ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4Ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Απόφασης 76/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σοφία Καλούδη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) δια του Διοικητή αυτής, κατοικοεδρεύοντος στην Αθήνα ( οδός …………) και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, που εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Παναγιώτη Γαρόζη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ……………, 2) ……….., 3) ……………. και 4) …………………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ιωάννη Πορφύρη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ .
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/12.5.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3215/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ηττηθέν εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, με την από 4.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/4.1.2023 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./5.1.2023 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 11.5.2023, κατά την οποία συζητήθηκε, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης. Ήδη επαναλαμβάνεται η συζήτηση της αυτεπάγγελτα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, με την υπ’αριθμ.28/2024 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/8.4.2024, για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Με την υπ’αριθμ.28/2024 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/8.4.2024, ορισμού δικασίμου και κλήση για επανασυζήτηση, που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, επαναλαμβάνεται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 307ΚΠολΔ, διότι δεν κατέστη δυνατή η έκδοση αποφάσεως από την ορισθείσα εισηγήτρια-Δικαστή, μετά την συζήτηση κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο, η συζήτηση της από 4.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../4.1.2023 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../5.1.2023 έφεση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και ήδη εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.3215/2022 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 3.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./12.5.2021 σε βάρος του αγωγή των εναγόντων: 1)……., 2) ………., 3)………… και 4) ………., ήδη εφεσιβλήτων, ενώ την απέρριψε, ως προς τους πέμπτο, έκτο, έβδομη και όγδοο των εναγόντων, ……………….., μη διαδίκων στην παρούσα δίκη. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, επιμελεία των εναγόντων, στις 15.12.2022 στον Διοικητή της ΑΑΔΕ και στις 20.12.2022 στον Προϊστάμενο Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά (άρθρ. 1 παρ. 1 και 4, 17 παρ. 1, 36 παρ. 1, 41 παρ. 1, 43 του ν. 4389/2016, 85 του ν.δ. 356/1974, άρθρα 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ιι, 69 παρ. 2 περ. Γ, 80 π.δ. 111/2014, ΦΕΚ Α’ 178 και 25), συντασσομένων των υπ’αριθμ…..΄/15.12.2022 και …….΄/20.12.2022 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, ……., αντίστοιχα, που προσκομίζονται από τους εφεσιβλήτους, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 4.1.2023, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Σημειωτέον, ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται να κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), δεδομένου ότι το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, κατά το άρθρο 19 1 του Κωδ. Δ/τος της 26.6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ. 28/1931 (ΦΕΚ Α’ 239/1931), απαλλάσσονται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
II. Oι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, μαζί με τους λοιπούς τέσσερις ενάγοντες, μη διαδίκους στην κατ’έφεση δίκη, με την προαναφερθείσα αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου, εξέθεσαν ότι στις 3.6.2018 απεβίωσε στον Πειραιά, χωρίς να αφήσει διαθήκη, η αδελφή και θεία τους, αντίστοιχα, ………., με την οποία από πολλών ετών δεν διατηρούσαν καμία επαφή, κάτοικος εν ζωή Πειραιά, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου της άφησε μόνη πλησιέστερη συγγενή και εξ αδιαθέτου κληρονόμο της, την εγγονή της, ……………, που όμως αποποιήθηκε την κληρονομιά της αποβιώσασας, γεγονός που δεν γνώριζαν, αφού δεν διατηρούσαν καμία επικοινωνία μαζί της και ότι οι ίδιοι για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν, στις 23.9.2020, όταν η Α’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά τους κοινοποίησε το από 18.9.2020 αίτημα παροχής πληροφοριών αναφορικά με τον γενόμενο έλεγχο για την φορολογική δήλωση της θανούσας έτους 2016, ότι έχουν καταστεί, με πλασματική αποδοχή, κληρονόμοι της αποθανούσης, οι μεν τρίτη και τέταρτος των εναγόντων στην δεύτερη τάξη, ως αδέλφια της, ο πρώτος και ο δεύτερος τούτων, ως τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της, ……………, ενώ οι πέμπτος και ο έκτος των εναγόντων θα υπεισέλθουν στην κληρονομιά μετά τη δήλωση αποποίησης του πατρός τους, τέταρτου των εναγόντων, οι δε έβδομη και ο όγδοος τούτων θα υπεισέλθουν κατά σειρά στην επαγωγή της κληρονομιάς, μετά τη δήλωση αποποίησης της τρίτης ενάγουσας, μητέρας τους και ότι η ληξιπρόθεσμη