ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN
Αριθμός 56/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Δ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – εκκαλούσας – καθής η ανακοπή – υπερ’ης η πρόσθετη παρέμβαση: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…….», με έδρα την Αθήνα, επί της οδού ……., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …….. και Α.Φ.Μ. …….. νομίμως εκπροσωπούμενης, υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» (και ήδη μετονομασθείσας σε «………..») με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …….. και Α.Φ.Μ. …….. και της τελευταίας ως καθολικής διαδόχου της πρώην «………..» λόγω συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και 78 του Κ.Ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιριών, τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 2515/1997 και την υπ’ αριθμ. ………/25.06.13 Πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. ……. (ΦΕΚ 3931/1.07.13), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του καθ’ ου η κλήση – εφεσίβλητου – ανακόπτοντος – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση: …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μπραβάκο (ΑΜ….. Δ.Σ. Πειραιώς).
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» (η «………»), νομίμως εκπροσωπούμενης, με έδρα στη Νέα Σμύρνη Αττικής επί της ……….., με Α.Φ.Μ. …… και αρ. Γ.Ε.ΜΗ …, νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “………….” (………………), με έδρα το …………. Ιρλανδίας (………..), που εκπροσωπείται νομίμως, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «………», με έδρα την Αθήνα, επί της οδού ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Παπαδόδημα (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Ο αρχικός ανακόπτων ……… απεβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης που άρχισε με την άσκηση της ανακοπής και πριν από τη συζήτηση αυτής και συγκεκριμένα την 4.5.2007 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον καθ ‘ου η παρούσα κλήση …….., θετό υιό του, ο οποίος και υπεισήλθε στη θέση του αρχικού ανακόπτοντος με την οποία (ανακοπή) ζητούσε να γίνει δεκτή η από 7.11.2005 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2005 ανακοπή του, εκδικασθείσα κατά την τότε ισχύουσα τακτική διαδικασία, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 5710/2008 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του αρχικώς ανακόπτοντος, δέχθηκε την ανακοπή, ακύρωσε την …./2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και καταδίκασε την καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη την οποία όρισε στο ποσό των 26.400 ευρώ.
Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καλούσα – εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή με την με αριθμό κατάθεσης …./2009 από 22.7.2009 έφεσή της επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 71/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ερήμην του καθ΄ου η κλήση εφεσιβλήτου, με την οποία εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη ανωτέρω απόφαση, κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση επί της ανακοπής, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, επικύρωσε την 1066/2005 διαταγή πληρωμής και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του ανακόπτοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ.
Ο εφεσίβλήτος – ανακόπτων άσκησε κατά της αντιδίκου του <<………….>> ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 9.4.2012 αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 1579/2013 απόφασης του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ανωτέρω απόφαση, παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο συγκροτήθηκε από άλλους δικαστές από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο με την με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023 από 24.1.2023 κλήση της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας στη θέση της οποίας είχε υπεισέλθει η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία <<………>>, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 16.11.2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 26.1.2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή και κατά του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου μεαριθμό κατάθεσης γενικό …/1.2.2023 και ειδικό …./1.2.2023 προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων αφενός του καθ’ ου η κλήση – εφεσιβλήτου – ανακόπτοντος, αφετέρου της αυτοτελώς παρεμβαίνουσας εταιρείας αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 4.1.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2023 κλήση προς περαιτέρω εκδίκαση της από 22.7.2009 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 843/2009 έφεσης σύμφωνα με το διατακτικό της 1579/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/……/2023 και β) η από 26.1.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../…/2023 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της παρεμβαίνουσας υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και κατά του εφεσιβλήτου, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της έφεσης, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την υπό κρίση έφεση, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4655/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019. ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1260/ 2019, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2007, ΝοΒ 2007/1828, ΕφΘ 49/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 266/2021 Αρμ2021 416, ΕφΘεσ78/2017 Αρμ 2017 1156, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1250/2009 ΕλλΔνη 2012 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΤρΕφΔυτΜακ 19/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», την από 11.1.2006 και με αριθμό κατάθεσης …../2006 ανακοπή του, τακτικής διαδικασίας, με την οποία ζήτησε για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους την ακύρωση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ……./2005 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε σε βάρος του ως πιστούχου για απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……… σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 5710/2008 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του