Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 106/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 106/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, που εδρεύει στην …. Αττικής, οδός . ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό (ΑΜ ΔΣΑ .. ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ ….), που κατέθεσε την από 8.1.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Του εφεσίβλητου: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ … ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ ….).

Β) Του εκκαλούντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ …. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …..).

Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, που εδρεύει στην ………. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό (ΑΜ ΔΣΑ …. ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ ….. ), που κατέθεσε την από 8.1.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Α έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 14.9.2022 (με γεν.αριθ.κατάθ. …../2022 και ειδ. αριθ.καταθ. …./2022) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 2389/2023 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α έφεσης, με την από 22.12.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/22.12.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/22.12.2023) έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης, με την από 20.2.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/20.2.2024 και αριθ.καταθ.ενδ.μέσου …/20.2.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/7.3.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/7.3.2024) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 22.12.2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/22.12.2023) έφεση και β) η από 20.2.2024 (με γεν.αριθ.καταθ. …/7.3.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./7.3.2024) έφεση,  στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2389/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).

Οι κρινόμενες αντίθετες, από  22.12.2023 υπό στοιχ. Α έφεση και από 20.2.2024 υπό στοιχ. Β έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 2389/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 18.7.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, (Εφ.Πειρ. 416/2024 www.efeteio-peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

Ο ενάγων, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου α) από 23.1.2021 έως 22.2.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “λόγω αδείας έως 22.3.2021”, β) από 23.4.2021 έως 15.11.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει”, γ) από 8.1.2022 έως 20.3.2022 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “λόγω ετήσιας επιθεώρησης” και δ) από 30.3.2022 έως 3.6.2022 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει”, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<BD>>, ολικής χωρητικότητας 10.755,60 κόρων και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων και ακολούθως του έτους 2022, κατά ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων. Οτι παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, εργαζόμενος επί δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του. Οτι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, διαφορά επιδομάτων εορτών των ετών 2021 και 2022, διαφορά επί της αμοιβής δρομολογίων εξπρές, αποζημίωση για μη χορήγηση άδειας διανυκτέρευσης και αποζημίωση απόλυσης για τις 22.2.2021, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατά είδος και ποσό στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητούσε – κατόπιν παραδεκτής τροπής όλων των αγωγικών κονδυλίων από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά πλην της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση – να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 21.504,01 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 8.595,51 ευρώ, αμφότερα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του (3.6.2022), άλλως από την επίδοση της αγωγής  καθώς και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη, απορριπτόμενης της ένστασης αοριστίας που προέβαλε η εναγομένη και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το μέρος που το αγωγικό αίτημα τράπηκε σε αναγνωριστικό και με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε έντεκα (11) ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγομένη, με διάταξη που κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή ως προς το ποσό των 4.000 ευρώ, στην καταβολή του ποσού των 7.810,33 ευρώ και αναγνωρίστηκε ότι υποχρεούται στην καταβολή του ποσού των 5.965,21 ευρώ, νομιμότοκα για το μερικότερο συνολικό ποσό των 13.514,13 ευρώ από την τελευταία απόλυσή του (3.6.2022), απορριπτόμενου του αιτήματος τοκοδοσίας για το ποσό των 261,41 ευρώ που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2022, ενώ απέρριψε τις ενστάσεις συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που προέβαλε η εναγομένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της υπό στοιχ.Α έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των 4.000 ευρώ, σε συμμόρφωση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης.

Ι. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, Εφ.ΠΠειρ. 120/2019, ο.π., ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

ΙΙ. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).

IΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).

ΙV. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕφΠειρ 328/2023 και ΕφΠειρ 433/2023, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).

V. Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΙΝΔ» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας, με κοινή συναίνεση, δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της, με κοινή συναίνεση, λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλομένη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή, τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για τη λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού, συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.).

Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθ. ………../30.3.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών …….., που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, δυνάμει της υπ’αριθ. …………/23.3.2023 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ……….., η οποία λαμβάνεται υπόψη παρά το γεγονός ότι ο μαρτυρών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, αφού αυτό από μόνο του, δεν αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), της υπ’αριθ. ………./3.4.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, δυνάμει της υπ’αριθ. …./28.3.2023 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …………., οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) αμφότερες σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας των ενόρκως βεβαιούντων καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία  Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<BD>>, ολικής χωρητικότητας 10.755,60 κόρων και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………… και του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο ανωτέρω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του 1) από 23.1.2021 έως 22.2.2021, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας έως την 22.3.2021, 2) από 23.4.2021 έως 15.11.2021, που απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, 3) από 8.1.2022 έως 20.3.2022, που απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης και 4) από 30.3.2022 έως 3.6.2022 που απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου. Για τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγομένη αλλά και από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (όπου στη θέση μισθός αναγράφεται ΣΣ) προκύπτει ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από την εκάστοτε ΣΣΝΕ και δη διέπονταν αρχικά από την ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και ακολούθως από τη ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2022, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/8785/2022 (ΦΕΚ Β’ 663/15.2.2022). Από τους περιλαμβανόμενους στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακες αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του θαλαμηπόλου για το έτος 2021 ορίζονταν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,90  ευρώ], ήτοι συνολικά ποσό 2.539,81 ευρώ, ενώ για το έτος 2022 ορίζονταν ως ακολούθως: 1.240,91 ευρώ μισθός ενεργείας, 273,00 ευρώ επίδομα Κυριακών, 37,74 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 617,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (20,58 ευρώ Χ 30), 446,97 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.240,91 ευρώ μισθός ενεργείας + 273,00 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.513,91 ευρώ Χ 1/22 = 68,82 ευρώ Χ 5 ημέρες = 344,10 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (20,58 Χ 5) = 102,90  ευρώ], ήτοι συνολικά ποσό 2.616,02 ευρώ. Ακόμη, προκειμένου περί θαλαμηπόλου η υπερωριακή αμοιβή για το έτος 2021 ορίστηκε σε 8,70 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,44 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ για το έτος 2022 ορίστηκε σε 8,96 ευρώ και σε 10,76 ευρώ αντίστοιχα. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ως άνω πλοίο της εναγομένης εκτελούσε τα ακόλουθα ακτοπλοϊκά δρομολόγια, τα οποία δεν αμφισβητεί η εναγομένη:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Από 23.1.2021 έως 22.2.2021, από 23.4.2021 έως 6.6.2021 και από 1.10.2021 έως 15.11.2021

