Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 90/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :    90/ 2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την ………….., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  : Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στον Πειραιά, με ΑΦΜ …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παντελή Δαβερώνα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ :  Της εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «…………..» και τον δ.τ.«……….», πρώην με την επωνυμία «…………..» (…………..) και   τίτλο «……………» (………….), η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής, επί της οδού …………., με ΑΦΜ ………. ΔΟΥ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. Γ.Ε.ΜΗ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.03.2017 ΦΕΚ (τ. ΒΙ)], η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (……………), που εδρεύει στο ……. της Ιρλανδίας, ………, με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Γεώργιο Σπηλιόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  2.12.2022  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2022    ανακοπή της,  επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1449/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης η εκκαλούσα  άσκησε την από 16.10.2023  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2023   έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων  αναφέρθηκαν στις προτάσεις που είχαν  προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η από 16.10.2023  και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2023     έφεση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας  κατά της υπ` αριθ. 1449/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την  διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της η εκκαλούμενης απόφασης  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ.  ……………. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 2.12.2022  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2022    ανακοπή της ζήτησε την ακύρωση της με αρ. ……./1-11-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……….., με βάση την οποία  επισπεύδεται πλειστηριασμός των αναφερόμενων στην παραπάνω έκθεση οριζοντίων ιδιοκτησιών ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας.  Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής   παραπονείται η ανακόπτουσα – ήδη εκκαλούσα και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση,  ώστε να γίνει δεκτή η από 2.12.2022  και με αριθ.καταθ. ………../2022    ανακοπή της, όπως επαναφέρει αυτή στην έφεσή της.

Από  το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008 www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ Νόμος). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρου 281ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ,χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 5/2011, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010 www.areiospagos.gr). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 951 ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Με την τελευταία αυτή διάταξη, η ρύθμιση της οποίας αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής του ΚΠολΔ για την απαγόρευση καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς, επιβάλλεται ο περιορισμός της κατάσχεσης σε τόσα περιουσιακά  στοιχεία του οφειλέτη όσα απαιτούνται προς ικανοποίηση της απαίτησης και κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης, σκοπό δε έχει να αποτρέψει την από τον δανειστή υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη διά της δέσμευσης δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας. Η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 ΑΚ, κατά τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και με ευρύτητα, διότι η κατάσχεση κατατείνει στην ικανοποίηση όχι μόνον του επισπεύδοντος, αλλά και άλλων δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν. Η συνέπεια της παράβασης της διάταξης δεν είναι η ακυρότητα της κατάσχεσης συνολικά, αλλά ο περιορισμός σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη της διάταξης του άρθρου 933 παρ.1 ΚΠολΔ. Η αξία των κατασχεθέντων αποτελεί ζήτημα παρεμπιπτόντως ερευνώμενο από το Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της εκτίμησης αυτής από την κατασχετήρια έκθεση. Απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο του σχετικού λόγου είναι ο προσδιορισμός: α) Του κατασχεμένου, στο οποίο θα περιοριστεί η κατάσχεση, β) της αξίας αυτού, από την οποία εξαρτάται το πλειστηρίασμα και γ) των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν (ΑΠ 551/2005, ΕφΠειρ 592/2024, ΕφΠειρ 600/2022 σε https://www.efeteio-peir.gr/ ΕφΑιγ 16/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκτός της προβλεπομένης μη αναγκαίας επέκτασης της κατάσχεσης σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, η κατάσχεση δύναται να κριθεί καταχρηστική και υπό άλλες προϋποθέσεις, όπως λ.χ. όταν το κατασχεθέν έχει αξία δυσανάλογα μεγαλύτερη του ύψους της απαίτησης του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι αναμένεται να αναγγελθούν, όταν υπάρχουν άλλα πράγματα δεκτικά κατάσχεσης ελάσσονος αξίας, που υπερκαλύπτουν την απαίτηση αυτή ή όταν υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία και το κατασχεθέν αποτελεί, εν γνώσει του κατασχόντος, ουσιώδες για την επιβίωση του οφειλέτη και της οικογένειας του στοιχείο ή τον μοναδικό χώρο, όπου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στις περιπτώσεις αυτές (και σε άλλες παρόμοιες) δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού της κατάσχεσης, αλλά ακύρωσης αυτής κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ (ΕφΑνΚρ 19/2024, 182/2024, ΕφΑθ. 1543/2022, ΕφΑθ 2634/2022  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .

Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα με την έφεσή της επαναφέρει το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, σύμφωνα με τον οποίο με την ανακοπτόμενη έκθεση κατάσχεσης η καθ΄ής η ανακοπή επισπεύδει πλειστηριασμό 11 οριζόντιων ιδιοκτησιών ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας,   συνολικής αξίας σύμφωνα με την ίδια έκθεση  528.000 €, των οποίων η πραγματική αξία είναι πολλαπλάσια και ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 1.000.000 €, ενώ η συνολική οφειλή της ανακόπτουσας  ανέρχεται μόλις  στο ποσό των 224.420,08 €, ώστε η αναγκαστική εκτέλεση αυτών να είναι καταχρηστική.   Η ανακόπτουσα με τον άνω λόγο της ανακοπής της επικαλείται τη διαφορά αξίας απαίτησης – κατασχεθέντων, χωρίς να ζητά  επιπλέον τον περιορισμό της κατάσχεσης  σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, κατά τη διάταξη του άρθρου 951 ΚΠολΔ,  τα οποία θα έπρεπε να προσδιορίσει με την ανακοπή της και το πλειστηρίασμα που θα μπορούσε να επιτευχθεί από αυτά.  Δεν προσδιορίζει επιπλέον   αν υπάρχουν και άλλοι δανειστές  σε βάρος της ανακόπτουσας που αναμένεται να αναγγελθούν στον πλειστηριασμό και το ύψος των απαιτήσεών τους, ούτε αν υπάρχει δυνατότητα  η καθ΄ής η ανακοπή να ικανοποιηθεί με ηπιότερο μέσο για αυτή (ανακόπτουσα – οφειλέτιδα), άλλα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν την αξίωση αυτής. Η διαφορά της απαίτησης με την αξία των κατασχεθέντων,  όπως αυτά προσδιορίστηκαν με την κατασχετήρια έκθεση δεν είναι μεγάλη, καθώς  υπάρχει σχέση περίπου 1 : 2. Για την υπέρτερη αξία  που ισχυρίζεται ότι έχουν οι κατασχεθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες η ανακόπτουσα θα μπορούσε να ασκήσει την ανακοπή της διάταξης 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, ώστε να διορθωθεί ως προς αυτή η κατασχετήρια έκθεση και να καθορισθεί βάσει αυτής η τιμή πρώτης προσφοράς στον πλειστηριασμό,  τέτοια διόρθωση όμως δεν επικαλείται.  Πάντως και η διαφορά της αξίας της απαίτησης με την πραγματική αξία, που ισχυρίζεται η ανακόπτουσα ότι έχουν τα κατασχεθέντα (σχέση περίπου 1:4) δεν είναι σημαντική,  με δεδομένο ότι θα πρέπει να  συνυπολογιστούν τα έξοδα εκτέλεσης, οι νόμιμοι  τόκοι της απαίτησης, αλλά και ο δανειστές που θα αναγγελθούν, ώστε μόνη αυτή δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει καταχρηστική την αναγκαστική εκτέλεσης, χωρίς την επίκληση πρόσθετων πραγματικών περιστατικών, όπως εκτέθηκε,  που να στοιχειοθετούν υπέρβαση και μάλιστα προφανή των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή. Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις  διατάξεις των άρθρων . 964 και 1001  ΚΠολΔ τελευτ. εδάφιο,  από τη στιγμή που το πλειστηρίασμα καλύψει το ποσό της απαίτησης εκείνου υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, καθώς και τα έξοδα της εκτέλεσης, δεν γίνεται κατακύρωση για τα λοιπά κατασχεθέντα και δεν συντάσσεται ως προς αυτά έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζονται τα συμφέροντα του καθ’ ου η εκτέλεση (ΕφΑθ 1724/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν αυτών ο λόγος αυτός της ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως  αν και με ελλιπέστερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται  με την παρούσα (ΚΠολΔ 534), ορθά εφάρμοσε το νόμο, ώστε πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης ως  ουσιαστικά αβάσιμος ουσίαν. Κατά συνέπεια, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της,  να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε΄ Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  σε βάρος της εκκαλούσας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την   7.2.2005.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