Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 62/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως  62/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη  Εφέτη και Ελένη Μοτσοβολέα  Εφέτη- Εισηγήτρια  και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των  εκκαλουσών : 1. …….. 2………… οι οποίες παραστάθηκαν στο ακροατήριο μετά του  πληρεξουσίου δικηγόρου, Νικολάου Βαμβακούλη.

Των εφεσιβλήτων :1)……..  2) ………  υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων  του ………., κατοίκου εν ζωή Κερατσινίου Αττικής,  οι οποίοι  εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, ο μεν  πρώτος από την πληρεξούσια δικηγόρο Χριστιάννα Μ. Νακέλλη και ο δεύτερος από την πληρεξούσια δικηγόρο Ευαγγελία Καπελλάκου.

Ο αρχικός ενάγων ……… άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς    την από 15-10-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./29-10-2019 αγωγή   κατά  των εναγομένων και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της  ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκεη υπ’ αριθμ. 3046/2020  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.   Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενες με την  από 18-10-2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2021 έφεσή τους, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………../2023 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων  αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ο αρχικος ενάγων ………  άσκησε  ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15-10-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./29-10-2019 αγωγή κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών,  και ζήτησε  να γίνει δεκτή. Επί της  ανωτέρω αγωγής,  εξεδόθη η υπ’  αριθμ. 3046/2020  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε  την αγωγή.   Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εκκαλούσες   με την  από 18-10-2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2021 έφεσή τους,  την οποία στρέφουν κατά των τέκνων του ως άνω αποβιώσαντος, ……… και …………., υπό την ιδιότητά τους, ως αναγράφεται στο εφετήριο, ως κληρονόμων – καθολικών διαδόχων του αποβιωσαντος. Από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως, όμως,  έγγραφα και δη α) την με αριθμό  πρακτικού δημοσίευσης ………./19-4-2021 δημόσια διαθήκη του αρχικώς ενάγοντος, ………, ενώπιον του  Ειρηνοδικείου Αθηνών, στην οποία ρητώς δηλώνει μεταξύ άλλων «Επιθυμώ ο γιός μου ………. να μην πάρει τίποτα από την κλρονομιά μου, ούτε καν την νόμιμη μοίρα. Έχει πάρει από εμένα πολύ περισσότερα χρήματα και ακίνητα στην ….., που καλύπτουν την νόμιμη μοίρα  του. Κατόπιν με εξαπάτησε και έκανα δωρεές στα παιδιά του, γι’ αυτό έχω ξεκινήσει δικαστήρια  για να ανακληθούν οι δωρεές αυτές. Εάν πεθάνω, επιθυμώ να συνεχίσει τα δικαστήρια ο άλλος μου γιός…. ..Για όλα τα  παραπάνω έχω πληγωθεί….και γι’ αυτό επιθυμώ, όταν φύγω από την ζωή, ο γιός μου ………… και η οικογένειά του να μην κληρονομήσει  απολύτως τίποτα. Οτιδηποτε  στο μέλλον κερδηθεί στα δικαστήρια, επιθυμώ να το πάρει ο άλλος μου γυιός …..», β)  τα υπ’ αριθμ. …./3-6-2024 και …/31-5-2024 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Πειραιώς περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης γ) τα υπ’ αριθμ. …/3-6-2024 και …/31-5-2024 πιστοποιητικάτου Ειρηνοδικείου Πειραιώς περί μη αποποιήσεως  της κληρονομίας, δ) το υπ’ αριθ. …./31-5-2024 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί μη προσβολής του κληρονομικού δικαιώματος αποδεικνύεται ότι ο αποβιώσας με την ως άνω διαθήκη εγκαθιστά μοναδικό κληρονόμο του, τον υιό του, ………….. Επομένως η υπό κρίση έφεση  των εκκαλουσών απαραδέκτως στρέφεται κατά του πρώτου εφεσιβλήτου, ………..,  και θα πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των άνω διαδικων θα συμψηφισθούν λόγω της συγγενικής τους σχέσης (179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.Περαιτέρω η υπό κρίση έφεση των εναγομένων  κατά της  υπ’ αριθ. 3046/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθ’ο μέρος στρέφεται κατά του δευτέρου εφεσιβλήτου, …………,   έχει ασκηθεί νομοτύπως  και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2 , 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης,  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής …………/2021 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου  495  του ΚΠολΔ.Επομένως,  είναι   τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με  τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εκκαλούσες προέβαλαν το πρώτον τον ισχυρισμό ότι κατά τον χρόνο συζητήσεως της  υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήτοι κατά  την 12-6-2020,  ο αρχικώς ενάγων είχε αποβιώσει (ήδη από την 23-5-2020)  και κατόπιν τούτου η πληρεξουσία  δικηγόρος του αρχικώς ενάγοντος στερείτο πληρεξουσιότητας. Εν προκειμένω, όπως αποδεικνύεται από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, δεν προετάθη στο ακροατήριο η έλλειψη πληρεξουσιότητας από τις εκκαλούσες, συνεπώς ορθώς εχώρησε η διαδικασία. Σημειούται ότι η αιτίαση στις προτάσεις ότι κατά τον χρονο συζητήσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο ενάγων είχε αποβιώσει στερείται  εννόμου επιρροής, προεχόντως διότι δεν προεβλήθη ως  λόγος εφέσεως, ανεξαρτήτως και πέραν του ότι  η απόφαση καθίσταται ελαττωματική και δη με την κύρωση του ανυποστάτου (313 ΚΠολΔ)μονον στην περίπτωση οπου ο διάδικος είχε αποβιώσει κατά την έγερση της αγωγής, ήτοι κατά την επιδοση αυτής.