ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 44/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή – Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………..» που εδρεύει στη Μύκονο, ………….., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Λύτρα (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης: …………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βήχα (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η εκκαλούσα – ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10.05.2007 και με αριθμό κατάθεσης ……../2007 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστική απόφασή του διέταξε το χωρισμό της δίκης ως προς τις σωρευόμενες αξιώσεις υπό στοιχεία Α’ και Β’, συνολικού ποσού 6.304,78 ευρώ και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Ειρηνοδικείου Πειραιώς και κατά τα λοιπά διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη με την επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, ενώ με την υπ’ αριθ. 994/2021 οριστική απόφασή του θεωρήθηκε η αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και απορρίφθηκε αυτή ως προς την πρώτη εναγόμενη. Η εκκαλούσα – ενάγουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 23.09.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……./11.10.2021 και ειδικό ……./11.10.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/11.10.2021 και ειδικό ……./11.10.2021 για τη δικάσιμο της 16.03.2023, και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι με την άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απόφασης θεωρούνται ως συνεκκληθείσες και όλες οι προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις, ακόμη και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς κατ’ αυτών. Αν όμως η προεκδοθείσα απόφαση περιέχει και οριστικές διατάξεις, όπως η απόρριψη αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας, κυρίου ή παρεπομένου, δεν θεωρείται ως συνεκκληθείσα και η προεκδοθείσα εν μέρει οριστική απόφαση, εκτός αν η έφεση ρητώς απευθύνεται και κατά της εν μέρει οριστικής απόφασης και προβάλλονται λόγοι έφεσης που αφορούν και τις οριστικές αυτής διατάξεις (ΑΠ 358/2011 ΧρΙΔ 2011. 686, ΑΠ 708/2003 ΕλλΔνη 2004. 154, ΕφΑθ 372/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1961/2008 ΕλλΔνη 50. 1101). Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με εκείνες των άρθρων 308, 309, 321, 539 και 553 παρ. 1 περ. β’ και 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οριστική απόφαση, είτε του πρωτοβαθμίου είτε του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, είναι εκείνη με την οποία περατώνεται η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής και απεκδύεται το Δικαστήριο της εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα, αποτέλεσμα το οποίο διατυπώνεται κατά κανόνα στο διατακτικό της απόφασης, χωρίς όμως να αποκλείεται και η αναδρομή στο αιτιολογικό της, αν το αποτέλεσμα της δικανικής κρίσης δεν αποδίδεται στο διατακτικό (ΟλΑΠ 300/1981 ΝοΒ 29. 1502, ΑΠ 1875/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 118/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 17/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 280/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 994/2021 οριστικής απόφασης, και κατά της υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η από 10.05.2007 και με αριθμό κατάθεσης …../2007 αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας, με την υπ’ αριθ. 1824/2016 απόφαση διατάχθηκε ο χωρισμός της δίκης ως προς τις σωρευόμενες αξιώσεις υπό στοιχεία Α’ και Β’, συνολικού ποσού 6.304,78 ευρώ και παραπέμφθηκαν αυτές προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Ειρηνοδικείου Πειραιώς και κατά τα λοιπά διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ενώ με την υπ’ αριθ. 994/2021 απόφαση θεωρήθηκε η αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και απορρίφθηκε αυτή ως προς την πρώτη εναγόμενη. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 23.09.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 11.10.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/11.10.2021 και ειδικό ……/11.10.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 13.05.2021. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ένδικη έφεση απευθύνεται ρητώς και κατά της υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία περιέχει και οριστικές διατάξεις, δοθέντος ότι, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, προβάλλονται λόγοι έφεσης που αφορούν στις οριστικές της διατάξεις, και ειδικότερα ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για την απόρριψη ως νόμω αβάσιμης της σωρευόμενης κύριας βάσης της αγωγής, με την οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ευθύνη των εναγόμενων από αδικοπραξία, και το συνεχόμενο μ’ αυτήν κονδύλιο υπό στοιχείο (ΣΤ) περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και ο έβδομος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονείται για την απόρριψη ως νόμω αβάσιμης της επικουρικής βάσης της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα το παράβολο των 150,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα στην από 10.05.2007 και με αριθμό κατάθεσης ……../2007 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης που καταρτίσθηκε το μήνα Νοέμβριο του έτους 1990 μεταξύ της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και της πρώτης εναγόμενης αρχιτέκτονα – μηχανικού, ανέθεσε στην τελευταία το έργο της εκπόνησης μελέτης και της έκδοσης οικοδομικής άδειας για την ανέγερση ξενοδοχείου ΑΑ τάξης, στη νήσο Μύκονο, επί οικοπέδου συνολικού εμβαδού 5.527,39 τ.μ., ότι σύμφωνα με τη μεταξύ τους σύμβαση, η αμοιβή της πρώτης εναγόμενης αρχιτέκτονα – μηχανικού και του δεύτερου εναγόμενου ηλεκτρολόγου – μηχανικού θα αφορούσε το σύνολο της μελέτης και όλων των αναγκαίων πράξεων και ενεργειών για τη λήψη των απαραίτητων εγκρίσεων από τις δημόσιες αρχές, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση οικοδομικής αδείας ανέγερσης του ξενοδοχείου, το δε ύψος της αμοιβής συμφωνήθηκε να καθορισθεί από την οικεία πολεοδομική υπηρεσία, σύμφωνα με τον υποβαλλόμενο προϋπολογισμό του έργου, ότι η μεταξύ τους σύμβαση προέβλεπε επιπλέον ότι το έργο θα εκτελείτο με την επίβλεψη των εναγόμενων άνευ άλλης αμοιβής, πλην αυτής της επίβλεψης, η οποία θα καθοριζόταν από την οικεία πολεοδομική υπηρεσία, κατά την έκδοση της σχετικής οικοδομικής άδειας, ότι την 09.03.1994 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 97/1994 οικοδομική άδεια από το πολεοδομικό γραφείο Ερμούπολης και ακολούθως δυνάμει του υποβληθέντος από την πρώτη εναγόμενη πίνακα αμοιβών μελέτης και επίβλεψης, που ελέγχθηκε και εγκρίθηκε από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, οριστικοποιήθηκε και το ύψος των αμοιβών έκδοσης της άδειας οικοδομής, μελετών και επίβλεψης, στο συνολικό ποσό των 11.417.803 δραχμών, ότι καταβλήθηκε στους εναγόμενους για αμοιβές μελετών, έξοδα και δαπάνες έκδοσης, το συνολικό ποσό των 10.783.913 δραχμών, ενώ μετά την καταβολή της αμοιβής επίβλεψης, το μήνα Μάρτιο του έτους 1998, το συνολικό ποσό ανήλθε σε 14.723.646 δραχμές, ότι το κόστος έκδοσης της οικοδομικής άδειας ανερχόταν στο ποσό των 9.129.609 δραχμών, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών μελετών, του αναλογούντος ΦΠΑ, των αμοιβών, του φόρου εισοδήματος των εναγόμενων, ύψους 449.957 δραχμών για την πρώτη εναγόμενη και ύψους 126.810 δραχμών για τον δεύτερο εναγόμενο, τον οποίο ουδέποτε ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει η ίδια, και ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη ότι το κόστος της οικοδομικής αδείας που βάρυνε αυτή, μετά την αφαίρεση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος των εναγόμενων, ανερχόταν στο ποσό των 8.552.842 [9.129.609 – (449.957 + 126.810)] δραχμών, η ίδια κατέβαλε αχρεωστήτως στους εναγόμενους το ποσό των 2.231.071 (10.783.913 — 8.553.842) δραχμών, ότι κατά την ολοκλήρωση των εργασιών