ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 565/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- I. Εισάγεται προς συζήτηση, η κρινόμενη από 3.5.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …… και έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……, έφεση της ενάγουσας – εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 218/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 29.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …… αγωγής της κατά των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, που την απέρριψε κατ’ουσίαν. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευσή της. Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
- II. Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα ναυτική εταιρεία, αρχικά άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς κατά των εναγομένων Ελληνικού Δημοσίου και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, την από 5.5.2009 με αριθμό πράξης κατάθεσης …… αγωγή, ζητώντας να υποχρεωθούν εις ολόκληρον να της καταβάλουν, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 207.000 ευρώ νομιμοτόκως, για την εκτέλεση 115 δρομολογίων προς εξυπηρέτηση της γραμμής Άγιος Ευστράτιος-Μύρινα Λήμνου, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 ως 13.6.2004, με το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Α.», πλοιοκτησίας της, κατόπιν προφορικής ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, που περιλαμβάνονταν στις προηγούμενες έγγραφες με το αρμόδιο Υπουργείο συμβάσεις, καθώς και εκείνη, που ακολούθησε, ως αποζημίωση για την ζημία που υπέστη, λόγω παράλειψης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής να προβεί στην σύναψη έγγραφης σύμβασης, πλην όμως αποδέχθηκε τις παρεχόμενες υπηρεσίες της και έτσι κατέστη πλουσιώτερο σε βάρος της περιουσίας της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3489/2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, ελλείψει δικαιοδοσίας, κρίνοντας αφενός ότι δεν υπάρχει διάταξη που να υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να συνάψει σύμβαση με την ενάγουσα εταιρεία και αφετέρου ότι η ένδικη σύμβαση δεν είχε τον χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως με το σκεπτικό ότι, λόγω μη τήρησης του προβλεπόμενου από τις οικείες διατάξεις εγγράφου τύπου για την ανάθεση της εκτέλεσης των ένδικων δρομολογίων, δεν καθίσταται δυνατή η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος της εν λόγω άτυπης σύμβασης, μήτε η διαπίστωση ρητρών, που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και εντεύθεν σχέση δημοσίου δικαίου μεταξύ των διαδίκων, καταλήγοντας ότι η ένδικη διαφορά είτε με βάση τις διατάξεις περί εκτέλεσης συμβάσεων είτε τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι ιδιωτική υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων.
Εν συνεχεία η ενάγουσα ναυτική εταιρεία άσκησε, κατ’άρθρο 41 Ν.3659/2008, την ένδικη από 29-7-2015 αγωγή της, με το ίδιο περιεχόμενο με την ενσωματωμένη σ’αυτήν ανωτέρω αγωγή, ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς και ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, Ελληνικό Δημόσιο και Αναπληρωτής Υπουργός Ναυτιλίας του ενιαίου πλέον Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό των 207.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τότε που η απαίτηση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’αριθμ. 218/2017 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που αφού απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, με την αιτιολογία ότι εισάγει διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στα διοικητικά Δικαστήρια, έκρινε ότι, κατά τα λοιπά, έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της και παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του να συζητηθεί, λογιζομένη ασκηθείσα από τον χρόνο άσκησης της από 5.5.2009 αγωγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, αφού διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως ότι ασκήθηκε εντός της προβλεπομένης με τη διάταξη του άρθρου 41παρ.1 εδ.α΄ Ν.3659/2008 ανατρεπτικής προθεσμίας των δύο μηνών από την επίδοση στις 23.6.2015 της υπ’αριθμ. 3489/2014 απορριπτικής, ελλείψει δικαιοδοσίας, τελεσίδικης απόφασης του ανωτέρου Δικαστηρίου, ακολούθως δε, αφού απέρριψε την αγωγή, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, λόγω έλλειψης ικανότητας διαδίκου και έκρινε ότι οι επίδικες συμβάσεις ήταν άκυρες, ένεκα μη τήρησης του απαιτούμενου έγγραφου τύπου, δέχθηκε κατ’ουσίαν την απαίτηση της ενάγουσας, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στη συνέχεια όμως λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη το ζήτημα της παραγραφής της, έκρινε ότι η εν λόγω αξίωση είναι παραγεγραμμένη, λόγω παρέλευσης πενταετίας πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής με την επίδοση της στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στις 31.7.2015, ενώ θεώρησε ότι δεν προτάθηκε παραδεκτά και νόμιμα εκ μέρους της ενάγουσας η αντένσταση διακοπής της με αναφορά μόνο στην έγερση της προηγούμενης αγωγής και την απορριπτική επ’αυτής τελεσίδικη απόφαση, χωρίς σαφή αναφορά του χρόνου τελεσιδικίας της απόφασης αυτής και του χρόνου επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, εφόσον οι σχετικές εκθέσεις επίδοσης προσκομίστηκαν, αφότου αναζητήθηκαν από το Δικαστήριο, κατ’άρθρο 227 ΚΠολΔ και έτσι απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ηττηθείσα ενάγουσα με την ένδικη έφεση της για τους αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μόνο αναφορικά με το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί παραγραφής της αξίωσης της κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά το κεφάλαιο αυτό, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της.
