Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 571/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης: 571/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 –Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015, η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, από 1.1.2016), εναντίον του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου, την από 04/04/2014 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …… αγωγή της, επί της οποίας, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 05/06/2014, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 3083/25-06-2014 οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 01/12/2014 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. …….., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …….. Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 17/11/2014 (βλ. σχετ. τη με αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……. και την από 17/11/2014 απόδειξη παραλαβής εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Κορυδαλλού ……., Αστυφύλακος (Α.Υ.), σε συνδυασμό με τη από 18/11/2014 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή) και η ως άνω έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2/12/2014, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 652 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 –Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015, η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, από 1.1.2016). Παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 και προ της αντικαταστάσεώς της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 04/04/2014 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….. αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα (ήδη εκκαλούσα), ισχυριζόμενη ότι τυγχάνει ιδιοκτήτρια διαιρετής οριζόντιας ιδιοκτησίας οικοδομής, η οποία βρίσκεται στον …. Αττικής και έχει υπαχθεί νόμιμα σε καθεστώς οροφοκτησίας, δυνάμει της υπ΄ αριθ. ……. πράξης σύστασης οροφοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα και περιλαμβάνει και τον κανονισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συνιδιοκτητών, ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, επικαρπωτής διαιρετών οριζόντιων ιδιοκτησιών της αυτής οικοδομής, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, με δαπάνες του, άλλως και σε περίπτωση άρνησής του, να προβεί η ίδια, με δαπάνες του, στην καθαίρεση των κεραιών ραδιοερασιτέχνη και στην αποξήλωση και επαναγκατάσταση των δορυφορικών κεραιών στον πίσω εξώστη του διαμερίσματός του, που τοποθέτησε αυθαίρετα στο δώμα της πολυκατοικίας, παρακωλύοντας αυτήν (ενάγουσα) στην ελεύθερη χρήση αυτής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε αυτήν νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3, 4 παρ. 1, 5 του Ν. 3741/1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», 54 ΕισΝΑΚ, 1002, 1117, 785, 792 Α.Κ. και 907, 908 παρ. 1, 945 παρ. 1 ΚΠολΔ, απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επέβαλε στην ενάγουσα τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου, την οποία όρισε στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 εδ. α’ , 7 παρ. 1, 8 και 13 του Ν. 3741/1929,”περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού νόμου αυτού και 1117 του ΑΚ, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ’ όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, οι καπνοδόχοι, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, το ηλιακωτό δώμα. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 3741/1929, η οποία ορίζει ότι “αδιαίρετος είναι η ιδιοκτησία και παντός άλλου πράγματος χρησιμεύοντος προς κοινήν των ιδιοκτητών χρήσιν”, προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφασή τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση, κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Δεδομένου δε, ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 επ. του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α’ του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (Ολ.