     ΔΕΥΤΕΡΑ – ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΡΙΤΗ – ΠΕΜΠΤΗ – ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΕΤΑΡΤΗ  –  ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ
Πειραιάς   07.25 Πειραιάς   07.25 Πειραιάς   07.25
Πάρος 11.40 11.55 Πάρος 11.40 11.55 Πάρος 11.40 11.55
Νάξος 12.40 12.55 Νάξος 12.40 12.55 Νάξος 12.40 12.55
Θήρα 14.55 15.30 Ιος 14.05 14.15 Θήρα 14.55 15.30
Νάξος 17.30 18.00 Θήρα 15.10 15.30 Ιος 16.25 16.40
Πάρος 18.45 19.15 Νάξος 17.30 18.00 Νάξος 17.50 18.00
Πειραιάς 23.25   Πάρος 18.45 19.15 Πάρος 18.45 19.15
      Πειραιάς 23.25   Πειραιάς 23.25  

Παρατήρηση: Την Τετάρτη 10.11.2021 και την Πέμπτη 11.1.2021, το πλοίο δεν προσέγγισε στην Ιο.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2  Από 7.6.2021 έως 30.9.2021

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ

ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ
Πειραιάς       07.25
Πάρος      11.40    11.55
Νάξος      12.40    12.55
Θήρα      14.55    15.30
Νάξος      17.30    18.00
Πάρος      18.45    19.15
Πειραιάς      23.25  

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3  Από 8.1.2022 έως 23.1.2022, από 28.2.2022 έως 20.3.2022 και από 31.3.2022 έως 3.6.2022

 

   ΔΕΥΤΕΡΑ – ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΡΙΤΗ–ΠΕΜΠΤΗ- ΚΥΡΙΑΚΗ   ΤΕΤΑΡΤΗ  – ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  

 

ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ ΑΝ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ ΑΝ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ ΑΝ
Πειραιάς   07.25 Πειραιάς    07.25 Πειραιάς    07.25
Πάρος 11.35 11.55 Πάρος 11.35 11.55 Πάρος 11.45 11.55
Νάξος 12.45 13.00 Νάξος 12.45 13.00 Νάξος 12.45 13.00
Θήρα 15.10 15.30 Ιος 14.10 14.20 Θήρα 15.10 15.30
Νάξος 17.30 18.00 Θήρα 15.30 15.45 Ιος 16.30 16.40
Πάρος 18.50 19.15 Νάξος 17.45 18.00 Νάξος 17.45 18.00
Πειραιάς 23.20   Πάρος 18.50 19.15 Πάρος 18.50 19.15
      Πειραιάς 23.20   Πειραιάς 23.20  

 

Παρατήρηση:

Τα δρομολόγια της 12.1.22 και 13.1.22 δεν εκτελέστηκαν. Τη Δευτέρα 7.3.22, το πλοίο μετά τη Νάξο προσέγγισε και στην Ιο. Στις 6.4.22, 24.4.22 και 1.5.22 δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4        Από 24.1.2022 έως 27.2.2022

            ΔΕΥΤΕΡΑ και ΚΥΡΙΑΚΗ

ΛΙΜΑΝΙ                 ΑΦΙΞΗ              ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

              Από ΤΡΙΤΗ έως και ΣΑΒΒΑΤΟ

ΛΙΜΑΝΙ              ΑΦΙΞΗ             ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

 

Πειραιάς          07.25 Πειραιάς          07.25
Πάρος          11.35        11.55 Πάρος          11.35        11.55
Νάξος          12.45        13.00 Νάξος          12.45        13.00
Θήρα          15.10        15.30 Ιος          14.10        14.20
Νάξος          17.30        18.00 Θήρα          15.30        19.00
Πάρος          18.50        19.15 Ιος          20.10        20.20
Πειραιάς          23.20   Νάξος          21.40        22.00
      Πάρος          23.05        23.25
      Πειραιάς          04.35  

Παρατήρηση: Τα δρομολόγια της 25.1.22, 3.2.22, 8.2.22, 9.2.22 και 24.2.22 δεν εκτελέστηκαν. Τις Δευτέρες στις 31.1.22, 14.2.22, 21.2.22 το πλοίο προσέγγισε και στην Ιο και επέστρεψε στον Πειραιά την 04.35′ της επομένης.