Κατά την έννοια της διάταξης του αρθρου 313 ΚΠολΔ, το πρόσωπο πρέπει να είχε  παύσει να υπάρχει πριν την έναρξη της εκκρεμοδικίας (ΑΠ 773/2013 Νόμος), καθώς αν το πρόσωπο έπαυσε να υπάρχει μετά την εναρξη της εκκρεμοδικίας, επέρχεται διακοπή της δίκης κατά το άρθρο 286 επ. ΚΠολΔ και αν όμως εκδοθεί απόφαση , χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις για την διακοπή της δίκης, αυτή δεν θα είναι ανυπόστατη (ΑΠ 1695/2010 Νόμος, Χαρ. Απαλαγάκη ΚΠολΔ Ερμηνεια κατ’ άρθρο, εκδ. 2019, σελ. 936 ).Μετά δε  την θεμελίωση της εκκρεμοδικίας η παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του θανόντος κατά την συζήτηση, δεν επάγεται ακυρότητα, αλλά αντιμετωπίζεται κατά τις περί ελλείψεως πληρεξουσιότητας διατάξεις   (αρ. 544 αρ.2), των κληρονόμων του θανόντος δικαιουμενων να την εγκρίνουν. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες δεν προέτειναν ένσταση ελλειψης πληρεξουσιότητας, για να την ερευνήσει το Δικαστήριο, ο δε μόνος αποδεικνυόμενος εκ διαθήκης κληρονόμος, ……………, σαφώς ενέκρινε στην έκκλητον δίκη την πληρεξουσιότητα  με την παράστασή του δια πληρεξουσίου δικηγόρου και την  κατάθεση προτάσεων ως εφεσίβλητος.                  Κατά το άρθρο 505 του ΑΚ, “ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή”. Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη φροντίδας και περίθαλψης, καθώς και η καταφρόνηση του δωρητή εκ μέρους του δωρεοδόχου με λόγο και έργο. Το ζήτημα αν η συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που καταδεικνύει την αχαριστία, συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος για την διαμόρφωση της κρίσης του εκτιμά την συμπεριφορά αυτήν με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται, αν η υπ` αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στην συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. (ΑΠ 726/2017, ΑΠ 173/2017). Περαιτέρω, το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς για την ως άνω αιτία, σύμφωνα με το άρθρο 509 του ΑΚ, ασκείται με μονομερή δήλωση του δωρητή, απευθυντέα προς το δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο, και συνεπώς μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή (ΑΠ 655/2014), πρέπει δε να αναφέρεται σε αυτή και ο λόγος της ανακλήσεως της δωρεάς για τη συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, τα οποία, βεβαίως, δύναται να αμφισβητήσει ο δωρεοδόχος ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και θα αποτελέσουν το αντικείμενο της αποδείξεως, ενώ η μη αναφορά στη δήλωση του λόγου ανάκλησης, καθιστά ανίσχυρη την ανάκληση, αφού στερείται ο δωρεοδόχος του δικαιώματος άμυνας εναντίον της ανάκλησης. Επιφέρει δε η δήλωση περί ανακλήσεως της δωρεάς τα νόμιμα αποτελέσματά της, από το χρόνο που περιέρχεται στο δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση της αποδείξεως της αληθείας του επικαλούμενου στη δήλωση από το δωρητή ως άνω λόγου ανακλήσεως (ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 1832/2011, ΑΠ 648/2008, ΑΠ 155/1995). Κατά συνέπεια, για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανακλήσεως της δωρεάς, πρέπει, αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά την επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία, να αποδείξει το έναντι του βαρύ παράπτωμα, από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 655/2014, ΑΠ 1025/1998). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 904 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι, αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, ο δωρητής δικαιούται ενοχικώς σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας αποδόσεως εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης. Έτσι, αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως, μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής (άρθρα 949Κ ΠολΔ, 1192 και 1198 ΑΚ – ΑΠ 2110/2017, ΑΠ 2054/2014). Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ενάγων δωρητής κατά την άσκηση της αξιώσεως προς απόδοση του δωρηθέντος στην περίπτωση ανακλήσεως της δωρεάς, οφείλει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, πλην των εις τα άρθρα 118,119 §1 και 216ΚΠολΔ οριζομένων, τη σύμβαση συστάσεως της δωρεάς, την εκ μέρους του εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του με την παράδοση του δωρηθέντος πράγματος στον εναγόμενο, την δήλωση ανακλήσεως της δωρεάς και την αιτία της ανακλήσεως, ειδικότερα δε σε περίπτωση αχαριστίας τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, να περιλάβει δε και αίτημα αποδόσεως εις αυτόν του δωρηθέντος, συνεπεία της ανακλήσεως της δωρεάς. Στο δικόγραφο της αγωγής μπορεί ο δωρητής να σωρεύσει: α) αίτημα για την αναγνώριση της συνδρομής νομίμου λόγου της ανακλήσεως της δωρεάς και β) αίτημα, σε περίπτωση αρνήσεως του δωρεοδόχου να αποδώσει το δωρηθέν, να υποχρεωθεί αυτός σε καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την αναμεταβίβαση του δωρηθέντος (ΑΠ 545/2013). Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ. 1 ΑΚ, η ανάκληση αποκλείεται, αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στο δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, πληροφορήθηκε τον λόγο της ανάκλησης. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, η τιθέμενη με αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς, αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενη υπόψη (άρθρο 280 ΑΚ), δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το λόγο της αχαριστίας, είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, η οποία μπορεί να γίνει και με την άσκηση της αγωγής ανάκλησης διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 655/2014, ΑΠ 781/2012, ΑΠ 648/2008, ΑΠ 982/2004, ΑΠ 1043/2000  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος  κατά το άρθρο 512 ΑΚ “δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας δεν μπορούν να ανακληθούν”. Δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, μη υποκείμενες σε ανάκληση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που αντικειμενικά, κατά τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, ανταποκρίνονται σε κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του δωρητή, όπως οι σχέσεις συγγένειας ή φιλίας, ασχέτως προς τα ελατήρια της βούλησής του, ενώ δωρεές από λόγους ευπρέπειας είναι εκείνες που ανταποκρίνονται στις κοινωνικές συνήθειες ή απαιτήσεις της κοινής γνώμης ή γίνονται από κοινωνική υποχρέωση. Η φύση της συναπτόμενης σύμβασης δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνεται σ` αυτή από τους συμβαλλομένους, αλλά ο χαρακτηρισμός της αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του από τα περιεχόμενο όσων έχουν συμφωνηθεί και καθορίζει τους προσιδιάζοντες στη σχέση κανόνες δικαίου, προσφεύγοντας, αν υπάρχει ανάγκη, και σε στοιχεία ευρισκόμενα έξω από τη σύμβαση, όταν αυτά συνδέονται με τα συμφωνηθέντα κατά τρόπο που επηρεάζει το αποτέλεσμα (ΑΠ 109/2010, ΑΠ 1060/1981, 530/1991).  Συνεπώς, μόνη η δήλωση του δωρητή στο δωρητήριο συμβόλαιο ότι κάνει τη δωρεά από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρεπείας δεν έχει έννομη επιρροή, εφόσον δεν εκτίθενται στο συμβόλαιο τα πραγματικά εκείνα περιστατικά τα οποία, αληθινά υποτιθέμενα, θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την κρίση του δικαστηρίου ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρεπείας υπό την ως άνω έννοια (ΑΠ 530/1991). Έτσι μόνες οι δηλώσεις στο συμβόλαιο της δωρεάς για παραίτηση του δωρητή από το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς και αναγνώριση ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον δεν είναι ικανές να αποτυπώσουν το νομικό χαρακτήρα της δωρεάς ή να παράσχουν πλήρη ως προς αυτόν τον χαρακτήρα απόδειξη, ώστε να αποκλείεται να διαταχθεί εμμάρτυρη απόδειξη, ως τάχα αντίθετη με το περιεχόμενο δημόσιου εγγράφου (ΑΠ 39/2021, ΑΠ 2054/2014, ΑΠ 1832/2011, ΑΠ 968/2001). Ο από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 512 του ΑΚ ισχυρισμός του εναγομένου δωρεοδόχου, συνιστά καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξιώσεως του ενάγοντος δωρητή που έχει έρεισμα στην διάταξη του άρθρου 505 του ίδιου Κώδικα και πρέπει να προτείνεται προσηκόντως και να επαναφέρεται νομίμως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (Α.Π. 1271/2021, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 85/2020, ΑΠ 655/2014, ΑΠ 2054/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).                   Ο αρχικός ενάγων ……….  με  την από 15-10-2019 (αρ.εκθ. κατ. …/…./29-10-2019) αγωγή   εξέθετε ότι   δυνάμει του υπ’ αριθμ.  …/20-10-2015 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, νομίμως μεταγραφέντος, μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα  λόγω δωρεάς σε εκάστη των εναγομένων εγγονών του, τα ποσοστά του  εξ αδιαιρέτου   επί των αναφερομένων ακινήτων (οριζοντίων ιδιοκτησιών) στο Κερατσίνι, αξίας 32.963,025 ευρώ και 34.444,27 ευρώ, που λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή.  Ότι από το τέλος  του έτους 2015  κι εντεύθεν, οι εναγόμενες δωρεοδόχοι, θυγατέρες του υιού του, ……, άρχισαν να αδιαφορούν  πλήρως για το πρόσωπό του αφήνοντάς τον μονον και αβοήθητο, ενώ από τα τέλη του έτους 2017, αφότου προηγουμένως είχε προβεί σε δωρεά εν ζωή της ψιλής κυριότητας ποσοστού 66,25 % εξ αδιαιρέτου επί έτερων οριζοντίων ιδιοκτησιών στις έτερες δύο εγγονές του, κόρες του υιού του …., επεδείκνυαν απέναντί του συνεχώς επιθετική συμπεριφορά, εκτοξεύοντάς του ύβρεις και απειλές και αποκόπτοντάς τον με βίαιη και απειλητική συμπεριφορά  από την οικογένεια του έτερου υιού του (…..), ότι αμφότερες οι εναγόμενες τον εξύβριζαν και τον απειλούσαν λέγοντας ότι δεν θα αφήσουν κανέναν να εισέρχεται εντος της οικίας που διέμενε εκτός από αυτές και τον υιό του ….., ότι στα πλαίσια της αφόρητης αυτής κατάστασης αναγκάσθηκε να αλλάξει  την κλειδαριά της οικίας του, οπότε οι εναγόμενες αντέδρασαν με ύβρεις, απειλές, ενώ τον απώθησαν και βίαια, ότι τον Μάϊο του έτους 2018 εισέβαλαν διά της βίας στην οικία του και αφαίρεσαν αντικείμενα απευθύνοντάς του ύβρεις και απειλές, ότι τον Μάιο 2019 απείλησαν γειτόνισσα που τον επισκεπτόταν ώστε να σταματήσει να τον επισκέπτεται, ότι  μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής οι εναγόμενες  εξακολουθούσαν τις ύβρεις προς το πρόσωπο του ενάγοντος, ….. ότι  κάθε φορά που συγκεντρώνοντο στο διαμέρισμα υπό στοιχείο Β1 της πολυκατοικίας, που η δεύτερη εναγομένη χρησιμοποιούσε ως κατοικία δημιουργούσαν θορύβους, χτυπούσαν το κουδούνι και τον εξύβριζαν, όπως ειδικότερα οι πράξεις αυτές  περιγράφονται στην αγωγή. Ότι η ως άνω υπαίτια συμπεριφορά  των εναγομένων συνιστά βαρύ παράπτωμα, με το οποίο  αυτές  φάνηκαν αχάριστες απέναντί του, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η ανάκληση των δωρεών, στις οποίες προέβη υπέρ τους και  ότι  με την ένδικη αγωγή  δηλώνει ότι ανακαλεί  τις γενόμενες δωρεές και καλεί τις εναγόμενες να συμπράξουν στην επαναμεταβίβαση των δωρηθέντων εντός τριών ημερών από την επίδοσή της και ότι σε περίπτωση που  παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία δικαιούται να ζητήσει να αναγνωρισθεί δικαστικώς η ανάκληση των παραπάνω  δωρεών λόγω αχαριστίας και να του μεταβιβάσουν την ψιλή κυριότητα των ως άνω ακινήτων κατά το ανήκον σε αυτόν ποσοστό, καταδικαζομένων σε σχετική δήλωση βουλήσεως.  Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι έχουν ανακληθεί  οι δωρεές του εν ζωή  της ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 55% προς τις εναγόμενες  που καταρτίσθηκαν με το υπ’ αριθ. …./20-10-2015 συμβολαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς . …….. και να καταδικασθούν οι τελευταίες σε δήλωση βουλήσεως να αναμεταβιβάσουν προς αυτόν κατά την ψιλή κυριότητα τα δωρηθέντα ακινητα  καθώς και στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’  αριθ.3047/2020  απόφασή του διά της οποίας αφού  έκρινε την  αγωγή ορισμένη και νόμιμη περαιτέρω μετ’ εκτίμηση αποδείξεων  δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες,   με την υπό κρίση  έφεσή τους  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου  και διώκουν   την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφό της περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αρκούν για να θεμελιώσουν το δικαίωμα του ενάγοντος  προς ανάκληση των ένδικων δωρεών, αφού ανταποκρίνονται πλήρως στις προϋποθέσεις εφαρμογής των αναφερόμενων στη μείζονα σκέψη διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και καταφάσκουν τη νομική βασιμότητα της αγωγής, πληρούν δηλαδή το πραγματικό των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα, στην αγωγή εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα η σύμβαση συστάσεως των δωρεών, η εκ μέρους του αρχικώς ενάγοντος εκπληρωση της υποχρεώσεώς του με την παράδοση των δωρηθέντων ακινήτων στις εναγόμενες, τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν τα βαρειά παραπτώματα των εναγομένων δωρεοδόχων, με τα οποία αυτές φάνηκαν αχάριστες προς τον ενάγοντα δωρητή, καθώς και η εντός της ενιαύσιας αποκλειστικής προθεσμίας  δήλωση ανακλήσεως των δωρεών λόγω αχαριστίας με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα, τα συνιστώντα το λόγο της αχαριστίας υπαίτια παραπτώματα αυτής ήσαν εξακολουθητικά  μέχρι την άσκηση της αγωγής, στην οποία περιελήφθη η δήλωση ανάκλησης των δωρεών. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε ότι η αγωγή είναι  ορισμένη παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο έφεσης  και νόμιμη στηριζόμενη στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 505, 509, 510 ΑΚ και 949 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε, απορριπτομένου του ως άνω λόγου εφέσεως. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο εφεσεως κατά το πρώτο σκέλος του  επαναφέρεται ο ισχυρισμός ότι δεν προηγήθηκε της ασκησης της αγωγής  η δήλωση ανακλήσεως των δωρεών κι ως εκ τούτου ο αρχικώς ενάγων δεν νομιμοποιείτο  για την άσκησή της. Ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος  διότι η δήλωση  ανακλήσεως μπορεί να ασκηθεί  και με την αγωγή (ΑΠ 655), κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τον ως άνω ισχυρισμό μη νόμιμο, δεν έσφαλε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβασιμα και απορριπτέα. Ακολούθως  με τον πρώτο λόγο εφέσεως κατά το δεύτερο σκέλος του επαναφέρεται ο ισχυρισμός  ότι η αγωγή τελεί υπό αίρεση ,διότι  αναφέρεται στην αγωγή  ότι «… δηλώνω στις εναγόμενες  ότι ανακαλώ…. Σε περίπτωση που δεν ανταποκριθούν στο αιτημά μου αυτό εγγράφως σε  προθεσμία τριών ημερών από της λήψεως της παρούσας αγωγής  δικαιούμαι να ζητήσω να  αναγνωρισθεί δικαστικώς…». Ο ισχυρισμός αυτός ότι η αγωγή τελεί υπό αίρεση  είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η περιεχόμενη στην αγωγή  πρόσκληση των εναγομένων  να συμπράξουν στην αναμεταβίβαση των δωρηθέντων εντός ορισμένης προθεσμίας, όπως ειδικότερα ρητώς αναγράφεται στην αγωγή «… δηλώνω στις εναγόμενες  ότι ανακαλώ τις παραπάνω δωρεες που  έγιναν προς αυτές κατά το ποσοστό μου και τις ζητώ να αποδεχθούν  την ανάκληση και να συμπράξουν στην επιστροφή του δωρηθέντος  σε καθεμία από αυτές προς εμένα. Σε περίπτωση που δεν ανταποκριθούν στο αιτημά μου αυτό εγγράφως σε  προθεσμία τριών ημερών από της λήψεως της παρούσας αγωγής  δικαιούμαι να ζητήσω να  αναγνωρισθεί δικαστικώς η ανάκληση των παραπάνω δωρεών λόγω αχαριστίας κατά το  ποσοστό μου εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να μου μεταβιβάσουν την ψιλή κυριότητα  των παραπάνω λεπτομερώς  περιγραφομένων ακινήτων κατά το ανήκον σε εμένα ποσοστό, καταδικαζομένων σε σχετική προς εμένα δήλωση βουλήσεως» έχει την έννοια της αποφυγής της δικαστικής διένεξης. Από το περιεχόμενο της  αγωγής σαφως προκύπτει ότι πρώτα δηλώνεται η ανάκληση των δωρεών, εν συνεχεία ζητείται από τις εναγόμενες να συμπράξουν στην  αναμεταβίβαση των δωρηθέντων εντός ορισμένης προθεσμίας προς αποφυγή δικαστικής διενέξεως  και στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία διώκεται να αναγνωρισθεί δικαστικώς η ανάκληση των δωρεών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοιως δεν έσφαλε, και ο συναφής λόγος εφέσεως πρεπει να απορριφθεί. Επιπλέον με τον πρώτο λόγο εφέσεως κατά το τρίτο σκέλος του επαναφέρεται ο ισχυρισμός  ότι στην αγωγή περιείχοντο αιτιασεις περί εξαπατήσεώς του αρχικώς ενάγοντος κατά την υπογραφη του δωρητηριου συμβολαιου και ότι ως εκ τούτου  θα έπρεπε να διώκεται η ακύρωσή των δικαιοπραξιών  και όχι η ανακλησή τους. Ο ισχυρισμος αυτός στερείται εννομου επιρροής διότι ο απατηθείς και καταρτίσας σύμβαση δωρεάς αληθες δικαιωμα έχει και όχι υποχρεωση να ασκησει την αγωγή της ακυρωσίας λόγω ελαττωμάτων της βουλήσεώς του. Όμως δικαιούται να επιλέξει ακωλύτως, αντι της ανωτέρω αγωγης, θεωρωντας την δωρεα ισχυρά, να επιδιώξει την ανάκληση αυτής λόγω αχαριστίας. Συνεπώς η μη ασκηση από τον αρχικώς εναγοντα της αγωγης ακυρωσίας της συμβασεως  λόγω πλανης, απάτης, απειλης  δεν καθιστα απαραδεκτη ή μη νόμιμη την δήλωση περί ανακλήσεως της δωρεάς και εντεύθεν την αγωγή ως  υπό κρίση. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που σιγη απέριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω ισχυρισμό δεν έσφαλε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτεα. Με τον πρώτο λόγο εφέσεως κατά το τέταρτο σκέλος του οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι εσφαλμένως δεν απερρίφθη ως απαράδεκτη η αγωγή λόγω παρόδου της ετησίας αποσβεστικής  προθεσμίας του άρθρου 510 ΑΚ, καθοσον δεν αναγραφονται στην αγωγη πραγματικά περιστατικά που να φθανουν κατά τροπο ορισμένο ένα ετος πριν την εγερση της αγωγής. Ειδικότερα εκτίθεται ότι δεν αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο ειδικά πραγματικά γεγονότα που συνιστούν ως ενιαίο σύνολο εξακολουθητικής συμπεριφοράς το επικαλούμενο παράπτωμα των εναγομένων, ότι υφίσταται αοριστια της αγωγης λόγω των αντιφατικών ισχυρισμών  σχετικά με τον ακριβη χρόνο γνώσης της επικαλούμενης αχαριστίας των εναγομένων, ότι οι χρονικές αναφορές των παραπτωμάτων  στην αγωγή είναι αόριστες (περί τα τέλη του 2017, αρχές 2018, τέλη Μαίου 2018, τον Μάιο 2019) και δεν προκύπτει ακριβώς ο χρόνος γνώσης της αχαριστίας από τον ενάγοντα . Ο λογος αυτός πρέπει να απορριφθει καθόσον στην αγωγη περιγράφεται ο εξακολουθητικός χαρακτήρας  των πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων που συνιστούν την αχαριστη συμπεριφορά των τελευταίων και ειδικότερα υπό τα εκτιθέμενα  τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το λόγο της αχαριστίας, άρχισαν να εκδηλώνονται ήδη από το τέλος του έτους 2015, εντάθηκαν περί το τέλος 2017 αρχές 2018 και συνεχίσθηκαν εξακολουθητικά έκτοτε  μέχρι και την άσκηση της αγωγης  και επομένως δεν ανακύπτει ζήτημα παρέλευσης της ενιαύσιας αποκλειστικής προθεσμίας για την επιδίωξη της αξίωσης αυτής (ΑΠ 655/2014).  Συνεπως το πρωτοβάθμιο που εδεχθη ότι η αγωγή δεν είναι αοριστη ως προς τον χρονικό προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών της αχάριστης συμπεριφοράς των εναγομενων  και συνεπως εδέχθη ότι  δεν υπεκυψε στην ενιαυσια παραγραφή, ορθως κατ’ αποτέλεσμα έκρινε έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται και αντικαθίσταται εν μέρει με την παρούσα, και ο περί του αντιθέτου ως άνω λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.                  Από την εκτίμηση της νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένης υπό του εφεσιβλήτου υπ’ αριθ. ……../5-2-2020 ενορκου βεβαιώσεως των μαρτύρων ……. και ……. , ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που ελήφθη με πρωτοβουλία του  αρχικώς ενάγοντος μετά νομοτύπου και εμπροθέσμου  κλητεύσεως  των εναγομένων (υπ’ αριθ.  ….΄/ 31-1-2020 και ….΄/ 31-1-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Πειραιώς ….), των νομίμως  μετ’ επικλήσεως  προσκομιζομένων υπό των εκκαλουσών υπ’ αριθ.  …./31-1-2020 και …./31-­1-2020 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …..  και ……., κατοίκων Κερατσινίου Αττικής ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που ελήφθησαν με πρωτοβουλία των εναγομένων μετά νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως  του αρχικώς ενάγοντος (υπ’ αριθ.  …./28-1-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών ……….), οι οποίες θα ληφθούν  υποψη ακόμη κι αν εδόθησαν ενώπιον αναρμοδίως κατά τόπον οργάνου, διότι υπό τη νέα διατύπωση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ, όπως αυτή τρποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 4842/13-10-2021, το πεδίο εφαρμογής της οποίας καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως και η παρούσα ένδικη υπόθεση(κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β` του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/10-12-2021), καθίσταται σαφές ότι πλέον απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α` έως δ` στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, μεταξύ δε  των άνω περιπτώσεων, δεν περιλαμβάνεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον οργάνου που αναφέρεται στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, δεν είναι, όμως, κατά τόπον αρμόδιο, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου, (ΑΠ 1278/2023 Νόμος), επίκληση της οποιας δεν γίνεται εν προκειμένω, μη λαμβανομένων υπόψιν των προσκομιζομενων υπο του πρώτου εφεσιβλήτου (……………)  ενόρκων βεβαιώσεων, διότι ως προς αυτόν δεν εχώρησε  η αποδεικτική διαδικασία, ως και την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως  προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα  ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από το νόμιμο γάμο του αρχικώς  ενάγοντος με την ήδη αποβιώσασα, στις 28-11-2015, …., το γένος ……….., ο ενάγων απέκτησε δύο υιούς, το …. και τον …… Οι εναγόμενες είναι έγγονές του και δη θυγατέρες του υιού του ….. Ο …. με την οικογένειά του κατοικούσε μόνιμα πλησίον των γονέων του, ενώ ο …. ήταν ενεργός ναυτικός, με μακρόχρονες απουσίες σε πλόες κι ως εκ τούτου  η επαφή του  αρχικώς ενάγοντος και της συζύγου του με την οικογένεια του υιού του ….. ήταν στενότερη και ήταν αυτοί που τους συνέδραμαν στις καθημερινές ανάγκες τους. Δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../20-10-2015 