Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 137/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   137/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ………… και 2) ………….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ειρηναίο Σαρρή (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ ………., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευγενία – Σοφία Καραγιάννη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΟΙ ΕΚΚΑΛΟΥΣΕΣ άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εφεσίβλητου – εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, την από 24-11-2017, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2017, αγωγή, την οποία το ως άνω Δικαστήριο απέρριψε με την υπ΄αρ. 63/8-1-2020 οριστική απόφασή του.

Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν οι ενάγουσες – εκκαλούσες, με την κρινόμενη από 19-10-2020 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα  (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.) ……./20-10-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../20-10-2020. Η έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 3ης-2-2022, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε επ΄ αυτής η υπ΄αρ. 561/2022 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (όπως διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 426/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, ακολούθως διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομιστούν από τους διαδίκους τα σε αυτήν αναφερόμενα έγγραφα.

Ήδη με την ένδικη από 17-4-2024 κλήση των καλουσών-εκκαλουσών, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/18-4-2024), στρεφόμενη κατά του καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητου, νόμιμα  επαναφέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη έφεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 38.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών και η δικαστική πληρεξούσια του εφεσίβλητου, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κλήση, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η κρινόμενη από 19-10-2020 έφεση κατά της υπ΄αρ. 63/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατόπιν της έκδοσης επ΄ αυτής της υπ΄αρ. 561/2022 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (όπως η τελευταία διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 426/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, ακολούθως διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατ΄άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομιστούν από τους διαδίκους τα σε αυτήν αναφερόμενα έγγραφα.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, συνάγεται ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση, είναι, ο μεταβιβάσας να ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στη νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ  96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στον χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Ο ιδιώτης, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11-9-1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του Ν.Δ 22.4/16-5-1926 και 4 του Ν.Δ. 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στο άρθρο 4 παρ.1 του Ν. 3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των Ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, ορίζονται τα εξής: «1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003), αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Η διάταξη της περίπτωσης β` εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. … Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ.». Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, ότι θεσπίζεται με αυτές εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”), σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (Ολ.