ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 29/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη Εφέτη και Ελένη Μοτσοβολέα Εφέτη- Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων :1)Της υπό εκκαθάριση εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στην ……… στον ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται υπό των εκκαθαριστών αυτής α. ………., και β. ………., δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……/24.9.2007 Πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που δημοσιεύθηκε νόμιμα και καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό ……../2007, 2)…………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκανστο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ελένη Φρουδάκη, βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης : …………. η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Παναγιώτη Κωνσταντίνου-Φρανσου Παπασπυρίδη.
Η ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.9.2007 και με αριθ. εκθ. κατ. ……../2007 αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη δεύτερου εκκαλούντος και ζήτησε να γίνει δεκτή. Οι ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου την από 19.7.2008 και με αριθμό κατάθεσης …../2008 αγωγή τους κατά της εφεσίβλητης και ζήτησαν να γίνει δεκτή. Επί των ανωτέρω αγωγών εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθ. 3486/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές και την ασκηθείσα από 19.7.2008 (με αριθ. καταθ.δικογρ. ……./2008) πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας επί της από 19.9.2007 και με ΑΒΜ:…… έγκλησης της ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Εν συνεχεία μετά την αμετάκλητη περαίωση της ποινικής διαδικασίας με την έκδοση της υπ’ αριθ. 322, 330/2015 αμετάκλητης πλέον απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 1575/2017 απόφασης του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απερρίφθη η εκ μέρους του δευτέρου εκκαλούντος με αριθμό …./2015 αίτησή του περί αναίρεσης της ως άνω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η υπόθεση εισήχθη εκ νέου με κλήση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για περαιτέρω κατ’ ουσίαν έρευνα. Το πρωτοβάθιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές εξέδωσε την υπ’ αριθ. 556/2023 απόφασή του, διά της οποίας μετ’ εκτίμηση αποδείξεων απέρριψε την από 19.7.2008 και με αριθμό κατάθεσης …./2008 αγωγή των ήδη εκκαλούντων ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ δέχθηκε την από 12.9.2007 και με αριθ. εκθ. κατ. …./2007 αγωγή της εφεσιβλητης ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εκκαλούντες με την από 10-5-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2023 έφεσή τoυς, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………./2022 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση των εκκαλούντων κατά της υπ’ αριθ. 556/2023 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 12.9.2007 και με αριθ. εκθ. κατ. …../2007 αγωγή της ήδη εφεσιβλητης …….. κατά του ήδη δευτερου των εκκαλούντων ……… και β) την από 19.7.2008 και με αριθμό κατάθεσης ……/2008 αγωγή των ήδη εκκαλούντων α) υπό εκκαθάριση εταιρείας με την επωνυμία «……….» και β) ………κατά της ………., μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 3486/2009 αποφασεως του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία αφού διέταξε την ένωση και συνεκδίκαση των ως άνω αγωγών και της ασκηθείσας από 19.7.2008 (με αριθ. καταθ.δικογρ. …../2008) πρόσθετης παρέμβασης, απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας επί της από 19.9.2007 και με ΑΒΜ:……… έγκλησης της ήδη εφεσίβλητης …….., ενώπιον τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά εναντίον του ήδη εκκαλούντος ……., έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 12-4-2023 και η έφεση κατατέθηκε στις 12-5-2023, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής ……../2023 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 12.9.2007 (αριθ. καταθ. δικογρ. …/2007) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε ότι ο εναγόμενος και ήδη δεύτερος των εκκαλούντων κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2006 έως 3.8.2007, έχοντας την ιδιότητα του εταίρου της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…………. που είχε ως επιχειρηματικό αντικείμενο την εμπορία οπωροκηπευτικών, φρούτων, και συναφών