ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Aπόφασης 134/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τζήμα [ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ΡΕΔΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ψυχάρη [ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΣ, ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ, ΤΑΤΑΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «……….», άσκησε την από 5.11.2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./6.11.2020) αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που απευθύνονταν κατά της ήδη εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «……………».
Η ανωτέρω αγωγή συζητήθηκε στις 16-11-2021, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), αντιμωλία των διαδίκων και επ’ αυτής εξεδόθη η με αριθμό 2267/2022 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την κρινόμενη, από 29-9-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …../30-09-2022, έφεσή της, η οποία με τη με αριθμό ΓΑΚ …./2023 και ΕΑΚ …./3.11.2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξης προσδιορισμού δικασίμου του παρόντος Δικαστηρίου, ορίσθηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 29-9-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ΓΑΚ …./2022 και ΕΑΚ …/30-09-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμό δικασίμου ΓΑΚ …./2023 και ΕΑΚ …./3.11.2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 2267/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 5.11.2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../6.11.2020) αγωγής της ήδη εφεσιβλήτου εταιρείας με την επωνυμία «…………», έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι, το πρωτότυπο της άνω εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 30-09-2022, όπως προκύπτει από την, παρά πόδας του εφετηρίου δικογράφου, έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η εκκαλουμένη απόφαση εξεδόθη την 11.7.2022. Φέρεται δε αρμόδια προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), ενώ, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του Γραμματέα του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα το, προβλεπόμενο από το άρθρο 495 Κ.Πολ.Δ. (όπως ισχύει από 23-1-2017, μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016), παράβολο για την άσκηση αυτής. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
ΙΙ. Με την από 5.11.2020 αγωγή της, την οποία ήγειρε ενώπιον του Ναυτικού Τμήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «………….» (ήδη εφεσίβλητη), ισχυρίσθηκε, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, ότι διατηρεί στην Αθήνα επιχείρηση με αντικείμενο, την εκτέλεση κάθε μορφής τουριστικής εργασίας, την οργάνωση ταξιδίων και την πώληση εισιτηρίων. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 11-10-2017 έως 20-02-2018, κατήρτισε συμβάσεις με την, εδρεύουσα τυπικά στην αλλοδαπή και στην πραγματικότητα στον Αθήνα, εναγόμενη εταιρία «……….», πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ δεξαμενόπλοιου «SP», της τελευταίας ενεργούσας άλλοτε μέσω της μη διάδικου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……….» και άλλοτε μέσω της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «………… κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με τις οποίες η τελευταία (εναγομένη) της ανέθεσε και αυτή ανέλαβε αφενός μεν την έκδοση, για λογαριασμό της (εναγομένης), αεροπορικών εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων, αφ’ ετέρου δε τη διενέργεια ξενοδοχειακών κρατήσεων σε ξενοδοχεία της Ελλάδος και του εξωτερικού για λογαριασμό ομοίως της εναγομένης. Ότι πράγματι αυτή (ενάγουσα), σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων, εξέδωσε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, για λογαριασμό της εναγομένης, τα αεροπορικά εισιτήρια μεταφοράς προσώπων που ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή της, ανά διαδρομή, ημερομηνία, όνομα επιβάτη και αξία, για τα οποία (εισιτήρια) εκδόθηκαν από αυτήν οι αναφερόμενες αποδείξεις πώλησης εισιτηρίων, που συμφωνήθηκε να πληρωθούν από την εναγομένη «επί πιστώσει» και συγκεκριμένα εντός τριάντα [30] ημερών από την έκδοση εκάστης απόδειξης. Ότι, επίσης, αυτή (ενάγουσα), σε εκτέλεση αντίστοιχων συμβάσεων, κατά τους μήνες Δεκέμβριο 2017 και Ιανουάριο 2018, διενήργησε τις ξενοδοχειακές κρατήσεις, τις οποίες αναφέρει αναλυτικά στην αγωγή της, ανά ξενοδοχείο, αριθμό και ημερομηνίες διανυκτερεύσεων καθώς και ανά κόστος, για τις οποίες (ξενοδοχειακές κρατήσεις) εκδόθηκαν από αυτήν τα αναφερόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που συμφωνήθηκε να πληρωθούν από την εναγομένη «επί πιστώσει» και συγκεκριμένα εντός 30 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου. Ότι, η συνολική αξία των εκδοθέντων εισιτηρίων, καθώς και το κόστος των ως άνω ξενοδοχειακών κρατήσεων ανέρχεται, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή, στο συνολικό ποσό των 27.264,16, το οποίο η εναγομένη, παρά τις γενόμενες απ’ αυτήν (ενάγουσα) οχλήσεις, δεν της έχει καταβάλει. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι έχει επιβαρυνθεί εξ ιδίων με τη δαπάνη του αντιτίμου της αξίας των ανωτέρω αεροπορικών εισιτηρίων καθώς και της κρατήσεων των ανωτέρω ξενοδοχείων, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να της καταβάλει, για την προαναφερθείσα αιτία, το συνολικό ποσό των 27.264,16 ευρώ, στο οποίο συμποσούμενα τα επιμέρους ποσά που αναγράφονται στα ανωτέρω τιμολόγια, ανέρχεται η συνολική απαίτηση της ενάγουσας, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής ως εκ της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρείας, η οποία κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ευρίσκεται στην Ελλάδα και δη στη ………… Αττικής (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), ακολούθως έκρινε αυτή (ένδικη αγωγή) νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 513 επ., 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, κατά το ελληνικό δίκαιο το οποίο κρίθηκε ως εφαρμοστέο, αφού δε απέρριψε ως μη νόμιμη την περί παραγραφής ένσταση της εναγομένης, καθόσον έκρινε ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής η επικαλούμενη υπό της εναγομένης διάταξη του άρθρου 289 παρ. 3 ΚΙΝΔ, καθώς επίσης αφού απέρριψε ως αόριστο τον επικουρικώς προβληθέντα ισχυρισμό της εναγομένης περί συμψηφισμού των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας με ανταπαίτησή της, ανερχομένης συνολικά στο ποσό των ευρώ 40.829, την οποία (ανταπαίτηση) αυτή (εναγομένη) ισχυρίσθηκε ότι διατηρεί σε βάρος της ενάγουσας, διότι η τελευταία (ενάγουσα) παρέβη τις εντολές που της εδόθησαν, μέσω των εταιρειών που διαχειρίζονταν το πλοίο, να αναζητήσει δηλαδή τις πλέον συμφέρουσες οικονομικά αεροπορικές μεταφορές των μελών των πληρωμάτων του πλοίου και των αξιωματούχων της, αλλά προμήθευε αυτή με αεροπορικά εισιτήρια σε τιμές υψηλότερες του «μέσου όρου» της τιμής που διέθεταν αυτά οι αεροπορικές εταιρείες και έτερα πρακτορεία, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της αμελούς – τουλάχιστον- συμπεριφοράς της, αυτή να υποστεί ζημία ίση με τη διαφορά της τιμής στην οποία η ενάγουσα όφειλε και μπορούσε να της προμηθεύσει τα αεροπορικά εισιτήρια και της τιμής στην οποία εν τέλει την προμήθευσε, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων διακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαέξι λεπτών (27.264,16), νομιμοτόκως από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου. Ακολούθως δε κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ. Την εκκαλουμένη απόφαση, με την ένδικη έφεσή της πλήττει η εναγομένη, ως έχουσα έννομο συμφέρον εκ του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως [α] για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (σελ. 3 ένδικης έφεσης), [β] για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 289 παρ. 3 του Ν. 3816/1958 [ΚΙΝΔ] και συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσής της, διατείνεται ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως απορρίφθηκε ο, θεμελιούμενος ευθέως άλλως αναλογικώς στην ανωτέρω διάταξη περί παραγραφής των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας, ισχυρισμός της και [γ] για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 του Ν. 2251/1994 και 216 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα με τους δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, απορρίφθηκε ως αόριστος ο ανωτέρω ισχυρισμός της περί συμψηφισμού των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας, με ανταπαίτησή της προς αποζημίωση από την επικαλούμενη στις προτάσεις της αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της ενάγουσας σε βάρος της. Ζητεί δε με την ένδικη έφεσή της να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της και να καταδικασθεί η ενάγουσα στη δικαστική της δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική μ` αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνο αυτή του άρθρου 2 του Β. Δ. της από 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητος Εμποροδικείων», σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η επιχείρηση πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το Π.Δ. 229/1995 και τα τροποποιητικά αυτού Π.Δ. 427/1995 και 163/2003, μόνον όμως ως προς την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και όχι ως προς τη σύμβαση καθ` εαυτή της ναυτικής πρακτορείας. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις η επιχείρηση πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΟλΑΠ 15/2013, ΑΠ 2219/2014, ΕφΘεσ 57/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Λουκόπουλο, ΕμπΔικ. Β΄ έκδ. σελ. 59, Αθ. Λιακόπουλο, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 1990, σελ. 561 επ. και ιδίως 569). Πράκτορες με την ανωτέρω έννοια είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πράκτορας – ανεξάρτητος επιχειρηματίας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος κρατάει θέσεις για αεροπορικό ταξίδι και εκδίδει το εισιτήριο για τον πελάτη του με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Η νομική φύση της εσωτερικής σχέσης της ως άνω ειδικότερης σύμβασης πρακτορείας, δηλαδή της σχέσης που συνδέει τον πράκτορα και τον πελάτη του, είναι, προεχόντως, αυτή της εντολής, οι δε διατάξεις του ΑΚ (713 επ.) που ρυθμίζουν την εντολή, διέπουν τις σχέσεις των προσώπων αυτών (ΕφΠατρ 257/2009 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δικαιούται, επομένως, ο πράκτορας να αξιώσει από τον κύριο των υποθέσεων, αφενός μεν οτιδήποτε δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής κατά το άρθρο 722 ΑΚ, αφετέρου δε την αμοιβή του με βάση τη σύμβαση μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον ΑΚ (ΕφΘεσ. 290/2010, ΕφΠειρ 257/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ως προς το ναυτικό πράκτορα σε Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμ. 1ος, έκδ. 2005, σελ. 298-301). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 713 και 722 ΑΚ, συνάγεται ότι, ο εντολοδόχος δικαιούται να αξιώσει από τον εντολέα τις δαπάνες που πραγματοποίησε από τη δική του περιουσία για την κανονική εκτέλεση της εντολής και ότι για τη θεμελίωση της αγωγής του, με αντικείμενο την απόδοση τέτοιων δαπανών, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα στο δικόγραφο αυτής, τη σύμβαση της εντολής και τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την κανονική εκτέλεση αυτής, δηλαδή την εκτέλεσή της σύμφωνα με τις ρητές και επιτακτικές οδηγίες του εντολέα ή σύμφωνα με τη φύση της υπόθεσης και το συμφέρον του τελευταίου. Οι δαπάνες, εξάλλου, στις οποίες υποβλήθηκε ο εντολοδόχος προς κανονική εκτέλεση της εντολής αποδίδονται, κατ` άρθρο 301 παρ. 1 ΑΚ, έντοκα, και μάλιστα από του χρόνου καταβολής του ποσού τούτων, ανεξάρτητα από τυχόν υπερημερία του οφειλέτη εντολέα ή από τυχόν επίδοση της αγωγής (ΑΠ 1222/2010 ΔΕΕ 2011.62, ΕφΑθ 380/2013 ΕλλΔνη 2013.459, ΕφΘεσ 290/2010 ό.π.). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 534 και 545 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν η εκκαλούμενη απόφαση, εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, έκανε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή τους όχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί αν το διατακτικό της είναι ορθό (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και κατά πόσον περιέχει σφάλμα ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά, αντικαθισταμένων των αιτιολογιών, η αγωγή θα κριθεί μέσα στο πλαίσιο της νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει, όπως θα κρίνει το Εφετείο και δη μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, αφού πρόκειται για πλημμελή εφαρμογή του νόμου [ΕφΠατρ(Μον) 293/2019, ΕφΠατρ(Μον) 527/2017, ΕφΑνατΚρητ(Μον) 139/2017, ΕφΠειρ(Μον) 46/2016, Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΔυτΜακ 44/2011 Αρμ 2012/1274, ΕφΔωδ 122/2007, ΕφΔωδ 210/1998, Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Μαργαρίτης σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 534, §§ 3 και 4, σελ. 960-961].
Στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά, η ένδικη αγωγή, τυγχάνει νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 713, 722, 211, 341, 345, 346 ΑΚ. Επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην κρίση του για τη νομική βασιμότητα της αγωγής δεν παρέθεσε τις εν προκειμένω εφαρμοστέες ανωτέρω διατάξεις, το Δικαστήριο τούτο, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, εφόσον πρόκειται για πλημμελή εφαρμογή του νόμου, θα χωρήσει σε απλή αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας με την ορθή, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, αφού στο στάδιο αυτό δεν προκύπτει αν το διατακτικό της είναι ορθό (534 του ΚΠολΔ) και επομένως σφάλμα της σε σχέση με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, η οποία πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν στα πλαίσια και των ανωτέρω διατάξεων.
VI. Από την εκτίμηση της με αριθμό …………/12-02-2021 ένορκης βεβαίωσης του ………., η οποία ελήφθη με πρωτοβουλία της ενάγουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης (σχετικά υπ’ αριθ. ………/08-02- 2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), των εγγράφων που οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν μεταξύ των οποίων η με αριθμό ………./11-12-2018 ένορκη βεβαίωση του …………, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς . ……, στα πλαίσια άλλης δίκης και την υπ’ αριθ. ………../11-12-2018 ένορκη βεβαίωση της …………, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, στα πλαίσια έτερης δίκης και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ) και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «……………» (ήδη εφεσίβλητη), διατηρεί στην Αθήνα επιχείρηση με αντικείμενο, την εκτέλεση κάθε μορφής τουριστικής εργασίας, την οργάνωση ταξιδίων και την πώληση εισιτηρίων. Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εντολής, που καταρτίσθηκαν στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 11.10.2017 έως 20.2.2018, μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «……..», πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ δεξαμενόπλοιου «SP», μέσω των εταιρειών που δεν τυγχάνουν διάδικοι στην παρούσα δίκη και δη μέσω της εταιρείας με την επωνυμία «…….», διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας έως την 18.1.2018 και την εταιρεία με την επωνυμία «……….», διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας από την 19.1.2018 και εντεύθεν, η τελευταία ανέθεσε στην ενάγουσα αφενός την έκδοση, για λογαριασμό της (εναγομένης), αεροπορικών εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων και αφετέρου τη διενέργεια ξενοδοχειακών κρατήσεων σε ξενοδοχεία του εξωτερικού και της Ελλάδας, ομοίως για λογαριασμό της (εναγομένης). Πράγματι, η ενάγουσα, σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων εντολής, ανέλαβε την έκδοση, για λογαριασμό της εναγομένης, των αεροπορικών εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων που αναφέρονται κατωτέρω ανά διαδρομή, ημερομηνία, όνομα επιβάτη και αξία, για τα οποία (εισιτήρια) εκδόθηκαν απ’ αυτήν οι κατωτέρω αναφερόμενες αποδείξεις πώλησης εισιτηρίων που συμφωνήθηκε να πληρωθούν από την εναγομένη «επί πιστώσει», όπως αναγράφεται επ’ αυτών. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέδωσε: 1) την υπ’ αριθ. A 161358/13-10-2017 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό …, …, … και …., με επιβάτες τους …….., ….. ., …….., ……., με διαδρομή από Cape Town προς Doha και ακολούθως από Doha προς Manilla, με ημερομηνία 12-10-2017 και 13-10-2017 αντίστοιχα, συνολικής αξίας 2.449 ευρώ (486,83 ευρώ ονομαστική αξία εκάστου πλέον φόρου εκ ποσού 123,17 ευρώ), 2) την υπ’ αριθ. Β ………/31-10-2017 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …….., με επιβάτη τον …………, με διαδρομή από Cape Town προς Adis Abeba και από Adis Abeba προς Manilla, με ημερομηνία 22-10-2017 και 23.10.2017 αντίστοιχα, συνολικής αξίας 625,00 ευρώ (438,91 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 186,09 ευρώ), 3) την υπ’ αριθ. Β …/31-10-2017 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …., με επιβάτη τον ……., με διαδρομή Manila – Hongkong, Hongkong – Johannesburg και Johannesburg – Cape Town, με ημερομηνία 20-10-2017, 20-10-2017 και 21-10-2017 αντίστοιχα, συνολικής αξίας 690,00 ευρώ (637,71 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 52,29 ευρώ), 4) την υπ’ αριθ. Β …/31-10-2017 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό … και …, με επιβάτες τους ……. και ……….., με διαδρομή Αθήνα – Doha, Doha – Johannesburg και Johannesburg – Walvis Bay, με ημερομηνία 1-11-2017, 2-11-2017 και 2-11-2017 αντίστοιχα, συνολικής αξίας 1.520 ευρώ (601,01 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 158,99 ευρώ), 5) την υπ’ αριθ. A …/10-11-2017 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό … και …, με επιβάτες τους ……… και ………., με διαδρομή Walvis Bay – Johannesburg, Johannesburg – Dubai και Dubai – Αθήνα, με ημερομηνία 7-11-2017, 7-11-2017 και 8-11-2017 αντίστοιχα, συνολικής αξίας 1.300,00 ευρώ (536,11 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 113,89 ευρώ), 6) την υπ’ αριθ. Β …../18-12-2017 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό …. και …., με επιβάτες τους …….. και ………, με διαδρομή από τη Μανίλα της Ταϊλάνδης στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και από το Ντουμπάι στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής την 15.12.2017, συνολικής αξίας ευρώ 1.620,00 (782,97 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 27,03 ευρώ), 7) την υπ’ αριθ. Β …../18-12-2017 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό ….. και ….., με επιβάτες τους ………. και ………. την 16-12-2017 από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής στο Ρίτσαρντς της Νοτίου Αφρικής συνολικής αξίας ευρώ 320,00 (101,53 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 58,47 ευρώ), 8) την υπ’ αριθ. Β …/18-12-2017 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό …., …. και ….., με επιβάτες τους …….., ……… και ……….. με διαδρομή την 17-12-2017 από το Ρίτσαρντς Μπέι της Νοτίου Αφρικής στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής, την 18-12-2017 από το Γιοχάνεσμπουργκ στη Ντόχα του Κατάρ και την 19-12-2017 από τη Ντόχα στο Χόνγκ Κόνγκ, συνολικής αξίας ευρώ 2.010,00 (537,99 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 132,01 ευρώ), 9) την υπ’ αριθ. Β …./18-12-2017 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό …, … και …., με επιβάτες τους ……………. με διαδρομή την 19-12-2017 από το Χόνγκ Κόνγκ στη Μανίλα των Φιλιππίνων, συνολικής αξίας ευρώ 900,00 (285,30 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 14,70 ευρώ), 10) την υπ’ αριθ. Β …/27-12-2017 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον …………., με διαδρομή την 16-12-2017 από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής στο Ρίτσαρντς Μπέι της ιδίας χώρας, συνολικής αξίας ευρώ 140,00 (84,75 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 55,25 ευρώ), 11) την υπ’ αριθ. Β ../27-12-2017 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό … με επιβάτη τον …….., με διαδρομή την 15-12-2017 Lome – Addis Abeba και Addis Abeba – Johannesburg, συνολικής αξίας ευρώ 830,00 (688,70 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 141,30 ευρώ), 12) την υπ’ αριθ. Β …../27-12-2017απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό ….. με επιβάτη τον ……….., με διαδρομή την 21-12-2017 από τη Ντουάλα του Καμερούν στο Ναϊρόμπι της Κένυας και από το Ναϊρόμπι στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής, συνολικής αξίας ευρώ 730,00 (556,53 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 173,47 ευρώ), 13) την υπ’ αριθ. Β …/27-12-2017 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον ………., με διαδρομή την 22-12-2017 από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής στο Βίντχουκ της Ναμίμπια, συνολικής αξίας ευρώ 160,00 (78,19 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 81,81 ευρώ), 14) την υπ’ αριθ. Β …/27-12-2017 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον ……., με διαδρομή την 27-12-2017 από το Γουόλβις Μπέι της Νοτίου Αφρικής στο Γιοχάνεσμπουργκ της ιδίας χώρας, συνολικής αξίας ευρώ 250,00 (146,78 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 103,22 ευρώ), 15) την υπ’ αριθ. Β …/27-12-2017 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον ……….., με διαδρομή την 26-12-2017 από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας και την 27-12-2017 από την Αντίς Αμπέμπα στη Ντουάλα του Καμερούν, συνολικής αξίας ευρώ 450,00 (334,92 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 115,08 ευρώ), 16) την υπ’ αριθ. Β ………./30-01-2018 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό ………, με επιβάτες τους ………., με διαδρομή την 28-01-2018 από τη Μανίλα των Φιλιππίνων στη Ντόχα του Κατάρ και την 29-01-2018 από την Ντόχα στο Κέιπ Τάουν της Νοτίου Αφρικής, συνολικής αξίας ευρώ 1.830,00 (601,81 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 8,19 ευρώ), 17) την υπ’ αριθ. Β ………/31-01-2018 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό ………., με επιβάτες τους ……….., με διαδρομή την 31-01-2018 από το Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής στη Ντόχα του Κατάρ και την 01-02-2018 από τη Ντόχα στη Μανίλα των Φιλιππίνων, συνολικής αξίας ευρώ 1.815,00 (476,36 ευρώ ονομαστική αξία έκαστο πλέον φόρου εκ ποσού 128,64 ευρώ), 18) την υπ’ αριθ. Β …./31-01-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον ……….., με διαδρομή την 30-01-2018 από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη και την 31-01-2018 από την Κωνσταντινούπολη στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, συνολικής αξίας ευρώ 605,00 (419,01 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 185,99 ευρώ), 19) την υπ’ αριθ. A …./08-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …….. με επιβάτη τον ………, με διαδρομή την 02-02-2018 από το Κέιπ Τάουν της Νοτίου Αφρικής στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και την 03-02-2018 από το Ντουμπάι στην Αθήνα, συνολικής αξίας ευρώ 470,00 (430,27 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 39,73 ευρώ), 20) την υπ’ αριθ. A …./13-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …… με επιβάτη την …………, με διαδρομή την 08-02-2018 από την Αθήνα στη Ντόχα του Κατάρ, την 09-02-2018 από τη Ντόχα στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής και την ίδια ημέρα από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής στο Γιάλβις Μπέι, συνολικής αξίας ευρώ 