εκσκαφής του έργου, ευρέθηκαν στο ακίνητο αρχαιότητες, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί από την οικεία Εφορία Αρχαιοτήτων η έκδοση σχετικής τροποποιητικής μελέτης, η οποία εκπονήθηκε από την πρώτη εναγόμενη, υποβλήθηκε αρμοδίως, εγκρίθηκε από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο και αποτέλεσε τη βάση της απόφασης του Υπουργείου Πολιτισμού, που επέτρεψε την ολοκλήρωση της ξενοδοχειακής μονάδας, περαιτέρω δε υποβλήθηκε και στον EOT προς έγκριση, αφού καταβλήθηκε η αντίστοιχη αμοιβή σύνταξης τροποποιητικής μελέτης, ύψους 200.000 δραχμών, ότι ενώ ήταν εφικτό στην ως άνω τροποποιητική μελέτη να επανασχεδιασθούν και να επαναχωροθετηθούν οι κρίσιμοι κτιριακοί όγκοι, ώστε η ανέγερσή τους να μην προσκρούει σε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, σχεδιάστηκαν από την πρώτη εναγόμενη κατά τρόπο ώστε να παραβιάζεται η απόσταση των 10 μέτρων από τα όρια του οικοπέδου, ότι ακολούθως το Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στο οποίο υποβλήθηκε η ως άνω τροποποιητική μελέτη προς έγκριση, αποφάσισε να συμπεριλάβει στη σχετική απόφασή του αίτημα προς το ΥΠΕΧΩΔΕ περί χορήγησης κατά παρέκκλιση άδειας για την παραβίαση της απόστασης των 10 μέτρων από τα όρια του οικοπέδου, το δε ΥΠΕΧΩΔΕ της γνωστοποίησε ότι δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί κατά παρέκκλιση άδεια, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, ότι πέραν του γεγονότος ότι η ως άνω τροποποιητική μελέτη κατέστη ανεφάρμοστη, με αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης, δεδομένου ότι αυτή όφειλε να γνωρίζει, άλλως να ερευνήσει το εφικτό, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, της αιτουμένης παρέκκλισης, κατέστη ανεφάρμοστη και η απόφαση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και η βάσει αυτής εκδοθείσα απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, με αποτέλεσμα να παραστεί αναγκαίο να καταρτισθεί νέα μελέτη από άλλο μελετητή μηχανικό, η οποία υποβλήθηκε προς έγκριση στο αρμόδιο Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στο οποίο ακόμη εκκρεμεί, όπως και η ολοκλήρωση του έργου, ότι οι οικοδομικές εργασίες επαναλήφθηκαν το μήνα Οκτώβριο του έτους 1994, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1994 οικοδομικής άδειας, σε όλη την έκταση του οικοπέδου, πλην του τμήματος, στο οποίο δεν είχε πραγματοποιηθεί εκσκαφή, λόγω της εύρεσης των αρχαιοτήτων, και στο οποίο αναφερόταν η τροποποιητική μελέτη, ότι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών σκυροδέτησης και τοιχοποιοΐας, τη χάραξη των υδραυλικών και των ηλεκτρικών, οι εναγόμενοι της δήλωσαν ότι η επίβλεψη του έργου είχε ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα η συνεργασία τους να περιορισθεί στη συνέχεια μόνο στις εργασίες που εκτελούνταν από συνεργεία, τα οποία είχαν υποδειχθεί από αυτούς και στα οποία είχαν ανατεθεί οι αντίστοιχες εργασίες, ότι δεν πραγματοποιήθηκε άλλη επίβλεψη του έργου, πλην αυτής του σταδίου της σκυροδέτησης και της χάραξης των τούβλων, των ηλεκτρικών και των υδραυλικών από την πρώτη εναγόμενη, και δη από τον σύζυγο αυτής μηχανικό ……………., ενώ ουδεμία επίβλεψη του έργου έλαβε χώρα από τον δεύτερο εναγόμενο, οι δε επιμετρήσεις των επιμέρους εργασιών ουδέποτε έγιναν από τους εναγόμενους ή άλλον προστηθέντα από αυτούς, αλλά πραγματοποιήθηκαν από όργανα της ίδιας και εφόσον τούτο ήταν αναγκαίο, υπογράφονταν από μηχανικό, ότι μετά την ολοκλήρωση του έργου, το μήνα Αύγουστο του έτους 1997, ζήτησε από την πρώτη εναγόμενη, καταβάλλοντας σε αυτήν τη σχετική αμοιβή επίβλεψης, παρόλο που η εκ μέρους της επίβλεψη ήταν πλημμελής και ουδέποτε ολοκληρώθηκε, να συμπράξει στην τυπική διαδικασία παράδοσης του έργου και ηλεκτροδότησής του, πλην όμως άνευ αποτελέσματος, καθόσον η πρώτη εναγόμενη απαιτούσε ποσά πέραν των συμφωνηθέντων αμοιβών επίβλεψης, ότι κατόπιν της ανωτέρω διαφωνίας τους, το ακριβές ύψος της αμοιβής επίβλεψης προσδιορίσθηκε από την αρμόδια Πολεοδομία Ερμούπολης και η ίδια της κατέβαλε, την 11.03.1998, τη σχετική αμοιβή, συνολικού ποσού 3.739.733 δραχμών, στο οποίο περιλαμβανόταν και ο προκαταβαλλόμενος φόρος εισοδήματος μηχανικών, ύψους 371.119 δραχμών, ο οποίος δεν οφειλόταν, πλην όμως συνυπολογίσθηκε, καθόσον δεν συνέπρατταν οι εναγόμενοι και η καταβολή των ως άνω ποσών ήταν υποχρεωτική, ότι ακολούθως οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν το ύψος της αμοιβής τους, αφενός ενώπιον της ως άνω πολεοδομικής αρχής, αφετέρου με την άσκηση σε βάρος της ίδιας της από 20.12.2001 αγωγής τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι τόσο κατά την εκτέλεση των εργασιών σκυροδέτησης, όσο και αυτών της ανοικοδόμησης, μετά τη σκυροδέτηση, το έργο παρουσίασε σειρά πραγματικών ελαττωμάτων και ελλείψεων συνομολογημένων ιδιοτήτων, τα οποία οφείλονταν σε υπαιτιότητα των εναγόμενων και σε πλημμέλειες των αρχικών μελετών και τα οποία δεν δύνανται να αποκατασταθούν, προκαλώντας μόνιμα λειτουργικά και αισθητικά προβλήματα στην ξενοδοχειακή μονάδα, με συνακόλουθη ουσιώδη μείωση κατά 30% της εμπορικής αξίας της επένδυσής της ύψους 10.000.000,00 ευρώ και με αντίστοιχη ζημία της, ύψους 3.000.000,00 ευρώ, ότι για την αποκατάσταση της ζημίας της, η οποία προκλήθηκε από την αντισυμβατική και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, δικαιούται ως αποζημίωση, κυρίως μεν κατά τις διατάξεις περί σύμβασης έργου και περί αδικοπραξιών, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τα υπό στοιχείο (Γ) αγωγικά κονδύλια, και συγκεκριμένα ότι εξαιτίας των πλημμελειών της ανωτέρω τροποποιητικής αρχιτεκτονικής μελέτης, ως ερειδομένης επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι ήταν νόμιμη η κατά παρέκκλιση παραβίαση της λωρίδας των 10 μέτρων από όμορες ιδιοκτησίες στην εκτός σχεδίου δόμηση, κατέστη αυτή ανεφάρμοστη και το έργο ανολοκλήρωτο, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία ανερχόμενη (α) στο ποσό των 1.300,00 ευρώ ως δαπάνη για την εκπόνηση νέας τροποποιητικής μελέτης και την υποβολή της εκ νέου στο αρμόδιο Αρχαιολογικό Συμβούλιο και στον EOT προς έγκριση, (β) στο συνολικό ποσό 1.666.019,00 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1998 έως 2006, αφού το ξενοδοχείο λειτούργησε από τον Αύγουστο του έτους 1997 και εντεύθεν, ημιτελές κατασκευαστικά και μη ολοκληρωμένο όσον αφορά στη νότια ανατολική του όψη και στον περιβάλλοντα χώρο του, με τον αυτό προσανατολισμό, δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί το κτιριακό συγκρότημα, ενώ εάν τούτο είχε ολοκληρωθεί και τελειοποιηθεί, μετά βεβαιότητας, το ξενοδοχείο θα είχε τοποθετηθεί στην αγορά ως μονάδα πολυτελείας και θα είχε επιτύχει τιμές πώλησης των καταλυμάτων και των λοιπών τμημάτων αυτού τουλάχιστον κατά 50% υψηλότερες από τις επιτευχθείσες βάσει του αντιστοίχου, κατ’ έτος, κύκλου εργασιών του ξενοδοχείου, το υπό στοιχείο (Δ) αγωγικό κονδύλιο, και συγκεκριμένα ότι εξαιτίας της από υπαιτιότητα των εναγόμενων και των προστηθέντων αυτών ύπαρξης πλημμελειών της αρχιτεκτονικής μελέτης αναφορικά με τη σχεδίαση ενός μόνο άξονα κυκλοφορίας, των ντουλαπών των υπνοδωματίων, των WC των δωματίων, των κοινοχρήστων WC και των WC των δύο αναπηρικών δωματίων, του δωματίου 315, του χώρου υποδοχής, της κεντρικής εισόδου, του μαγειρείου και των εξωστών του ξενοδοχείου, ύπαρξης πλημμελειών της στατικής μελέτης αναφορικά με την ύπαρξη μεγάλου αριθμού εμφανών δοκαριών στο κλιμακοστάσιο, στους χώρους υποδοχής και στους διαδρόμους που βλάπτουν ουσιωδώς την αισθητική του ξενοδοχείου και ύπαρξης πλημμελειών της μηχανολογικής μελέτης αναφορικά με τις σωληνώσεις ύδρευσης, θέρμανσης και αποχέτευσης που είναι εμφανείς σε κοινόχρηστους χώρους, με την μελέτη ψύξης και θέρμανσης που είναι ανεφάρμοστη και με τον σχεδιασμό των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων που είναι εσφαλμένος, καθώς και εξαιτίας της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων του έργου που σχετίζονται με τη