ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 45/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Σοφία Καλούδη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Κυπραίου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Ναούμ.
Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11-2-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ………../11-2-2021 αγωγή. Το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 3736/2022 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση.
Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ο εναγόμενος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη από 31-1-2023 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ………/3-2-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ………/3-2-2023. Η εν λόγω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 7ης-12-2023, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ..
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 3736/5-12-2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ.,511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 4-1-2023, (όπως προκύπτει από την σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……………) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3-2-2023, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ. 1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου αυτής.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1839 και 1843 ΑΚ προκύπτει ότι ο δικαιούμενος νόμιμη μοίρα τη λαμβάνει και εναντίον της θέλησης του διαθέτη, αλλά ο τελευταίος, με διάταξη τελευταίας βούλησης, μπορεί να στερήσει το δικαιούχο της νόμιμης μοίρας του και μόνο για ορισμένους λόγους, οι οποίοι περιοριστικά αναφέρονται στον νόμο και ειδικότερα στο άρθρο 1840 ΑΚ (αποκλήρωση υπό στενή έννοια) και οι οποίοι πρέπει να υπάρχουν κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη (ΑΠ 22/2019, ΑΠ 5/2019, ΑΠ 146/2009, Εφ.Αθ. 1223/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στο ως άνω άρθρο (1840 ΑΚ) ορίζεται ότι: «Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα αν: 1. Επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη, 2. Προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στον διαθέτη ή στον σύζυγό του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών, 3. Έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, 4. Αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από τον νόμο να διατρέφει τον διαθέτη, 5. Ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για τον λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά τον θάνατο του διαθέτη έχει οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο». Όσον αφορά δε την αναφορά του λόγου της αποκλήρωσης στη διαθήκη, γίνεται δεκτό ότι η σχετική μνεία μπορεί να γίνει είτε με τη χρησιμοποίηση των λεκτικών εκφράσεων του νόμου ή και με τη χρησιμοποίηση λεκτικών όρων ταυτόσημων κατά την έννοια προς τους όρους του νόμου, το οποίο συμβαίνει, όταν οι όροι που χρησιμοποιούνται στη διαθήκη έχουν σαφώς καθορισμένη και κοινώς ή ευρέως παραδεδεγμένη σημασία, ταυτιζόμενη προς εκείνη των όρων του νόμου, είτε και με την επίκληση στη διαθήκη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, που μπορούν να υπαχθούν ανενδοίαστα σε κάποια από τις νόμιμες περιπτώσεις αποκλήρωσης (ΑΠ 1420/1981 ΕΕΝ 1982.822, Εφ.