Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 50/2025

Αριθμός  50/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών,   Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. 2) ………. 3)  ……….. και 4) ………………… οι οποίοι  εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Ελένη Σταμάτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντος στην Αθήνα (οδός ………)  και 2) Ε΄Δ.Ο.Υ. Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται  από τον Διοικητή αυτής, με έδρα τον Πειραιά Αττικής (οδός …………..), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν  από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Ιωάννα Δρεσίου (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  7.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 3921/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθεισα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από  7.2.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………./2023) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.12.2023, μετά δε από αναβολή η  6η.6.2024, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ 4 του ΚΠολΔ περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, οι οποίες  δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας που αφορά τη  διεξαγωγή των εκλογών, την 9η.6.2024, για τα μέλη του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και ειδικότερα σύμφωνα με την υπ΄ αριθ πρωτ  36005οικ/29.5.2024 εγκύκλιο του Υπουργού Δικαιοσύνης, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ενόψει  της διενέργειας των ανωτέρω εκλογών, επιβάλλεται να ανασταλούν οι εργασίες των δικαστηρίων της χώρας, από την 5.6.2024 έως και την  12η.6.2024,  τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ 47/2024 και 50/2024 Πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, με την τελευταία εκ των οποίων,  η  προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ των εφεσιβλήτων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Νομίμως επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υπ’ αριθμ. 50/2024 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου  Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς  η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3921/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την νέα τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, μετά τη μη εκφώνηση  της κατά την μετ’ αναβολή  ορισθείσα δικάσιμο στις 6-6-2024, λόγω της διεξαγωγής των  εκλογών για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 9-6-2024. Αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 14-2-2023, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης,  ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 150 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του, ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό   …………../2023 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 7-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../ 2021 αγωγή τους οι ενάγοντες ζήτησαν να ακυρωθεί η εκ μέρους τους πλασματική αποδοχή κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 4-4-2012, χωρίς να αφήσει διαθήκη, αδερφού τους, …………., κατοίκου εν ζωή Νίκαιας Αττικής, η οποία συνάγεται λόγω άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης, μετά την επελθούσα έκπτωση, λόγω αποποίησης, των κληρονόμων  της προηγούμενης τάξης, διότι οι ίδιοι (ενάγοντες) τελούσαν  σε πλάνη αναφορικά με την επαγωγή σε αυτούς της κληρονομίας, στρέφονται δε :α) κατά του  Ελληνικού Δημοσίου, ως δανειστή της κληρονομίας, καθόσον μετά την πάροδο της ως άνω προθεσμίας αποποίησης, τους κοινοποιήθηκε από τη Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς, με την ιδιότητα τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ως άνω κληρονομουμένου, ατομική ειδοποίηση για καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών του τελευταίου, και β) κατά του  Προϊσταμένου της Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την  έκρινε ως μη ασκηθείσα, διότι δεν επιδόθηκε στον Προϊστάμενο της ΑΑΔΕ, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά στον Υπουργό των Οικονομικών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες   προβάλλοντας λόγους, που ανάγονται  στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η αγωγή τους να γίνει  δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