σκυροδέτηση και αφορούν σε παραβίαση των κεχωρισμένων όγκων του κτιρίου στην κύρια όψη, σε κατασκευαστικά ελαττώματα στο χώρο του εστιατορίου, στο χώρο του κλιμακοστασίου του Α’ ορόφου, στο δωμάτιο 303 και τα WC των δωματίων, ζημιώθηκε κατά το ποσό των 3.000.000,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη συνακόλουθη των ως άνω πλημμελειών και ελαττωμάτων μείωση κατά ποσοστό 30% της εμπορικής αξίας του ξενοδοχείου, υπολογιζόμενης στο ποσό των 10.000.000 ευρώ, τα υπό στοιχείο (Ε) αγωγικά κονδύλια, και συγκεκριμένα το ποσό των 24.000,00 ευρώ ως δαπάνη για την εκπόνηση στατικής, αρχιτεκτονικής και μηχανολογικής μελέτης και την έκδοση της σχετικής άδειας και το συνολικό ποσό των 70.500,00 ευρώ, κατ’ αποκοπή, για την αποκατάσταση των πραγματικών ελαττωμάτων του έργου, ήτοι (α) το ποσό των 4.500,00 ευρώ ως δαπάνη για την αποκατάσταση της κύριας όψης, τον διαχωρισμό των όγκων και την καθαίρεση των οριζοντίων δοκών δώματος, διαστάσεων 50Χ70Χ25, με ειδικό μηχάνημα, το ποσό των 7.000,00 ευρώ ως δαπάνη για τη σκυροδέτηση και τη στατική αποκατάσταση του κτιρίου, και το ποσό των 5.500,00 ευρώ ως δαπάνη για ειδικές εργασίες, αποκατάσταση τοιχοποιοΐας, μονώσεων, επιχρισμάτων και υδροχρωματισμών σε δύο χωριστούς όγκους του κτιρίου, (β) το ποσό των 8.000,00 ευρώ ως δαπάνη για την αποκατάσταση της πρόσβασης στο παρασκευαστήριο του εστιατορίου, δεύτερη είσοδο, και του παρασκευαστηρίου του Α’ ορόφου, μοναδική είσοδο, και την καθαίρεση των δύο οριζοντίων δοκών, διαστάσεων 2μX50X30, εκάστου, με ειδικό μηχάνημα, το ποσό των 7.500,00 ευρώ ως δαπάνη για ειδικές εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου, το ποσό των 2.500,00 ευρώ ως δαπάνη για τοιχοποιοΐα και επιχρίσματα, καθώς και το ποσό των 11.000,00 ευρώ ως δαπάνη για την αποκατάσταση κλιματισμού και εξαερισμού, ηλεκτρικών και ηχητικών εγκαταστάσεων, αποκατάσταση ηχομονώσεων και υδροχρωματισμών, (γ) το ποσό 12.000,00 ευρώ ως δαπάνη για την αποκατάσταση της πρόσβασης στο δωμάτιο 303, για καθαίρεση της κλίμακας επιφάνειας 4 τ.μ., για αποκατάσταση των σκυροδετήσεων και των πλακοστρώσεων κλίμακας και διαδρόμου και το ποσό των 3.500,00 ευρώ για την αποκατάσταση οροφής υπογείου ορόφου και σωληνώσεων κλιματισμού, (δ) το ποσό των 4.000,00 ευρώ ως δαπάνη για την αποκατάσταση των WC των δωματίων, την επικάλυψη των εσοχών, με ολοκλήρωση της τοιχοποιίας, τα επιχρίσματα και τους υδροχρωματισμούς, (ε) το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως δαπάνη για την κατασκευή ψευδοροφών σε εμβαδόν 100 τ.μ. (100 τ.μ. X 50 ευρώ/τ.μ.), προς αποκατάσταση των εμφανών οριζοντίων δοκών σε κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου, ότι κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δικαιούται την επιστροφή του πλουτισμού, τον οποίο αποκόμισαν οι εναγόμενοι σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία, και ο οποίος συνίσταται αφενός στο υπό στοιχείο (Α) αγωγικό κονδύλιο ποσού 686.333 δραχμών ή 2.014,18 ευρώ, αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη, και ποσού 261.553 δραχμών ή 767,58 ευρώ, αναφορικά με τον δεύτερο εναγόμενο, λόγω αχρεωστήτου εκ μέρους της, ελλείψει σχετικής μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, καταβολής φόρου εισοδήματος μηχανικών (ΦΕΜ), ο οποίος βαρύνει τους εναγόμενους – μηχανικούς, αφετέρου στο υπό στοιχείο (Β) αγωγικό κονδύλιο ποσού 1.170.000 δραχμών ή 3.433,60 ευρώ, λόγω αχρεωστήτου εκ μέρους της καταβολής εκτός έδρας αμοιβής στην πρώτη εναγόμενη, ότι εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς των εναγόμενων, οι οποίοι υπαίτια και επί μία ολόκληρη δεκαετία προκάλεσαν τεράστια προβλήματα στη λειτουργία της επιχείρησής της, αφού υποχρεώθηκε να επαναλάβει τη διαδικασία των απαιτούμενων εγκρίσεων, αρχαιολογίας, EOT και λοιπών αρμοδίων φορέων, ώστε να εγκριθεί η νέα αρχιτεκτονική μελέτη που συντάχθηκε από άλλον μελετητή, περαιτέρω δε είχε ως αποτέλεσμα να εκμεταλλεύεται, κατά το ως άνω διάστημα, ένα ημιτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία συνίσταται στο υπό στοιχείο (ΣΤ) αγωγικό κονδύλιο ύψους 500.000,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ τροπής των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 04.12.2015, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1824/2016 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, ως αποζημίωση, το ανωτέρω ποσό των 3.000.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία λειτουργίας του ξενοδοχείου, ήτοι από την 09.08.1997, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει, για όλες τις ως άνω αιτίες, τα ανωτέρω ποσά των 2.014,18 ευρώ, των 3.433,60 ευρώ, των 1.300,00 ευρώ, των 1.666.019 ευρώ, των 24.000,00 ευρώ και των 70.500,00 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 2.267.266,78 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο δεύτερος εναγόμενος να της καταβάλει, ως αχρεώστητη αμοιβή κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ανωτέρω ποσό των 767,58 ευρώ, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, το ανωτέρω ποσό των 500.000,00 ευρώ, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστική απόφασή του διέταξε το χωρισμό της δίκης ως προς τις σωρευόμενες αξιώσεις υπό στοιχεία Α’ και Β’, συνολικού ποσού 6.304,78 ευρώ και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απέρριψε ως αόριστο το υπό στοιχείο (Ε) αγωγικό κονδύλιο ποσού 24.000,00 ευρώ και ως μη νόμιμο το υπό στοιχείο (ΣΤ) αγωγικό κονδύλιο ποσού 500.000,00 ευρώ, απέρριψε ως μη νόμιμη την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής, απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων από την 09.08.1997 και το αίτημα εις ολόκληρον καταβολής από τους εναγόμενους, αναφορικά με το υπό στοιχείο (Δ) αγωγικό κονδύλιο ποσού 3.000.000,00 ευρώ, ενώ κατά τα λοιπά αγωγικά κονδύλια έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 361, 681, 690 του ΑΚ, 70, 176 του ΚΠολΔ και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη με την επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου. Στη συνέχεια, με την από 20.06.2020 κλήση της ενάγουσας, με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτώς κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορίσθηκε το αίτημα της αγωγής στα υπό στοιχεία (Γ) και (ΣΤ) αγωγικά κονδύλια, επιπλέον δε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 04.11.2020, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 994/2021 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, παραιτήθηκε του αγωγικού δικογράφου ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 994/2021 οριστική απόφασή του, θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αναφορικά με το υπό στοιχείο (Γ) αγωγικό κονδύλιο, επισημαίνοντας ότι το υπό στοιχείο (ΣΤ) αγωγικό κονδύλιο ποσού 500.000,00 ευρώ είχε ήδη απορριφθεί ως μη νόμιμο με οριστική διάταξη της εν μέρει μη οριστικής υπ’ αριθ. 1824/2016 απόφασής του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 23.09.2021 έφεσή της, για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 2 περ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν είχε νόμιμη σύνθεση. Σε περίπτωση, που εκδόθηκε για την υπόθεση απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνο όταν δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και όχι όταν υπήρξε κακή σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία είχε προβληθεί με λόγο έφεσης, που απορρίφθηκε ρητά ή σιωπηρά. Η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για τη νόμιμη ή μη συγκρότηση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ελέγχεται, στην περίπτωση αυτή, με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγο αναίρεσης, δηλαδή για παρά το νόμο μη κήρυξη ακυρότητας (ΑΠ 1434/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1498/2006 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 270 αριθ. 5 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από 13.05.2012 με το άρθρο 110 παρ. 20 