αγροτικών προϊόντων και διατηρούσε δύο καταστήματα χονδρικής πώλησης τέτοιων ειδων εντός της ………….., παρέστησε σε αυτήν εν γνώσει του ψευδώς ότι εάν τον χρηματοδοτούσε τμηματικά έως τις 3.8.2007 έως το συνολικό ποσό των 338.102 ευρώ προκειμένου να προωθήσει τις δραστηριότητες της ως άνω εταιρείας και δη να καλύψει τις τρέχουσες αυξημένες ανάγκες της, σε αντάλλαγμα, το αργότερο έως την ως άνω ημερομηνία, θα της μεταβίβαζε το σύνολο των εταιρικών μεριδίων του καθώς και τα προαναφερόμενα καταστήματα, που εγγυημένα θα της απέφεραν μεγάλα κέρδη. Οτι η εταιρεία ήταν φερέγγυα, δυναμική, εξελισσόμενη, διέθετε μεγάλο κύκλο εργασιών και πελατείας και δεν είχε σημαντικές οφειλές προς τρίτους. Οτι το αληθές, το οποίο ο εναγόμενος γνώριζε και αθέμιτα απέκρυψε στην ενάγουσα ήταν ότι κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, η εταιρεία ήταν οικονομικά αφερέγγυα, ζημιογόνα και μη βιώσιμη καθώς είχε μικρό κύκλο εργασιών και πελατείας και βαρύνονταν με υπέρογκες απαιτήσεις τρίτων τις οποίες αδυνατούσε να καλύψει και ότι στην πραγματικότητα ο εναγόμενος επεδίωκε να παρασύρει την ενάγουσα να τον χρηματοδοτήσει με το ποσό των 338.102 ευρώ, χωρίς να εχει προθεση να προβεί σε οποιαδήποτε μεταβίβαση ή να της αποδώσει το ως αν ποσό ή τουλάχιστον ισάξιο αντάλλαγμα. Οτι με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις αληθών γεγονότων στις οποίες απέβλεπε η ενάγουσα, ο εναγόμενος πέτυχε να την πείσει να του καταβάλει τμηματικώς, στις ημερομηνίες που αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής, το συνολικό ποσό των 338.102 ευρώ, χωρίς ουδέποτε να της μεταβιβάσει το σύνολο των εταιρικών μεριδίων του καθώς και τα εμπορικά καταστήματα, κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, ούτε της έχει αποδώσει το παραπάνω χρηματικό ποσό. Οτι με την εν λόγω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, ο εναγόμενος ωφελήθηκε κατά το παραπάνω ποσό, το οποίο η ενάγουσα δεν θα του είχε χορηγήσει σε περίπτωση που γνώριζε την αναλήθεια των ως άνω δηλώσεών του, με αντίστοιχη ισόποση ζημία της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, κατόπιν περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας καταχωρηθείσα στα πρακτικά, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 338.102 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη από τη διάπραξη σε βάρος της του αδικήματος της απάτης, επικουρικά δε, ζητούσε την απόδοση του παραπάνω ποσού με βάση την σύμβαση, ήτοι λόγω ατόκου δανείου συναφθέντος τμηματικά μεταξύ τους, το οποίο συνομολογήθηκε ως αορίστου χρόνου και καταγγέλθηκε με την από 9.8.2007 αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων της ήδη ενάγουσας κατά του ήδη εναγομένου,με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος του, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας,προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας που έχει τελέσει, και να καταδικασθεί στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Περαιτέρω, με την από 19.7.2008 (αριθ. καταθ. δικογρ. ……./2008) αγωγή, η πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «………», η οποία τελεί πλέον υπό εκκαθάριση και ο δεύτερος ενάγων ………….., ήδη εκκαλούντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, η μεν ενάγουσα υπό εκκαθάριση εταιρεία ότι χρειάζεται να διαγνωσθεί δικαστικά ότι δεν υφίσταται σε βάρος της αξίωση από την φερόμενη σύμβαση χρηματοδότησης, την οποία η εναγομένη ισχυρίζεται ότι έχει συνάψει με αυτήν, έτσι ώστε να μην συμπεριλάβει ενδεχομένως στο παθητικό της την αξιωση αυτή και να προχωρήσει στην διαδικασία εκκαθάρισης της, ο δε ενάγων για να αποσαφηνίσει εάν και με ποια ιδιότητα συναλλάσσονταν με την εναγομένη κατά την χρονική περίοδο από το έτος 2003 έως το ετος 2007, όσο και αν δέχθηκε καταβολές χρημάτων τουλάχιστον ύψους 338.102 ευρώ από την τελευταία, υποσχόμενος σε αυτήν ισάξιο αντάλλαγμα, διώκουν να αναγνωρισθεί α) ότι δεν έχει συναφθεί κατά την χρονική περιοδο από το 2003 έως το 2007 σύμβαση χρηματοδότησης της πρώτης ενάγουσας εταιρείας με την εναγομένη, με αντάλλαγμα να παραχωρηθούν στην εναγομένη τα εταιρικά μερίδια του δεύτερου ενάγοντος στην πρώτη ενάγουσα καθώς και τα δύο καταστήματα που η πρώτη ενάγουσα κατέχει στην ………….., β) ότι η εναγομένη δεν έχει χρηματοδοτήσει την πρώτη ενάγουσα εταιρεία με ποσό που ανέρχεται τουλάχιστον σε 338.102 ευρώ και μπορεί να