Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 49/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  49/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων : 1) Της υπό εκκαθάριση τελούσας ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», ΑΦΜ : …, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………, με έδρα στον Πειραιά, οδός ………., η οποία λύθηκε και τέθηκε υπό εκκαθάριση λόγω λήξης της διάρκειάς της την 30-6-2019 σύμφωνα με το από 26-4-2009 καταστατικό τροποποίησης της εταιρίας, που καταχωρήθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης 1088 την 30-6-2009 και εκπροσωπείται νόμιμα από τους εκκαθαριστές αυτής ………… …………, . και …………………, 2) Του ………….., 3) ……….., 4) Της ……….. και 5) Της ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Μήτση (ΑΜΔΣΑ : ……….).

Της εφεσίβλητης : Της εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Θεοδώρα Θεοχάρη (ΑΜΔΣΠ: …….).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20-7-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή της κατά των εναγόμενων, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τη με αριθμό 3459/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 9-9-2021 έφεσή τους, η οποία (έφεση) κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2021 και ειδικό …../2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …./2021 για τη δικάσιμο της 27ης-4-2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 3459/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 9-9-2021, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στο δεύτερο των εναγόμενων με επιμέλεια της ενάγουσας,  που έλαβε χώρα την 13-7-2021, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. στο κοινοποιηθέν στο δεύτερο των εναγόμενων ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, ενόψει και του ότι το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το αντίθετο ούτε άλλωστε οι διάδικοι ισχυρίζονται κάτι διαφορετικό (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../9-9-2021 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …………/2021  e-παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την κρινόμενη από 20-7-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019  και ειδικό …./2019  αγωγή της, η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «…………..» εξέθετε ότι η ίδια (ενάγουσα) τυγχάνει λογιστική εταιρία και ήδη από το έτος 1987 ανέπτυξε επαγγελματική σχέση με την πρώτη των εναγόμενων ομόρρυθμη εταιρία, που διατηρεί φανοποιείο – συνεργείο αυτοκινήτων, και μέχρι πρότινος ασκούσε επιχείρηση εμπορικής αντιπροσωπείας αυτοκινήτων, ότι γνωρίζοντας ότι η πρώτη εναγόμενη πραγματοποιούσε τότε μεγάλο τζίρο εργασιών, συμφώνησε η ενάγουσα να λάβει τυπικά στο όνομά της τραπεζική χρηματοδότηση από γνωστή τράπεζα, το προϊόν της οποίας, συνολικού ποσού 267.785 ευρώ, παραδόθηκε στην πρώτη εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα από την 12-1-2009 έως την 20-8-2009, προς διευκόλυνσή της και με την ειδικότερη συμφωνία να εξοφληθούν τα τραπεζικά δάνεια από την πρώτη των εναγόμενων, ομόρρυθμη εταιρία και το δεύτερο των εναγόμενων, ομόρρυθμο εταίρο και διαχειριστή αυτής, πλην όμως, λόγω συγκεκριμένων οικονομικών συγκυριών οι τελευταίοι σταμάτησαν να καταβάλουν τακτικά τις δόσεις των δανείων και έτσι αναγκαζόταν να τις καταβάλει η ενάγουσα, προκειμένου να μην καταστεί ληξιπρόθεσμη αυτή έναντι της δανείστριας τράπεζας. Στη συνέχεια, ιστορούσε ότι λόγω οικονομικής δυσχέρειας της πρώτης εναγόμενης και μετά την είσοδο στην πρώτη εναγόμενη εταιρία του τρίτου εναγόμενου ως ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή αυτής, συμφωνήθηκε η οφειλή της πρώτης εναγόμενης να καταβληθεί στην ενάγουσα τμηματικά και για το λόγο αυτό καταρτίστηκε την 12-2-2010 έγγραφη αναγνώριση χρέους, με την οποία η πρώτη εναγόμενη δια των νόμιμων εκπροσώπων της, καθώς και ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων ατομικά ως ομόρρυθμοι εταίροι αυτής αναγώρισαν ρητά ότι οφείλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 378.000 ευρώ, ήτοι 267.785 ευρώ ως κεφάλαιο και 110.215 ευρώ για τραπεζικούς τόκους, έξοδα δανείων και λοιπές τραπεζικές χρεώσεις, το οποίο οι πιο πάνω εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να εξοφλήσουν σε 108 διαδοχικές μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης δόσης 3.500 ευρώ, ενώ οι λοιπές τέταρτη και πέμπτη εναγόμενες εγγυήθηκαν την ολοσχερή εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης από τους παραπάνω οφειλέτες και ανέλαβαν αλληλεγγύως με αυτούς και εις ολόκληρον έκαστη την εξόφληση της ανωτέρω οφειλής σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τους πρωτοφειλέτες, καθώς και ότι προς εξασφάλιση της οφειλής αυτής, η πρώτη εναγόμενη αποδέχθηκε 18 συναλλαγματικές, έκδοσης της ενάγουσας, ποσού 21.000 ευρώ έκαστη, τις οποίες τριτεγγυήθηκαν η τέταρτη και η πέμπτη των εναγόμενων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, το οποίο ενσωμάτωσε στην αγωγή. Ακολούθως, εξέθετε ότι μολονότι το χρέος, που οι εναγόμενοι αναγνώρισαν εγγράφως, είχε εισπραχθεί από αυτούς είτε με τραπεζικές επιταγές είτε με μετρητά, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο 2009, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, εντούτοις εκείνοι κατέβαλαν έναντι της ένδικης οφειλής τους τμηματικά, λόγω εκχώρησης απαίτησής τους κατά τρίτων (……… και ………..), το ποσό των 21.510 ευρώ κατά τα έτη 2013 – 2014, το οποίο (ποσό) καταλογίζεται στους οφειλόμενους τόκους του χρέους (110.215 – 21.510), με αποτέλεσμα να έχουν καταστεί οι εναγόμενοι υπερήμεροι ως προς την εξόφληση της ένδικης οφειλής τους, συνολικού ποσού 356.490 ευρώ (267.785 + 88.705 ευρώ), μετά την έγγραφη εξώδικη όχληση των τελευταίων από την ενάγουσα επιδοθείσα την 28-3-2019, όπως παραδεκτώς διόρθωσε με τις έγγραφες προτάσεις της την ένδικη αγωγή της. Επιπλέον, ισχυριζόταν η ενάγουσα ότι σε βάρος της όλοι οι εναγόμενοι τέλεσαν το έγκλημα της απάτης, διότι υπέγραψαν την ένδικη αναγνώριση οφειλής, ενώ γνώριζαν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά ούτε και την πρόθεση να καταβάλουν το οφειλόμενο χρέος, καθώς και ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων τέλεσαν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και της απάτης, καθότι, αφενός οπισθογράφησαν και παρέδωσαν στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας τραπεζική επιταγή έκδοσης της πρώτης εναγόμενης και εις διαταγήν της ίδιας, ποσού 73.940 ευρώ, η οποία τελικά σφραγίστηκε, αφετέρου ο δεύτερος εναγόμενος παρέδωσε στην ενάγουσα επτά τραπεζικές επιταγές έκδοσης της εταιρίας των οφειλετών του με