ΑΠ 15/2011, ΑΠ 1813/2017, ΑΠ 4/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντας του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (ΑΠ 121/2022, ΑΠ 22/2021, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 23/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 παρ. α και β και 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώµατος στα κτηµατολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηµατολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγµατικό δικαιούχο, µπορεί, όποιος έχει έννοµο συµφέρον, στρεφόµενος κατά του αναγραφόµενου στο κτηµατολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε µεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόµενου µε την ανακριβή εγγραφή δικαιώµατος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο (Μονοµελούς ή Πολυµελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηµατολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιµος δε χρόνος για την ύπαρξη εµπράγµατου δικαιώµατος, που προσβάλλεται µε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του κτηµατολογίου σε µία περιοχή, όπως καθορίζεται µε σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ, και όχι αυτό της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998.

Από την εκτίµηση της υπ΄αρ. …………/23-3-2018 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα …………, που προσκομίζουν οι ενάγουσες – εκκαλούσες και η οποία λήφθηκε, με επιμέλειά τους, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ……….., κατόπιν νοµότυπης κι εµπρόθεσµης κλήτευσης του εναγόµενου – εφεσίβλητου, (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …………./20-3-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………….), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, η προσκόμιση των οποίων διατάχθηκε με την ως άνω (561/2022) μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, όπως θα αναφερθούν ειδικότερα παρακάτω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγµατικά περιστατικά:

Δυνάµει του υπ΄αρ. ……../29-6-1965 συµβολαίου αγοράς του Συµβολαιογράφου Πειραιά …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμ. …, με ά.α. ….), η µητέρα των εναγουσών … (ή ….) χήρα . ……….. απέκτησε από τους …………., ένα οικόπεδο, εκτάσεως 192 τ.μ., κατά νεότερη, δε, μέτρηση 186,60 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στο Κερατσίνι Αττικής και επί των οδών ……… και λεωφόρου ………. Το ως άνω οικόπεδο εμφαίνεται: Α) σύμφωνα με το από Οκτωβρίου του 1962 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………., το οποίο προσαρτάται στο υπ΄αρ. …………/1962 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου, με τον αριθμό 21, εκτάσεως 192,75 τ.μ., συνορευόμενο ανατολικά επί προσόψεως μήκους μέτρων 13,00 με οδό …, βορειοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς μήκους μέτρων 9,00+8,00 με το με αριθμό ….. οικόπεδο του ίδιου σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας κληρονόμων …., βόρεια επί προσόψεως μήκους μέτρων 8,50 με οδό …., νότια επί πλευράς μήκους μέτρων 15,50 με το με αριθμό … οικόπεδο του ίδιου σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας κληρονόμων ….. και νοτιοδυτικά επί πλευράς μήκους μέτρων 4,00 με το με αριθμό …… οικόπεδο του ίδιου σχεδιαγράμματος και Β) με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ- Δ-Ε-Ζ-Η-Α στο από Μαίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού …., που προσαρτάται στο υπ΄αρ. …../1997 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……, στο οποίο αναφέρεται ότι το οικόπεδο έχει έκταση 186,60 τ.μ. και συνορεύει βόρεια σε πρόσοψη Β-Γ μήκους μέτρων 11,00 με λεωφόρο …… (πρώην ……….), νότια σε πλευρά Α-Η-Ζ μήκους μέτρων 16,00 και αναλυτικά Α-Η μήκους μέτρων 5,50 συν Η-Ζ μήκους μέτρων 10,50 με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστων, ανατολικά σε πρόσοψη Α-Β μήκους μέτρων 11,00 με οδό ………., βορειοδυτικά σε πλευρά Γ-Δ-Ε μήκους μέτρων 13,15 και αναλυτικά Γ-Δ μήκους μέτρων 8,80 συν Δ-Ε μήκους μέτρων 4,35 με ιδιοκτησία αγνώστων και νοτιοδυτικά σε πλευρά Ζ-Ε μήκους μέτρων 4,60 με ιδιοκτησία αγνώστων. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ΄αρ. ………/1997 συμβολαίου γονικής παροχής της ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμ. … με ά.α. …..), η προαναφερθείσα μητέρα των εναγουσών παραχώρησε ισοβίως στον γιό της και αδελφό των εναγουσών …………. την επικαρπία του προαναφερόμενου ακινήτου, ενώ παρακράτησε την ψιλή κυριότητα. Οι ανωτέρω μητέρα και αδερφός των εναγουσών απεβίωσαν στον Πειραιά στις 26-11-2011 η πρώτη και στις 14-5-2014, ο δεύτερος, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στο Κερατσίνι (11-6-2007). Οι ενάγουσες, ως μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας και του αδελφού τους (καθώς η έτερη αδερφή τους ………., είχε αποποιηθεί την εξ αδιαθέτου κληρονομία της μητέρας τους, με την υπ΄αρ. …../5-4-2012 δήλωση αποποίησης κληρονομίας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενώ η ίδια είχε