Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 143/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   143/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εφεσίβλητου : ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Φοίβο Βουδούρη.

Του καλουμένου – εκκαλούντος : Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών (ΑΦΜ …….), που κατοικεί στην Αθήνα και το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Κωνσταντίνα Πάτσου.

Ο εφεσίβλητος άσκησε την με αρ. κατ. ……./2013 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 4811/2014 μη οριστική του απόφαση διέταξε επανάληψη της συζήτησης και πραγματογνωμοσύνη και με την με αρ. 1932/2018 οριστική του απόφαση την έκανε εν μέρει δεκτή.

Τις ως άνω αποφάσεις προσέβαλε το εναγόμενο με την με αρ. κατ. ……./2018 (εκθ. κατ. Εφετ.Πειρ. ………/2019) έφεση προς το δικαστήριο τούτο. Το τελευταίο με την με αρ. 446/2020 οριστική του απόφαση απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση. Εναντίον αυτής της απόφασης το εκκαλούν άσκησε την από 2.11.2020 αίτηση αναίρεσης, η οποία με την με αρ. 1272/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο αυτό συγκροτούμενο νομίμως. Με την με αρ. κατ. …………/2023 κλήση, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η ως άνω έφεση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα, με την αρ. κατ. ……../2023 κλήση, φέρεται για συζήτηση η υπό κρίση έφεση, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 1272/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αρ. 446/2020 απόφαση του δικαστηρίου αυτού και παραπέμφθηκε σ’ αυτό η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση.            Η  υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2). Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, ο ενάγων εφεσίβλητος ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο του στην αγωγή περιγραφέντος κειμένου στη Σαλαμίνα ακινήτου και στη συνέχεια να διορθωθεί στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας η ανακριβής εγγραφή τούτου, ως αποτελούμενου από δύο διακριτά αγροτεμάχια κυριότητος του εναγομένου εκκαλούντος, και να εγγραφεί αυτό, ως πλήρους κυριότητάς του. Το εκκαλούν εναγόμενο αρνήθηκε την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίστηκε α) ότι το επίδικο ακίνητο του ανήκει κατά κυριότητα δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τις οποίες περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου τα κτήματα που i) κατέλαβε και δήμευσε, ii) εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς πρώην κυρίους τους, και δεν καταλήφθηκαν από τρίτους και iii) όλα τα δημόσια κτήματα που λόγω της μορφής τους ανήκαν στο οθωμανικό κράτος, άλλως β) βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από  17/29.11.1836 β.δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» ως δάσος, για το οποίο οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες του δεν προσκόμισαν εντός της εκ του νόμου ορισθείσας προθεσμίας νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, άλλως γ) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως δ) με την κατάληψή του ως αδέσποτου κατά την απελευθέρωση, δυνάμει του άρθρου 16 του από 21.6/10.7.1837 Νόμου περί διακρίσεως κτημάτων. Επίσης ισχυρίστηκε ότι απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία διότι το νεμόταν ασκώντας πράξεις νομής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την με αρ. 4811/2014 μη οριστική του απόφαση διέταξε επανάληψη της συζήτησης και πραγματογνωμοσύνη, μετά τη διενέργεια της οποίας και αφού επαναλήφθηκε η συζήτηση απέρριψε με την υπ’ αρ. 1932/2018 οριστική του απόφαση τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος εναγόμενου και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής, δεκτών γενομένων των ισχυρισμών του, που επαναφέρει με σχετικούς λόγους έφεσης.