την επωνυμία «……………» εις διαταγήν του δεύτερου εναγόμενου, συνολικού ποσού 90.300 ευρώ, οι οποίες ομοίως σφραγίστηκαν σχεδόν όλες, αν και γνώριζε ότι οι οφειλέτες του ήταν αποδεδειγμένα αφερέγγυοι, με συνέπεια να κλονιστεί σοβαρά η επαγγελματική αξιοπιστία και να πληγεί η φήμη της ενάγουσας εταιρίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 366.490 ευρώ, και ειδικότερα α) το ποσό των 356.490,00 ευρώ, με βάση την επικαλούμενη έγγραφη αναγνώριση χρέους, άλλως επικουρικώς με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και β) το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που της προκάλεσε η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, με το νόμιμο τόκο, ως προς το ποσό των 267.785 ευρώ του κεφαλαίου, από την 12-2-2010, ημερομηνία υπογραφής της ένδικης σύμβασης αναγνώρισης χρέους, άλλως από την 28-3-2019, ημερομηνία επίδοσης της εξώδικης όχλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και ως προς το ποσό των 10.000 ευρώ, που αφορά στην αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγόμενων ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Επί δε της ένδικης αγωγής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την προσβαλλόμενη με αριθμό 3459/2020 οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας, αφού α) απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η σωρευόμενη βάση της αγωγής από την επικαλούμενη αδικοπραξία αφενός, στο σύνολό της, λόγω της επικαλούμενης απάτης που φέρονται να διέπραξαν όλοι οι εναγόμενοι, αφετέρου, εν μέρει, λόγω της επικαλούμενης απάτης που φέρονται να διέπραξαν ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων, σε βάρος της ενάγουσας, αντίστοιχα, β) απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγόμενων, και γ) απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα τοκοδοσίας από το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης αναγνώρισης χρέους, κρίθηκε κατά τα λοιπά ως νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις που ρυθμίζουν την επικαλούμενη σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, άλλως σε περίπτωση ακυρότητας και δη κατά την επικουρική βάση της στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και κατά τη σωρευόμενη βάση της στις διατάξεις της αδικοπραξίας εκ της επικαλούμενης απάτης και της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, και γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν κατά την κύρια βάση της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το ποσό των 354.890 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 267.785 ευρώ από την 11-4-2019 μέχρι την πλήρη εξόφηση και καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 14.400 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (3459/2020) οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή τους, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, ο οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον τους ασκηθείσα αγωγή.

IΙΙ. Κατά το άρθρο 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σ’ αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι’ αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β΄ του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (Ολ ΑΠ 2088/1986, ΑΠ 654/2014, ΑΠ 114/2013, ΑΠ 748/2011). Για το ορισμένο της αγωγής από σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων δανειστής οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με περιεχόμενο την αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους, από το οποίο (περιεχόμενο) να προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία. Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, κατ’ αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1125/2020, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 294/2018  Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

IV. Από την εκτίμηση της με αριθμό …./30-12-2019 ένορκης βεβαίωσης του ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό …. Β/23-12-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών . ….., με συνημμένη την από 23-12-2019 εξώδικη γνωστοποίηση με πρόσκληση για εξέταση μαρτύρων εκ μέρους της ενάγουσας προς τον στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των εναγόμενων Βασίλειο Γκουντούνα, δικηγόρο Αθηνών (ΑΜΔΣΑ : …..), χωρίς η εκ προφανούς παραδρομής εσφαλμένη αναφορά, στην πιο πάνω εξώδικη γνωστοποίηση με κλήση, της ορισθείσας ώρας προς εξέταση των μαρτύρων από 9.30 έως 10.30 «μ.μ.», αντί της ορθής από 9.30 έως 10.30 π.μ., να επιδρά στο κύρος του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι γνωστό σε όλους ότι τα δικαστήρια δεν λειτουργούν για τη λήψη ένορκων βεβαιώσεων κατά τις βραδινές ώρες (πρβλ. ΕφΑθ 8428/1991 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), χωρίς όμως, να λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο η με αριθμό …/30-12-2019 ένορκη βεβαίωση του . . ….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε ομοίως ως άνω με επιμέλεια της ενάγουσας, λόγω της ιδιότητας του μάρτυρα αυτού ως διαχειριστή και νόμιμου εκπροσώπου της τελευταίας [ενάγουσας], καθότι η ένορκη βεβαίωση ενώπιον Ειρηνοδίκη του νομίμου εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά το χρόνο της ένορκης βεβαίωσης συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 908/2017, ΑΠ 715/2013 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), συμπεριλαμβανομένου και του από 12-2-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης χρέους – παρά το ότι δεν έχει κατατεθεί αντίγραφό του στη Δ.Ο.Υ. και δεν έχει υποβληθεί σε τέλος χαρτοσήμου και σε νόμιμη χαρτοσήμανση, δεδομένου ότι οι διατάξεις των φορολογικών νόμων που το προβλέπουν, έχουν ταχθεί αποκλειστικά για φορολογικό σκοπό, που δεν συνάπτεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, λαμβάνονται υπόψη και ερμηνεύονται σε συσχετισμό με τη διάταξη τόσο του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία διασφαλίζει την ελεύθερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων ή συμφερόντων των ενδιαφερομένων ενώπιον του δικαστηρίου με τη χρησιμοποίηση του αντίστοιχου εγγράφου, όσο και με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια της διακινδύνευσης της επιδίωξης αποτελεσματικής προστασίας, με συνέπεια, συνακόλουθα και υπό το πρίσμα αυτό, η τήρησή τους, εν προκειμένω, σε συνδυασμό με την ενσωματωμένη στο έγγραφο απαίτηση, να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας υπό την έννοια ότι παρεμποδίζει την επιδίωξη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας με τη χρησιμοποίηση του εν λόγω εγγράφου και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός των εναγόμενων είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος (πρβλ. ΕφΠατρ 605/2005 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), – αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη εναγόμενη είναι ομόρρυθμη εταιρία (τελούσα ήδη υπό εκκαθάριση) και ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων είναι ομόρρυθμα μέλη και διαχειριστές της. Την 12-2-2010 υπεγράφη μεταξύ αφενός της ενάγουσας εταιρίας, εκπροσωπούμενης από το μη διάδικο στην παρούσα δίκη διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπό της …………., και αφετέρου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, εκπροσωπούμενης από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων ως νόμιμους εκπροσώπους και ομορρύθμους εταίρους αυτής, και των λοιπών εναγόμενων, συμφωνία υπό τον τίτλο ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους. Στο εν λόγω συμφωνητικό ορίζεται ότι η ενάγουσα εταιρία έλαβε στο όνομά της από τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη τραπεζική εταιρία «…………» δύο επιχειρηματικά δάνεια και ένα κεφάλαιο κίνησης συνολικού ποσού 280.000 ευρώ, στην πραγματικότητα για την προώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, εκ των οποίων ποσών παρέδωσε ως δάνειο στην πρώτη των εναγόμενων εταιρία ποσό 267.785 ευρώ, ότι τις δόσεις των εν λόγω δανείων ήδη εδώ και ένα έτος πριν την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης αποπληρώνει μόνη η ενάγουσα, η οποία επωμίζεται και τους τόκους και τα έξοδα προς την άνω τραπεζική εταιρία, τα οποία (τόκοι και έξοδα) έως την πλήρη αποπληρωμή των δανείων θα ανέλθουν σε 110.215 ευρώ. Ενόψει αυτών, οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι αναγνώρισαν ρητά ότι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος από αυτούς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 873 επ. ΑΚ και ανεξάρτητα και πέραν από την αιτία του, οφείλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 378.000 ευρώ, το οποίο περαιτέρω υποσχέθηκαν να εξοφλήσουν σε 108 μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από την 1-3-2010 και έως την 1-3-2018, εκ ποσού 3.500 ευρώ εκάστης. Επιπλέον, με το ίδιο συμφωνητικό η τέταρτη και η πέμπτη των εναγόμενων ως εγγυήτριες ανέλαβαν μαζί με τους τρεις πρώτους εναγόμενους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, την καταβολή του ανωτέρω ποσού των 378.000 ευρώ. Προς εξασφάλιση του ανωτέρω ποσού η ενάγουσα εταιρία εξέδωσε δεκαοκτώ (18) συναλλαγματικές, τις οποίες αποδέχθηκε η πρώτη εναγόμενη εταιρία και τις οποίες τριτεγγυήθηκαν η τέταρτη και η πέμπτη των εναγόμενων, ποσού 21.000 ευρώ εκάστη. Ακόμα, ρητά προβλέφθηκε ότι η έκδοση, αποδοχή και παράδοση των εν λόγω συναλλαγματικών εδόθη χάριν διασφάλισης και διευκόλυνσης της πληρωμής του ανωτέρω χρέους και πάντως, δεν εδόθησαν αντί καταβολής αυτού. Επιπλέον, με την ίδια σύμβαση προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης τριών συνεχόμενων δόσεων, η ενάγουσα εταιρία μπορούσε να θεωρήσει ολόκληρο το ποσό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, είτε να επιδιώξει την είσπραξη μίας εκάστης των ανωτέρω συναλλαγματικών. Περαιτέρω, προβλέφθηκε ότι εφόσον η ενάγουσα εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς την ανωτέρω τραπεζική εταιρία, θα αφαιρέσει από το ποσό που με την εν λόγω σύμβαση αναγνωρίστηκε υπό των ανωτέρω εναγόμενων, το ποσό τόκων και εξόδων που εντέλει δεν χρεωθούν στην ενάγουσα από την τραπεζική εταιρία, λόγω της πρόωρης εξόφλησης. Προς περαιτέρω εξασφάλιση της απαίτησης της ενάγουσας ο τρίτος, η τέταρτη και η πέμπτη των εναγόμενων ανέλαβαν να παράσχουν το δικαίωμα στην ενάγουσα όπως εγγράψει προσημείωση υποθήκης στα περιγραφόμενα στην εν λόγω σύμβαση δύο ακίνητα, καθώς και στο δικαίωμα υψούν, που διατηρούσε ο τρίτος των εναγόμενων σε ακίνητο στη θέση ….. Ηλείας. Σημειωτέον ότι το γνήσιο της υπογραφής των συμβαλλόμενων στην εν λόγω σύμβαση θεωρήθηκε αρμοδίως. Από δε τη σαφή διατύπωση της ένδικης σύμβασης και δη την αναφορά στη σελίδα 2 αυτής «… Ήδη σήμερα με το παρόν οι εδώ συμβαλλόμενοι οφειλέτες ……… και ………. ατομικά και η ομόρρυθμη εταιρία «…………..», νόμιμα εκπροσωπούμενη από τους ανωτέρω διαχειριστές της …… και …….. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΡΗΤΑ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 873 ΑΚ και επόμενα, δηλαδή ανεξάρτητα και πέρα από την αιτία του, ότι οφείλουν στη Δανείστρια εταιρία ……… το συνολικό ποσό των τριακοσίων εβδομήντα οχτώ χιλιάδων (378.000) Ευρώ, …», δίχως ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αποδεικνύεται ότι η σύμβαση, που καταρτίστηκε με το εν λόγω συμφωνητικό μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλόμενων, είναι αυτή της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και όχι αυτής της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, που διατείνονται οι εναγόμενοι. Το γεγονός ότι στην εν λόγω σύμβαση αναφέρεται η αιτία, από την οποία προέρχεται το ποσό που αναγνώρισαν οι ανωτέρω εναγόμενοι ότι οφείλουν με την ένδικη σύμβαση, δεν δύναται να οδηγήσει ερμηνευτικά σε διαφορετική κρίση, διότι η δήλωση των ανωτέρω συμβαλλόμενων είναι σαφής και ρητή και δεν αφήνει περιθώρια ερμηνείας, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόμενων. Οι εναγόμενοι δια των έγγραφων προτάσεών τους ισχυρίζονται ότι περαιτέρω, ουδέποτε η πρώτη εξ αυτών έλαβε τα αναφερόμενα στην έγγραφη αυτή σύμβαση ποσά ως δάνειο από την ενάγουσα, ήτοι διατείνεται ότι πρόκειται περί αναγνώρισης ανύπαρκτης οφειλής, ισχυρισμός που είναι νόμιμος, θεμελιούμενος στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 317/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός, το βάρος απόδειξης του οποίου ως ένσταση φέρουν οι εναγόμενοι, κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του και τούτο διότι, α) προς απόδειξή του οι εναγόμενοι κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προσκόμισαν, δεν εξέτασαν μάλιστα ούτε μάρτυρα, β) η ενάγουσα προσκομίζει αντίγραφα των επικαλούμενων υπ’ αυτής τραπεζικών επιταγών μέσω των οποίων καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό δανείου με υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου ότι παρέλαβε αυτές, δίχως οι εναγόμενοι να αμφισβητούν την παραλαβή και την είσπραξη αυτών, με τις ένδικες προτάσεις, παρά μόνον της τελευταίας, πράγμα που έπραξαν για πρώτη φορά με την προσθήκη των προτάσεών τους μετά τη συζήτηση, γ) δεν δικαιολογείται επαρκώς, εφόσον δεν έλαβε χώρα η καταβολή του ποσού του δανείου, και έτι περαιτέρω από την ήδη ενάγουσα – δεδομένου ότι με την προσθήκη των προτάσεων για πρώτη φορά οι