ΙΙΙ.  Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α και 1850 εδ. β ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Επίσης, κατά το άρθρο 1857 εδ. β περ. α’, γ’ και δ’ του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, κατά δε το άρθρο 1901 εδ. α ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (Ολ ΑΠ 3/1989, ΑΠ  827/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ αδιαθέτου διαδοχή, οπότε η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κλπ.) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του. Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον, ο οποίος θα καλούνταν αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς στη μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομιάς συνδέεται με γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση). Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 426/2002, ΕφΘεσ 1920/2013 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της (ΑΠ 572/2016 ό.π.). Η ακύρωση επέρχεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία ισχύει αναδρομικά και αναπτύσσει συνέπειες erga omnes (για τις erga omnes συνέπειες που αναπτύσσει η απόφαση που ακυρώνει δικαιοπραξία κατ’ άρθρα 154 και 155 ΑΚ, που εφαρμόζονται εν προκειμένω, κατ’άρθρο 1857 παρ.2 ΑΚ, βλ. και ΑΠ 745/ 2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1857 § 2 ΑΚ η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο. Με βάση τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου, κατ’ απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, κατά τις οποίες το δικαίωμα ακυρώσεως ακυρώσιμης δικαιοπραξίας αποσβέννυται μετά την πάροδο διετίας από της δικαιοπραξίας ή από της παρελεύσεως της πλάνης, απάτης ή απειλής, και σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο εικοσαετίας από της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157), το δικαίωμα ακυρώσεως της αποδοχής της κληρονομιάς, καίτοι κατά τη φύση του διαπλαστικό, υποβάλλεται σε εξάμηνη παραγραφή. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα της αποδοχής, επί δε πλασματικής αποδοχής από της παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως. Αν όμως η πλάνη, η απάτη ή απειλή εξακολουθήσουν και μετά την αποδοχή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 157 εδ. β’ και γ`, το εξάμηνο αρχίζει από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από την αποδοχή (βλ. ΑΠ 858/90 ΕλλΔνη 1991. 983, ΕφΘεσ 2226/2013, ΕλλΔ/νη 2014.90, ΕφΛαρ 549/2011, ΤΝΠ Νόμος και σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ΑΚ 1857, αριθ. 3, σελ. 559, Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔ, εκδ. 2010, §38, αριθ. 36, σελ. 652). Τέλος, η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1087/11, ΑΠ 1211/10, ΑΠ 338/04, ΑΠ 426/2002 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 215, 237, 238 ΚΠολΔ, που ορίζουν το πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, οι οποίες, κατά την διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 1 του Ν. 4335/2015, εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 01/01/2016 αγωγές, διαμορφώνεται η εξέλιξη της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης στη βάση συγκεκριμένων κάθε φορά προθεσμιών, που δημιουργούν επί μέρους στάδια προόδου της δίκης. Ειδικότερα, στο άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 237 η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομόδικους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία 60 ημερών, αν δε η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα, στο άρθρο 237 ΚΠολΔ ορίζεται ότι μέσα σε προθεσμία 100 ημερών ή 130 ημερών αν κάποιος από τους διαδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία αρχίζει από την επίδοση της αγωγής, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλούνται σ` αυτές (παρ. 1), ότι οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, που κατατίθεται μέσα στις επόμενες 15 ημέρες από την λήξη της ανωτέρω προθεσμίας της παρ.1, οπότε κλείνει και ο φάκελος της δικογραφίας (παρ. 2), ότι μέσα σε 15 ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου ορίζεται ο δικαστής και για τις υποθέσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου η σύνθεση του δικαστηρίου και ο εισηγητής καθώς και η ημέρα και ώρα συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, σε δικάσιμο που ορίζεται σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από 30 ημέρες από την παρέλευση της ανωτέρω δεκαπενθήμερης προθεσμίας, κατά την οποία δικάσιμο η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (παρ. 3). Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζονται σύντομες σχετικά προθεσμίες ενέργειας τόσο των διαδίκων όσο και του δικαστηρίου, ειδικά δε για την παράλειψη του ενάγοντος να επιδώσει την αγωγή στον εναγόμενο εντός των προθεσμιών του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ επιβάλλεται ως κύρωση να θεωρηθεί η αγωγή ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη (ΑΠ 343/2023, ΑΠ 1181/2022). Κατά το άρθρο 126 παρ.1 εδ. δ` ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, ενώ στη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή Οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παράλειψής της, την ακυρότητα, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Επιπρόσθετα, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ως άνω διατάγματος, αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τους κειμένους νόμους επιδόσεις γίνονται εν τω οικήματι ενω εδρεύει η Διεύθυνσις Νομικών Υπηρεσιών (ήδη Νομικό Συμβούλιο του Κράτους). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 περ. γ` και παρ. 3 περ. α` του ν. 3086/2002 “Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους”, “Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ.: α) …… β) ……. γ) υπογράφει τα αποδεικτικά των κάθε είδους δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων που επιδίδονται στο Δημόσιο, καθώς και κάθε εγγράφου που αφορά σε υποθέσεις της αρμοδιότητάς του (άρθρο 8 παρ. 1 περ. γ`). ….. Ο Πρόεδρος με πράξη του μπορεί να εξουσιοδοτήσει: α) Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο, που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία, να υπογράφει τις εκθέσεις επίδοσης δικογράφων, δικαστικών αποφάσεων και γενικά εγγράφων προς το Δημόσιο (άρθρο 8 παρ. 3 περ. α`). Από τις ως άνω διατάξεις, που ως ειδικές κατισχύουν αντιθέτων διατάξεων περί επίδοσης του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου γίνεται στο οίκημα που εδρεύει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και το αποδεικτικό επίδοσης υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από τον εξουσιοδοτημένο από αυτόν για να υπογράφει τα αποδεικτικά επίδοσης προς το Δημόσιο Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου, εξ αυτών που υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία αυτού (ΑΠ 1309/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 85 παρ.1 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974), επί δικών του νομοθετήματος αυτού το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου (ήδη Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.), κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Ήδη, όμως, στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4389/2016 ορίζεται : “1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η “Αρχή”), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της”… “4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών […]”, στο άρθρο 2 ορίζεται ότι “1. Η Αρχή ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε` του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α` 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας […] καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τον παρόντα νόμο και με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. 2. […]”, στο άρθρο 17 ότι “1. Η Αρχή συγκροτείται από όλες τις οργανικές μονάδες που υπάγονται, κατά την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας της, στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α` 178, διορθ. σφαλμ. Α` 25/24-2-2015) “Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών” […]. 2. […]”, στο άρθρο 36 ότι “1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ”, […]”, στο άρθρο 41 ότι “1. […] 2. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής: α) Οι οργανικές μονάδες Κεντρικές, Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές, που υπάγονται στη Γ.Γ.Δ.Ε., όπως καθορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α` 178 και 25) και τα συλλογικά όργανα της Γ.Γ.Δ.Ε. μεταφέρονται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και αποτελούν στο σύνολό τους υπηρεσίες και συλλογικά όργανα της Αρχής. […]”, στο δε άρθρο 43 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου [άρθρα 1-43] ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017, εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του”. Έτσι, η Δ.Ο.Υ. ως περιφερειακή υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γ.Γ.Δ.Ε. (άρθρα 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ιι, 69 παρ. 2 περ. Γ, 80 π.δ. 111/2014, Α’ 178) αποτελεί ήδη περιφερειακή υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. και το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, που παρατίθενται παραπάνω, από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΣτΕ 1215/2017). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, ειδικώς, η επίδοση της αγωγής με την οποία διώκεται η ακύρωση, λόγω πλάνης, της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία επήλθε στο πρόσωπό του κληρονόμου, με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης, και η αναγνώριση της εγκυρότητας της γενομένης, εκ των υστέρων, δήλωσης αποποίησης της κληρονομίας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1711, 1846 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856, 1857 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η οριοθέτηση του κληρονομικού δικαιώματος του διάδικου – κληρονόμου και το καταληκτικό της δίκης πόρισμα έχει ως συνέπειες, μεταξύ άλλων, και την απάλειψη της ιδιότητας του οφειλέτη του Δημοσίου από το πρόσωπο του διάδικου ως κληρονόμου, ανεξάρτητα αν ο διάδικος έλαβε γνώση της ιδιότητάς του ως κληρονόμου με αφορμή την είσπραξη της απαίτησης από την αρμόδια ΔΟΥ του Δημοσίου, γίνεται είτε στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρ. 5 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) είτε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, άρθρ. 1 παρ. 1 και 4, 17 παρ. 1, 36 παρ. 1. 