Αριθμός 104/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά επί της ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία «………..» («………..»), η οποία εδρεύει στην ……….. Αττικής και επί των οδών …………. με ΑΦΜ …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ευάγγελο Λιούσκο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Άννα Κοντοσέα (ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ).
Ο εφεσίβλητος-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ 1832/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες με την από 27.11.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2023) έφεσή τους και β) ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από 2.12.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………./2024) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών-εφεσιβλητων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 27.11.2023 και 2.12.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ………/2023 και ………./2024 και προσδιορισμού ………/2023 και ………/2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1832/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ), επί της από 21.12.2022 με αριθμό κατάθεσης ………../2022 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση των εφέσεων, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης την 8.6.2023 (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 21.12.2022 με αριθμό κατάθεσης ……../202 αγωγή του ο ενάγων ήδη εκκαλών εφεσίβλητος ναυτικός εξέθετε ότι µε διαδοχικές συµβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε με την δεύτερη εναγομένη, η οποία ασκεί τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και εμπορική εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου BG, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …………, κοχ 15.150 και 5.664,10 κυριότητας της πρώτης εναγομένης, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2021 και 2022. Ότι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, οι οποίες διέπονταν από την ΣΣΝΕ πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 και ακολούθως 2022, διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, για επιδόματα εορτών και για αμοιβή δρομολογίων εξπρές. Με βάση το ιστορικό αυτό, και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, αιτήθηκε να υποχρεωθούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εκ ολόκληρον, η δε πρώτη αυτών δια του πλοίου BG, να του καταβάλουν για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 26.619,69 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα (άρθρα 14 παρ. 2 και 25 του ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 51 Ν. 2172/1993) προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο του προϊσχύοντος 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. µε άρθρα 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ) και έκρινε ότι έχει το απαιτούμενο από το νόμο περιεχόμενο απορρίπτοντας ισχυρισμό περί του αντιθέτου. Αφού διαπίστωσε ότι έχει προηγηθεί η διαδικασία διαμεσολάβησης του ν. 4640/2019 έκρινε ότι η αγωγή έχει νομική βασιμότητα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481, 648 επ. ΑΚ, ενώ ανέγραψε τις διατάξεις του προϊσχύοντος και ήδη καταργηθέντος δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 292 του ν. 5020/2023 ΚΙΝΔ και ειδικότερα τα άρθρα 1, 2, 53, 54, 57,60, 72, 75, 76, 84, 105, 106 του Ν. 3816/1958 και όχι του ν. 5020/2023 που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, άρθρο µόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εµπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/17.1.82 περί προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουµένους ναυτικούς σε συνδυασμό με τις ναυτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας: α) της ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12L8-2019) και β) της ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2022 που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.5/8785/2022 (ΦΕΚ Β663/15.2.2022). Αφού βεβαίωσε ότι είχε καταβληθεί το δικαστικό ένσημο για το ποσό που υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, δέχθηκε κατά ένα μέρος στην ουσία της την αγωγή και υποχρέωσε αμφότερες τις εναγόμενες την πρώτη ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου να καταβάλουν στον ενάγοντα ναυτικό το ποσό των 14.554,05 ευρώ με τον τόκο επιδικίας από την απόλυση του ναυτικού, πλην του επιδόματος εορτών που έκρινε ότι υφίστατο μεταγενέστερη της επίδοσης δήλη μέρα καταβολής και κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την καταψηφιστική διάταξη. Κατά την απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα ο ναυτικός και εναγόμενες κυρία και εφοπλίστρια του πλοίου για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν ο ναυτικός τη μεταρρύθμιση της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της πλήττοντας το κεφάλαιο περί υπερωριών που επιδικάστηκαν και ακολούθως το συναφή υπολογισμό επιδομάτων εορτών και αμοιβής δρομολογίων εξπρές, και η εργοδότρια την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή, ενώ σωρεύουν και αίτημα επαναφορας των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (άρθρο 914 του ΚΠολΔ), διότι έχουν ήδη καταβάλει στα πλαίσια εκτέλεσης το καταψηφιστικό ποσό που επιδικάστηκε ως προσωρινά εκτελεστό.
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164), καθώς μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, δεδομένου ότι επί της δικονομικής απορρίψεως το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, χωρίς να εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα της ύπαρξης ή μη του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 324 ΚΠολΔ), επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή, απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 17, αρ. 3, σελ. 323, Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379]. Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2004/265 επομ. [281 – 282], Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, σε Αρμ. 1995/288 επομ. [294], πρβλ. ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις προτάσεις που κατατέθηκαν οι εκκαλούσες κυρία και εφοπλίστρια του πλοίου ναυτολογήσεως του ενάγοντος επιχειρούν απαραδέκτως να αποδώσουν νέα σφάλμα στην εκκαλουμένη το οποίο δεν προβλήθηκε με την κρινόμενη έφεση τους ή πρόσθετο λόγο αυτής και ειδικότερα πλήττει αυτή για το γεγονός ότι κατά τον υπολογισμό των δώρων συνυπολογίστηκε και η μέση μηνιαία αμοιβή διανυκτέρευσης, η οποία κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι παρεχόταν τακτικά. Το παράπονο αυτό δεν περιλαμβάνεται σε αυτά που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και συνεπώς δεν θα ληφθεί υπόψη.
Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς, που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη (άρθρα 106, 108 ΚΠολΔ), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (Βερνάρδος, Το Δίκαιο της Ναυτικής Εργασίας, σελ. 99, ΕφΠειρ 567/2005, ΕφΠειρ 892/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δεν αποτελεί, όμως, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ` ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σε αυτήν ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες του μήνα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 892/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσον όρο κατά μήνα (ΕφΠειρ 901/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Με τους δύο πρώτους συναφείς λόγους έφεσης οι εναγόμενες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον κρίθηκε ότι ήταν ορισμένο το αίτημα περί καταβολής επιδόματος αδείας χωρίς να αναφέρεται ο χρόνος προϋπηρεσίας του ναυτικού. Ότι ο χρόνος θαλάσσιας υπηρεσίας είναι στοιχείο απολύτως απαραίτητο για την αγωγή καθώς αποτελεί βάση υπολογισµού του επιδόµατος αδείας, που µε τη σειρά του αποτελεί µέρος του υπολογισµού του νόµιµου µισθού του ναυτικού και ότι η µη αναγραφή του ως άνω στοιχείου έχει ως αποτέλεσµα να µη δύναται να υπολογιστεί νόµιµα και µε σαφήνεια το ακριβές ύψος της αποζηµίωσης αδείας, συµπαρασύροντας σε αοριστία το σύνολο των νόµιµων αποδοχών του. Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούσες κυρία και εφοπλίστρια του πλοίου ναυτολόγησης του ναυτικού ανέφεραν ότι επειδή το άρθρο 15 της οικείας σσνε των πληρωμάτων ακτοπλοϊας ορίζει ότι “οι ναυτικοί δικαιούνται άδεις που υπολογίζεται ως εξής : 1) Για τους έχοντας διετή τουλάχιστον 8αλάσσιά υπηρεσία εξήντα (50) ηµέρες το χρόνο ή 5,00 για κά8ε µήνα υπηρεσίας, για δε της τυχόν ηµέρες αντίστοιχο κλάσµα του µηνός. 2) Για τους έχοντας µέχρι (2) χρόνια 8αλάσσια υπηρεσία πενήντα δύο (52) ηµέρες το χρόνο ή 4,33 για κάθε µήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν ηµέρες αντίστοιχο κλάσµα του µηνός 2. Η αποζηµίωση της άδειας υπολογίζεται επί του µισθoύ ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής.” Ότι επειδή κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου με την εκκαλουμένη κρίθηκε ορισμένη η αγωγή αν και δεν γινόταν λόγος για τη θαλάσσια προϋπηρεσία του ενάγοντος, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 15 της οικείας σσνε για το έτος 2022 ότι αυτός δικαιούται επίδομα αδείας 446,97 ευρώ δηλαδή το μισθό ενεργείας πλέον επιδόματος Κυριακών : 22 πλέον ημερήσιου αντιτίμου τροφής (89 χ5) δηλαδή 5 ημερομίσθια που αντιστοιχούν σε θαλάσσια υπηρεσία τουλάχιστον δύο ετών, και ότι για το έτος 2021 ότι δικαιούται επίδοµα αδείας ποσού ευρώ 499,95, παρόλο που με την αγωγή ο ναυτικός αιτείτο το ποσό των 433,95 ευρώ, όπως παραπονείται με τον επίσης συναφή τρίτο λόγο έφεσης. Όμως η αγωγή, με την οποία ο ενάγων εξέθεσε ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, κυριότητας της πρώτης εναγομένης και εφοπλισμού της δεύτερης, ως θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, απασχολούμενος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, που εκτελούσε δρομολόγια, μέχρι και 17 ώρες ημερησίως και με την οποία αιτήθηκε να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και έως 17 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ήταν ορισμένη και σαφής, αφού περιείχε όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης με τους οποίους οι εναγόμενοι επαναφέρουν τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση της θαλάσσιας προϋπηρεσίας του ενάγοντος, ούτε η μη αναφορά καθιστά αόριστες συνολικά τις αποδοχές του όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με τους συναφείς δύο πρώτους λόγους εφέσεως, η μη αναφορά του χρόνου υπηρεσίας δεν εμποδίζει την προβολή αμυντικών τέτοιος δε είναι και ο τρίτος λόγος εφέσεως. Ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται το παράπονο ότι επιδικάστηκαν περισσότερα από αυτά που αιτήθηκε ο ενάγων είναι ερευνητέος κατ’ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 59 του ν. 5020/2023 “Εφοπλιστής είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον” και αυτός ευθύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62 και 49 του ν. 5020/2023 όπως ο πλοιοκτήτης δηλαδή από τις δικαιοπραξίες τις οποίες επιχείρησε o πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σε αυτόν. Ο κύριος του πλοίου ορίζεται στις παραγράφους 1 και 3 του ν. 5020/2023 ότι “εφόσον οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον εφοπλισμό δεν υπόκεινται σε περιορισμό κατά την έννοια της Διεθνούς Σύμβασης της παρ. 2, ο κύριος ευθύνεται δια του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού”. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 292 του ν. 5020/2023 που ισχύει από 1.5.2023 σύμφωνα με το άρθρο 293 παρ. 1: “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται, μεταξύ άλλων, ο ν. 3816/1958 (Α’ 32), περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου”. Περαιτέρω και σύμφωνα με αμφότερες τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις.