εναγόμενοι αμφισβητούν μεταξύ άλλων τη δανειοδότηση της πρώτης εναγόμενης από την ενάγουσα εταιρία, επικαλούμενοι ότι οι προσκομισθείσες επιταγές, μέσω της είσπραξης των οποίων έλαβε χώρα η δανειοδότηση από την ενάγουσα, έχουν εκδοθεί από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ατομικά – για ποιο λόγο προέβησαν στην εν λόγω αναγνώριση χρέους και μάλιστα οι τρίτος, τέταρτη και πέμπτη εξ αυτών παραχώρησαν στην ενάγουσα προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης και προσημείωση υποθήκης σε ακίνητά τους, δ) εάν δεν όφειλε η πρώτη εναγόμενη εταιρία κανένα ποσό, δεν δικαιολογείται ο λόγος για τον οποίο ο τρίτος των εναγόμενων, κατά τις έγγραφες προτάσεις των εναγόμενων (σελ. 10 αυτών), εκχώρησε στην ενάγουσα την απαίτηση, που προέκυπτε από επτά τραπεζικές επιταγές εκδόσεως της εταιρίας «…………» σε διαταγή του δεύτερου εναγόμενου, και τέλος και κυρίως ε) ποιος ο λόγος καταβολής στην ενάγουσα του ποσού των 21.500 ευρώ, δεδομένου ότι οι ίδιοι εναγόμενοι στις προτάσεις τους αναφέρουν ότι «…Η αλήθεια είναι ότι έναντι της ως άνω οφειλής την οποία εκχώρησε ο τρίτος εξ ημών στην εναγόμενη έχει λάβει το συνολικό ποσό των 21.500,00 Ευρώ το οποίο συνομολογούν με την υπό κρίση αγωγή τους, πλην όμως δεν αναφέρουν ότι το ως άνω ποσό έχει καταβληθεί από τον ………… και …………». Περαιτέρω, οι εναγόμενοι, υπό τον τίτλο ένσταση εξόφλησης, ισχυρίζονται ότι έναντι του επιδίκου χρέους έχουν καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 29.800 ευρώ συνολικά και δη ποσό 1.000 ευρώ την 2-5-2011, ποσό 700 ευρώ την 20-2-2011, ποσό 1.000 ευρώ την 30-1-2011, ποσό 1.000 ευρώ την 30-12-2010, ποσό 1.000 ευρώ την 30-11-2010, ποσό 1.000 ευρώ την 30-10-2010, ποσό 1.000 ευρώ την 16-9-2010 (εκ παραδρομής 30-9-2010), ποσό 1.600 ευρώ την 30-6-2012 και επιπλέον, η ενάγουσα έναντι του ενδίκου χρέους έχει εισπράξει το ποσό των 21.500 ευρώ από τους ………. και ……….. Η ενάγουσα εντούτοις ήδη με την ένδικη αγωγή της δέχεται ότι έναντι της ένδικης οφειλής έχει λάβει το ποσό των 21.510 ευρώ, το ποσό δε αυτό έχει ήδη αφαιρέσει και δεν το αξιώνει με την ένδικη αγωγή της. Περαιτέρω, από την προσκομιζόμενη έγγραφη απόδειξη καταβολής της 30-6-2012, αποδείχθηκε ότι πράγματι την εν λόγω ημερομηνία καταβλήθηκε έναντι της ένδικης απαίτησης το ποσό των 1.600 ευρώ, εφόσον γίνεται σαφή μνεία στην πρώτη εκ των ανωτέρω συναλλαγματικών, που εξεδόθησαν κατόπιν της αναγνώρισης της ένδικης οφειλής και ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της η παραδεκτώς προταθείσα ένσταση καταβολής. Αντίθετα, όσον αφορά στις λοιπές καταβολές, όπως οι ίδιοι οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, αυτές έγιναν προς εξόφληση της απαίτησης, που ενσωματώνεται στη με αριθμό …../2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ήτοι για άλλη απαίτηση, εφόσον η ενσωματωμένη στην εν λόγω διαταγή πληρωμής απαίτηση αφορούσε προσωπικά το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρίας πηγάζουσα από τη με αριθμό ………. τραπεζική επιταγή της τράπεζας ……., έναντι της οποίας προέβη σε καταβολές ο δεύτερος εναγόμενος. Επομένως, πρέπει ως προς τις ανωτέρω επικαλούμενες καταβολές και δη ποσού 1.000 ευρώ την 2-5-2011, ποσού 700 ευρώ την 20-2-2011, ποσού 1.000 ευρώ την 30-1-2011, ποσού 1.000 ευρώ την 30-12-2010, ποσού 1.000 ευρώ την 30-11-2010, ποσού 1.000 ευρώ την 30-10-2010 και ποσού 1.000 ευρώ την 16-9-2010 (εκ παραδρομής 30-9-2010), να απορριφθεί η ένσταση περί μερικής εξόφλησης των εναγόμενων, γενομένης δεκτής της παραδεκτώς προταθείσας με την προσθήκη και αντίκρουση των προτάσεων της ενάγουσας αντένστασης ότι οι εν λόγω καταβολές αφορούν σε άλλο χρέος. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι συνεπεία της ανωτέρω σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 354.890 ευρώ. Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω σύμβαση αποδεικνύεται ότι την καταβολή του εν λόγω χρέους εγγυήθηκαν η τέταρτη και η πέμπτη των εναγόμενων και μάλιστα, όπως αναφέρεται στην επίδικη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, οι εν λόγω εναγόμενες ανέλαβαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους τρεις πρώτους των οφειλετών την καταβολή του ανωτέρω ποσού. Οι εν λόγω εναγόμενες, με τις έγγραφες προτάσεις τους αρνούνται την καταβολή της επίδικης οφειλής, εωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των πρωτοφειλετών και αυτή αποβεί άκαρπη, ήτοι προβάλλουν την ένσταση διζήσεως, η οποία είναι νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 855 ΑΚ. Εντούτοις, με την προσθήκη των προτάσεών της η ενάγουσα εταιρία διατείνεται ότι οι εν λόγω εναγόμενες παραιτήθηκαν από την εν λόγω ένσταση, με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό, ισχυρισμός που συνιστά νόμιμη αντένσταση, θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 857 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του. Από το ανωτέρω από 12-2-2010 έγγραφο συμφωνητικό, που υπέγραψαν οι ανωτέρω τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων, αποδεικνύεται ότι αυτές ανέλαβαν την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του επίδικου χρέους, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους πρωτοφειλέτες. Ειδικότερα, στην εν λόγω σύμβαση, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο αναφέρεται ότι «…Οι δε συμβαλλόμενες ………. και ……… ΕΓΓΥΩΝΤΑΙ ΡΗΤΑ δια του παρόντος κατ’ άρθρο 847 ΑΚ και επόμενα την πλήρη και ολοσχερή εκπλήρωση της ανωτέρω οφειλής των τριακοσίων εβδομήντα οχτώ χιλιάδων (378.000) Ευρώ, τόσο κατά κεφάλαιο όσο και κατά τόκους και έξοδα, από τους παραπάνω οφειλέτες, την οποία αναλαμβάνουν αλληλεγγύως με τους οφειλέτες και εις ολόκληρον η καθεμία από αυτές, και υπόσχονται να την εκπληρώσουν στη Δανείστρια εταιρία, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η καθεμία, σε περίπτωση που δεν εκπληρωθεί από τους οφειλέτες αυτούς…». Δεδομένου ότι μορφή σιωπηρής παραίτησης από την ένσταση διζήσεως συνιστά και η δήλωση του εγγυητή ότι ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη (Καραγκουνίδης εις ΣΕΑΚ υπό το άρθρο 857 σελ. 1651, παρ. 3 με εκεί παραπομπή σε ΕφΘεσσαλ 3036/1996), εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω εναγόμενες παραιτήθηκαν από την ένσταση διζήσεως και ως εκ τούτου, η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Ως προς την αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να απορριφθεί, γενομένης δεκτής της περί παραγραφής ένστασης των εναγόμενων, δεδομένου ότι, α) όσον αφορά στην επικαλούμενη αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και δη της με αριθμό ………. τραπεζικής επιταγής, διότι από το χρόνο σφράγισης