Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 570/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης:  570/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 19/07/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./19-07-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/19-07-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/15-09-2017 και Ειδ.Αριθμ.Κατάθ. …/15-09-2017, κατά της με αριθμ. 2370/23-05-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 15-9-2015 και με αριθμ. κατάθ. ………/28-9-2015 αγωγής, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 15/11/2016, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 19/06/2017 (βλ. σχετ. με αριθμ. ……. εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …….) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19/07/2017. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη διαφορά (βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ……….., ήδη εφεσίβλητη, με την από 15-9-2015 και με αριθμ. κατάθ. ……../28-9-2015 αγωγή, την οποία άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εναντίον των: 1. Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στον …, επί της οδού ……. αρ. … και .. αρ. …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2. ……., κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού .. αρ. .., ως ομορρύθμου εταίρου της ως άνω εταιρίας, με την επωνυμία «……..», 3. Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στο … Αττικής, επί της οδού …… ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και 4. ……., κατοίκου Νίκαιας, επί της οδού …..4, ως ομορρύθμου εταίρου της ως άνω εταιρίας την επωνυμία «……….» (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι στις 29-11-2011 συνήψε ατύπως με την πρώτη εναγομένη, διαχειριστής της οποίας και ομόρρυθμος εταίρος ετύγχανε ο δεύτερος εναγόμενος, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως λαντζέρισσα σε καφέ – μπαρ – μεζεδοπωλείο, που εκμεταλλευόταν η εταιρία στον … Ν. Αττικής, με πλήρες ωράριο (40 ώρες εβδομαδιαίως), επί έξι ημέρες την εβδομάδα, έναντι συμφωνηθέντος ωρομισθίου 3 ευρώ, λαμβάνοντας αποδοχές που υπολείπονταν των νομίμων. Ότι παρείχε την εργασία της υπό την ανωτέρω ειδικότητα έως 30-11-2013, ενώ από την 1-12-2013 απασχολήθηκε στην ίδια επιχείρηση ως ταμίας. Ότι την εκμετάλλευση της επιχείρησης ανέλαβε από τις αρχές του έτους 2014 η τρίτη εναγομένη εταιρεία, της οποίας διαχειριστής και ομόρρυθμος εταίρος ήταν ο τέταρτος εναγόμενος και η εργασιακή της σχέση μεταβιβάστηκε αυτούσια στους τελευταίους. ΄Ότι και μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης σε αυτούς, απασχολούμενη ως ταμίας, συνέχισε να μη λαμβάνει τις νόμιμες αποδοχές αμειβόμενη με ωρομίσθιο 3 ευρώ. Περαιτέρω, ότι στις 27-6-2015 ο τέταρτος εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της προφορικά, απροειδοποίητα και χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση. ΄Ότι οφείλονται σε αυτήν διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημίωση και επίδομα αδείας καθώς και αμοιβή για υπερεργασία, υπερωρία και νυχτερινή εργασία και εργασία κατά τις ημέρες των Κυριακών για το χρονικό διάστημα από 29-11-2011 έως και 27-6-2015, καθώς και διαφορά αποζημίωσης απόλυσης, των εργατικών απαιτήσεών της ανερχομένων συνολικά στο χρηματικό ποσό των 40.570 ευρώ. Για τους λόγους αυτούς ζητούσε, να υποχρεωθούν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, όλοι οι εναγόμενοι, ως αλληλεγγύως ευθυνόμενοι να της καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 26.695,76 ευρώ για τις εργασιακές της απαιτήσεις χρονικού διαστήματος 29-11-2011 έως 31-12-2013 και επιπλέον να υποχρεωθούν η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων, να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος χρηματικό ποσό 13.875,02 ευρώ, για τις εργασιακές της απαιτήσεις του επόμενου χρονικού διαστήματος από 1-1-2014 έως 27-6-2015, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διαφορετικά από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2370/23-05-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 15/11/2016, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-), αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330, 334, 340, 345, 346, 361, 651, 653, 655, 669, 480, 481, 482 ΑΚ, αρ. 74 Ν. 3863/2010 (υπεργασία, υπερωρία), 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 6 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας (δώρα εορτών), 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τις Κυριακές και εορτές», όπως ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, του άρθρου 2 του ν.δ. 3755/1957, όπως η παρ. 1 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 435/1976, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 περ. στ΄ και 10 παρ. 1 β.δ. 748/1966 (προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και εορτές), 2 παρ. 1 του Ν. 539/1945, όπως η παρ. 1 είχε αντικατασταθεί με την παρ. 1 άρθρ. 13 του Ν. 3227/2004 και αντικαταστάθηκε και πάλι με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004, 5 παρ. 5 του ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 1346/1983, (αποζημίωση αδείας), 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 (επίδομα αδείας), της 18310/1946 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των Ν. 28/1944 και 866/1946, 2 παρ. 1 της ως άνω 25825/1951 Κ.Υ.Α. (προσαύξηση για εργασία κατά τη νύκτα), 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, πλην του παρεπομένου αιτήματος περί καταβολής νομίμων τόκων, ως προς τους οποίους έκρινε ότι οφείλονται: α) για τις οφειλόμενες διαφορές αποδοχών, την αμοιβή για νυχτερινή εργασία και τη προσαύξηση λόγω εργασίας κατά την Κυριακή, από την επομένη της λύσεως της συμβάσεως εργασίας της (27-6-2015), κατ’ άρθρο 655 εδ. β΄ Αστικού Κώδικα και όχι από την πρώτη ημέρα κάθε μήνα που έπεται της παροχής της εργασίας της, καθώς στο δικόγραφο δεν εξειδικεύονται τα αιτούμενα κατά μήνα παροχής εργασίας χρηματικά ποσά, β) για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα από την 31 Δεκεμβρίου και 30 Απριλίου του έτους στο οποίο αναφέρονται αντιστοίχως, γ) για αποδοχές και επίδομα αδείας από τη λήξη του έτους στο οποίο αναφέρονται, για του έτους όμως του 2015, καθώς και για τη διαφορά αποζημίωσης απόλυσης από την επομένη της λύσεως της σύμβασης εργασίας της με την καταγγελία, εν συνεχεία, έκανε δεκτή αυτήν εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ενάγουσα χρηματικό ποσό δεκαέξι χιλιάδων εκατόν δεκαεννέα ευρώ και έξι λεπτών (16.119,06 ευρώ), με το νόμιμο τόκο κατά τις ως άνω διακρίσεις και υποχρέωσε την τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ενάγουσα χρηματικό ποσό τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δεκατριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (4.613,93 ευρώ), με το νόμιμο τόκο κατά τις ως άνω διακρίσεις, κηρύχθηκε η εκκαλούμενη προσωρινά εκτελεστή ως προς το επιδικασθέν μερικότερο ποσό των πέντε χιλιάδων οχτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (5.836,80 ευρώ), για το οποίο ενέχονται προς καταβολή εις ολόκληρον άπαντες οι εναγόμενοι και καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων (800) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι δύο πρώτοι των εναγομένων, ήδη εκκαλούντες (: 1. Ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2. ……., κατοίκου Πειραιώς), με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση, να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτούς και ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η ως άνω αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 “η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος”. Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ. 16/18-7-1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας “τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, το διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας”. Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ’ αυτή εκδόθηκε το 178/2002 Π.Δ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του Π.Δ/τος, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως “μεταβιβάζων” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, ενώ ως “διάδοχος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 1147/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1148/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1833/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 525/2013, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 1082/2010, ΑΠ 1468/2007). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1148/2017 ό.π., ΑΠ 1833/2017 ό.π., ΑΠ 1850/2006, ΧρΙΔ 2007.258). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (ΑΠ 1148/2017 ό.π., ΑΠ 1833/2017 ό.π., ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 64.1517). Ειδικότερα δε, επί μεταβίβασης επιχείρησης, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιοσδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (βλ. ΑΠ 909/2010, ΤΝΠ Νόμος), θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεστεί κατά τον χρόνο αυτόν, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα (ΑΠ 1148/2017 ό.π., ΑΠ 1154/1998 ΕλΔ 39.1572). Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις, α) από τυχόν άκυρη απόλυση του μισθωτού από τον αρχικό εργοδότη και από την υπερημερία του τελευταίου που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, χωρίς να προσαπαιτείται συναίνεση οιουδήποτε ή προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού στο νέο εργοδότη ή κάποια άλλη ενέργεια  και β) προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας στον εργαζόμενο, του οποίου κατήγγειλε ακύρως την εργασιακή σύμβαση και αρνήθηκε ν’ αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες ο παλαιός εργοδότης, δηλαδή πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση της επιχείρησης, αφού το προσωπικό της, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο απολυθείς ακύρως από τον παλαιόν εργοδότη εργαζόμενος, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 1697/1998). Ακόμη ειδικότερα, μεταβίβαση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων από την εργασιακή σχέση επέρχεται, εφόσον αυτή υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, διότι, αν είχε λήξει νόμιμα (π.χ. θάνατος ή οικειοθελής αποχώρηση του μισθωτού, καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη κ.ο.κ.), τότε δεν επέρχεται μεταβίβαση (ΕφΑθ 6363/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 326/1987 ΔΕΝ 1987.422). Αν όμως η εργασιακή σχέση δεν είχε λήξει πριν από τη μεταβίβαση με νόμιμο τρόπο (όπως π.χ. παράνομη ή καταχρηστική απόλυση μισθωτού), τότε ο εργαζόμενος μπορεί να ασκήσει μέσα στη νόμιμη προθεσμία τα δικαιώματα από την παράνομη απόλυση κατά του νέου εργοδότη, διότι παράλληλα με το πιο πάνω π.δ. έχει εφαρμογή και το άρθρο 479 Α.Κ., σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης με σύμβαση, ο αποκτών ευθύνεται για τα χρέη της μεταβιβαζομένης επιχείρησης και είναι συνυπεύθυνος για τον μεταβιβάζοντα απέναντι στους εργαζομένους αυτού, για τις ήδη γεννημένες εργατικές αξιώσεις των. Για να συμβεί αυτό και να ανακύψει υποχρέωση του διαδόχου εργοδότη να καταβάλει τις μέχρι της διαδοχής καθυστερούμενες αποδοχές των εργαζομένων στην επιχείρηση, θα πρέπει η τελευταία να του μεταβιβάστηκε αυτή καθ’ εαυτή ως ενιαίο σύνολο, χωρίς διακοπή, ή με διακοπή μεν, αλλά με τη θέληση του νέου επιχειρηματία να είναι ο διάδοχος εργοδότης και να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχειρήσεως (ΑΠ 416/1989 ΕΕργΔ 1990.339, ΑΠ 759/1987 ΕΕμπΔ 1989.208, ΕφΑθ 6363/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 10266/1991, ΕλλΔικ 1993.183, ΕφΑθ 669/1990 ΔΕΝ 1991.343). Η διάταξη δε του άρθρ. 479§1 ΑΚ, που ορίζει ότι αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση, εξακολουθεί δε να υπάρχει η ευθύνη και του μεταβιβάζοντος, καθιερώνει αναγκαστική από το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών του κατά την έννοια του άρθρ. 477 ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ αυτού και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Η αιτία της μεταβίβασης είναι αδιάφορη και μπορεί αυτή να είναι χαριστική ή επαχθής, πρέπει όμως να αφορά το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος και να ήταν αυτό σε γνώση του αποκτώντος κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Θεωρείται ότι υπάρχει η γνώση αυτή και όταν ενόψει των συνθηκών, υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε έτσι να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο μέρος της. Αρκεί επομένως και η μεταβίβαση ενός περιουσιακού στοιχείου, εφόσον αυτό ήταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του μεταβιβάζοντος. Μάλιστα η ρύθμιση του άρθρ. 479 ΑΚ ισχύει και όταν η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις, είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Αντίθετα δεν ισχύει η ως άνω ρύθμιση όταν η μεταβίβαση της περιουσίας ή επιχείρησης γίνεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, δηλαδή ότι οι περισσότερες συμβάσεις αποτελούν μεταβιβαστική ενότητα που αφορά το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της αντίστοιχης περιουσίας, οπότε η ευθύνη κάθε αποκτώντος περιορίζεται στο μέρος της περιουσίας που αυτός αποκτά. Τα χρέη της μεταβιβαζόμενης περιουσίας μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσης, προερχόμενα είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία, με εξαίρεση πάντως τα προσωποπαγή χρέη, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ενώ δεν απαιτείται για τη δημιουργία ευθύνης του αποκτώντος να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά τη μεταβίβαση ούτε απαιτείται αυτά να είχαν μέχρι τότε αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή. Με την έννοια αυτή εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρ. 479 ΑΚ και τα χρέη που τελούσαν κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, εφόσον αυτή υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 1228/2014 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 656, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1, 2 και 5 του Ν. 3198/1955 και 1 και 3 του Ν. 2112/1920, προκύπτει ότι ο εργοδότης που καταγγέλλει ακύρως την σύμβαση εργασίας περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και πρέπει να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής συμβάσεως (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 339/2009). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 65/2012). Ακόμη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167, 168, 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργειά της, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της- εργαζόμενος (ΑΠ 1147/2017 ό.π., ΑΠ 624/2008).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 του ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών για τη παροχή υπερεργασίας ή τη μη παροχή αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό), αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους του ενάγοντος παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις νόμιμος μισθός του μισθωτού, ήτοι ο βασικός μισθός και τα επιδόματα που αντιστοιχούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές, η χρονική διάρκεια της εβδομαδιαίας απασχόλησης του μισθωτού με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, από όπου προκύπτει ο αριθμός των ωρών υπερεργασίας και ο αριθμός των ημερών αναπληρωματικής ανάπαυσης, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδ α΄ του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα μισθωτό από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις για παροχή υπερεργασιακής εργασίας κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη. Αν παρά ταύτα στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνεται συνολικά και το ποσό που για τις αιτίες αυτές καταβλήθηκε στον ενάγοντα, η ως άνω αναφορά ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, κατά τα ως άνω κεφάλαια, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθ. 416 και 422 εδ.α του ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, που προφανώς αφορά τις αυτές κατ’ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση. Η ως άνω αναφορά, όμως, στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επί μέρους οφειλή κατέστη απαιτητή κατ’ άρθρο 341 του ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχομένη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθ. 340 του ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (πχ. από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1004/2017 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1591/2017 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθ. 262§1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του μισθωτού, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ.18§1 ν.1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ` απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 602/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1591/2017 ό.π., ΑΠ 1775/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2015, 1069/2014, 1322/2010, ΑΠ 1688/2012 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 424 του Α.Κ. και 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται, ότι ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και την χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη. Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, ήτοι να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, την αιτία καταβολής ενός εκάστου, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη, που δεν είναι αναλυτική, κατά την ως άνω έννοια, θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξοφλήσεως των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον, μάλιστα, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 και επόμ. του Κ.Πολ.Δ.) επιτρέπονται και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1385/2015,  ΑΠ 24/2000 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 ό.π.). Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 416 επ. ΑΚ, προβλέπονται οι τρόποι απόσβεσης της ενοχής. Μεταξύ αυτών είναι και η με συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη άφεση του χρέους (άρθρο 454 ΑΚ). Τα άρθρα 483 έως 485 ΑΚ καθιερώνουν την αρχή της αντικειμενικής ενέργειας των σε αυτά αναφερόμενων γεγονότων στην περίπτωση που περισσότεροι οφειλέτες οφείλουν την ίδια παροχή και καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Μεταξύ των γεγονότων που έχουν αντικειμενική ενέργεια είναι και η ολική ή μερική εκπλήρωση της οφειλής με καταβολή της από οποιονδήποτε εις ολόκληρο συνοφειλέτη που γίνεται με σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή και επομένως αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της απαίτησης του δανειστή και έναντι των υπόλοιπων συνοφειλετών κατ’ ίσο με την καταβολή μέρος (ΑΠ 630/2015), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 416 και 483 παρ. 1 εδ. 1 του ΑΚ. Η τελευταία μάλιστα είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς τυχόν συμφωνία του δανειστή με τον καταβαλλόντα οφειλέτη για υποκειμενική μόνο ενέργεια της καταβολής είναι χωρίς σημασία (ΑΠ 890/2005). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 454 ΑΚ, επέρχεται απόσβεση της ενοχής και όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους αυτού. Σε περίπτωση δε παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η άφεση του χρέους προς έναν από τους συνοφειλέτες από το δανειστή, ενεργεί κατ` αρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 484 ΑΚ, μόνο για αυτόν τον οφειλέτη. Μπορεί, όμως, να συμφωνηθεί μεταξύ αυτών η αντικειμενική ενέργεια της άφεσης χρέους, οπότε ενεργεί και υπέρ των λοιπών και απαλλάσσονται και οι τελευταίοι από την οφειλή (ΑΠ 2259/2014). Με την άφεση χρέους ο δανειστής παραιτείται από το ενοχικό δικαίωμα, δηλαδή από την απαίτησή του κατά του οφειλέτη για να αποσβεσθεί η ενοχή και να απαλλαγεί ο οφειλέτης από την υποχρέωση της παροχής. Ως παραίτηση δε από ενοχικό δικαίωμα μπορεί να γίνει μόνο με σύμβαση. Η σύμβαση αυτή είναι αναιτιώδης και δεν απαιτείται για το κύρος της τήρηση τύπου και έτσι μπορεί να συναφθεί ρητά, αλλά και να συναχθεί σιωπηρά από πραγματικά γεγονότα. Πρέπει να είναι σαφής και αναμφίβολη και δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται. Εάν παρά την άφεση χρέους ο δανειστής επιχειρήσει να ασκήσει το δικαίωμά του, θα αποκρουστεί από τον οφειλέτη με την προβολή σχετικής ουσιαστικής ανατρεπτικής ενστάσεως (ΑΠ 1694/2017 Δημ. Νόμος).

Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν όμως με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη, κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι` αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 786/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39.573 ΕφΠειρ 173/2016 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4924/2012 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και ότι ως προς τα “κεφάλαια” αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 207/2017 ό.π.). Από την ως άνω δε διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, συνάγεται, επίσης, ότι αν η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές απεφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα από το Εφετείο, ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 892/2013). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009).

Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 1/1999, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1523/2014 ό.π., ΑΠ 253/2013).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τις με αριθμ. . και ../11-1-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……..και ……., οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μ’ επιμέλεια της ενάγουσας, ύστερα από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων σύμφωνα με το ισχύον τότε άρθρο 671 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθμ. …….. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη εταιρεία –πρώτη εκκαλούσα-, με την επωνυμία «……..», τυγχάνει ετερόρρυθμη εταιρία, η οποία συνεστήθη, δυνάμει του από 22.11.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο καταχωρήθηκε νόμιμα στο Γ.Ε.Μ.Η., με αριθμό …/25.11.2011, από το δεύτερο των εναγομένων, ……….. (δεύτερο εκκαλούντα) και τον τέταρτο των εναγομένων, ……… (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), οι οποίοι συμφώνησαν να μετέχουν στην εταιρία ο μεν πρώτος, ως ομόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη και τις ζημίες κατά 75%, ο δε δεύτερος, ως ετερόρρυθμος εταίρος, με αντίστοιχο ποσοστό συμμετοχής 25%, ποσοστά ανάλογα της συνεισφοράς τους στο εταιρικό κεφάλαιο που είχε ορισθεί στο ποσό των 10.000 ευρώ (προς σχηματισμό του οποίου είχαν καταβάλει 7.500 ευρώ ο πρώτος και 2.500 ευρώ ο δεύτερος). Νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της ανωτέρω εταιρίας είχε διορισθεί ο ομόρρυθμος εταίρος ………., ο οποίος είχε ορισθεί και ο υπεύθυνος λειτουργίας του ταμείου της επιχείρησης. Αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας της ανωτέρω εταιρίας ήταν η εκμετάλλευση μπαρ – καφετέριας και μεζεδοπωλείου, ενώ ως έδρα της ορίσθηκε η πόλη του …, επί της οδού ……….. Ο χρόνος διάρκειας της ανωτέρω εταιρίας ορίσθηκε αόριστος, ενώ προβλέφθηκε στο συμφωνητικό ότι σε περίπτωση διαλύσεως της εταιρίας από οποιαδήποτε αιτία, αυτή πρέπει να τεθεί αμέσως σε εκκαθάριση ορίζοντας από τώρα ως εκκαθαριστές όλους τους εταίρους, ότι κατά την εκκαθάριση της εταιρικής περιουσίας θα προηγείται η καταβολή των προς τρίτους χρεών της εταιρίας ως και η καταβολή τυχόν υφισταμένων φόρων του Δημοσίου και δημοτικών φόρων, ότι στη συνέχεια το προϊόν της ρευστοποίησης της εταιρικής περιουσίας ότι θα περιέχεται σε όλους τους ομόρρυθμους εταίρους σε αναλογία με το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία, ότι κάθε διαφωνία σε οποιοδήποτε θέμα, διαφορά ή διένεξη, αναφυόμενη εκ της εταιρίας και της εκκαθαρίσεως αυτής μέχρι της πραγματοποιήσεως της διανομής της εταιρικής περιουσίας, θα λύνεται όχι δικαστικώς, αλλά διαιτητικώς, υπό τρίτων διαιτητών, οριζομένων αντιστοίχως από ένα διαιτητή ο κάθε εταίρος, ότι σε περίπτωση διαφωνίας των διαιτητών θα διορίζεται από αυτούς επιδιαιτητής ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι η απόφαση του διαιτητή και του επιδιαιτητή, λαμβανομένη ελεύθερα και δίχως περιορισμό υπό των δικονομικών τύπων ότι θα είναι υποχρεωτική για όλους τους εταίρους, οριστική, τελεσίδικος και αμετάκλητος, σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο υποκείμενη. ΄Εκτοτε, οι ανωτέρω …… και .. … άρχισαν να λειτουργούν καφετέρια – μπαρ με το διακριτικό τίτλο «….», στον … Αττικής και στη διεύθυνση της έδρας της συσταθείσας από αυτούς εταιρίας, επί της ……..2, σε κατάστημα επιφανείας 400,43 τ.μ. και επιφανείας βοηθητικών χώρων 57,86 τ.μ.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε, την 29-11-2011, μεταξύ της ενάγουσας, …….. και της πρώτης εναγομένης, ως άνω Ετερόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στον …, επί της οδού ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η ενάγουσα προσελήφθη για να εργαστεί στην ως άνω επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, με την ειδικότητα της λαντζέρισσας. Οι αποδοχές της ενάγουσας συμφωνήθηκαν να ανέρχονται στο ποσό των τριών (3) ευρώ την ώρα, ενώ ο χρόνος εργασίας της οριοθετήθηκε σε πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, απασχολούμενη επί έξι ώρες καθ’ εκάστη ημέρα εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της ημέρας της Κυριακής. Στις προσκομιζόμενες από τους δύο πρώτους εναγομένους (εκκαλούντες) αποδείξεις πληρωμής αποδοχών αναγράφεται μεν ότι η ενάγουσα εργαζόταν οκτώ (8) ημέρες μηνιαίως, ήτοι δύο (2) ημέρες εβδομαδιαίως, για τρεις (3) ώρες εκάστη ημέρα, έναντι μηνιαίων αποδοχών 119,36 ευρώ, πλην, όμως, τ’ αναφερόμενα στις ανωτέρω αποδείξεις δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό ωράριο εργασίας της ενάγουσας. Ειδικότερα, το ωράριο απασχόλησης της ενάγουσας κατά το χρόνο παροχής της εργασίας της στην πρώτη εναγομένη ήταν από 19.00 – 01.00. Στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης εργάστηκε η ενάγουσα μέχρι την 30/11/2013, οπότε και η επιχείρηση διέκοψε προσωρινά τη λειτουργία της, λόγω της έκδοσης της από 25-11-2013 Διαταγής Απόδοσης Μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκτελέσθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2014, οπότε και έλαβε χώρα βίαιη αποβολή της πρώτης εναγομένης και εγκατάσταση του κυρίου του ακινήτου, …………. Η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης οφειλόταν στην κακή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η πρώτη εναγομένη εταιρία και στη δημιουργία χρεών, που δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν. Ωστόσο, η σχέση εργασίας της ενάγουσας με την πρώτη εναγομένη, στην οποία είχε υποσχεθεί η πρώτη εναγομένη, δια του νομίμου εκπροσώπου της, ότι θα συνεχίσει να την απασχολεί από τις αρχές του επόμενου έτους, συνέχισε να υφίσταται, ως μη καταγγελθείσα, η δε ενάγουσα αμειβόταν από την τελευταία έως τέλη του Φεβρουαρίου του έτους 2014 (19-2-2014), οπότε και συνέχισε να παρέχει την εργασία της στην ίδια επιχείρηση, εκπροσωπούμενη, όμως, πλέον από την Ετερόρρυθμη εταιρία υπό την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο .. Αττικής, επί της οδού …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται (τρίτη εναγομένη – μη διάδικο στην παρούσα δίκη) από το διαχειριστή της, πρώην εταίρο της πρώτης εναγομένης, ……., κάτοικο Νίκαιας (τέταρτο εναγόμενο – μη διάδικο στην παρούσα δίκη). Στις 21-02-2014 δε, ο …….., κάτοικος Νίκαιας (τέταρτος εναγόμενος – μη διάδικος στην παρούσα δίκη), ο οποίος είχε αναλάβει κατόπιν συμφωνίας με το δεύτερο εναγόμενο, τη συνέχιση της λειτουργίας της ίδιας επιχείρησης, στην οποία ήδη ήταν συνέταιρος, πέτυχε την αποσφράγιση του καταστήματος, λαμβάνοντας νέα προέγκριση αδειοδότησης στο όνομά του. Συνήψε, επίσης, νέο ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως με τον ανωτέρω ιδιοκτήτη του ακινήτου……….., με ημερομηνία 23-1-2014, για το οποίο υπεβλήθη δήλωση στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας στην Εφορία με αρ. …. στις 12-2-2014 (διαδικτυακά στο Taxisnet), στην οποία αναφέρεται ότι «η μίσθωση αποτελεί συνέχεια προηγούμενης», ήτοι ότι υφίσταται διαδοχή στη μίσθωση, η οποία εν προκειμένω οφείλεται στη συνέχιση της ίδιας επιχείρησης. Διάρκεια της μισθώσεως ορίσθηκε από 22-1-2014 έως 19-10-2020, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το