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 της σσνε πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (ΕφΠειρ 235/2024 σε Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
Τέλος κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγομενων ………., του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, της με αριθμό …/23.2.2023 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς του ναυτικού και κατοίκου Κερατσινίου ………. και της με αριθμό …./1.2.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξάνθης ………… του ναυτικού και κατοίκου Ξάνθης ………….., σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις με αριθμό ….. και …../27-1-2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς . ……., και όλων των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων αποδεικνύονται – κατά την κρίση του Δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάµει διαδοχικών συµβάσεων ναυτικης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά µεταξύ του νοµίµου εκπροσώπου της δεύτερης εναγοµένης ναυτικής εταιρίας, που ασκεί τον εφοπλισµό, την οικονοµική διαχείριση και εμπορική εκµετάλλευση του υπό ελληνική σηµαία επιβατηγού- οχηµαταγωγού ΒG, µε αριθµό νηολογίου Πειραιά …….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κοχ) 15.150, κυριότητας της πρώτης εναγοµένης ανώνυµης ναυτικής εταιρείας και του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραµµένου ναυτικού µε αριθµό µητρώου …………, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου: Α) από 26-11-2021 έως 16- 1-2021, οπότε απολύθηκε αµοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, β) από 21- 12-21 έως 22-3-2021, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, γ) από 14-4-2021 έως 21-4-2021, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας µέχρι την 21-5-2021, δ) από 27- 5-2021 έως 2-10-2021, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, ε) από 18-10-2021 έως 8-12-2021, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 8-1-2022, στ) από 11-1-2022, έως 22-2-2022, οπότε και απολύθηκε κοινή συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, ζ) από 1-4-2022 έως 27-4-2022 οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας και η) από 3-5-2022 έως 8-9-2022, οπότε απολύθηκε αµοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου. Σύμφωνα με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας του για το έτος 2021 εφαρμοστέα ήταν η ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12L8-2019) και για το έτος 2022 η ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2022. Επιπλέον και σύμφωνα με το προσκομιζόμενο ναυτικό φυλλάδιο (σχετ. 2) αποδεικνύεται ότι η πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος ήταν το έτος 2015 και ότι συνεπώς αυτός είχε (αφού απασχολήθηκε και τα έτη 2016, 2017 και 2018) προϋπηρεσία τουλάχιστον δύο ετών και συνεπώς αυτός θα λάβει ως επίδομα αδείας πέντε ημερομίσθια στις μηνιαίες αποδοχές του, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση. Να σημειωθεί τέλος ότι τα διάδικα μέρη δεν πλήττουν το κεφάλαιο που αφορά τις παραδοχές τις εκκαλουμένης ως προς τα δρομολόγια του πλοίου και συνεπώς τον αριθμό των εξπρές δρομολογίων που η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι πραγματοποίησε ο ναυτικός και το παράπονο που υποβάλλουν αφορά τον αριθμό των υπερωριών που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τέλεσε ο ναυτικός.
Ακολούθως το προαναφερόμενο πλοίο ήταν ενταγµένο σε ακτοπλοϊκή γραµµή και µε αφετηρία το λιµάνι του Πειραιά εκτελούσε τα εξής δροµολόγια: Από 1.1.2021 έως και 16.1.2021, από 14/04/2021 έως 26/06/2021 ανά δύο ηµέρες το πλοίο ξεκινούσε από τον Πειραιά στις 21.00 και έφτανε στα Χανιά στις 6.00 της εποµένης. Από τα Χανιά αναχωρούσε στις 22.00 µε προορισµό τον Πειραιά, όπου έφτανε στις 6.30 της εποµένης Κ.Ο.Κ. Στις 28/04/2021, 29/04/202] και 04/05/2021 το πλοίο ξεκίνησε από Πειραιά 22.00 αντί για 21.00 φτάνοντας στα Χανιά 6.30 της εποµένης. Στις 10/06/2021 και 16/06/2021 λόγω απεργίας ΠΝΟ το πλοίο ξεκίνησε 23.00 από Πειραιά για Χανιά 7.00 της εποµένης. Από 27/06/2021 έως 05/09/2021 το πλοίο ανά δύο ηµέρες ξεκινούσε από τον Πειραιά στις 22.00 για να φτάσει Χανιά 6.30 της εποµένης. Από τα Χανιά έφευγε 22.