Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 17/2025

Αριθμός    17 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2o  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο, Έλλη Παπαδοπούλου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην ………. Αττικής, επί της …….., και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ……… Ιρλανδίας, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως δικαιούχο των απαιτήσεων που απέκτησε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………» που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία Σκόρδα.

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  12.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3522/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 17.12.2013 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη  με   αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου  Πειραιά   ……….//2023 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 3522/2023 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά  που εκδόθηκε  κατά την   διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις 30-10-2023  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 19-12-2023  δίχως εν τω μεταξύ να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό ………../2023   e-παράβολο).

Ο  ανακόπτων και ήδη εκκαλών  με την με  αριθμό καταθ. ………./2022  ανακοπή  πού άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά   ζήτησε   για τους αναφερόμενους  σ΄αυτήν λόγους  την ακύρωση : α)  της υπ΄αριθμόν ………../2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ης και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 105.458,85 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων  πλέον της νόμιμης και β) της  από 11-4-2022 επιταγής  προς πληρωμή που έχει τεθεί  κάτω από το αντίγραφο του πρώτου  εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ΄ης και ήδη εφεσίβλητη το ανωτέρω ποσό πλέον τόκων, δικαστικής δαπάνης  και δαπάνης επίδοσης της επιταγής.  Επί της ανακοπής  αυτής  εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία   απορρίφθηκε  τόσο  η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής όσο και η ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή  και καταδικάσθηκε  ο  ανακόπτων στα δικαστικά έξοδα της καθ΄ης η ανακοπή ύψους 1.100 ευρώ. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει  ο  ανακόπτων    παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία  και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της ανακοπής του με σκοπό την  ακύρωση  της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και της  προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο ανακόπτων  ισχυρίζεται  ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε  τον  πρώτο  λόγο ανακοπής με τον οποίο προέβαλε ότι   η εταιρεία «…………»  δεν νομιμοποιείται να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής και να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση  σε βάρος του καθόσον  οι προς διαχείριση απαιτήσεις μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη μεταβιβάστηκαν στην δικαιούχο της απαίτησης  εταιρεία ειδικού σκοπού «………….»  σύμφωνα με την διάταξη του  άρθρου  10 του ν 3156/2003   με την οποία ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί  ν΄ανατίθεται  συμβατικά  σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα χωρίς, ωστόσο,  να παρέχεται στις εταιρείες διαχείρισης  και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της  με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου όπως ρητά προβλέπεται (άρθρ 2 παρ 4 του ν 4354/2015)  για τις εταιρείες διαχείρισης των  απαιτήσεων που  αποκτήθηκαν από τις εταιρείες ειδικού σκοπού  με την διαδικασία πώλησης  βάσει του ν 4354/2015. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον  επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ 4 του ν 4354/2015 τόσο στις περιπτώσεις  που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί  με βάση τις διατάξεις  του άρθρου 10 παρ 14 του ν 3156/2003 όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν 4354/2015 καθώς εξυπηρετείται ο νομοθετικός σκοπός  της διευκόλυνσης  της διαχείρισης  των απαιτήσεων και επιλύεται  κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα  της δικονομικής  υπόστασης  των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων επιτυγχάνοντας  έτσι την αρμονική  ένταξη του ερμηνευόμενου ν 3154/2003 στο σύστημα χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές  συνθήκες  κάτω  από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα (Ολ Απ 1/2023). Επομένως, το πρωτοβαθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό αναφέροντας ότι  νομιμοποιείται  η εφεσίβλητη  ως μη δικαιούχος διάδικος  να  προβεί  σε  κάθε ένδικο βοήθημα, ορθά  κατ΄αποτέλεσμα έκρινε. Πρέπει, επομένως να συμπληρωθεί η αιτιολογία με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής και ν΄απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη  τον ισχυρισμό ότι  η  απαίτηση της  εφεσίβλητης δεν είναι εκκαθαρισμένη καθόσον υποχρεώνεται με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και εν συνεχεία με την ανακοπτομένη επιταγή να καταβάλλει, μεταξύ άλλων,  πέραν των τόκων υπερημερίας  και τόκους τόκων  με εξάμηνο ανατοκισμό αυτών χωρίς όμως να προσδιορίζεται το ποσό  των κεφαλαιοποιημένων τόκων.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος  καθόσον ο προσδιορισμός του ακριβούς ύψους του ποσού των οφειλομένων τόκων μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων και δεν συνιστά αναγκαίο, απαραίτητο και επιβεβλημένο στοιχείο για την εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1048/2022)  και κατ΄επέκταση και της επιταγής προς πληρωμή και επομένως,  η απαίτηση της εφεσίβλητης τυγχάνει εκκαθαρισμένη  δοθέντος ότι εκκαθαρισμένη  είναι η απαίτηση όχι μόνο όταν από τον τίτλο προκύπτει το ποσό αυτής αλλά και όταν το ποσό αυτής μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστηριο που δέχθηκε τα ίδια δεν υπέπεσε σε σφάλμα  και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εκκαλών  ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον λόγο ανακοπής με τον οποίο προέβαλε ότι παρανόμως η εφεσίβλητη ενσωμάτωσε στην απαίτηση της  ποσό το οποίο προέρχεται από παράνομο ανατοκισμό, εκτοκισμό και κεφαλαιοποίηση της εισφοράς του ν 128/1975.  Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης με έμμεσο αποτέλεσμα την συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο δεν αντικειται  στην διάταξη του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975 η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ΄αρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα  δικαιου και  ως εκ τούτου είναι νόμιμη. Εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων που μπορεί να ελεχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, πράγμα που δεν συμβαίνει  στην περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά  για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφρορά του ν. 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, λογίζεται δηλαδή ως τόκος  κατά το άρθρο 293 παρ 1 εδαφ α ΑΚ και επομένως, νομίμως  ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν 2601/1998 αφού αποτελεί μέρος του  ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 695/2023, ΑΠ1133/2022,  ΑΠ669/2020 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, όπως στην επίδικη σύμβαση βάσει της οποίας εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής,  οι απαιτήσεις διαφάνειας  και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί  και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα  είναι έγκυρη (ΑΠ368/2019). Κατόπιν αυτών ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο αυτό ως μη νόμιμο και επικουρικά ως αόριστο, ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε. Πρέπει, επομένως ν΄αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της