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4355/2015, οι υποθέσεις εκφωνούνται με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητούνται αμέσως αυτές για τις οποίες δεν θα διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη. Αν πρόκειται να εξεταστούν μάρτυρες η συζήτηση μπορεί να διακόπτεται και για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας συνθέσεως, κατά την οποία και ολοκληρώνεται η συζήτηση χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, αφού προηγηθεί η εξέταση των μαρτύρων. Οι μάρτυρες εξετάζονται ξεχωριστά για κάθε υπόθεση ενώπιον του ορισμένου από τον πρόεδρο εισηγητή δικαστή. Ο ακριβής τόπος και χρόνος διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων καθορίζεται κατά την αρχική δικάσιμο αμέσως μετά την εκφώνηση και διακοπή της συζητήσεως με ανακοίνωση του προέδρου, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται. Ο εισηγητής αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα (ΑΠ 845/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, λόγοι έφεσης, κατ’ άρθρο 520 του ΚΠολΔ, μπορεί να είναι και παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, αναφερόμενα σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τέτοια σφάλματα αποτελούν και οι παραβάσεις δικονομικών ορισμών που μπορούν, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης, να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης εναντίον της (ΕφΛαρ 337/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7553/1979 ΕλλΔνη 20. 689 και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα – ενάγουσα προβάλει αιτίαση ισχυριζόμενη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την συνεκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστική απόφαση, δεν είχε νόμιμη σύνθεση, διότι κατά τη συζήτηση της αγωγής, κατά τη δικάσιμο της 04.12.2015, δεν έλαβαν μέρος οι δύο από τους τρεις δικαστές που αποτελούσαν τη σύνθεση του Δικαστηρίου, αλλά μετά την εκφώνηση της υπόθεσης αποσύρθηκαν και η πρόεδρος του Δικαστηρίου κράτησε την υπόθεση αυτή, της οποίας η συζήτηση έλαβε χώρα μόνο ενώπιον της ίδιας ως εισηγήτριας, σε παρακείμενη αίθουσα, και ολοκληρώθηκε με την ίδια μονομελή σύνθεση, μετά από δύο διακοπείσες συνεδριάσεις, την 10.12.2015 και την 18.12.2015. Ο λόγος αυτός της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση κατ’ άρθρο 559 αριθ. 2 του ΚΠολΔ και επιχειρείται να θεμελιωθεί ο σχετικός λόγος αναίρεσης, είναι καταρχήν παραδεκτός, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, πλην όμως κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, αφού από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την συμπροσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1824/2016 απόφαση πρακτικών συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν έλαβαν μέρος οι δύο από τους τρεις Δικαστές της Σύνθεσης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιθέτως δε προκύπτει ότι η από 10.05.2007 αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δικάσιμο της 04.12.2015, κατά την οποία η Πρόεδρος του Δικαστηρίου εκφώνησε την υπόθεση από τη σειρά του πινακίου, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, οι οποίοι ζήτησαν την εξέταση των μαρτύρων τους, η δε τήρηση των πρακτικών της συζήτησης έγινε με φωνοληψία από την γραμματέα του Δικαστηρίου υπό τις οδηγίες της Προέδρου που διηύθυνε τη συζήτηση. Ακολούθως, οι μάρτυρες των διαδίκων (απόδειξης και ανταπόδειξης) εξετάστηκαν ενώπιον της Προέδρου του Δικαστηρίου, η οποία είχε ορισθεί Εισηγητής Δικαστής της συγκεκριμένης υπόθεσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 270 αριθ. 5 του ΚΠολΔ, η δε συζήτηση της υπόθεσης διακόπηκε για τη δικάσιμο της 10.12.2015, κατά την οποία οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και υπέβαλαν αίτημα εκ νέου διακοπής, λόγω της αποχής των δικηγόρων, το οποίο έγινε δεκτό και διακόπηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 18.12.2015, κατά την οποία οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και ολοκληρώθηκε η συζήτηση της υπόθεσης με την εξέταση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, μετά δε τη συζήτηση της υπόθεσης, το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστική απόφασή του, κατά τα προαναφερθέντα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. α’ και β’ του ΚΠολΔ, «Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που την εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής οριστική είναι η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει ολικά ή μερικά την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, περιέχουσα διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης και απεκδύουν έτσι το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με την εν λόγω αίτηση (ΑΠ 2008/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1821/2008 ΝΟΜΟΣ). Μη οριστική είναι η απόφαση που επιφυλάσσεται να αποφανθεί για την ουσία ανεξάρτητα από την παραδοχή της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων του νόμω βασίμου της αγωγής (ΑΠ 687/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1708/2014 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων βάσεων ή αιτημάτων, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις ή αγωγές) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα (άρθρο 308 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και μόνο στο σκεπτικό, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για την βασιμότητα του εξεταζόμενου αιτήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού. Τούτο συμβαίνει και όταν η απόφαση στο σκεπτικό της ρητώς απορρίπτει μια από τις περισσότερες βάσεις της αγωγής ως μη νόμιμη και εξαιτίας αυτού δεν θέτει θέματα απόδειξης για την βάση αυτή, ενώ για τις υπόλοιπες, που έκρινε παραδεκτές και νόμιμες, θέτει θέματα απόδειξης για τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν, αναβάλλοντας την έκδοση της οριστικής απόφασης, μέχρι η υπόθεση να καταστεί ώριμη για οριστική κρίση. Και στην περίπτωση αυτή, που η απόφαση αποφαίνεται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση, δεν μπορεί να ανακληθεί μετά τη δημοσίευσή της από το δικαστήριο που την εξέδωσε, ενώ κατά το μέρος που δεν κρίνει οριστικά, μπορεί είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθεί σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που την εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση, η δε ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, με την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς ειδική αναφορά ή αιτιολόγηση της απόφασης αυτής (ΑΠ 1344/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 964/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 681 του ΑΚ «Με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή». Από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 του ΑΚ που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέστηκε από αυτόν, προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων, είτε τη διόρθωση αυτών, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο ή έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται, είτε σε ουσιώδη, είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται, αντί υπαναχώρησης ή μείωσης της αμοιβής, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι o εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση να κατασκευάσει έργο που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Έτσι ο εργοδότης που επιδιώκει αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 του ΑΚ, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, και να αποδείξει: α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέστηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, που πρέπει να προσδιορίζονται, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκρισή τους σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις, και δ) τη ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί. Απαιτείται ακόμη για την ευθύνη του εργολάβου προς