ΑΠ 23/2000, ΑΠ 92/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 969/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 275/2014 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, επί οριζοντίου ιδιοκτησίας, η κυρία είσοδος της οικοδομής, οι κλίμακες ανόδου προς το δώμα και το ηλιακό δώμα (ταράτσα), εξομοιούμενο με τη στέγη της οικοδομής, αποτελούν αντικείμενο αναγκαίας συγκυριότητας και κοινόχρηστα πράγματα για όλους τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων, καθένας από τους οποίους δικαιούται να ποιείται απόλυτη χρήση, εκτός εάν με συμφωνία που τον δεσμεύει, αποκλείστηκε από το δικαίωμα αυτό, το οποίο διαφυλάχθηκε για μερικούς μόνο από τους ιδιοκτήτες. Επιτρέπεται δε, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα με την ενδοτικής φύσεως διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3741/1929, με ειδική μεταξύ των συνιδιοκτητών του εδάφους συμφωνία, που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών, το δικαίωμα να παραχωρηθεί αποκλειστικώς σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς η χρήση σε κάποιο από αυτά τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση του δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους (ΑΠ.Ολ. 5/1991, 7/1992, ΑΠ 92/2017 ό.π., ΑΠ 969/2017 ό.π., ΑΠ 892/2015, ΑΠ 1250/2011 ό.π., ΑΠ 303/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1830/2005 Δημ. Νόμος, πρβλ. επίσης ΑΠ 1713/1991). Στην τελευταία, όμως, περίπτωση το παρεχόμενο στον ιδιοκτήτη δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης κοινόκτητου πράγματος της οικοδομής δεν περιέχει και εξουσία άρσεως του προβλεπόμενου προορισμού αυτού (ΑΠ 108/2014 Δημ. Νόμος, Α.Π. 532/2009 Α.Π. 847/2001). Οι συμφωνίες, με τις οποίες κανονίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, δημιουργούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών, από την οποία απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Οι κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούμενοι περιορισμοί, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 3 του ν. 3741/1929 “φέρουν χαρακτήρα δουλείας”, δεν είναι όμως δουλείες κατά την έννοια των άρθρων 1118 επ., 1142 και 1188 επ. ΑΚ, αλλά φέρουν χαρακτήρα δουλείας με την έννοια και μόνο ότι δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων (ΟλΑΠ 5/1991, ΑΠ 969/2017 ό.π., ΑΠ 1300/2014 ό.π.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1121 και 1134 ΑΚ, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της πραγματικής δουλείας είναι παρεπόμενο της κυριότητας επί του δεσπόζοντος ακινήτου με την έννοια ότι κάθε μεταβίβαση του ακινήτου, στο οποίο η δουλεία παρέχει ωφέλεια, περιλαμβάνει αυτοδικαίως και τη δουλεία, έστω και αν δεν ορίζεται τίποτε σχετικά στην πράξη μεταβίβασης (ΑΠ 969/2017 ό.π., ΑΠ 318/2013). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, επίσης, ότι κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται να προβαίνει σε απόλυτη χρήση των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, να ενεργεί επισκευές και ανανεώσεις αυτών, καθώς και μεταβολές και προσθήκες, με τον όρο ότι δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα των άλλων ιδιοκτητών και δεν μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό αυτών ή δεν δημιουργούνται κίνδυνοι για τη στατική της οικοδομής ή των διαμερισμάτων της, δεν παρεμποδίζεται η σύγχρηση εκ μέρους των λοιπών οροφοκτητών, δεν επέρχονται μεταβολές στην αισθητική του κτιρίου και δεν θίγεται η ασφάλειά του. Η διαφορετική συμμετοχή των συνιδιοκτητών στη χρήση κοινοχρήστου μέρους της οικοδομής ή ο αποκλεισμός του κοινοχρήστου χαρακτήρα του και η περιέλευση αυτού αποκλειστικά σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες είναι δυνατή λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 3741/1929, αλλά προϋποθέτει, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 αυτού, συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί (ΑΠ 92/2017 ό.π., ΑΠ 669/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1501/2011 ΑΠ 1658/2007, ΑΠ 185/2003). Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι μπορεί να περιληφθεί στον κανονισμό συμφωνία, με την οποία ένας ή και περισσότεροι από τους συνιδιοκτήτες θα έχουν το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης σε κοινόκτητο και κοινόχρηστο τμήμα της οικοδομής, αλλά για τον προορισμό που το τμήμα αυτό από τη φύση του έχει και προκύπτει από τις λειτουργικές χρησιμότητες του οικοδομήματος που ορίζονται από τον κανονισμό, την τοποθεσία του ακινήτου και τις τακτικές συνήθειες της περιοχής. Αν και πότε θίγονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών ή υπάρχει μεταβολή του συνήθους προορισμού των κοινών μερών με τη χρήση τους από ορισμένους συνιδιοκτήτες, κρίνεται, κατά περίπτωση, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και στο πλαίσιο