αυτής την 25-12-2009, οπότε η ενάγουσα έλαβε γνώση της ζημίας της και του υπόχρεου προς αποζημίωση, έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής (6-9-2019) παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας, και β) όσον αφορά στην επικαλούμενη αξιόποινη πράξη της απάτης κατά τη χορήγηση της ανωτέρω τραπεζικής επιταγής και των με αριθμό ……… και ………. τραπεζικών επιταγών, με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 25-8-2009 και την 25-9-2009, αντίστοιχα, ενόψει και του ποσού των ανωτέρω τριών επιταγών, που δεν ξεπερνά το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1 εδ. β ισχύοντος ΠΚ), αυτή φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, οπότε σε συνδυασμό με το άρθρο 937 ΑΚ, και του γεγονότος ότι από τη σφράγιση των εν λόγω επιταγών, που έλαβε χώρα το έτος 2009, οπότε η ενάγουσα έλαβε γνώση της ζημίας της και των υπόχρεων προς αποζημίωση, έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας, η τυχόν αξίωση της ενάγουσας περί χρηματικής ικανοποίησης έχει υποπέσει σε παραγραφή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενάγουσα δια της προσθήκης των προτάσεών της κάνει λόγο για κακουργηματική απάτη, αλλά σε αυτή περιέχει στοιχεία, πέραν των αναφερόμενων στην αγωγή, ήτοι επικαλείται τελεσθείσα σε βάρος της απάτη υπό των εναγόμενων που την οδήγησε στην καταβολή όλου του ποσού του δανείου, που ξεπερνά το ποσό των 120.000 ευρώ, πλην όμως, τούτο συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον γίνεται με την προσθήκη των προτάσεων. Κατόπιν των προεκτεθέντων, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το ποσό των 354.890 ευρώ. Για την καταβολή του εν λόγω ποσού η ενάγουσα όχλησε εγγράφως εξωδίκως, με σχετική από 12-3-2019 εξώδικη όχληση, που επέδωσε με δικαστικό επιμελητή, τους εναγόμενους, με βάση το συμφωνητικό αναγνώρισης του χρέους, την 27-3-2019, ήτοι αφού είχαν παρέλθει οι ημερομηνίες των τελευταίων καταβολών που είχαν συμφωνηθεί, τόσο βάσει της μηνιαίας ρύθμισης, όσο και βάσει της εξαμηνιαίας τοιαύτης με βάση τις συναλλαγματικές, τάσσοντας τους δεκαπενθήμερη προθεσμία από τη λήψη της για την εξόφληση των οφειλόμενων ποσών. Η προθεσμία αυτή παρήλθε άπρακτη και οι εναγόμενοι έκτοτε (11-4-2019) κατέστησαν υπερήμεροι οφειλέτες και ουδέν περαιτέρω κατέβαλαν προς την ενάγουσα. Τέλος, οι αιτιάσεις των εναγόμενων περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής από την ενάγουσα, πρέπει να απορριφθούν, διότι, η ένσταση, πέραν της αοριστίας της, τυγχάνει απορριπτέα σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμη στην ουσία της, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει την ένδικη αξίωσή της. Τα παραπάνω κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης (3459/2020) δεν πλήττονται με την κρινόμενη έφεση των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων.

V. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και εκείνων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και συνεπώς, άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία, του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως, δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις (179 ΑΚ), να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (ΑΠ 492/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλόμενου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σε αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλόμενου. Ειδικότερα, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών [ΑΠ 82/2021, ΑΠ 904/2019, ΑΠ 234/2017, ΑΠ 834/2011, ΕφΑθ 304/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ].

VI. Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν, επαναφέροντας παραδεκτά τον πρωτοδίκως προβληθέντα δια των έγγραφων προτάσεών τους ισχυρισμό (που κατά την ένδικη έφεση αναπτύσσεται στις σελίδες 15 έως 19 αυτών με τίτλο 3), ότι η ένδικη σύμβαση αναγνώρισης χρέους πάσχει ακυρότητας, καθότι με αυτή δεσμεύτηκαν υπερβολικά, πέραν του ποσού των 267.785 ευρώ, όπως καταβάλουν το ποσό των 110.215 ευρώ, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας αφορά σε μελλοντικούς τραπεζικούς τόκους και έξοδα και λοιπές χρεώσεις αυτής από τη δανειοδότησή της από την «……………..», συνολόγησαν δε την καταβολή αυτή λόγω της κουφότητας και της αμεριμνησίας τους, καθόσον μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης, ενόψει της συνεργασίας τους, αφού η ενάγουσα είχε αναλάβει τη λογιστική διαχείριση της πρώτης εναγόμενης, ενώ ουδέποτε αναζήτησαν νομική συμβουλή και αδυνατούσαν να κατανοήσουν πλήρως τους όρους της εν λόγω συμφωνίας, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε η ενάγουσα, και επιπλέον ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος είχε τη διαχείριση των οικονομικών της πρώτης εναγόμενης και γνώριζε τις οικονομικές συναλλαγές, που είχε η ανωτέρω εταιρία του με την ενάγουσα, αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων αποπειράθηκε την 26-2-2010 να αυτοκτονήσει με απαγχονισμό, και λόγω της κατάστασής του αυτής, δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει τα οικονομικά στοιχεία της ως άνω αναγνώρισης οφειλής, καθόσον υπήρχε εμπιστοσύνη εκ μέρους των εναγόμενων προς την ενάγουσα. Επιπρόσθετα και στο ίδιο πλαίσιο, ισχυρίζονται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που η ενάγουσα δικαιούται να λάβει κατά την υπογραφή της ένδικης αναγνώρισης χρέους, εφόσον το ανωτέρω ποσό των 110.215 ευρώ αντιπροσωπεύει ποσοστό 24,29% επί του κεφαλαίου. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, παραδεκτώς δε προτείνεται έναντι και σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους (πρβλ. ΕφΑθ 7603/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), έστω κι αν η σύμβαση αναγνώρισης χρέους τυγχάνει ετεροβαρής σύμβαση (σχετικά Νικολόπουλος, ΣΕΑΚ υπό το άρθρο 179, σελ. 316, παρ. 2), πλην όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού τους ουδόλως προσκομίζεται από τους έχοντες το βάρος απόδειξης ενιστάμενους – εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες κάποιο ασφαλές αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, οι τελευταίοι δεν επιμελήθηκαν για την εξέταση μάρτυρα απόδειξης με τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, πέραν του ότι η διατύπωση της ένδικης σύμβασης αναγνώρισης χρέους είναι σαφής, χωρίς χρήση ιδιαίτερων νομικών όρων, όπως προκύπτει τόσο από το αναλυτικά προαναφερόμενο περιεχόμενο αυτής όσο και από τη συνολική εκτίμησή της, με αποτέλεσμα να είναι ευχερώς και πλήρως κατανοητές οι συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλήφθηκαν από την πλευρά των