Ο ενάγων, κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατιθέμενα σε αυτόν καθήκοντα, συναφή με την ειδικότητά του, κατά μεν το έτος 2021 ως διαμεριστής θαλαμηπόλος στις καμπίνες των επιβατών και ως ελεγκτής εισιτηρίων στο σαλόνι της πρώτης θέσης, ενώ από την 30.3.2022 απασχολήθηκε στην υπηρεσία των αξιωματικών και του πληρώματος. Η εργασία του, ως διαμεριστής θαλαμηπόλος ξεκινούσε περί τις 06.00 με την επιβίβαση των επιβατών και εφόσον αναλάμβανε, κατά το πρωινό δρομολόγιο, τον έλεγχο των εισιτηρίων των επιβατών που είχαν δικαίωμα χρήσης της πρώτης θέσης, παρέμενε στην είσοδο του χώρου της πρώτης θέσης έως τις 12.00, που το πλοίο προσέγγιζε το λιμάνι της Πάρου, ενώ στη συνέχεια ασχολούνταν με την καθαριότητα των καμπινών που είχαν αποδεσμευθεί από τους επιβάτες. Ειδικότερα, ήταν επιφορτισμένος, μαζί με άλλον ένα θαλαμηπόλο και δύο επίκουρους, με την καθαριότητα των 32 καμπινών του πλοίου, όσων εξ αυτών είχαν χρησιμοποιηθεί και των κοινόχρηστων χώρων έξω από αυτές. Οι εργασίες καθαριότητας των καμπινών, που διαρκούσαν περί τις 2 ώρες, περιελάμβαναν αλλαγή κλινοσκεπασμάτων και πετσετών που εκτελούνταν από τους θαλαμηπόλους καθώς και καθαριότητα του μπάνιου και σκούπισμα των χώρων της καμπίνας που εκτελούνταν από τους επίκουρους. Ακολούθως, διέκοπτε την εργασία του προκειμένου να γευματίσει και να αναπαυθεί και αναλάμβανε εκ νέου τα καθήκοντά του στις καμπίνες των επιβατών που επιβιβάζονταν και αποβιβάζονταν στους λιμένες της Ιου και της Σαντορίνης. Ακολούθως αναπαυόταν και ξεκινούσε πάλι την εργασία του, περί τις 22.30, πριν από την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, μεριμνώντας για την αποβίβαση των επιβατών και στη συνέχεια εκτελούσε εργασίες καθαρισμού των καμπινών, οι οποίες διαρκούσαν συνήθως έως τις 01.30. Κατά το χρονικό διάστημα που εργάσθηκε ως θαλαμηπόλος στην υπηρεσία των αξιωματικών του πλοίου, ήταν επιφορτισμένος με την καθαριότητα 18 καμπινών του πληρώματος και των κοινόχρηστων χώρων έξω από αυτές. Η εργασία αυτή, την οποία εκτελούσε μαζί με έναν επίκουρο, ξεκινούσε περί τις 06.00 και διαρκούσε έως τις 07.30 που διέκοπτε για να μεταβεί στην τραπεζαρία αξιωματικών και πληρώματος για την παράθεση του πρωινού γεύματος, η οποία ολοκληρώνονταν, με τον ευπρεπισμό του χώρου, έως τις 09.00. Μετά από ωριαίο διάλειμμα για ανάπαυση, συνέχιζε την καθαριότητα των καμπινών των αξιωματικών και του πληρώματος και στη συνέχεια, περί τις 11.30 αναλάμβανε καθήκοντα στην τραπεζαρία για την προετοιμασία και την παράθεση του μεσημεριανού γεύματος, απασχολούμενος στη συνέχεια και με την καθαριότητα του χώρου έως τις 14.00. Ακολούθως διέκοπτε την εργασία του έως τις 18.00, που ξεκινούσε την προετοιμασία της τραπεζαρίας για την παράθεση του βραδινού γεύματος, μετά την ολοκλήρωση του οποίου και την αποχώρηση των αξιωματικών περί τις 20.30, φρόντιζε για τον καθαρισμό και την τακτοποίηση του χώρου, έως τις 22.30 περίπου. Η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής. Αποδείχθηκε όμως ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, ο ενάγων εργαζόταν, κατ’εντολή του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που συνομολογεί και η εναγομένη, η οποία με τη μισθοδοσία κάθε μήνα, του κατέβαλε χρηματικά ποσά για <<αμοιβή υπερωριών>> και για απασχόλησή του κατά τα <<Σάββατα και αργίες>>, όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας. Εγείρεται όμως αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης για την αιτία αυτή, απαίτησης, εκ μέρους της εναγομένης, η οποία υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης ήταν λιγότερες από τις επικαλούμενες και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη και ότι έχουν εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε ο ενάγων για την αιτία αυτή. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ιδίως α) τις συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, β) τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα του ένδικου χρονικού διαστήματος, χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες και γ) τη φύση και το αντικείμενο απασχόλησης του ενάγοντος, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων για την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων του, εργαζόταν υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί πέντε (5) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί  δέκα τρεις (13) ώρες την ημέρα. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται και από τις προσαγόμενες μετ’επικλήσεως από τον ενάγοντα, κατάστάσεις ωρών εργασίας – ανάπαυσης των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαϊου 2022, υπογεγραμένες από τον ενόρκως βεβαιούντα για λογαριασμό της εναγομένης, …………….., με την ιδιότητα του αρχιθαλαμηπόλου του ένδικου πλοίου (σχετ.6), στις οποίες έχουν καταχωρηθεί 13 ώρες ημερήσιας απασχόλησης και αντίστοιχα 11 ώρες ημερήσιας ανάπαυσης του ενάγοντος. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ Β έφεσης δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος χρόνο, ενόψει των προεκτεθέντων αλλά και διότι οι ανωτέρω αναφερόμενες εργασίες, κατά το διάστημα που ο ενάγων εργαζόταν ως διαμεριστής θαλαμηπόλος επιμερίζονταν μεταξύ του ιδίου και του άλλου θαλαμηπόλου βάρδιας, ενώ σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τέτοια συνεχής σωματική εργασία, παρεχόμενη επί σειρά μηνών επί καθημερινής βάσης, θα οδηγούσε τον ενάγοντα ναυτικό στα όρια της σωματικής του αντοχής. Επίσης κατά το χρονικό διάστημα που απασχολούνταν στην υπηρεσία των αξιωματικών και του πληρώματος, είχε υπό την μέριμνά του τις 18 καμπίνες του πληρώματος και τα ανωτέρω περιγραφόμενα καθήκοντα στην τραπεζαρία και δεν του είχε ανατεθεί επιπρόσθετα η καθαριότητα 10 καμπινών των επιβατών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, αφού αυτή πραγματοποιούνταν  από τους θαλαμηπόλους και τους επίκουρους, που είχαν οριστεί για τη συγκεκριμένη εργασία. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ Α έφεσής της, κατά τον οποίο η πραγματική εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, ενώ το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, παρίστατο ανάγκη υπερωριακής εργασίας του, η διάρκεια της οποίας, όμως, ουδέποτε υπερέβη τη μία [1] ώρα ημερησίως. Επίσης ο ισχυρισμός που προβάλλεται στο πλαίσιο του ιδίου ως άνω λόγου έφεσης, ότι κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος εντός του έτους 2021, ίσχυαν περιοριστικά μέτρα για την αποφυγή εξάπλωσης του ιού Covid-19, με συνέπεια τη μείωση της πληρότητας του ένδικου πλοίου, που επέφερε αναλόγως και τη μείωση της ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ενδιαίτησης, δεν κρίνεται πειστικός, κυρίως διότι, κατά το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό διάστημα το πλοίο εξακολούθησε την εκτέλεση των δρομολογίων προς όλους τους λιμένες που αναφέρονται ανωτέρω και, ανεξαρτήτως του αριθμού των επιβατών που μετακινούνταν με αυτό, οι κοινόχρηστοι χώροι που χρησιμοποιούνταν καθημερινά από τους επιβάτες και το πλήρωμα, αλλά και οι καμπίνες που καταλαμβάνονταν, έπρεπε να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται σχολαστικά ακόμη και περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια του πλου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το επικαλούμενο από την εναγομένη γεγονός ότι οι θαλαμηπόλοι κατανέμονταν σε διαφορετικά πόστα και βάρδιες προκειμένου να καλυφθούν όλες οι σχετικές με το αντικείμενό τους εργασίες (υποδοχή του πλοίου, εργασία στα μπαρ και τα εστιατόρια των επιβατών και του πληρώματος, και καθαρισμός καμπινών) και ότι δεν απασχολείτο έκαστος αναφανδόν σε όλες τις εργασίες, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου την έλλειψη αναγκαιότητας υπερωριακής εργασίας, αφού και υπό την εκδοχή αυτή, κάθε θαλαμηπόλος ήταν επιφορτισμένος με ολόκληρο τον όγκο εργασία που του ανατίθετο κάθε φορά. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των μισθοδοτικών του καταστάσεων, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των ως άνω αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσής της. Σημειωτέον ότι η μαρτυρία του ενόρκως βεβαιούντος για λογαριασμό του ενάγοντος, ναυτικού, Γεωργίου Φαλτσέτα, η οποία λήφθηκε υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, μαζί με τα λοιπά προσκομισθέντα μετ’επικλήσεως αποδεικτικά μέσα, δεν καθίσταται αναξιόπιστη μόνο από από το γεγονός ότι αυτός έχει επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση παρόμοιων με του ενάγοντος αξιώσεων, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη στο πλαίσιο του εξεταζόμενου (πρώτου) λόγου έφεσης, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η εξαίρεση ή η μειωμένη αξιοπιστία ενός τέτοιου μάρτυρα, ο οποίος, ως εκ της ειδικότητάς του ως θαλαμηπόλου και του γεγονότος ότι συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ένδικό πλοίο έως το Νοέμβριο 2021, είχε άμεση και προσωπική αντίληψη για τα ιστορούμενα από τον ίδιο πραγματικά περιστατικά (ΜονΕφΠειρ 557/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί έντεκα (11) ώρες κατά μέσο όρο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει από τους προαναφερθέντες λόγους των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, ο μεν πρώτος της υπό στοιχ Α έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δε πρώτος λόγος της υπό στοιχ Β έφεσης, να γίνει εν μέρει δεκτός. Σφάλμα όμως, στο συγκεκριμένο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης εντοπίζεται και στον αριθμό των καθημερινών και Κυριακών καθώς και των αργιών, για τις οποίες έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακώς. Πράγματι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο τελευταίος, κατά το έτος 2022, εργάστηκε υπερωριακά επί 113 καθημερινές και Κυριακές και επί 5 αργίες, ενώ τούτο δεν αληθεύει, δεδομένου ότι στις 12, 13 και 25.1.2022, στις 3, 8, 9 και 24.2.2022, στις 6 και 24.4.2022 και στις 1.5.2022, ήτοι επί 9 καθημερινές και Κυριακές και επί 1 αργία, δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, όπως προκύπτει από τους ανωτέρω, ενσωματωμένους στην παρούσα απόφαση πίνακες δρομολογίων, οπότε δεν παρασχέθηκε υπερωριακή εργασία, αφού σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί. Συνεπώς με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης, διορθούμενες μόνο ως προς τα σημεία που προαναφέρθηκαν, δεδομένου και του ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ειδικώς και δεν πλήττουν με τις εφέσεις τους τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης: α) κατά τα χρονικά διαστήματα από 23.1.2021 έως 22.2.2021 και από 23.4.2021 έως 15.11.2021 ι) για την απασχόλησή του επί 35 Σάββατα και 6 αργίες (ήτοι τα Σάββατα 23/1, 30/1, 6/2, 13/2, 20/2, 24/4, 1/5, 8/5, 15/5, 22/5, 29/5, 5/6, 12/6, 19/6, 26/6, 3/7, 10/7, 17/7, 24/7, 31/7, 7/8, 14/8, 21/8, 28/8, 4/9, 11/9, 18/9, 25/9, 2/10, 9/10, 16/10, 23/10, 30/10, 6/11 και 13/11/2021 και τις αργίες 30/4 (Μ.Παρασκευή), 3/5 (Δευτέρα του Πάσχα), 10/6 (Αναλήψεως), 15/8, 14/9 και 28/10), ήτοι συνολικά 41 ημέρες, το ποσό των (41 ημέρες χ 13 ώρες χ 10,44 ευρώ=) 5.564,52 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί και αφαιρεί από το σχετικό κονδύλιο το ποσό των 3.688,50 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί πλέον η ενάγουσα με την έφεσή της και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.876,02 ευρώ και ιι) για την εργασία του επί 197 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (197 ημέρες χ 5 ώρες χ 8,70 ευρώ=) 8.569,50 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί και αφαιρεί από το σχετικό κονδύλιο το ποσό των 1.429,70 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί πλέον η ενάγουσα με την έφεσή της και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 7.139,80 ευρώ, β) κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.1.2022 έως 20.3.2022 και από 30.3.2022 έως 3.6.2022 ι) για την απασχόλησή του επί 20 Σάββατα και 4 αργίες (ήτοι τα Σάββατα 8/1, 15/1, 22/1, 29/1, 5/2, 12/2, 19/2, 26/2, 5/3, 12/3, 19/3, 2/4, 9/4, 16/4, 23/4, 30/4, 7/5, 14/5, 21/5 και 28/5/2022 και τις αργίες 7/3 (Καθαρά Δευτέρα), 22/4 (Μ.