του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής λειτουργίας της σχέσεως της οροφοκτησίας. Ειδικότερα, βλαπτική για τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών είναι η χρήση που εμποδίζει ή δυσχεραίνει υπερμέτρως αυτούς στη χρήση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους ή και στη σύγχρηση των κοινών μερών, ενώ μεταβολή του συνήθους προορισμού προκαλείται όταν η συγκεκριμένη χρήση αλλοιώνει τον προορισμό των κοινών μερών, που ορίζεται με δικαιοπρακτική ρύθμιση ή, σε περίπτωση ελλείψεώς της, προκύπτει από τη φύση των πραγμάτων και τον σκοπό που αυτά υπηρετούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στη λειτουργία της οροφοκτησίας, καθώς και από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Κάθε συνιδιοκτήτης, εφόσον από τις ενέργειες άλλου συνιδιοκτήτη παραβλάπτεται στη χρήση των κοινών πραγμάτων και μειώνεται η ασφάλεια της οικοδομής, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ΑΠ 92/2017 ό.π., ΑΠ 669/2013 ό.π., ΑΠ 974/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 357/2006 και 1830/2005).  Περαιτέρω, στο πλαίσιο των πιο πάνω αρχών εφαρμογής των αντίστοιχων διατάξεων του ν. 3741/1929, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι διατάξεις του ΓΟΚ, στις διατάξεις δε των άρθρων 2 παρ. 22 και 8 παρ. 2 του ΓΟΚ/2000, ορίζεται ότι κοινής χρήσεως χώροι του κτιρίου και του οικοπέδου είναι οι χώροι που προορίζονται για χρήση από όλους τους ενοίκους του κτιρίου και ότι ο υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου πρέπει να είναι προσπελάσιμος από τους χώρους κοινής χρήσης του κτιρίου. Ειδικότερα, η εφαρμογή της πρώτης από τις πιο πάνω ρυθμίσεις προϋποθέτει στο πλαίσιο εφαρμογής και των διατάξεων του ν. 3741/1929 ότι οι συγκεκριμένοι χώροι του οικοπέδου έχουν χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστοι με τον υπάρχοντα κανονισμό, και εφ’ όσον δεν υπάρχει κανονισμός ή κοινοχρησία προκύπτει από τη φύση του πράγματος και το σκοπό που αυτό υπηρετεί στη λειτουργία της οροφοκτησίας (ΑΠ 92/2017 ό.π., ΑΠ 38/2015, ΑΠ 639/2010). Αν δε με τον κανονισμό απαγορεύεται η ενέργεια από τους συνιδιοκτήτες μεταβολής στα κοινά μέρη, η απαγόρευση αυτή δεσμεύει όλους τους συνιδιοκτήτες, ακόμη και αν από την απαγορευμένη ενέργεια δεν παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών ή των οικοδομημάτων, ούτε μεταβάλλεται ο συνήθης προορισμός τους (ΑΠ 108/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 872/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 115/2003). Γι` αυτό δεν είναι αναγκαία η έρευνα των προϋποθέσεων τούτων για να κριθεί αν έλαβε χώρα ανεπίτρεπτη, ως αντικείμενη στον κανονισμό, ενέργεια συνιδιοκτήτη όταν επιδιώκεται να αρθεί η παράνομη αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε (ΑΠ 108/2014 ό.π., ΑΠ 872/2007 ό.π.).

Εξάλλου, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύμβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας της υπάρξεως κενού ή αμφιβολίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Παραβιάζονται δε οι διατάξεις των άρθρων αυτών, οπότε ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεση, κενού ή αμφιβολίας για την έννοια της δικαιοπραξίας, είτε παραλείπει να προσφύγει σ` αυτές για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτησάντων, ή δεν παραθέτει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, είτε προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους. Έμμεση διαπίστωση κενού στη σύμβαση ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση βουλήσεως προκύπτει όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση περί της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως, από την οποία αποκαλύπτεται, ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως των συμβαλλομένων, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως. Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει εκ του γεγονότος ότι το δικαστήριο για την αληθινή έννοια της συμβάσεως, έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενο της συμβάσεως ή χρησιμοποιεί επιχειρήματα (ΑΠ 245/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 108/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 669/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 303/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2008, ΑΠ 1581/2007).

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009) (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 275/2014 Δημ. Νόμος).

Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Εκ τούτων συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 757/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 594/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 895/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 254 παρ.1, 368, 387, 388, 522, 527, 529, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το εφετείο δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, αυτών, που θα διεξαχθούν και εκείνων, που η εκκαλουμένη εκτίμησε, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση, που προσβάλλεται με την έφεση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου της εφέσεως και ως εκ τούτου, κατά την επιλογή του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξαφανίσει τότε την εκκαλουμένη (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ 1983 σελ. 569, ΑΠ 755/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2006 ΕλΔ/νη 47 σελ. 1047, ΕφΛαρ 2/2014 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΘεσ 2382/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 63/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 24/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 139/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2516/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΚρητ 93/2008 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 3671/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 163/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΙωαν 95/2005 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από τους διαδίκους φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος της με στοιχεία ……. οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του πέμπτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εκτάσεως 82,00 τ.μ., που βρίσκεται στον …….. Αττικής, επί της οδού …….., στο οποίο διαμένει, καθώς και της με στοιχεία ΄…….. αποθήκης του υπογείου ορόφου, εκτάσεως 9,00 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω οικοδομή. Τις οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες τις απέκτησε, δυνάμει του με αριθμ. …… αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …., που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Νίκαιας στον τόμο .. και με αύξ. αριθμ. …, από τους ……….. Η οικοδομή αυτή έχει υπαχθεί νόμιμα σε καθεστώς οριζοντίου ιδιοκτησίας του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, δυνάμει της υπ΄ αριθ. ……. σύστασης οροφοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., η οποία περιλαμβάνει και τον κανονισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συνιδιοκτητών και έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας στον τόμο … και με αύξ. αριθμ. …., τόσο ως συστατική πράξη, όσο και ως κανονισμός. Ο εναγόμενος, σύμφωνα με την ως άνω με αριθμ. ……. πράξη σύστασης οροφοκτησίας, είναι επικαρπωτής: 1) του με στοιχεία ……. διαμερίσματος του έκτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, το οποίο έχει έκταση 59,20 τ.μ., όπου και διαμένει, 2) της υπό στοιχεία ……. αποθήκης του υπογείου ορόφου, επιφανείας 6,3 τ.μ. και 3) του με στοιχεία …… διαμερίσματος του έκτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, που βρίσκεται στην ίδια ως άνω οικοδομή, επί της οδού ……., το οποίο έχει έκταση 22,80 τ.μ.. Στον εκάστοτε δε ιδιοκτήτη του …. διαμερίσματος ανήκει και η αποκλειστική χρήση του με στοιχεία ΑΒΓΔΑ τμήματος του δώματος, επιφάνειας 12 τ.μ., όπως τούτο εμφαίνεται στο από Απριλίου 2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης της Αρχιτέκτονος Μηχανικού …….. Σύμφωνα δε με την ως άνω σύσταση της οριζόντιας ιδιοκτησίας και τον κανονισμό της οικοδομής, με τον οποίο καθορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις συνιδιοκτητών όσον αφορά στα κοινά μέρη της οικοδομής, το δώμα ανήκει στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής και περιλαμβάνει: α) τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, δηλαδή: την απόληξη του κεντρικού κλιμακοστασίου με το πλατύσκαλό του, συνολικής επιφάνειας 13,20 τ.