ανακόπτοντος, δέχθηκε την ανακοπή και εξαφάνισε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Η εκκαλούσα -καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα προσέβαλε την απόφαση αυτή με την υπό κρίση από 22.7.2009 και με αριθμό κατάθεσης ……/2009 έφεσή της επί της οποίας εκδόθηκε 71/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ερήμην του εφεσίβλητου, με την οποία εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε την υπόθεση, δίκασε αυτή κατ’ ουσίαν, απέρριψε την ένδικη ανακοπή και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ακολούθως ο εφεσίβλητος – ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 9.4.2012 αναίρεση επί της οποίας εκδόθηκε η 1579/2013 απόφαση με την οποία αναιρέθηκε η ανωτέρω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Ακολούθως με την υπό κρίση από 24.1.2023 (Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) κλήση της καλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> με την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της αρχικώς καθ’ης η ανακοπή – εκκαλούσας …………., φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 2.7.2009 και με αριθμό κατάθεσης …./2009 έφεση της άνω δικαιοπαρόχου της τράπεζας, μετά την έκδοση της 1579/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Στη συνέχεια η εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο <<………>> άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την κρινόμενη από 6.1.2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή και κατά του εφεσιβλήτου – ανακόπτοντος, επικαλούμενη έννομο συμφέρον το οποίο απορρέει από την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “……….” (………….), η οποία είχε καταστεί ειδική διάδοχος της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», υπό την ιδιότητα της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……..>> και αυτής ως καθολικής διαδόχου της πρώην <<………>>, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ζήτησε ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, που αποτελεί το αντικείμενο της προκείμενης δίκης, να αποβεί η δίκη υπέρ της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, με την αποδοχή της έφεσης της τελευταίας. Από τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (η «……….»), νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. 153/8.1.2019 Πράξη, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικής πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “………” (……….), με έδρα το ………. Ιρλανδίας (……….) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………., όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει του από 18 Ιουνίου 2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων, το οποίο αποτελεί περίληψη της από 08.04.2021 Σύμβασης Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης, ως τροποποιήθηκε κατά καιρούς και το οποίο καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 22.06.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …/22.06.2021 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, όπως ισχύει και του υπ’ αρ. ……./15.06.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, της τελευταίας αλλοδαπής εταιρείας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «…….», με έδρα την Αθήνα, κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρία – πιστωτικό ίδρυμα, εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθ. πρωτ. 45.089/16.4.2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’ αριθ. πρωτ. ……/16.4.2021 και ……./16.4.2021 και ………./02.10.2020 Ανακοινώσεις αντίστοιχα, δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …/30.04.2020 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ως αυτή συμπληρώθηκε με την προσθήκη νέων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, δυνάμει της από 19 Ιανουαρίου 2021 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 19.01.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …/19.01.2021 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 και κατόπιν νεότερης συμπλήρωσης συνεπεία της ανωτέρω καθολικής διαδοχής λόγω διάσπασης / απόσχισης, δυνάμει του από 20.04.2021 Παραρτήματος Μεταβολής της ως προς το πρόσωπο του Μεταβιβάζοντος, καταχωρηθέν νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 20.04.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …./20.04.2021 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000. Κατά συνέπεια, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε από τη διαχειρίστρια εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο «………», σύμφωνα και με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), ενώ παραδεκτώς και νομίμως ασκήθηκε κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ το πρώτον στην προκειμένη δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη κλήση, αφού αυτή είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης που απορρέει από την υπ’ αριθ. …../4.2.1992 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με αποτέλεσμα μεταξύ της κύριας διαδίκου καλούσας – εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, καθόσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής παραγόμενο δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνουν και την ειδική διάδοχο της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας (και συγκεκριμένα μετά την αναβίωση αυτής με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης), αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «”……….” (……………..), καθόσον η υπόθεση αφορά τη μεταβιβασθείσα προς αυτήν έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η ένδικη απαίτηση που επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη με την ανακοπή υπ’ αριθ. 1066/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την επισήμανση ότι τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση με τις προτάσεις του και τη συνημμένη σε αυτές προσθήκη – αντίκρουση του σχετικά με τη μη επέκταση του δεδικασμένου στο νομικό πρόσωπο της υπερ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης, και συγκεκριμένα στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθ. ………../3.2.