αποζημίωση και υπαιτιότητά του, την οποία όμως δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εργοδότης, αλλά αρνητικά ο εργολάβος, επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητας του ιδίου ή των προσώπων που χρησιμοποίησε για να εκτελέσει το έργο (ΑΠ 64/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 49/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1273/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 985/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η ενάσκηση της εκ του άρθρου 690 του ΑΚ αξίωσης του εργολάβου προϋποθέτει, κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, εκτελεσθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο, έστω και ελαττωματικό (ΑΠ 203/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 985/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1587/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1409/2010 ΝΟΜΟΣ). Η δε αποζημίωση περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ή υποβλήθηκε ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία (ΑΠ 203/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1075/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1273/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 220/2023 ΝΟΜΟΣ). Εάν πριν την αποπεράτωση του έργου, ο εργοδότης διαπιστώσει ότι το έργο που μέχρι τότε έχει εκτελεσθεί έχει ελλείψεις και ελαττώματα, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε ο εργοδότης δικαιούται να επικαλεστεί μόνο τα δικαιώματα, που παρέχει σε αυτόν η ως άνω διάταξη του άρθρου 687 του ΑΚ, ήτοι να τάξει, με δήλωσή του, στον εργολάβο, εύλογη προθεσμία για τη διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων, στην οποία δήλωση πρέπει να περιέχεται η αξίωση για διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων, και αν παρέλθει η προθεσμία αυτή, χωρίς να κάνει τίποτε ο εργολάβος, να εκτελέσει ο ίδιος τις διορθώσεις, με δαπάνες του εργολάβου. Εάν θέλει να ασκήσει κάποιο από τα άλλα δικαιώματα τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690 του ΑΚ, οφείλει να περιμένει την ολοκλήρωση του έργου, ακόμα και όταν η ύπαρξη ελαττωμάτων είναι βεβαία εκ των προτέρων (ΑΠ 203/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1281/2018 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 985/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1587/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1409/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 852/2003 ΕλλΔνη 2004. 172, ΕφΑθ 203/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 116/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 298 του ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 22/1995 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 20/1992 ΝοΒ 1993. 85, ΑΠ 689/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 59/2017 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφο της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους, δηλαδή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί και καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια (ΑΠ 27/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1048/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 308/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 730/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2014 ΝΟΜΟΣ). Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 του ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 730/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο αυτού, πλην άλλων, και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, στο μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, στον δε εναγόμενο να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται επ’ αυτών, με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 5/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2019 ΝΟΜΟΣ). Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα ως άνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο (ΑΠ 9/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1152/2017 ΝΟΜΟΣ). Ενώ η ποσοτική αοριστία, εγκείμενη στην έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν κατ’ αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αλλά και η ποιοτική αοριστία, εγκείμενη στην επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, δύνανται να θεραπευτούν με τις προτάσεις του ενάγοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. β’ του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ, η νομική αοριστία, εγκείμενη στην ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις (ΑΠ 597/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 517/2017 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο, για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος. Αντίθετα, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής), εκτιμά κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκεινται, κατά τούτο, η απόφασή του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν διαλαμβάνονται σε αυτή και που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του για τη νομική βασιμότητά της ή, αντίθετα, έκρινε αόριστη την αγωγή, επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και περιλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν λόγοι αναίρεσης κατ’ άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 496/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 853/2014 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ, ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση πρέπει να φροντίζει, με την υποβολή ερωτήσεων ή με άλλο τρόπο, να εκφράζονται σαφώς για όλα τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα τα πρόσωπα που μετέχουν στη συζήτηση, να υποβάλλουν τις αναγκαίες προτάσεις και αιτήσεις, να συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και γενικά να παρέχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Η παράλειψη του δικάζοντος δικαστή να υλοποιήσει την κατά των ανωτέρω διάταξη επιταγή, ήτοι να ασκήσει το καθοδηγητικό του καθήκον ως προς την παραδεκτή προβολή σχετικών ισχυρισμών, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 752/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 636/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με το αγωγικό κονδύλιο υπό στοιχείο (Γ), ποσού 1.300,00 ευρώ, ως δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα για την εκπόνηση νέας τροποποιητικής μελέτης και την υποβολή της εκ νέου στο αρμόδιο Αρχαιολογικό Συμβούλιο και στον EOT προς έγκριση, και συνολικού ποσού 1.666.019,00 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη που απώλεσε η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1998 έως 2006, κατά το οποίο το ξενοδοχείο της λειτούργησε ημιτελές κατασκευαστικά και μη ολοκληρωμένο όσον αφορά στη νότια ανατολική του όψη και στον περιβάλλοντα χώρο του, στο οποίο περιορίσθηκε η αγωγή με την από 20.06.2020 κλήση της ενάγουσας, κατά τα προαναφερθέντα, και το οποίο μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο με τους σχετικούς δεύτερο, πέμπτο και ένατο λόγους έφεσης, έκρινε με την υπ’ αριθ. 994/2021 οριστική απόφασή του ότι είναι απαράδεκτο λόγω αοριστίας, με το σκεπτικό ότι κατά το ανωτέρω αίτημα η υπ’ αριθ. 1824/2016 απόφαση περιέχει μη οριστική διάταξη που ανακαλείται. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η υπ’ αριθ. 1824/2016 απόφασή του, που επιφυλάχθηκε να αποφανθεί για την ουσία του υπό στοιχείο (Γ) αγωγικού κονδυλίου, ήταν μη οριστική, ανεξάρτητα από την παραδοχή της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων του νόμω βασίμου του εν λόγω κονδυλίου. Περαιτέρω, το υπό στοιχείο (Γ) κονδύλιο τυγχάνει αόριστο και απορριπτέο, αφού δεν εκτίθεται στην αγωγή εάν πρόκειται για έργο που εγκαταλείφθηκε ημιτελές και δεν ολοκληρώθηκε, από το οποίο απορρέει μόνο αξίωση διόρθωσης των ελλείψεων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, είτε πρόκειται για έργο αποπερατωθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση, ώστε να οφείλεται η αιτούμενη αποζημίωση λόγω πλημμελούς εκτέλεσης του έργου, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, όσο και το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία αυτού. Αντιθέτως, εκτίθεται αντιφατικώς στη μεν έβδομη σελίδα της αγωγής ότι το έργο ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του έτους 1997, στη δε ένατη και δέκατη σελίδα της αγωγής ότι πρόκειται για έργο ημιτελές κατασκευαστικά και μη ολοκληρωμένο όσον αφορά στη νότια ανατολική του όψη και στον περιβάλλοντα χώρο του. Επιπλέον δεν εκτίθενται στην αγωγή τα πραγματικά περιστατικά που καθιστούσαν πρόσφορη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, την επικαλούμενη αντισυμβατική ενέργεια της πρώτης εναγόμενης, που συνίσταται στην εκπόνηση της φερόμενης ως εσφαλμένης τροποποιητικής μελέτης, να οδηγήσει στην επί δέκα και πλέον έτη καθυστέρηση της έκδοσης αναθεωρητικής οικοδομικής άδειας και στην εξ αυτής επικαλούμενη ζημία της ενάγουσας, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, μεσολάβησαν χρονοβόρες ενέργειες των αρμόδιων υπηρεσιών, οι οποίες ενέκριναν καταρχήν την επίδικη τροποποιητική μελέτη που υποβλήθηκε αρμοδίως, εγκρίθηκε από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο και αποτέλεσε τη βάση της απόφασης του Υπουργείου Πολιτισμού, που επέτρεψε την ολοκλήρωση της ξενοδοχειακής μονάδας. Περαιτέρω, δεν περιγράφεται στην αγωγή με σαφήνεια και πληρότητα το τμήμα του έργου που φέρεται να μην ολοκληρώθηκε, και συγκεκριμένα ποιες κτιριακές εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου δεν ολοκληρώθηκαν και ποιες από τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ξενοδοχείου επρόκειτο να στεγαστούν σε αυτές, ώστε να δύναται να κριθεί η αξία της εκμετάλλευσης αυτών και εάν και κατά πόσο θα συνέβαλαν στην αύξηση των εσόδων του ξενοδοχείου, αλλά αντιθέτως γίνεται αόριστη αναφορά στο δικόγραφο σε μη ολοκλήρωση της νότιας ανατολικής όψης του ξενοδοχείου και του περιβάλλοντα χώρου αυτής. Ως προς το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών συνολικού ποσού 1.666.019,00 ευρώ, το οποίο φέρεται να απώλεσε η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1998 έως 2006, κατά το οποίο το ξενοδοχείο λειτούργησε ημιτελές κατασκευαστικά και μη ολοκληρωμένο, εκτίθεται στην αγωγή ότι εάν το έργο είχε ολοκληρωθεί και τελειοποιηθεί, μετά βεβαιότητας, το ξενοδοχείο θα είχε τοποθετηθεί στην αγορά ως μονάδα πολυτελείας και θα είχε επιτύχει τιμές πώλησης των καταλυμάτων και των λοιπών τμημάτων αυτού τουλάχιστον κατά 50% υψηλότερες από τις επιτευχθείσες βάσει του αντιστοίχου, κατ’ έτος, κύκλου εργασιών του ξενοδοχείου. Ωστόσο, η ενάγουσα προκειμένου να προσδιορίσει τα διαφυγόντα κέρδη της κατά τα έτη 1998 έως 2006 αρκείται στην αναφορά του ετήσιου κύκλου των εργασιών του ξενοδοχείου της, ήτοι των ακαθάριστων εσόδων αυτού, τον οποίο ακολούθως απομειώνει κατά ποσοστό 50%, το οποίο και ζητεί να της επιδικαστεί, πλην όμως ο εν λόγω υπολογισμός δεν πληροί τις επιταγές των διατάξεων που αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού εκτίθεται κατά τρόπο γενικό ένα συνολικό ποσό ετήσιων ακαθάριστων εσόδων, δίχως να γίνεται παράθεση συγκεκριμένων δεδομένων και κατ’ ιδίαν κονδυλίων, αποτέλεσμα των οποίων θα ήταν το συνολικό προσδοκώμενο κέρδος της ενάγουσας, μετά την αφαίρεση των διαφόρων δαπανών και επιβαρύνσεων από τα ακαθάριστα έσοδα. Επίσης, δεν μνημονεύονται καθόλου στην αγωγή περιστατικά λήψης συγκεκριμένων προπαρασκευαστικών μέτρων εκ μέρους της ενάγουσας, τα οποία θα καθιστούσαν πιθανά τα προσδοκώμενα και αιτούμενα με το ως άνω κονδύλιο κέρδη της, και ειδικότερα δεν αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, με αναφορά στους αριθμούς των πελατών του ξενοδοχείου που θα συναλλάσσονταν μαζί της και στα ποσά που θα λάμβανε για κάθε συναλλαγή, ώστε να είναι δυνατό τα στοιχεία αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης και απόδειξης, αλλά και αντίκρουσης από την πλευρά της πρώτης εναγόμενης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε το υπό στοιχείο (Γ) κονδύλιο ως αόριστο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο και τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ομοίως ορθώς παρέλειψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να υλοποιήσει την κατ’ άρθρο 236 του ΚΠολΔ επιταγή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. β’ του ΚΠολΔ, αφού απέρριψε το υπό στοιχείο (Γ) κονδύλιο της αγωγής λόγω νομικής αοριστίας, εγκείμενης στην ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που είχαν εκτεθεί στην αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνταν από το νόμο για τη θεμελίωσή της, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να θεραπευθεί η αοριστία αυτή της αγωγής, ώστε να ανακύψει το κατά τα άνω καθοδηγητικό καθήκον του δικάσαντος δικαστή, κατ’ άρθρο 236 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, κρίνονται αβάσιμα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα – ενάγουσα με τον ένατο λόγο της κρινόμενης έφεσης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ, προϋποτίθεται, ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 του ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 του ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια, και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης της πράξης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευμένο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάστηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Για τη θεμελίωση πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης σε αγωγή του εργοδότη κατά του εργολάβου, ο ενάγων εργοδότης θα πρέπει να περιλάβει στην αγωγή του, για την πληρότητά της κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, όλα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, δηλαδή την παράνομη ενέργεια του εργολάβου, την υπαιτιότητά του, την ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης ενέργειας και της ζημίας. Ειδικότερα για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να την θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγόμενου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατό μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 του ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία ή και αν ακόμα πιο γενικά όταν η ενέργεια χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων, που επιβάλλουν να μην προσβάλει κανείς το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά του άλλου. Κατά συνέπεια όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΟλΑΠ 867/1973, ΑΠ 623/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1273/2017 ΝΟΜΟΣ). Έτσι και στην περίπτωση των υπαιτίων ελλείψεων έργου, που συνίστανται στην από αμέλεια του εργολάβου αδόκιμη από τεχνική άποψη κατασκευή οικοδομικών εργασιών κατασκευής κτίσματος, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συρροής αξιώσεων αποζημίωσης τόσο από τη σύμβαση (άρθρο 690 του ΑΚ), όσο και από αδικοπραξία (άρθρο 914 του ΑΚ), αφού η ζημιογόνος συμπεριφορά του εργολάβου, που πραγματοποιήθηκε όχι ανεξάρτητα ή απλώς εξ αφορμής του παραπάνω έργου, αλλά συνιστά πλημμελή εκτέλεση αυτού, η οποία προϋποθέτει αναγκαίως την περί τούτου σύμβαση, και για τον λόγο αυτό η ευθύνη του εργολάβου από την παραπάνω συμπεριφορά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις των άρθρων 688-693 του ΑΚ (ΑΠ 985/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 21/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 451/2006 ΑχαΝομ 2007. 66). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, και 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α’ του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή (ΑΠ 1087/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, μεταβολή της βάσης της αγωγής που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής (ΑΠ 1859/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012. 142). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ορίζεται ότι «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως». Ενόψει των διατάξεων των ανωτέρω άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1α και 224 του ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγωγής (ΕφΘεσ 323/2017 Αρμ. 2017. 248). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με το αγωγικό κονδύλιο υπό στοιχείο (ΣΤ) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 500.000,00 ευρώ, στο οποίο περιορίσθηκε η αγωγή με την από 20.06.2020 κλήση της ενάγουσας, κατά τα προαναφερθέντα, και το οποίο μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο με τους σχετικούς τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης, έκρινε με την υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστική απόφασή του ότι είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξιών κύρια βάση της αγωγής, ενώ με την υπ’ αριθ. 994/2021 οριστική απόφασή του έκρινε ότι το υπό στοιχείο (ΣΤ) αγωγικό κονδύλιο είχε ήδη απορριφθεί ως μη νόμιμο με οριστική διάταξη της υπ’ αριθ. 1824/2016 απόφασής του που δεν υπόκειται σε ανάκληση. Η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται για την απόρριψη του υπό στοιχείο (ΣΤ) αγωγικού κονδυλίου ισχυριζόμενη ότι στο δικόγραφο της αγωγής της περιγράφεται με σαφήνεια και πληρότητα αυτοτελής αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της συμβατικής της σχέσης με την ενάγουσα, και συγκεκριμένα εκτίθεται ότι ενώ ήταν εφικτό στην τροποποιητική μελέτη που εκπονήθηκε από την πρώτη εναγόμενη να επανασχεδιασθούν και να επαναχωροθετηθούν οι κρίσιμοι κτιριακοί όγκοι, ώστε η ανέγερσή τους να μην προσκρούει σε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, σχεδιάστηκαν από την πρώτη εναγόμενη κατά τρόπο ώστε να παραβιάζεται η απόσταση των 10 μέτρων από τα όρια του οικοπέδου και ότι ακολούθως το Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στο οποίο υποβλήθηκε η ως άνω τροποποιητική μελέτη προς έγκριση, αποφάσισε να συμπεριλάβει στη σχετική απόφασή του αίτημα προς το ΥΠΕΧΩΔΕ περί χορήγησης κατά παρέκκλιση άδειας για την παραβίαση της απόστασης των 10 μέτρων από τα όρια του οικοπέδου, το δε ΥΠΕΧΩΔΕ της γνωστοποίησε ότι δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί κατά παρέκκλιση άδεια, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, και ότι πέραν του γεγονότος ότι η ως άνω τροποποιητική μελέτη κατέστη ανεφάρμοστη, με αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης, δεδομένου ότι αυτή όφειλε να γνωρίζει, άλλως να ερευνήσει το εφικτό, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, της αιτουμένης παρέκκλισης, κατέστη ανεφάρμοστη και η απόφαση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και η βάσει αυτής εκδοθείσα απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, με αποτέλεσμα να παραστεί αναγκαίο να καταρτισθεί νέα μελέτη από άλλο μελετητή μηχανικό, η οποία υποβλήθηκε προς έγκριση στο αρμόδιο Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στο οποίο ακόμη εκκρεμεί, όπως και η ολοκλήρωση του έργου. Επιπλέον η εκκαλούσα – ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 04.12.2015, παραδεκτώς συμπλήρωσε το αγωγικό δικόγραφο εκθέτοντας ότι η πρώτη εναγόμενη προέβη στις ανωτέρω ενέργειες παραπλάνησης του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και της ενάγουσας προκειμένου να διεκδικήσει πρόσθετη αμοιβή για την εσφαλμένη τροποποιητική μελέτη, κατά παράβαση του άρθρου 147 του ΑΚ, ότι η πρώτη εναγόμενη δια του προστηθέντος συζύγου της μηχανικού ….. ανέπτυξε δραστηριότητα υπεργολάβου, μη συμβατή με τα καθήκοντα του επιβλέποντος μηχανικού, προκειμένου να διεκδικήσει πρόσθετα κέρδη, κατά παράβαση του άρθρου 303 του ΠΚ, ότι η πρώτη εναγόμενη προέβη σε αντικατάσταση του αρχικού προϋπολογισμού του έργου, που είχε συμφωνηθεί με την ενάγουσα και είχε εγκριθεί από την αρμόδια Πολεοδομία κατά την έκδοση της υπ’ αριθ. 97/1994 οικοδομικής άδειας, με άλλον προϋπολογισμό, υπό την ψευδή ημερομηνία Μάιος 1993, με αποτέλεσμα να παραπλανήσει την αρμόδια Πολεοδομία Ερμούπολης, κατά παράβαση των άρθρων 147, 149 του ΑΚ και των άρθρων 222, 216, 286, 386 του ΠΚ, ότι δήθεν δικαιούτο συμπληρωματικής αμοιβής, και ακολούθως διατάχθηκε η διακοπή της ηλεκτροδότησης του ξενοδοχείου, πράξη που προσβλήθηκε και ακυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 169/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, ότι η πρώτη εναγόμενη εκβίαζε την ενάγουσα απαιτώντας υπέρογκα ποσά για αμοιβή επίβλεψης, ώστε να συμπράξει στην τυπική διαδικασία παράδοσης του έργου και ηλεκτροδότησής του, κατά παράβαση του άρθρου 303 του ΠΚ, ότι η πρώτη εναγόμενη άσκησε σε βάρος της ενάγουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 20.12.2001 αγωγή, υποκαθιστάμενη από το Τ.Ε.Ε., στην οποία συμπεριέλαβε και αίτημα αμοιβής για την εσφαλμένη ως άνω τροποποιητική μελέτη, και προς απόδειξη της οποίας εξέτασε ως μάρτυρα, κατά τη δικάσιμο της 17.04.2007, τον σύζυγο της μηχανικό ……, ο οποίος κατέθεσε ψευδή γεγονότα, κατά παράβαση του άρθρου 224 του ΠΚ, πλην όμως το αίτημά της απορρίφθηκε ως καταχρηστικό από το ανωτέρω Δικαστήριο και από το Εφετείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 194/2018 απόφασή του, τελώντας απόπειρα απάτης στο δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 386 του ΠΚ. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας – ενάγουσας περί παραδεκτής συμπλήρωσης του αγωγικού δικογράφου τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, όπως και οι σχετικοί, τρίτος και τέταρτος, λόγοι της υπό κρίση έφεσης, καθόσον από την επισκόπηση των από 11.11.2015 και των από 05.10.2020 προτάσεων της ενάγουσας, που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί, που προτάθηκαν το πρώτον με τις από 05.10.2020 προτάσεις αυτής, συνιστούν απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, με την προσθήκη νέων περιστατικών, παραγωγικών του ασκούμενου με την αγωγή δικαιώματος, και άρα θεμελιωτικών κατά νόμο του αγωγικού αιτήματος, με τα οποία τροποποιείται και ουσιαστικά αντικαθίσταται η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξιών ιστορική βάση της αγωγής, όπως ανωτέρω παρατίθεται στο δικόγραφο αυτής, όπου η ενάγουσα επικαλείται μόνο ότι η τροποποιητική μελέτη που εκπονήθηκε από την πρώτη εναγόμενη κατέστη ανεφάρμοστη, με αποκλειστική υπαιτιότητά της, αφού αυτή όφειλε να γνωρίζει, άλλως να ερευνήσει το εφικτό, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, της αιτουμένης παρέκκλισης για την παραβίαση της απόστασης των 10 μέτρων από τα όρια του οικοπέδου. Η μεταβολή αυτή της ιστορικής βάσης της αγωγής δεν μπορούσε να λάβει χώρα, κατά δικονομικά επιτρεπτό τρόπο, στον πρώτο βαθμό με την συμπλήρωση από την ενάγουσα της αγωγής της με τις προτάσεις αυτής, κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί αναφορικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, που επαναλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ότι δεν πρόκειται περί νέων ισχυρισμών, που δύνανται παραδεκτώς να προβληθούν για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγοι έφεσης, καθόσον δεν εμπίπτουν σε καμία εκ των περιοριστικά αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ περιπτώσεων, που επίσης παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πολλώ δε μάλλον, που στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο Εφετείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά νόμο την ιστορική βάση της αγωγής, υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου, καθώς η ενάγουσα, ως εκκαλούσα, δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής της, ούτε να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σ’ αυτή, κατ’ άρθρο 526 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με οριστική διάταξη της υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστικής απόφασής του έκρινε μη νόμιμη την σωρευόμενη βάση της αγωγής λόγω αδικοπραξίας και το συνεχόμενο