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε στις 6.30 την εποµένη. Από 01/10/2021 έως 02/10/2021 και από 18/10/2021 έως 08/12/2021 το πλοίο ξεκινούσε 21.00 από Πειραιά και έφτανε Χανιά 5.30 της εποµένης και από Χανιά 22.00 για Πειραιά 6.00 της εποµένης. Επιπλέον, στις 17.7.2021, 18.7.2021, 21.7.2021,22.7.2021, 23.7.2021, 24.7.2021, 25.7.2021, 28.7.2021, 29.7.2021, 30.7.2021, 31.7.2021, 1.8.2021, 4.8.2021, 5.8.2021, 6.8.2021, 7.8.2021, 8.8.2021, 28.8.2021, 29.8.2021, 1.9.2021, 4.9.2021, 10.8.2021, 13.8.2021, 14.8.2021, 15.8.2021, 18.8.2021, 19.8.2021, 20.8.2021, 21.8.2021, 22.8.2021, 25.8.2021 και 26.8.2021 µετά την άφιξη του πλοίου στο λιµάνι των Χανίων την 06.30′ πµ. εκτελούσε διπλό δρομολογιο. Διπλό δρομολόγιο τελέστηκε και στις 2.7.2022, 3.7.2022, 8.7.2022, 9.7.2022, 10.7.2022, 15.7.2022, 16.7.2022, 17.7.2022, 20.7.2022, 21.7.2022, 22.7.2022, 23.7.2022, 24.7.2022, 27.7.2022, 28.7.2022, 29.7.2022, 30.7.2022, 31.7.2022, 3.8.2022, 4.8.2022, 5.8.2022, 6.8.2022, 7.8.2022, 9.8.2022, 12.8.2022, 13.8.2022, 14.8.2022, 17.8.2022, 18.8.2022, 19.8.2022, 20.8.2022, 21.8.2022, 24.8.2022, 25.8.2022, 27.8.2022, 28.8.2022, 31.8.2022 και 3.9.2022. Για τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος έχουν δώσει ένορκες βεβαιώσεις δύο θαλαμηπόλοι και ειδικότερα ο . ……….. για το έτος 2021 οπότε ήταν ναυτολογημένος στο ίδιο πλοίο και ο ……. για το έτος 2022 που υπηρέτησε αυτό το έτος. Σύμφωνα με τις ένορκες αυτές βεβαιώσεις το συγκεκριμένο πλοίο είναι ένα από τα µεγαλύτερα πλοία της ακτοπλοΐας, αφού διαθέτει µεταφορική ικανότητα 1.790 επιβατών, γι’ αυτό και είχε δροµολογηθεί στην γραµµή Πειραιάς – Χανιά, και έχει αυξηµένη επιβατική κίνηση όλο το χρόνο. Τα δροµολόγιά του εκτελούνταν ως εξής, τη µία µέρα το βράδυ, το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά, στις 21.00 ή τις 22.00, ανάλογα το δροµολόγιο, και έφτανε στα Χανιά την άλλη µέρα το πρωί, γύρω στις 06.00 µε 06.30. Την ίδια µέρα το βράδυ αναχωρούσε πάλι από Χανιά συνήθως στις 22.00 για Πειραιά, όπου έφτανε την άλλη µέρα το πρωί, πάλι γύρω στις 06.00 ή 06.30. Κάποιες µέρες το χρόνο, έκανε και δεύτερο δροµολόγιο µέσα στη µέρα, αναχωρώντας αµέσως στις 10.00 το πρωί, έφτανε το απόγευµα συνήθως στις 18.00 µε 19.00 στα Χανιά ή τον Πειραιά και µετά αναχωρούσε πάλι αµέσως. Αυτό το έκανε κυρίως τους καλοκαιρινούς µήνες. Επειδή εποµένως τα δροµολόγια του πλοίου εκτελούνταν καθηµερινά, κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι περισσότεροι επιβάτες έκλειναν καµπίνα, προκειµένου να εξυπηρετηθούν όλοι οι χώροι του πλοίου στους οποίους βρίσκονταν οι επιβάτες, το πλοίο να διατηρείται καθαρό και να είναι ασφαλές, οι θαλαµηπόλοι και επίκουροι του πλοίου, απασχολούντα πέραν του ωραρίου τους. Μάλιστα, η πανδημία έφερε μεγαλύτερες υποχρεώσεις στα θέματα καθαριότητας. Ο ενάγων ήταν διαµεριστής θαλαµηπόλος, και είχε υπ’ ευθύνη του συγκεκριµένες καµπίνες επιβατών. Καθηµερινά αναλάµβανε εργασία στις 17.00 το απόγευµα. Ξεκινούσε µε τον έλεγχο των καµπινών του. Έπρεπε να τις ελέγξει χωριστά κάθε µία, να δει αν έλειπε κάτι από αυτές και να πάει στην αποθήκη ιµατισµού και αναλωσίµων που ήταν στο 40 κατάστρωµα και να το φέρει, έκανε κάποια καθαριότητα που µπορεί να είχε ξεφύγει, γιατί η βασική καθαριότητα των καµπινών γινόταν τις πρωινές ώρες και τις κλείδωνε. Με το που τελείωνε το “τσεκάρισµα” των καµπινών ξεκινούσε η επιβίβαση, και ο ενάγων απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών. Αµέσως µετά, πήγαινε στο σελφ σερβις εστιατόριο στο οποίο σερβιριζόταν το βραδινό γεύµα στους επιβάτες. Το σελφ σερβις εστιατόριο ήταν ένας µεγάλος χώρος που είχε τουλάχιστον 180 θέσεις επιβατών. Εκεί ο ενάγων εκτελούσε καθήκοντα σερβιτόρου, εξυπηρετούσε τους επιβάτες, καθάριζε τα τραπέζια, µάζευε τα υπολείµµατα, τα πιάτα, τα µαχαιροπήρουνα και τα µετέφερε στη λάντζα, και γενικά φρόντιζε για την καθαριότητα του χώρου και εξυπηρετούσε τους επιβάτες σε ό,τι χρειάζονταν. Μάλιστα επειδή το Μάρτιο και Απρίλιου του 2021 δούλευε στο εστιατόριο