οφειλή της κληρονομουμένης στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. με βάση την κοινοποιηθείσα ατομική ειδοποίηση χρεών, ανέρχονταν στο ποσό των 25.845,24 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, διατεινόμενοι περαιτέρω ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το θάνατο της κληρονομούμενης μέχρι και τις 23.9.2020, τελούσαν σε ουσιώδη πλάνη, αγνοώντας τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά του λόγου επαγωγής της κληρονομιάς, αλλά και τις διατάξεις του αστικού κώδικα που αφορούν στην κτήση και την αποποίηση κληρονομιάς, καθώς και τις έννομες συνέπειες που επέρχονται από την άπρακτη παρέλευση της σχετικής προθεσμίας αποποίησης, ώστε αν γνώριζαν την πραγματική κατάσταση θα προέβαιναν εμπροθέσμως στην αποποίηση της, οι ενάγοντες ζήτησαν: α) την ακύρωση, λόγω ουσιώδους πλάνης, της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, της επαχθείσης κληρονομίας της αποβιωσάσης αδερφής και θείας τους, αντίστοιχα, ……………., β) να αναγνωριστεί η εγκυρότητα των γενομένων από τους ίδιους αναφερόμενες δηλώσεις αποποίησης της εν λόγω κληρονομιάς, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά και γ) να τους χορηγηθεί από της τελεσιδικίας της απόφασης, που θα εκδοθεί, τετράμηνη προθεσμία αποποίησης, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους.
III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία αφού κρίθηκε αυτή απορριπτέα, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, ως προς τους πέμπτο, έκτο, έβδομη και όγδοο των εναγόντων, με το σκεπτικό ότι η υπεισέλευση τους στην κληρονομιά προϋποθέτει την αποποίηση αυτής, με την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της, από τους γονείς τους, τέταρτο και τρίτη των εναγόντων, αντίστοιχα, αδέλφια της κληρονομουμένης και νόμιμη, ως προς τους λοιπούς, παρεκτός των αιτημάτων περί αναγνώρισης της εγκυρότητας των γενομένων εκπροθέσμως δηλώσεων αποποίησης και χορήγησης τετράμηνης προθεσμίας για αποποίηση από την τελεσιδικία της απόφασης, ακολούθως, έγινε δεκτή η αγωγή αναφορικά με τους τέσσερις πρώτους ενάγοντες, ως και ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένης της ένστασης παραγραφής της και ακυρώθηκαν οι εκ της παραμέλησης της προθεσμίας αποποίησης, πλασματικές αποδοχές της κληρονομιάς της αποβιωσάσης συγγενούς τους.
Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται το εκκαλούν-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την κρινόμενη έφεση, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, την αναδίκαση της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.
IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711, 1846 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856 και 1857 ΑΚ, συνάγεται ότι ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέληση του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρ. 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε. Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δεν δέχεται – την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του Δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή, όμως, από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδ. β ΑΚ). Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ.β ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομία επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1856 ΑΚ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Δεν αποκλείεται όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ., 147 επ., 150 επ. ΑΚ), που εφαρμόζονται ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι, εφόσον πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η, με τον τρόπο αυτό, συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή, δεν συμφωνεί με τη βούληση του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούληση του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση, ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη, μεταξύ βούλησης και δήλωσης, διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (ΟλΑΠ 858/1990), υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται : α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά το ΑΚ που επέρχεται αμέσως, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 1497/2023, ΑΠ 842/2022, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1041/2015). Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς, λόγω της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποίησης προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η, εν συνεχεία, αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της. Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας είναι δυνατόν να στραφεί κατά του δανειστή της κληρονομίας (ΑΠ 1497/2023, ΑΠ 842/2022, ΑΠ 1041/2022, ΑΠ 827/2017). Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, επιφέρει τις έννομες συνέπειες της, μόνο στην περίπτωση ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής, καθώς πρόκειται για αποποίηση με νομική αίρεση (condicio juris), ήτοι προϋπόθεση που τίθεται από το νόμο, καθώς η εκ των υστέρων ακύρωση ανατρέχει αναδρομικά στο χρόνο επαγωγής (ΑΠ 1497/2023, ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1534/2011).