Σχετικά με το λόγο έφεσης που αφορά το παραδεκτό και το ορισμένο της αγωγής, αυτός πρέπει να απορριφθεί, επειδή, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το επίδικο ακίνητο, είναι ένα αυτοτελές ενιαίο ακίνητο, που προέρχεται από παλαιότερη κατάτμηση μείζονος έκτασης 18 στρεμμάτων, επί του οποίου η κυριότητα του ενάγοντος αμφισβητείται και επομένως επαρκώς προσδιορίζεται τούτο ως αυτοτελές ακίνητο ως προς τη θέση, την έκταση και τα όριά του, ανεξάρτητα από τη μείζονα έκταση από την οποία παλαιότερα προήλθε. Επίσης αναφέρονται και οι δύο αριθμοί ΚΑΕΚ του επίδικου ακινήτου, ώστε να μη καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα και τη θέση του. Ως προς το μέρος της αγωγής που αφορά την με χρησικτησία απόκτηση κυριότητας των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, και αυτό είναι επαρκώς ορισμένο, αφού αναφέρονται τόσο οι πράξεις νομής (γεωργικές καλλιέργειες) που άσκησαν αυτοί όσο και ο χρόνος που έλαβαν χώρα, ο οποίος ταυτίζεται με το χρόνο που έκαστος των δικαιοπαρόχων απέκτησε με τα αναφερόμενα στην αγωγή συμβόλαια τη νομή και την κυριότητα του επιδίκου, για δε τον απώτατο δικαιοπάροχο, ………, αναφέρεται ρητά ότι άσκησε πράξεις νομής (καλλιέργεια σιταριού) από το έτος 1900 και πριν από αυτόν, άσκησε ίδιες πράξεις νομής η οικογένειά του με απώτατο τον ………… από το έτος 1850.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ. 4811/2014 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από την με αριθμό πράξης κατάθεσης …./29.6.2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την προαναφερθείσα μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πραγματογνώμονα αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού, …………, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων, ορθοφωτογραφιών, των φωτοτυπημένων φωτογραφιών και των έγγραφων συμπερασμάτων του νομίμως διορισμένου τεχνικού συμβούλου του εκκαλούντος, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, έκτασης 348 τμ, που βρίσκεται στη θέση «…» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Σεληνίων της νήσου Σαλαμίνας και ταυτίζεται σε θέση, έκταση και όρια με τα δύο γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ………, εμβαδού 179 τμ και ………., εμβαδού 169 τμ. Με το υπ’ αριθ. ………/3.11.1997 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α. ….), ο εφεσίβλητος και ο αδελφός του, ………, απέκτησαν, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, από τους αληθινούς κυρίους αδελφούς … και …….., την πλήρη κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, έκτασης 240 τµ (που αποτελεί τμήμα του επιδίκου) μετά της εντός αυτού οικίας 30 τµ. µε στεγασμένη βεράντα 60 τµ., το οποίο βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, στην ίδια ως άνω θέση, εμφαίνεται δε µε τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α στα από Ιουνίου 1988 και Οκτωβρίου 1997 τοπογραφικά διαγράμματα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού, ……., και συνορεύει βόρεια επί προσώπου Α-Ε μήκους 19 µ. µε οδό πλάτους 5 µ., νότια επί πλευράς Γ-Δ μήκους 17 µ. µε δημόσιο χώρο (παραλία και αιγιαλό), ανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς Α-Β-Γ μήκους 8 µ. και 5 µ. µε δημόσιο χώρο (παραλία και αιγιαλό) και δυτικά επί πλευράς Δ-Ε μήκους 17 µ. µε ιδιοκτησία …….. Στη συνέχεια, µε το υπ’ αριθ. …../17.6.1998 πωλητήριο συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως (τ. …, α.α. ….), ο ……….. μεταβίβασε, ως αληθινός κύριος, στον εφεσίβλητο το ανήκον σε αυτόν ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου και έτσι ο τελευταίος κατέστη αποκλειστικός κύριος αυτού. Στους δικαιοπαρόχους του εφεσιβλήτου το ανωτέρω ακίνητο (των 240 τ.µ.) είχε περιέλθει κατά κυριότητα, κατ’ ισομοιρία, από κληρονομία του αποβιώσαντος την 11.3.1995, χωρίς διαθήκη, πατρός τους, …….., του οποίου την κληρονομία αποδέχτηκαν µε την υπ’ αριθ. …./3.11.1997 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως (τ. …., α.