πρώτο έτος σε 4.200 ευρώ, σταδιακά αναπροσαρμοζόμενο κατά τον ειδικότερο όρο του ανωτέρω συμφωνητικού. Περαιτέρω, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη και κατά το κεφάλαιο αυτό, που αφορά στους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, απλούς ομοδίκους των εκκαλούντων (πρώτου και δευτέρου των εναγομένων), δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση, κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  με την υπό κρίση έφεση, εφόσον αυτή ασκήθηκε μόνον από τους δύο πρώτους εναγομένους, ότι στις 20-2-2014 η ενάγουσα μετά της τρίτης εναγομένης, εκπροσωπούμενη από τον τέταρτο εναγόμενο, κατήρτισε ατομική σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την οποία συμφωνήθηκε να εργασθεί στην επιχείρηση της τρίτης εναγομένης υπό την ειδικότητα της ταμία, απασχολούμενη επί πέντε ημέρες και επί είκοσι ώρες εβδομαδιαίως, ειδικότερα δε ότι συμφωνήθηκε να εργάζεται κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή και με ωράριο ημερήσιας απασχόλησης από 19.00 έως 23.00, αντί μηνιαίων αποδοχών 293,04 ευρώ, ότι εν συνεχεία, στις 13-3-2014 η ενάγουσα συνήψε νέα ατομική σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης με την τρίτη εναγομένη, εκπροσωπούμενη από τον τέταρτο εναγόμενο, σύμφωνα με την οποία συμφωνήθηκε να απασχολείται εφεξής τρεις μόνο ημέρες και ειδικότερα κατά τις ημέρες της Πέμπτης, Παρασκευής και του Σαββάτου με ωράριο ημερήσιας απασχόλησης από 19.00 έως 23.00 αντί μηνιαίων αποδοχών 193,41 ευρώ και ότι κατά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής γνωστοποίησε νομίμως την ιδιότητά της ως έγγαμης. Αναφορικά δε με το νόμιμο κατώτατο όριο αμοιβής της ενάγουσας καθ’ όλο το χρονικό διάστημα απασχόλησής της, αυτό καθοριζόταν, από 29-11-2011, από τη Διαιτητική Απόφαση του έτους 2010, η οποία καθόριζε τους όρους εργασίας και αμοιβής του προσωπικού Τουριστικών και Επισιτιστικών Καταστημάτων «Καφενείων, Μπαρ κλπ» όλης της χώρας, έως την 14-5-2013, οπότε και έληξε η ισχύς της, σύμφωνα με το Παράρτημα V-1 υπό Ε΄ σημείο 29 του Ν. 4046/2012, σε συνδυασμό με άρθρο 1 παρ. 6 αυτού και από 14-5-2013 έως 19-02-2014 και εν συνεχεία έως το χρόνο λύσεως της συμβάσεώς της (27/06/2015) (μη επίδικο από 19-02-2014 έως 27-06-2015, με την υπό κρίση έφεση, χρονικό διάστημα), από την ΕΓΣΣΕ, που καταρτίσθηκε μετά το Ν. 4046/2012 (άρ. 1 παρ. 6) καθώς και την 6η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου του 2012. Με βάση τα όσα προβλέπουν τα ανωτέρω νομοθετήματα, στην ενάγουσα οφείλονται τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: 1) Η ενάγουσα, για το χρονικό διάστημα εργασίας της από 29-11-2011 έως και 14-5-2013, υπαγόταν στους εργαζομένους της περίπτωσης Ι του άρθρου 1 της Διαιτητικής Απόφασης 36/2010 «Για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων όλης της χώρας» (Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης: 19/2-8-2010), η οποία ίσχυσε έως την 14-5-2013, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012. Σύμφωνα με την ανωτέρω διαιτητική απόφαση έπρεπε να λαμβάνει βασικό μηνιαίο μισθό 842,13 ευρώ και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 84,21 ευρώ (10% βασικού μισθού), ήτοι συνολικά μικτό μισθό 926,34 ευρώ. Δικαίωμα για επίδομα γάμου δεν αποδεικνύεται ότι είχε θεμελιώσει κατά τον επίδικο χρόνο καθώς δεν αποδεικνύεται ότι γνωστοποίησε το γεγονός αυτό δια της προσκόμισης σχετικής ληξιαρχικής πράξεως γάμου στον εργοδότη της, ούτε προσβάλλεται κατά τούτο η εκκαλούμενη. Με βάση τον ανωτέρω νόμιμο μισθό, οι νόμιμες εβδομαδιαίες αποδοχές της ανέρχονταν σε 6/25 Χ 926,34 = 222,32 ευρώ και το νόμιμο ωρομίσθιό της σε 222,32 : 40 = 5,56 ευρώ. Ωστόσο στην ενάγουσα καταβάλλονταν ωρομίσθιο 3 ευρώ και επομένως της οφείλεται η διαφορά ισόποση με 5,56 – 3 = 2,56 ευρώ ημερησίως και 2,56 Χ 6 ώρες εργασίας ημερησίως = 15,36 ευρώ ημερησίως και για 380 ημέρες που εργάσθηκε κατά το επίδικο διάστημα της οφείλεται η διαφορά ύψους 380 Χ 15,36 ευρώ = 5.836,80 ευρώ. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα δεν παρείχε εργασία στους εκκαλούντες πέραν των έξι ωρών ημερησίως, οπότε δεν της οφείλεται αμοιβή για υπερεργασία και νόμιμη υπερωρία, δεν ασκήθηκε δε έφεση από την ενάγουσα ως προς τα κονδύλια αυτά. Επίσης, για τις ημέρες των Κυριακών, κατά τις οποίες η ενάγουσα απασχολήθηκε, της οφείλεται αμοιβή ισόποση με 5,56 ευρώ ωρομίσθιο Χ 6 ώρες = 33,36 ευρώ Χ 75% (Υ.Α. 25825/1951 του νόμιμο ημερομισθίου) = 25,02 ευρώ για εκάστη Κυριακή που εργάσθηκε και για 74 Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος 74 Χ 25,02 ευρώ = 1.851,48 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες ΚΥΑ, οι νυχτερινές ώρες απασχόλησης, ήτοι από τις 22.00  μ.μ. έως 5.59 π.μ. αμείβονται με προσαύξηση του κατά 25% του ελάχιστου όρου του μισθού του (Υ.Α. Υπ. Οικ. και Εργ. Αρ. 18310/1946). Η ενάγουσα απασχολήθηκε κατά τις νυχτερινές ώρες και ειδικότερα από 22.00 – 01.00, ήτοι επί 3 ώρες ημερησίως και επομένως δικαιούται προσαύξηση 25% επί του νομίμου ημερομισθίου της, ήτοι (25% Χ 5,56 ευρώ =) 1,39 ευρώ Χ 3 ώρες = 4,17 ευρώ ημερησίως Χ 380 ημέρες = 1.584,60 ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έτους 2012 δικαιούται δε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 της Υπουργικής Απόφασης 19040/81, 25 ημερομίσθια, ήτοι 926,34 ευρώ και για δώρο Πάσχα του ίδιου έτους δικαιούται 463,17 ευρώ. Για δε την εργασία της από 1-1-2013 έως 30-4-2013 δικαιούται επίδομα εορτών Πάσχα 463,17 ευρώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. 1 α του Α.Ν. 539/1946 (ΦΕΚ 229 όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 13 Ν. 3227/2004 και την παρ. 1 άρθρο 1 Ν. 3302/2004 ΦΕΚ 267/28-12-2004) κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια (20) εργασίμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγεί την αναλογία της κανονικής άδειας μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους στο οποίο προσελήφθη ο μισθωτός (άρ. 2 παρ. 1 β ίδιου νόμου). Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος η άδεια επαυξάνεται κατά μία ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης, ήτοι ο μισθωτός δικαιούται 21 εργάσιμες ημέρες άδεια (άρθρο 2 παρ. 1 β΄ ίδιου νόμου). Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 παρ. 5 του Α.Ν. 539/1945 (όπως τροποποιήθηκε από το άρ. 1 παρ. 3 Ν. 1346/1983), σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (όπως απόλυσή του) και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, τότε δικαιούται τη λεγόμενη αποζημίωση αδείας, ήτοι της αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια, οι οποίες αντιστοιχούν σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης (ή τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για όσους αμείβονται με μισθό) (άρθρο 5 παρ. 4 του ίδιου νόμου) ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση για άλλο λόγο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 ο εργαζόμενος μαζί με την καταβολή της άδειάς του δικαιούται και το επίδομα αδείας το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15νθημέρου (του μηνιαίου μισθού) για τους με μηνιαίο μισθό αμειβόμενους και τα 13 ημερομίσθια για τους εργάτες και αν η σχέση εργασίας λήξει με καταγγελία άνευ πταίσματος του μισθωτού πριν αυτός συμπληρώσει δωδεκάμηνη συνεχή απασχόληση στον ίδιο εργοδότη, τότε αυτός δικαιούται να λάβει μέρος του επιδόματος αδείας ανάλογα με το χρόνο της εργασιακής σχέσης από την πρόσληψη ή λήψη του προηγούμενου επιδόματος μέχρι τη λύση της σύμβασης. Σύμφωνα με τα ανωτέρω η πρώτη εναγομένη έπρεπε να χορηγήσει στη ενάγουσα μέχρι 31/12/2011, για το πρώτο ημερολογιακό έτος 2011 που εργάσθηκε 1,03 μήνες (29.11 – 31.12.2011), 2 ημέρες άδεια αναψυχής, ήτοι 20 ημέρες που προβλέπει ο νόμος για το πρώτο ημερολογιακό έτος από την πρόσληψη (20:12 = 1,666 ανά μήνα Χ 1,03 μήνες που εργάσθηκε), ημέρες άδειας, τις οποίες, όμως, δεν της χορήγησε και, επομένως, της οφείλουν ως αποζημίωση άδειας τις αποδοχές που θα της έδινε αν αυτή (άδεια) της είχε χορηγηθεί, που αντιστοιχούν σε δύο ημερομίσθια, ήτοι 2/25 Χ 926,34 ευρώ = 74,11 ευρώ και επίδομα αδείας 13 ημέρες : 12 = 1,083 ανά μήνα Χ 1,03 μήνες που εργάσθηκε = 1 ημέρα, ήτοι 926,34 ευρώ Χ 25 = 37,05 ευρώ. Για το επόμενο έτος 2012, από 1-1-2012 έως 29-11-2012, ήτοι έως τη συμπλήρωση ενός έτους εργασίας δικαιούται 20:12 = 1,666 ανά μήνα Χ 10,967 μήνες χρονικού διαστήματος = 18 (παραλείπεται το κλάσμα) ημέρες άδειας και αποζημίωση 18 Χ 926,34 ευρώ / 25 = 666,96 ευρώ και για το επόμενο διάστημα από 29-11-2011 της οφείλεται 21: 12 = 1,76 ανά μήνα Χ 1,067 χρονικού διαστήματος = 1,87 μήνες που εργάσθηκε Χ 926,34 ευρώ Χ 25 = 69,29 ευρώ και συνολικά 736,25 ευρώ και επίδομα αδείας 13 μερών, ήτοι 926,34/25 Χ 13 = 381,70 ευρώ. ΙΙ) Από 15-5-2013 δυνάμει του Ν. 4046/2012 και ως 19-02-2014, οπότε και έπαυσε να απασχολείται ως λαντζέρισσα, το νόμιμο ημερομίσθιο του εργατοτεχνίτη άνω των είκοσι πέντε ετών (η ενάγουσα έχει γεννηθεί στις 2-11-1968) ανερχόταν σε 26,18 ευρώ και επομένως το νόμιμο ωρομίσθιο ανερχόταν σε 26,18 ευρώ Χ 6 ημέρες = 157,08 ευρώ, νόμιμα εβδομαδιαίες αποδοχές : 40 ώρες νόμιμο ωράριο = 3,93 ευρώ αντί των 3 ευρώ που της καταβαλλόταν και επομένως για έξι ώρες εργασίας ημερησίως δικαιούται διαφορά ισόποση με (3,93 ευρώ Χ 6) – (3 ευρώ Χ 6) = 23,58 ευρώ νόμιμη αμοιβή – 18 ευρώ ληφθείσα = 5,58 ευρώ ημερησίως και για το χρονικό διάστημα από 15-5-2013 έως και 31-12-2013, ήτοι για 164 ημέρες 5,58  Χ 164 ημέρες = 915,12 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 19-2-2014, ήτοι