Αθ. 1223/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να είναι έγκυρη η αποκλήρωση με την στενή έννοια, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) να γίνει με διάταξη τελευταίας βούλησης (διαθήκη), β) να υπάρχει βούληση του διαθέτη να στερήσει τον κατιόντα του από τη νόμιμη μοίρα του, η οποία μπορεί να έχει διατυπωθεί ρητά (με τον όρο «αποκληρώνω» ή άλλη παρεμφερή έκφραση, όπως π.χ. «στερώ από τη νόμιμη μοίρα») ενδέχεται, όμως, και να προκύπτει ερμηνευτικά από το περιεχόμενο της διαθήκης, γ) να συντρέχει λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ, των οποίων αποκλείεται η διεύρυνση ή η αναλογική εφαρμογή και σε άλλες περιπτώσεις αποδοκιμαστέας συμπεριφοράς του κατιόντος προς τον διαθέτη και την οικογένειά του, δ) να αναφέρεται ο λόγος αποκλήρωσης στη διαθήκη, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, ως προς το ποιον από τους προβλεπόμενους λόγους αποκλήρωσης εννοεί ο διαθέτης, ε) να υφίσταται ο λόγος αποκλήρωσης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι το θάνατο του διαθέτη και στ) να μην έχει δοθεί συγγνώμη εκ μέρους του τελευταίου (ΑΠ 5/2019 ό.π., Εφ.Αθ.1223/2024 ό.π., Εφ.Αθ. 4000/2008 ΕλλΔνη 2008.1515, Εφ.Αθ. 4632/2007 ΕλλΔνη 2008.281). Αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει, όταν η αποκλήρωση έγινε χωρίς νόμιμο λόγο ή όταν ο λόγος της αποκλήρωσης που αναφέρεται στη διαθήκη δεν είναι αληθινός ή έγινε για λόγο, για τον οποίο έχει δοθεί συγγνώμη, η αποκλήρωση είναι άκυρη και ισχύει ως αποκλεισμός του μεριδούχου από την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Στην περίπτωση αυτή ο αποκληρωθείς λαμβάνει τη νόμιμη μοίρα του, που είναι το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας του, αλλά όχι πλέον αυτής, διότι κατά το επιπλέον διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της διαθήκης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση και δεν αποδεικνύεται νόμιμος λόγος ακυρότητας ή ακυρώσιμου της διαθήκης (ΑΠ 5/2019 ό.π., ΑΠ 1349/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 1223/2024 ό.π.). Σε περίπτωση αποκλήρωσης, ο αποκληρωθείς μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμότητας – αναλήθειας και ανυπαρξίας των αναφερομένων στη διαθήκη λόγων αποκλήρωσης και επομένως ακυρότητας της αποκλήρωσής του από τη νόμιμη μοίρα λόγω μη συνδρομής των παραπάνω επικληθέντων λόγων, με σκοπό την αναγνώριση περαιτέρω του κληρονομικού του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 5/2019 ό.π., ΑΠ 1708/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 766/2004 ΕλλΔνη 46.454, Εφ.Αθ. 1223/2024 ό.π.). Αίτημα, επομένως, της αγωγής η οποία ερείδεται στο άρθρο 1840 ΑΚ είναι η αναγνώριση της ακυρότητας της αποκλήρωσης, εφόσον δε αναγνωρισθεί τελεσιδίκως η ακυρότητα αυτή, ο μεριδούχος λαμβάνει αυτοδικαίως το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του επί της κληρονομίας του διαθέτη ή το ελλείπον και όχι την εξ αδιαθέτου μερίδα του, αφού σκοπός του διαθέτη με την αποκλήρωση είναι να στερήσει στο νόμιμο μεριδούχο το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του (Ολ.ΑΠ. 935/1975, ΑΠ 5/2019 ό.π.). Ο επικαλούμενος δε την αποκλήρωση υποχρεούται να αποδείξει τον λόγο αυτής, ώστε σε περίπτωση έγερσης αναγνωριστικής αγωγής με βάση την ανυπαρξία ή την αναλήθεια του λόγου της αποκλήρωσης, ο εναγόμενος, δηλαδή εκείνος που ωφελείται από τη διαθήκη που περιέχει τη διάταξη για την αποκλήρωση, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ή την αλήθεια του λόγου της αποκλήρωσης (ΑΠ 1281/1993 ΕλλΔνη 36.124, Εφ.Αθ. 1223/2024 ό.