μ., καθώς, επίσης, την απόληξη του φωταγωγού και του χώρου κίνησης ανελκυστήρα και τον ελεύθερο χώρο του δώματος (ταράτσα) και «…β) το τμήμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Α., το οποίο φαίνεται στο προαναφερόμενο σχεδιάγραμμα κάτοψης δώματος, θα έχει επιφάνεια 12.00 τ.μ., δεν θα έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και δεν θα αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά θ’ αποτελεί παράρτημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας του έκτου (Στ΄) ορόφου πάνω από το ισόγειο – πυλωτή με στοιχεία …….. στην αποκλειστική χρήση των εκάστοτε ιδιοκτητών της οποίας και θ’ ανήκει…», όπως προαναφέρθηκε, «…στο οποίο θα τοποθετηθεί κεραία ραδιοερασιτέχνη για εκπομπή και λήψη σημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46/3.3.2000)…». Επίσης, ορίζεται στον Κανονισμό ότι στο δώμα θα υπάρχει κεντρική κεραία τηλεόρασης (βλ. σχετ. σελ. 18, 22-25 του Κανονισμού). Συνεπώς, σύμφωνα με τον Κανονισμό της οικοδομής, ο εναγόμενος έχει το δικαίωμα να εγκαταστήσει κεραία ραδιοερασιτέχνη για εκπομπή και λήψη σημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46/3.3.2000), επί του προαναφερόμενου τμήματος του δώματος, επί του οποίου έχει αποκλειστική χρήση. Σημειώνεται, ότι η διάταξη του άρθρου 17 αριθ. 3 του ΚΠολΔ και οι διατάξεις του Ν. 3741/1929, όταν χρησιμοποιούν τους όρους «ιδιοκτήτες» ή «συνιδιοκτήτες», αναφέρονται στη συνήθη περίπτωση, κατά την οποία η ψιλή κυριότητα είναι ενωμένη με την επικαρπία. Στις διατάξεις, όμως, αυτές περιλαμβάνεται και ο επικαρπωτής, του οποίου το δικαίωμα είναι εμπράγματο, όμοιας δε έκτασης κατά το περιεχόμενο προς εκείνο του ιδιοκτήτη (ΑΚ 1142), αφού η διάταξη του άρθρου 1173 ΑΚ αναγνωρίζει στον επικαρπωτή διαμερίσματος ή ορόφου τα δικαιώματα και τις ενοχικής φύσεως αξιώσεις εκ της οροφοκτησίας (ΟλΑΠ 8/2002 ΕλλΔνη 2002.683, ΜονΕφΛαρ 164/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 275/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 316/2008 ΕφΑΔ 2008.1093, ΕΘ 1668/2003 Δημ. Νόμος). Όλα τα ανωτέρω συνομολογούνται από τα διάδικα μέρη, αποδεικνύονται δε και από τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και έγιναν δεκτά και με την εκκαλούμενη απόφαση. Επίσης, στο άρθρο 3 του Κανονισμού ορίζεται ότι «1) Κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει όλα τα δικαιώματα στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα που ο Νόμος ορίζει για τους συνιδιοκτήτες, ανάλογα με το είδος και τον προορισμό τους, με τον όρο να μην εμποδίζει τη χρήση τους από τους άλλους δικαιούχους συνιδιοκτήτες,…2) Οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι, πράγματα και εγκαταστάσεις πρέπει να είναι πάντοτε ελεύθεροι και να μη γίνεται κατάχρηση χρόνου χρήσης τους από τους δικαιούχους συνιδιοκτήτες και ενοίκους. Απαγορεύεται σε κάθε δικαιούχο συνιδιοκτήτη ή ένοικο να αφήνει έστω και προσωρινά στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα έπιπλα, κιβώτια και άλλα κινητά πράγματα και ζώα που εμποδίζουν άλλους συνιδιοκτήτες ή ενοίκους και να προκαλεί θορύβους και άλλες ενοχλήσεις σε αυτούς και γενικά απαγορεύεται η εντός των διαδρόμων, εισόδων, πλατύσκαλων, πρασιάς, ακάλυπτου και άλλων κοινών χώρων εναπόθεσης, έστω και για ελάχιστο χρόνο, οποιουδήηποτε αντικειμένου. Επίσης, έχει υποχρέωση να φροντίζει για την καλή συντήρηση, καθαριότητα και κανονική και απρόσκοπτη χρήση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων της οικοδομής. 