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..), αλλά και στον καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητου – ανακόπτοντα (βλ. την υπ’ αριθ. ………./3.2.2023 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή. Κατά συνέπεια, εφόσον με την αυτοτελή παρέμβαση, κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠΔ, δημιουργήθηκε μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της κυρίας διαδίκου – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, αυτή δε, καίτοι επέσπευσε τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό…../25.1.2023 και ειδικό …/25.1.2023 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην από 24.1.2023 κλήση, σύμφωνα με την οποία με επιμέλεια της πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης κλήσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 16.11.2023 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έλαβε μέρος κατά τη συζήτηση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, και ως εκ τούτου η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν παρούσα και η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), στο δικαστήριο της παραπομπής «Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παράγραφος 1 εδάφιο β». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1,2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές…». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Συγκεκριμένα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (ΑΠ 493/2011 ΕΠολΔ 2012.447, ΕφΑΘ 1008/2015 ΕφΑΔ 2015.426). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 434/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕφΑΔ 2009.831, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, ενώ οι μη αναιρεθείσες διατάξεις της απόφασης διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το κατά παραπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος δια της (αναιρετικής) αποφάσεως δεδικασμένου εκ της εν μέρει οριστικής και αμετάκλητης ήδη αποφάσεώς του, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτές (ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1577/2000 ΕΕΝ 2002.312). Περαιτέρω, η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης και η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 1123/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.402, ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804 – Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 121, αρ. 9, σελ. 985). Αναιρεθείσης δε της απόφασης στο σύνολό της, αυτή αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή κλπ.). Εξάλλου, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 906/2009 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2008 δημοσιευμένη στην τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 137/2004 Δ 2004.1171 = ΝοΒ 2004.1553) και όχι ως προς την ουσία της υποθέσεως, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικός ανέλεγκτη (ΑΠ 1491/2022,ΑΠ 489/2020, ΑΠ 511/2018 δημοσιευμένες στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/2017 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ), μη δεσμευόμενο, ως εκ τούτου, από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Τούτο συνακόλουθα σημαίνει ότι, εφόσον αυτές δεν εθίγησαν με την αναίρεση, το δικαστήριο της παραπομπής δύναται να εκτιμήσει τις αποδείξεις διαφορετικά από ό,τι η αναιρεθείσα απόφαση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 886/2017 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 921/2015 ΝοΒ 2016.96, ΑΠ 738/2012 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 129/2004, Δ 2004/804 = ΕΕΔ 2005/150). Η δέσμευση δε, του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 846/2019, ΑΠ 534/2015 δημοσιευμένες στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 153/1997, Δ1997.857) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1432/2019 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 629/2010 ΝοΒ 2010.2329). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ` αυτών παράγουν, όπως ήδη εκτέθηκε ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΑΠ 962/2017 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ), που οφείλεται στην κατά το Σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (ΕφΠειρ 290/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς όπου και παραπομπή σε Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2008, § 14, σελ. 260 επομ.). Επομένως, η κρίση που εξέφρασε ο Άρειος Πάγος σχετικά με το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα της αγωγής είναι δεσμευτική για το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 270/2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1297/2010 τνπΝΟΜΟΣ). Αν αντίθετα, το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, ήτοι δεν ακολούθησε, όσον αφορά το νομικό ζήτημα για το οποίο απαγγέλθηκε η αναίρεση, τη λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.18 ΚΠολΔ. Ειδικά δε, αν η απόφαση αναιρέθηκε λόγω παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ), μη συμμόρφωση από το δικαστήριο της παραπομπής υπάρχει όταν αυτό υιοθέτησε ως προς το νοηματικό περιεχόμενο του κανόνα αυτού εκδοχή ασυμβίβαστη, προς εκείνη στην οποία στηρίχθηκε η αναιρετική απόφαση. Δεν υπάρχει, όμως, μη συμμόρφωση, όταν το δικαστήριο της παραπομπής έδωσε λύση μη απτόμενη του νομικού ζητήματος που έδωσε λαβή στην αναίρεση (ΑΠ 1491/2022, ΑΠ 489/2020ό.π., ΑΠ 2226/2009 ΝοΒ 2010.1231). β) Κατά δε τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση, και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και, ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ` αυτήν, εφόσον ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, ενώ οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο της παραπομπής νέες προτάσεις, κατ` άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1606/2007ΕΠολΔ 2008. 260=τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 715/2020 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ- Ν. Νίκα, ό.π, παρ. 121, αρ. 31, σελ. 990). Κατά τα λοιπά ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής οι διάδικοι προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά την συζήτηση στην οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 36.1576, ΕφΠατρ16/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ.), δύνανται δε να υποβάλουν και νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (ΑΠ 45/2022, ΑΠ 904/2021, ΑΠ 28/2020, ΑΠ 1105/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ).