εναγόμενων. Άλλωστε, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων, ηλικίας 61 ετών και 31 ετών αντίστοιχα, ήταν κατά τον επίδικο χρόνο της κατάρτισης της ένδικης συμφωνίας αναγνώρισης χρέους διαχειριστές της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, της οποίας ήταν ομόρρυθμοι εταίροι, με εμπειρία στις εμπορικές συναλλαγές με τρίτους και με τραπεζικές εταιρίες (βλ. τις εγγυητικές επιστολές από την «…………», ετών 2007 και 2011, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται), χωρίς να τίθεται ζήτημα κουφότητας και αμεριμνησίας στο πρόσωπό τους, όπως αβασίμως εκείνοι διατείνονται, αφού η πρώτη εναγόμενη ήταν αποκλειστική αντιπρόσωπος της αυτοκινητοβιομηχανίας PEUGEOT στον Πειραιά και διατηρούσε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων στην οδό …………., ούτε δύναται να γίνει δεκτό από το παρόν Δικαστήριο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής ότι εκδηλώθηκε «επιλεκτικά», ήτοι μόνο έναντι της ενάγουσας, η επικαλούμενη κουφότητα και αμεριμνησία ως προς τις συνέπειες και τη σημασία της ένδικης πράξης τους, συνιστάμενης στην κατάρτιση και υπογραφή της συγκεκριμένης συμφωνίας περί αναγνώρισης χρέους, και δη λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης, που είχε αναπτυχθεί με την ενάγουσα. Ως προς δε το πρόβλημα υγείας του δεύτερου εναγόμενου, προκύπτει ότι πλησίον του ένδικου χρόνου διαγνώστηκε ως ασθενής με ιστορικό κατάθλιψης από ετών και επιληπτικές κρίσεις από νεαρά ηλικία, ότι πράγματι προέβη σε απόπειρα αυτοκτονίας με απαγχονισμό την 26-2-2010, ενώ αντίστοιχη απόπειρα είχε κάνει και στο παρελθόν (βλ. το από 13-3-2010 έγγραφο από το «…. ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ …….», που μετ’ επικλήσεως προσκομίζεται). Ωστόσο, το προειρημένο χρόνιο πρόβλημα υγείας δεν τον εμπόδισε να προβεί στην ίδρυση κατά το έτος 1978 της εταιρίας του με την τότε επωνυμία της «…………» και να συνεχίσει την εμπορική δραστηριότητά της μέχρι το χρόνο υπογραφής της ένδικης συμφωνίας με την ενάγουσα, αλλά και μετά από αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, την ένδικη σύμβαση έχει υπογράψει και ο τρίτος των εναγόμενων, ενεργώντας ατομικά και ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, δεσμεύοντας την ομόρρυθμη εταιρία – πρώτη εναγόμενη, της οποίας είναι ομόρρυθμος εταίρος. Ακόμα, ως προς τον προβαλλόμενο ισχυρισμό της δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, λεκτέα τα ακόλουθα : Το ποσό του δανείου, που χορηγήθηκε στην πρώτη εναγόμενη, αντλήθηκε από τρία τραπεζικά δάνεια, τα οποία η ενάγουσα έλαβε από την «………….» και συγκεκριμένα, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην ένδικη συμφωνία αναγνώρισης χρέους, κεφάλαιο 120.000 ευρώ από επιχειρηματικό δάνειο, κεφάλαιο 40.000 ευρώ από επιχειρηματικό δάνειο και κεφάλαιο κίνησης 120.000 ευρώ από δανειακή σύμβαση (με αριθμό …, ….. και ….. αντίστοιχα), ποσά τα οποία, όπως ομοίως ρητά αναγράφεται στην ένδικη συμφωνία, επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους και τα έξοδα, που επέβαλε η ανωτέρω δανείστρια τράπεζα και τα οποία μέχρι την πλήρη εξόφληση των ανωτέρω δανείων στην τράπεζα αυτή, θα ανέρχονταν στο ποσό των 110.215 ευρώ. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πιστώσεις των 120.000 ευρώ και των 40.000 ευρώ είχαν επιτόκιο 11% και 6% επί του κεφαλαίου κάθε έτος, αντίστοιχα. Οι δε εναγόμενοι σαφώς γνώριζαν από ποιες τραπεζικές συμβάσεις προέρχονταν τα χρήματα, που τους καταβλήθηκαν από την ενάγουσα (οι οποίες σε κάθε περίπτωση αναγράφονται ως περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης αναγνώρισης χρέους) και με ποια επιτόκια και με ποιους όρους εξυπηρετούνταν τα δάνεια αυτά από την ενάγουσα, η οποία ήταν η εμφανής και άμεση αντισυμβαλλόμενη της ανωτέρω τράπεζας και ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι, ως έμπειροι επιχειρηματίες και οι ίδιοι, γνώριζαν και αποδέχονταν ότι η εξόφληση της ανωτέρω οφειλής εκ μέρους τους θα γινόνταν με όρους αντίστοιχους της αποπληρωμής των τραπεζικών δανείων από την ενάγουσα, δοθέντος ότι η τελευταία (ενάγουσα) νόμιμα ανέλαβε την καταβολή τόσο του κεφαλαίου όσο και των νόμιμων επιβαρύνσεων αυτού από κάθε τραπεζική δανειακή σύμβαση και συνακόλουθα, θα έπρεπε τα ποσά αυτά (κεφάλαιο και επιβαρύνσεις, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων τόκων), που κατέβαλε και θα συνέχιζε να καταβάλει στην ανωτέρω τράπεζα, να τα αναζητήσει από τους εναγόμενους – οφειλέτες της. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πριν τη σύναψη του μεταξύ τους δανείου, είχαν καταρτίσει με το δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων αναλυτικό πίνακα των επιβαρύνσεων αυτών της ενάγουσας από την κατάρτιση των δανειακών συμβάσεων με την ανωτέρω τραπεζική εταιρία, μέσω των οποίων δάνεισε με τη σειρά της την πρώτη εναγόμενη, και μάλιστα ανά μήνα, και με τον τρόπο αυτό ορίστηκε η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλουν οι εναγόμενοι, ώστε να καλύπτονται και το κεφάλαιο και οι τόκοι για το διάστημα της ρύθμισης, δηλαδή, όπως η ενάγουσα εκθέτει, από το μήνα Νοέμβριο 2010 έως και το μήνα Μάρτιο 2019, οι οποίοι (τόκοι) βασίζονταν ακριβώς στον τρόπο που υπολόγιζε τους τόκους η άνω τράπεζα, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγόμενους. Επομένως, δεν αποδείχθηκε φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, με την έννοια που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, διότι ενόψει των ανωτέρω περιστάσεων και οικονομικών μεγεθών, η σχέση αυτή (μεταξύ παροχής και αντιπαροχής) δεν γίνεται αντιληπτή ως δυσανάλογη και δη προφανώς, από ένα λογικό και έχον πείρα των σχετικών συναλλαγών άτομο και οπωσδήποτε δεν υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει η ενάγουσα όφελος από μία σύμβαση οικονομικού περιεχομένου, όπως εν προκειμένω, η ένδικη αφηρημένη αναγνώριση χρέους, επί ζημία των εναγόμενων. Κατά συνέπεια και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, δεν προέκυψε η συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων για το χαρακτηρισμό της ένδικης σύμβασης αναγνώρισης χρέους ως αισχοκερδούς – καταπλεονεκτικής, εφόσον δεν συντρέχει απειρία και κουφότητα εκ μέρους των εναγόμενων ούτε συνακόλουθα τυχόν εκμετάλλευση αυτών από την ενάγουσα ούτε προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Άρα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με το δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναπροβάλλεται η ένσταση ακυρότητας της ένδικης σύμβασης αναγνώρισης χρέους ως καταπλεονεκτικής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και ο σχετικός λόγος της ένδικης έφεσής τους στο σύνολό του.