Παρασκευή), 25/4 (Δευτέρα του Πάσχα) και 2/6 (Αναλήψεως), ήτοι συνολικά 24 ημέρες, το ποσό των (24 ημέρες χ 13 ώρες χ 10,76 ευρώ=) 3.357,12 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί και αφαιρεί από το σχετικό κονδύλιο το ποσό των 2.227,08 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί πλέον η ενάγουσα με την έφεσή της και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.130,04 ευρώ και ιι) για την εργασία του επί 104 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (104 ημέρες χ 5 ώρες χ 8,96 ευρώ=) 4.659,20 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί και αφαιρεί από το σχετικό κονδύλιο το ποσό των 690,97 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί πλέον η ενάγουσα με την έφεσή της και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 3.968,23 ευρώ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από 23.1.2021, 8.2.2021, 23.4.2021, 8.2.2022 και 30.2.2022 προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας της εναγομένης που καταρτίστηκαν εγγράφως με τον ενάγοντα, ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, σύμφωνα και προς όσα ανωτέρω, στην υπό στοιχ. I νομική σκέψη της παρούσας, αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού οποιουδήποτε ποσού η εναγόμενη κατέβαλε κατά τα έτη 2021 και 2022 στον ενάγοντα ως «έκτακτες αμοιβές» του πέραν των νομίμων αποδοχών του, αφού η τελευταία δεν είχε τέτοιο (συμψηφιστικό) δικαίωμα από έγκυρη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που απέρριψε ως και ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα παραπονείται η εναγομένη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α), ο οποίος , σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, τυγχάνει απορριπτέος. Περαιτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το έτος 2021 ανέρχονταν στο ποσό των 4.321,51 ευρώ [2.539,81 ευρώ κατά τα ανωτέρω + 1.781,70 μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης ( 5.564,52 + 8.569,50 = 14.134,02 ευρώ /238 ημέρες = 59,39 ευρώ χ 30 ημέρες=], συνεπώς δικαιούται ι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 23.1.2021 έως 22.2.2021 και από 23.4.2021 έως 30.4.2021, ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.321,51 /2 χ 1/15 χ 4,87 οκταήμερα = 701,53 ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 337,48 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 364,05 ευρώ και ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.5.2021 έως 15.11.2021, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό 3.619,69 ευρώ (4.321,51 χ 2/25=345,72 χ 10,47 δεκαεννιαήμερα =) έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.891,74 ευρώ, όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.727,95 ευρώ, ενώ για το έτος 2022, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 4.494,92 ευρώ [2.616,02 ευρώ κατά τα ανωτέρω + 1.878,90 μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης ( 3.357,12 + 4.659,20 = 8.016,32 ευρώ /128 ημέρες = 62,63 ευρώ χ 30 ημέρες=], συνεπώς δικαιούται ι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2022, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 8.1.2022 έως 20.3.2022 και από 30.2.2022 έως 30.4.2022, ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.494,92 /2 χ 1/15 χ 13 οκταήμερα = 1.947,79 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 969,62 ευρώ, ως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 978,17 ευρώ και ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2022, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.5.2022 έως 3.6.2022, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό 643,69 ευρώ (4.494,92 χ 2/25=359,60 χ 1,79 δεκαεννιαήμερο =) έναντι του οποίου έλαβε, ως συνομολογεί, το ποσό των 299,86 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 343,83 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος (υπό στοιχ.Β), με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατά τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών των ετών 2021 και 2022,  συνυπολόγισε το μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής του με την παραδοχή ότι αυτός απασχολούνταν υπερωριακά μόνον επί έντεκα ώρες ημερησίως και απορριπτόμενου του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας (υπό στοιχ. Α) με τον οποίο η τελευταία υποστηρίζει ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών έπρεπε να συνυπολογιστεί μικρότερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας. Επίσης, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 24.1.2022 έως 27.2.2022, το ένδικο πλοίο πραγματοποίησε πρόωρες αναχωρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 33 της οικείας ΣΣΝΕ. Ειδικότερα α) κατά την εβδομάδα από 24.1.2022 έως 30.1.2022 πραγματοποίησε 6 δρομολόγια διάρκειας που υπερέβαινε τις 12 ώρες, εκ των οποίων το 1 (ήτοι αυτό άνω των 5) θεωρείται δρομολόγιο εξπρές, β) κατά την εβδομάδα από 31.1.2022 έως 6.2.2022 πραγματοποίησε 6 δρομολόγια διάρκειας που υπερέβαινε τις 12 ώρες, εκ των οποίων το 1 (ήτοι αυτό άνω των 5) θεωρείται δρομολόγιο εξπρές, γ) κατά την εβδομάδα από 14.4.2022 έως 20.2.2022 πραγματοποίησε 7 δρομολόγια διάρκειας που υπερέβαινε τις 12 ώρες, εκ των οποίων τα 2 (ήτοι αυτά άνω των 5) θεωρούνται δρομολόγια εξπρές και δ) κατά την εβδομάδα από 21.2.2022 έως 27.2.2022 πραγματοποίησε 6 δρομολόγια διάρκειας που υπερέβαινε τις 12 ώρες, εκ των οποίων το 1 (ήτοι αυτό άνω των 5) θεωρείται δρομολόγιο εξπρές. Συνεπώς πραγματοποίησε συνολικά 5 δρομολόγια εξπρές για κάθε ένα από τα οποία δικαιούται να λάβει πρόσθετη αμοιβή ίση με το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του, στις οποίες πρέπει να συνυπολογισθεί και ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2022, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. ΙV νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτόμενου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Ενόψει όσων ήδη αναφέρθηκαν, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, εσφαλμένος κρίνεται ο υπολογισμός, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του και της μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών του έτους 2022, για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, κατά μερική παραδοχή του τρίτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση την εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης ότι εργαζόταν λιγότερες από 15 ώρες ημερησίως και απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο ενάγων εργάστηκε λιγότερες ώρες  από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των [4.494,92 + ( 1.947,79 +  643,69 = 2.591,48 /128 ημέρες χ 30=) 607,50 = 5.102,42 ευρώ /30 = 170,08 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά  (170,08 χ 5) το ποσό των 850,40 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε,  ως