π.). Αν δεν αποδεικνύεται ο λόγος αυτός και είναι αναληθής ή η αποκλήρωση έγινε χωρίς νόμιμο λόγο, η αποκλήρωση είναι άκυρη, με αποτέλεσμα το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας να υφίσταται και οι διατάξεις της διαθήκης να αναιρούνται, αλλά μόνο μέχρι τη νόμιμη μοίρα (άρθρο 1713 ΑΚ), ενώ κατά το επιπλέον διατηρούνται σε ισχύ και εφόσον δεν γίνεται επίκληση και δεν αποδεικνύεται νόμιμος λόγος ακυρότητας ή ακυρώσιμου της διαθήκης (ΑΠ 1349/2005 ό.π., ΑΠ 122/1998 ΕλλΔνη 39. 575, ΑΠ 1178/1997 ΕΕΝ 1999.167, Εφ.Αθ. 1223/2024 ό.π., Εφ.Αθ. 4000/2008 ο.π., Εφ.Αθ. 5632/2007 ό.π.).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε στην ως άνω από 11-2-2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, στις 17-2-2019 απεβίωσε η γιαγιά της από τη µητρική πλευρά, ……………., κάτοικος εν ζωή Νίκαιας Αττικής. Ότι, κατά τον χρόνο του θανάτου της, στην αποβιώσασα ανήκαν τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στην αγωγή, συνολικής αξίας 129.942 ευρώ. Ότι, µε το υπ΄αρ. …./12-4-2019 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, δηµοσιεύθηκε η από 24-4-2002 δηµόσια διαθήκη της ως άνω θανούσας, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: «α) Στον γιο µου …………… την οριζόντια ιδιοκτησία που αποτελείται από το ισόγειο και τον πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο και η οποία οριζόντια ιδιοκτησία θα περιέρχεται µετά τον θάνατο του γιου µου …….. στην θυγατέρα του και εγγονή µου …. θυγατέρα ……….. .. β) Στον σύζυγό µου ………. αφήνω την επικαρπία της οριζόντιας ιδιοκτησίας, που αποτελείται από τον δεύτερο (Β’) και τρίτο (Γ’) πάνω από το ισόγειο ορόφους, την ψιλή κυριότητα αυτής της οριζόντιας ιδιοκτησίας την αφήνω στον γιο μου ………. Επίσης, ορίζω ότι µετά τον θάνατο του γιου µου ………, η προαναφερόµενη οριζόντια ιδιοκτησία να περιέρχεται στην θυγατέρα του και εγγονή µου ……. θυγατέρα …….. .. γ) Στον σύζυγό µου …….. αφήνω και την επικαρπία της οριζόντιας ιδιοκτησίας που αποτελείται από το δώµα πάνω από τον τρίτο (Γ’) πάνω από το ισόγειο όροφο. Την ψιλή κυριότητα αυτής της οριζόντιας ιδιοκτησίας την αφήνω στον γιο µου ………. Επίσης, ορίζω ότι µετά τον θάνατο του γιου µου ………. η προαναφερόµενη οριζόντια ιδιοκτησία να περιέρχεται στην θυγατέρα του και εγγονή µου ……….. θυγατέρα ……… Ακόµη ορίζω και τα εξής: τα παραπάνω περιουσιακό στοιχεία τα αφήνω στον γιο µου ………….. µε τον όρο ότι θα δώσει το χρηµατικό ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (44.020,54 ευρώ) στην εγγονή µου και θυγατέρα της προαποβιωσάσης κόρης µου …., δηλαδή στην ….. θυγατέρα ………, κατά τον χρόνο του θανάτου µου, αλλιώς τον περιορίζω και του αφήνω µόνο την οριζόντια ιδιοκτησια που αποτελείται από το ισόγειο και τον πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο της ως άνω πολυώροφης οικοδοµής. Στην …….. θυγατέρα ……………, αφήνω επίσης ένα (1) αγροτεµάχιο που βρίσκεται θυγατέρα που βρίσκεται στην θέση «……..» της περιοχής ……. της κτηµατικής περιφέρειας της Κοινότητας …….. Κορινθίας του τέως Δήµου Κορινθίων, έκτασης αυτού µέτρων τετραγωνικών τετρακοσίων δέκα (470), το οποίο έχω αποκτήσει από αγορά µε το µε αριθµό ……/13.3.1985 συµβόλαιο της σvµβολαιογράφου Αθηνών …………. Τέλος δηλώνω ότι µε την παρούσα ανακαλώ κάθε προγενέστερη διαθήκη µου». Ότι, στη συνέχεια, µε το υπ΄αρ. ………/12-4-2019 πρακτικό του ως άνω Ειρηνοδικείου Νίκαιας, δηµοσιεύθηκε η µεταγενέστερη, από 14-2-2008, ιδιόγραφη διαθήκη της ίδιας αποβιώσασας, µε την οποία η τελευταία