VII. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι διατείνονται (με τις πρωτόδικες προτάσεις τους στις σελίδες 19 έως 23 υπό τίτλο 4) ότι ο όρος, που περιέχεται στην ένδικη σύμβαση, κατά τον οποίο η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το ποσό των 110.215 ευρώ και μάλιστα νομιμότοκα, είναι άκυρος και καταχρηστικός, διότι περιέχει συμφωνία για υπερβολικούς τόκους. Ο ισχυρισμός αυτός (προβαλλόμενος αυτοτελώς και κατά τρόπο διακριτό από τον προρρηθέντα ισχυρισμό του άρθρου 179 ΑΚ), τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, διότι το ποσό αυτό από το ίδιο έγγραφο συνομολογήθηκε όχι ως τόκος επί του κεφαλαίου, αλλά από τη σαφή διατύπωση των όρων της ανωτέρω σύμβασης, αφορά σε τόκους και έξοδα που επιβαρύνεται η ενάγουσα από τη δανειοδότησή της από την ανωτέρω τραπεζική εταιρία. Μάλιστα, η ενάγουσα αναφέρει ότι είχαν καταρτίσει με τους διαχειριστές της πρώτης εναγόμενης αναλυτικό πίνακα με τις επιβαρύνσεις των δανείων ανά μήνα, με βάση τον οποίο υπολογίστηκε η μηνιαία δόση, την οποία οι εναγόμενοι έπρεπε να καταβάλουν, για να καλύπτονται και το κεφάλαιο και οι τόκοι για το επίδικο διάστημα της ρύθμισης της οφειλής τους, χωρίς οι εναγόμενοι να αμφισβητούν ειδικώς τον ισχυρισμό αυτό, όπως ανωτέρω στην παρούσα απόφαση αναφέρθηκε. Το δε προπαρατιθέμενο κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης (3459/2020) δεν προσβάλλεται αυτοτελώς με λόγο έφεσης.

VIII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη ένσταση εξοφλήσεως, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών (ΑΠ 701/2023, ΑΠ 381/2014, ΜονΕφΑθ 299/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 262, 111, 118 και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και παραδεκτή η ένσταση εξόφλησης, στην περίπτωση που η τελευταία γίνεται με παράδοση από τον οφειλέτη στο δανειστή επιταγών πελατών του, πρέπει σε αυτή (ένσταση) να αναφέρονται : 1) Ο αριθμός (ποσότητα) των επιταγών και το ποσό εκάστης, 2) ο εκδότης των επιταγών, 3) η πληρώτρια τράπεζα και 4) η είσπραξή τους (ΑΠ 461/2009, ΕφΠατρ 418/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως, αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Έτσι, ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει με την έφεσή του οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον η πρότασή της ενώπιον του εφετείου εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του ανωτέρω άρθρου, ακόμη και ισχυρισμούς που προτάθηκαν απαραδέκτως στο πρωτόδικο δικαστήριο ή απορρίφθηκαν ως αόριστοι (ΑΠ 1682/2022). Μεταξύ των αναφερόμενων στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ εξαιρέσεων από την απαγόρευση προβολής νέων ισχυρισμών στο δεύτερο βαθμό, στην περίπτωση 6 του άρθρου αυτού, περιλαμβάνονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η έγγραφη απόδειξη αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό, πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1780/2023, ΑΠ 755/2021, ΑΠ 961/2019   Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

IX. Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους οι εκκαλούντες – εναγόμενοι ισχυρίζονται το πρώτον στο παρόν Δικαστήριο ότι μετά την έκδοση και την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στο δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα και συγκεκριμένα την 5-8-2021 ο τελευταίος παρέλαβε ένα δέμα από τον …………., ο οποίος ήταν σε παρελθόντα χρόνο εκμισθωτής ακινήτου που μίσθωνε ο δεύτερος εκκαλών, εντός του οποίου (δέματος) υπήρχαν μία επιστολή από τον αποστολέα του πακέτου και διάφορα έγγραφα, που αφορούσαν στην πρώτη εναγόμενη εταιρία, την οποία διατηρούσε ο δεύτερος εκκαλών με τον τότε συνέταιρό του ………….. και την ύπαρξη των οποίων (εγγράφων) ως μέρους του εταιρικού αρχείου αγνοούσε ο δεύτερος εκκαλών λόγω της άσχημης κατάστασης της ψυχικής υγείας του. Ακολούθως, ισχυρίζονται οι εκκαλούντες το πρώτον στο Εφετείο ότι έχουν καταβάλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 262.006,20 ευρώ, στο οποίο συναθροίζονται οι επιμέρους καταβολές των ποσών των 146.370,58 ευρώ, 90.300 ευρώ, 18.117,38 ευρώ, 5.118,24 ευρώ και 2.100 ευρώ. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι έχουν καταβάλει έναντι της ένδικης απαίτησης το συνολικό ποσό των 146.370,58 ευρώ, με είσπραξη πλήθους επιταγών από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, όπως προκύπτει από το αντίγραφο της κίνησης τραπεζικού λογαριασμού της πρώτης εναγόμενης στην «…………», το οποίο βρέθηκε στην κατοχή τους με τον προπεριγραφόμενο τρόπο, ήτοι με το δέμα που παρέλαβε ο δεύτερος εκκαλών. Ακόμα, ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα έχει εισπράξει το ποσό των 90.300 ευρώ, προερχόμενο από την από 12-2-2010 εκχώρηση απαίτησης προς την ενάγουσα, την οποία (απαίτηση) διατηρούσε ο δεύτερος εκκαλών κατά του ………. και του ……….., ώστε το ποσό που θα εισπραχθεί από την ενάγουσα από τους εν λόγω οφειλέτες του δεύτερου εκκαλούντος να αφαιρεθεί από την οφειλή των εναγόμενων, ενώ επικαλούνται για την επίρρωση του προβαλλόμενου ισχυρισμού τους έγγραφα ευρισκόμενα εντός του άνω δέματος και δη την από 28-7-2009 αναγνώριση οφειλής του ………… προς το δεύτερο εκκαλούντα και αντίγραφο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας και του νομικού παραστάτη του ………. με αναγραφόμενη ημερομηνία την 14-5-2014. Επίσης, ισχυρίζονται ότι έχουν καταβάλει έναντι της ένδικης απαίτησης το ποσό των 5.118,24 ευρώ, με το οποίο ο δεύτερος εκκαλών εξόφλησε 16 μηνιαίες δόσεις, ποσού 319,89 ευρώ έκαστη, για την αγορά νέου αυτοκινήτου της θυγατέρας του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας, η παραγγελία του οποίου έγινε τον Αύγουστο 2011, με την ειδικότερη συμφωνία το ποσό των δόσεων, που θα καταβάλλει ο δεύτερος εκκαλών, να αφαιρεθεί από το επίδικο χρέος, καθώς και το ποσό των 18.117,38 ευρώ, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση ως προς το χρόνο και την αιτία καταβολής του, το οποίο κατά τον ίδιο τρόπο συνυπολογίζουν με τα λοιπά καταβληθέντα στην ενάγουσα ποσά έναντι της ένδικης απαίτησής της. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι την 14-2-2013 ο δεύτερος εκκαλών κατέβαλε το ποσό των 500 ευρώ έναντι της συναλλαγματικής με ημερομηνία λήξης την 1-9-2010 ποσού 21.000 ευρώ και σε μη καθορισμένη σαφώς ημερομηνία ο ίδιος κατέβαλε το ποσό των 1.600 ευρώ έναντι της ίδιας συναλλαγματικής και συνολικά κατέβαλε για την αιτία αυτή το ποσό των (500 + 1.600 =) 2.100 ευρώ, το οποίο όμως, δεν αφαιρέθηκε από το συνολικό οφειλόμενο ποσό. Τέλος, ισχυρίζονται ότι εντός του δέματος υπήρχε έγγραφο από την εταιρία «………….», προμηθευτή λαδιών αυτοκινήτου της πρώτης εναγόμενης, από το οποίο προκύπτει ότι η οφειλή της έως την 28-12-2009 ανερχόταν στο ποσό των 14.237,05 ευρώ και όχι στο ποσό των 73.940 ευρώ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη. Με βάση επομένως, το προπαρατιθέμενο ιστορικό οι εκκαλούντες προβάλλουν στο Εφετείο νέα ένσταση μερικής εξόφλησης του επίδικου χρέους τους το πρώτον, πλην του σκέλους αυτής που αφορά στην καταβολή του ποσού των 1.600 ευρώ, ως προς το οποίο προτάθηκε πρωτοδίκως και έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η εν λόγω ένσταση και έτσι, αφαιρέθηκε το ποσό των 1.600 ευρώ από το επιδικασθέν με την εκκαλούμενη απόφαση ποσό και ως εκ τούτου, ως προς το σκέλος αυτό ο προκείμενος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων (άρθρα 68, 73, 516 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επιπρόσθετα, ως προς την επίκληση της οφειλής έναντι του προμηθευτή λαδιών, αλυσιτελώς προβάλλεται ο υπό κρίση λόγος έφεσης και συνεπώς, είναι απορριπτέος κατά το σκέλος αυτό, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι ουδεμία σχετική παραδοχή ή έστω αναφορά στην αιτιολογία της διαλαμβάνει. Κατά δε τα λοιπά προαναφερόμενα σκέλη της, που αντιστοιχούν στα ως άνω λοιπά επιμέρους ποσά, που φέρονται να καταβλήθηκαν από τους εναγόμενους (146.370,58 ευρώ, 90.300 ευρώ, 5.118,24 ευρώ, 18.117,38 ευρώ, 500 ευρώ), η προβαλλόμενη το πρώτον ένσταση μερικής εξόφλησης τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι συνιστά νέο πραγματικό ισχυρισμό, που δεν προτάθηκε στην πρωτόδικη δίκη και επιπλέον, δεν εμπίπτει σε κάποια από τις περιοριστικά προβλεπόμενες στο άρθρο 527 ΚΠολΔ εξαιρέσεις από την απαγόρευση προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη. Και τούτο διότι, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, 1) δεν προτείνεται από τον εφεσίβλητο, αλλά από τους εκκαλούντες – εναγόμενους, 2) δεν γεννήθηκε μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη έφεση τα δικαιοπαραγωγικά περιστατικά του προβαλλόμενου ισχυρισμού των εκκαλούντων, που αναφέρονται στις επιμέρους καταβολές έναντι του επίδικου χρέους, ανάγονται στο σύνολό τους σε χρόνο προγενέστερο της συζήτησης της ένδικης αγωγής στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (10-7-2020), 3) δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, 4) το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις πρωτόδικες προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, 5) δεν προέκυψε για πρώτη φορά μεταγενέστερα, 6) ούτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου τους – εφεσίβλητης, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι αναφορικά με την έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού των εκκαλούντων, την οποία, κατά τη δέουσα εκτίμηση, επικαλούνται οι τελευταίοι ως περίπτωση κατά την οποία συγχωρείται η κατ’ εξαίρεση προβολή νέου ισχυρισμού στην κατ’ έφεση δίκη, δεν προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο τα ιδιωτικά έγγραφα, που αναφέρονται στην ένδικη έφεση και που φέρονται να αποκτήθηκαν από τους εκκαλούντες με τον προπεριγραφόμενο αυτόν τρόπο (παραλαβή δέματος), τα οποία ήταν πρόσφορα, κατά τους ισχυρισμούς τους, προς απόδειξη της βασιμότητας αυτού. Αλλά και στις προτάσεις τους, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν στο Δικαστήριο τούτο, περιορίζονται στην επίκληση όλων των πρωτοδίκως κατατεθειμένων από αυτούς έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων προς αντίκρουση της αγωγής και ουδέν φερόμενο ως οψιγενώς αποκτηθέν έγγραφο επικαλούνται το πρώτον στο Εφετείο. Περαιτέρω και σε κάθε περίπτωση, η προβαλλόμενη ένσταση μερικής εξόφλησης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι, α) ως προς το ποσό των 146.370,58 ευρώ, δεν αναφέρονται οι αριθμοί των τραπεζικών επιταγών, η τράπεζα, ο τόπος και ο χρόνος έκδοσής τους και το ποσό που αφορά η κάθε επιταγή, β) ως προς το ποσό των 90.300 ευρώ, δεν αναφέρεται ο χρόνος καταβολής από τους …….. και …….., γ) ως προς το ποσό των 5.118,24 ευρώ, δεν αναφέρεται ο χρόνος των επικαλούμενων επιμέρους 16 καταβολών, που κατά τους εκκαλούντες αντιστοιχούν σε δόσεις αποπληρωμής τιμήματος οχήματος, φερόμενες ως καταλογιζόμενες στο επίδικο χρέος των εκκαλούντων, και δ) ως προς το ποσό των 18.117,38 ευρώ, ουδόλως προσδιορίζεται η αιτία και ο χρόνος καταβολής του, ούτε διευκρινίζεται με ποιο τρόπο το ποσό αυτό συνδέεται με την εξόφληση του επίδικου χρέους, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Τέλος, ως προς το επικαλούμενο ποσό των 500,00 ευρώ, που φέρεται να καταβλήθηκε την 14-2-2013 έναντι του επίδικου χρέους, ουδεμία σχετική απόδειξη πληρωμής προσκομίστηκε μετ’ επικλήσεως, η οποία δεν είχε προσκομιστεί πρωτοδίκως, λαμβανομένου υπόψη και του ότι σύμφωνα με τις έγγραφες προτάσεις των εκκαλούντων, στο Εφετείο επαναπροσκομίζονται τα πρωτοδίκως κατατεθειμένα από αυτούς έγγραφα, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε. Κατ’ ακολουθίαν, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο το πρώτον προτείνεται νέα ένσταση μερικής εξόφλησης, πρέπει να απορριφθεί ως προς όλα τα ανωτέρω επιμέρους ποσά.   Κατόπιν των προεκτεθέντων και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 354.890 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 267.785 ευρώ από την 11-4-2019 μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Χ. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (3459/2020) έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 354.890 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 267.785 ευρώ από την 11-4-2019 μέχρι την πλήρη εξόφληση, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, που παραδεκτά συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς επίσης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/9-9-2021 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι η ένδικη έφεσή τους απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά της με αριθμό 3459/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9 Ιανουαρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την  23η   Ιανουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