συνομολογεί, το ποσό των 605,48 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 244,92 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούνταν να λαμβάνει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 16 της οικείας ΣΣΝΕ άδειες διανυκτέρευσης, μία (1) φορά μηνιαίως κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο και 2 φορές μηνιαίως κατά τους λοιπούς μήνες, τις οποίες δεν έλαβε κατά το διάστημα των ναυτολογήσεών του και επομένως δικαιούται αποζημίωσης για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση ίση με το 1/22 του μισθού ενεργείας αυτού. Ειδικότερα για το χρονικό διάστημα που παρείχε την εργασία του, εντός του έτους 2021, δικαιούνταν να λάβει 12 άδειες διανυκτέρευσης (ήτοι 2 φορές το χρονικό διάστημα από 23.1.2021 έως 22.2.2021, από 2 φορές τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Οκτώβριο και από 1 φορά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Νοέμβριο),  ενώ για το χρόνο ναυτολόγησής του εντός του έτους 2022 δικαιούνταν να λάβει 9 άδειες διανυκτέρευσης (ήτοι από 2 φορές τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Απρίλιο και Μάιο και 1 φορά το μήνα Μάρτιο), τις οποίες δεν του χορήγησε η εναγομένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου της έφεσής της (υπό στοιχ. Α), με τον οποίο επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της ότι ουδέν ποσό από την ανωτέρω αιτία οφείλει στον ενάγοντα καθώς ο τελευταίος, όταν δεν ανήκε στο προσωπικό ασφαλείας, είχε καθημερινά τη δυνατότητα να διαμένει εκτός του πλοίου. Ο ισχυρισμός αυτός όμως ουδόλως αποδείχθηκε, καθώς από τα προσκομιζόμενα μετ’επικλήσεως από την εναγομένη, αποσπάσματα από ενδεικτικές εγγραφές του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, στις οποίες αναφέρεται γενικόλογα ότι χορηγήθηκε άδεια διανυκτέρευσης στο πλήρωμα που αναγράφεται στην κατάσταση, εκτός του πληρώματος το οποίο παραμένει εντός του πλοίου ως προσωπικό ασφαλείας, δεν προκύπτει ποια μέλη του πληρώματος έλαβαν πράγματι τις προβλεπόμενες άδειες, δεδομένου ότι οι επικαλούμενες καταστάσεις πληρώματος δεν προσκομίζονται, ούτε ότι χορηγήθηκε στον ενάγοντα η σχετική δυνατότητα διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου, την οποία ο τελευταίος απέκρουσε. Με βάση τις παραδοχές αυτές, οφείλεται στον ενάγοντα ως αποζημίωση για την αιτία αυτή α) για το έτος 2021 το ποσό των [1.204,77 ευρώ ο μισθός ενεργείας Χ 1/22 χ 12 διανυκτερεύσεις=] 657,14 ευρώ (657,12 ευρώ κατά το αγωγικό αίτημα) και β) για το έτος 2022 το ποσό των [1.240,91 ευρώ ο μισθός ενεργείας χ 1/22 χ 9 διανυκτερεύσεις=] 507,65 ευρώ (507,60 ευρώ κατά το αγωγικό αίτημα). Επομένως, για την ανωτέρω αιτία, δικαιούται συνολικά να λάβει το ποσό των 1.164,72 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε, βάσει του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, ότι ο τελευταίος απολύθηκε στις 22.2.2021 στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας έως 22.3.2021. Ωστόσο κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναυτολογηθεί, η εναγομένη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε κατόπιν οχλήσεων του ενάγοντος, στις 23.4.2021, με αποτέλεσμα, κατά το ενδιάμεσο διάστημα να παραμείνει άνεργος χωρίς τη συναίνεσή του και άνευ δικής του υπαιτιότητας. Ο προβληθείς και πρωτοδίκως ισχυρισμός της εναγομένης, τον οποίο επαναφέρει με τον έκτο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α) κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ότι ο ενάγων δεν επεδίωξε την επαναυτολόγησή του, μετά τη λήξη της άδειάς του αλλά καθυστέρησε αυτήν για δικούς του, προσωπικούς, λόγους, ουδόλως αποδείχθηκε, καθώς από την ένορκη βεβαίωση (……./2023) του μάρτυρα απόδειξης ………… προέκυψε ότι ο ενάγων είχε ανάγκη τον μισθό του για τη συντήρηση της τετραμελούς οικογένειάς του. Η παραδοχή αυτή δεν αποκρούεται από άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε από τον μάρτυρα ανταπόδειξης ……………, ο οποίος στην ένορκη βεβαίωση (1297/2023) περιγράφει τη συνήθη πρακτική που ακολουθείται για την επαναυτολόγηση των ναυτικών μετά τη λήξη της άδειάς τους και δεν έχει γνώση, όπως ο ίδιος βεβαιώνει, των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης του ενάγοντος. Συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει ο ανωτέρω λόγος κατά το σκέλος που εξετάστηκε. Ενόψει όσων ήδη αναφέρθηκαν, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, εσφαλμένος κρίνεται ο υπολογισμός, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με βάση τις οποίες ευρίσκεται η αποζημίωση του άρθρου 76εδ.α ΚΙΝΔ, εφόσον σε αυτές (αποδοχές) συνυπολογίστηκε ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και της μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών του έτους 2022, με την παραδοχή ότι εργαζόνταν επί 11 ώρες ημερησίως. Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ Β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων πλήττει την κρίση της εκκαλουμένης, επικαλούμενος ότι για τον υπολογισμό της κατά μέσο όρο υπερωριακής του εργασίας και της μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών του έτους 2022 έπρεπε να ληφθεί υπόψη η επί 15ωρο καθημερινή εργασία του, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο έκτος λόγος της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη υποστηρίζει ότι ο σχετικός υπολογισμός της αποζημίωσης απόλυσης, κατά το μέρος που αφορά το μέσο όρο υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος και την αναλογία των εορταστικών επιδομάτων, έγινε επί τη βάσει της εσφαλμένης παραδοχής περί 11ωρης καθημερινής εργασίας του. Δεδομένου ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά το έτος 2021 ανέρχονταν στο ποσό των 4.321,51, στις οποίες, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της εκκαλούσας – εναγομένης που προβάλλονται με τον έκτο λόγο της υπό στοιχ Α έφεσης (κατά το ειδικότερο μέρος του δεύτερου σκέλους αυτού) που τυγχάνει απορριπτέος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. V νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να προστεθεί ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων εορτών του έτους 2021, ο ενάγων δικαιούται από την ανωτέρω αιτία, να λάβει το ποσό των [4.321,51 + (701,53 +  3.619,69 = 4.321,22/238 ημέρες = 18,16 χ 30 ημέρες =) 544,80] 4,866,31 ευρώ /2 = 2.433,16 ευρώ.