ανερχεται μέχρι και 492.000 ευρώ κατά την χρονική περίοδο από το 2003 έως το 2007, γ) ότι δεν έχει συναφθεί κατά την χρονική περιοδο από το 2003 έως το 2007 σύμβαση χρηματοδότησης του δευτέρου ενάγοντος με την εναγομένη, με αντάλλαγμα να παραχωρηθούν στην εναγομένη τα εταιρικά μερίδια του δεύτερου ενάγοντος στην πρώτη ενάγουσα καθώς και τα δύο καταστήματα που η πρώτη ενάγουσα κατέχει στην ………….., δ)ότι η εναγομένη δεν έχει χρηματοδοτήσει τον δεύτερο ενάγοντα για να χρηματοδοτήσει την πρώτη ενάγουσα εταιρεία με ποσό που ανέρχεται τουλάχιστον σε 338.102 ευρώ και μπορεί να ανερχεται μέχρι και 492.000 ευρώ κατά την χρονική περίοδο από το 2003 έως το 2007, καθώς τα όσα περί του αντιθέτου η εναγομένη ισχυρίζεται τόσο στην από 3.9.2007 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2007) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε σε βάρος του δευτερου ενάγοντος ενώπιον τον Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και το οποίο συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 13.11.2007 όσο και στην από 12.9.2007 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2007) ως άνω αγωγή της κατά του ιδίου, δημιουργούν αβεβαιότητα στις έννομες σχέσεις των εναγόντων και η απειλούμενη βλάβη που απειλείται κατ’ αυτών πρέπει να αποτραπεί με την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρχικά εξέδωσε την υπ’ αριθ. 3486/2009 εν μέρει οριστική απόφαση του, η οποία αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές και την ασκηθείσα από 19.7.2008 (με αριθ. καταθ.δικογρ. ……/2008) πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία «………» κατά της ενάγουσας ………. υπέρ του ………, έκρινε το παραδεκτό και νόμιμο των άνω αγωγών, μετά την νομιμη μετατροπή του αιτήματος της πρώτης αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, απέρριψε ως απαράδεκτη την πρόσθετη παρέμβαση και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί των ως άνω αγωγών έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας επί της από 19.9.2007 και με ΑΒΜ:…….. έγκλησης της εφεσίβλητης, ενώπιον τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά εναντίον του ………. Εν συνεχεία μετά την αμετάκλητη περατωση της ποινικής διαδικασίας, με την έκδοση της υπ’ αριθ. 1575/2017 απόφασης του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απερρίφθη η εκ μέρους του δευτέρου των εκκαλούντων υπ’ αριθ. …../2015 αίτησή του περί αναίρεσης της υπ’ αριθ. 322, 330/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, η υπόθεση εισήχθη εκ νέου με κλήση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για περαιτέρω κατ’ ουσίαν έρευνα. Το πρωτοβάθιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 556/2023 απόφασή του, με την οποία μετ’ εκτίμηση αποδείξεων απέρριψε την από 19.7.2008 και με αριθμό κατάθεσης …../2008 αγωγή των ήδη εκκαλούντων ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ δέχθηκε την από 12.9.2007 και με αριθ. εκθ. κατ. ……/2007 αγωγή της ήδη εφεσιβλητης ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και διώκουν την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους και να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης. Η ως άνω από 12.9.2007 (με αριθ. εκθ. κατ. ……./2007) αγωγή της ήδη εφεσιβλητης με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο και αίτημα, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, κατά τρόπο που και το Δικαστήριο να δύναται να εκτιμήσει τη νομική και εν συνεχεία ουσιαστική βασιμότητά της και ο εναγομενος να αμυνθεί κατ’ αυτής, διότι περιέχει όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προς θεμελίωση αυτής στις περί αδικοκοπραξιών διατάξεις (914 επ. ΑΚ) κατά την κυρία βάση αυτής, δεδομένου ότι περιγράφεται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο ο ήδη δεύτερος των εκκαλούντων έπεισε δολίως την εφεσίβλητη να χρηματοδοτήσει την επιχείρηση που διέθετε στην ………….., με επιμέρους καταβολές που πραγματοποίησε η εφεσίβλητη κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες με μετρητά και τραπεζικές καταθέσεις που αναλυτικώς προσδιορίζονται, παρουσιάζοντάς της ψευδώς ότι επρόκειτο για μία οικονομικά εύρωστη, δυναμικά εξελισσόμενη επιχείρηση με επενδυτικό ενδιαφέρον, αποκομίζοντας έτσι ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία της εναγουσας και ήδη εφεσίβλητης ανερχόμενη στο ποσό των 338.102 ευρώ, την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως αποζημίωση εξ αδικοπραξίας να απαιτήσει εναντίον του. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστηριο που με την συμπροσβαλλομένη 3846/2009 απόφασή του, κατά το μέρος που διέλαβε μη οριστικές διατάξεις (αρθ. 513 παρ. 2 ΚΠολΔ), έκρινε ορισμένη την αγωγή απορριπτοντας την ένσταση αοριστίας, στις περί των οποίων σκέψεις ανεφέρθη και με την 556/2023 απόφαση του, ορθώς τον νόμο ερμήνευσε, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου λόγου εφέσεως των εκκαλούντων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 και 149 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχειδικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας τον, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 και επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τούς όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας τον, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία. Απάτη, κατά την έννοια τον άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση πούτείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο πού τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τον δηλούντος και εκείνον προς τον οποίο απευθύνεταιη δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 325/2009). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, εξάγεται ότι η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος πον καθιστά ελαττωματική τη βούληση τον απατηθέντος, εξ αιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος τον υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Δεν ενδιαφέρει δε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή μη, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως της βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ373/2008). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση αδικοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα 140 επ. ΑΚ) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (άρθρο 241 παρ. 1 ΑΚ). Στην περίπτωση, όμως, που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφότού πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλύψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής. Κατά δε το άρθρο 280 ΑΚ, το δικαστήριολαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος,ενώ η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη (ΑΠ 745/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προθεσμία όμως αυτή αφορά μόνον την αγωγή ακυρωσίας και όχι την αξίωση αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας λόγω απάτης.
Από την προσήκουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, ………. και ………. οι οποίοι εξετάσθηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα υπ’ αριθ. 3486/2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, από τις υπ’ αριθ…../2008 και …/2008 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον τον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, των …….. και ……….. οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των εκκαλούντων, κατά την λήψη των οποίων (ενόρκων βεβαιώσεων) παρέστη η εναγουσα – εναγομένη χωρίς να προτείνει καποια ένσταση και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίσθηκαν μετ’ επικλήσεως από τούς διαδίκούς και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 ΚΠολΔ), δεδομένού ότι επιτρέπεται η απόδειξη με μαρτυρες (άρθρο 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τούς διαδίκούς ποινικές και πολιτικές αποφάσεις, βουλεύματα, που επίσης λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/15.10.2001 καταστατικού συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών . …. συνεστήθη η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», με διακριτικό τίτλο «…………». Η ως άνω συμβολαιογραφική πράξη έχει νομότυπα καταχωρηθεί και δημοσιευθεί στα Βιβλία Εταιρειών τον Πρωτοδικείού Πειραιώς με α.α. ……, ενώ περίληψη αυτής έχει δημοσιευθεί και στο με αριθμό 9366/2001 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Τεύχος Α.Ε. καιΕ.Π.