Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 105/2025

Αριθμός    105 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία τελεί υπό εκκαθάριση, με έδρα το ……… Αττικής (………), με ΑΦΜ ……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Μάρκο Δάρα.

ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και με το διακριτικό τίτλο «………» πρώην με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη …….. Αττικής (…………….), με ΑΦΜ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ανάργυρο Κουτσούκο.

Η καλούσα-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  14.5.2013 (αριθ εκθ καταθ ……./2013) αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.  4368/2015  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν και η υπ΄ αριθμ. 3317/2019  απόφαση αυτού, που  απέρριψε την αγωγή.

Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η  ενάγουσα και ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από  9.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2022/-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  …………/2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 12η.1.2023, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε.  Με την από 31.1.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας, η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση στη δικάσιμο της 11ης.1.2024, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εκ νέου.

Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  15.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 144 § 1 και 145 ΚΠολΔ προς εκείνη του άρθρου 518 § 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία, μετά τη μεταρρύθμιση του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, ισχύει και όταν πρόκειται για έφεση κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 518, αρ. 4, σελ. 121, ο ίδιος, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/2015, ΕΠολΔ 2015/453 επομ., Κ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασιες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015, 2017, σελ. 59 – 61), προκύπτει ότι η προθεσμία της έφεσης κατ’ αποφάσεως που δεν επιδόθηκε είναι διετής, αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεώς της και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του δεύτερου έτους. Πρόκειται για καταχρηστική κατά τη νομική της φύση προθεσμία, η οποία κινείται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρωτοβουλία των διαδίκων και δεν επηρεάζεται από τις προσωπικές συνθήκες τους (ΑΠ 1161/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Επειδή μάλιστα αποβλέπει στη δημιουργία διαδικαστικής βεβαιότητας και σε παγίωση της ασφάλειας των συναλλαγών (ΑΠ 1030/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είναι ανελαστική και ανεπίδεκτη αναστολής ή επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση κατά το άρθρο 152 ΚΠολΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση παραμέλησης καταχρηστικής προθεσμίας (ΑΠ 264/2013, ΧρΙΔ 2014/374, ΑΠ 2064/2009, ΕφΑΔΠολΔ 2010/831, ΑΠ 1471/2007, ΝοΒ 2008/113), ακόμα και αν η απώλειά της οφείλεται σε ανώτερη βία, με την εξαίρεση, βέβαια, διαφορετικής ρύθμισης του νόμου. Τέτοια περίπτωση, ομοιάζουσα προς δικαιοστάσιο κατά την έννοια του άρθρου 255 ΑΚ (περί της οποίας βλ. Δ. Παπαδοπούλου–Κλαμαρή, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 255, αρ. 12, σελ. 1384), το οποίο πάντως αφορά την αναστολή της παραγραφής των ουσιαστικών αξιώσεων και όχι των δικονομικών προθεσμιών ενέργειας, εισήχθη με τις νεαρές και εξαιρετικές νομοθετικές διατάξεις που απέβλεψαν στη ρύθμιση των ζητημάτων που ανέκυψαν λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας για την προστασία του πληθυσμού από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID–19, που προκάλεσε την πρόσφατη πανδημία. Ειδικότερα, με το άρθρο 74 § 1 του Ν. 4690/2020 ορίστηκε ότι «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, … Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους» και στην § 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ορίστηκε ότι «Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, … Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους», ενώ στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 ορίστηκε ότι «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ Ια/Γ.Π.οικ. 18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού C0VID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00” (Β’ 1194), ήτοι η 6.4.2021». Τέλος, στη γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022, υπό τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της αναστολής των προθεσμιών που εισήχθησαν με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και την παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021», η οποία θεσπίστηκε μετά τη διχογνωμία που ανέκυψε στη νομολογία σχετικά με το αν η αναστολή καταλαμβάνει ή όχι και τις καταχρηστικές προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων (βλ. τις αντίθετες ΑΠ 460/2022 και 762/2022, σε ΝοΒ 2022/1304 και 1307 αντίστοιχα), ορίστηκε ότι: « 1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α΄ 48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985 (Α΄ 182), ΚΠολΔ). 