αποβιώσει πριν από τον αδερφό τους και συγκεκριμένα στις 7-2-2014), αποδέχθηκαν την κληρονομία των ανωτέρω (μητέρας και αδερφού τους), δυνάμει της υπ΄αρ. …./29-12-2015 πράξης αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… Από τον ως άνω χρόνο κατά τον οποίο περιήλθε η νομή του ακινήτου στη μητέρα των εναγουσών (…. χήρα ……….), δυνάμει του προαναφερθέντος υπ΄αρ. ………../1965 συμβολαίου, αυτή, μέχρι τη μεταβίβαση της επικαρπίας του ακινήτου στον ανωτέρω γιό της – αδερφό των εναγουσών, ασκούσε τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις επ’ αυτού, διανοία κυρίας και με καλή πίστη. Ειδικότερα, κατόπιν έκδοσης της υπ΄αρ. ……../1966 άδειας οικοδοµής της Πολεοδοµίας Πειραιώς και ακολούθως της υπ΄αρ. ………../1973 άδεια προσθήκης κατ’ επέκτασιν ισογείου και α΄ ορόφου οικοδοµής, ανήγειρε εντός του ως άνω οικοπέδου, με δικές της δαπάνες, διώροφο κτίσμα, που αποτελείται από ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 145 τ.μ. και από κατάστηµα πρώτου (α’) ορόφου επιφάνειας 148,32 τ.μ., τα οποία (καταστήματα) έκτοτε συνεχώς εκµεταλλευόταν είτε η ίδια προσωπικά, είτε με την εκμίσθωσή τους σε τρίτους. Την εκμετάλευση αυτή (είτε ο ίδιος είτε με την εκμίσθωσή τους σε τρίτους) συνέχισε και ο γιός της – αδερφός των εναγουσών ………., από τον χρόνο κατά τον οποίο περιήλθε σε αυτόν η επικαρπία του ακινήτου, δυνάμει του ως άνω υπ΄αρ………./1997 συμβολαίου γονικής παροχής από τη µητέρα του, η οποία είχε επίσης προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την ηλεκτροδότηση της ως άνω οικοδομής και τη σύνδεσή της με την ΕΥΔΑΠ.  Τόσο δε η μητέρα όσο και ο αδερφός των εναγουσών, μέχρι τον θάνατό τους, φρόντιζαν για την συντήρηση της οικοδομής, ενώ υπέβαλαν δηλώσεις φόρου εισοδήµατος και ακίνητης περιουσίας και γενικότερα ενεργούσαν όλες τις υλικές πράξεις νοµής, που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου με καλή πίστη, διανοία κυρίας αρχικά η πρώτη και, κατόπιν, ψιλής κυρίας και επικαρπωτή ο δεύτερος, κατά τα προεκτεθέντα. Τις πράξεις αυτές νομής επί του ακινήτου (συντήρηση, εκμίσθωση, καταβολή φόρων, τελών κ.λπ.) συνέχισαν να διενεργούν οι ενάγουσες μετά τον θάνατο των ως άνω δικαιοπαρόχων τους. Περαιτέρω προέκυψε ότι, δυνάµει του από 9-12-1965 Β.Δ. «περί τροποποιήσεως του ρυµοτοµικού σχεδίου της πόλεως Κερατσινίου Πειραιώς», απαλλοτριώθηκε από το επίδικο οικόπεδο της µητέρας των εναγουσών, όπως αυτό εµφαινόταν µε τα στοιχεία Α.Β.Γ .Δ.Ε.Ζ.Α. στο από 7-10-1968 τοπογραφικό διάγραµµα του τεχνικού υπαλλήλου ……., έκταση τριάντα ενός (31) τετραγωνικών µέτρων, εµφαινόµενη µε τα στοιχεία Β.Γ.Η.Θ.Β. στο ως άνω τοπογραφικό διάγραµµα, για τη διαπλάτυνση της οδού …….. (νυν λεωφόρου ………) του Δήµου Κερατσινίου. Επειδή δε, δεν καταβλήθηκε στη δικαιοπάροχο των εναγουσών η καθορισθείσα με την υπ΄αρ. 763/1971 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αποζημίωση των ιδιοκτητών ακινήτων, τµήµατα των οποίων απαλλοτριώνονταν αναγκαστικά µε βάση την ως άνω απαλλοτρίωση, η οποία  τελικά δεν συντελέστηκε, η μητέρα των εναγουσών …. τότε σύζυγος …………, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-6-1977 και με αριθμό κατάθεσης …./11-6-1977 αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με αίτημα να αναγνωριστεί η κυριότητά της επί του ως άνω απαλλοτριωθέντος τμήματος των 31 τ.μ. του οικοπέδου της. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η υπ΄αρ. οριστική 1.213/1986 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, επικυρώθηκε με την υπ΄αρ. 994/1988 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ως άνω οριστικής απόφασης. Με την απόφαση αυτή, αφού απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση ίδιας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, αναγνωρίστηκε η τότε ενάγουσα – μητέρα και δικαιοπάροχος των εναγουσών, ως αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου που βρίσκεται στη γωνία της λεωφ. ………. (νυν λεωφ. ……) και οδού ….. (νυν …), στο Κερατσίνι Πειραιά εκτάσεως 31 τ.μ., το οποίο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης οικοπέδου 192,75 τ.μ., που περιήλθε στην ενάγουσα, με το ανωτέρω υπ΄αρ. ………../1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιo. Είναι σαφές από τα αναφερόμενα στις ανωτέρω αποφάσεις, ότι το τμήμα των 31 τ.μ. αποτελεί μέρος του επίδικου ακινήτου των 192,75 τ.