Ειδικώς, η επίδοση της αγωγής με την οποία διώκεται η ακύρωση, λόγω πλάνης, της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία επήλθε στο πρόσωπο του κληρονόμου, με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης και η αναγνώριση της εγκυρότητας της γενομένης, εκ των υστέρων, δήλωσης αποποίησης της κληρονομίας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1711, 1846 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856, 1857 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η οριοθέτηση του κληρονομικού δικαιώματος του διαδίκου – κληρονόμου και το καταληκτικό της δίκης πόρισμα έχει ως συνέπειες, μεταξύ άλλων και την απάλειψη της ιδιότητας του οφειλέτη του Δημοσίου από το πρόσωπο του διαδίκου ως κληρονόμου, ανεξάρτητα αν ο διάδικος έλαβε γνώση της ιδιότητας του ως κληρονόμου με αφορμή την είσπραξη της απαίτησης από την αρμόδια ΔΟΥ του Δημοσίου, γίνεται είτε στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρ. 5 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) είτε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (άρθρ. 1 παρ. 1 και 4, 17 παρ. 1, 36 παρ. 1. 41 παρ. 1, 43 του ν. 4389/2016, 85 του ν.δ. 356/1974, άρθρα 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ιι, 69 παρ. 2 περ. Γ, 80 π.δ. 111/2014, ΦΕΚ Α’ 178 και 25, ΑΠ 1497/2023).
V. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 6.2018 απεβίωσε στο Νοσοκομειακό Ίδρυμα « Ε.Α.Ν.Π. Μεταξά» η …………., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας κατά το χρόνο του θανάτου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1820 ΑΚ, ως μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμο της, την εγγονή της, …………………., η οποία γνωρίζοντας τα χρέη της αποβιώσασας προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, αποποιήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως την κληρονομιά της στις 1.10.2018, δυνάμει της υπ’αριθμ……/2018 δήλωσης αποποίησης κληρονομιάς, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ……./3.3.2021 σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου της Α’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά. Ακολούθως, μετά την αποποίηση εκ μέρους της ως άνω πλησιέστερης συγγενούς της αποβιώσασας και κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εκλήθησαν, ως κληρονόμοι στην δεύτερη τάξη, τα αδέρφια της τελευταίας και ειδικότερα, η τρίτη και ο τέταρτος των εναγόντων, ………… και ………………., ήδη εφεσίβλητοι, κατά ποσοστό συμμετοχής 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, καθώς και ο πρώτος και δεύτερος των εναγόντων-εφεσιβλήτων, ……….. και …………, τέκνα του προαποβιώσαντος στις 13.7.2013 στη Βάρη Αττικής, αδερφού της κληρονομουμένης, …………….., καθένας σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου.
Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι, ως άνω, ενάγοντες-εφεσίβλητοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά, χωρίς να γνωρίζουν τον θάνατο της κληρονομουμένης και τον λόγο της επαγωγής της κληρονομιάς σ’αυτούς, ήτοι την αποποίηση τούτης από την πρώτη τη τάξει κληρονόμο εγγονή της, εφόσον δεν διατηρούσαν επαφές μαζί τους από πολλών ετών. Για πρώτη φορά στις 23.9.2020 περιήλθε σε γνώση των ανωτέρω εναγόντων το από 18.9.2020 και με αριθμό πρωτ……./2020 αίτημα παροχής πληροφοριών της Α΄ΔΟΥ Πειραιά, κατ’άρθρο 14 του Ν. 4174/2014, προκειμένου να προσκομίσουν παραστατικά για την δικαιολόγηση χρηματικών ποσών, που αφορούσαν την φορολογική δήλωση της θανούσας έτους 2016 και τους δόθηκε η δυνατότητα για υποβολή εκπρόθεσμων φορολογικών δηλώσεων για τις φορολογικές χρήσεις, που περιλαμβάνονταν στην υπ’ αριθμ…………/20.9.2018 εντολή ελέγχου, καθώς και τη σχετική ατομική ειδοποίηση του Δικαστικού Τμήματος της Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή της κληρονομουμένης στην Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, με βάση την κοινοποιηθείσα ατομική ειδοποίηση χρεών, ανέρχονταν στο ποσό των 25.845,24 ευρώ. Ευθύς αμέσως, οι τέσσερις πρώτοι ενάγοντες απευθύνθηκαν σε δικηγόρο και έσπευσαν να