α. ……). Στον ως άνω κληρονομούμενο το εν λόγω ακίνητο (των 240 τ.μ.) είχε περιέλθει, κατά κυριότητα, λόγω αγοράς από τον προηγούμενο αληθινό κύριο αυτού, ………, με το υπ’ αριθ. ………./25.8.1988 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …. α.α. ….). Στον ως άνω πωλητή το εν λόγω ακίνητο (των 240 τ.μ.) είχε περιέλθει, κατά πλήρη κυριότητα, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος την 16.2.1987, χωρίς διαθήκη, πατρός του, …………., του οποίου την κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ’ αριθ. …./25.8.1988 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, που μεταγράφηκε νομίμως (τ. …, α.α. ….). Ακόμη, στον ως άνω κληρονομούμενο το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει, κατά πλήρη κυριότητα, λόγω αγοράς από τον προηγούμενο αληθή κύριο αυτού, ………., με το υπ’ αριθ. ……./23.12.1963 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας (τ. …, α.α ….). Ο ως άνω πωλητής είχε καταστεί κύριος όλου του επίδικου ακινήτου (των 348 τ.μ.) με έκτακτη χρησικτησία, με την άσκηση επ’ αυτού πράξεων νομής, ήτοι καλλιέργεια σιταριού, φύλαξη και επίβλεψη για χρονικό διάστημα πέραν της πεντηκονταετίας. Ταυτόχρονα με την μεταβίβαση της κυριότητας του τμήματος των 240 τ.μ. του επιδίκου από τον ………. προς τον ………., ο πρώτος μεταβίβασε ατύπως προς τον δεύτερο τη νομή και του υπολοίπου τμήματος των 108 τ.μ. του επιδίκου, που περιέχεται στο σύνολό του στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……….., και έκτοτε έπαυσε να ασκεί τις ως άνω πράξεις νομής επί του μεταβιβασθέντος αλλά και επί του υπολοίπου τμήματος των 108 τμ., και στη θέση του υπεισήλθε ο …….., ο οποίος αμέσως με την απόκτηση του ακινήτου (το 1963) άσκησε ο ίδιος τις ίδιες πράξεις νομής επί του όλου του επιδίκου (των 348 τ.μ.),  δηλαδή τόσο επ’ αυτού του τμήματος που είχε αποκτήσει με το ως άνω συμβόλαιο όσο και επ’ αυτού που απέκτησε τη νομή ατύπως, το οποίο πλέον ταυτιζόταν κατά θέση, έκταση και όρια με τα σημερινά δύο γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ……….. και ………… Έκτοτε και οι λοιποί αποκτήσαντες μετά απ’ αυτόν διαδοχικώς με τα ως άνω συμβόλαια κτήτορες το τμήμα των 240 τ.μ. απέκτησαν ταυτόχρονα με το χρόνο κατάρτισης των συμβολαίων, για δε τις αποδοχές κληρονομιές (…../1997 και ……./1988) από το χρόνο θανάτου με άτυπη δωρεά από τους αποβιώσαντες κληρονομούμενους προ του θανάτου τους, διαδοχικώς και ατύπως και τη νομή του υπολοίπου τμήματος των 108 τ.μ. και έκαστος ασκούσε επί του ενιαίου πλέον ακινήτου των 348 τ.μ. τις προσιδιάζουσες σ’ αυτό πράξεις νομής, ήτοι γεωργικές καλλιέργειες σιτηρών και επίβλεψη, ο δε εφεσίβλητος επίσης ασκούσε την επίβλεψη επί ολόκληρου του επιδίκου (των 348 τ.μ.) από το χρόνο που απέκτησε (1997), χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν, καθιστάμενος έτσι ο τελευταίος αποκλειστικός κύριος της επίδικης εδαφικής έκτασης με έκτακτη χρησικτησία προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση δεν υπήρξε ποτέ δημόσιο κτήμα, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εκκαλούντος. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η έκταση αυτή είχε πάντα ιδιωτικό και συγκεκριμένα αγροτικό χαρακτήρα και καλλιεργούταν από τον ……… και πριν απ’ αυτόν από τον …….. από το 1850. Αυθαιρέτως δε το Δημόσιο καταχώρισε αυτό ως δημόσιο κτήμα με αρ. ….. (το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……….) και με αρ. ……… (το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ………), χωρίς όμως έτσι να αποκτήσει κυριότητα επ’ αυτού, αφού ο χαρακτηρισμός μίας έκτασης από το Δημόσιο ως δημόσιας και η καταγραφή της ως δημοσίου κτήματος, δεν αρκούν, μόνο αυτά, για να αποκτήσει κυριότητα το Δημόσιο. Ειδικότερα, α) ο ισχυρισμός ότι απέκτησε «δικαιώματι πολέμου», ως διάδοχος του Οθωμανικού Δημοσίου, στο οποίο ανήκε η ευρύτερη έκταση πριν την Επανάσταση του 1821, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι η Αττική και συνακόλουθα η νήσος Σαλαμίνα, δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31.3.1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, οι δε ισχυρισμοί β) ότι άλλως ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και εγκαταλείφτηκε από αυτούς κατά τον χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων του Λονδίνου, γ) άλλως ότι ήταν δάσος βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από  17/29.11.1836 β.