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ». Με κριτήριο δε την εξαιρετική φύση και την ειδικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων η νομολογία δέχεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία η καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ εκκίνησε πριν την έναρξη της πρώτης αναστολής λόγω COVID και δεν έληξε κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή το εκτός των δύο αναστολών (1.6.2020 – 29.10.2020), εφαρμοστέα τυγχάνει αποκλειστικά η διάταξη του άρθρου 83 § 1 εδαφ. γ΄ του Ν. 4790/2021, με αποτέλεσμα, επί προθεσμίας άσκησης έφεσης που λήγει μετά τον τερματισμό της δεύτερης αναστολής (6.4.2021), για τη συμπλήρωσή της να υπολογίζεται μόνον η παράταση των δέκα [10] ημερών, που χορηγήθηκε με την παραπάνω διάταξη και να μην αθροίζεται και το τριακονθήμερο της παράτασης που χορηγήθηκε με το άρθρο 74 § 1 εδαφ. γ΄ του Ν. 4690/2020 (ΜονΕφΘεσ. 2289/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, έτσι κατ’ αποτέλεσμα και η ΑΠ 1130/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία το συνολικό χρονικό διάστημα των λόγω COVID αναστολών της καταχρηστικής προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων ανέρχεται σε επτά [7] μήνες και δεκαοκτώ [18] ημέρες [από 13.3.2020 έως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 6.4.2021], χωρίς συνυπολογισμό της δεκαήμερης ως άνω παράτασης). Ακολούθως η από 9.5.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../11.5.2022 και προσδιορισμού ………./2022 έφεση, κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3317/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3844/2013 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός διετούς  προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 24.9.2019 (518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά το άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 φεκ α 87/23.7.2015). Επιπλέον για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ………… ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει ακολούθως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 του ΚπολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο (Α.Π.1517/2010, Εφ.ΑΘ.2416/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η ύπαρξη του οποίου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 534 και 536 Κ.Πολ.Δ., κρίνεται κατά το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, όχι από το αιτιολογικό, αλλά από το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Κριτήριο για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη του εκκαλούντος, η οποία πρέπει να προκύπτει αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, που περιέχονται στο διατακτικό της απόφασης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο έφεσης για το λόγο ότι είναι εσφαλμένες ή ασύμφορες γι’ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της απόφασης είναι οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες αυτής, το δε δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να την απορρίψει και να προσθέσει άλλες αιτιολογίες (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς η απόφασή του να θεωρείται επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, Ε έκδοση, σελ. 138 επ., Εφ.ΑΘ.2416/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Κατ` εξαίρεση, βλάβη μπορεί να γεννάται από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από το διάδικο που νίκησε προς αποτροπή αυτού (Α.Π.1182/2012). Ειδικότερα, η αιτιολογία καθ` εαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διαδίκου και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, λόγω αβασιμότητας της ιστορικής βάσεως, ενώ απορρίφθηκε κατόπιν προβληθείσας ενστάσεώς του,  αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του, και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ηττημένος διάδικος, ο οποίος βλάπτεται γενικώς από το περιεχόμενο της αποφάσεως, οπότε με την άσκηση της εφέσεως υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση (Α.Π.920/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν η έφεση ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν νομιμοποιείται σε άσκηση αυτής ή δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, το οποίο αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, όπως συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του Κ.Πολ.Δ. (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 143-145, 148, 152, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 516 Κ.Πολ.Δ., σελ. 913-914, με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία και θεωρία, Α.Π.840/2011, Εφ.ΑΘ. 1644/2012, Εφ.ΑΘ.39/2011, Εφ.Θεσ. 1810/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Οι αιτήσεις του διαδίκου, τέλος, που αφορούν το δικονομικό αντικείμενο της δίκης, εκφεύγουν συνήθως της εξουσίας διαθέσεως των διαδίκων, δεν δεσμεύουν το δικαστήριο, το οποίο κρίνει, κατά κανόνα, αυτεπάγγελτα κάθε τι που σχετίζεται με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, δεν έχουν, συνεπώς, αυτοτελή σημασία και άρα δεν είναι κατάλληλες να προσδιορίσουν την έκταση της βλάβης (Α.