3)… επιτρέπεται στην ταράτσα η… τοποθέτηση κεντρικής κεραίας τηλεοράσεως με ανάλογη συμμετοχή των συνιδιοκτητών στη δαπάνη εγκατάστασης και συντήρησής της, δεν επιτρέπεται όμως η τοποθέτηση απλής και δορυφορικής κεραίας. Ειδικά για τη δορυφορική κεραία τηλεοράσεως η τοποθέτησή της μπορεί να γίνει μόνο στους πίσω εξώστες των διαμερισμάτων και με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται παράσιτα στις συσκευές των άλλων ενοίκων ή οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα γενικά. Επίσης επιτρέπεται η τοποθέτηση κεραίας ραδιοερασιτέχνη για εκπομπή και λήψη σημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46/3.3.2000), στο χώρο του δώματος που ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση στους εκάστοτε ιδιοκτήτες του με στοιχεία …….. διαμερίσματος…». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, περί το Μάρτιο του 2011, εγκατέστησε στο δώμα της ως άνω οικοδομής κεραιοσύστημα ραδιοερασιτέχνη για τη λειτουργία ερασιτεχνικού σταθμού, για το οποίο έχει άδεια λειτουργίας από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών. Μία εξ αυτών των κεραιών εφάπτεται στο τμήμα του δώματος, επί του οποίου έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης και οι λοιπές τρεις εξ αυτών τοποθετήθηκαν στο κοινόχρηστο δώμα. Η τοποθέτηση, όμως, των εν λόγω κεραιών ουδόλως παρακώλυε μερικώς ή ολικώς τη χρήση του κοινόχρηστου δώματος από τους λοιπούς συνιοδιοκτήτες, γι αυτό και στη γενική συνέλευση όλων των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας, στις 28-4-2011, κατά την οποία παραβρέθηκε και η ενάγουσα, αφού συζητήθηκε και ενημερώθηκαν οι ιδιοκτήτες για το «θέμα κεραιοσυστήματος ραδιοερασιτέχνη στην ταράτσα της πολυκατοικίας», όπως προκύπτει από το από 28/4/2011 πρακτικό της συνέλευσης των συνιδιοκτητών, αποφασίστηκε ομόφωνα ότι «…δεν υπάρχει κανένα θέμα νομιμότητας ή κινδύνου και ότι η ύπαρξή της δεν ενοχλεί τους συνιδιοκτήτες…». Στη συνέλευση των συνιδιοκτητών δε που έλαβε χώρα στις 15/02/2014, όπως προκύπτει από τα πρακτικά αυτής, ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση από 04/04/2014 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …… αγωγής και δύο (2) περίπου μήνες πριν από τη συζήτηση αυτής, στις 05/06/2014, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με θέμα την τοποθέτηση επιπλέον κεραιών εκπομπής και λήψης ραδιοσυχνοτήτων από τον εναγόμενο και μετά από αιτήματα της ενάγουσας ότι ενοχλείται κατά τη διάρκεια της νύχτας και σε ακατάστατες ώρες από κάποιους θορύβους, με αποτέλεσμα η έλλειψη ύπνου να έχει επηρεάσει την υγεία της και διότι η ίδια πιστεύει ότι οι θόρυβοι προέρχονται από χρήση κεραιών εκπομπής και λήψης ραδιοσυχνοτήτων από τον ιδιοκτήτη τους, δεν προκύπτει η λήψη απόφαση της συνιδιοκτητών σχετικής με τα θέματα αυτά και επιβεβαιωτικής των ισχυρισμών της ενάγουσας. Η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται μόνον την από 02/05/2014 Ιατρική Γνωμάτευση της ……., Ειδικευμένης Γενικής Ιατρού, στην οποία αναφέρεται ότι η ενάγουσα «…76 ετών με αναφερόμενη συμπτωματολογία: – αιμωδίες άνω – κάτω άκρων που τις ακολουθεί άλγος που αρχίζει μετά από έναν ιδιαίτερο θόρυβο, όπως αναφέρει, από τον επάνω όροφο της οικίας της τις νυκτερινές ώρες από χρήση ως αναφέρει ραδιοσυχνοτήτων, – κεφαλαλγίες, – εκ του εργαστηριακού ελέγχου δεν παρουσιάζει διαταραχές παθολογικές ώστε να αποδοθούν τα ανωτέρω συμπτώματα – αναφέρει δε ότι δεν παρουσιάζει κανένα εκ των αναφερομένων συμπτωμάτων όταν δεν προηγηθεί ο ανωτέρω θόρυβος. Ως εκ τούτου συνιστάται: α) μέτρηση θορύβου, β) μέτρηση ύπαρξης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας – ηλεκτρομαγνητικά πεδία…». Ωστόσο, η ως άνω ιατρική γνωμάτευση στηρίζεται μόνον σε αναφορές και ισχυρισμούς της ιδίας της ενάγουσας, ελήφθη δε μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και από ουδέν άλλο αποδεικτικό μέσο, είτε προγενέστερο είτε μεταγενέστερο, επιβεβαιώνονται οι σχετικοί ισχυρισμοί. ΄Οπως αναφέρεται δε στην