δ/τος «περί ιδιωτικών δασών», δ) άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενο αυτό με καλή πίστη από την Ελληνική Επανάσταση του έτους 1821 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής, ε) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο κατά την 3/15-12-1833 και στ) άλλως, γιατί ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10.7.1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του είναι αβάσιμοι, γιατί από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν οθωμανικό κτήμα, ότι άνηκε σε Οθωμανούς και εγκαταλείφθηκε, ούτε ότι υπήρξε δάσος το 1836 όταν δημοσιεύτηκε το από 17/29.11.1836 β.δ/γμα ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ημερομηνία της 3/15-12-1833 ή ότι ήταν αδέσποτο, ενώ ουδέποτε το εκκαλούν άσκησε πράξεις νομής επ’ αυτού. Αντίθετο συμπέρασμα δεν δύναται να εξαχθεί από α) απόσπασμα του βιβλίου καταγραφής κτημάτων των Εφορίας Σαλαμίνας, στο οποίο είναι καταχωρημένα τα με αριθμ. ΒΚ …… και 61 δημόσια κτήματα έκτασης 18.280 τ.μ. και 288.180 τ.μ. αντίστοιχα, β) τα από 20.3.1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας, τα οποία αφορούν τα γεωργικά έτη από το 1926 έως και το έτος 1929 και με τα οποία η αρμόδια επιτροπή της εν λόγω Εφορίας προσδιορίζει το ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβάλει για το καθένα από τα παραπάνω γεωργικά έτη η ……….. θυγατέρα …….. για αυθαίρετη χρήση του ΒΚ …. δημόσιου κτήματος, που βρίσκεται στη θέση «………», γ) τα από 7.3.1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της ίδιας ως άνω Εφορίας, που αφορούν τα γεωργικά έτη από το 1930 έως και το έτος 1939 και με τα οποία η ίδια αρμόδια επιτροπή της εν λόγω Εφορίας προσδιορίζει το ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβάλει για το καθένα από τα παραπάνω γεωργικά έτη η ……… για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος έκτασης 18.280 τ.μ., δηλαδή του ΒΚ ………. δημόσιου κτήματος, που βρίσκεται στη θέση «……….», δ) προκηρύξεις δημοπρασιών του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας των ετών 1932 και 1934, πρακτικά επαναληπτικών δημοπρασιών του έτους 1934 και αποδεικτικά δημοσίευσης αυτών για δημόσιο κτήμα στη θέση «……….» Αμπελακίων Σαλαμίνας και ε) τα με αρ. …/16.11.1939 και …./18.11.1939 έγγραφα του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας προς τους Προέδρους των Κοινοτήτων Αμπελακίων και Σεληνίων, καθώς και προς τον Αστυνομικό Σταθμάρχη για διαταγή προστασίας της εκτάσεως του με αρ. ………. δημοσίου κτήματος. Και τούτο γιατί μόνη η καταχώριση στο βιβλίο καταγραφής κτημάτων της Εφορίας Σαλαμίνας δεν αρκεί για να καταστήσει ένα ακίνητο δημόσιο, αν πράγματι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει αποκτήσει νομίμως κυριότητα επ’ αυτού, όπως εν προκειμένω για το επίδικο που δεν έχει, ενώ τα ως άνω πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, τα οποία έχουν ακυρωθεί με την με αρ. 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, αφορούσαν άλλη εδαφική έκταση, αυτή που φερόταν ότι κατείχε η ………… και όχι την επίδικη, όπως επίσης και οι προκηρύξεις δημοπρασιών και οι επαναληπτικές αυτών δεν προέκυψε ότι αφορούσαν συγκεκριμένα το επίδικο ακίνητο ή έστω ότι οι επιμέρους μείζονες εκτάσεις που αφορούσαν περιλάμβαναν και την επίδικη εδαφική έκταση, η δε διαταγή προς την αστυνομική αρχή περί φύλαξης του με αρ. ….. δημόσιου κτήματος και η ανακοίνωση προς τους προέδρους των Κοινοτήτων ότι το εν λόγω κτήμα ανήκει στο δημόσιο, δεν αποτελούν εμφανείς διακατοχικές πράξεις διανοία κυρίου (πράξεις νομής), αφού η φύλαξη από την αστυνομική αρχή ουδέποτε υλοποιήθηκε για το