III. Κατά τα άρθρα 90 παρ. 1, 91 και 93 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, που έχει εφαρμογή και επί αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι κατά το ισχύον άρθρο 276 παρ. 1 εδ. 2, 2 του ν. 3463/2006 “Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων” έχουν όλα τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου (και κατά των ΟΤΑ) παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, ακόμη και αν πηγάζει από αδικοπραξία ή αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 248/2011). Η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και διακόπτεται, πλην άλλων, με την έγερση αγωγής ενώπιον Δικαστηρίου μη στερουμένου δικαιοδοσίας προς επίλυση της διαφοράς, που αναφέρεται στην ικανοποίηση της συγκεκριμένης αξιώσεως. Στην αντίθετη περίπτωση, η άσκηση αγωγής ενώπιον Δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας, δεν επιφέρει διακοπή της παραγραφής, αφού η αγωγή απορρίπτεται και δεν μπορεί να γίνει λόγος περί διατηρήσεως των συνεπειών της ασκήσεως της. Εξαίρεση εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.4 του ν. 1649/1986, που αποτελεί πάγια ρύθμιση και δεν καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις, επί των οποίων είχε ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά την έναρξη της ισχύος της. Με τη διάταξη αυτή προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 10 του ν. 1406/1983 και ορίσθηκε ότι, αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσίδικα για έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, κατ` εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ν. 1406/1983 (περί δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων), το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται ως προς όλες τις έννομες συνέπειες ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο όταν εκδίδεται επί της ασκηθείσης αγωγής απορριπτική απόφαση λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, αλλά και όταν ο ενάγων, αντιλαμβανόμενος ότι άσκησε την αγωγή του ενώπιον Δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας, ασκήσει νέα αγωγή ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία Δικαστηρίου, χωρίς να αναμένει την έκδοση αποφάσεως ή την τελεσιδικία της, αφού και με τον τρόπο αυτό πραγματώνεται ο σκοπός της παραπάνω διατάξεως, που συνίσταται στην σε σύντομο διάστημα επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων και στην προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον Δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας κινδυνεύουν να παραγραφεί η αξίωση τους ή να απωλέσουν τόκους. Το δίμηνο δε από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης τίθεται ως το απώτατο χρονικό όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατ’ επίκληση της ανωτέρω διάταξης και με τα εξ αυτής πλεονεκτήματα. Ακολούθως, το ζήτημα αυτό ρυθμίσθηκε με το άρθρο 41 ν. 3659/2008, το οποίο ορίζει ότι, “αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε”. Σύμφωνα λοιπόν με τη νεώτερη αυτή διάταξη, η ανωτέρω δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία αφετηριάζεται, αν η απορριπτική απόφαση είναι από την έκδοση της τελεσίδικη ή εκδόθηκε κατ’ έφεση από Δικαστήριο του δεύτερου βαθμού, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν όμως χωρεί κατ’ αυτής έφεση, η προθεσμία αρχίζει αφότου η πρωτόδικη απόφαση καταστεί τελεσίδικη δια της παρόδου της προς άσκηση του ένδικου μέσου προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι (η πρωτόδικη απόφαση) έχει επιδοθεί. (ΑΠ 1039/2017, ΑΠ 53/2012, ΑΠ 1655/2010, ΑΠ 1028/2005, ΑΠ 635/2005, ΑΠ 800/2005, ΣτΕ 295/2011, 2754/2000, ΔΕφΠειρ 122/2014, ΕφΑθ 1781/2012, ΕφΠατρ 6/2011, δημ.Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ.).