μ’ αυτή κονδύλιο υπό στοιχείο (ΣΤ) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μη θέτοντας θέματα απόδειξης για τη βάση αυτή, δεδομένου ότι, υπό τα εκτιθέμενα ως άνω στην κρινόμενη αγωγή, δεν περιέχονται στοιχεία τέτοια, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί αποζημιωτική από αδικοπραξία ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, δοθέντος ότι το επικαλούμενο πταίσμα αυτής, που επέφερε την επικαλούμενη ζημία της ενάγουσας, δηλαδή η εσφαλμένη τροποποιητική μελέτη που εκπονήθηκε από την πρώτη εναγόμενη, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την σύμβαση έργου, στα πλαίσια της οποίας ενήργησε η πρώτη εναγόμενη, ενώ ταυτίζεται κατά το πραγματικό της περιεχόμενο με την φερόμενη παραβίαση της σύμβασης εκ μέρους της, αφού συνιστά καθαρά αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, δεδομένου ότι μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, αφού αυτή, χωρίς τη συμβατική σχέση, δεν θα ήταν παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, ώστε να θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης υπέρ της ενάγουσας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά την ως άνω διάταξη προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξίας, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς την σωρευόμενη ακόμη και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 449/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 203/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά στην επικουρικά σωρευόμενη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με οριστική διάταξη της υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστικής απόφασής του, απέρριψε αυτή ως νομικά αβάσιμη, δοθέντος ότι τα ανωτέρω μνημονευόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηριζόταν η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν διαφοροποιούνταν από εκείνα στα οποία στηριζόταν η αξίωση από τη σύμβαση έργου. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο έβδομος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται αφενός ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής της, αφετέρου ότι με την εκκαλουμένη απόφαση δεν ερευνήθηκε η βασιμότητα του προβληθέντος από αυτήν ισχυρισμού ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι έχει επέλθει παραγραφή των απαιτήσεών της από αδικοπραξία, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτούμενων κατ’ άρθρα 119 έως 120 του ΚΠολΔ στοιχείων, και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις οι συνιστάμενες σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα, τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν κατά το αίτημα της έφεσης την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της. Οι λόγοι της έφεσης, εκτός από σαφείς και ορισμένοι, πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή να άγουν, αν θεωρηθούν βάσιμοι, σε εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 558/1990 ΕΕΝ 1991. 121). Έτσι, αλυσιτελής είναι ο λόγος της έφεσης που πλήττει την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εάν η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη (ΑΠ 323/1989 ΕλλΔνη 31. 770), διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (ΕφΔωδ 49/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 204/2009 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον έκτο και τον όγδοο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επικαλούμενη αφενός με τον έκτο λόγο έφεσης ότι η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 994/2021 απόφαση δεν έλαβε υπόψη της την προσκομισθείσα υπ’ αριθ. 194/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφετέρου με τον όγδοο λόγο έφεσης ότι δεν έλαβε υπόψη της τις ομολογίες της πρώτης εναγόμενης. Οι λόγοι αυτοί της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση δεν ερευνήθηκε στην ουσία της, αλλά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1824/2016 απόφασή του, απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη αναφορικά με το υπό στοιχείο (ΣΤ) κονδύλιο, και με την υπ’ αριθ. 994/2021 απόφασή του, απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αναφορικά με το υπό στοιχείο (Γ) κονδύλιο, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει λόγος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διότι δεν εξέτασε την αγωγή στην ουσία της και δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, ομολογίες κλπ.) που προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και αόριστη, κατά τα προαναφερθέντα, χωρίς εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εσφαλμένο εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό, κατά την άποψή του, από αυτό που έπρεπε να υπολογιστούν. Ως «ουσία της υπόθεσης» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ’ άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1688/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2193/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1637/2011 ΝΟΜΟΣ) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης. Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχεται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Αντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 104/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 625/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 176/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 160/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 994/2021 απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της πρώτης εναγόμενης (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), επέβαλε τα δικαστικά έξοδα αυτής, τα οποία καθόρισε στο ποσό των 8.500,00 ευρώ, σε βάρος της ενάγουσας. Η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον δέκατο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος της των δικαστικών εξόδων της πρώτης εναγόμενης, επικαλούμενη ότι το ποσό των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων είναι μη νόμιμο και ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης δίκης. Ο λόγος αυτός ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Τούτο δε διότι η εκκαλούσα – ενάγουσα δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή εάν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας απορρίφθηκε και υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τη νικήσασα εφεσίβλητη – πρώτη εναγόμενη, η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, αρχή της ήττας, επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας τα έξοδα της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης, τα οποία καθόρισε, με βάση το άρθρο 189 παρ. 1 του ΚΠολΔ και το Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», καθώς και την αξία του αντικειμένου της ένδικης αγωγής, ενώ, άλλωστε, για τον προσδιορισμό αυτό, με βάση τις ως άνω διατάξεις, δεν παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα. Κατά την επιβολή δε αυτών των δικαστικών εξόδων σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας – ενάγουσας, το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του και επιπλέον τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (βλ. ΑΠ 99/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης, που νίκησε, στο ποσό αυτό των 8.500,00 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 23.09.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα, λόγω της ήττας της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23.09.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 994/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της συνεκκαλουμένης υπ’ αριθ. 1824/2016 εν μέρει μη οριστικής απόφασής του, οι οποίες εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………./2021, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας – ενάγουσας και της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Ιανουαρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 20 Ιανουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