συμβολαιου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιώς στις 11-12-2025 με αύξοντα αριθμό 2.215, ο ενάγων, ενεργών ατομικώς και ως πληρεξούσιος της  ασθενούς συζύγου του, ……….. (δυνάμει του υπ’ αριθμ. …. /5-­10-2015 ειδικού πληρεξουσίου ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου), μεταβίβασε στις εναγόμενες λόγω δωρεάς κατά ψιλή κυριότητα και παρέδωσε σε αυτές τις ακόλουθες αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι οποίες ανήκαν στον αρχικώς  ενάγοντα κατά ποσοστό 55% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας και στην άνω σύζυγό του κατά ποσοστό 45% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας και οι οποίες βρίσκονται επί πολυκατοικίας κτισμένης επί οικοπέδου κειμένου επί της συμβολής των οδών ………. στη θέση «……..» Κερατσινίου Αττικής και δη το δικαίωμα ψιλής κυριότητος : Α) προς την πρώτη εναγομένη : α) του υπό στοιχείο ….. διαμερίσματος του δευτέρου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με την ανήκουσα σε αυτό κατ΄ αποκλειστική χρήση ως παράρτημα ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου υπό στοιχείο …. (ΚΑΕΚ ……..) και β) της υπό στοιχείο … αποθήκης του υπογείου ορόφου (ΚΑΕΚ …………) και Β) προς τη δεύτερη εναγομένη : α} του υπό στοιχείο …. διαμερίσματος του τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με την ανήκουσα σε αυτό κατ’  αποκλειστική χρήση ως παράρτημα ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου υπό στοιχείο … (ΚΑΕΚ ………) και Β) της υπό στοιχείο … αποθήκης του υπογείου ορόφου (ΚΑΕΚ ………), παρακρατώντας την επικαρπία εφ΄ όρου ζωής τους, κατά το ποσοστό εκάστου (55% και 45% εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα). Στο ως άνω συμβόλαιο περιελήφθη η δήλωση του δωρητή  ότι  οι δωρεές έγιναν προς εκπλήρωση ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος και για λόγους ευπρεπείας, χωρίς παράθεση πραγματικών περιστατικών που να τα στοιχειοθετούν, δεδομενου ότι σύμφωνα με όσα προετέθηκαν στην μείζονα της παρούσας σκέψη, μόνη η δήλωση του δωρητή στο δωρητήριο συμβόλαιο ότι κάνει τη δωρεά από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας δεν έχει έννομη επιρροή, αφού δεν εκτίθενται στο συμβόλαιο τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία αληθινά υποτιθέμενα, μπορούν να θεμελιώσουν την κρίση ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας υπό την έννοια του άρθρου 512 Α.Κ.  Εξάλλου, από τα ανωτέρω ουδόλως απεδείχθη ότι επρόκειτο για δωρεά από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας. Περαιτέρω απεδείχθη ότι η σύζυγος του αρχικώς ενάγοντος-δωρήτρια απεβίωσε στις 28-11-­2015 και έκτοτε οι εναγόμενες έχουν στα άνω δωρηθέντα ποσοστό 45% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας και ποσοστό 55% εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας. Η πρώτη εναγομένη με την οικογένειά της κατοικεί στο δωρηθέν, ενώ στο δωρηθέν προς τη δεύτερη εναγομένη κατοικούσε ο ενάγων-δωρητής. Εκτός από τα προαναφερθέντα δωρηθέντα, ο ενάγων και η σύζυγός του ήταν συγκύριοι, κατά τα ίδια ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, και επί ετέρων αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζοντίων ιδιοκτησιών στην ίδια πολυκατοικία, οι οποίες, όπως και οι δωρηθείσες, είχαν περιέλθει στη συγκυριότητά τους λόγω αντιπαροχής με το οικόπεδο συγκυριότητάς τους, το οποίο παραχώρησαν σε εργολήπτρια εταιρία για να οικοδομήσει την πολυκατοικία. Οι οριζόντιες ιδιοκτησίες αυτές είναι το υπό στοιχείο Β2 διαμέρισμα του δευτέρου υπέρ το ισόγειο ορόφου με την -ανήκουσα σε αυτό κατ΄ αποκλειστική χρήση ως παράρτημα- ανοικτή θέση στάθμευσης υπό στοιχείο …, η υπό στοιχείο … αποθήκη του υπογείου ορόφου, το υπό στοιχείο …. διαμέρισμα του τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου με τις -ανήκουσες σε αυτό κατ΄ αποκλειστική χρήση ως παραρτήματα- ανοικτές θέσεις στάθμευσης υπό στοιχεία … και … και η υπό στοιχείο … αποθήκη του υπογείου ορόφου. Λόγω του ότι ο αρχικώς ενάγων είχε ήδη, από τις 11-3-2015, μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα λόγω γονικής παροχής προς τον υιό του ….. το ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου πλήρους συγκυριότητας που είχε επί τριών ακινήτων κειμένων στη νήσο …… δυναμει του υπ’  αριθ. ……./11-3-2015 συμβολαιου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία  του Υποθηκοφυλακείου Θήρας (τόμος … αριθμός ….), ο αρχικώς  ενάγων και η σύζυγός του επιθυμούσαν οι λοιπές ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες να περιέλθουν στις θυγατέρες  του υιού του Εμμανουήλ, αλλά δεν πρόλαβαν να προβούν στις σχετικές διαδικασίες μεταβίβασης λόγω του θανάτου της …….. Επειδή η τελευταία  απεβίωσε αδιάθετη, το ποσοστό συγκυριότητάς της επί των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών κληρονομήθηκε από τον ενάγοντα κατά ποσοστό 2/8 και από τους δύο υιούς τους, κατά ποσοστό 3/8 εξ εκάστου. ‘Οταν ο ενάγων εξεδήλωσε την επιθυμία να γίνουν οι ενέργειες για τη μεταβίβαση των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών προς τις εγγονές του, ….. και …….., τέκνα του υιού του ….., η συμπεριφορά  όλης της οικογένειας του υιού του …., και εν προκειμένω των εναγομένων άλλαξε σημαντικά. Μάλιστα η μεταστροφή στην συμπεριφορά των εναγομένων  προς το πρόσωπο του ενάγοντος είχε εκδηλωθεί ήδη από το χρόνο ολοκλήρωσης των μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών και το θάνατο της συζύγου του. Ειδικότερα, οι εναγόμενες   μετά τον θάνατο της συζύγου του ενάγοντος (28 Νοεμβρίου