690,00 (523,71 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 166,29 ευρώ), 21) την υπ’ αριθ. A …../13-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό ….. με επιβάτη τον …………, με διαδρομή την 08-02-2018 από την Αθήνα στη Ντόχα του Κατάρ, την 09-02-2018 από τη Ντόχα στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής και την ίδια ημέρα από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής στο Γιάλβις Μπέι, συνολικής αξίας ευρώ 690,00 (523,71 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 166,29 ευρώ), 22) την υπ’ αριθ. A …./15-02-2018 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό …. και ….. με επιβάτες τους ……… και ………, με διαδρομή την 12-02-2018 από το Γιάλβις Μπέι της Νοτίου Αφρικής στο Γιοχάνεσμπουργκ της ίδιας χώρας, συνολικής αξίας ευρώ 500,00 (149,33 ευρώ ονομαστική αξία εκάστου πλέον φόρου εκ ποσού 100,67 ευρώ), 23) την υπ’ αριθ. A …../15-02- 2018 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό ………. και …. με επιβάτες τους ……. και ………, με διαδρομή την 14-02-2018 από το Γιοχάνεσμπουργκ στην Κωνσταντινούπολη και την 15-02-2018 από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, συνολικής αξίας ευρώ 1.090,00 (371,99 ευρώ ονομαστική αξία εκάστου πλέον φόρου εκ ποσού 173,01 ευρώ), 24) την υπ’ αριθ. A …./15-02-2018 απόδειξη πώλησης για τα αεροπορικά εισιτήρια με αριθμό … και … με επιβάτες τους ……… και ……….., με διαδρομή την 14-02-2018 από το Γουόλβις Μπέι της Νοτίου Αφρικής στο Γιοχάνεσμπουργκ, συνολικής αξίας ευρώ 60,00 (16,00 ευρώ ονομαστική αξία εκάστου πλέον φόρου εκ ποσού 14,00 ευρώ), 25) την υπ’ αριθ. Β …/22-01-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον ……….., με διαδρομή την 08-01-2018 από την Αθήνα στο Ντουμπάι και την 12-01-2018 από το Ντουμπάι στην Αθήνα, συνολικής αξίας ευρώ 840,00 (510,74 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 329,26 ευρώ), 26) την υπ’ αριθ. Β …./31-01-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον …….., με διαδρομή την 05-02-2018 από την Αθήνα στο Ντουμπάι και την 08-02-2018 από το Ντουμπάι στην Αθήνα, συνολικής αξίας ευρώ 480,00 (151,52 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 328,48 ευρώ), 27) την υπ’ αριθ. A …/08-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη την …….., με διαδρομή την 06-02-2018 από την Αθήνα στο Ντουμπάι και την 08-02-2018 από το Ντουμπάι στην Αθήνα, συνολικής αξίας ευρώ 810,00 (481,64 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 328,36 ευρώ), 28) την υπ’ αριθ. Β …/20-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον ………, με διαδρομή την 06-02-2018 από την Αθήνα στο Ντουμπάι και την 09-02-2018 από το Ντουμπάι στην Αθήνα, συνολικής αξίας ευρώ 435,00 (360,00 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 75,00 ευρώ), 29) την υπ’ αριθ. Β …/20-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό …. με επιβάτη τον …. …, με διαδρομή την 16-02-2018 από την Πίζα της Ιταλίας στη Ρώμη και από Ρώμη προς Αθήνα, συνολικής αξίας ευρώ 335,00 (250,40 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 84,60 ευρώ), 30) την υπ’ αριθ. Β …./20-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό ….. με επιβάτη τη Χριστίνα Βάγια, με διαδρομή την 05-02-2018 από την Αθήνα στο Ντουμπάι και επιστροφή την 08.02.2018, συνολικής αξίας ευρώ 301,52 (151,52 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 150,00 ευρώ) και 31) την υπ’ αριθ. Β …./27-02-2018 απόδειξη πώλησης για το αεροπορικό εισιτήριο με αριθμό ….. με επιβάτη τον ………, με διαδρομή την 25-02-2018 από την Αθήνα στο Ντουμπάι και επιστροφή την 27.2.2018, συνολικής αξίας ευρώ 812,64 (468,00 ευρώ ονομαστική αξία πλέον φόρου εκ ποσού 344,64 ευρώ). Επιπλέον, η ενάγουσα, σε εκτέλεση αντίστοιχων συμβάσεων εντολής, διενήργησε τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 και τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2018, για λογαριασμό της εναγομένης, τις ξενοδοχειακές κρατήσεις, που αναφέρονται κατωτέρω ανά ξενοδοχείο, αριθμό δωματίων, αριθμό και ημερομηνίες διανυκτερεύσεων, καθώς και ανά κόστος, για τις οποίες (ξενοδοχειακές κρατήσεις) εκδόθηκαν από αυτήν τα κατωτέρω αναφερόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία συμφωνήθηκε να πληρωθούν από την εναγομένη «επί πιστώσει», όπως αναγράφεται επ’ αυτών. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέδωσε: 1) το υπ’ αριθ. …./27-12-2017 τιμολόγιο για την κράτηση ενός δωματίου στο ξενοδοχείο …….. στο Γιοχάνεσμπουρκ, για το μέλος του πληρώματος ………. για μία διανυκτέρευση την 21.12.2017, συνολικής αξίας 140 ευρώ και 2) το υπ’ αριθ. …../31-1-2018 τιμολόγιο για την κράτηση δύο δωματίων στο ξενοδοχείο …….. στην Αθήνα, για τη διαμονή των …………. και ……….. για δύο διανυκτερεύσεις από 25.1.2018 έως 27.1.2018, συνολικής αξίας 1.375,00 ευρώ. Επίσης, αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω ποσά (που αναγράφονται στις προαναφερόμενες αποδείξεις και τιμολόγια) συμφωνήθηκε να πληρωθούν από την εναγομένη μετά από 30 ημέρες από την έκδοση εκάστης απόδειξης ή εκάστου τιμολογίου, αντιστοίχως. Συνεπώς, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας για την υπ’ αυτής έκδοση των ανωτέρω αεροπορικών εισιτηρίων και των γενομένων υπ’ αυτής ξενοδοχειακών κρατήσεων στα πλαίσια των ανωτέρω συμβάσεων εντολής, σύμφωνα με τις ρητές οδηγίες της εναγομένης – εντολέως, ανέρχεται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, στο συνολικό ποσό των 27.264,16 ευρώ, το οποίο η εναγομένη δεν της έχει εισέτι καταβάλει. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη αν και με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρνήθηκε την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι, ουδέν ποσό οφείλει στην ενάγουσα για την έκδοση των επιδίκων εισιτηρίων, τα δε ποσά που χρεώνει η ενάγουσα για κάθε εισιτήριο τα προβάλει αβασίμως και αυθαιρέτως (σχετικά σελίδα 38 προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), δεν αμφισβήτησε πρωτοδίκως και δεν αμφισβητεί και στα πλαίσια της παρούσας δίκης, με συγκεκριμένο και ειδικό λόγο εφέσεως, ότι πράγματι τα επίδικα αεροπορικά εισιτήρια εξεδόθησαν από την ενάγουσα και μάλιστα με δικές της δαπάνες κατόπιν αιτήσεως των ανωτέρω εταιρειών («……….» και «…………»), για λογαριασμό της ιδίας (εναγομένης), όπως επίσης ότι προέβη στις ανωτέρω κρατήσεις ξενοδοχείων για λογαριασμό της (εναγομένης) ομοίως με δικές της (εναγούσης) δαπάνες. Μάλιστα, η εναγομένη, προσκομίζει η ίδια μετ’ επικλήσεως αντίγραφα των είκοσι τεσσάρων πρώτων εκ των ενδίκων τιμολογίων, τα δέκα εννέα πρώτα εκ των οποίων φέρουν αποδεικτικό παραλαβής αυτών από την ανωτέρω διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία «…….». Στα επίδικα τιμολόγια υπό του τίτλου «Εισιτήρια Εξωτερικού» αναγράφεται ότι «τυχόν έξοδα μεσολάβησης έκδοσης εισιτηρίων εμπεριέχονται», όπως επίσης ότι τυχόν διαφωνία της εναγομένης σχετικά με τις χρεώσεις έπρεπε να γνωστοποιηθεί στην ενάγουσα εγγράφως, εντός δέκα πέντε ημερών. Η εναγομένη, περαιτέρω, δεν επικαλείται ότι εξόφλησε τα επίδικα τιμολόγια, όπως επίσης δεν επικαλείται, αλλά ούτε αποδεικνύει, ότι εντός δέκα πέντε ημερών από την παραλαβή αυτών από τη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία, διαμαρτυρήθηκε για τα ποσά που αναγράφονταν στα εν λόγω τιμολόγια και εν τέλει χρεώθηκαν σε βάρος της, για τη διαμεσολαβητική δραστηριότητα της ενάγουσας εταιρείας στην σε αυτή (εναγομένη) προμήθεια αεροπορικών εισιτηρίων και κράτησης των ανωτέρω ξενοδοχείων. Όμοια, επομένως, κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα διατηρεί απαίτηση σε βάρος της εναγομένης εκ ποσού ευρώ 27.264,16, το οποίο η εναγομένη δεν της έχει ακόμη καταβάλει, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε περί του αντιθέτου, περιεχόμενος στην ένδικη έφεση και δη στη σελίδα 3 αυτής, προ των αριθμημένων λόγων εφέσεως, ισχυρισμός της εναγομένης, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του.