ως άνω ιατρική γνωμάτευση, από τον εργαστηριακό έλεγχο η ενάγουσα δεν παρουσιάζει διαταραχές παθολογικές. Τις αναφερόμενες δε στην αγωγή δορυφορικές κεραίες δεν τις έχει τοποθετήσει ο εναγόμενος, ούτε είναι δικές του, ούτε εξυπηρετούν τη χρήση του διαμερίσματός του, αλλά ανήκουν σε άλλους ιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών της ως άνω οικοδομής και δη στους ………., ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων του 1ου και 4ου ορόφου αντίστοιχα. Σχετικά, επίσης, με την τοποθέτηση γλαστρών με φυτά, ακόμη και αν υποτεθεί αληθινός ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι τοποθετήθηκαν από τον εναγόμενο, δεν συνδέεται η τοποθέτησή τους στο δώμα με συγκεκριμένο αίτημα. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη, επίσης, του άρθρου 111 παρ. 2 ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η τοποθέτηση και λειτουργία των επίδικων ως άνω κεραιών ραδιοερασιτέχνη από τον εναγόμενο παρεμπόδισε τους λοιπούς ιδιοκτήτες μερικώς ή ολικώς από τη σύγχρηση του δώματος, ότι κατέστησε δυσχερή, ανθυγιεινή και επικίνδυνη τη διαβίωση των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής και δη της ενάγουσας και ότι διατάραξε την αισθητική ισορροπία του όλου κτιρίου. Εξάλλου, οι τρεις κεραίες, οι οποίες είχαν τοποθετηθεί στο κοινόχρηστο δώμα, αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο προ της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και παρέμεινε η μία εξ αυτών των κεραιών, η οποία εφάπτεται στο τμήμα του δώματος, επί του οποίου ο εναγόμενος έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, με τις αυτές κατά βάση ως άνω αιτιολογίες, αν και πιο συνοπτικές, που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις του Ν. 3741/1929 που προαναφέρθηκαν και των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ σε συνδ. με τους όρους του Κανονισμού και ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων), ορθά δε εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων όλων των λόγων της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και εκτιμήθηκαν οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε (σιωπηρά) το υποβληθέν με την προσθήκη – αντίκρουση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αίτημα περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης για την καταμέτρηση των εκπεμπόμενων ραδιοκυμάτων, δεν έσφαλε, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου, του σχετικού λόγου έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, διότι δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Εξάλλου, εφόσον οι τρεις κεραίες, οι οποίες είχαν τοποθετηθεί στο κοινόχρηστο δώμα, αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο προ της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και παρέμεινε η μία εξ αυτών των κεραιών, η οποία εφάπτεται στο τμήμα του δώματος, επί του οποίου ο εναγόμενος έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, δεν κρίνεται αναγκαία η αιτούμενη από την ενάγουσα διεξαγωγή τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του σχετικού αιτήματος, που υποβάλλεται εκ νέου με το δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης, σε κάθε δε περίπτωση το Δικαστήριο σχημάτισε ασφαλή κρίση για τ’ αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά απ’ όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3083/25-06-2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 01/12/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. ……… αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμό Κατάθ. ……………. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….., κατά της με αριθμ. 3083/25-06-2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις 13/09/2018, στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους Δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