για 37 ημέρες, 5,58 ευρώ Χ 37 ημέρες = 206,46 ευρώ. Για το ίδιο χρονικό διάστημα δεν της οφείλεται αμοιβή για υπεργασία και νόμιμη υπερωρία, για τις ημέρες, όμως, των Κυριακών που εργάσθηκε, της οφείλεται αμοιβή ίση με 3,93 ευρώ ωρομίσθιο Χ 6 ώρες = 23,58 ευρώ Χ 75% = 17,69 ευρώ για εκάστη Κυριακή που εργάσθηκε και για 33 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 15-5-2013 έως 31-12-2013 της οφείλεται αμοιβή ίση με 33 Χ 17,69 = 583,77 ευρώ, ενώ για 7 Κυριακές του επόμενου χρονικού διαστήματος από 1-1-2014 έως 19-2-2014 (μη εκκλητό κεφάλαιο) της οφείλεται αμοιβή 7 Χ 17,69 = 123,83 ευρώ. Για τη νυχτερινή εργασία της οφείλεται προσαύξηση 3,93 Χ 25% = 0,98 ευρώ για κάθε ώρα και ημερησίως με δεδομένο ότι εργαζόταν από τις 22.00 έως την 01.00 0,98 Χ 3 ώρες = 2,94 ευρώ και για 164 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 15-5-2013 έως 31-12-2013, 2,94 Χ 164 ημέρες = 482,16 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 19-2-2014 (μη εκκλητό κεφάλαιο), ήτοι για 37 ημέρες, 2,94 ευρώ Χ 37 ημέρες = 108,78 ευρώ. Για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2013 της οφείλεται 26,18 ευρώ ημερομίσθιο Χ 25 ημέρες = 654,50 ευρώ και για αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2014 για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 19-2-2014 (μη εκκλητό κεφάλαιο) της οφείλεται για 50 ημέρες εργασίας, ήτοι για 6,25 8ήμερα ένα ημερομίσθιο εκ 26,18 ευρώ, ήτοι 6,25 Χ 26,18 = 163,63 ευρώ. Για αποδοχές αδείας έτους 2013, με δεδομένο ότι προσελήφθη στις 28-11-2011 και επομένως την 1-1-2013 είχε συμπληρώσει ένα έτος εργασίας στον ίδιο εργοδότη, της οφείλεται αμοιβή 21 ημερομισθίων και επίδομα αδείας 13 ημερομισθίων. Ο μέσος όρος βασικών μηνιαίων αποδοχών της ισούται με: Από 1-1-2013 έως 15-5-2013 = 4,5 μήνες Χ 37,05 ευρώ ημερομίσθιο Χ 25 ημέρες μηνιαίως = 4.168,13 και από 16-5-2013 έως 31-12-2013 = 7,5 μήνες Χ 26,18 ευρώ ημερομίσθιο Χ 25 ημέρες = 4.908,75 + 4.168,13 = 9.076,88 ευρώ τακτικές αποδοχές έτους 2013 : 12 μήνες = 756,41 ευρώ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 = 30,26 ευρώ μέσος όρος αμειβομένου ημερομισθίου. Επομένως η αποζημίωση αδείας έτους 2013 που δικαιούται ισούται με 21 ημερομίσθια Χ 30,26 = 635,46 και το αντίστοιχο επίδομα αδείας 13 Χ 30,26 = 393,38 ευρώ. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη έγιναν δεκτά τ’ ακόλουθα, τα οποία, όμως, δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης, καθώς, κατά τα κεφάλαια αυτά, που αφορούν στους λοιπούς απλούς ομοδίκους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση, κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  με την υπό κρίση έφεση, εφόσον αυτή ασκήθηκε μόνον από τους δύο πρώτους εναγομένους, ήτοι «….ΙΙΙ) … για το χρονικό διάστημα από 20-2-2014 έως 13-3-2014, ότε και εμισθοδοτείτο πλέον από τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, στους οποίους συνέχισε να παρέχει την εργασία της υπό την ειδικότητα του ταμία, συμφωνήθηκε να λαμβάνει μηνιαίως το ποσό των 293,04 ευρώ. Το ποσό αυτό της αμοιβής της το ελάμβανε έως την 13-3-2014, ότε και έλαβε χώρα νέα τροποποίηση της εργασιακής της συμβάσεως. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 20-2-2014 έως 13-3-2014, συνέχισε να απασχολείται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, πλην όμως οι ώρες εργασίας της, λόγω της φύσεώς της, που ήταν νυχτερινή, εκτείνονταν έως έξι ώρες ημερησίως και δεν περιορίζονταν σε τέσσερις, όπως είχε προβλεφθεί στην από 20-2-2014 σύμβαση, σύμφωνα με το σχετικό όρο της οποίας η ενάγουσα θα παρείχε εργασία είκοσι ωρών εβδομαδιαίως εκτεινόμενες σε πέντε ημέρες. Ως εκ τούτου, επειδή το ωράριο απασχόλησής της ήταν εξάωρο, οι νόμιμες αποδοχές της για τις ώρες εργασίας της ανέρχονταν μηναιίως σε [586,08 ευρώ νόμιμος μισθός ΕΓΣΣΕ Χ 30 ώρες εβδομαδιαίως (=5 ημέρες Χ 6 ώρες) / 40 πλήρες ωράριο εργασίας = ] 439,56 ευρώ, πλην, όμως, αυτή ελάμβανε μόνο 293,04 ευρώ και επομένως της οφείλεται η εκ των τιμών αυτών διαφορά ισόποση με 146,52 ευρώ κατά μήνα. Αναφορικά με το αιτούμενο επίδομα γάμου, δεν αποδεικνύεται ούτε κατά το χρόνο αυτό ότι είχε καταθέσει στους εργοδότες της ληξιαρχική πράξη γάμου ώστε να δικαιούται το επίδομα γάμου, δεδομένου ότι η μεταξύ τους υπογραφείσα σύμβαση δεν την αναφέρει ως έγγαμη ενώ στο σχετικό έντυπο αναγγελίας της πρόσληψής της προς τον ΟΑΕΔ αναφέρεται ως άγαμη. Ωστόσο εκτιμάται ότι λόγω της φύσεως της εργασίας της και του ωραρίου λειτουργίας της επιχείρησης, ο χρόνος ημερήσιας απασχόλησής της έφθανε έως και την 01.00 νυχτερινή. Για το χρονικό δε διάστημα από 20-2014 έως 13-3-2014, της οφείλεται διαφορά 21 ημέρες Χ 146,52 ευρώ / 30 ημέρες μηνός = 102,56 ευρώ, αμοιβή για νυχτερινή εργασία 3 ώρες Χ 3,52 ωρομίσθιο (439,56 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 6/25 = 105,49 εβδομαδιαία αμοιβή : 30 ώρες εργασίας = 3,52 ευρώ ωρομίσθιο) Χ 25% = 2,64 ευρώ προσαύξηση ημερησίως Χ 15 ημέρες = 39,60 ευρώ, αμοιβή για εργασία κατά τρεις ημέρες Κυριακών ίση με 439,56 ευρώ : 25 = 17,58 ευρώ Χ 75% = 13,19 ευρώ Χ 3 Κυριακές = 39,56 ευρώ. Περαιτέρω, της οφείλεται αναλογία επιδόματος αδείας Πάσχα έτους 2014, ίση με 439,56 : 2 Χ 22 ημέρες Χ 120 ημέρες χρονικού διαστήματος = 40,29 ευρώ. IV) Από 13-3-2014, που μειώθηκαν οι ημέρες απασχόλησής της από πέντε σε τρεις, απασχολούμενη έκτοτε μόνο κατά τις ημέρες της Πέμπτης, Παρασκευής και του Σαββάτου επί εξάωρο όμως, έως και την 29-11-2014, που συμπλήρωσε τριετή προϋπηρεσία στους εναγομένους, οι νόμιμες αποδοχές της ανέρχονταν σε 586,08 βασικός μισθός πλήρους απασχόλησης + 58,61 ευρώ επίδομα γάμου, αφού έλαβε χώρα η σχετική γνωστοποίηση στους εργοδότες της ως αποδεικνύεται από την τροποποιητική σύμβαση (10% επί του βασικού μισθού) = 644,09 ευρώ και για την τριήμερη επί εξάωρο ημερησίως απασχόλησή της 644,69 Χ 18 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης / 40 ώρες πλήρους απασχόλησης = 290,11 ευρώ. Ωστόσο η ενάγουσα ελάμβανε μηνιαίως 193,41 ευρώ και επομένως της οφείλεται η διαφορά ισόποση με 290,11 – 193,41 = 96,70 ευρώ και για το χρονικό διάστημα εργασίας από 13-3-2014 έως 29-11-2014, ήτοι για 8,6 μήνες Χ 96,70 = 831,62 ευρώ. Περαιτέρω της οφείλεται αμοιβή για νυχτερινή εργασία ίση με 25% ωρομισθίου της ήτοι 290,11 Χ 6/25 = 69,63 εβδομαδιαία αμοιβή και αμοιβή ωρομισθίου 69,63 : 18 ώρες = 3,87 ευρώ Χ 25% προσαύξηση = 0,97 ευρώ προσαύξηση ωριαία Χ 3 ώρες νυχτερινής απασχόλησης ημερησίως = 2,91 ευρώ ημερησίως Χ 114 ημέρες απασχόλησης χρονικού διαστήματος = 331,74 ευρώ. Αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής δεν δικαιούται η ενάγουσα για την υπό κρίση χρονική περίοδο καθώς με νέο συμφωνητικό περιορίσθηκαν οι ημέρες παροχής της εργασίας της ως ανωτέρω αναφέρονται και εντός αυτών δεν συμπεριλαμβάνεται η ημέρα της Κυριακής. V) Για το χρονικό διάστημα από 1-12-2014 έως 27-6-2015, ο νόμιμος μισθός για υπάλληλο που απασχολείται με πλήρες ωράριο υπό τα προσόντα της ενάγουσας ανέρχεται σε 586,08 ευρώ + επίδομα γάμου 10% : 58,61 ευρώ + επίδομα τριετίας 10% : 58,61 ευρώ = 703,30 ευρώ και για την τριήμερη επί εξάωρο ημερησίως απασχόλησή της 703,30 ευρώ Χ 18 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης / 40 ώρες πλήρους απασχόλησης = 316,49 ευρώ. Ωστόσο η ενάγουσα ελάμβανε μηνιαίως 193,41 ευρώ και επομένως της οφείλεται η διαφορά ισόποση με 316,49 – 193,41 = 123,08 ευρώ και για το χρονικό διάστημα εργασίας από 1-12-2014 έως 27-6-2015, ήτοι για 6,9 μήνες Χ 123,08 = 849,05 ευρώ. Περαιτέρω, της οφείλεται αμοιβή για νυχτερινή εργασία ίση με 25% επί του ωρομισθίου της ήτοι 316,49 ευρώ νόμιμες αποδοχές Χ 6/25 = 75,96 ευρώ εβδομαδιαία αμοιβή και αμοιβή ωρομισθίου 75,96 : 18 ώρες = 4,22 ευρώ Χ 25% = 1,06 Χ 3 ώρες νυχτερινής απασχόλησης ημερησίως = 3,18 ευρώ ημερησίως Χ 90 ημέρες απασχόλησης χρονικού διαστήματος = 286,20 ευρώ. Το οφειλόμενο σε αυτήν επίδομα Χριστουγέννων έτους 2014 ανέρχεται σε 290,11 Χ 7 μήνες + 316,49 = 2.347,26 : 8 = 293,41 ευρώ. Η οφειλόμενη σε αυτήν αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2014 για το χρονικό διάστημα από 13-3-2014 έως 30-4-2014 ανέρχεται σε 290,11 ευρώ : 2 X 49 ημέρες εργασίας / 120 ημέρες χρονικού διαστήματος = 59,23. Συνεπώς το οφειλόμενο στην ενάγουσα δώρο Πάσχα έτους 2014 ανέρχεται σε 163,63 + 40,29 + 59,23 = 263,15 ευρώ. Επίσης, οφείλεται στην ενάγουσα επίδομα Πάσχα έτους 2015, ισόποσο με 316,49 : 2 = 158,25 ευρώ. Περαιτέρω για το έτος 2014 οφείλεται στην ενάγουσα αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας. Για τον υπολογισμό τους πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι η ενάγουσα από 1-1-2014 έως 19-2-2014 εδικαιούτο ημερομίσθιο 26,18 ευρώ, ήτοι μηνιαίως (Χ 25) 654,50 ευρώ, από 20-2-2014 έως 13-3-2014 εδικαιούτο μηνιαίες αποδοχές 439,56 ευρώ, από 14-3-2014 έως 29-11-2014 290,11 ευρώ και από 1-12-2014 έως 31-12-2014 316,49 ευρώ, ήτοι συνολικά για όλο το έτος 1,633 μήνες Χ 654,50 ευρώ + 0,7 μήνες Χ 439,56 ευρώ + 8,4 μήνες Χ 290,11 ευρώ + 1 μήνας Χ 316,49 ευρώ = 4.129,90 ευρώ : 12 = 344,16 ευρώ ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της έτους 2014 και επομένως δικαιούται για αποδοχές αδείας 344,16 : 25 ημέρες = 13,77 Χ 21 ημέρες έχοντας συμπληρώσει κατά την έναρξη του έτους 2014 δύο έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη = 289,17 ευρώ και επίδομα αδείας 13 ημερομίσθια Χ 13,77 ευρώ = 179,01 ευρώ. Λόγω δε της απόλυσής της στις 27-6-2015 της οφείλεται αποζημίωση αδείας δύο ημερομισθίων για κάθε μήνα απασχόλησής της εντός του έτους αυτού και ως εκ τούτου της οφείλεται 11,8 (5,9 μήνες απασχόλησης