Π. 1212/2010, ΕφΠειρ 300/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2013 αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού τουριστικού σκάφους με το όνομα «Θ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….. Ότι δυνάμει του με αριθμό ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που καταρτίσθηκε με τη διαμεσολάβηση της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», ασφάλισε στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει στη …………. Αττικής το ως άνω σκάφος αξίας 175.000 ευρώ έναντι συγκεκριμένων κινδύνων, μεταξύ των οποίων και ο κίνδυνος της κλοπής και υπεξαίρεσης του, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτό και τις επισυναπτόμενες ρήτρες δη του Ινστιτούτου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1.11.85 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.85), καθόσον η σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, όπως αναλυτικά αναφέρονται τα ανωτέρω στο ενσωματωμένο στην αγωγή ασφαλιστήριο σκαφών, με χρονικό διάστημα κάλυψης από 08.01.2012 μέχρι την 08.01.2013. Ότι στις 26-8-2012, επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση καθώς κατά τη διάρκεια ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην Μαρίνα Αλίμου αυτό εκλάπη, γεγονός το οποίο αυτή ανήγγειλε στην εναγόμενη στις 27/08/2012. Ότι εφόσον μετά από αναζήτηση οι λιμενικές αρχές δεν το εντόπισαν έχει πλέον απωλέσει οριστικά το σκάφος, και ότι συνεπώς, η εναγομένη υποχρεούται με βάση την ως άνω ασφαλιστική σύμβαση να της καταβάλει το ποσό των 175.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία του σκάφους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγομένη να τηs καταβάλει το ποσό των 175.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, άλλως από την επομένη της επίδοσης της εξώδικης όχλησης στην εναγομένη, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης που είχε ναυτικό χαρακτήρα κατά την τακτική διαδικασία, με την προγενεστέρα της εκκαλουμένης απόφαση  με αριθμό 7018/2014 μη οριστική απόφαση του διέταξε επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να αποδειχθεί το αλλοδαπό δίκαιο. Στη συνέχεια με την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι τα μέρη είχαν υποβάλει στο αγγλικό δίκαιο τη ρύθμιση της  ασφαλιστικής σχέσης έκρινε ότι η αγωγή έχει έρεισμα στο άρθρο 361 του ΑΚ και στο αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, δηλαδή τον κωδικοποιημένο αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (marine insurance act) σε συνδυασμό με τις ρήτρες του ινστιτούτου των ασφαλιστών του Λονδίνου για σκάφη αναψυχής της 1.11.1985 που είχαν ενσωματωθεί στο ασφαλιστήριο. Τέλος, αφού διαπίστωσε ότι επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος λόγω της κλοπής του σκάφους, έκρινε ότι κατά την άσκηση της αγωγής η ενάγουσα δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά διότι υφίστατο εκχώρηση των απαιτήσεων που θα απέρρεαν από την σύμβαση ασφάλισης  στην ενυπόθηκη δανείστρια τραπεζιτική εταιρία με την επωνυμία Alpha bank, ότι αυτή η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης θεραπεύθηκε στις 13.12.2018 με την επανεκχώρηση της απαίτησης από την ενυπόθηκη δανείστρια, πλην όμως κατά το χρόνο αυτό είχε συμπληρωθεί η εξαετής παραγραφή που προβλέπεται από το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αφού εσφαλμένα κρίθηκε ότι είχε πραγματοποιηθεί η αναγγελία που απαιτείται για την εκχώρηση της αξίωσης, διότι η εναγομένη προσκόμισε μόνο ένα πρόχειρο ανυπόγραφο σχέδιο, ότι σε κάθε περίπτωση δεν ήταν δυνατή εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης και ότι επομένως μόνο αυτή (η εκκαλούσα) νομιμοποιείτο προς άσκηση της αγωγής, και ότι ο χρόνος έναρξης της προβλεπόμενης από το αγγλικό δίκαιο εξαετούς παραγραφής ήταν η 18.4.2013 οπότε και η εναγομένη της κοινοποίησε την υπαναχώρηση της από την ασφαλιστική σύμβαση. Ακολούθως αιτείται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της. Επιπλέον η εκκαλούσα απαραδέκτως αφενός με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της και αλυσιτελώς αφετέρου ισχυρίζεται ότι οι ενστάσεις που πρότεινε η εναγομένη ήδη εφεσίβλητη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απερρίφθησαν σιγή και ότι θα έπρεπε η εναγομένη να είχε ασκήσει δική της έφεση για την επανεξέταση τους και ότι δεν αρκεί προς τούτο η επαναφορά των ισχυρισμών που προτάθηκαν πρωτοδίκως με τις προτάσεις της. Και τούτο διότι η εναγομένη εφεσίβλητη δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση εφέσεως αφού δεν είναι ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διότι η αγωγή της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας απορρίφθηκε στο σύνολο της ως παραγεγραμμένη. Δεν θίγεται δε από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης αφού επί απορριπτικής απόφασης δεν θα παραχθεί δεδικασμένο ως προς τη συνδρομή ή όχι οποιαδήποτε διαδικαστικής προϋπόθεσης κλπ.

Στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά θαλασσίων κινδύνων ως εφαρμοστέο δίκαιο ευλόγως επιλέγεται το αγγλικό, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας ή της κατοικίας των συμβληθέντων ή του τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της συμβάσεως, δεδομένου ότι, λόγω της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλει στους συμβαλλομένους και της επί σειρά ετών νομολογιακής διαμορφώσεώς του, έχει καθιερωθεί στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική, με αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλοία και πλωτά ναυπηγήματα να διέπονται από το δίκαιο αυτό, καθώς και από την αγγλική πρακτική (Α.Π. 1459/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 480/2014, ΕλλΔνη 2015, 470, Εφ.Πειρ. 519/2016, Δ.Ε.Ε. 2017, 548). Η επιλογή αυτή άλλωστε είναι καθ’ όλα σύννομη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Κανονισμός «Ρώμη Ι») [Εφ.Πειρ. 768/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Τσαβδαρίδης, σε Ι. Ρόκα, Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2496/1997 (Ασφ.Ν.), 2014, σ. 26, βλ. και τον ίδιο «Το ιδ.δ.δ. της σύμβασης ασφάλισης. Από τη Σύμβαση της Ρώμης και τις κοινοτικές οδηγίες για την ασφάλιση στον Κανονισμό Ρώμη Ι», σε Νο.Β. 2010, 1952 επομ. (1964), Μ. Χατζηβασιλείου, Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου στις ασφαλιστικές συμβάσεις, σε ΝοΒ 2008, 2636 – 2649, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, 2008, σ. 545 – 562], που, κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, ισχύει για συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η.12.2009, από το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του οποίου (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι) αποκλείονται πλέον ελάχιστες ασφαλιστικές συμβάσεις (συγκεκριμένα δε ορισμένες ομαδικές ασφαλίσεις ζωής, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται), κατ’ αντίθεση προς την προϊσχύσασα από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», την οποία ο Κανονισμός αντικατέστησε και η οποία ρητά εξαιρούσε από την εφαρμογή της τις ασφαλιστικές συμβάσεις [Α.Π. 419/2014, Ε.Πολ.Δ. 2014, 523, ΕφΠειρ 7/2015, ΕφΠειρ 618/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Αιμιλιανίδης, Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι, 2009, παρ. 5, σ. 91 – 92, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ, δεύτερη έκδοση, 2016, τόμος Ια, ερμηνεία κατ’ ιδίαν διατάξεων του Κανονισμού 593/2008 και της Σύμβασης Ρώμης 1980, κάτω από το άρθρο 25 ΑΚ, αριθ. 16, σ. 465, Α. Μεταλληνός, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, τόμος Ι, 2010, άρθρο 25, αριθ. 14, σ. 59, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια – Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ΕλλΑΚ, σε ΕπισκΕΔ 1998, 297 επομ. (318), Ι. Βούλγαρης, Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και τα όρια του εφαρμοστέου δικαίου που προβλέπει σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε ΝοΒ 1992, 1289 επομ, 1300]. Με βάση την αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, επί της οποίας οικοδομείται ο κανονισμός Ρώμη Ι, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, πρέπει, όμως, να αναφέρεται σε ορισμένο κλάδο ή τμήμα κάποιου εθνικού δικαϊκού συστήματος, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί συνολικά ηθελημένο περιεχόμενο της συμβάσεως (ΑΠ 904/2008, ΕφΠειρ 11/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για το λόγο αυτό η συμβατική παρεισαγωγή στο με συμφωνία των συμβαλλομένων ρητώς επιλεγέν συγκεκριμένο δίκαιο μιας μεμονωμένης διατάξεως άλλης έννομης τάξης, για τη ρύθμιση ενός από τα naturalia negotii της ασφαλιστικής συμβάσεως, θέτει απλώς έναν συμβατικό όρο και δε συνιστά διαμελισμό (dépeçage) της συμβάσεως, ώστε να εφαρμόζεται διαφορετικό δίκαιο σε διαφορετικά (διακριτά μεταξύ τους) τμήματα της ενιαίας δικαιοπραξίας, ούτε αποτελεί εκδήλωση της σχετικής δυνατότητας που, ως λογική συνέπεια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας στην επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, εισάγει το άρθρο 3 σημείο 3 εδάφ. γ του Κανονισμού Ρώμη Ι (για το dépeçage βλ. γενικά Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ό.