ανακαλούσε την προγενέστερη ανωτέρω αναφερθείσα από 24-4-2002 δημόσια διαθήκη της ως προς την διάταξή της, µε την οποία οριζόταν ότι: «Προκειµένου να λάβει τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στην ανώτερη διαθήκη ο γιος µου …………. πρέπει να δώσει το χρηµατικό ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (44.020,54) στην εγγονή µου, …. θυγατέρα ………. κατά τον χρόνο του θανάτου µου…». Ότι, περαιτέρω, στη μεταγενέστερη αυτή διαθήκη ανέφερε, σχετικά με την προηγηθείσα, τα κάτωθι: «επιθυµώ αυτή η διάταξη να µην ισχύει και την θεωρώ ως µηδέποτε γενόµενη κατά τα λοιπά το περιεχόµενο της µε αριθµό …./24.4.2002 διαθήκης µου το θεωρώ αναλλοίωτο και όπως αρχικά ετέθη επίσης ορίζω µε την παρούσα ότι στην εγγονή µου …. θυγατέρα ………….. δεν αφήνω τίποτα και να αρκεστεί σε ότι της έχω δώσει εν ζωή για να καλύψει τις τρέχουσες καθηµερινές της ανάγκες µικροέξοδα δώρα. Ακόµη αναφέρω ότι δεν είναι άξια να λέγεται εγγονή µου δεδοµένου ότι µε έχει εγκαταλείψει και δεν έχει καµµία επαφή µαζί µου ως γιαγιά της έστω και τυπικά ότι ακόµα και όταν νοσηλεύτηκα στο νοσοκοµείο για την εγχείρηση που έκανα στο γόνατο µου εκείνη δεν µε επισκέφθηκε». Ότι, το περιεχόµενο της δεύτερης διαθήκης της ως άνω διαθέτιδος είχε υπαγορευθεί στην τελευταία από τον εναγόµενο και ήταν προϊόν πίεσης, εξαναγκαστικής συµπεριφοράς και εκµετάλλευσης της γεροντικής της άνοιας από αυτόν, ο οποίος είχε καταστήσει τη διαθέτιδα απόλυτα εξαρτώµενη για τη διαβίωσή της από τον ίδιο και τη σύζυγό του. Ότι, επιπλέον, ο εναγόµενος µε δόλο απέκλεισε την ενάγουσα από τη ζωή της διαθέτιδος – γιαγιάς της και δυσχέραινε όσο µπορούσε την µεταξύ τους επικοινωνία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, έτσι ώστε να θεωρεί η τελευταία ότι η ενάγουσα την είχε εγκαταλείψει, πείθοντάς την συγχρόνως ότι µόνο εκείνος ενδιαφέρεται για την ίδια και όχι η ενάγουσα. Ότι, στο πλαίσιο αυτό, δεν ενηµερώθηκε για την εγχείριση στην οποία υποβλήθηκε η διαθέτιδα στο γόνατο. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα, να κηρυχθεί άκυρη η από 14-2-2008 ιδιόγραφη διαθήκη της ως άνω αποβιώσασας, καθώς αυτή δεν προέκυψε από την ελεύθερη βούλησή της, αλλά αποτέλεσε προϊόν πλάνης ως προς την αλήθεια του λόγου αποκλήρωσης, προκληθείσας από τον επηρεασμό της από τα ψευδή γεγονότα που της ανέφερε ο εναγόμενος εις βάρος της ενάγουσας, και να τεθεί σε ισχύ η προηγούμενη από 24-4-2002 δημόσια διαθήκη της διαθέτιδος, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η από 14-2-2008 νεότερη διαθήκη της ως άνω αποβιώσασας, ζητούσε η ενάγουσα, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της διάταξης της αποκλήρωσης που διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη αυτή διαθήκη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της επί της εν λόγω κληρονομίας (ήτοι το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας), ανερχόμενο στο ¼ της αξίας της ακίνητης περιουσίας της διαθέτιδος κατά το χρόνο θανάτου της, ύψους (το ¼) 32.485,50 ευρώ.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 3736/2022 οριστική απόφασή του, έκρινε καταρχήν ότι είναι αρμόδιο προς εκδίκαση της ως άνω αγωγής, καθώς επίσης ότι υφίσταται παθητική νομιμοποίηση του εναγόμενου ως τετιμημένου με την επίμαχη διαθήκη, διότι, ακόμη και αν υπάρχουν περισσότεροι τετιμημένοι με τη διαθήκη (συγκληρονόμοι), ο δικονομικός δεσμός που ιδρύεται μεταξύ τους είναι εκείνος της απλής ομοδικίας και συνεπώς, η αγωγή ακύρωσης (της διαθήκης) δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων των τετιμημένων (ΑΠ 682/2016, Εφ.