Ε.). Σύμφωνα με την προαναφερθείσα ιδρυτική πράξη της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, το κεφάλαιο αυτής ανέρχεται σε είκοσι επτά χιλιάδες (27.000,00) εύρώ, διαιρούμενο σε εννιακόσια (900) εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας εκάστού εκ τριάντα (30,00) εύρώ. Στην εν λόγω εταιρεία μετείχαν ο εναγόμενος-δεύτερος ενάγων και ήδη δεύτερος εκκαλών, ……….. καθώς επίσης και ο …….., κατέχοντας ο μεν πρώτος εξ αυτών μια μερίδα συμμετοχής, αντιστοιχούσα σε πεντακόσια σαράντα (540) εταιρικά μερίδια,ο δε δεύτερος εξ αυτών κατέχοντας ομοίως μια μερίδα συμμετοχής αντιστοιχούσα σε τριακόσια εξήντα (360) εταιρικά μερίδια. Εως και την 28.09.2005 διαχειριστής της ως άνω εταιρείας ήταν ο δεύτερος των εκκαλούντων, ενώ εν συνεχεία ανέλαβε ο έτερος εταίρος ……….. (τέκνο της πρώην συζύγου του). Ωστόσο ο εκκαλών και μετά τη λήξη της θητείας του ως διαχειριστής εξακολούθησε να απασχολείται με τα της εταιρείας. Σκοπός της ως άνω εταιρείας ήταν η εμπορία ωποροκηπευτικών προϊόντων και φρούτων και γενικώς αγροτικών προϊόντων (νωπών και κατεψυγμένων), η αγορά, πώληση και γενικά εμπορία (χονδρική και λιανική), μεταποίηση και τυποποίηση πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων ως και η συντήρηση εντός ψυκτικών θαλάμων των ως άνω αγροτικών προϊόντων,καθώς και οι εισαγωγές και εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και η άσκηση συναφών ή σχετικών με τις άνω δραστηριότητες, εμπορικών επιχειρήσεων και πράξεων ή και συναλλαγών, για τον σκοπό δε αυτό διατηρούσε δύο καταστήματα χονδρικής πώλησης τέτοιων ειδών εντός της ………….. Η εν λόγω εταιρεία απασχολούσε πέντε έως έξι υπαλλήλούς μεταξύ των οποίων η ενάγουσα και ήδη εφεσιβλητη αλλά και ο σύζυγός της. Η εφεσιβλητη απασχολήθηκε στην εταιρεία ως υπάλληλος γραφείου από τον Νοέμβριο του έτους 2005 έως και τον Αύγούστο τον έτους 2006, ο δε σύζυγος της απασχολήθηκε στην ίδια εταιρεία ως υπάλληλος τροφοδοσίας από το έτος 2003 έως και το καλοκαίρι του έτους 2007. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη επιθυμούσε να απασχοληθεί στον τομέα της εμπορίας οπωροκηπευτικών προϊόντων, φρούτων και εν γένει αγροτικών προϊόντων, στον οποίον και δραστηριοποιείτο η ως άνω εταιρεία. Προς τούτο ήλθε σε επαφή με τον ήδη δεύτερο των εκκαλούντων, εκείνος δε έπεισε αυτήν (εφεσίβλητη) με ψευδείς διαβεβαιώσεις να τον χρηματοδοτήσει προκειμένου να προωθήσει τις δραστηριότητες της ως άνω εταιρείας- ήδη πρώτης των εκκαλούντων, με αντάλλαγμα την μεταβίβαση των δύο καταστημάτων χονδρικής εμπορίας και τροφοδοσίας οπωροκηπευτικών και συναφών ειδών της εταιρείας του και την μεταβίβαση στην εφεσίβλητη των εταιρικών του μεριδίων. Πλέον δε συγκεκριμένα ο εκκαλών κατά το χρονικό διάστημα από 01.08.2006 έως και 03.08.2007 και με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό τον παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησε ψευδώς στην εφεσίβλητη ότι η ως άνω εταιρεία συμφερόντων του, ήταν μια οικονομικα εύρωστη, δυναμικη και συνεχως εξελισσόμενη επιχείρηση, που διέθετε μεγάλο κύκλο εργασιών και πελατών, αντιμετώπιζε, όμως, πιεστικές οικονομικές ανάγκες λόγω έλλειψης ρευστότητας, και ότι αν τον χρηματοδοτούσε με άτοκα δάνεια, προκειμένου αυτός να αντιμετωπίσει τα πρόσκαιρα προβλήματα οικονομικής ρευστότητας, αυτός θα της μεταβίβαζε έως και τον Αύγουστο του 2007 το σύνολο των εταιρικών του μεριδίων στην ως άνω εταιρεία συμφερόντων του καθώς και τα ως άνω δύο καταστηματα χονδρικής εμπορίας και τροφοδοσίας οπωροκηπευτικών και συναφών ειδών της εταιρείας του, τα οποία θα της απέφεραν μεγάλα κέρδη, αποκρύπτοντας την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρείας συμφερόντων του, η οποία ήταν ζημιογόνος και μη βιώσιμος καθόσον είχε μικρό κύκλο εργασιών και πελατείας και βαρύνετο με υπερογκες απαιτήσεις τρίτων, τις οποίες αδυνατούσε να καλύψει, εκείνο δε που εξαρχής επεδίωκε ο εκκαλών ήταν να πείσει την εφεσίβλητη παραπλανώντας την να τον χρηματοδοτήσει με άτοκα δάνεια συνολικού ποσού 338.102, 00 ευρώ, χωρίς να έχει εξαρχής πρόθεση να προβεί σε οποιαδήποτε μεταβίβαση και χωρίς να προτίθεται να της αποδώσει το εν λόγω ποσό ή τουλάχιστον ισάξιο αντάλλαγμα. Διά των ως άνω ψευδών παραστάσεων και αθεμιτων αποκρύψεων του εκκαλούντος η εφεσίβλητη πείσθηκε στις διαβεβαιώσεις του τελευταίου ότι αυτός θα εκπληρώσει την υπόσχεσή του για την εν λόγω μεταβίβαση σε αυτήν των εταιρικών μεριδίων και των άνω καταστημάτων, έως και τον Αύγούστο του έτους 2007, και κατέβαλε σε αυτόν τμηματικά (κατά το χρονικό διάστημα από 8.8.2006 έως και 3.8.2007) και εν είδει χρηματοδότησης (δανείου) το συνολικό ποσό των 338.102,00 ευρώ, και ειδικότερα η εφεσίβλητη κατέβαλε στον δεύτερο των εκκαλούντων 1) την 8η.8.2006 το συνολικό πόσό των 130000 ευρώ, 2) την 9η.8.2006 το συνολικό