α., αριθ. 27 και 29, σ. 470 επομ, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, ό.π, σ. 299 – 303, την ίδια σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σλ. 308, την ίδια, Dépeçage – Μια νέα έννοια του κοινοτικού και του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, σε ΕΕΕυρΔ 1996, 741 επομ, Χ. Παμπούκη, Η lex mercatoria ως εφαρμοστέο δίκαιο στις διεθνείς συμβατικές ενοχές, 1996, σελ. 237, του ιδίου, Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε Νο.Β. 1992, 1327 επομ. (1334)). Εξάλλου το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο περί θαλασσίας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (MIA 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (case law) και τους Άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (Authorities), ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, που ψηφίστηκε και έλαβε τη βασιλική κύρωση (Royal Assent) στις 12.2.2015 και τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινό δίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νόμο Μ.Ι.Α. 1906, ο οποίος πάντως εξακολουθεί να ισχύει [Clarke Malcolm / Soyer Baris, «The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, «Ship safety policy terms and the Insurance Act 2015» σε Θαλάσσια Ασφάλεια, «Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα», σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση Δ.Σ.Π. 2016, σ. 139 επομ., Thomas, D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σ. 260 – 264) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, ισχύουν δε παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται με βάση ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στις «Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) (Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 4/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η εφαρμογή των οποίων είναι υποχρεωτική, εφόσον στη σύμβαση ασφαλίσεως γίνεται ρητή παραπομπή σ’ αυτούς, ακόμα και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως, οι όροι της οποίας είτε γενικοί είτε ειδικοί έχουν την ίδια νομική ισχύ και παράγουν την ίδια νομική δέσμευση (ΑΠ 1584/2011, ΑΠ 1650/2001, ΕφΠειρ 566/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, βλ. και Χ. Στυλιανέα, Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση (Στη Ναυτική Ασφάλιση), σε ΕλλΔνη 1992, 725 επομ. (727)]. Στο άρθρο 1 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «Συμβόλαιο ναυτικής ασφαλίσεως είναι η γραπτή σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο κατά τρόπο και στην έκταση που με αυτή συμφωνούνται εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή των συναφών προς τη θαλάσσια περιπέτεια κινδύνων». Από το νομοθετικό αυτό ορισμό προκύπτει ότι προϋπόθεση της ασφαλιστικής καλύψεως είναι η ύπαρξη θαλάσσιων κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται το ασφαλισμένο σκάφος και ότι κύριος σκοπός της ναυτασφαλιστικής συμβάσεως είναι η παροχή εκ μέρους του αναλαμβάνοντος τον κίνδυνο ασφαλιστή αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο για ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας των κινδύνων αυτών υπό τους όρους και κατά την έκταση που έχουν συμφωνηθεί (ΕφΠειρ 204/2015, ΕφΠειρ 858/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Βέβαια, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, στο οποίο ενσωματώνεται η ασφαλιστική συμφωνία, καθώς και από τα παραρτήματά του [Φ. Χ. Χριστοδούλου, Αγγλικό δίκαιο της θαλασσίας ασφαλίσεως, σε Ε.Εμπ.Δ. 1988, 154 επομ. (156)], όμως, στον ως άνω ορισμό της έννοιας της ασφαλιστικής συμβάσεως περιγράφονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, από τα οποία προκύπτει η νομική της φύση κατά το αγγλικό δίκαιο. Περαιτέρω, συνήθως, δανειστής του πλοιοκτήτη είναι το πιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδότησε την ναυπήγηση ή την αγορά του πλοίου. Για την εξασφάλισή της έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας του δανειολήπτη η τράπεζα καταρχάς αποκτά εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης επί του πλοίου, όμως το εύρος της προστασίας της αυτής είναι περιορισμένο, διότι εξαρτάται από την ύπαρξη του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας. Για το λόγο αυτό η πιστώτρια υποχρεώνει