μ., αντίθετα με όσα υποστηρίζει το εφεσίβλητο. Στις ίδιες αποφάσεις γίνεται δεκτό ότι, πέραν από τη μητέρα των εναγουσών – τότε ενάγουσα, και οι αναφερόμενοι σε αυτές άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι της τελευταίας, οι οποίοι υπεισήλθαν με νόμιμη διαδοχή (κληρονομία) στη νομή της μεγαλύτερης έκτασης, της οποίας τμήμα αποτελούσε το επίδικο, ασκούσαν πράξεις νομής επ΄ αυτής (έκτασης), ήδη πριν από το έτος 1880, που προσιδίαζαν στη φύση του, ήτοι καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού, όσο το ακίνητο είχε γεωργικό χαρακτήρα και κατόπιν, μετά τη μεταβολή του σε αστικό ακίνητο και την οικοπεδοποίησή του, προέβησαν σε οροσήμανση των οικοπέδων που προέκυψαν και στην πώλησή τους, μεταξύ των οποίων και το επίδικο που μεταβιβάστηκε στη μητέρα των εναγουσών.  Σημειωτέον δε ότι οι ως άνω αποφάσεις, παραδεκτά, κατ΄ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, μη συντρέχουσας της περίπτωσης της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, καθώς οι ενάγουσες – εκκαλούσες πληροφορήθηκαν την ύπαρξή τους, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης από έναν μεγάλης ηλικίας ξάδερφό τους, ο οποίος γνώριζε τα γεγονότα αυτά. Ο δε πραγματικός ισχυρισμός των εκκαλουσών περί της ως άνω απαλλοτρίωσης, παραδεκτά επίσης προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ΄ άρθρο 527 ΚΠολΔ, αντίθετα με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εφεσίβλητου, διότι, εκτός του ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προτάθηκε πρωτοδίκως από δικαιολογημένη αιτία (παρ. 5 του ως άνω άρθρου), αποδεικνύεται εγγράφως (παρ. 6 του ίδιου άρθρου). Εξάλλου, οι προαναφερθείσες αποφάσεις εκδόθηκαν με την τακτική διαδικασία, και όχι με την ειδική διαδικασία των απαλλοτριώσεων, καθώς η ασκηθείσα από τη μητέρα των εναγουσών αγωγή ήταν αναγνωριστική κυριότητας και όχι αναγνώρισης δικαιούχων, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εναγόμενο – εφεσίβλητο αμφισβητώντας ότι αυτές παράγουν δεδικασμένο για την ένδικη υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις αυτές, με τις οποίες κρίθηκαν ως αποδειχθέντα τα ανωτέρω κρίσιμα για την κρινόμενη υπόθεση πραγματικά περιστατικά, λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο ως δικαστικά τεκμήρια και εκτιμώνται ελεύθερα σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.

Το εναγόμενο πρόβαλε πρωτοδίκως ένσταση ιδίας κυριότητας, που επαναφέρεται και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία δέχθηκε η εκκαλουμένη και απέρριψε την αγωγή, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μείζονος εδαφικής έκτασης 21.000 τ.μ., που ήταν δημόσια, επικαλούμενο κυρίως προς τούτο ότι αυτή, δυνάμει του με αρ. πρωτ. ………./18-10-1957 εγγράφου – παραχωρητηρίου, παραχωρήθηκε κατά χρήση από το Υπουργείο Οικονομικών στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, με σκοπό  τη στέγαση 12 οικογενειών Νέου Ικονίου Πειραιώς και ότι, συνεπώς, το επίδικο ακίνητο, μετά το 1957, που προορίστηκε για την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, κατά τα ανωτέρω, είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Ωστόσο, ο  ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου δεν είναι βάσιμος για τους λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω. Ακόμη και στο ως άνω έγγραφο αναφέρεται ότι ‘’η ως άνω παραχωρούμενη έκτασις διεκδικείται υπό διαφόρων ιδιωτών, οίτινες προβάλλουσιν ίδια δικαιώματα επί ταύτης, προβαίνοντες εις διάφορους διακατοχικές πράξεις’’. Εξάλλου, από τα προσκομισθέντα από τις εκκαλούσες έγγραφα, την προσκόμιση των οποίων διέταξε, κατά τα προεκτεθέντα, η ως άνω υπ΄αρ. 561/2022 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου,  και συγκεκριμένα από το με αρ. πρωτ. Κτημ. … ΑΠΑ …./2-4-2024 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά – Νήσων και Δυτικής Αττικής, προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο δεν εμπίπτει εντός καταγεγραμμένου έως σήμερα δημόσιου κτήματος, ενώ περαιτέρω, στο με αρ. πρωτ. ………../18-12-1998 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του τότε Υπουργείου Πρόνοιας, αναφέρεται ότι η εν λόγω διεκδικούμενη έκταση ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από το Υπουργείο για το σκοπό που παραχωρήθηκε (ενν. στέγαση των ως άνω οικογενειών) ή για άλλον σκοπό. Επιπλέον, στο με αρ. πρωτοκ. ………/29-12-2020 έγγραφο της Γενικής Δ/νσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας  της Περιφέρειας Αττικής, που επίσης προσκομίζουν οι ενάγουσες – εκκαλούσες, αναγράφεται ότι ‘’…δεν προκύπτει ταύτιση του επίδικου ακινήτου (με ΚΑΕΚ ………….) με τα οικόπεδα που περιλαμβάνονται τα διαθέσιμα στην υπηρεσία μας αντίγραφα των διαγραμμάτων διανομής των εκτάσεων που απαλλοτριώθηκαν για την εφαρμογή στεγαστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Υγείας’’. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, έτεροι ιδιοκτήτες οικοπέδων, όμορων με το επίδικο, που φέρονται να εμπίπτουν στην ως άνω έκταση των 21.000 τ.μ. του προαναφερθέντος παραχωρητηρίου, δήλωσαν τα εμπράγματα δικαιώματά τους κατά τον χρόνο των δηλώσεων ιδιοκτησίας στο Κτηματολόγιο (δήλωση στην οποία παρέλειψαν να προβούν οι δικαιοπάροχοι των εναγουσών), με αποτέλεσμα να έχουν καταχωρηθεί ως κύριοι αυτών. Στην περιγραφή μάλιστα των ακινήτων τους αναφέρεται η μητέρα των εναγουσών ως ιδιοκτήτρια του συνορευόμενου με αυτά ακινήτου (επίδικου). Με βάση τα προεκτεθέντα, δεν προέκυψε ότι το επίδικο φέρει το χαρακτήρα δημόσιου κτήματος, ώστε να μην είναι δεκτικό χρησικτησίας από το έτος 1915 και μετά. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ακόμη δηλ. κι πρόκειται για δημόσιο κτήμα, βάσει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η δικαιοπάροχος των εναγουσών – μητέρα τους, νεμόταν το επίδικο ακίνητο, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως του Δήμου Κερατσινίου Αττικής, εμβαδού 192,75 τ.μ., δηλαδή εμβαδού μικρότερου των 2.000 τ.μ., με διάνοια κυρίας και νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία (δυνάμει του ως άνω υπ΄αρ. …………/1965 συμβολαίου αγοράς, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά τις 23-10-1945) και καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση χωρίς βαριά αμέλεια ότι είχε αποκτήσει από αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας κανενός, προβαίνοντας μάλιστα με δικές της δαπάνες, όπως προεκτέθηκε, στην ανέγερση κτίσματος εντός αυτού, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών, αλλά και των τριάντα ετών μέχρι την έναρξη ισχύος (στις 19-3-2003) του Ν. 3127/2003 και συνεπώς είχε αποκτήσει κυριότητα επί του επιδίκου, όχι μόνο με παράγωγο, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, δυνάμει του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, καθώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. α του ως άνω άρθρου αλλά και της περ. β αυτού, όπως αναφέρθηκαν και στη μείζονα σκέψη, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγουσών. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί έλλειψης καλής πίστης των εναγουσών και των δικαιοπαρόχων τους κατά την κτήση της νομής τους, το βάρος της απόδειξης του οποίου φέρει το ίδιο, ουδόλως αποδείχθηκε, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ότι αυτό είχε προβεί σε οποιαδήποτε εμφανή ενέργεια διακατοχής επί του επίδικου ή έκδοση πρωτοκόλου διοικητικής αποβολής τους. Το εναγόμενο – εφεσίβλητο ισχυρίζεται επιπλέον, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του, ότι, εφόσον η δικαιοπάροχος των εναγουσών άσκησε την προαναφερθείσα από 4-6-1977 αγωγή της εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου περί αναγνώρισης της κυριότητάς της επί τμήματος του επίδικου ακινήτου, στη δίκη επί της οποίας το Δημόσιο πρόβαλε ένσταση ιδίας κυριότητας, δεν υφίσταται αδιατάρακτη νομή αυτής επί του εν λόγω ακινήτου για χρονικό διάστημα πέραν της 30ετίας μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου (3127/2003), οπότε δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του ίδιου νόμου. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, πέραν της αβασιμότητάς του, καθώς η άσκηση της αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής εκ μέρους της μητέρας των εναγουσών, δεν σημαίνει ότι είχε επέλθει διατάραξη της νομής αυτής, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι, από το έτος 1965 που περιήλθε η νομή του ακινήτου αυτού στη δικαιοπάροχο των εναγουσών με το ως άνω συμβόλαιο, μέχρι το έτος 1977 που ασκήθηκε η ανωτέρω αγωγή, είχε παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της 10ετίας και συνεπώς, πληρούται η προϋπόθεση που θέτει η περ. α του άρθρου 4 του Ν. 3127/2023, για την κτήση κυριότητας από τη δικαιοπάροχο των εναγουσών επ΄αυτού, κατά τα προεκτεθέντα. Το επίδικο δε, δεν εμπίπτει στα εκτός συναλλαγής πράγματα, όπως επίσης αβάσιμα υποστηρίζει το εναγόμενο – εφεσίβλητο.