VII. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι, η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας έχει υποπέσει σε ενιαύσια παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 289 παρ.3 ΚΙΝΔ, οι οποίες τυγχάνουν ευθέως, άλλως αναλογικώς εφαρμοζόμενες εν προκειμένω, εφόσον οι επίδικες αξιώσεις φέρεται να προκύπτουν από πώληση αεροπορικών εισιτηρίων προς εξυπηρέτηση μελών του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου της και αξιωματούχων της εναγομένης. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε ότι, οι ένδικες αξιώσεις αφορούν δαπάνες σχετιζόμενες με τον εφοδιασμό του πλοίου της και τη χορήγηση υλικών και δη εισιτηρίων για τις ανάγκες του, με αποτέλεσμα οι αφορώσες το έτος 2017 να έχουν παραγραφεί την 31.12.2018 και οι αφορώσες το έτος 2018 να έχουν παραγραφεί την 31.12.2019, ήτοι προ της εγέρσεως της ένδικης αγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός, απορρίφθηκε ως μη νόμιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, διότι κρίθηκε ότι η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας προέρχεται από πώληση εισιτηρίων και επομένως υπόκειται στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 250 παρ.1 ΑΚ, μη εφαρμοζόμενης εν προκειμένω της διατάξεως του άρθρου 289 παρ.3 του ΚΙΝΔ. Ήδη η εναγομένη με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της πλήττει κατά τούτο την εκκαλουμένη απόφαση, ισχυριζόμενη ότι, έσφαλε καθό μέρος απέρριψε ως μη νόμιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό της, ενόψει του ότι, κατ’ ορθή, άλλως ανάλογη ερμηνεία της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 289 του ΚΙΝΔ, η οποία ως ειδικότερη εφαρμόζεται έναντι των γενικών διατάξεων περί παραγραφής του ΑΚ, όλες οι επίδικες αξιώσεις οι οποίες φέρεται να προκύπτουν από πώληση αεροπορικών εισιτηρίων προς εξυπηρέτηση μελών του πληρώματος και αξιωματούχων της, προκειμένου να μεταβούν στο πλοίο της κατά το διάστημα από 11.10.2017 έως την 20.2.2018, αφορούν δαπάνες σχετιζόμενες με τον εφοδιασμό του πλοίου της και τη χορήγηση υλικών (εισιτηρίων) για τις ανάγκες του, επαναφέροντας τον περί παραγραφή ισχυρισμό της. Εν τούτοις, η περί ενιαύσιας παραγραφής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 289 παρ.3 του ΚΙΝΔ, ένσταση της εναγομένης είναι μη νόμιμη και ως τέτοια ορθώς απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης που περιέχονται στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης. Τούτο διότι, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας, δεν περιλαμβάνεται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 289 παρ.3 του ΚΙΝΔ περιπτώσεις. Πράγματι, κατά τις διατάξεις του του άρθρου 289 αρ.3 του ΚΙΝΔ προβλέπεται ότι «Εις ετησίαν παραγραφήν υπόκεινται αι αξιώσεις: … 3. Εκ της χορηγήσεως υλικών ή τροφίμων, εκ της εκτελέσεως εργασιών δια την ναυπήγησιν, επισκευήν, εξοπλισμόν ή εφοδιασμόν του πλοίου ως και εκ των κατά τα άρθρ. 45 και 46 ενεργειών του πλοιάρχου.». Εν τούτοις, η εκ μέρους της εναγούσης διαμεσολαβητική δραστηριότητα στην έκδοση των ενδίκων αεροπορικών εισιτηρίων, έστω κι αν αφορά και τη μεταφορά του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης, δεν αφορά περίπτωση χορήγησης υλικού ή τροφίμου στο πλοίο, ούτε σχετίζεται με εκτέλεση εργασίας για τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό και εφοδιασμό αυτού, όπως επίσης δεν αφορά απαίτηση του Πλοιάρχου του πλοίου κατά τις προβλέψεις του άρθρου 45 του ΚΙΝΔ, αλλά ούτε απαίτηση σε βάρος του Πλοιάρχου του πλοίου κατά τις προβλέψεις του άρθρου 46 του ΚΙΝΔ [όμοια ΕΠ 990/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Κατά συνέπεια, η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας υπόκειται στην προβλεπομένη από τις διατάξεις του άρθρου 250 αρ.5 ΑΚ πενταετή παραγραφή, εφόσον κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού (250 ΑΚ) προβλέπεται ότι «Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις: 1. των εμπόρων, των βιομηχάνων και των χειροτεχνών, για εμπορεύματα που χορήγησαν, για την εκτέλεση εργασιών και για την επιμέλεια υποθέσεων άλλων, καθώς και για τις δαπάνες που έκαναν … 5. εκείνων που, χωρίς να ανήκουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στον αριθμό 1, ασκούν κατ` επάγγελμα την επιμέλεια ξένων υποθέσεων ή την παροχή υπηρεσιών, για τις αμοιβές και για τις δαπάνες τους …» [όμοια ΕΠ 990/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], η οποία δεν είχε συμπληρωθεί κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής (6.11.2020). Περίπτωση αναλογικής εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 289 αρ.3 του ΚΙΝΔ εν προκειμένω δεν τίθεται, εφόσον η ένδικη περίπτωση δεν εμπίπτει στο πραγματικό της εν λόγω διατάξεως, η οποία είναι ειδικότερη, ως προελέχθη έναντι των γενικών διατάξεων περί παραγραφής του ΑΚ, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται η ανωτέρω γενική διάταξη του άρθρου 250 ΑΚ. Η εκκαλουμένη, επομένως, απόφαση, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμη την περί παραγραφής ένσταση που προέβαλε η εναγομένη την οποία επεχείρησε να θεμελιώσει στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 289 αρ.3 του ΚΙΝΔ ευθέως, άλλως αναλογικώς εφαρμοζόμενη, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία (εφόσον έκρινε εν προκειμένω εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 250 αριθ.1 ΑΚ και όχι αυτή του άρθρου 250 αριθ. 5 ΑΚ που ετύγχανε κατά τα ανωτέρω εφαρμοστέα) και η οποία αντικαθίσταται κατά τούτο με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), διότι πράγματι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής ευθέως ή αναλογικά η επικαλούμενη υπό της εναγομένης διάταξη του άρθρου 289 αρ.3 ΚΙΝΔ, αλλά αυτή του άρθρου 250 αρ.5 ΑΚ, περί πενταετούς παραγραφής.