επιπλέον τον πλοιοκτήτη σε σύναψη σύμβασης ασφάλισης του σώματος του σκάφους και του μηχανολογικού του εξοπλισμού (hull and machinery) και ζητεί να της εκχωρηθεί εκ των προτέρων η μέλλουσα και αβέβαιη απαίτηση του ενυπόθηκου οφειλέτη στο ασφάλισμα, επιδιώκει δε να λάβει και πρόσθετες δεσμεύσεις του ασφαλιστή, έναντι του οποίου επιθυμεί να εξασφαλιστεί, αφενός περί του ότι αυτός δεν θα επικαλεστεί λόγους που τυχόν οδηγούν, σύμφωνα με την ασφαλιστική σύμβαση και το νόμο, σε απαλλαγή του και, αφετέρου, περί του ότι θα την ειδοποιήσει σε περίπτωση παραβιάσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου των υποχρεώσεών του από την ασφαλιστική σύμβαση, ιδίως δε σε περίπτωση υπερημερίας του ως προς την καταβολή του ασφαλίστρου. Παράλληλα, η ενυπόθηκη δανείστρια έχει τη δυνατότητα να συνασφαλίσει μαζί με τον πλοιοκτήτη το πλοίο, για να καταστεί και αυτή άμεση δικαιούχος του ασφαλίσματος ή να ασφαλίσει η ίδια είτε το υποθηκικό συμφέρον της είτε τον επιχειρηματικό της κίνδυνο [Ι. Ρόκας, Εξασφάλιση και ασφάλιση των ναυτικών δανειστών, σε Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ 1994, σ. 395 επομ. (406), βλ. και Α. Μπεχιλάβη, Το δικαίωμα του προτιμώμενου ενυπόθηκου δανειστή προς ασφάλιση του πλοίου, Επισκ.Ε.Δ. 2006, 3 επομ, Δ. Τουντόπουλο, Το ασφαλιστικό συμφέρον στη θαλάσσια ασφάλιση, Ε.Ν.Δ. 2006, 337 επομ.). Όσον αφορά την εξασφάλιση του ενυπόθηκου δανειστή με την εκχώρηση της απαιτήσεως του οφειλέτη του στο ασφάλισμα να σημειωθεί εδώ ότι η σύμβαση εκχωρήσεως της απαιτήσεως αυτής, που καταρτίζεται μεταξύ του εκχωρητή – πλοιοκτήτη και του εκδοχέα – πιστωτή του σε εκτέλεση της συμβατικής υποχρέωσης που με τη δανειακή σύμβαση ο πρώτος ανέλαβε, μπορεί να διέπεται από οποιοδήποτε δίκαιο οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν ως εφαρμοστέο και, βέβαια, από το δίκαιο της κοινής τους διαμονής ή, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, του τόπου της κοινής τους έδρας. Το δίκαιο αυτό, όμως, θα ρυθμίσει μόνον τις μεταξύ τους σχέσεις και όχι τις σχέσεις μεταξύ του εκδοχέα και του οφειλέτη ή τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης έναντι του οφειλέτη, αν αυτός είναι αλλοδαπός, διότι η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, που δικαιολογεί την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, δε μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή υποχρεώσεων σε βάρος τρίτου μη συμβληθέντος, σύμφωνα με βασική αρχή του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, κατά την οποία με την εκχώρηση δε μπορεί να καταστεί επαχθέστερη η νομική θέση του οφειλέτη, κοινή τόσο στο ελληνικό (ΑΠ 208/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου στη νόμιμη εκχώρηση. Η περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, 1981, σελ. 71), όσον και στο αγγλικό δίκαιο (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, The law of Ship Mortgages, 2017, 16.5.1, σ. 442, Beatson J./Burrows A./Cartwright J, Anson’s Law of Contract, 2016, ch. 22, p. 707, Harwood Stephenson, Shipping Finance, 2006, p. 225). Η αρχή αυτή αποτυπώνεται και στο άρθρο 14 του Κανονισμού Ρώμη Ι, που ενώ στο σημείο 1 αυτού επιτρέπει στους συμβαλλομένους να καθορίσουν το δίκαιο που θα διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις, το έναντι αλλήλων κύρος της σύμβασης εκχώρησης και τις inter partes συνέπειες της ακυρότητάς της, εντούτοις, στο σημείο 2 και σε αρμονία προς το άρθρο 3 σημείο 2 εδαφ. β του ιδίου Κανονισμού, που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα, όταν ανακύπτει στο μεταγενέστερο χρονικό σημείο της μεταβολής του αρχικώς επιλεγέντος δικαίου, εξαιρεί από τη βούληση των συμβαλλομένων στην εκχώρηση το ζήτημα των προϋποθέσεων δέσμευσης του οφειλέτη της εκχωρούμενης απαίτησης και, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα του οφειλέτη, ορίζει ότι οι σχέσεις του με τον εκδοχέα και η ως προς αυτόν ισχύς της εκχωρήσεως διέπεται όχι από το δίκαιο που ρυθμίζει τη σύμβαση εκχωρήσεως αλλά από το δίκαιο το διέπον την απαίτηση που είναι αντικείμενο της εκχωρήσεως (Α. Αιμιλιανίδης, ό.α, παρ. 14, σ. 297, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ό.α, no. 113, σ. 506, Α. Μεταλληνός, ό.