Περαιτέρω, η περιοχή του Κερατσινίου στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με τον Ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε ήδη και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου η 11-6-2007 (υπ΄αρ. 419/2/31-5-2007 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 934/Β/11-6-2007). Ωστόσο, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, το επίδικο ακίνητο, που έλαβε ΚΑΕΚ ……….., καταχωρήθηκε ως ανήκον στο εναγόμενο – εκκαλούν, κατόπιν ένστασης του τελευταίου. Η καταχώριση αυτή είναι ανακριβής, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν, και πρέπει, να αναγνωριστεί ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, ήταν ψιλή κυρία σε ποσοστό 100% και επικαρπωτής επίσης σε ποσοστό 100% του εν λόγω ακινήτου, οι ως άνω ήδη αποβιώσαντες δικαιοπάροχοι των εναγουσών, ήτοι η μητέρα τους ………. χήρα ……….., και ο αδερφός τους …….., αντίστοιχα, δυνάμει των ανωτέρω αλλά και παρακάτω αναφερόμενων τίτλων κτήσης.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν κι απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ήτοι ως προς την επικουρική βάση της, ως ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει λοιπόν, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, μέσα στα όρια που τίθενται από τους λόγους της έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, σύμφωνα τα προαναφερθέντα, κι ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την επικουρική της βάση και να αναγνωριστεί, κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στο Κερατσίνι Αττικής, α) η …. χήρα ………. – μητέρα των εναγουσών, η οποία απεβίωσε στις 26-11-2011 στον Πειραιά, ψιλή κυρία κατά ποσοστό 100% με τίτλο κτήσης το ως άνω υπ΄αρ. ……../29-6-1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά . ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά (τόμ. …. και με ά.α. …..) και β) ο ………… – αδερφός των εναγουσών, που απεβίωσε στις 14-5-2014 στον Πειραιά, επικαρπωτής κατά ποσοστό 100%,  με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ………./1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμ. ……..και με ά.α. ……..), του ακινήτου, που βρίσκεται στο Κερατσίνι Αττικής στη διασταύρωση των οδών …….. και ……….., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ………, όπως περαιτέρω περιγράφεται ανωτέρω. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής κτηματολογικής εγγραφής ως προς το ως άνω ακίνητο στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά (για τον Δήμο Κερατσινίου), ώστε να αναγραφούν οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγουσών ως ψιλή κυρία και επικαρπωτής αυτού, κατά τα προεκτεθέντα και όχι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο που λανθασμένα αναγράφεται ως κύριος του ακινήτου. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, θα συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), και θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στις καταθέσασες αυτό, εκκαλούσες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 63/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται την αγωγή.

Αναγνωρίζει, κατά τον χρόνο της έναρξης του κτηματολογίου στο Κερατσίνι Αττικής, α) τη …. χήρα ……….., ψιλή κυρία κατά ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ……./29-6-1965 αγοραπωλητήριο συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά (τόμ. … με ά.α. ….) και β) τον ……….., επικαρπωτή, κατά ποσοστό 100%,  με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ……../1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμ. …… με ά.α. …….), του αναφερόμενου στο σκεπτικό ακινήτου με ΚΑΕΚ ……….

Διατάσσει τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Πειραιά (για τον Δήμο Κερατσινίου) ως προς το ανωτέρω ακίνητο με ΚΑΕΚ …….., ώστε να αναγραφούν οι ανωτέρω δικαιοπάροχοι των εναγουσών, ήτοι α) η …….. χήρα ………, ψιλή κυρία αυτού κατά ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ………/29-6-1965 αγοραπωλητήριο συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά (τόμ. … με ά.α. ….) και β) ο ……….., επικαρπωτής αυτού, κατά ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ………/1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμ. …….. με ά.α. …).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. ………./2020, ποσού 100 ευρώ) στις καταθέσασες αυτό εκκαλούσες.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 4 Μαρτίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    H  ΓPAMMATEAΣ