απόφασεις με την αιτιολογία της αποφασης αυτής  κατ΄αρθρο 534 ΚΠολΔ και ν΄απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον ισχυρισμό του με τον οποίο προέβαλε ότι η επίδικη απαίτηση  δεν αποδεικνύεται από τα έγγραφα που προσκόμισε η εφεσίβλητη  καθώς η διαταγή πληρωμής εξεδόθη βάσει  αποσπασμάτων των τεσσάρων λογαριασμών κίνησης που τηρήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα  από 5-9-2012 έως31-3-2021 και  όχι  από της καταρτίσεως της συμβάσεως πιστώσεων δηλαδή από 14-9-2004 έως και 27-5-2021  που κοινοποιήθηκε  σ΄αυτόν η καταγγελία της συμβάσεως.  Ο λόγος αυτός ο οποίος είναι νόμιμος (άρθρα 623,626,630 και 631 ΚΠολΔ) πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 14-9-2004 σύμβαση τοκοχρεολυτικού  στεγαστικού δανείου  η τραπεζική εταιρεία «……………» χορήγησε στον ανακόπτοντα  στεγαστικό δάνειο ύψους 78.000 ευρώ. Με την σύμβαση αυτή ορίστηκε ότι σε περίπτωση μη καταβολής τριών διαδοχικών μηνιαίων δόσεων η  δανείστρια είχε το δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση, να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και να χρεώνει το ποσό αυτού με συμφωνημένους τόκους υπερημερίας  και τους επ΄αυτών τοκους και να επιδιώξει είτε την είσπραξη των καθυστερούμενων δόσεων με τους οφειλόμενους τόκους και έξοδα είτε επιπλέον και την είσπραξη του άληκτου ποσού του δανείου  που κατέστη ληξιπροθεσμο και απαιτητό. Ο ανακόπτων για μεγάλο χρονικό διάστημα  ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του. Στη συνέχεια,  αδυνατούσε να καταβάλει τις συμφωνηθείσες δόσεις και για το λόγο αυτό στις 12-7-2012  υπογράφηκε μεταξύ των αυτών ως άνω συμβληθέντων  η με την αυτή ημερομηνία  πρόσθετη πράξη με την οποία ο ανακόπτων αποδέχθηκε την ρύθμιση της οφειλής του αναγνωρίζοντας μεταξύ άλλων ότι η σύμβαση δανείου καταρτίσθηκε και  λειτούργησε σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν σε αυτή, τους οποίους αποδέχτηκε  εκ νέου  στο σύνολό τους δηλώνοντας, επισης, ότι  προέβη στον έλεγχο της κινήσεως των λογαριασμών που τηρήθηκαν, των χρεωπιστώσεων που έλαβαν χώρα και της αιτίας αυτών,  αλλα και των επιτοκίων, και αναγνώρισε  το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 78.495,05 ευρώ ως ακριβές και σύμφωνο με τους όρους και τις συμφωνίες  που περιέχονται στην σύμβαση δανείου, ενώ παραιτήθηκε του δικαιώματος να προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρηση κατ΄αυτού.  Για αρκετά χρόνια ο ανακόπτων τήρησε τους όρους της ρυθμίσεως και ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του έναντι της δανείστριας τράπεζας στη συνέχεια, όμως, βρέθηκε εκ νέου  σε αδυναμία να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις. Συνεπεία της εξέλιξης αυτής  στις 30-4-2020 η δανείστρια Τραπεζα  μεταβίβασε στην εταιρεία ειδικού σκοπού «………»  με έδρα το …… Ιρλανδίας μεταξύ άλλων  και την απαίτηση της  κατά του ανακόπτοντος  (βλ υπ΄αριθμόν  πρωτ. …./30-4-2020  δημοσίευση συμβάσεων στο ενεχυροφυλάκειο Αθηνών που  ενεγράφη στον τόμο ….. και με αριθμό ….. σε συνδυασμό με σελίδα 880 των δημοσίων βιβλίων με τιτλοποιημένα δάνεια της ………..  που ενεγράφη στον αυτό τόμο και αριθμό). Αυθημερόν  η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού  ανέθεσε στην  «…………»  ως διαχειρίστρια απαιτήσεων  όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων μεταξύ των οποίων και κεινης του ανακόπτοντος (βλ υπ΄αριθμόν  πρωτ. ………./30-4-2020 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων του ενεχυροφυλακείου Αθηνών που ενεγράφη στον τομο … και με αριθμό ….). Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 18-6-2021 η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού  ανέθεσε στην ήδη εφεσίβλητη εταιρεία όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων  μεταξύ των οποίων και κείνης του ανακόπτοντος (βλ υπ΄αριθμον πρωτ. …../22-6-2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/2003) που ενεγράφη στο ενεχυροφυλακείο  Αθηνών στον τόμο … και με αριθμό ….). Πρεπει δε, να σημειωθεί ότι η εφεσίβλητη εταιρεία είχε καταχωριστεί στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ)  στις 19-10-2019 (βλ υπ΄αριθμον πρωτ……/17-10-2019 ανακοίνωση του ΓΕΜΗ). Κατόπιν αυτών στις 21-5-2021 η εφεσίβλητη προέβη σε καταγγελία της σύμβασης στεγαστικού δανείου και μετά την επίδοση αυτής αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής προσκομίζοντας πέραν των λοιπών εγγράφων αποσπάσματα των τεσσάρων λογαριασμών  και συγκεκριμένα των με αριθμούς ………….. λογαριασμών  οι οποίοι  τηρήθηκαν κατά  το χρονικό διάστημα από 5-9-2012 έως 31-3-2021,  δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε  την από μέρους του ανακόπτοντος αναγνώριση της οφειλής του ύψους 78.495,05 ευρώ. Βάσει των εγγράφων αυτών εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής  στην οποία αναφέρθηκε ότι  με την από 12-7-2012 πρόσθετη πράξη και το παραρτημα αυτής αναγνωρίστηκε από τον ανακόπτοντα το κατά την ημερομηνία αυτή  χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 78.497,05 ευρώ. Ως εκ τούτου δεν απαιτείται η κίνηση των λογαριασμών που τηρήθηκαν για το προηγούμενο της 12-7-2012 πρόσθετης πράξης εφόσον στην διαταγή πληρωμής γίνεται σαφής αναφορά στην από μέρους του ανακόπτοντος αναγνώριση οφειλής. Κρίνεται δε, απορριπτέος ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι η αναγνώριση αυτή δεν τον δεσμεύει καθώς δεν την  αμφισβήτησε  παρά την πάροδο δεκαετίας από της υπογραφής της.  Εξάλλου, στην ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι  για την παρακολούθηση του δανείου τηρήθηκαν α) ο υπ΄αριθμόν ………  λογαριασμός ο οποίος μεταβλήθηκε στον υπ΄αριθμόν …… λογαριασμό και κινήθηκε μέχρι την 27-6-2020 με χρεωστικό υπόλοιπο 64.084,31 ευρώ, β) ο υπ΄αριθμόν ……….  λογαριασμός ο οποίος μεταβλήθηκε στον υπ΄αριθμόν …….. λογαριασμό ο οποίος κινήθηκε μέχρι την 27-6-2020 με χρεωστικό υπόλοιπο 34.159,10 ευρώ, γ) ο υπ΄αριθμόν ……….. λογαριασμός ο οποίος κινήθηκε μέχρι την 27-6-2020 με χρεωστικό υπόλοιπο 2.606,92  ευρώ και ο υπ΄αριθμόν ……….. λογαριασμός ο οποίος κινήθηκε μέχρι την 27-6-2020 με χρεωστικό υπόλοιπο 4.608,52 ευρώ, ενώ γίνεται και ειδική αναφορά σχετικά με το ότι  είχε συμφωνηθεί μεταξύ των αρχικώς συμβληθέντων  ότι τα αποσπάσματα των λογαριασμών που εξάγονται από τα εμπορικά βιβλία της δανείστριας τράπεζας  αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων αυτής.

Περαιτέρω, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι στα προσκομισθέντα αποσπάσματα των τεσσάρων λογαριασμών δεν αποτυπώνεται με ακρίβεια, σαφήνεια και ορισμένο τρόπο η απαίτηση καθώς δεν εκτίθενται  α) οι κάθε μορφής επιβαρύνσεις και η αιτία αυτών, β) τα κάθε μορφής  ασφάλιστρα, έξοδα και προμήθειες της τράπεζας και γ) το εκάστοτε κυμαινόμενο επιτόκιο.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος καθόσον από τα προσκομισθέντα αποσπάσματα προκύπτει  ότι αναφέρονται τα επιμέρους ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν οι λογαριασμοί του ανακόπτοντος και   αναφέρεται  περιληπτικά και  η αιτία αυτών,  ενώ δεν απαιτείται η αναφορά του εκάστοτε επιτοκίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια έστω και με περιληπτική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστήρίζονται με το σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατοπιν αυτών πρέπει ν΄απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ 2 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).  Τέλος, πρέπει, λόγω της απόρριψης της έφεσης ,  να διαταχθεί κατ΄ άρθρο 495 παρ 3 περ Γ εδαφ γ  ΚΠολΔ και  η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ   αντιμωλία των διαδίκων

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την έφεση

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την εισαγωγή  του κατατεθέντος παραβόλου  στο Δημόσιο Ταμείο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Ιανουαρίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