επίδικο ακίνητο, η δε ανακοίνωση έγινε προς τους ανωτέρω προέδρους των Κοινοτήτων και ουδέποτε προς τον απώτατο δικαιοπάροχο του εφεσιβλήτου, ………., ο οποίος ανενόχλητος από το έτος 1900 εξακολουθούσε συνεχώς και εμφανώς να ασκεί με καλή πίστη πράξεις νομής επί του επιδίκου (καλλιέργειες, επίβλεψη) μέχρι και το έτος 1963, οπότε το μεταβίβασε κατά νομή και κυριότητα στον ………., ο οποίος και οι λοιποί μετά απ’ αυτόν κτήτορες – νομείς συνέχισαν να ασκούν τις ως άνω πράξεις νομής ανενόχλητοι. Κατόπιν όλων αυτών, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν ιδιωτική έκταση και ότι ο ενάγων απέκτησε κυριότητα επ’ αυτού κατά μεν την μερικότερη έκταση των 240 τµ. µε παράγωγο τρόπο (ήτοι με τους προαναφερόμενους τίτλους κτήσης), κατά δε την υπόλοιπη έκταση των 108 τµ. αλλά και συνολικά επί του επιδίκου (των 348 τ.μ.) με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς να απαιτείται να έχουν συμπληρωθεί 30 έτη νομής έως την 11.9.1915, λόγω του χαρακτήρα της έκτασης ως ιδιωτικής και όχι δημόσιας, δεδομένου ότι, εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11.9.1915, εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Τέλος, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου, ότι η επίδικη έκταση ήταν ιδιωτική, αποτελεί και το γεγονός, ότι, με την υπ’ αριθ. Ε4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ΄ 114/24.5.1975), ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής του νότιου ημίσεως του ακρωτηρίου Κυνοσούρας Σαλαμίνας, λόγω δημόσιας ωφέλειας, συνισταμένης στην επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένος Πειραιώς (υπ’ αριθ. 349/175/16.2.1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών), που αφορούσε, μεταξύ άλλων, και το επίδικο ακίνητο, σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθ. 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας απαλλοτριώσεων), που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδας και στην οποία αναφέρεται ως φερόμενος δικαιούχος αποζημίωσης ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος και τότε κύριος του ακινήτου, ………… Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του εκκαλούντος δημοσίου, συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλούν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίστηκε. Τέλος, η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα µε το Ν. 2308/1995, η δε διαδικασία ήδη περαιώθηκε. Όμως, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, εμφιλοχώρησε σφάλμα και χωρίστηκε το ενιαίο ακίνητο σε δύο τμήματα – γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …………., έκτασης 179 τμ και με ΚΑΕΚ ………. έκτασης 169 τμ, στα κτηματολογικά φύλλα των οποίων καταχωρήθηκε ως δικαιούχος το εκκαλούν εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, αντί του αληθινού κυρίου εφεσίβλητου ενάγοντος. Συνεπώς, οι αρχικές αυτές εγγραφές του κτηματολογικού φύλλου, οι οποίες αφορούν το επίδικο ακίνητο, είναι ανακριβείς ως προς το καθεστώς κυριότητας, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αυτό ανήκει στην κυριότητα του εφεσίβλητου ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια και, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου εκκαλούντος, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή, αναγνώρισε τον εφεσίβλητο ενάγοντα ως αποκλειστικό και πλήρη κύριο του επίδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση των ως άνω ανακριβών αρχικών εγγραφών στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με τα ως άνω δύο ΚΑΕΚ, να εμφαίνεται ο ενάγων, ως κύριος αυτού, κατά ποσοστό 100%, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν, με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και η υπό κρίση έφεση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση.

Καταδικάζει το ως άνω εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους νομικούς παραστάτες, στον Πειραιά στις   6 Μαρτίου 2025.

           Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