Δυτ.Στ.Ελλ. 103/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του εναγόμενου. Ακολούθως, απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της με την οποία ζητείτο η ακύρωση της επίδικης διαθήκης λόγω πλάνης της διαθέτιδος περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησής της, ως αόριστη, διότι δεν εκτίθεται σε αυτήν ποια συγκεκριμένα ήταν τα ψευδή γεγονότα, που παρέστησε ο εναγόμενος στη διαθέτιδα ως αληθή και τα οποία παρέσυραν την τελευταία στη σύνταξη της παραπάνω διαθήκης, ενώ, περαιτέρω, σχετικά με την επικαλούμενη πλάνη της διαθέτιδος, δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια στο δικόγραφο της αγωγής σε τι συνίσταται αυτή, και δη σε τι συνίσταται η διάσταση μεταξύ της αντίληψής της περί τα πράγματα και τα αναγραφόμενα στη διαθήκη πραγματικά περιστατικά. Ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό (με το οποίο απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της ως αόριστη), δεν πλήττεται η εκκαλουμένη. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, πλην του αιτήματός της να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα συγκεκριμένο ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία της νόμιμης μοίρας της επί των κληρονομιαίων, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, διότι αντικείμενο της περί κλήρου αγωγής (άρθρο 1871 ΑΚ) είναι καταρχήν η απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, και όχι του ποσού στο οποίο αντιστοιχεί η αξία της μερίδας του ενάγοντος, καθώς επίσης και του παρεπόμενου αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή, το οποίο, μετά την απόρριψη του ως άνω καταψηφιστικού αίτηματος της αγωγής, κατέστη μη νόμιμο ως προς το εναπομείναν αναγνωριστικό αίτημα αυτής. Τέλος, η εκκαλουμένη, έκανε δεκτή την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, αναγνώρισε την ακυρότητα της, περί αποκλήρωσης της ενάγουσας διάταξης, που διαλαμβάνεται στην από 14-2-2008 ιδιόγραφη διαθήκη της ως άνω διαθέτιδος και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος του εναγόμενου λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 191 ΚΠολΔ), τα οποία όρισε στο ποσό των 700 ευρώ.
Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης, παραπονείται ο εναγόμενος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε, να απορριφθεί συνολικά η αγωγή της αντιδίκου του.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών υποστηρίζει ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και ως προς την επικουρική της βάση, κατά τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς του. Ο λόγος αυτός της έφεσης, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ως άνω αναφερόμενα, η ενάγουσα προβάλλει, με την επικουρική βάση της αγωγής, τον ισχυρισμό ότι δεν συντρέχει κανένας από τους περιοριστικά απαριθμούμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ λόγους αποκλήρωσής της με την επίμαχη διαθήκη και συνεπώς κακώς θίγεται με την τελευταία το δικαίωμά της στη νόμιμη μοίρα επί της κληρονομίας της διαθέτιδος – γιαγιάς της, αιτείται δε, σε περίπτωση που θεωρηθεί έγκυρη η εν λόγω διαθήκη, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της διάταξης αυτής περί αποκλήρωσής της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η αγωγή είναι ορισμένη ως προς την επικουρική βάση της, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Δεν απαιτείται δε να αναγράφεται σε αυτήν (αγωγή), ποιος ειδικότερα από τους λόγους αποκλήρωσης του άρθρου 1840 ΑΚ δεν ισχύει, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών – εναγόμενος στον ως άνω λόγο της έφεσής του, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, αναγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι κανένας από τους λόγους αποκλήρωσης του εν λόγω άρθρου, δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, που δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, των υπ΄αρ. …/2-6-2021 και …../3-6-2021 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …. χήρας ……….. και ……….., αντίστοιχα, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα – εκκαλούσα και ελήφθησαν, με επιμέλειά της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαμίας …………, η πρώτη, και της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου …………, η δεύτερη, αμφότερες μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../27-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……..), καθώς και των υπ΄αρ. …, …/2-6-2021 και …../18-6-2021 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………., ……… και ……….., αντίστοιχα, που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος – εκκαλών και ελήφθησαν, με επιμέλειά του, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …./28-5-2021 έκθεση επίδοσης, αναφορικά με τις πρώτες δύο, και από την υπ΄αρ. …./15-6-2021 έκθεση επίδοσης, αναφορικά με την τρίτη, του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………..), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 17-2-2019 απεβίωσε στη Νίκαια Αττικής, η …. χήρα ………., κάτοικος εν ζωή Νίκαιας Αττικής. Οι πλησιέστεροι συγγενείς της ανωτέρω αποβιώσασας, που ζούσαν κατά τον χρόνο του θανάτου της, ήταν ο γιος της ………., που γεννήθηκε την 1-1-1967 στη Νίκαια (εναγόμενος – ήδη εκκαλών) και η εγγονή της …….., που γεννήθηκε το έτος 1988 στη Λαμία (ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη), τέκνο της προαποβιώσασας θυγατέρας της, ….., που απεβίωσε στις 20-5-1995 (βλ. σχετικά το με αρ. πρωτ. ………/4.3-2019 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής). Με το υπ΄αρ. …../12-4-2019 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, δηµοσιεύθηκε η από 24-4-2002 δηµόσια διαθήκη της ως άνω ……. χήρα …………, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: «α) Στον γιο µου ………… την οριζόντια ιδιοκτησία που αποτελείται από το ισόγειο και τον πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο και η οποία οριζόντια ιδιοκτησία θα περιέρχεται µετά τον θάνατο του γιου µου ……. στην θυγατέρα του και εγγονή µου …….. θυγατέρα …………. β) Στον σύζυγό µου ……. . αφήνω την επικαρπία της οριζόντιας ιδιοκτησίας, που αποτελείται από τον δεύτερο (Β’) και τρίτο (Γ’) πάνω από το ισόγειο ορόφους, την ψιλή κυριότητα αυτής της οριζόντιας ιδιοκτησίας την αφήνω στον γιο μου ……… Επίσης, ορίζω ότι µετά τον θάνατο του γιου µου ………., η προαναφερόµενη οριζόντια ιδιοκτησία να περιέρχεται στην θυγατέρα του και εγγονή µου …….. θυγατέρα ………… γ) Στον σύζυγό µου …….. αφήνω και την επικαρπία της οριζόντιας ιδιοκτησίας που αποτελείται από το δώµα πάνω από τον τρίτο (Γ’) πάνω από το ισόγειο όροφο. Την ψιλή κυριότητα αυτής της οριζόντιας ιδιοκτησίας την αφήνω στον γιο µου …………. Επίσης, ορίζω ότι µετά τον θάνατο του γιου µου ………. η προαναφερόµενη οριζόντια ιδιοκτησία να περιέρχεται στην θυγατέρα του και εγγονή µου …….. θυγατέρα ………… Ακόµη ορίζω και τα εξής: τα παραπάνω περιουσιακό στοιχεία τα αφήνω στον γιο µου ……… µε τον όρο ότι θα δώσει το χρηµατικό ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (44.020,54 ευρώ) στην εγγονή µου και θυγατέρα της προαποβιωσάσης κόρης µου …………., δηλαδή στην ……… θυγατέρα ………..