ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 112/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από την Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του Ο.Τ.Α. με την επωνυμία ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ-ΑΓ.Ι. ΡΕΝΤΗ που εδρεύει στην Νίκαια-Αττικής, οδός …….., εκπροσωπείται νόμιμα με Α.Φ.Μ. …….. της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας-Κορυδαλλού, ως καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Καραφέρη του Δ.Σ. Πειραιά με Α.Μ. ….. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αντωνία Λεγάκη του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. … με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 7-4-2023 αγωγή της και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………../2023 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 31-10-2023 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 2267/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την παραπάνω απόφαση πρόσβαλε ο εναγόμενος ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με την από 3-9-2024 έφεση του και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου έφεσης ………/2024 ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ……………/2024 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να απορριφθεί η ένδικη αγωγή και η οποία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί κατά την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …………./2024 έφεση κατά της με αριθμό 2267/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………/2023 της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 1-7-2024 ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 3-9-2024 (βλ την με αριθμό ………./2024 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 ν.765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως διότι με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης (ΟλΑΠ 28/2005 στη Νόμος) . Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 648 και 669 του ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητό ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες αυτή συνήφθη. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν.2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικός ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν.547/1937), «είναι άκυρες οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον… Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Από τις διατάξεις αυτές, πρωτοποριακές για την εποχή τους, με τις οποίες από τότε επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως (βλ. ΕφΠειρ 182/2022 www.efeteio – peir.gr) . Εξάλλου, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε την 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται, σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την1 απόλυση ο ν.2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες`· ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της συμβατικής σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 6/2001, 7 και 8/2011 – όπου ήδη αναφέρθηκε) χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν «συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη «μετατροπή» του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου σε αόριστου… (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λ.π. πριν από την έναρξη ισχύος 1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18.4.2001 (ΦΕΚ A 85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και 3) των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19.7.2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργείς κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το. αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 7 και 8/2011 και για όλα τα ανωτέρω βλ. ΑΠ 1390/2015 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ, όπου και οι αμέσως προηγούμενες νομολογιακές παραπομπές, εκτός δε αυτής βλ. ΑΠ 1341/2014, ΑΠ 1784/2011, Εφλαμ 28/2013, ΕφΔωδ 12/2016, ΕφΔωδ 28/2021 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος).
Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι την 8-10-1999 προσλήφθηκε ως μουσικός από την …………………. της οποίας καθολικός διάδοχος είναι το εναγόμενο ν.π.ι.δ. με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου δωδεκάμηνης διάρκειας εκάστη παρέχοντας τις υπηρεσίες της αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή της. Επικαλούμενη δε ότι οι ένδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τύποις κατ’ επίφαση κατά κατάχρηση δικαιώματος και κατά τρόπο που αντίκειται στην Οδηγία 1999/70ΕΚ και με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί καταγγελίας της σύμβασης αορίστου χρόνου, καταρτίστηκαν ως τέτοιες, στην ουσία όμως συνιστούν μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου δοθέντος ότι καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις της ορισμένου χρόνου συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων την έκρινε ορισμένη και εν μέρει νόμιμη δέχτηκε την αγωγή και αναγνώρισε ότι η ενάγουσα συνδέεται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την 8-10-1999. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. …………/2024 έφεση του παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η αγωγή της.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε στις 8-10-1999 από το Ν.Π.Ι.Δ. ………….. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και απασχολήθηκε σ’ αυτό ως ωρομίσθια δασκάλα μουσικής με αλλεπάλληλες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου μέχρι την 31-5-2006. Την 1-6-2006 προσλήφθηκε και πάλι από το ανωτέρω ν.π.ι.δ. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και απασχολήθηκε μέχρι την 30-9-2020 με πλήρες ωράριο στο ……………… του ανωτέρω ν.π.ι.δ. το οποίο το 2010 μετονομάστηκε σε ……….. και στην συνέχεια το έτος 2.011 στο ήδη εναγόμενο ν.π.ι.δ. με την επωνυμία …………….. Ακολούθως από την 1-10-2020 έως σήμερα απασχολείται με πλήρες ωράριο ως Τ.Ε. Καθηγήτρια Μουσικής δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που σύναψε με το εναγόμενο. Τα καθήκοντα της εν λόγω διαδίκου (ενάγουσας – εφεσίβλητης) συνίσταντο στην προσφορά συγκεκριμένων υπηρεσιών εκ μέρους της, οι οποίες, ανεξαρτήτως των εκάστοτε προγραμμάτων, στα πλαίσια των οποίων προσφέρονταν από τους ως άνω φορείς του εναγόμενου – εκκαλούντος αλλά και από τον ίδιο τον Δήμο Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, δεν παράλλασσαν, αλλά επαναλαμβάνονταν σταθερά σε κάθε περίοδο απασχόλησής της και αφορούσαν στην παροχή μαθημάτων μουσικής σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες και δη στην δημιουργία παιδικής, εφηβικής και ενήλικης ορχήστρας ORFF. Επίσης αποδεικνύεται ότι οι προσφερόμενες ως άνω υπηρεσίες της εμπίπτουν στην κάλυψη βασικής υποχρέωσης του εναγόμενου – εκκαλούντος Δήμου, καθόσον οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκφράζουν κυρίως το κράτος σε τοπικό επίπεδο, βάσει του θεσμικού τους πλαισίου αλλά και των λειτουργικών αρμοδιοτήτων τους, υποχρεούνται να παρέχουν στους δημότες τους υπηρεσίες, που αφορούν και τον τομέα του πολιτισμού με την έννοια της εφαρμογής και της προώθησης της μουσικής καλλιέργειας των πολιτών όλων των ηλικιών, με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους. Από την πλευρά του παραπάνω ο εναγόμενος -εκκαλών Δήμος διατηρούσε το δικαίωμα να εποπτεύει την ενάγουσα – εφεσίβλητη και να την ελέγχει σε σχέση με τον τρόπο και το χρόνο παροχής των ανωτέρω υπηρεσιών της, δεδομένου ότι ήταν εκείνος ο οποίος, είτε ο ίδιος, είτε μέσω των παραπάνω φορέων του, αναλάμβανε να προσφέρει το προαναφερόμενο πρόγραμμα στους δημότες του και, για το λόγο αυτό προφανώς, καθόριζε κάθε φορά τις συνθήκες υλοποίησής του σε συνάρτηση με το απασχολούμενο για λογαριασμό του προσωπικό, μεταξύ του οποίου και η συγκεκριμένη διάδικος (ενάγουσα – εφεσίβλητη). Οι διάδικοι δε με τις καταρτισθείσες ως άνω συμβάσεις απέβλεπαν στην παροχή ακριβώς των ανωτέρω υπηρεσιών από πλευράς της ενάγουσας – εφεσίβλητης, καθ` εαυτών, και όχι στην προσφορά κάποιου συγκεκριμένου αποτελέσματος, όπως άλλωστε υποδηλώνει και η μακροχρόνια κατά τα ανωτέρω απασχόληση της τελευταίας. Με την παροχή δε των παραπάνω υπηρεσιών της η ενάγουσα – εφεσίβλητη κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου – εκκαλούντος Δήμου, καθώς, χωρίς την παροχή αυτών, δεν θα ήταν δυνατή η ομαλή λειτουργία του μουσικού τομέα του οικείου Δήμου, που συνιστά διαρκή υποχρέωση αυτού έναντι των δημοτών του και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να νοηθεί ότι σταματούσε με την περαίωση των πραγματοποιούμενων στα πλαίσια αυτού ως άνω προγραμμάτων. Για την υλοποίηση δε των τελευταίων και προκειμένου να καλύψει την ανάγκη αυτή, το εναγόμενο – εκκαλούν νομικό πρόσωπο όφειλε προηγουμένως να έχει στελεχωθεί με το κατάλληλο προσωπικό, λόγος για τον οποίο, άλλωστε, προέβαινε στην κατ’ επανάληψη πρόσληψη της ενάγουσας – εφεσίβλητης. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι οι ανωτέρω υπηρεσίες μπορούσαν να παρασχεθούν από το τακτικό προσωπικό του εναγόμενου – εκκαλούντος Δήμου, όπως σαφώς συνάγεται και από το μεγάλο χρονικό διάστημα που καλύπτουν οι προαναφερθείσες συμβάσεις σε εκτέλεση των οποίων απασχολήθηκε η ενάγουσα – εφεσίβλητη σε συγκεκριμένες περιόδους. Οι παραπάνω δε ανάγκες δεν ήταν ούτε απρόβλεπτες, ούτε και προσωρινές, αλλά μόνιμες και διαρκείς, αφού αφορούσαν στην κάλυψη βασικής ανάγκης και συγκεκριμένα της ανταπόκρισης του εναγόμενου -εκκαλούντος Δήμου στην ανωτέρω υποχρέωσή του έναντι των δημοτών του, όπως προαναφέρεται, και, αντιστοίχως, οι υπηρεσίες που η ενάγουσα – εφεσίβλητη πρόσφερε ικανοποιούσαν ακριβώς αυτήν την ανάγκη. Βάσει των ανωτέρω, δεν δικαιολογούνται οι χαρακτηρισμοί των ανωτέρω συμβάσεων ως εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά αυτοί τέθηκαν από τους ανωτέρω φορείς του καθώς και από το ίδιο το εναγόμενο -εκκαλούν νομικό πρόσωπο, για την καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων της και συγκεκριμένα των περί υποχρεωτικής καταγγελίας διατάξεων του ν.2112/1920. Για το λόγο αυτό είναι άκυροι οι σχετικοί όροι των ως άνω συμβάσεων της (όσον αφορά, δηλαδή, τον χρονικό περιορισμό της διάρκειας τους) και, ως εκ τούτου, κρίνεται ότι οι καταρτισθείσες κατά τα ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις της με τους προαναφερόμενούς φορείς του καθώς και με το ίδιο το εναγόμενο – εκκαλούν νομικό πρόσωπο αποτελούν ουσιαστικά μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, η οποία δεν έληξε αυτοδικαίως κατά την ημερομηνία της τυπικής λήξης της τελευταίας αυτών (ως άνω συμβάσεων), αλλά εξακολούθησε να υφίσταται και μετά το χρονικό αυτό σημείο. Όλες, δηλαδή, οι συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου της ενάγουσας – εφεσίβλητης έφεραν εξ αρχής τα χαρακτηριστικά μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 648 παρ. 1 ΑΚ, 6 του ν. 765/1963 και 8 του ν.2112/1920, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα – εφεσίβλητη τελούσε σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη της (εναγόμενο – εκκαλούντα Δήμο Νίκαιας-Άγιος Ιωάννης-Ρέντης), είχαν το στοιχείο της διαδοχικότητας και επιπλέον δεν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που να δικαιολογούνται λόγω της φύσης τους, αλλά, αντιθέτως, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες ο καθορισμένος δε χρόνος της εκάστοτε διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της πρώτης, που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές. Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις συνιστούν στην πραγματικότητα μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που, με βάση τη χρονική κατά τα ανωτέρω αφετηρία της (το έτος 1999, δηλαδή) – πριν, δηλαδή, τις 17.4.2001 – καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 ε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 281, 648 παρ. 1 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ καθώς και του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρησή τους. Κι αυτό, γιατί οι αμέσως προηγούμενες διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η κατ` ουσίαν υφιστάμενη σχέση εργασίας, που είχε ξεκινήσει πριν την θέση τους σε ισχύ, είχε ήδη προσλάβει, με την κατά το προηγούμενο αυτών χρονικό διάστημα λειτουργία της, τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία εξακολούθησε να υφίσταται και μετά την θέση αυτών σε ισχύ, ως ενιαία, πλέον, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας της ενάγουσας – εφεσίβλητης ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, αποτυπώνει την πραγματική φύση της εργασιακής της σχέσης, η οποία είναι εκείνη της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι καταρτίσθηκαν από την 8-10-1999 και εντεύθεν, πριν, δηλαδή, από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ (10.7.2001), των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (18.4.2001) και του π.δ/τος 164/2004 (19.7.2004) και ότι είχαν προσλάβει ήδη πριν την έναρξη ισχύος των Συνταγματικών και άλλων διατάξεων το χαρακτήρα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο συνόψεως τέτοιων συμβάσεων (αορίστου χρόνου), ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις και δεν έσφαλε. Τα όσα δε αντιθέτως το εναγόμενο – εκκαλούν νομικό πρόσωπο υποστηρίζει με τα αντίστοιχα σκέλη των λόγων της έφεσής του είναι αβάσιμα και για το λόγο αυτό απορριπτέα.Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, η έφεση του εναγόμενου – εκκαλούντος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους στο σύνολο τους (άρθρο 179 ΚΠΟΛΔ) λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ………/2024 έφεση κατά της με αριθμό 2267/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Συμψηφίζει εν όλω την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 24-2-2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