VIIΙ. Περαιτέρω, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της, ισχυρίσθηκε ότι, ήδη από το έτος 2015 είχε δώσει εντολή στην ενάγουσα να την προμηθεύει με τα πλέον οικονομικά αεροπορικά εισιτήρια, δηλαδή τα «φθηνότερα». Εν τούτοις, ως ισχυρίζεται, διεπίστωσε ότι, αυτή (ενάγουσα), κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2015 έως 14.2.2018, λόγω έλλειψης της επιμέλειας που όφειλε να καταβάλει, αν και απασχολούμενη στη διαμεσολάβηση αγοράς αεροπορικών εισιτηρίων για μεγάλο διάστημα, ήταν εξειδικευμένη στον εν λόγω τομέα και με μεγάλη εμπειρία, δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις της προς εκπλήρωση της εντολής και εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς της την προμήθευε με αεροπορικά εισιτήρια σε τιμές υψηλότερες του «μέσου όρου» της τιμής που διέθεταν αυτά οι αεροπορικές εταιρείες, καθώς επίσης και έτερα πρακτορεία. Ισχυρίσθηκε δε περαιτέρω ότι συνεπεία της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς της ενάγουσας, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2015 έως 14.2.2018, υπέστη ζημία, ανερχομένη συνολικά στο ποσό των ευρώ 40.829, συνισταμένη στη διαφορά μεταξύ της αναφερομένης στις προτάσεις της τιμής των εισιτηρίων που ορίζονται στις προτάσεις της, τα οποία της προμήθευσε η ενάγουσα και της «μέσης τιμής» που τα ίδια εισιτήρια διετίθεντο στην αγορά. Την ανταπαίτησή της αυτή, επικουρικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης του περί παραγραφής ισχυρισμού της προέβαλε σε συμψηφισμό έναντι της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης απορρίφθηκε ως αόριστος εκ του λόγου ότι, η εναγομένη δεν εξέθετε σαφώς τα παραγωγικά της ανταπαίτησής της γεγονότα. Συγκεκριμένα, κατά την εκκαλουμένη απόφαση, η επικαλούμενη υπό της εναγομένης ζημία της, ερείδεται επί της διαφοράς της τιμής αγοράς εκάστου των αναφερομένων στις έγγραφες προτάσεις της εναγομένης εισιτηρίου με την επικαλούμενη από την ίδια ως «μέση τιμή αυτού», χωρίς εν τούτοις η εναγομένη να αναφέρει τα κρίσιμα προσδιοριστικά στοιχεία της «μέσης τιμής», ώστε να δύναται η ενάγουσα να αμυνθεί, επίσης δεν ανέφερε τον χρόνο κράτησης εκάστου εισιτηρίου, το εάν η «μέση τιμή» εκάστου εισιτηρίου αφορά την ελληνική αγορά ή τη διεθνή αγορά, το εάν ως αγορά νοούνται οι πράκτορες (οι οποίοι προσθέτουν στην τιμή του εισιτηρίου την αμοιβή τους) ή απευθείας οι αεροπορικές εταιρείες, το χρόνο που δόθηκε η εντολή για την αγορά εκάστου εισιτηρίου (καθώς όσο ευρύτερο χρονικό περιθώριο υφίσταται τόσο φθηνότερο εισιτήριο μπορεί κάποιος να ανεύρει) και ιδίως το εάν η «μέση τιμή» αφορά απευθείας πτήσεις ή πτήσεις με ανταπόκριση. Την εκκαλουμένη απόφαση, πλήττει κατά τούτο η εναγομένη, δια του δευτέρου και τρίτου λόγου της ένδικης έφεσής της. Συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως απορρίφθηκε η ανωτέρω ένστασή της, αν και η ανταπαίτησή της, την οποία πρότεινε σε συμψηφισμό, θεμελιωνόταν στις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή (Ν. 2251/1994). Ότι στις έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ανέφερε ρητά και με σαφήνεια τη ζημία της από την εκ μέρους της ενάγουσας προμήθεια αυτής (εναγομένης) εισιτηρίων σε τιμές υψηλότερες των «μέσων τιμών» πώλησής τους και μάλιστα, για ένα έκαστο εισιτήριο, καθώς επίσης προσδιόρισε ρητά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του «ελαττώματος» της παρασχεθείσας από την ενάγουσα υπηρεσίας και δη της υψηλότερης τιμής αγοραπωλησίας εκάστου εισιτηρίου αλλά και της ζημίας που υπέστη και δη της καταβληθείσας διαφοράς, με αποτέλεσμα λόγω της ιδιότητός της ως καταναλωτή, να εκθέτει ορισμένως τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, ενώ ήταν υποχρέωση της ενάγουσας να αποδείξει ότι δεν υπήρχε πλημμέλειά της ως προς το τίμημα πώλησης εκάστου των εισιτηρίων στις αγοραπωλησίες που έλαβαν χώρα. Ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία πλημμελώς ερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2251/1994, εφόσον αξίωσε από αυτή (εναγομένη) την παράθεση στο δικόγραφο των προτάσεών της προαναφερομένων κρίσιμων προσδιοριστικών στοιχείων της «μέσης τιμής» των εισιτηρίων [και δη το χρόνο κράτησης του εισιτηρίου, το εάν η «μέση τιμή» του εισιτηρίου αφορά την ελληνική αγορά ή τη διεθνή αγορά, το εάν ως αγορά νοούνται οι πράκτορες (οι οποίοι προσθέτουν στην τιμή του εισιτηρίου την αμοιβή τους) ή απευθείας οι αεροπορικές εταιρίες, το χρόνο κατά τον οποίο εδόθη η εντολή για την αγορά εκάστου εισιτηρίου (καθώς όσο ευρύτερο χρονικό περιθώριο υφίσταται τόσο φθηνότερο εισιτήριο μπορεί κάποιος να ανεύρει) και ιδίως το εάν η «μέση τιμή» αφορά απευθείας πτήσεις ή πτήσεις με ανταπόκριση/ανταποκρίσεις], στοιχεία που δεν αποτελούσαν αναγκαίο περιεχόμενο του ισχυρισμού της. Κατά την εκκαλούσα, τα ανωτέρω, κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, όφειλε να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με την προσθήκη της η ενάγουσα προς αντίκρουση των προτάσεών της, έσφαλε δε η εκκαλουμένη απόφαση αντιστρέφοντας με τις ανωτέρω παραδοχές της, και μάλιστα απαραδέκτως και παρά το νόμο, το βάρος απόδειξης. Μάλιστα, με τις έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιόν μας, ισχυρίσθηκε ότι, εάν υιοθετηθεί και επικυρωθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ουσιαστικά ματαιώνεται εξ αρχής κάθε πιθανότητα ικανοποίησης τυχόν αξιώσεων της κατά της ενάγουσας, γεγονός το οποίο σκόπευε να μην επιτρέψει ο νομοθέτης θεσπίζοντας το Ν. 2251/1994. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε ότι, αν και ζήτησε από την ενάγουσα να την προμηθεύσει τα επίδικα εισιτήρια, στα πλαίσια της μακρόχρονης συνεργασίας και της εντολής που τους συνέδεε, στα πλαίσια της οποίας η ενάγουσα όφειλε να την προμηθεύσει με αεροπορικά εισιτήρια με την πλέον συμφέρουσα γι’ αυτήν τιμή, παρά ταύτα διεπίστωσε ότι αυτή (ενάγουσα) δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της και ότι η τιμή των εισιτηρίων που της διέθετε ήταν υψηλότερη αυτής που διέθεταν άλλοι «παραγωγοί». Περαιτέρω δε ότι ήταν αδύνατο να διαπιστώσει η ίδια ποίες ήταν και πώς διαμορφώνονταν οι τιμές από τους άλλους-τρίτους παρόχους, αφού αυτό ήταν κάτι το οποίο μόνον η αντίδικος μπορούσε να πράξει, δεδομένου ότι μόνον αυτή είχε πρόσβαση στα στοιχεία αυτά εκ του επαγγέλματος της. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα κλειστό πυρήνα πληροφοριών, στις οποίες δεν είχε πρόσβαση η ίδια, αλλά η ενάγουσα, η οποία ήταν σε θέση να γνωρίζει με βάση ποία στοιχεία και πληροφορίες της επώλησε κάθε εισιτήριο στη συγκεκριμένη τιμή, η οποία μάλιστα δύναται, με βάση τα στοιχεία αυτά, να διαφωτίσει το Δικαστήριό, εάν προκάλεσε στην εναγομένη ζημία ή όχι. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, με την ανωτέρω κρίση του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις έγγραφες προτάσεις της και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Ότι στις έγγραφες προτάσεις της, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 262 Κ.Πολ.Δ., καθώς επίσης και των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 117, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως συμπλήρωσε με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέφερε με απόλυτη σαφήνεια και μάλιστα εξειδικεύοντας τη ζημία της ανά εισιτήριο που την προμήθευσε η ενάγουσα, τη σχέση της με αυτή, τα συγκεκριμένα στοιχεία καθενός εισιτηρίου που την προμήθευσε, την τιμή εκάστου, την τιμή στην οποία όφειλε και μπορούσε να την προμηθεύσει κάθε εισιτήριο και το αίτημά της που έγκειτο στη διαφορά της τιμής που έπρεπε να την προμηθεύσει κάθε εισιτήριο και της τιμής της αξίας εκάστου εισιτηρίου που την προμήθευσε.