αυτό και σαν ταμίας ήταν επιφορτισμένος στο κλείσιμο και με τον οικονομικό έλεγχο με το λογιστή του πλοίου. Το εστιατόριο έκλεινε μετά την αποχώρηση του τελευταίου επιβάτη που δειπνούσε ώστε να γίνουν τουλάχιστον οι στοιχειώδεις εργασίες καθαριότητας και η απασχόληση έφτανε μέχρι τα μεσάνυχτα. Η πρωινή εργασία ξεκινούσε στις 6, όχι στις 5 καθώς, είναι πασίδηλο ότι ο κατάπλους στο λιμάνι των Χανίων τοποθετείται χρονικά μετά τις 6 το πρωί, με την προετοιμασία της αποβίβασης των επιβατών και στη συνέχεια ο ενάγων απασχολείτο στις εργασίες καθαριότητας των καμπινών των επιβατών (που ήσαν 11 τους θερινούς μήνες και 20 το χειμώνα) και των κοινόχρηστων χώρων. Οι θαλαμηπόλοι δηλαδή, καθάριζαν τα ταβάνια, τα διαχωριστικά στις πόρτες κλπ. Καθημερινά στις 9μιση γινόταν το μίτινγκ σε ένα από τα μπαρ του πλοίου και εκεί γινόταν από τον αρχιθαλαμηπόλο η καθημερινή κατανομή των εργασιών μέχρι τις 11.30 το πρωί. Στα διπλά δρομολόγια εκτελούσε και εργασία σερβιτόρου για ένα επιπλέον δίωρο. Τις ηµέρες που το πλοίο έκανε µόνο το βραδινό του δροµολόγιο, ο ενάγων, δύο φορές το µήνα τουλάχιστον, επί δύο µέρες την κάθε φορά, εκτελούσε και βάρδια πυρασφάλειας στη ρεσεψιόν. Τις ώρες αυτές παρέµενε οτο χώρο της ρεσεψιόν φορώντας τη στολή του, διαχειριζόταν το τηλεφωνικό κέντρο, εξυπηρετούσε τους αξιωµατικούς σε ό,τι ήθελαν και έκανε και όποια άλλη εργασία της ειδικότητάς του προέκυπτε. Τις ίδιες συνθήκες εργασίας καταθέτει και για το έτος 2022 ο ………….. Να σημειωθεί ότι οι μάρτυρες ή οι ενόρκως βεβαιώσαντες που εξετάζονται σε αυτές τις υποθέσεις προέρχονται αποκλειστικά από τους πρώην ή νυν εργαζόμενους στο πλοίο, διότι υπάρχει δυσχέρεια εύρεσης τρίτου προσώπου που μπορεί ευχερώς να καταθέσει για τις συνθήκες απασχόλησης των ναυτικών λόγω της φύσεως του ναυτικού επαγγέλματος. Η ύπαρξη βιβλίου υπερωριών δεν αποκλείει την υπερωριακή απασχόληση και γι’αυτό εξάλλου καταβάλλεται στο ναυτικό μηνιαίως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, και τέλος δεν απαιτούνται κενά στη σύνθεση για την κατάφαση της υπερωριακής απασχόλησης διότι το συγκεκριμένο πλοίο συνδέει τον Πειραιά με τα Χανιά και εκτελεί συγκεκριμένο καθημερινό δρομολόγιο, ενώ τους θερινούς μήνες, κατά τα προαναφερόμενα, το συγκεκριμένο πλοίο εκτελεί και διπλό δρομολόγιο αλλά και εξπρές δρομολόγια για την εξυπηρέτηση των νησιών του Αιγαίου. Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι η απασχόληση του ανερχόταν στις 12 ώρες ημερησίως και εκτεινόταν μέχρι και τις 14 όταν τελούνταν διπλά δρομολόγια και όχι 11 και 15 αντίστοιχα όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε αντίθετη δικανική κρίση δεν μπορεί να οδηγήσει η κατάθεση του αρχιθαλαμηπόλου που συνέτασσε τις υπηρεσίες ………., διότι η κατάθεση αυτή περιέχει κενά και αντιφάσεις σε σχέση με το εργασιακό καθεστώς των υφισταμένων του. Ειδικότερα ο συγκεκριμένος μάρτυρας καταθέτει χαρακτηριστικά ότι η καθημερινή συνάντηση μετά την αποβίβαση των επιβατών δεν αφορούσε το διαμερισμό εργασιών αλλά γενικά εργασιακά θέματα που επιθυμούσαν να συζητήσουν οι ναυτικοί. Ο ίδιος ο μάρτυρας καταθέτει ότι στο διπλό δρομολόγιο υπήρχε επιπλέον λειτουργία του μπαρ για δυόμιση ώρες, υπηρεσία που εκτελείται από τους θαλαμηπόλους.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι με τον πέμπτο λόγο εφέσεως οι εναγόμενες ήδη εκκαλούσες παραπονούνται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό τους περί συμψηφισμού εκτάκτων αμοιβών που λάμβανε ο εργαζόμενος και οι οποίες ανέρχονταν για το έτος 2021 στο ποσό των 2.116,08 άλλως σε 1.426,16 ευρώ (έκτακτες αμοιβές),και για το έτος 2022 στο ποσό των 2.146,33 άλλως σε 1.083,59 ευρώ (έκτακτες αμοιβές)με τις αγωγικές του αξιώσεις οι οποίες τελικά κρίθηκαν βάσιμες, ισχυριζόμενη ότι ο συμψηφισμός αυτός προβλέπεται από τους 1 και 4 συμπληρωματικούς όρους. Όμως από τις προσκομιζόμενες πανομοιότυπες ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού αποδεικνύεται ότι στους συμπληρωματικούς όρους αναφέρονται τα εξής: 1) κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. 4) Σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του Ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η Εταιρία ή ο Πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας. Σύμφωνα προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επιτρέπει συμψηφισμό, μόνο ως προς το σταθερό ποσό που καταβαλλόταν για υπερωρίες. Αναφορικά με τις εισπράξεις από το μπαρ (πέραν του ότι αυτές αφορούσαν επιστασία ξενοδοχειακού εξοπλισμού άσχετη προς την παροχή ναυτικής εργασίας) αυτές δεν επιτρέπεται να συμψηφιστούν με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω ως προς το δεύτερο ποσό οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι για το συμψηφισμό αυτών των “έκτακτων αμοιβών” απαιτείται ορισμένη και ειδική συμφωνία καταλογισμού που εν προκειμένω δεν υφίστατο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό πέμπτο λόγο εφέσεως των εναγομένων, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Επομένως ο ενάγων διατηρεί από τις ένδικες ναυτολογήσεις του τις ακόλουθες αξιώσεις Α. για το χρονικό διάστηµα εντός του έτους 2021: ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά 1) επί 14 ώρες την ηµέρα για 8 Σάββατα και 1 αργίες (15-8) και επί 12 ώρες για 26 Σάββατα και 7 αργίες (1,6/1, 15/3 Καθαρά Δευτέρα, 10/6 Αναλήψεως, 14/9, 28/10, 6/12), ήτοι για (14Χ9)+(33Χ12)= 126 + 396 και, δικαιούταν εξ αυτού του λόγου, ως αµοιβή, το συνολικό ποσό των 5.449,68 (522 ώρες Χ 10,44 ανά ώρα), έναντι του οποίου έχει λάβει, ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις µισθοδοσίας και τις τραπεζικές καταβολές που επικαλούνται οι εναγόµενες, ποσό 3.694,50 (254,38(και όχι 333,31+29) + 127,19 (και όχι 166,65+13,18)+ 349,77 (και όχι 458+33,38) + 127,19 (και όχι 166,65+ 10,31) + 79,49 (και όχι 104,15 πλέον 14,05) + 476,96 (και όχι 624,95 πλέον 101,24)+ 476,96 (και όχι 624,95 πλέον 239,24)+ 476,96 (και όχι 624,95 πλέον 358,52) + 476,96 (και όχι 624,95 πλέον 148,81)+ 31,80 + 222,58 (και όχι 333,30 πλέον 61,32)+ 467,07 (και όχι 604,12 πλέον 196,54)+ 127,19 (και όχι 166,65 πλέον 37,76)), και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 1.755,18 ευρώ. Να σημειωθεί ότι στην απόδειξη του Νοεμβρίου του 2021 φαίνεται ότι του καταβλήθηκε ποσό 461,07 ευρώ και όχι 467,07 ευρώ αλλά ο ναυτικός δεν πλήττει ειδικά με έφεση τους συγκεκριμένους υπολογισμούς της εκκαλουμένης. Για το διάστημα καθημερινών και Κυριακών για 6 ώρες υπερωρίας τις 23 καθημερινές των διπλών δρομολογίων και 4 ώρες υπερωρίας τις υπόλοιπες 170 καθημερινές και Κυριακές ήτοι για (6Χ23)+ (4Χ170)= 138+ 680 = 818 και για το λόγο αυτό δικαιούται ως αμοιβή 818 χ 8,70 ανά ώρα= 7.116,60 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε ποσό 1.144,43 ευρώ (78,93 + 39,46 + 108,53 + 39,46 + 24,66 + 147,99 + 147,99 + 147,99 + 147,99 + 9,86 + 69,06 + 143,05 + 39,46), σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας και εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 5.972,17 ευρώ. Αντίστοιχα το έτος 2022 ο ενάγων ναυτικός απασχολήθηκε υπερωριακά 14 ώρες γα 6 Σάββατα και επί 12ωρο για 18 Σάββατα και 3 αργίες (22/4, 25/4, 2/6 Αναλήψεως), ήτοι για 14χ6 + 12 χ 21 = 84 +252 = 336 χ 10,76 ευρώ ανά ώρα δηλαδή συνολικά 3.615,36 ευρώ και επειδή έχει λάβει 2.734,76 ευρώ (343,89 (και όχι 450,59 πλέον 64,48)+ 360,27 (και όχι 472,05 πλέον 102,57)+ 442,15 (και όχι 579,33 πλέον 141,17)+ 474,90 (και όχι 622,24 πλέον 126,43) + 491,27 (και όχι 643,69 πλέον 173,08)+ 491,27 (και όχι 643,69 πλέον 346,61)+ 131,01 (και όχι 171,65 πλέον 129,25)) και συνεπώς του οφείλεται για την αιτία αυτή το ποσό των 880,60 ευρώ. Για τις 17 καθημερινές που απασχολήθηκε επί 6ωρο πέραν του 8ώρου και για τις 124 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε επί 4ωρο πέραν του 8ώρου του οφείλεται 6 χ17 + 4 χ 124 = 102 + 496 =598 χ 8,96 ευρώ το συνολικό ποσό των 5.358,08 ευρώ και επειδή έλαβε ποσό 848,48 ευρώ (106,70 + 111,78 + 137,18 + 147,34 + 152,42 + 152,42 + 40,64), εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 4.509,60 ευρώ. Επομένως θα γίνουν δεκτοί κατά ένα μέρος οι λόγοι εφέσεως που αφορούν την υπερωριακή εργασία του ναυτικού αμφοτέρων των εφέσεων καθώς κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου τούτου η υπερωριακή αμοιβή τις ημέρες των διπλών δρομολογίων δεν ήταν 15 ώρες όπως έκρινε εσφαλμένα το πρωτοβαθμιο Δικαστήριο αλλά 14, ενώ τις υπόλοιπες ημέρες που το πλοίο εκτελούσε ένα μόνο δρομολόγιο οι ώρες εργασίας του ενάγοντος ανέρχονταν σε 12 και όχι σε 11 όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ακολούθως θα εξαφανιστεί το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης και θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο για να δικάσει ως προς αυτό κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ την υπόθεση.