εντός του έτους 2015) ημερομίσθια Χ 316,49 ευρώ μηνιαίως : 25 ημέρες = 149,38 ευρώ και επίδομα αδείας το ήμισυ αυτού 74,69 ευρώ. Τέλος για την απόλυσή της την 27-6-2015 δικαιούται 2 μεικτούς μισθούς και επιπλέον προσαύξηση 1/6, ήτοι συνολικό ποσό 316,49 Χ 2 = 632,98 ευρώ + 105,50 ευρώ = 738,48 ευρώ, έναντι του οποίου της έχει καταβληθεί ποσό 451,21 ευρώ και επομένως της οφείλεται η διαφορά ισόποση με 287,27 ευρώ…». Στη συνέχεια, με την εκκαλουμένη και κατά τα μη προσβληθέντα με την υπό κρίση έφεση κεφάλαια, καθώς αφορούν τους λοιπούς μη εκκαλούντες απλούς ομοδίκους, έγινε δεκτό ότι «…Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι εργαζόταν υπερωριακώς κάθε μέρα δεδομένου ότι οι ταμίες εργάζονταν σε βάρδιες σύμφωνα με το εβδομαδιαίο πρόγραμμα χωρίς να υπάρχει ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης αφού υπήρχε πληθώρα εργαζομένων που κάλυπταν τις ανάγκες του καταστήματος, χωρίς να χρειασθεί να υπερβούν το νόμιμο ημερήσιο ωράριο. Περαιτέρω, η σύναψη μεταγενέστερης τροποποιητικής συμβάσεως εργασίας αποδεικνύει τη βούληση των εργοδοτών της ενάγουσας να περιορίσουν το χρόνο απασχόλησής της και δεν εκτιμάται ότι η ενάγουσα θα υπέγραφε τη σύμβαση ότι θα εργάζεται για τρεις ημέρες εάν πράγματι είχε συμφωνηθεί να εργάζεται επί έξι ημέρες. Εκτιμάται περαιτέρω ότι τυχόν περαιτέρω παραμονή της ενάγουσας σε άλλα χρονικά διαστήματα, πέραν των όσων αναφέρονται ανωτέρω οφειλόταν όχι στην πρόθεση αυτής να παράσχει εργασία αλλά προς υποστήριξη της παραμονής στο κατάστημα του συζύγου της, ο οποίος είχε επενδύσει στην επιχείρηση χρηματικό ποσό 45.000 ευρώ και τακτικά προσερχόταν στο χώρο προκειμένου να παρακολουθεί την πορεία της επιχείρησης…». Τ’ ανωτέρω, όπως σαφώς συνάγεται από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης και στην αναφορά της άσκησης από την ενάγουσα καθηκόντων ταμία, αναφέρονται στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στην τρίτη εναγομένη (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), ήτοι από 20/02/2014 και εντεύθεν και όχι κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της στην πρώτη εναγομένη εταιρία. Περαιτέρω, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι «…Για τα οφειλόμενα στην ενάγουσα έως την 19-2-2014 ευθύνονται άπαντες οι εναγόμενοι, ήτοι η πρώτη εναγομένη εταιρία που προσέλαβε και απασχόλησε την ενάγουσα έως το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο δεύτερος εναγόμενος ως ομόρρυθμος εταίρος ευθυνόμενος για τα χρέη της πρώτης με την προσωπική του περιουσία, η τρίτη εναγομένη στην οποία μεταβιβάσθηκε η επιχείρηση της πρώτης και ο τέταρτος εναγόμενος ως ομόρρυθμος εταίρος της τρίτης εταιρίας ενεχόμενος εις ολόκληρον με την πρώτη για τις υποχρεώσεις της, ωστόσο επειδή το αίτημα για τους δύο πρώτους εκτείνεται έως την 31-12-2013, η επιδίκαση των εις βάρος τους απαιτήσεων της ενάγουσας θα περιορισθούν στο χρόνο αυτό…». Αναφορικά με το μη εκκληθέν, με την υπό κρίση έφεση, κεφάλαιο της εκκαλουμένης σχετικά με τη μεταβίβαση της επιχείρησης από τους δύο πρώτους και τον τέταρτο (ετερόρρυθμο εταίρο της πρώτης) (εκκαλούντες) εξ ολοκλήρου στην τρίτη και τον τέταρτο των εναγομένων (μη διαδίκους), τις συνθήκες της μεταβίβασης αυτής και της εις ολόκληρον ευθύνης τους, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, ότι η πρώτη εναγομένη εταιρία, περί τα μέσα του έτους 2011, είχε περιέλθει σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, έχοντας δημιουργήσει χρέη προς το δημόσιο, το ΙΚΑ και το Δήμο, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος είχε προσπαθήσει να ενισχύσει οικονομικά την εταιρία, πείθοντας το σύζυγο της ενάγουσας να συνεισφέρει στην επιχείρηση 45.000 ευρώ, το οποίο και ο τελευταίος έπραξε περί τα τέλη του Νοεμβρίου του έτους 2012, με την υπόσχεση ότι θα τον καθιστούσε συνέταιρο, ομοίως δε είχε πράξει περίπου ένα έτος νωρίτερα και με έτερο άτομο, τον Ιγνάτιο Κατσούφο, από τον οποίο απέσπασε αντίστοιχο χρηματικό ποσό, ότι τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν κατά ένα μέρος για την ανακαίνιση του καταστήματος το καλοκαίρι του έτους 2013, ωστόσο ήταν αντιληπτό στους συνέταιρους, δεύτερο και τέταρτο των εναγομένων, ότι δεν θα μπορούσε η επιχείρηση να παρουσιάσει έσοδα από τη στιγμή που υφίστατο ευμέγεθες παθητικό, ήτοι χρέη που το ύψος τους άγγιζε τουλάχιστον το ποσό των 80.000 ευρώ, ότι για το λόγο αυτό, κατόπιν συνεννόησης, ο …… αποσύρθηκε από την επιχείρηση, μετακόμισε στη Γερμανία και ο …… συνέχισε τη λειτουργία της επιχείρησης, εκμεταλλευόμενος αυτήν υπό άλλο νομικό πρόσωπο, το οποίο προϋπήρχε, είχε ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας, ήτοι την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου καταστήματος και στο οποίο διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο ίδιος και ότι αυτό συνάγεται ευχερώς και από τις Προτάσεις του δευτέρου εναγομένου (δευτέρου εκκαλούντος), ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο τέταρτος εναγόμενος, …… (μη διάδικος στην παρούσα δίκη), χωρίς να τον ενημερώσει και χωρίς να λυθεί η εταιρία, χωρίς να του καταβάλει ποσό για τη συμμετοχή του, από μόνος του, τον Ιανουάριο του έτους 2014, λειτούργησε μόνος του την ίδια επιχείρηση υπό άλλο όνομα. Ωστόσο, όπως έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη και δεν προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, «…κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν είναι δυνατό να μην έλαβε οικονομικό αντάλλαγμα ή έστω υπόσχεση οικονομικού ανταλλάγματος για να αποχωρήσει από τη Γερμανία εγκαταλείποντας την επιχείρησή του και γνωρίζοντας ότι άλλος θα συνεχίσει να την εκμεταλλεύεται, αφήνοντας ολοκληρωτικά τη λειτουργία της στον τέταρτο εναγόμενο. Περαιτέρω δεν γίνεται δεκτό ότι χωρίς τη θέλησή του ο τέταρτος ιδιοποιήθηκε παράνομα την επιχείρησή του και τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης, στην οποία είχε ποσοστό συμμετοχής 75%, αφού μετά βεβαιότητας θα είχε στραφεί κατ’ αυτού υποβάλλοντας σχετική έγκληση, εφόσον και από τη Γερμανία, όπου φέρεται να ευρίσκεται ασκεί στην Ελλάδα τις αξιώσεις του, όπως έπραξε εναντίον του …., της ενάγουσας και του ……… υποβάλλοντας την από 22-12-2015 έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που έλαβε Α.Β.Μ. ……., ισχυριζόμενος ότι ψευδώς τον καταμηνύουν ότι εξαπάτησε τον … και τον … αποσπώντας τους χρηματικά ποσά…». Περαιτέρω, γίνεται δεκτό με την εκκαλουμένη και κατά το μη προσβληθέν με την υπό κρίση έφεση κεφάλαιο περί της μεταβιβάσεως της ως άνω επιχείρησης και της εις ολόκληρον ευθύνης της τρίτης και του τετάρτου των εναγομένων, ότι «…Δεν υφίσταται καμία αμφιβολία περί ύπαρξης συμφωνίας μεταβιβάσεως εκ των ανωτέρω και ότι η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης συνεχίσθηκε ως αυτούσια οικονομική μονάδα από τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, αφού από τον Ιανουάριο του 2014, ήτοι μετά την απομάκρυνση του δεύτερου στη Γερμανία, η εταιρία συνέχισε να λειτουργεί με την ίδια έδρα, το ίδιο προσωπικό, την ίδια επωνυμία «….», συνεχίζοντας μεταξύ άλλων να εξυπηρετεί την ίδια πελατεία, ενώ περαιτέρω διατήρησε και τον ίδιο εξοπλισμό, ενώ η αγορά επιπλέον εξοπλισμού δεν δύναται να αναιρέσει την έννοια της μεταβιβάσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Μάλιστα ακόμη και η υπόσχεση που έλαβε ο σύζυγος της ενάγουσας για συμμετοχή στην εταιρία μεταβιβάσθηκε στην τρίτη και τον τέταρτο των εναγομένων, καθώς ο τέταρτος των εναγομένων επέτρεπε στο σύζυγο της ενάγουσας να προσέρχεται στην επιχείρηση υπό το ρόλο του εργοδότη, τον διαβεβαίωνε ότι θα εκπληρώνετο η υποχρέωση που είχε αναλάβει ο δεύτερος, τούτο καταδεικνυόμενο και από το γεγονός ότι σε μετέπειτα δίκη μεταξύ δευτέρου και τέταρτου (προς λύση της μεταξύ τους εταιρίας, αφού προφανώς οι μεταξύ τους οικονομικές συμφωνίες δεν ετηρήθησαν και οι σχέσεις διερράγησαν), ο σύζυγος της εγκαλούσας είχε προσέλθει προς υποστήριξη των ισχυρισμών του τέταρτου εναγομένου, γεγονός που αποδεικνύει την καλή τους σχέση απορρέουσα από την ανάληψη της υποχρέωσης του τέταρτου για εκπλήρωση της υπόσχεσης του δεύτερου να τον καταστήσει μέτοχο και να συμμετάσχει στα κέρδη, υποσχόμενος ότι τα 45.000 ευρώ που είχε προσφέρει στην επιχείρηση δεν θα απώλλυντο. Η ανάληψη δε της σχετικής υποχρέωσης και η συμπεριφορά του συζύγου στην επιχείρηση της τρίτης και τετάρτου του εναγομένου αποδεικνύουν τη μεταβίβαση της επιχείρησης…». Περαιτέρω, αναφέρεται στην εκκαλουμένη, κατά τα μη εκκληθέντα με την υπό κρίση έφεση κεφάλαια, ότι «…΄Αλλωστε και στις Προτάσεις της τρίτης και τέταρτου των εναγομένων και ειδικότερα στην Προσθήκη αυτών, συνάγεται ομολογία μεταβίβασης της επιχείρησης, καθόσον αναφέρουν ότι ο σύζυγος της ενάγουσας που είχε καταθέσει 45.000 ευρώ, καθόταν στο κατάστημα για να συμμετέχει στις διαχειριστικές ενέργειες που ελάμβαναν χώρα στο κατάστημα, δοθέντος ότι είχε ατύπως καταστεί συνέταιρος στην εταιρεία «………», χωρίς να αιτιολογείται για ποιο λόγο γινόταν αποδεκτός ως συνέταιρος της πρώτης εναγομένης. Μάλιστα αναφέρει περαιτέρω ότι ουδείς άνθρωπος που συμμετέχει στη διαχείριση μιας επιχείρησης δεν θα επέτρεπε η σύζυγός του και εργαζόμενη της τελευταίας να καθίσταται θύμα εκμετάλλευσης εκ μέρους της εργοδότριας εταιρείας, ενώ καταλήγει ότι επειδή δεν είχαν προβεί σε συμφωνία, ήταν και ο λόγος που η ενάγουσα αποχώρησε από το κατάστημα. Ωστόσο η μη ύπαρξη συμφωνίας ενόψει των ανωτέρω καθώς και ενόψει του χρόνου αποχώρησης της ενάγουσας, ήτοι ένα έτος και πλέον μετά την επαναλειτουργία της επιχείρησης υπό τη διαχείριση του τέταρτου