VI. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ 196/2000, ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.).

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Α έφεσης, η εκκαλούσα – εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας ουδέποτε προηγήθηκε όχληση από τον ενάγοντα ως προς την εξόφληση οικονομικών απαιτήσεών του κατ’αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του και τις αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, τις οποίες παραλάμβανε, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών του, ενώ δια της υπογραφής των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, κατ’ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εργοδότρια εταιρεία περί της ανυπαρξίας επιπρόσθετων ωρών απασχόλησής του, δημιουργώντας της την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν υφίστανται άλλες αξιώσεις του κατ’αυτής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εκκαλούσα – εναγομένη, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης ως νομικά αβάσιμο, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της υπό στοιχ Α έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

VII. Για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι συνέπειες της υπερημερίας οφειλέτη (ΟλΑΠ 40/2002, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Β έφεσης, ο εκκαλών – ενάγων, αποδίδει πλημμέλεια στην εκκαλουμένη ως προς την εφαρμογή του νόμου, παραπονούμενος ότι παρέλειψε να επιδικάσει νόμιμους τόκους επί του δώρου Χριστουγέννων 2022 απορρίπτοντας σιγή το σχετικό αγωγικό αίτημα.  Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προαναφέρθηκε,  για την καταβολή της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων ορίζεται δήλη ημέρα η 31η Δεκεμβρίου του οικείου έτους (εν προκειμένω η 31.12.2022), μετά την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και συνεπώς υπόχρεος καταβολής τόκων υπερημερίας. Ενόψει του ότι, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (9.12.2022), η αξίωση αυτή δεν είχε καταστεί εισέτι απαιτητή, το αίτημα περί τοκοδοσίας του εν λόγω κονδυλίου είναι μη νόμιμο, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας το νόμο. Η επικαλούμενη, στον ερευνώμενο λόγο έφεσης, διάταξη του άρθρου 14 παρ.4 της ΣΣΕ Ακτοπλοϊας 2022, όπου ορίζεται ότι <<Κατά την απόλυσή του ο ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας του Δώρου Εορτών>> αφορά στην υποχρέωση του εργοδότη, να καταβάλει στον απολυόμενο ναυτικό, μεταξύ άλλων επιδομάτων και τα δώρα εορτών του έτους απόλυσης, υπολογιζόμενων κατ’αναλογία των ημερών που εργάστηκε και όχι ότι το κονδύλιο αυτό καθίσταται τοκοφόρο από την ημερομηνία απόλυσης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εκκαλών.