Επειδή ακολούθως ο μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης είναι άλλος θα επαναπροσδιοριστούν κατά εν μέρει παραδοχή των λοιπών λόγων εφέσεων του ναυτικού τόσο τα επιδόματα εορτών όσο και η οφειλόμενη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού όπως προαναφέρθηκε δεν αμφισβητείται ο αριθμός αυτών των δρομολογίων. Επειδή για το έτος 2021 οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται σε 4.239,84 ευρώ (µισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + µηνιαίο αντίτιµο τροφής 599,40 ευρώ + επίδοµα αδείας 433,95 (και όχι σε 499,95 ευρώ κατά παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως των εναγομένων) +μέση υπερωριακή αμοιβή 5.449,68 +7.116,60=12.566,28 : 235 μέρες απασχόλησης χ 30= 1.604,20 ευρώ + μέσος όρος αποζημίωσης διανυκτέρευσης κατά τον υπολογισμό της εκκαλουμένης που δεν επλήγη παραδεκτά με λόγο εφέσεως 95,83 ευρώ. Επομένως σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για τα 6,75 οκταήμερα απασχόλησης του το διάστημα από 1.1. έως 30.4.2021 στον ενάγοντα οφείλεται ως επίδομα εορτών Πάσχα 4.239,84 : 2 χ 1/15χ 6,75 οκταήμερα =953,96 ευρώ έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 479,58 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 474,38 ευρώ, ενώ για το χρονικό διάστηµα της υπηρεσίας του από 27-5-2021 έως 2-10-2021, από 18-10-2021 έως 8-12-2021 (181 ηµέρες) ο ενάγων δικαιούταν να λάβει ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2021 ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του για κάθε 19 ημέρο εργασίας και δη ποσό 3.229,06 ευρώ (4.239,84Χ2/25Χ9,52 δεκαεννιαήµερα), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 1.589,71 ευρώ και επομένως του οφείλεται το ποσό των 1.639,35 ευρώ. Αντίστοιχα για το έτος 2022 οι αποδοχές του ανέρχονταν σε 4.159,86 ευρώ[µισθός ενεργείας 1.240,90 ευρώ+ επίδοµα Κυριακών 273 ευρώ+ επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 37,74 ευρώ+ µηνιαίο αντίτιµο τροφής 617,40 ευρώ+ επίδοµα αδείας 446,97 ευρώ+ µέσος όρος µηνιαίας αµοιβής υπερωριακής εργασίας 1.445,15 (2.734,76 +5.358,08 =8.092,84 η συνολική αµοιβή/168ηµέρες απασχόλησης =48,17 Χ30 =) + µέσος όρος αποζηµίωσης διανυκτέρευσης 98,70 ευρώ καθόσον σταθερά και σε µηνιαία βάση αποδεικνύεται η καταβολή αυτής)], και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται ως επιδόµατα εορτών τα κάτωθι ποσό: α) για το χρονικό διάστηµα της υπηρεσίας του από 11-1-2022 έως 22-2-2022 και από 1-4-2022 έως 27-4-2022 (70 ηµέρες), ο ενάγων δικαιούταν να λάβει, ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2022, ποσό ίσο µε το 1/15 του µισού µηνιαίου µισθού του για κάθε 8 ηµέρες εργασίας και δη το ποσό των 1.213,29 ευρώ (4.159,86 ευρώ ο µηνιαίος µισθός δια 2X1/15X8,75 οκταήµερα), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 641,53 ευρώ και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 571,76 ευρώ. Για το χρονικό διάστηµα της υπηρεσίας του από 3-5-2022 έως και 8-8-2022 (98 ηµέρες) ο ενάγων δικαιούταν να λάβει ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2022 ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και δη ποσό 1.716,19 ευρώ (4.159,86 Χ2/25Χ5,157 δεκαεννιαήµερα), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 887,48 ευρώ, και συνεπώς εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 828,71 ευρώ. Συνολικά ως υπόλοιπο επιδομάτων εορτών οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 3.514,20 ευρώ και συνεπώς θα μεταρρυθμιστεί το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του ναυτικού.