εναγομένου, άγει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε υπάρξει πλην όμως στο τέλος δεν τηρήθηκε και μετά από 1 και ½ έτος έλαβε χώρα η οριστική ρήξη μεταξύ των διαδίκων. ΄Αλλωστε και ο μάρτυρας – εργαζόμενος της επιχείρησης, που κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο επιμελεία της τρίτης και του τετάρτου των εναγομένων, ισχυρίσθηκε ότι ο σύζυγος της ενάγουσας συμμετείχε στην οργάνωση και τη διαχείριση της επιχείρησης των τρίτης και τέταρτης… Ως εκ τούτου, εφόσον σύμφωνα με όσα όλα οι διάδικοι ισχυρίζονται και ως αποδεικνύεται και από τη σχετική από 25-11-2012 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 1599/1986 του δεύτερου εναγομένου ….., ο οποίος δηλώνει ότι «έδωσε το 9%» της εταιρείας στο σύζυγο της ενάγουσας, υπήρξε συμφωνία μεταξύ του συζύγου της ενάγουσας και του δεύτερου εναγομένου να καταστεί συνέταιρος στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, συμφωνία την οποία ο τέταρτος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της τρίτης εναγομένης εταιρείας ανέλαβε – ανεξάρτητα αν μετέβαλλε άποψη στη συνέχεια – να εκπληρώσει, επιτρέποντας σε αυτόν να συμμετάσχει στην οργάνωση και τη διαχείριση της τρίτης εναγομένης, συνεπάγεται άνευ άλλου τινός διαδοχή στην εκπλήρωση της αναληφθείσας εκ μέρους του … υποχρέωσης του …, συνέχιση της ίδιας επιχειρηματικής δραστηριότητας και ύπαρξη σχετική συμφωνίας μεταξύ μεταβιβάζοντος και προς ον η μεταβίβαση φορέα της επιχείρησης. Η έλλειψη έγγραφου τύπου περί μεταβίβασης αποσκοπούσε σαφέστατα στην αποτροπή μεταβίβασης του παθητικού από την πρώτη εταιρεία στην τρίτη και από το δεύτερο στον τέταρτο, για να μη θεωρηθεί η λειτουργία της επιχείρησης από τους τρίτη και τέταρτο συνέχιση λειτουργίας της πρώτης από τους δανειστές της. Ωστόσο, ακόμη και στην υπ’ αριθμ. …. δήλωση στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας αναφορικά με το μίσθιο που εκμίσθωσε εκ νέου ο τέταρτος εναγόμενος, αναφέρεται ότι η μίσθωση αποτελεί συνέχεια προηγούμενης, ενώ από την από 20-12-2014 τροποποίηση καταστατικού συνάγεται ότι η δηλωθείσα εμπορική δραστηριότητα της τρίτης εναγομένης εταιρείας ταυτιζόταν κατά αντικείμενο με αυτήν της πρώτης, συνιστάμενη στην εκμετάλλευση καφετέριας – μπαρ – ουζερί επί του αυτού καταστήματος της οδού …….. αναληφθείσα ήδη από 1-7-2009, η οποία ουδέποτε διεκόπη από τότε. ΄Αλλωστε δεν έλαβε χώρα εκκαθάριση, δήλωση διακοπής της δραστηριότητας της πρώτης εναγομένης στην φορολογική αρχή, γεγονός που θα απαιτούσε την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων, διότι άπαντες οι εναγόμενοι επιθυμούσαν αυτά να συνεχίσουν να υφίστανται υπό την κατοχή της τρίτης και του τετάρτου, που συνέχισαν την ίδια επιχείρηση, με τον ίδιο εξοπλισμό, εν μέρει με το ίδιο προσωπικό και απευθυνόμενοι στην ίδια πελατεία. Ούτε ουδέποτε προσέφυγαν στη διαιτησία για την διευθέτηση των μεταξύ τους διαφωνιών ως προέβλεπε το καταστατικό τους κατά τρόπο υποχρεωτικό στις μεταξύ τους σχέσεις, προκειμένου να εκκαθαρισθούν οι μεταξύ τους σχέσεις και τούτο διότι γνώριζαν ότι λόγω των χρεών δεν υπήρχε δυνατότητα να λάβουν εκ του ενεργητικού της επιχείρησης, προς τούτο δε επέλεξαν να προβούν σε αφανή μεταβίβαση της επιχείρησης και να διευθετήσουν τις μεταξύ τους οικονομικές διαφορές από τα κέρδη τα οποία θα προέκυπταν από την ευόδωση της επιχείρησης υπό τη διαχείριση του τέταρτου εναγομένου. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η μικρού χρονικού διαστήματος διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης προκειμένου να λάβουν χώρα οι απαραίτητες διαδικασίες για τη συνέχιση της δραστηριότητας από τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων (λήψη προέγκρισης άδειας λειτουργίας, τακτοποίηση των οφειλών του μισθίου εκ της εκμισθώσεώς του, κατάρτιση νέας μισθωτικής σύμβασης) ουδόλως αναιρεί τη μεταβίβαση της επιχείρησης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας…». Για όλους τους ανωτέρω λόγους, απορρίπτοντας η εκκαλουμένη σιωπηρώς τον ισχυρισμό των εκκαλούντων περί εξόφλησης των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος τους, έκρινε ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη η αγωγή και να υποχρωθούν άπαντες οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, για τα ποσά που οφείλονται στην ενάγουσα έως την 31-12-2013, ότε και έλαβε χώρα η μεταβίβαση της εργασιακής της σχέσης στην τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, να της καταβάλουν χρηματικό ποσό ύψους 16.119,06 ευρώ (= 5.836,80 + 1.851,48 + 1.584,60 + 926,34 + 463,17 + 463,17 + 74,11 + 37,05 + 666,96 + 69,29 + 481,70 + 915,12 + 583,77 + 482,16 + 654,50 + 635,46 + 393,38) και τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να της καταβάλουν επιπροσθέτως ποσό 4.613,93 ευρώ, που αντιστοιχούν σε οφειλές από 19-2-2014 έως 27-6-2015 (206,46 + 123,83 + 108,78 + 163,63 + 102,56 + 39,60 + 39,56 + 40,29 + 831,62 + 331,74 + 849,25 + 286,20 + 293,41 + 59,23 + 158,25 + 289,17 + 179,01 + 149,38 + 74,69 + 287,27) και ότι νόμιμοι τόκοι οφείλονται: α) για τις οφειλόμενες διαφορές αποδοχών, την αμοιβή για νυχτερινή εργασία και τη προσαύξηση λόγω εργασίας κατά την Κυριακή από την επομένη της λύσεως της συμβάσεως εργασίας της (27-6-2015), κατ’ άρθρο 655 εδ. β΄ Αστικού Κώδικα, β) για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα από την 31 Δεκεμβρίου και 30 Απριλίου του έτους στο οποίο αναφέρονται αντιστοίχως, γ) για αποδοχές και επίδομα αδείας από τη λήξη του έτους στο οποίο αναφέρονται, για του έτους όμως του 2015, καθώς και για τη διαφορά αποζημίωσης απόλυσης από την επομένη της λύσεως της σύμβασης εργασίας της με την καταγγελία. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε μόνον από τους δύο πρώτους εναγομένους, η υπόθεση μεταβιβάστηκε στο δεύτερο βαθμό, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, μόνο κατά τα κεφάλαια, που αφορούν στους ομοδίκους αυτούς και όχι και κατά τα κεφάλαια που αφορούν στους υπόλοιπους απλούς ομοδίκους (ήτοι στους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων), διότι στην απλή ομοδικία το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αφορά αποκλειστικά στον ομόδικο που άσκησε έφεση (βλ. σχετ. Κ. Οικονόμου, Η ΄Εφεση, έκδ. 2017, άρθρο 522 ΚΠΔ σελ. 196), καθώς, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 75 παρ.1 και 2, 76 παρ. 4 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι επί απλής ομοδικίας, σωρεύονται υποκειμενικά σε κοινή διαδικασία περισσότερες, ανεξάρτητες μεταξύ τους δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσοι και οι απλοί ομόδικοι και η οριστική απόφαση που εκδίδεται ως προς κάποιο από τους ομοδίκους περατώνει τη δίκη ως προς αυτόν και καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς (Ολ. ΑΠ 902/1982, ΑΠ 1228/2014 Δημ. Νόμος ΑΠ 505/2011 Δημ. Νόμος). Το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του διάταξη που να μεταβάλει ως προς τον ομόδικο του εκκαλούντος, που δεν άσκησε έφεση, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη (βλ. ΑΠ 645/1986 Σ 18.911, ΕφΑΘ 5795/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 169/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ. 8251/1999 ΕλλΔνη 42.792, ΕφΑθ 1252/2000 ΕλλΔνη 41.1423, Σαμουήλ “Η Εφεση” εκδ. 5η (2003) παρ. 338). Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό των εκκαλούντων περί εξόφλησης των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος τους, πρέπει να σημειωθούν τ’ ακόλουθα: Στη προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και προς αντίκρουσή της, οι δύο πρώτοι των εναγομένων, προέβαλαν, μεταξύ άλλων (με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις προτάσεις τους, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα) «ένσταση εξόφλησης”, όπως αυτή παρατίθεται και στο εφετήριο, με την οποία ισχυρίσθηκαν, κατ’ αντιγραφή του περιεχομένου της, ως προς τα κρίσιμα σημεία του, ότι «…Εσφαλμένα…απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο την ένσταση εξόφλησης που υποβάλλαμε νόμιμα, ισχυριζόμενοι ότι η αντίδικος ήταν πλήρως εξοφλημένη από εμάς κατά την αποχώρηση του β΄ από εμάς από την επιχείρηση, το Νοέμβριο του 2013, για το λόγο αυτό δεν μας όχλησε με κανένα τρόπο μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2015, οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της από τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων… Αποδεχόμενο το δικάζον σε πρώτο βαθμό δικαστήριο την άτυπη συμμετοχή του συζύγου της ενάγουσας ……….. στην επιχείρηση και την ανάμιξή του στις εταιρικές υποθέσεις και την παραμονή της ενάγουσας στο χώρο της επιχείρησης προς υποστήριξή του, έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την αποδοχή ότι για το ίδιο χρονικό διάστημα ανεχόταν αυτός και επέτρεπε τη μη καταβολή δεδουλευμένων στη σύζυγό του, πολλώ δε μάλλον ότι χρηματοδοτούσε την εταιρεία…». Σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ένσταση αυτή με το προδιαληφθέν περιεχόμενο ήταν αόριστη και ορθά απορρίφθηκε σιωπηρώς με την εκκαλουμένη, καθόσον, αν και με την αγωγή προβλήθηκαν από την ενάγουσα περισσότερες αξιώσεις, διαφορετικής προέλευσης και θεμελίωσης (και με δεδομένο, ότι, όπως επίσης ορθά κρίθηκε, μεταξύ των διαδίκων υπήρχε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας), στην ένσταση δεν προσδιορίζονται, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής εκάστου εξ αυτών για την παρεχόμενη από την ενάγουσα εργασία, εφόσον δεν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση, οπότε θ’ αρκούσε να προσδιορίζεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του και η αιτία της καταβολής, τα οποία, επίσης, δεν αναφέρονται, μη αρκούσης, εν προκειμένω, της μνείας ότι σε αυτήν ότι η ενάγουσα «…ήταν πλήρως εξοφλημένη από εμάς κατά την αποχώρηση του β΄ από εμάς από την επιχείρηση, το Νοέμβριο του 2013, για το λόγο αυτό δεν μας όχλησε με κανένα τρόπο μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2015…», διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ.18§1 ν.1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ` απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 602/2017 ό.