αποποιηθούν την, ως άνω, κληρονομιά, προβαίνοντας στις υπ’αριθμ. …./5.11.2020, …./12.10.2020, …./12.10.2020 και ……/ 12.10.2020 δηλώσεις αποποίησης κληρονομιάς ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιά, πλην όμως, οι εν λόγω δηλώσεις αποποίησης της κληρονομιάς, θεωρήθηκαν εκπρόθεσμες από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ως δανειστή της κληρονομιάς και δεν επέφεραν τα έννομα αποτελέσματα τους, λόγω άπρακτης παρέλευσης της οριζομένης τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση από τον χρόνο επαγωγής της κληρονομίας σ’αυτούς, οπότε λογίζεται ότι επήλθε πλασματική αποδοχή της και καθίσταται ερευνητέο αν αυτή η αποδοχή οφειλόταν σε πλάνη.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω ενάγοντες πληροφορήθηκαν ότι υπήρχαν και έτερες οικονομικές εκκρεμότητες της κληρονομουμένης, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε το υπ’αριθμ……/2021 σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου της Α΄ΔΟΥ Πειραιά, καθώς και ο υπ’ αριθμ………/2021 προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός φόρου εισοδήματος του άρθρου 28 του Ν. 4174/2013, ποσού 8.122,27 ευρώ, λόγω ανακρίβειας στη φορολογική δήλωση της κληρονομουμένης, καθώς και η υπ’αριθμ.πρωτ……./2021 έκθεση μερικού ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος με τη συνημμένη καταλογιστική πράξη, επί της οποίας αυτοί άσκησαν την υπ’αριθμ……./2021 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
Περαιτέρω, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι οι τέσσερις πρώτοι ενάγοντες-εφεσίβλητοι πράγματι αγνοούσαν την επαγωγή της κληρονομιάς και τον λόγο επαγωγής της κληρονομιάς σ’αυτούς, ήτοι αρχικά τον θάνατο της κληρονομουμένης θείας και αδελφής τους αντίστοιχα και ιδίως το γεγονός ότι η εξ αδιαθέτου κληρονόμος της στην πρώτη τάξη, εγγονή της αποβιώσασας, είχε αποποιηθεί την επαχθείσα σε αυτή κληρονομιά της γιαγιάς της, εξαιτίας του ότι δεν διατηρούσαν σχέσεις και δεν είχαν καμία επικοινωνία ούτε με την αποθανούσα, αλλά ούτε και με την εγγονή της τελευταίας. Επιπλέον, στερούμενοι νομικών γνώσεων τελούσαν σε άγνοια των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς, βρίσκονταν δηλαδή σε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας, που αναγόταν τόσο σε άγνοια του τρόπου κτήσεως της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ, που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου και την αποποίηση του προηγούμενου τη τάξει κληρονόμου, που σημαίνει ότι επάγεται η κληρονομιά στους λοιπούς κληρονόμους, κατά τις τάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, σαν να μην ζούσε ο αποποιούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν άρχισε να υπολογίζεται γι’αυτούς, αφού η άγνοια τους τόσο περί της πραγματικής κατάστασης, όσο και περί των νομικών διατάξεων για την επαγωγή της κληρονομιάς, την αποδοχή και την αποποίηση της, τα έννομα αποτελέσματα τους, την ύπαρξη της προειρημένης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομιάς, καθώς και τη νομική σημασία της παρόδου της εν λόγω προθεσμίας άπρακτης, απέκλεισε τη γνώση της επαγωγής της κληρονομίας σ’αυτούς, που είχε σαν συνέπεια την μη έναρξη της προθεσμίας προς αποποίηση και εντεύθεν την μη συντέλεση της, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή της, ένεκα παραμέλησης της τασσόμενης προθεσμίας, που δεν συμφωνούσε με την βούληση τους από ουσιώδη πλάνη, με αποτέλεσμα να υφίσταται διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως τους, από άγνοια της κατάστασης που διαμόρφωσε την βούληση τους, καθόσον η πλάνη αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την επαγωγή της κληρονομίας και την αποδοχή της, λόγω των έννομων συνεπειών που αυτή συνεπάγετο, μεταξύ των οποίων να επιβαρυνθούν με τα χρέη της κληρονομίας, ώστε αν γνώριζαν την πραγματική κατάσταση, δηλαδή την έκπτωση της προηγούμενης στην τάξη εξ αδιαθέτου κληρονόμου, δεν θα άφηναν να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αλλά θα αποποιούνταν εμπρόθεσμα την κληρονομία.