41 παρ. 1, 43 του ν. 4389/2016, 85 του ν.δ. 356/1974, άρθρα 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ιι, 69 παρ. 2 περ. Γ, 80 π.δ. 111/2014, Α’ 178). (βλ. πρόσφατα διαμορφωμένη νομολογία ΑΠ 503/2024, 361/2024, 1497 και 1498/ 2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση,  οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  με την από 7-5-2021 αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου,  και του Προϊσταμένου της Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς, εξέθεταν  ότι ο αδελφός τους, …….., κάτοικος εν ζωή Νίκαιας Αττικής, με τον οποίο, από πολλών ετών, δεν διατηρούσαν οιαδήποτε επαφή, απεβίωσε στις 4-4-2012, δίχως να αφήσει διαθήκη, ότι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, κατ’άρθρα 1813 και 1820 ΑΚ, ήτοι η σύζυγος και τα τρία τέκνα του, αποποιήθηκαν νόμιμα την επελθούσα σε αυτούς κληρονομία, όπως και η εγγονή του, ………., που κλήθηκε στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, μετά την αποποίηση του πατέρα της και υιού του θανόντος, ……………, ότι οι ίδιοι το πρώτον πληροφορήθηκαν τα ανωτέρω καθώς και ότι κατέστησαν με πλασματική αποδοχή κληρονόμοι του αδελφού τους στις 18-1-2021, όταν η Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς κοινοποίησε στη δεύτερη  και τον τέταρτο εξ αυτών ατομικές ειδοποιήσεις καταβολής χρεών με την ιδιότητα τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος αδερφού τους για βεβαιωμένα χρέη του τελευταίου, και ότι ακολούθως προέβησαν αρμοδίως σε αποποίηση της κληρονομίας του στις 8-4-2021, διότι ουδόλως επιθυμούσαν να καταστούν κληρονόμοι αυτού, και τέλος, ότι το πρώτο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο είναι δανειστής της κληρονομίας, έχοντας σε βάρος του κληρονομουμένου βεβαιωμένα χρέη. Ζήτησαν δε με βάση τα προεκτεθέντα: α) την ακύρωση της εκ μέρους τους πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, επειδή τελούσαν σε ουσιώδη πλάνη αναφορικά με την επαγωγή σε αυτούς της κληρονομίας, η οποία συνεχίστηκε μέχρι την παραπάνω από 18-1-2021 γνώση τους, και β) την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, με την οποία διώκεται  πρωτίστως η οριοθέτηση του κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων, ορθώς, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, επιδόθηκε για το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, στο νόμιμο εκπρόσωπο αυτού, Υπουργό Οικονομικών (βλ. τη με αριθμό …………/20-5-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..), το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η επίδοση της έπρεπε να γίνει  οπωσδήποτε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, και εκ του λόγου αυτού θεώρησε ότι η άσκηση της (αγωγής) δεν ολοκληρώθηκε, έσφαλε, του σχετικού λόγου της εφέσεως γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου. Συνακόλουθα, μετά την ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο τούτο να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή.  Αυτή κατά το μέρος που στρέφεται, κατά της Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς, όπως εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της, τυγχάνει απαράδεκτη, καθόσον οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) δεν  είναι αυτοτελή νομικά πρόσωπα, αλλά αποτελούν αποκεντρωμένες διοικητικές υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου υπαγόμενες στο Υπουργείο Οικονομικών (βλ. π.δ. 284/1988 σε συνδυασμό με άρθ. 2, 12 του π.δ. 551/1988), με συνέπεια να στερούνται της ικανότητας να είναι διάδικοι (άρθρο 62 ΚΠολΔ), εφόσον δεν παρέχεται σ` αυτές από διάταξη νόμου η ικανότητα να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ως υπηρεσίες ανεξάρτητα από το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. Γνμδ. ΝΣΚ 605/1993 Δ 25. 671 και επ.). Κατά συνέπεια, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, δίχως ωστόσο να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων δικαστικά έξοδα, διότι αυτή δεν είναι υποκείμενο δικαιωμάτων. Περαιτέρω, αυτή  τυγχάνει νόμιμη κατά το πρώτο αίτημα της, να  ακυρωθεί η εκ μέρους των εναγόντων πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος αδερφού τους, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1711, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856, 1857 ΑΚ, ενώ το δεύτερο αίτημα της για επαναφορά των πραγμάτων στη προτέρα κατάσταση, ήτοι προ του χρόνου παρέλευσης της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας και της εκ του λόγου αυτού επελθούσας πλασματικής αποδοχής, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι γενομένου δεκτού τελεσιδίκως του πρώτου αγωγικού αιτήματος, που στηρίζεται στις ίδιες ουσιαστικές προϋποθέσεις (της ουσιώδους πλάνης των εναγόντων, κατά τα ανωτέρω), χωρεί νόμιμη  εκ μέρους τους αποποίηση της κληρονομίας.