π.). Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τις αποδείξεις. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο λόγος έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, καθόσον μέρος με αυτόν προβάλλεται η πλημμέλεια για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 416 και 653 Α.Κ., για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης αυτής, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ο αυτός λόγος κατά το μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην ίδια περί εσφαλμένης εκτίμησης κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η πλημμέλεια της ανεπαρκούς αιτιολογίας, είναι απαράδεκτος, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ερεύνησε την ουσία της ένστασης αυτής, διατυπώνοντας και συναφές αποδεικτικό πόρισμα (ΟλΑΠ 3/1997, (ΑΠ 602/2017 ό.π.). Τέλος, ο αυτός λόγος (που αφορά στην απόρριψη της ένστασης εξόφλησης), κατά το μέρος του, με το οποίο προσάπτονται αιτιάσεις για την εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης εξόφλησης, η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν επαναφέρθηκε νομότυπα ενώπιον του Εφετείου και συνεπώς απαράδεκτως προβάλλεται και ότι έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην απόφαση του αντιφατικές αιτιολογίες για τη βασιμότητα της έντασης εξόφλησης, είναι αλυσιτελής, καθόσον η ένσταση αυτή ήταν σε κάθε περίπτωση αόριστη, ορθώς απορριφθείσα, ως προελέχθη, σιωπηρώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. σχετ. ΑΠ 602/2017 ό.π.). Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και, μεταξύ άλλων, υποχρέωσε τους δύο πρώτους εναγομένους (εκκαλούντες), εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ενάγουσα χρηματικό ποσό δεκαέξι χιλιάδων εκατόν δεκαεννέα ευρώ και έξι λεπτών (16.119,06 ευρώ), με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος). Επίσης, η εκκαλουμένη διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, καθώς, τα εκτιθέμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για τα κρίσιμα ζητήματα των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος των εκκαλούντων. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). ΄Ελαβε δε η εκκαλουμένη υπόψη, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα, τις ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν νόμιμα οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισε η ενάγουσα μετ’ επικλήσεως, των οποίων γίνεται μνεία του αριθμού αυτών, της αρχής στην οποία δόθηκαν και τις εκθέσεις επιδόσεως για τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντίδικης πλευράς. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης της από 25-11-2012 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 1599/1986 του δεύτερου εναγομένου, ……, την οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι εκκαλούντες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με την οποία δήλωνε ο δεύτερος εναγόμενος ότι έλαβε ως διαχειριστής της πρώτης, ετερόρρυθμης εταιρείας, το ποσό των 45.000 ευρώ, για την αγορά μεριδίου 9% της εταιρείας από το ………., σύζυγο της ενάγουσας και ότι ενώ ορθώς η εκκαλουμένη εκτίμησε ότι ο σύζυγος της ενάγουσας, ……., ήταν άτυπα συνέταιρος στην επιχείρηση – καφέ ……… και ότι η ενάγουσα παρευρισκόταν ώρες πέραν του ωραρίου της στο κατάστημα, όχι για να παράσχει εργασία, «…αλλά προς υποστήριξη της παραμονής του συζύγου της, ο οποίος είχε επενδύσει στην επιχείρηση χρηματική ποσό 45.000 ευρώ και τακτικά προσερχόταν στο χώρο, προκειμένου να παρακολουθεί την πορεία της επιχείρησης…», η κρίση αυτή έρχεται σε αντίφαση με την οφειλή δεδουλευμένων αποδοχών ύψους περίπου 8.000 ευρώ προς την ενάγουσα από τους εκκαλούντες, την ίδια στιγμή που ο σύζυγός της καταβάλει στο δεύτερο εκκαλούντα το ποσό των 45.000 ευρώ για να αγοράσει μερίδιο στην πρώτη εκκαλούσα εταιρεία. Ο λόγος αυτός έφεσης, όμως, κατά το σκέλος του αυτό, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσης, διότι, όπως σαφώς συνάγεται από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης και την αναφορά στην παρουσία του συζύγου της ενάγουσας κατά το χρόνο άσκησης από αυτήν καθηκόντων ταμία, συνάγεται παραδοχή της εκκαλουμένης περί παρουσίας του συζύγου της ενάγουσας στην επιχείρηση κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στην τρίτη εναγομένη (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), ήτοι από 19/02/2014 και εντεύθεν. Ειδικότερα, στα μη εκκληθέντα με την υπό κρίση έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης αναφέρεται, μεταξύ άλλων, επί λέξει ότι «…V. … Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι εργαζόταν υπερωριακώς κάθε μέρα δεδομένου ότι οι ταμίες εργάζονταν σε βάρδιες σύμφωνα με το εβδομαδιαίο πρόγραμμα χωρίς να υπάρχει ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης …. Περαιτέρω η σύναψη μεταγενέστερης τροποποιητικής συμβάσεως εργασίας αποδεικνύει τη βούληση των εργοδοτών της ενάγουσας να περιορίσουν το χρόνο απασχόλησής της και δεν εκτιμάται ότι η ενάγουσα θα υπέγραφε τη σύμβαση ότι θα εργάζεται για τρεις ημέρες εάν πράγματι είχε συμφωνηθεί να εργάζεται επί έξι ημέρες. Εκτιμάται περαιτέρω ότι τυχόν περαιτέρω παραμονή της ενάγουσας σε άλλα χρονικά διαστήματα, πέραν των όσων αναφέρονται ανωτέρω οφειλόταν όχι στην πρόθεση αυτής να παράσχει εργασία αλλά προς υποστήριξη της παραμονής στο κατάστημα του συζύγου της, ο οποίος είχε επενδύσει στην επιχείρηση χρηματικό ποσό 45.000 ευρώ και τακτικά προσερχόταν στο χώρο προκειμένου να παρακολουθεί την πορεία της επιχείρησης…ο τέταρτος των εναγομένων επέτρεπε στο σύζυγο της ενάγουσας να προσέρχεται στην επιχείρηση υπό το ρόλο του εργοδότη, τον διαβεβαίωνε ότι θα εκπληρώνετο η υποχρέωση που είχε αναλάβει ο δεύτερος, τούτο καταδεικνυόμενο … Η ανάληψη δε της σχετικής υποχρέωσης και η συμπεριφορά του συζύγου στην επιχείρηση της τρίτης και τετάρτου του εναγομένου αποδεικνύουν τη μεταβίβαση της επιχείρησης… ο σύζυγος της ενάγουσας συμμετείχε στην οργάνωση και τη διαχείριση της επιχείρησης των τρίτης και τέταρτης…». Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφασή του, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων και την ως άνω υπεύθυνη δήλωση, η οποία δόθηκε  υπό τον τύπο του Ν. 1599/1986 και ως προερχόμενη από διάδικο και όχι από τρίτο, εκτιμάται, ελεύθερα κατ’ άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1532/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 266/2011 Δημ. Νόμος). Σε κάθε δε περίπτωση δεν συνιστούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αντίφαση των αιτιολογιών της προσβαλλομένης οι ως άνω παραδοχές της, διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αντιφατικές αιτιολογίες θα είχε η απόφαση, εάν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονταν μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνταν, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του (βλ. σχετ. ΑΠ 1523/2014 ό.π.). Επομένως, ο λόγος αυτός της έφεσης, κατά το πρώτο του αυτό σκέλος, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Τέλος, με το λόγο έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα πρακτικά της με αριθμ. 1419/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε μετά από την από 8/5/2014 αίτηση του δευτέρου των εναγομένων (δευτέρου εκκαλούντος) κατά του …….. (τετάρτου εναγομένου – μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), για λύση της πρώτης εναγομένης – πρώτης εκκαλούσας εταιρείας, από τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, προκύπτει ότι ο σύζυγος της ενάγουσας προσήλθε προς υποστήριξη του τετάρτου των εναγομένων, ….. και στην κατάθεσή του δεν αναφέρει τίποτα για τις οφειλές της εταιρείας προς τη σύζυγό του, οι οποίες σύμφωνα με την εκκαλούμενη ανέρχονταν τότε στο συνολικό ποσό των 16.119 ευρώ. Η μη αναφορά του συζύγου της ενάγουσας κατά την ως άνω κατάθεσή του, στα με αριθμ. 1419/2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα οποία εκτιμώνται ως έγγραφα για τη συναγωγή από αυτά δικαστικών τεκμηρίων, δεν συνιστά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και δη αντίφαση των αιτιολογιών της προσβαλλομένης, λόγω της παραδοχής των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος των εκκαλούντων, διότι αφενός μεν η δίκη αυτή αφορούσε τη λύση της μεταξύ των δευτέρου και τετάρτου των εναγομένων εταιρίας, ήτοι άλλο αντικείμενο και όχι τις ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας σε βάρος των εκκαλούντων, αφετέρου δε δεν προέκυψε ότι τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης για το κρίσιμο ζήτημα των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος των εκκαλούντων, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο λόγος έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, καθ’ όλα του τα σκέλη, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους εκκαλούντες. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 2370/23-05-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 13/09/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