- IV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το μη εκκληθέν κεφάλαιο της, το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιώτερο σε βάρος της ενάγουσας, κατά το ποσό των 207.000 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται συνολικά η χρηματική αποτίμηση των παρεχόμενων υπηρεσιών αυτής, ως αναδόχου δημόσιας υπηρεσίας, κατόπιν προφορικής ανάθεσης από το αρμόδιο Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, για την εκτέλεση συνολικά 115 δρομολογίων, προς εξυπηρέτηση της άγονης δρομολογιακής γραμμής Άγιος Ευστράτιος-Λήμνος, μετ’επιστροφή, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 13.6.2004, με το Φ/Γ-ΟΓ πλοίο «Α.» Ν.Μ…., πλοιοκτησίας της, έναντι αμοιβής 1.800 ευρώ ανά δρομολόγιο και αντιστοιχεί στην δαπάνη που εξοικονόμησε το εναγόμενο και στην οποία θα υποβαλλόταν εάν την εκτέλεση των ίδιων υπηρεσιών ανέθετε σε άλλο πρόσωπο, υπό τις αυτές συνθήκες, με έγκυρη σύμβαση. Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι η πενταετής παραγραφή, που ισχύει εν προκειμένω για την ανωτέρω επίδικη χρηματική αξίωση της ενάγουσας-εκκαλούσας, ως προερχόμενη από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μέσα στο έτος 2004, άρχισε την 1-1-2005 και διακόπηκε με την κατάθεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς (μεταβατική έδρα Μυτιλήνης) της από 5.5.2009 με αριθμό πράξης κατάθεσης ….. αγωγής με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την ένδικη, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3489/2014 τελεσίδικη απόφαση του ανωτέρου διοικητικού Δικαστηρίου, που την απέρριψε, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Ακολούθως, έλαβε χώρα η επίδοση της ανωτέρω τελεσίδικης, απορριπτικής για έλλειψη δικαιοδοσίας, απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, επιμελεία του Ελληνικού Δημοσίου στην ενάγουσα στις 23.6.2015, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, ……, στο σώμα της επιδοθείσης απόφασης, ενώ η ένδικη από 29.7.2015 αγωγή ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία αρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ασκήθηκε με την επίδοση της στο εναγόμενο-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Ναυτιλίας, στις 31-7-2015, συντασσομένων των υπ’αριθμ… και …. εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ….., αντίστοιχα, ήτοι εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των δυο μηνών από την επίδοση της ανωτέρω απορριπτικής, ελλείψει δικαιοδοσίας, τελεσίδικης απόφασης, γεγονός που διαπίστωσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εφαρμογή του άρθρου 41 Ν.3659/2008, καλώντας τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, κατ’άρθρο 227 ΚΠολΔ, να προσκομίσει τις ελλείπουσες από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα σχετικά εκθέσεις επίδοσης, προκειμένου να εξετάσει την εγκυρότητα των κοινοποιήσεων προς επέλευση των έννομων συνεπειών από την άσκηση της κατά του Δημοσίου, όπως διαλαμβάνει στο οικείο χωρίο του σκεπτικού της. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, εναργώς προκύπτει ότι προβάλλεται, καθ` υποφορά, αντένσταση διακοπής της παραγραφής της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας κατά του Δημοσίου, με σαφή αναφορά τόσο στην κατάθεση της ενσωματωμένης στο δικόγραφο προγενέστερης αγωγής ενώπιον του Γ΄ Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, όσο και την επανάσκηση της, κατ’αρθρο 41 Ν.3659/2008, εντός του διμήνου από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης τούτου, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, σύμφωνα και με την οικεία υπόδειξη, που διαλαμβάνεται στο τέλος του σκεπτικού της, με τις κατατεθείσες δε προτάσεις της ενάγουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γίνεται εκ μέρους της επίκληση του ακριβούς χρόνου επίδοσης της κρίσιμης αυτής απόφασης, μετά προσκόμισης, προς απόδειξη τούτου, ακριβούς αντιγράφου της με την επ’αυτού σχετική σημείωση του επιδόσαντος οργάνου, σε συνδυασμό με την συμπλήρωση εκ μέρους της ενάγουσας, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, της