ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 95/2025
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………….., η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Ασπρούδα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και 2) Της εδρεύουσας στο ……… Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», όπως νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «……………..», η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.2.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022 ανακοπή της, κατά των καθών η ανακοπή-εφεσίβλητων. Η ανακοπή δικάστηκε ερήμην της δεύτερης των καθών η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 2573/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η εκκαλούσα με την από 6.9.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022 έφεση. Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 5.10.2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας του Εφετείου Πειραιώς εξαιτίας της διενέργειας των δημοτικών εκλογών που έλαβαν χώρα την 8.10.2024 και επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν με την με αριθμό 8/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς (άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ) για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 39 και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης εφεσίβλητης ανάπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α΄ του KΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 κι ακολούθως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος, κατ’ άρθρο 120 εδ. β΄ αυτού, από την 1-1-2022, εφαρμοζόμενου και επί εκκρεμών ένδικων μέσων (άρθρο 116 παρ. 2 β΄ αυτού), «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή». Όπως ίσχυε και πριν την ανωτέρω τροποποίηση, η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους. Γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 1990.1337, ΑΠ 53/2021, ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 268/2016 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του τεκμαίρεται, ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 476/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 268/2016 ό.π). Όμως, της απόρριψης της έφεσης κατ’ ουσίαν προηγείται η εξέταση του παραδεκτού της. Με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 524 διευκρινίζεται με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκησή της. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1, 3 KΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, συνάγεται, ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εφόσον είναι παραδεκτή. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση (άρθρα 524 παρ.1, 3 KΠολΔ). Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν ότι το δικαστήριο θα ερευνήσει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης. Αν το γεγονός αυτό δεν διευκρινίζεται, τότε η συζήτηση της έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτη γιατί λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΕφΑθ 1535/2001 ΑρχΝ 52.563), ενώ εάν αυτή επισπεύδεται από τον απόντα εκκαλούντα απορρίπτεται η έφεση, χωρίς την περαιτέρω έρευνά της διότι, τεκμαίρεται παραίτηση του εκκαλούντος από την έφεση και αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 476/2017, ΑΠ 268/2016 Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα-ανακόπτουσα άσκησε κατά των ήδη εφεσίβλητων-καθ’ ων η ανακοπή την από 22.2.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2022 ανακοπή της, ζητώντας την ακύρωση των α) από 9.4.2021 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών β) από 29.11.2021 εντολής προς κατάσχεση προς τον Δικαστικό Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………. και γ) με αριθμό ………../17.1.2022 έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου που συνέταξε ο ίδιος ως άνω Δικαστικός Επιμελητής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ερήμην της δεύτερης των καθών η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την με αριθμό 2573/2022 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, ως προς την δεύτερη των καθών επειδή δεν αποδείχθηκε η ολοκλήρωση της άσκησής της ως προς αυτήν, με επίδοση αντιγράφου της, και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη των καθών η ανακοπή. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ήδη η εκκαλούσα με την έφεσή της και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της.
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2573/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νόμιμα (άρθρα 495 παρ·1 και 2, 499, 511, 513 παρ- 1 περ.β, 516 παρ.1, 517 και 520 παρ. 2 KΠολΔ) από την πρωτοδίκως ηττηθείσα ανακόπτουσα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 518 παρ. 2,καθώς ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ούτε η παριστάμενη διάδικος επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που δημοσιεύθηκε την 18.8.2022 ενώ η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 7.9.2022. Εισάγεται δε αρμόδια προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 KΠολΔ). Επιπλέον με την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το κατ’ άρθρο 495 παρ· 3 KΠολΔ ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου με κωδικό ……… …………., σε συνδυασμό με την από 7.9.2022 απόδειξη εξόφλησής του που εκδόθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς.
Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με ημερομηνία 7.9.2022 της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία υπάρχει αναγεγραμμένη στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι κατά την ως άνω ημερομηνία ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, που είχε παραστεί κατά την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εξάλλου, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με ημερομηνία 7.9.2022 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς, η οποία υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του ιδίου ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής η 5.10.2023. Επιπλέον, η παριστάμενη διάδικος, πρώτη εφεσίβλητη, προσκομίζει αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …………. από την οποία προκύπτει ότι την 12.9.2022 της επιδόθηκε αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με κλήση για να παραστεί κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2023. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας του Εφετείου Πειραιώς εξαιτίας της διενέργειας των δημοτικών εκλογών που έλαβαν χώρα την 8.10.2024 και επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν με την με αριθμό 8/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς (άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ) για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επομένως, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δεν απαιτείται η κλήτευση των μη παριστάμενων διαδίκων, δεδομένου ότι, η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο μετά την έκδοση της πράξης επαναπροσδιορισμού της συζήτησής της, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του KΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον η εκκαλούσα ερημοδικεί, πρέπει, σύμφωνα με την παραπάνω νομική σκέψη, η υπό κρίση έφεσή της να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο ταμείο και καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση, ερήμην της εκκαλούσας και της δεύτερης εφεσίβλητης και με παρούσα την πρώτη εφεσίβλητη.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως ανυποστήρικτη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου Δημοσίου με κωδικό ………….. που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσής της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια ευρώ (400 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