ποσό των 6902 ευρώ, 3) την 9η.8.2006 το συνολικό ποσό των 25000 ευρώ, 4) την 29η.9.2006 το συνολικό ποσό των 20000 ευρώ, 5) την 6η.10.2006 το συνολικό ποσό των 29000 ευρώ, 6) την 10η.10.2006 το συνολικό ποσό των 2200 ευρώ, 7) την 10η.10.2006 το συνολικό ποσό των 11000 ευρώ,8) την 16η.10.2006 το συνολικό ποσό των 3000 ευρώ, 9) την 17η.10.2006 το συνολικό ποσό των 6500 ευρώ, 10) την 30η.10.2006 το συνολικό ποσό των 8000 ευρώ, 11) την 30η.10.2006 το συνολικό ποσό των 4700 ευρώ, 12) την 2α.11.2006 το συνολικό ποσό των 4700 ευρώ, 13) την 3η.11.2006 το συνολικό ποσό των 2500 ευρώ, 14) την 9η.11.2006 το συνολικό ποσό των 7000 ευρώ,15) την 16η.11.2006 το συνολικό ποσό των 1000 ευρώ, 16) την 11η.12.2006 το συνολικό ποσό των 5000 ευρώ, 17) την 19η.12.2006 το συνολικό ποσό των 5000 ευρώ, 18) την 31η.1.2007 το συνολικό ποσό των 6000 ευρώ, 19) την 12η.2.2007 το συνολικό ποσό των 19000 ευρώ, 20) την 20η.2.2007 το συνολικό ποσό των 3400 ευρώ, 21) την 26η.2.2007 το συνολικό ποσό των 6900 ευρώ, 22)την 7η.5.2007 το συνολικό ποσό των 6300 ευρώ, 23) την 13η.6.2007 το συνολικό ποσό των 15000 ευρώ και 24) την 3η.8.2007 το συνολικό ποσό των 10000 εύρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 338.102 ευρώ. Η εν λόγω χρηματοδότηση έλαβε χώρα άλλοτε με την καταβολή μετρητών άλλοτε με τραπεζικές καταθέσεις στον εκκαλούντα για την αντιμετώπιση των πιεστικών αναγκών της εταιρείας κατ’ εντολήν πάντα του εκκαλούντος τον οποίον χρηματοδοτούσε η εφεσίβλητη. Ωστόσο όμως ο εκκαλών καθυστερούσε να προβεί στη μεταβίβαση των ως άνω μεριδίων της εταιρείας, κατά τα υποσχεθέντα, παρά τις πιέσεις της εφεσίβλητης, εφευρίσκοντας σε αυτή διάφορες δικαιολογίες για την καθυστέρηση αυτή (όπως ότι η εταιρεία παρουσίαζε αιφνιδίως υψηλά χρέη και αναζητείτο η εξέυρεση ενός νομικά ασφαλούς τρόπου προκειμένου να μην αποκτήσει αυτή τα μερίδια της χρεωμένης ΕΠΕ αλλά η δραστηριότητα να ασκηθεί μέσω άλλου φορέα και με σύμφωνη γνώμη της …….. ως εκμισθωτη), υποσχόμενος ότι η ως άνω μεταβίβαση θα πραγματοποιείτο έως τον Αύγουστο τον έτους 2007. Η ενάγουσα τελικώς τον Ιούνιο του έτους 2007 αποχώρησε οικειοθελώς τελικώς από την εργασία της, προκειμένου να ασχοληθεί με την έναρξη άσκησης ατομικής εμπορίας οπωροκηπευτικών προϊόντων. Και μετά και την παρέλευση, όμως, της ημερομηνίας του Αυγούστου 2007 ο δεύτερος των εκκαλούντων ουδέποτε προέβη στην κατά τα ως άνω μεταβίβαση των άνω μεριδίων της ΕΠΕ και των καταστημάτων, κατά τα υποσχεθέντα, ούτε όμως και επέστρεψε στην εφεσιβλητη το ως άνω δανεισθεν ποσό. Αντιθέτως, στις 14.9.2007 έκλεισε αιφνιδίως τα καταστήματα της εταιρείας και στις 24.09.2007 προέβη με τον έτερο συνεταίρο του ……. στη λύση της ως άνω εταιρείας και στη θέση αυτής υπό εκκαθάριση, και εξαφανίσθηκε, δίχως να μεταβιβάσει στην εφεσίβλητη τα εταιρικά μερίδια και χωρίς να αποδώσει στην εφεσίβλητη τα προαναφερόμενα ποσά, τα οποία αυτή του δάνεισε ή τουλάχιστον το ως άνω ισάξιο αντάλλαγμα, το οποίο και της υποσχέθηκε. Από την εν λόγω παράνομη συμπεριφορά του εκκαλούντος ωφελήθηκε κατά το συνολικό ποσό των 338.102,00 εύρώ, δηλαδή κατά το σύνολο των ως άνω επιμέρους δανείων, τα οποία η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη δεν θα του είχε χορηγήσει εάν γνώριζε την αναλήθεια των ως άνω δηλώσεών του, με αντίστοιχη ζημία της εφεσίβλητης. Μάλιστα προέβη στην λύση της άνω εταιρείας, ενώ ήδη από τις 17.9. 2007 του είχε επιδοθεί η από 03.09.2007 (και με αριθμό κατάθεσης ……./2007) αίτηση της εφεσίβλητης (ενώπιον τον Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) για την επιβολή του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης όλης της κινητής και ακίνητης περιούσίας του εναγομένου προς εξασφάλιση της άνω απαίτησης της, γεγονός που ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εκκαλών, δεν είχε εξαρχής πρόθεση να επιστρέψει το δανεισθέν σε αυτόν ως άνω ποσό. Ενισχυντικό, επίσης, της κρίσης του Δικαστηρίου, ότι ο εκκαλών είχε σκοπό εξαρχής να εξαπατήσει την εφεσίβλητη, και να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της τελευταίας, αποτελεί το ότι στις 11.10.2007, ήτοι σε χρονικό διάστημα εγγύς της προς αυτόν κοινοποίησης της ως άνω αναφερόμενης αίτησης επιβολής ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητικής κατάσχεσης) προέβη δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./11.10.2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφού Αθηνών ……, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία Βιβλία Μεταγραφών τουΥποθηκοφυλακείου Αίγινας (Τ…….., α.α. …) στην μεταβίβαση ένεκα πώλησης στην