Κατ’ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό στοιχ. Α έφεση, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η υπό στοιχ. Β έφεση, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.114,09 (1.876,02 + 7.139,80 + 1.130,04 + 3.968,23) ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.256,80 (364,05 + 1.727,95 + 978,17 + 343,83 + 244,92 + 1.164,72 + 2.433,16) ευρώ, νομιμοτόκως, για το μερικότερο συνολικό ποσό των [(14.114,09 + 7.256,80) – 343,83=] 21.027,06 ευρώ, από την τελευταία απόλυσή του στις 3.6.2022, ενώ για το ποσό των 343,83 ευρώ που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2022, δεν επιδικάζονται τόκοι. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του θεμελιωθέντος στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ και υποβληθέντος, με την έφεση, αιτήματος της εναγομένης – εκκαλούσας της υπό στοιχ. Α έφεσης, για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, του χρηματικού ποσού των 4.000 ευρώ, σε συμμόρφωση προς την προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγομένη, λόγω της ήττας της πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 22.12.2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …../22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/22.12.2023) έφεση και β) την από 20.2.2024 (με γεν.αριθ.καταθ. …/7.3.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./7.3.2024) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2389/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 22.12.2023 έφεση.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 20.2.2024 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των  δεκατεσσάρων χιλιάδων εκατόν δεκατεσσάρων ευρώ και εννέα λεπτών (14.114,09) και

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (7.256,80),  νομιμοτόκως, για το μερικότερο συνολικό ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων εικοσιεπτά ευρώ και έξι λεπτών (21.027,06), από την τελευταία απόλυσή του στις 3.6.2022, ενώ για το ποσό των τριακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (343,83), που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2022, δεν επιδικάζονται τόκοι.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 18 Φεβρουαρίου 2025.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