τυπικής παράλειψης προσκόμισης των εκθέσεων επιδόσεων της ένδικης αγωγής, κατόπιν πρόσκλησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατ’άρθρο 227 ΚΠολΔ. Επομένως, διατηρουμένων των έννομων συνεπειών από την άσκηση της προηγούμενης απορριφθείσης αγωγής με την πλήρωση των προϋποθέσεων, που τάσσει η επίμαχη ανωτέρω νομοθετική διάταξη, η επίδικη αξίωση της ενάγουσας κατά του εναγομένου, ήδη εφεσιβλήτου Δημοσίου, δεν έχει υποκύψει σε παραγραφή, διότι η παραγραφή αυτή διακόπηκε με την εντός της πενταετούς προθεσμίας άσκηση της από 5.5.2009 αγωγής ενώπιον του μεταβατικού Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και την εν συνεχεία εντός της, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής του μη έχοντος δικαιοδοσίας Δικαστηρίου απόφασης, δίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας, άσκηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία αρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς, τούτο κρίνοντας ότι η ένδικη αγωγή δεν λογίζεται ασκηθείσα, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες της, δικονομικές και ουσιαστικές, περιλαμβανομένης της παραγραφής, από τον χρόνο άσκησης εκείνης που απορρίφθηκε, συντρεχουσών των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 41 ν.3659/2008 και ότι δεν προβλήθηκε παραδεκτά και νόμιμα εκ μέρους της ενάγουσας αντένσταση διακοπής της παραγραφής, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτων, οι συναφείς αιτιάσεις της εκκαλούσας, που περιλαμβάνονται στους τρεις πρώτους λόγους της έφεσης της, πρέπει να γίνουν δεκτές, ως ουσιαστικά βάσιμες, δεκτών γενομένων εν μέρει των κρινόμενων λόγων και απορριπτομένου του τέταρτου λόγου, περί εσφαλμένης αυτεπάγγελτης εξέτασης των κοινοποιήσεων στο Ελληνικό Δημόσιο, ως αβασίμου.
- V. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας, κατά τους ανωτέρω μερικά βάσιμους λόγους και να εξαφανιστεί εν μέρει κατά το εκκληθέν κεφάλαιο της η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση, κατ’ ουσίαν, στο Δικαστήριο αυτό κατά το μέρος τούτο, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ελλείψει ικανότητας διαδίκου και να γίνει δεκτή, κατ’ουσίαν, ως προς το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, κατά την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, να υποχρεωθεί δε αυτό να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 207.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο 6%, που ισχύει επί πάσης οφειλής του Δημοσίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, από την επομένη της επίδοσης της παρούσας αγωγής και όχι της προηγούμενης, που άρχισε η τοκογονία της επιδικαζομένης απαίτησης, εφόσον διατηρούνται οι συνέπειες άσκησης της, μεταξύ των οποίων και η τοκοφορία, καθόσον με την εκκαλουμένη είχε κριθεί νόμω αβάσιμο το αίτημα τόκων από προγενέστερο χρόνο και δεν προσβάλλεται η κρίση αυτή με λόγο έφεσης. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου-εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού της αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 ΕισΝΚΠολΔ και της παρ.2 της υπ’αριθμ.134423/8-12-1992/20-1-1993 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 Ν.1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης από την εκκαλούσα παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει εν μέρει την υπ’αριθμ. 218/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το εκκληθέν μέρος της.
Κρατεί και δικάζει την από 29.7.2015 αγωγή κατά το μέρος αυτό.
Απορρίπτει αυτήν, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
Δέχεται αυτήν, ως προς το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο.
Υποχρεώνει τούτο να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα ναυτική εταιρεία το ποσό των διακοσίων επτά χιλιάδων (207.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Επιβάλλει στο εναγόμενο – εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία μειωμένα ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 28-8-2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 12-9-2018
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