Όπως ήδη προαναφέρθηκε τα διάδικα μέρη δεν αμφισβητούν τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές που πραγματοποίησε κατά το επίδικο διάστημα το πλοίο ναυτολόγησης του ενάγοντος, κυριότητας της πρώτης εναγομένης και εφοπλισμού της δεύτερης. Επομένως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του ναυτικού θα επαναπροσδιοριστεί η αμοιβή που οφείλεται για τα δρομολόγια αυτά τόσο διότι είναι άλλη η μέση αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση και άλλος ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών και ακολούθως για τα έτος 2021 σύµφωνα µε το ανωτέρω πρόγραµµα δροµολογίων του πλοίου και τα 9,19 δροµολόγια εξπρές, ο ενάγων έπρεπε να λάβει ως αµοιβή κατά το όρθρο 33§§4,7 της ως άνω εφαρµοστέας ΣΣΝΕ, το 1/30 των συνολικών µηνιαίων αποδοχών του και δεδοµένου ότι οι τακτικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 4.588,42 ευρώ [4.239,84 συνολικός µηνιαίος µισθός κατά τα ανωτέρω + 348,59 µηνιαία αναλογία δώρων εορτών (953,96+3.229,06:12)=] και σχετική αµοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 1.405,59 (4.588,42 / 30 =152,95 Χ9,19=), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε, το ποσό των 612,67 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 792,92 ευρώ. Συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του ναυτικού θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό.
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να γίνουν κατά τα ανωτέρω δεκτές κατά ένα μέρος αμφότερες οι εφέσεις αφού άλλη αποδείχθηκε ότι ήταν η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος με συνέπεια τον επαναπροσδιορισμό όλων των αγωγικών κονδυλίων και άλλο το επίδομα αδείας του έτους 2021 το οποίο και ανέγραφε στην αγωγή του ο ναυτικός (άρθρο 106 του ΚΠολΔ). Στη συνέχεια θα πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό 11968/5917/2022 αγωγή εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έχει νόμιμο έρεισμα σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 361, 648 επ. 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346 ΑΚ, 59, 63, 165επ. και 292 του ν. 5020/2023. Η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, η δε δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού (κατά το επίδικο διάστημα), όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 13.117,55 (1.755,18 +5.972,17 +880,60 +4.509,60) (υπερωρίες) + 3.514,20 (επιδόματα εορτών)+ 792,92 (εξπρές) = 17.424,67 ευρώ εντόκως από την επομένη της απόλυσης του την 8.8.2022 πλην του εισέτι οφειλόμενου μέρους του επιδομάτος εορτών Χριστουγέννων 2022 ύψους 828,71 ευρώ το οποίο οφείλεται εντόκως από την 1.1.2023. Το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κρίνεται συνακόλουθα απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει αυτό που έχει καταβληθεί ως προσωρινά εκτελεστό στο ναυτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, εις ολόκληρον αμφότερες τις εναγόμενες λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις από 27.11.2023 και 2.12.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ……../2023 και ………./2024 και προσδιορισμού ………../2023 και ………/2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 1832/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 21.12.2022 με αριθμό κατάθεσης ………../2022 αγωγής,
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν τις εφέσεις
Εξαφανίζει τη με αριθμό 1832/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό ………../2022 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………../2022 αγωγή
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, την δε πρώτη μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (17.424,67) ευρώ εντόκως από την επομένη της απόλυσης του την 8.8.2022 πλην του ποσού των οκτακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (828,71) ευρώ το οποίο οφείλεται εντόκως από την 1.1.2023.
Επιβάλει στις εκκαλούσες εφεσίβλητες εναγόμενες ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος εφεσιβλήτου ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, δηλαδή συνολικά το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ το οποίο τις βαρύνει εις ολόκληρον
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Φεβρουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