Η προπεριγραφόμενη δε πλάνη των εν λόγω εναγόντων-εφεσιβλήτων για την αποδοχή της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομιάς με την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης της, που προκλήθηκε δικαιολογημένα από την παραπάνω εσφαλμένη γνώση και πεποίθηση τους, αφού οι ίδιοι, όπως προεκτέθηκε, δεν γνώριζαν τον λόγο της επαγωγής και δεν διέθεταν αντίστοιχες νομικές γνώσεις, ούτε αποδείχθηκε ότι απευθύνθηκαν σε οποιοδήποτε πρόσωπο με νομικές γνώσεις για την πληροφόρηση τους, διατηρήθηκε σ’αυτούς μέχρι και τις 23.9.2020, οπότε έλαβαν γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς με την γνωστοποίηση από την Α’ ΔΟΥ Πειραιά του από 18.9.2020 και με αριθμ.πρωτ……../2020 αιτήματος παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Ν. 4174/2013, αναφορικά με τον διενεργηθέντα έλεγχο σχετικά με φορολογική δήλωση της θανούσας. Στα ανωτέρω αποδειχθέντα συνηγορεί και το γεγονός ότι οι ως άνω ενάγοντες ουδέποτε αναμείχθηκαν στην πιο πάνω κληρονομιά, ούτε άλλωστε είχαν έννομο συμφέρον να αναμειχθούν. Σημειωτέον, ότι η πλάνη τους αυτή, δεν σχετίζεται με τα χρέη της κληρονομιάς και ούσα, κατά τα αποδειχθέντα, πράγματι ουσιώδης, θεμελιώνει την ακύρωση της πλασματικής κατά το νόμο αποδοχής της επαχθείσης σ’αυτούς εν λόγω κληρονομίας.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης, που αντίθετα πλήττει την εκκαλουμένη ότι υπέπεσε στις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμου.
Περαιτέρω, εφόσον, ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι αγνοούσαν την επαγωγή της επίμαχης κληρονομίας σ’αυτούς, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους στην δεύτερη τάξη κληρονομικής διαδοχής και η πλάνη τους αυτή εξακολούθησε και δεν είχε αρθεί μέχρι την κοινοποίηση στις 23.9.2020 του ανωτέρω εγγράφου της Α΄Δ.Ο.Υ. Πειραιά, παροχής πληροφοριών και προσκόμισης παραστατικών, δεν είχε αρχίσει, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας, που προβλέπεται από το άρθρο 1847 ΑΚ και προϋποθέτει γνώση της επαγωγής και συνεπώς, ούτε η εξάμηνη προθεσμία για την αγωγή ακύρωσης της συναγόμενης από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, που προβλέπεται από το άρθρο 1857 παρ.2 εδ.β ΑΚ, λόγω πλάνης και δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε στις 24.5.2021 με την επίδοση της στο εναγόμενο, ήτοι εντός εξαμήνου από την λήξη της τετράμηνης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς από τους ενάγοντες, κατά συνέπεια, η ένσταση παραγραφής, που πρόβαλε πρωτοδίκως το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσης του, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε απαράδεκτα μετά την πάροδο του προβλεπόμενου εξαμήνου από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης για τους ενάγοντες, που άρχισε από την ημερομηνία δήλωσης αποποίησης της εγγονής της κληρονομουμένης, είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεκτής γενομένης και ως ουσία βάσιμης της νόμιμης αντένστασης, που προέβαλαν οι ενάγοντες καθ’υποφοράν στην αγωγή τους και επαναφέρουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση παραγραφής του κρινόμενου δικαιώματος ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της επίδικης κληρονομιάς, αν και με συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, κατ’ουσίαν, η έφεση και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1, 2 και 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν.1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.3215/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται την έφεση τυπικά.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Επιβάλλει στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18.12.2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης της Εφέτη-Εισηγήτριας, Ελένης Νικολακοπούλου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Σκριβάνου και Σοφία Καλούδη, Εφέτες και με την Γραμματέα, Κ.Σ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