του 2015) άρχισαν να δείχνουν μικρότερο ενδιαφέρον για την ομαλή διαβίωση και την ευημερία του ενάγοντος, απομακρυνόμενες σταδιακά, αφήνοντάς τον αβοήθητο παρά το προχωρημένο της ηλικίας του (ετών 85 το έτος 2015) και την ανάγκη ετέρου προσώπου που είχε, για να αντεπεξέρχεται στις εργασίες του νοικοκυριού,  και στις προμήθειες των απαραιτήτων ειδών για η διατροφή και τη φαρμακευτική περίθαλψή του. Ετσι στο χρονικό αυτό διάστημα, στις καθημερινές ανάγκες του τον συνέδραμε η οικογένεια του υιού του ……….. και κυρίως η σύζυγός του …………, η οποία μεριμνούσε ώστε ο τελευταίος να επικουρείται σε τακτική βάση για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της οικίας του καθώς και των εν γένει πρακτικών αναγκών του (καθαριότητα, παρασκευή φαγητού, υγιεινή κλπ) σε καθημερινή βάση. Ακολούθως, ο αρχικώς ενάγων, αφού αποδέχθηκε την κληρονομία της συζύγου του δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./7-8-2017 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, προχώρησε στη μεταβίβαση λόγω δωρεάς εν ζωή της ψιλης κυριότητας των ποσοστών του εξ αδιαιρέτου (αρχικών και κληρονομιαίων) επί των λοιπών οριζοντίων ιδιοκτησιών που προαναφέρθηκαν, προς τις εγγονές του … και …, τέκνα του ετέρου υιού του, …., δυνάμει του υπ’ αριθ……/7-8-2017 συμβολαιου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νομίμως καταχωρηθέντος στο κτηματολόγιο. Όταν οι εναγόμενες πληροφορήθηκαν το γεγονός αυτό περι τα τέλη τους έτους 2017 αρχες του έτους 2018, άρχισαν να επιδεικνύουν ακόμη περισσότερο  αδιάφορη συμπεριφορά προς το πρόσωπο του ενάγοντος αλλά και εχθρική, ενώ την ιδια συμπεριφορά επέδειξαν και οι γονείς τους και μάλιστα ο υιός του ενάγοντος …. δεν  μεταβίβασε  στις θυγατέρες του αδελφού του …. το κληρονομιαίο ποσοστό του επί των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, σύμφωνα με την βούληση του αρχικώς ενάγοντος και της αποβιωσάσης συζύγου του. Ειδικότερα, οι εναγόμενες, (με τη συμμετοχή και των γονέων τους) άρχισαν να εμφανίζονται στην οικία του ενάγοντος και να του απευθύνουν ύβρεις και απειλές, ενώ  ταυτόχρονα  εμπόδιζαν τα μέλη της οικογενείας του ετέρου υιού του (…….) να επισκέπτονται τον ενάγοντα. Χαρακτηριστικά  τον Απρίλιο του έτους 2018, που η σύζυγος του υιού του ….., …………. με την καθαρίστρια …………., είχαν μεταβεί στην οικία του ενάγοντος για να επιμεληθούν την καθαριότητα, εμφανίσθηκαν οι εναγόμενες με τους γονεις τους και τις εξεδίωξαν με ύβρεις και απειλές λέγοντάς τους  ότι θα πρέπει να τις ρωτούν για να εισέρχονται στην οικια και  ότι όλα τα πράγματα εντός της οικίας που διέμενε ο αρχικώς ενάγων είναι δικά τους  και ότι αυτές «κάνουν κουμάντο», ενώ επαναλάμβαναν απευθυνόμενες προς τον ……….. την φράση «Ρε ακούς τι σου λέμε ρε». Μετά το περιστατικό αυτό οι εναγόμενες εισήρχοντο στην οικία του αρχικώς ενάγοντος  και τον εξύβριζαν και τον απειλούσαν. Στα πλαίσια αυτής της αφορητης κατάστασης, ο ……  στις 20-4-2018 έλαβε εισαγγελική παραγγελία προκειμενου να γίνουν για συστάσεις από το  Αστυνομικό Τμήμα Κερατσινίου-Δραπετσώνας  προς τις εναγόμενες και τους γονείς τους, ενώ ταυτόχρονα ζήτησε από την συζύγο του υιού του …… να αλλάξει  την κλειδαριά  της οικίας του προς αποφυγή ερίδων και προστριβών. Τις επόμενες ημέρες παρά την αλλαγή της κλειδαριάς, οι εναγόμενες με τους γονείς τους χτυπούσαν την πόρτα της οικίας του αρχικώς ενάγοντος , ανοίγοντας δε την πόρτα ο  τελευταίος εισήλθαν στην οικία του  απωθώντας τον βιαίως προς το εσωτερικό της, τον εξύβρισαν αποκαλώντας τον «λαμόγιο» και του εδήλωσαν ότι  όλα τα διαμερίσματα είναι δικά τους,  ενώ ταυτόχρονα  του αφαίρεσαν βιαίως και παρά την θέλησή του τα νέα κλειδιά. Ακολούθως την επόμενη ημέρα μετά το ως άνω περιστατικό και αφού είχαν  βγάλει αντίγραφα των νέων κλειδιών, εισήλθαν εκ νέου στην οικία του αρχικώς ενάγοντος και, αφού τον ακινητοποίησαν, αφαίρεσαν χωρίς τη θέλησή του δεκαπέντε εικόνες, αντικείμενα της οικοσκευής, πίνακες ζωγραφικής και μία μεγάλη φωτογραφία της συζύγου του που είχε μεγάλη συναισθηματική αξία για εκείνον, λέγοντάς του ότι δεν του αξίζει τιποτε και του ευχήθηκαν να μείνει μόνος  και να αποβιώσει. Για το ως άνω γεγονός ο αρχικώς ενάγων στις 24-5-2018 έλαβε εισαγγελική παραγγελία προκειμένου να γίνουν  συστάσεις από το  Αστυνομικό Τμήμα Κερατσινίου-Δραπετσώνας προς τις εναγόμενες και τους γονείς τους, ενώ στις 27-9-2018 και 28-9-2018 τους έστειλε εξώδικη διαμαρτυρία  με την οποία, μεταξύ άλλων  τους ζητούσε να του επιστρέψουν τις εικόνες  που βιαιως του απέσπασαν. Εκτοτε και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, οι εναγόμενες εξακολουθούσαν τις ύβρεις προς το πρόσωπο του ενάγοντος, και μάλιστα κάθε φορά που συγκεντρώνοντο στο διαμέρισμα υπό στοιχείο Β1 της πολυκατοικίας, που η δεύτερη εναγομένη χρησιμοποιει ως κατοικία δημιουργούσαν θορύβους, χτυπούσαν το κουδούνι και τον εξύβριζαν, επιπλέον προσπαθούσαν  να αποκόψουν τις επαφές του αρχικώς ενάγοντος όχι μόνον με την οικογένεια του υιού του …….., αλλά και με τρίτους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το λεκτικό επεισόδιο που δημιούργησαν  τον Μάιο του έτους 2019 εναντίον μίας γειτόνισσας ονόματι …………. που τον επισκεπτόταν, την οποίαν απείλησαν ότι θα της κάνουν κακό και θα την διασύρουν στην γειτονιά αν εξακολουθήσει να τον επισκέπτεται,  ενώ τον είχαν εγκαταλείψει στην τύχη του παντελώς, μη δυνάμενο να αυτοσυντηρηθεί, λόγω της φυσικής αδυναμίας του και των πενιχρών εισοδημάτων του. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται  από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση των μαρτύρων ……., συζύγου  του ………,  και ……….,  η οποία επιμελείτο της καθαριότητος της οικίας του αρχικώς ενάγοντος, οι οποίες μετά λόγου γνώσεως καταθέτουν στην υπ’ αριθ…../2020 ένορκη βεβαίωσή τους όσα οι ίδιες γνωρίζουν, οι καταθέσεις των οποιων κρίνονται πειστικές ως έχουσες ιδίαν αντίληψη και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των  μαρτύρων των εναγομένων, …….. και ……….., ανιψιών του αρχικώς ενάγοντος,  οι οποίοι για όσα κατέθεσαν δεν είχαν ιδίαν αντίληψη, αλλά   τα πληροφορήθηκαν από τις εναγόμενες. Με βάση τα προεκτεθέντα, οι εναγόμενες δωρεοδόχοι υπαιτίως φάνηκαν αχάριστες προς τον ενάγοντα δωρητή, διότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούν αθροιστικά βαρύ παράπτωμα, εδραζόμενο σε βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά και διαγωγή, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου και των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία ώστε, υπό τις περιστάσεις αυτές, να δικαιολογείται η γενομένη από τον ενάγοντα ανάκληση των  δωρεών  με την ένδικη αγωγή, η οποία ασκήθηκε  εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου ετήσιας αποσβεστική προθεσμίας (άρθρ 510 του ΑΚ), που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αφού  το βαρύ παράπτωμα και η αχαριστία των εναγομένων, που εκδηλώθηκε κατά τον ως άνω τρόπο, προς τον δωρητή παππού τους, συνεχίσθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής του τελευταίου προς ανάκληση των δωρεων και ουδέποτε διακόπηκε,  επομένως δεν ανακύπτει ζήτημα παρέλευσης της ενιαύσιας αποκλειστικής προθεσμίας για την επιδίωξη της αξίωσης αυτής (ΑΠ 655/2014). Ο  ισχυρισμός των εκκαλουσών   ότι ο αρχικώς ενάγων προέβη σε ανάκληση, για λόγους που δεν ανταποκρίνονταν προς την αλήθεια και ήταν υποκινούμενη από τον υιό του, ……….., δεν απεδείχθη. Συνεπώς το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων  505, 509 Α.Κ., καθόσον τα ως άνω δεκτά γενόμενα, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας των εκκαλουσών έναντι  του παππού τους, ……….  και κατά συνέπεια δικαιολογούν την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, δεδομένου ότι, ειδικότερα, η συμπεριφορά αυτή των εκκαλουσών, αντικειμενικά κρινόμενη, ενόψει των συνθηκών και του τρόπου που τελέστηκε συνιστά βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, ήτοι παράβαση τόσο των κανόνων του δικαίου όσο και των περί ηθικής και ευπρέπειας κρατουσών στην κοινωνία αντιλήψεων, οφειλόμενη σε υπαιτιότητά τους και δυνάμενη να τους καταλογισθεί, και αχαριστία προς τον αρχικώς ενάγοντα, προσβάλλοντας αμέσως αγαθά του στενούς συγγενούς (παππού) αυτών, ώστε, υπό τις περιστάσεις αυτές, να δικαιολογείται η γενομένη από τον αρχικώς ενάγοντα ανάκληση  των δωρεών. Περαιτέρω απεδείχθη ότι οι εναγόμενες, παρά την έγκυρη δήλωση ανάκλησης των δωρεων με την ένδικη αγωγή, δεν έχουν προβεί σε αναμεταβίβαση και απόδοση των δωρηθέντων προς τον αρχικώς ενάγοντα. Με την ανάκληση αυτήν ανετράπησαν τα αποτελέσματα των ως άνω δωρεών και οι εναγομενες κατέστησαν, εξ αυτού του λόγου, πλουσιότερες, κατέχοντας χωρίς νόμιμη αιτία την ψιλή κυριότητα  των προπεριγραφομένων ακινήτων, την οποία, παρ΄ όλα αυτά αρνηθηκαν (οι εναγομενες) να αναμεταβιβάσουν στον αρχικώς ενάγοντα  και να προβούν εκουσίως στην υποβαλλόμενη στον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, δήλωση βουλήσεως περί αποδόσεως του εμπραγμάτου αυτού δικαιώματος στον αρχικώς  ενάγοντα. Μετά ταύτα το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που  εδέχθη  την αγωγή  ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε ότι έχουν ανακληθεί οι συμβάσεις  δωρεάς προς τις εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες που καταρτίσθηκαν με το υπ’ αριθ. ……/20-10-2015 συμβόλαιο και καταδίκασε εκάστην εξ αυτών   σε δήλωση βουλήσεως προς αναμεταβίβαση  του ποσοστού 55% εξ αδιαιρέτου της ψιλης κυριότητας επί των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών στον αρχικώς ενάγοντα ,ορθώς κατ`αποτέλεσμα έκρινε, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται και αντικαθίστανται εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση  εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση  πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, μετά μερική συμπλήρωση και αντικατάσταση αιτιολογιών. Τέλος  τα δικαστικά έξοδα του (δευτέρου) εφεσιβλήτου, που υπεισήλθε στην δικονομικη θέση του αρχικώς ενάγοντος,  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εκκαλουσών  λόγω της ήττας τους  (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ μετά την απόρριψη  της  εφέσεως  πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή   του κατατεθέντος παραβόλου στον  Δημόσιο Ταμείο  (495  παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την έφεση .

Απορρίπτει την έφεση καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου εφεσβλήτου.

Συμψηφίζει τα δικαστικα έξοδα μεταξύ των εκκαλουσών και της πρώτου εφεσιβλήτου.

Δέχεται τύποις αυτήν και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την   έφεση καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δευτέρου εφεσιβλήτου.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών την δικαστική δαπάνη του (δευτέρου) εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε χίλια (1000) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις  9 Ιανουαρίου 2025 .

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε την 29η Ιανουαρίου 2025 σε έκτακτη  δημόσια συνεδρίαση,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