………, η οποία τύγχανε πρώην σύζυγος αυτού ενός οικοπέδού άρτιου, κατά παρέκκλιση και οικοδομήσιμου μετά της επ’ αυτού υπάρχουσας διώροφης οικοδομής με υπόγειο, κείμενο στην ειδική θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ……. τον Δήμου Αίγινας, πρώην της Κοινότητας ……, εντός των ορίων του προυφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού Κυψέλης της νήσου Αίγινας, αξίας με βάση το αντικειμενικό σύστημα εκτίμησης ακινήτων, κατά το ανωτέρω συμβόλαιο 245.000,00 ευρώ. Ηδη δε, με την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως υπ’ αριθ. 322,330/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείού Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη, μετά την απόρριψη της εκ μέρους του εκκαλούντος υπ’ αριθμ. ……./2015 αιτησεως αναιρέσεως της ως –άνω αποφάσεως, με την υπ’ αριθμ. 1575/2017 απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος τον Αρείου Πάγου, έχει κριθεί αμετακλήτως ότι ο εκκαλών τέλεσε σε βάρος της ενάγουσας την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, κατά τα προδιαληφθέντα, εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η προκληθείσα ζημία υπερβαίνούν συνολικά το ποσό των 120.000,00 ευρώ.
Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο εφέσεως επαναφέρεται ο ισχυρισμός ότι η όποια χρηματοδότηση ισχυρίζεται στην αγωγή της η εφεσίβλητη ότι έλαβε χώρα έγινε όχι προς τον ίδιο τον δεύτερο των εκκαλούντων ατομικώς, αλλά προς την πρώτη εξ αυτών, με την οποία υποτίθεται ότι είχε συνάψει την συμφωνία χρηματοδότησης, ότι στην περίπτωση αυτήν ο εκκαλών ενεργούσε ως διαχειριστής της εταιρείας έως το 2005, και όχι προσωπικά, ότι το όποιο αντικείμενο της χρηματοδότησης δεν το απεκόμιζε ο ίδιος προσωπικώς αλλά το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και ότι ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται αυτός παθητικά για την κατ’ αυτού στρεφόμενη αγωγή, η οποία έπρεπε να στραφεί κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος διότι σαφως κατά την αγωγή εκτίθεται ότι ο εκκαλών εξαπάτησε την εφεσίβλητη ενεργώντας ως μέτοχος στην εταιρεία συμφερόντων του και της παρέστησε ψευδώς ότι εάν τον χρηματοδοτούσε θα της μεταβίβαζε τα εταιρικά του μερίδια κι ως εκ τούτου νομιμοποιείται κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Εν προκειμένω η κρινόμενη αδικοπραξία είναι η απάτη,με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και αθέμιτων αποκρύψεων αληθών γεγονότων, πράξεις στις οποίες, όπως απεδείχθη ανωτέρω, προέβη ο εναγόμενος, το δε το κέρδος το αποκόμιζε ο τελευταίος, έστω και εμμέσως, μέσω της εταιρείας δικών του συμφερόντων, με τη μείωση του παθητικού αυτής, με την καταβολή σε προμηθευτές και οφειλές ενώ ο ίδιος δεν της επέστρεψε κανένα ποσό, παρά τις οχλήσεις της. Ακολούθως ο πρωτοδίκως προβληθείς και επαναφερόμενος με τον τεταρτο λόγο έφεσεως ισχυρισμός ότι με την υπ’ αριθμόν 3486/2009 ανεστάλη η πρόοδος της δίκης έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ποινικής διαδικασίας επί της από 19.9.2007 (ΑΒΜ: ………..) εγκλήσεως, ήτοι μέχρι και την 6η.10.2017 ότε και εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1575/2017 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου με την οποία απερρίφθη η (17/2025) αίτηση αναίρεσης του εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 322, 330/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Περαιώς και ότι από την 6.10.2017 εκκίνησε εκ νέου η αποσβεστική προθεσμία του αρ. 157 ΑΚ, η οποία και ολοκληρώθηκε στις 7.10.2019, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η αγωγή αυτή δεν έχει αίτημα ακυρώσεως για ελαττωματα βουλήσεως λόγω απάτης, αλλά αποζημιωτικό αίτημα λόγω αδικοπραξίας (914 ΑΚ), λόγω εξαπατήσεως, κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Η ένσταση της αποσβεστικής προθεσμίας του αρ. 157 ΑΚ, η οποία ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως, δύναται να προβληθεί όταν αίτημα της αγωγής είναι η ακύρωση της δικαιοπραξίας, ενώ δεν δύναται να προβληθεί, όταν το αίτημα της αγωγής είναι η αναγνώριση υποχρέωσης καταβολής της θετικής ζημίας που υπέστη ο ενάγων από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία της απάτης, όπου δεν χωρεί εφαρμογή