Στη προκειμένη περίπτωση ο αρχικώς ανακόπτων με την υπό κρίση από 7.11.2005 και με αριθμό καταθέσεως ……../7.11.2005 ανακοπή του άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> ζητούσε να ακυρωθεί η …./2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για του λόγους που αναφέρονται σε και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 5710/2008 απόφαση του εκδίκασε την υπόθεση κατά την εφαρμοζόμενη τότε τακτική διαδικασία, ερήμην του ανακόπτοντος, έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεση που είχε ναυτικό χαρακτήρα (άρθρα 7,8,9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33,621 του Κ.Πολ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του ν. 2.172/1993) και αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, δέχθηκε ως βάσιμο κατ΄ουσίαν τον πρώτο λόγο της ανακοπής, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών για το λόγο ότι όσον αφορά τις μνημονευόμενες στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής συμβάσεις πιστώσεως δι’ ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και δανείων δεν αναφέρονται τα ονόματα των συμβληθέντων πιστούχων ή δανειοληπτών και των αντίστοιχων υπέρ αυτών εγγυητών, ακύρωσε την ανωτέρω διαταγή πληρωμής και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος σε βάρος της καθ’ ης. Κατά της απόφασης αυτής η ηττηθείσα καθ’ ης η ανακοπή άσκησε την υπό κρίση από 22.7.2009 με αριθμό καταθέσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έφεση της, επί της οποίας εκδόθηκε η 71/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ερήμην του εφεσιβλήτου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση τύποις και κατ’ ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε την υπόθεση, δίκασε κατ’ ουσίαν, δέχθηκε τύποις και κατ’ ουσίαν την ανακοπή κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επικύρωσε αυτή και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη σε βάρος του ανακόπτοντος. Ο ανακόπτων – εφεσίβλητος, στη θέση του οποίου ως ανωτέρω αναλυτικά αναφέρθηκε είχε υπεισέλθει λόγω θανάτου του το θετό τέκνο του …………, άσκησε κατά της αντιδίκου του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 9.4.2012 αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 1579/2013 απόφασης του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η 71/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Ειδικότερα με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την ένδικη διαταγή πληρωμής, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεώς του για το λόγο ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν περιείχε τα αναγκαία για την εγκυρότητά της στοιχεία και δη την αιτία πληρωμής, δηλαδή την έννομη σχέση από την οποία απορρέει η εφ’ ης θεμελιούται χρηματική απαίτηση των καθ’ ων και δη του αναιρεσείοντος. Επιπλέον όσον αφορά τον τελευταίο δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικώς τα αναγκαία για την εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής στοιχεία και δη η κατάρτιση της συμβάσεως, η παροχή εκ μέρους του ιδίου εγγυήσεως για την πληρωμή του καταλοίπου, το κλείσιμο του λογαριασμού και ότι το ποσό το οποίο διατάσσεται να πληρώσει, αποτελεί το σε βάρος του πρωτοφειλέτη κατάλοιπο.
Το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο της αναπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση. Η κρινόμενη με αριθμό κατάθεσης …../2009 στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 22..7.2009 έφεση της καθη’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας κατά της 71/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του ανακόπτοντος έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νομίμως και εμπροθέσμως, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης (αρ. 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Ακολούθως η προαναφερόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω τακτική διαδικασία (άρθρα 495 επ. και 511 επ. ΚΠολΔ) λαμαβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 533 παρ.2 σχύοντος ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης κανόνα ουσιαστικού δικαίου έκανε δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητα καθώς δεν προκύπτει εξ αυτής ο γενεσιουργός λόγος της απαιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπής και δεν αναφέρονται τα ονόματα των συμβληθέντων δανειοληπτών και των υπέρ αυτών εγγυητών με συνέπεια να καθίσταται δυσχερής ή άμυνα του εφεσιβλήτου –ανακόπτοντος κατά της διαταγής πληρωμής . Ο λόγος αυτός της ανακοπής, όμως, σύμφωνα με τη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο κρίση της 1579/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε, κατά ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα, επί της αοριστίας της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής που συνίσταται αφενός στη μη αναγραφή της αιτίας πληρωμής, δηλαδή της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση της καθ΄ης κατά του ανακόπτοντος και αφετέρου στην έλλειψη προσδιορισμού του τρόπου εμπλοκής του τελευταίου στη συγκεκριμένη έννομη σχέση και η ιδιότητά του στη σχετική σύμβαση ως πιστούχου ή εγγυητού. Κατόπιν των ανωτέρω η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε τα ίδια δέχθηκε ως βάσιμο κατ’ ουσίαν τον πρώτο λόγο της ανακοπής, δέχθηκε αυτή και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 623, 626 παρ.1 και 3, 627 εδ.γ, 628 παρ.,1εδ α’ , 630 εδ. γ΄καιδ’ 631 και 633 ΚΠολΔ, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της έφεσης, ενώ πρέπει να καταδικασθεί η προσθέτως παρεμβαίνουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 184 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Όσον αφορά στην υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο τούτο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕφΑθ 409/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 53. 822, ΕφΑθ 6524/1996 ΕλλΔνη 38. 929).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 22.7.2009 έφεση και την από 26.1.2023 πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία αντιπροσωπεύεται από την παρισταμένη αναγκαία ομόδικό της προσθέτως παρεμβαίνουσα, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την από 22.7.2009 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5710/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην του ανακόπτοντος κατά την τακτική διαδικασία.
Επιβάλλει σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Ιανουαρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων την 24η Ιανουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