Επί των ανωτέρω ισχυρισμών της εναγομένης, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
[Ι] Κατά το άρθρο 713 του ΑΚ, “με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει, χωρίς αμοιβή, την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας”, ενώ στο άρθρο 714 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι “ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του ΑΚ, προκύπτει ότι, με τη σύμβαση της εντολής, που είναι σύμβαση διαρκής, συναινετική, αιτιώδης και ετεροβαρής, δημιουργείται μονομερής, σε βάρος του εντολοδόχου, υποχρέωση να διεξάγει, χωρίς αμοιβή, την ανατεθείσα σ` αυτόν υπόθεση, να πράξει δηλαδή για λογαριασμό του εντολέα του, ό,τι υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεών του, όπως παράλειψης οφειλόμενης από τον εντολοδόχο κατά την εκτέλεσης της εντολής ενέργειας, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία, θετική και αποθετική, την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία πταίσμα του (ακόμη και ελαφρά αμέλεια). Με τις διατάξεις αυτές, αξιώνεται, για την ευθύνη του εντολοδόχου και την υποχρέωση ανόρθωσης της ζημίας του εντολέα, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη. Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς εκπλήρωση της εντολής. Για την υποχρέωση αποζημίωσης απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας που επήλθε στον εντολέα. Αν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή αν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα. Η αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος εκτέλεσε πλημμελώς τις από τη σύμβαση υποχρεώσεις του ή παρέλειψε οφειλόμενη απ` αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 του ΑΚ και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κ.λ.π.) οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων [ΑΠ 560/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
[ΙΙ] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του ΑΚ, συνάγεται ότι, μόνον, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, όμως μπορεί μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ να μη προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη από την αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους. Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 623/1922 Ιστσελίδα Αρείου Πάγου). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ 914 ΑΚ, προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης, απορρέουσας από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου.
[ΙΙΙ] Από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή” (παρ. 1 εδ. α), ότι “ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας” (παρ. 1 εδ. β’ ), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), και ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α`), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος του παρέχοντος υπηρεσίες χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Επομένως, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών εκδηλωθεί από τον παρέχοντα υπηρεσίες συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια, εφόσον συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις της παρανομίας και της υπαιτιότητας, δηλαδή με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 ταυτίζονται με τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 ΑΚ, ώστε να μη μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης, αλλά για εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, με τη διαφορά ότι με το άρθρο αυτό καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος ζημιωθέντος δεν συνίσταται στην απόδειξη υπαιτιότητας του εναγομένου, η οποία τεκμαίρεται, αλλά στην απόδειξη παροχής της υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρέχοντος την υπηρεσία και ζημίας, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, καθώς και την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του [ΑΠ 314/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 8 του του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσης του, προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα [ΑΠ 1849/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
[ΙV] Τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ, που ρυθμίζουν το συμψηφισμό, ορίζουν το μεν πρώτο, ότι, “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, το δε δεύτερο ότι, “συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο, το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του, απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον δικαστηρίου, με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 ΑΚ). Η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γέννησής τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζομένων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής [ΑΠ 603/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ].
Ενόψει των αμέσως ανωτέρω αναφερομένων, ο περί συμψηφισμού ισχυρισμός της εναγομένης, με το ανωτέρω περιεχόμενο, τυγχάνει αόριστος και ως τέτοιος ορθώς απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός αυτός, καθό μέρος επιχειρείται από την εναγομένη, όπως η προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση αυτής προς αποζημίωση, για ζημία, που προκλήθηκε σε αυτή υπό της εναγούσης – εντολοδόχου συνεπεία πλημμελούς εκτέλεσης των υποχρεώσεών της από την σύμβαση που τους συνέδεε και την παράλειψη της οφειλόμενης απ` αυτήν, κατά την εκτέλεση της εντολής, ενέργεια, όπως θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 714 και 330 του ΑΚ, ήτοι στην ευθύνη αυτής (εναγούσης) από την επικαλούμενη σύμβαση εντολής, οπότε, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 8 του Ν. Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών [όπως προαναφέρθηκε, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 ταυτίζονται με τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 ΑΚ, ώστε να μη μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης, αλλά για εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, με τη διαφορά ότι με το άρθρο αυτό καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες] τυγχάνει αόριστος διότι, η εναγομένη δεν αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις της αναφορικά με τη θετική ζημία την οποία επικαλείται ότι υπέστη από την πλημμελή εκ μέρους της ενάγουσας εκτέλεσης της σύμβασης εντολής που τους συνέδεε, το ακριβές περιεχόμενου της υποχρέωσης που ανέλαβε η ενάγουσα στα πλαίσια της σύμβασης αυτής, έναντι της εναγομένης. Ειδικότερα, σχετικά με την υποχρέωση που ανέλαβε η ενάγουσα με τη σύμβαση εντολής στις ανωτέρω προτάσεις της τις οποίες η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε, κατ΄ ακριβή διατύπωση «… Δια των ανωτέρω διαχειριστριών των πλοίων μας εταιρειών αναθέσαμε στην αντίδικο την αναζήτηση των συμφερότερων οικονομικά για τις εταιρείες μας εισιτηρίων για τις αεροπορικές μεταφορές των μελών των πληρωμάτων των πλοίων μας, καθώς και των στελεχών ημών και των διαχειριστριών μας οι οποίες σχετίζονται με τις ανάγκες των πλοίων μας, τα οποία και τελικά προμηθευθήκαμε από αυτήν … Σκοπός της συνεργασίας μας με την αντίδικο και ρητή ανάληψη τη αντίστοιχης υποχρέωσης από αυτήν ήταν να αναζητεί και να επιτυγχάνει τις πλέον οικονομικές τιμές αγοράς αεροπορικών εισιτηρίων από διάφορες αεροπορικές εταιρείες παγκοσμίως και εν συνεχεία να μας τα προμηθεύει. … της είχαμε παράσχει εντολή να αναζητεί και να εξασφαλίζει τις πλέον συμφέρουσες τιμές… Σαφές και ουσιώδες στοιχείο της εντολής μας ήταν η ανεύρεση των προσφορότερων οικονομικά εισιτηρίων, δηλαδή των φθηνότερων …». Εν τούτοις δεδομένου ότι η ενάγουσα διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο, την εκτέλεση κάθε μορφής τουριστικής εργασίας, την οργάνωση ταξιδίων και την πώληση εισιτηρίων και δεν τυγχάνει η ίδια αεροπορική εταιρεία, η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις δεν προσδιόρισε εάν, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, η ενάγουσα είχε αναλάβει να διαμεσολαβεί στην προμήθεια των εν λόγω εισιτηρίων στην τιμή πώλησης αυτών από τις αεροπορικές εταιρείες ή επί των τιμών αυτών που καθορίζονταν από την κάθε αεροπορική εταιρεία, η ενάγουσα εδικαιούτο από την εναγομένη επιπλέον κάποιο ποσοστό προμήθειας ως αμοιβή της για τη μεσολαβητική της δραστηριότητα. Στην τελευταία δε περίπτωση, εάν είχε οριστεί κάποιο συγκεκριμένο ποσοστό αμοιβής και ποίο ήταν αυτό, άλλως ο τρόπος προσδιορισμού του. Η αοριστία των παραγωγικών της ανταπαίτησής της γεγονότων, επιτείνεται έτι περαιτέρω, δια των αναφορών υπό της εναγομένης στις ανωτέρω έγγραφες προτάσεις της ότι η ενάγουσα δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις της και την προμήθευε αυτήν με αεροπορικά εισιτήρια σε τιμές υψηλότερες του «μέσου όρου» της τιμής που διέθεταν αυτά οι αεροπορικές εταιρείες, αλλά και έτερα πρακτορεία. Έτι περαιτέρω, δια της αναφοράς στις εν λόγω έγγραφες προτάσεις της ότι η ζημία της συνίσταται στην διαφορά, που προκύπτει μεταξύ της τιμής που η ενάγουσα τις προμήθευε τα εν λόγω εισιτήρια όπως ανά εισιτήριο αναφέρεται στις προτάσεις της και της «μέσης τιμής», που αυτά διετίθεντο στην αγορά από τις αεροπορικές εταιρείες και έτερα πρακτορεία, όπως για έκαστο των πωληθέντων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αεροπορικών εισιτηρίων, οι τιμές αυτές καταγράφονται στους ενσωματωμένους στις προτάσεις οικείους πίνακες, υπολαμβάνοντας τοιουτοτρόπως αντιφατικώς ότι περιεχόμενο της συμφωνίας των διαδίκων ήταν ότι η ενάγουσα θα την προμήθευε με αεροπορικά εισιτήρια με βάση της «μέση τιμή» πώλησης αυτών στην αγορά, δεν εξειδικεύει τόσο για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της συμφωνίας των διαδίκων αλλά και της ζημίας της, τα προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιας «μέση τιμή» διάθεσης τους. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρει εάν η «μέση τιμή» πώλησης που υπολαμβάνει ως προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής από την ενάγουσα, αφορά την τιμή πώλησης των εν λόγω εισιτηρίων από τις ίδιες τις αεροπορικές εταιρείες ή την τιμή πώλησης από έτερα πρακτορεία, καθώς επίσης εάν αυτή η «μέση τιμή» περιελάμβανε και την αμοιβή της ενάγουσας για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών της ή αφορά «μέση τιμή» της αξίας των αεροπορικών εισιτηρίων, όπως αυτή καθορίζετο από την εκάστοτε αεροπορική εταιρεία, χωρίς αμοιβή της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας για τη διάθεση αυτών στο κοινό. Επίσης, δεν αναφέρει για τον προσδιορισμό της ζημίας της εάν η αναφερόμενη στις προτάσεις της, για έκαστο εισιτήριο, «μέση τιμή», οικονομικό μέγεθος με το οποίο η ίδια συγκρίνει τις χρεώσεις της ενάγουσας για τον προσδιορισμό της ζημίας της, αφορά την ημέρα κράτησης των εν λόγω εισιτηρίων ή την ημέρα έκδοσης αυτών, καθώς επίσης δεν αναφέρει για ένα έκαστο εισιτήριο πότε εδόθη υπ’ αυτής στην ενάγουσα η εντολή προς κράτηση. Τοιουτοτρόπως, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από το Δικαστήριο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της επικαλούμενης υπό της εναγομένης ζημίας αυτής, τούτου δοθέντος ότι, όπως προελέχθη και αναφέρεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, όσον αφορά στην επικαλούμενη ενδοσυμβατική ευθύνη της ενάγουσας, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών. Περαιτέρω, καθό μέρος η ένδικη ανταπαίτηση της εναγομένης επιχειρείται να θεμελιωθεί στην κοινή αδικοπρακτική ευθύνη, αλλά και στην ειδική αδικοπρακτική ευθύνη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, ενόψει του ότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, αδικοπρακτική ευθύνη για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος εκτέλεσε πλημμελώς τις από τη σύμβαση υποχρεώσεις του ή παρέλειψε οφειλόμενη απ` αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 του ΑΚ, εκτός εάν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κ.λ.π.), η ένδικη αγωγή τυγχάνει αόριστη, διότι η εναγομένη δεν αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις της, ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις όπως ψευδή παράσταση εκ μέρους της εναγούσης πραγματικών περιστατικών, όπως επίσης όσον αφορά στο πταίσμα της ενάγουσας που επέφερε την επικαλούμενη υπ’ αυτής (εναγομένης) ζημία, δεν αναφέρει έτερα προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν της αορίστως, ως άνω αναλύεται, επικαλούμενης αντισυμβατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας. Η επίκληση δε υπό της εναγομένης με τις έγγραφες προτάσεις της του άρθρου 288 ΑΚ, χωρίς αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών σχετικά με τη συμπεριφορά της ενάγουσας, δεν δύναται να καταστήσει την αγωγή ορισμένη, δεδομένου ότι, πράγματι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 288 ΑΚ, υπέρ του οφειλέτη αλλά και του δανειστή, κανόνας αναγκαστικού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, αφορά την εκπλήρωση κάθε υποχρεώσεως του οφειλέτη ή του δανειστή, που απορρέει από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, πλην όμως για να θεμελιώσει το πραγματικό της παράνομης συμπεριφοράς ως στοιχείο αδικοπρακτικής πλέον συμπεριφοράς η αντισυμβατική συμπεριφορά, θα πρέπει να μην προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων της, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή να προβλέπεται μεν, αλλά να μην συντρέχουν οι απαιτούμενες ειδικές προϋποθέσεις [ΑΠ 504/2023 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], καθόσον όπως αναφέρεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά από μόνη της, κατ’ αρχήν παράνομη συμπεριφορά. Επιπροσθέτως, ενόψει και της επίκλησης υπό της εναγομένης του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, η τελευταία (εναγομένη) δεν επικαλείται περαιτέρω, ότι η ενάγουσα αποσιώπησε ουσιώδεις πληροφορίες, επιδεικνύοντας τοιουτοτρόπως συμπεριφορά, που δεν ανταποκρινόταν στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της παροχής των υπηρεσιών της, λαμβανομένου υπόψη ότι το επικαλούμενο γεγονός ότι το πρακτορείο της ενάγουσας της πώλησε τα επίμαχα αεροπορικά εισιτήρια ακριβότερα από άλλα πρακτορεία και τις αεροπορικές εταιρείες και εν γένει τη «μέση τιμή», που διατίθεντο στην αγορά – ανεξαρτήτως της αοριστίας του και αληθές υποτιθέμενο ως αναλύεται ανωτέρω-, δεν συνιστά έλλειψη ασφάλειας των παρεχόμενων υπηρεσιών της, εφόσον η ανατεθειμένη κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης συμβατική υποχρέωση της ενάγουσας και δη η υπηρεσία σχετικά με την έκδοση, πώληση και παράδοση σ’ αυτόν των εισιτηρίων, δεν συναρτάται με την οικοδόμηση ιδιαίτερης πίστης και εμπιστοσύνης στην συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, ούτε έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί εξυπηρέτηση στην ανεύρεση και έκδοση του κατάλληλου εισιτηρίου. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί σχετική αγωγή αποζημιώσεως της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, με όμοιο ως προς το πραγματικό της περιεχόμενο με τα εκτιθέμενα στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περιστατικά στα πλαίσια της προταθείσας ένστασης συμψηφισμού, απορρίφθηκε ήδη τελεσιδίκως ως αόριστη με τη με αριθμό 263/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ο υπό κρίση, περί συμψηφισμού, ισχυρισμός της εναγομένης τυγχάνει αόριστος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, έστω και με συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), τα δε περί του αντιθέτου περιεχόμενα στον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης υπό της εναγομένης τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη συντρέχοντος ετέρου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του, υπό της εκκαλούσας – εναγομένης κατατεθέντος κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης, ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού εκατό ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ. Τέλος, η εκκαλούσα – εναγομένη, πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσιβλήτου – ενάγουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτή στην ουσία της.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου ασκήσεως της ένδικης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και
Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στον Πειραιά, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων την 4η Μαρτίου 2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