κατά τον χρόνο του θανάτου µου, αλλιώς τον περιορίζω και του αφήνω µόνο την οριζόντια ιδιοκτησια που αποτελείται από το ισόγειο και τον πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο της ως άνω πολυώροφης οικοδοµής. Στην … θυγατέρα ……………, αφήνω επίσης ένα (1) αγροτεµάχιο που βρίσκεται θυγατέρα που βρίσκεται στην θέση ‘………’’ της περιοχής ……….. της κτηµατικής περιφέρειας της Κοινότητας ……….. Κορινθίας του τέως Δήµου Κορινθίων, έκτασης αυτού µέτρων τετραγωνικών τετρακοσίων δέκα (470), το οποίο έχω αποκτήσει από αγορά µε το µε αριθµό ………./13.3.1985 συµβόλαιο της σvµβολαιογράφου Αθηνών ………… Τέλος δηλώνω ότι µε την παρούσα ανακαλώ κάθε προγενέστερη διαθήκη µου». Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, στη συνέχεια, µε το υπ΄αρ. ………./12-4-2019 πρακτικό του ως άνω Ειρηνοδικείου Νίκαιας, δηµοσιεύθηκε η µεταγενέστερη, από 14-2-2008, ιδιόγραφη διαθήκη της ίδιας αποβιώσασας, µε την οποία η τελευταία ανακαλούσε την προγενέστερη ανωτέρω αναφερθείσα από 24-4-2002 δημόσια διαθήκη της ως προς την διάταξή της, µε την οποία οριζόταν ότι: «Προκειµένου να λάβει τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στην ανώτερη διαθήκη ο γιος µου ………….. πρέπει να δώσει το χρηµατικό ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (44.020,54) στην εγγονή µου, …….. θυγατέρα ………… κατά τον χρόνο του θανάτου µου…». Ότι, περαιτέρω στη μεταγενέστερη αυτή διαθήκη ανέφερε, σχετικά με την προηγηθείσα, τα εξής: «επιθυµώ αυτή η διάταξη να µην ισχύει και την θεωρώ ως µηδέποτε γενόµενη κατά τα λοιπά το περιεχόµενο της µε αριθµό …./24.4.2002 διαθήκης µου το θεωρώ αναλλοίωτο και όπως αρχικά ετέθη επίσης ορίζω µε την παρούσα ότι στην εγγονή µου …… θυγατέρα ………….. δεν αφήνω τίποτα και να αρκεστεί σε ότι της έχω δώσει εν ζωή για να καλύψει τις τρέχουσες καθηµερινές της ανάγκες µικροέξοδα δώρα. Ακόµη αναφέρω ότι δεν είναι άξια να λέγεται εγγονή µου δεδοµένου ότι µε έχει εγκαταλείψει και δεν έχει καµµία επαφή µαζί µου ως γιαγιά της έστω και τυπικά ότι ακόµα και όταν νοσηλεύτηκα στο νοσοκοµείο για την εγχείρηση που έκανα στο γόνατο µου εκείνη δεν µε επισκέφθηκε». Τα παραπάνω αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη διαθήκη και ειδικότερα στη διάταξη αυτής, με την οποία η διαθέτιδα αποκληρώνει την ενάγουσα – εγγονή της, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν, ούτε κατ΄ ερμηνεία, οποιονδήποτε από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ λόγους, για τους οποίους μπορεί ο κληρονομούμενος να αποκληρώσει τον κληρονόμο από τη νόμιμη μοίρα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου, που αβάσιμα προβάλλει στην έφεσή του και κυρίως με τον δεύτερο λόγο αυτής. Πιο συγκεκριμένα, τα περιστατικά, που αναφέρει η διαθέτιδα στην επίμαχη διαθήκη, ώστε να αιτιολογήσει την αποκλήρωση υπό στενή έννοια, της εγγονής της – ενάγουσας, ότι δηλαδή η τελευταία την έχει εγκαταλείψει και δεν έχει καµµία επαφή µαζί της, καθώς και ότι, ακόµα και όταν νοσηλεύτηκε στο νοσοκοµείο για την εγχείρηση που έκανε, δεν την επισκέφθηκε, δεν εμπίπτουν σε κάποιον από τους λόγους αποκλήρωσης του ως άνω άρθρου, όπως αυτοί εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η σχετική μνεία στη διαθήκη του λόγου αποκλήρωσης μπορεί να γίνει είτε με τη χρησιμοποίηση των λεκτικών εκφράσεων του νόμου ή και με τη χρησιμοποίηση λεκτικών όρων ταυτόσημων κατά την έννοια προς τους όρους του νόμου, το οποίο συμβαίνει, όταν οι όροι που χρησιμοποιούνται στη διαθήκη έχουν σαφώς καθορισμένη και κοινώς ή ευρέως παραδεδεγμένη σημασία, ταυτιζόμενη προς εκείνη των όρων του νόμου, είτε και με την επίκληση στη διαθήκη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, που μπορούν να υπαχθούν ανενδοίαστα σε κάποια από τις νόμιμες περιπτώσεις αποκλήρωσης. Τέτοια αναφορά πραγματικών περιστατικών δεν γίνεται στην επίδικη διαθήκη, η έλλειψη δε αυτή δεν δύναται να αναπληρωθεί από τα όσα βεβαιώνουν οι μάρτυρες στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, δεν καταθέτουν περιστατικά που είναι δυνατόν να υπαχθούν σε έναν από τους παραπάνω λόγους αποκλήρωσης του άρθρου 1840 ΑΚ. Κατ΄ ακολουθία των προεκτεθέντων, εφόσον δεν συντρέχει νόμιμος λόγος αποκλήρωσης της ενάγουσας, είναι άκυρη η σχετική διάταξη της προσβαλλόμενης από 14-2-2008 ιδιόγραφης διαθήκης της ως άνω διαθέτιδος. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα εξ ολοκλήρου εις βάρος του, ενώ, ενόψει ότι απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, θα έπρεπε να προβεί σε κατανομή αυτών μεταξύ των διαδίκων, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατ΄ άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ και να επιδικάσει υπέρ του τουλάχιστον το 75% των εξόδων. Ωστόσο, το γεγονός ότι έγινε δεκτή η επικουρική και όχι η κύρια βάση της αγωγής, δεν αναιρεί το γεγονός της νίκης της ενάγουσας – ήδη εφεσίβλητης και της ήττας του εναγόμενου, οπότε ορθά επέβαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του τελευταίου, αντίθετα με τους ισχυρισμούς αυτού. Εξάλλου, το ύψος των επιβληθέντων εις βάρος του εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος εναγόμενου εξόδων, ποσού 700 ευρώ, δεν είναι υπερβολικό, με βάση το ως άνω αίτημα της αγωγής, το οποίο έγινε δεκτό, ούτε προκύπτει, όπως επίσης ισχυρίζεται ο εκκαλών, ότι καταλογίστηκε σε αυτόν η δαπάνη δικαστικού ενσήμου της ενάγουσας, αν και για το αίτημα της αγωγής, που κρίθηκε νόμιμο με την εκκαλουμένη, το οποίο είναι αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή του. Συνεπώς και ο ως άνω τρίτος λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την επικουρική βάση της, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την ακυρότητα της διάταξης περί αποκλήρωσης της ενάγουσας, που περιέχεται στην επίμαχη ως άνω από 14-2-2008 ιδιόγραφη διαθήκη της …. χήρας ………….., επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας εις βάρος του εναγόμενου, κατά τα προαναφερθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183,191 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης αυτής. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του αναφερόμενου επίσης στο διατακτικό παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄αρ. 3736/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το παράβολο (e- παράβολο με αρ. ……../2023, ποσού 150 ευρώ) που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα της ένδικης έφεσης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Ιανουαρίου 2025 και Δηµοσιεύθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2025, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓPΑΜΜΑΤΕΑΣ