθόσον ο τελευταίος είναι δικαιούχος τούτου υπό τον ανωτέρω όρο και μόνο με εντολή του αρμόδιου συμβολαιογράφου αποδίδεται το τίμημα στον κύριο, εφόσον δεν ασκήσουν δικαιώματα δανειστές, ή προκύψει υπόλοιπο μετά την ικανοποίηση των αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών.

Επομένως, η εισαγομένη με την ένδικη αγωγή αξίωση του ενάγοντος κατά της εναγομένης περί αποζημιώσεως του για τη ζημία, την οποίαν υπέστη από την παράλειψη διενέργειας των προαναφερθεισών πράξεων στα πλαίσια της ανατεθειμένης σ’αυτήν δημόσιας εξουσίας, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της, ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και συγκεκριμένα ανώνυμης εταιρείας, συνιστά διοικητική διαφορά, που έχει έρεισμα τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ και όχι αυτές των άρθρων 914 επ. ΑΚ και υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων, εισάγοντας διοικητική διαφορά ουσίας, καθόσον απορρέει από παραλείψεις των οργάνων της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης Ο.Λ.Π. Α.Ε., κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

Περαιτέρω, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τα άρθρα 4, 522, 533 § 2 και 536 ΚΠολΔ, το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της εφέσεως, εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εάν κρίνει ότι το Δικαστήριο εκείνο δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής, με βάση την οποία έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, υποχρεούται, έστω και εάν δεν υπάρχει ειδικός λόγος εφέσεως, το οποίο συμβαίνει όταν ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την κατά νόμω ή ουσία απόρριψη της αγωγής, να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή, διότι τούτο δεν αποτελεί χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος, χωρίς να ασκηθεί ξεχωριστή έφεση ή αντέφεση από τον εφεσίβλητο, αφού η απόφαση αυτή δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, από αυτήν που προσβλήθηκε (ΑΠ 820/1977 ΝοΒ 26 517, ΕφΠειρ 314/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 328/2009 ΕλΔνη 2009 1514, ΕφΝαυπλ 126/1988 Αρμ 1988 1139, Δ.Δημητρίου, Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης κατ` έφεση, σ. 2, Σ.Σαμουήλ, η έφεση, έκδ. ΣΤ`, § 1137).

Ενόψει τούτων, εφόσον, κατά τα παραπάνω η ένδικη αγωγή με βάση την αξίωση του ενάγοντος, την οποίαν εισάγει ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, εμπίπτει στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση κατ` ουσίαν, εφόσον το εκκαλούν – ενάγον παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του, ως αβάσιμης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια το Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση, να δικάσει επί της από 26.9.2013 αγωγής και να απορρίψει αυτή, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι η παρούσα απόφαση είναι επωφελέστερη για το εκκαλούν – ενάγον από αυτήν που έχει προσβληθεί. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, μειωμένα κατ’άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν ισομερώς μεταξύ τους, λόγω της εκατέρωθεν νίκης και ήττας τους (178παρ.1, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.604/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 26.9.2013 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Κατανέμει ισομερώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23 Αυγούστου 2018.  

  Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του

Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους

δικηγόρους τους, στις 12 Σεπτεμβρίου 2018.

             Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                  Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