της αποσβεστικής προθεσμίας του αρθρου 157 ΑΚ, αλλά μονον τυχον παραγραφή της απαίτησης, η οποία, όμως, προτείνεται μόνον κατ’ ένσταση, που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη συντάχθημε με την υπ’ αριθ. 1575/2017 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου με την οποία απερρίφθη η εκ μέρους του νυν εκκαλούντος υπ’ αριθ. ……./2015 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθ. 322, 330/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ενώ από την απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου δεν δημιουργείται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη. O λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι παραδεκτώς ελήφθη υπόψη η ως άνω αμετάκλητη απόφαση που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως και συνεκτιμήθη με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η υπ’ αριθ. καταθ. ……./2007 αγωγή της εφεσίβλητης ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος και ήδη δεύτερος των εκκαλούντων οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 338.102 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, ήτοι από την 24η.10.2007 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, όσον αφορά την η υπ’ αριθ. καταθ. 8068/2008 αγωγή των εκκαλούντων, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα απεδείχθη ότι πράγματι η εφεσίβλητη χρηματοδοτούσε τον δεύτερο των εκκαλούντων προκειμένου αυτός να χρηματοδότησει την πρώτη εξ αυτών για την προώθηση των δραστηριοτήτων της πρώτης και να αντιμετωπίσει τα πρόσκαιρα προβλήματα οικονομικής ρευστότητας της εταιρείας με ποσό που ανέρχεται σε 338.102 ευρώ, με αντάλλαγμα, όπως της παρέστησε ο εκκαλών, να της παραχωρηθούν τα εταιρικά μερίδια του δεύτερου ενάγοντος και ήδη δευτερου των εκκαλούντων στην πρώτη ενάγουσα και ήδη πρώτη των εκκαλούντων καθώς και τα δύο καταστήματα που η πρώτη ενάγουσα κατείχε στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών, κι ως εκ τούτου απεδείχθησαν αληθείς οι ισχυρισμοί της δι’ αυτής εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα. Επομένως πρεπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή των εκκαλούντων, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον έκτο λόγο εφέσεως.
Τέλος με τον έβδομο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη που επέβαλε την δικαστική δαπάνη σε βάρος των εκκαλούντων, την οποία όρισε στο υπερογκο ποσό των 9.100 ευρώ, ένω έδει να απορρίψει παντελώς την αγωγή της εφεσίβλητης και να δεχθεί την αγωγή των εκκαλούντων, καταδικάζοντας την εφεσίβλητη στην δικαστική τους δαπάνη. Ο ως άνω λόγος εφέσως θα πρεπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι σύμφωνα με το άρθρο 176 ΚΠολΔ «ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα» και εν προκειμένω ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εκκαλούντων, εφοσον έγινε δεκτή η αγωγή της εφεσίβλητης και απερρίφθη η δική τους αγωγή, ενώ όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το επιδικασθέν για δικαστική δαπάνη ποσο είναι υπέρογκο κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν προσδιορίζεται το επί πλέον ποσό που δεν θα έπρεπε να επιβληθει. Μετά ταύτα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή των εκκαλούντων ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και εδέχθη την αγωγή της εφεσίβλητης ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, ορθώς κατ`αποτέλεσμα έκρινε, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται και αντικαθίστανται εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, μετά μερική συμπλήρωση και αντικατάσταση αιτιολογιών. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ μετά την απόρριψη της εφέσεως πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στον Δημόσιο Ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την έφεσή.
Δέχεται τύποις αυτήν.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του εις το σκεπτικό παραβόλου που κατατέθηκε για την έφεση στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων την δικαστική δαπάνη της εφεσιβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε έξι χιλιάδες (6.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21 Νοεμβρίου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε την 13η Ιανουαρίου 2025 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσιων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