VI. Από τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα και την με αριθμό …../ 1-10-2021 ένορκη βεβαίωση του ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόντων, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις με αριθμούς ……/28-9-2021 και ……./ 28-9-2021 εκθέσεις επιδόσεως  της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 4-4-2012 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο αδερφός των εναγόντων, ……………….κάτοικος εν ζωή Νίκαιας Αττικής. Πλησιέστεροι συγγενείς του ως άνω αποβιώσαντος κατά τον χρόνο θανάτου του και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1820 ΑΚ, ήταν η σύζυγος του ………., και τα τρία τέκνα του, …., ….. και ……, που αποποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως την κληρονομιά του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1848 ΑΚ, με σχετική δήλωση τους ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Νίκαιας,  συνταχθεισών προς τούτο των υπ’  αριθ. …, …. και …./ 29-6-2012 δηλώσεων αποποίησης κληρονομιάς, αντίστοιχα, ενώ ακολούθως, ομοίως, αποποιήθηκε εμπροθέσμως την κληρονομία με την με αριθμό …./16-6-2017 δήλωση της στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας και η εγγονή του, ……., θυγατέρα του υιού του ………., γεγονός που δεν αμφισβητεί το εναγόμενο. Συνέπεια των αποποιήσεων αυτών ήταν η επαγωγή της κληρονομιάς στα αδέρφια  του αποβιώσαντος, ενάγοντες, δεδομένου ότι οι γονείς του είχαν προαποβιώσει (άρθρο 1814 ΑΚ). Ωστόσο αυτοί, που δεν διατηρούσαν ιδιαίτερες επαφές με τον αποβιώσαντα και την οικογένεια του, αγνοούσαν το γεγονός της αποποιήσεως των κληρονόμων της προηγούμενης τάξης και ότι  εκ του λόγου αυτού οι ίδιοι κατέστησαν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, για πρώτη φορά δε, πληροφορήθηκαν τα παραπάνω με την κοινοποίηση των με αρ. πρωτ. …. και …../18-1-2021 ατομικών ειδοποιήσεων καταβολής -υπερημερίας της Ε ΔΟΥ Πειραιώς στην δεύτερη και τον τέταρτο εξ αυτών, ως κληρονόμων του αποβιώσαντος αδερφού τους, οπότε και άπαντες προέβησαν στην αποποίηση της κληρονομίας με τη με αριθμό …../ 8-4-2021 δήλωση τους ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου Νίκαιας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποδείχθηκε, ότι υφίσταται στο πρόσωπο των εναγόντων ουσιώδης πλάνη, ήτοι  διάσταση μεταξύ της πραγματικής βούλησής τους και της κατά πλάσμα δικαίου δήλωσής τους περί αποδοχής κληρονομίας, που δικαιολογεί την ακύρωση της (πλασματικής αποδοχής της ανωτέρω κληρονομιάς), καθόσον, ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτοί δεν προέβησαν εμπροθέσμως στην αποποίηση της επίδικης κληρονομίας, όπως έπραξαν και οι κληρονόμοι της προηγούμενης τάξης,  ήταν ότι αγνοούσαν παντελώς τα περιστατικά της επαγωγής της σε αυτούς, όπως βεβαιώνει και ο ……….., υιός του τέταρτου εξ αυτών και ανηψιός των λοιπών εναγόντων. Περαιτέρω, η αγωγή  δεν υπέπεσε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 1857 παρ. 2 ΑΚ εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, όπως αβάσιμα διατείνεται το πρώτο εναγόμενο, διότι η ως άνω πλάνη των εναγόντων άρθηκε στις 18-1-2021, οπότε κατά τα προεκτεθέντα πληροφορήθηκαν τα ανωτέρω, και έκτοτε μέχρι τη νόμιμη επίδοση της αγωγής στον Υπουργό Οικονομικών στις 20-5-2021, η οποία αρκεί  για να ολοκληρωθεί το διακοπτικό της αποσβεστικής προθεσμίας γεγονός της άσκησης της, δεν παρήλθε εξάμηνο (ΑΠ 361/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατ’ ακολουθίαν, η  αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη  ως προς το πρώτο εναγόμενο και να ακυρωθεί, λόγω ουσιώδους πλάνης, η εκ μέρους των εναγόντων πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς του αποβιώσαντος στις 4-4-2012 αδερφού τους, ………………. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα  των εναγόντων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατ’ αίτηση τους, σε βάρος του πρώτου εναγομένου λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), και να διαταχθεί η απόδοση σε αυτούς του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  την έφεση  με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και  ουσιαστικά.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό  3921/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …………../2021 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή  ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν ως προς το πρώτο εναγόμενο.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την εκ μέρους των εναγόντων πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 4-4-2012, χωρίς να αφήσει διαθήκη, κατοίκου εν ζωή Νίκαιας Αττικής,  …………….

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στους εκκαλούντες-ενάγοντες  του με αριθμό …………../2023 παραβόλου.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του πρώτου εναγομένου και τα ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Ιανουαρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, την πληρεξούσια δικηγόρο των εκκαλούντων και  τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ των εφεσιβλήτων.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