α, αριθ. 60, σ. 69, Σ. Μεταλληνός, Η εκχώρησις κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1971, παρ. 18, σ. 128 επομ.). Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον οι συνέπειες της εκχωρήσεως, δηλαδή η μεταβολή του προσώπου του δανειστή, δεσμεύουν τον οφειλέτη θα κριθεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά το δίκαιο που διέπει την εκχωρούμενη απαίτηση (ΕφΠειρ 738/2008, Πειρ.Ν. 2008, 58). Αν, επομένως, εκχωρείται ενοχική απαίτηση στο ασφάλισμα, οφειλόμενο από ασφαλιστική σύμβαση διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, το ζήτημα αν για την εξ αυτής δέσμευση του ασφαλιστή έναντι του εκδοχέα απαιτείται αναγγελία προς τον πρώτο της εκχωρήσεως θα κριθεί με βάση το δίκαιο αυτό (το αγγλικό). Βέβαια, το θέμα αυτό δεν αποκτά έννομη σημασία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα δίκαια, αν είναι διαφορετικά, που διέπουν αντιστοίχως τις συμβάσεις εκχώρησης και ασφάλισης θέτουν τις ίδιες προϋποθέσεις δέσμευσης του ασφαλιστή, απαιτούν δηλαδή αμφότερα αναγγελία της εκχωρήσεως προς αυτόν ή όταν οι προϋποθέσεις που κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να πληρούνται για την δέσμευση του ασφαλιστή έναντι του εκδοχέα του ασφαλισμένου αποτελούν και συμβατικούς όρους κύρους της εκχωρήσεως (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, no 16.11.2, p. 462). Κατά το ελληνικό δίκαιο η εκχώρηση αφορά την απαίτηση και όχι την όλη ασφαλιστική σχέση (Αθ. Κρητικός, σε Γεωργιάδη–Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 455, αριθ. 39, σ. 577) και ολοκληρώνεται με την αναγγελία της (άρθρο 460 Α.Κ.) στον ασφαλιστή, που δεν χρειάζεται να συναινέσει, επιφέρει δε τη μεταβίβαση της απαιτήσεως από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που, μετά από αυτήν καθίσταται ο μόνος δικαιούχος της και νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη ο ίδιος και όχι ο εκχωρητής, ο ενοχικός δεσμός του οποίου με τον οφειλέτη έχει μετά την αναγγελία αποκοπεί (ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 1431/2015, AΠ 528/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο της εκχωρήσεως μπορεί να είναι και μελλοντική απαίτηση, όπως συμβαίνει όταν η νομική βάση του δικαιώματος υφίσταται κατά το χρόνο της εκχωρήσεως αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα αξίωση από το δικαίωμα αυτό ή όταν δεν έχει γεννηθεί ούτε η νομική βάση του δικαιώματος, υπάρχουν όμως ορισμένα στοιχεία, με την βοήθεια των οποίων μπορεί να εξατομικευτεί η απαίτηση, κατά την έκταση και το αντικείμενό της, στο χρόνο της γεννήσεώς της (ΑΠ 956/2015, ΑΠ 360/2014, Α.Π. 311/2011, ΕφΠειρ 615/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι πρωτίστως σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο στο αγγλικό δίκαιο ο ενυπόθηκος δανειστής δεν έχει ex lege δικαίωμα επί του ασφαλίσματος και το αποκτά μόνο με εκχώρηση (assignment) είτε σε περίπτωση συνασφάλισης (coassured) δυνάμει της αυτοτελούς αξίωσης (Samuel & co v. Dumas 1924, A.C. 431, Γ. Θεοχαρίδη Ασφάλιση συμφερόντων ενυπόθηκου δανειστή πλοίου ΕΝΔ36,94 σημ. 116) υπό προϋποθέσεις. Ειδικότερα κατά το αγγλικό δίκαιο η εκχώρηση της απαιτήσεως (assignment) υλοποιείται με περισσότερους τρόπους αλλά δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα στον εκδοχέα σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, το κοινό δίκαιο (common law) κατά κανόνα δεν αναγνωρίζει την εκχώρηση συμβατικών απαιτήσεων και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται κατ’ αυτό μέσω άλλων θεσμών, όπως η αναδοχή χρέους (novation), στην οποία, όμως, μετέχει υποχρεωτικά και ο οφειλέτης της παροχής (Bennet Howard, ό.α, no. 20.12, p. 602) ή η εξουσιοδότηση προς είσπραξη (letter of attorney). Στο θετικό δίκαιο (statutory law) η γενική διάταξη που ρυθμίζει την εκχώρηση συμβατικών απαιτήσεων είναι αυτή του 136 του Νόμου περί Περιουσίας του 1925 (Law of Property Act, στο εξής LPA 1925), όπως σήμερα ισχύει τροποποιημένος, που προβλέπει ότι η εκχώρηση μιας απαίτησης είναι νόμιμη (legal assignment) όταν είναι α) απόλυτη (absolute), υπό την έννοια ότι αντικείμενό της είναι το σύνολο της απαιτήσεως και όχι μέρος της (Harwood Stephenson, ό.α, p. 227 – 228, Stone Richard, The Modern Law of Contract, 2005, no. 6.2.1, p. 175), για τη μεταβίβαση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η παροχή ανταλλάγματος (consideration) εκ μέρους του εκδοχέα (McKendrick Ewan, Contract Law, 2005, p. 1208), β) απαλλαγμένη από όρους, αιρέσεις ή προθεσμίες (unconditional), γ) έγγραφη, χωρίς, όμως, να απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου και εφόσον δ) γίνει γραπτή αναγγελία της στον οφειλέτη της εκχωρούμενης απαίτησης, η οποία μπορεί να είναι και μελλοντική υπό τον όρο, όμως, ότι είναι επαρκώς προσδιορισμένη (Goode Roy, Legal Problems of Credit and Security, 2003, no. 3–11). Εκχώρηση που πληροί τις προϋποθέσεις αυτές είναι έγκυρη και αναπτύσσει ενέργεια από τη λήψη της αναγγελίας από τον οφειλέτη. Εφεξής ο εκδοχέας μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη, ο εκχωρητής χάνει το σχετικό δικαίωμά του και δεν μπορεί να συμμετάσχει στη σχετική με την οφειλή δίκη, ενώ και ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται καταβάλλοντας στον εκχωρητή (Furmston Michael, Law of Contract, 2007, σελ. 1412). Εφόσον οι όροι αυτοί δεν πληρούνται, η εκχώρηση πάσχει, μπορεί, όμως, να ισχύσει ως εκχώρηση του δικαίου της επιείκειας (equity) (Chitty Joseph/Beale H. G, Chitty on contracts, 2004, p. 1171–1172). Για μια τέτοια εκχώρηση (equitable assignment) αρκεί για τη μεταβίβαση της απαιτήσεως η απλή συμφωνία μεταξύ του εκχωρητή και του εκδοχέα, χωρίς να προσαπαιτείται αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη. Πέραν των ανωτέρω γενικών προβλέψεων, διατάξεις σχετικές με την εκχώρηση περιλαμβάνονται και στο άρθρο 51 ΜΙΑ 1906, στις οποίες ρυθμίζονται, κατά τρόπο εναλλακτικό [Williams v Atlantic Assurance Ltd (1932), QB, l, Lloyds’ Rep. 206] έναντι του LPA 1925, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες με ειδικές συμφωνίες ή ρήτρες στο ασφαλιστήριο είναι δυνατή η εκχώρηση, αφενός, του ναυτασφαλιστηρίου στο σύνολό του, οπότε ο εκδοχέας δικαιούται να ασκήσει αγωγή στο δικό του όνομα και, αφετέρου, του ασφαλιστικού συμφέροντος, η εκχώρηση δε αυτή μπορεί να γίνει είτε πριν είτε μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, χωρίς να απαιτείται αναγγελία της στον ασφαλιστή (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, 16.5.3, p. 443). Η συνηθέστερη αιτία για την οποία μία εκχώρηση ισχύει ως equitable και όχι ως legal assignment εντοπίζεται στην έκταση της δι’ αυτής μεταβιβάσεως της εκχωρούμενης απαίτησης στον εκδοχέα. Ειπώθηκε ήδη ότι κατά τον LPA 1925 η εκχώρηση πρέπει να είναι απόλυτη και όχι μερική, υπό την έννοια ότι ο εκχωρητής απεκδύεται του συνόλου των δικαιωμάτων του από την ασφαλιστική σύμβαση. Αυτό δεν συμβαίνει όταν ο ασφαλισμένος διατηρεί και μπορεί να ασκήσει ορισμένες αξιώσεις από το ασφαλιστήριο. Το ίδιο ισχύει και κατά τον ΜΙΑ 1906, καθώς και υπ’ αυτόν δεν παράγει αποτέλεσμα η εκχώρηση που αφορά μέρος μόνον του χρέους του ασφαλιστή [Raiffeisen Zentralbank Osterreich AG v Five Star General Trading (The Mount I) (2001), EWCA Civ 68 (2001] = 1 Lloyds’ Rep. 597, First National Bank of Chicago v West of England Shipowners Mutual Protection and Idemnity Association (Louxembourg) (The Evelpidis Era) (1981), 1 Lloyds’ Rep. 54]. Η βασική διαφορά των συνεπειών της legal assignment από την equitable assignment έγκειται στο ότι, αν η εκχώρηση είναι πλήρης, παρέχεται στον εκδοχέα δικαίωμα να στραφεί κατά του ασφαλιστή με αγωγή στο δικό του όνομα (άρθρο 136 LPA 1925 και άρθρο 50 παρ. 2 ΜΙΑ 1906), χωρίς στη σχετική δίκη να είναι αναγκαία η συμμετοχή του εκχωρητή. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση ο εκδοχέας δε νομιμοποιείται να ασκήσει μόνος την αγωγή εκπληρώσεως κατά του οφειλέτη αλλά υποχρεούται να προσεπικαλέσει τον εκχωρητή (Bennett Howard, ο.α, no. 20.12, p. 602, Απ. Μάνθος, Η σύμβαση υπέρ τρίτου στο ελληνικό και το αγγλικό δίκαιο, 2012, αριθ. 7.18, σ. 118, Γ. Γεωργιάδης, Η εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης, 2006, σ. 48). Έτσι, η εκχώρηση, που κατευθύνει τον ασφαλιστή να πληρώσει τρίτο πρόσωπο, δεν απονέμει δικαίωμα στο πρόσωπο αυτό έναντι του υπόχρεου. Και ναι μεν η καταβολή στον τρίτο μπορεί να απαλλάξει τον ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, ενώ και η άρνηση καταβολής στον τρίτο μπορεί να συνιστά παράβαση (breach) της ασφαλιστικής σύμβασης παράγουσα δικαιώματα για τον ασφαλισμένο, όμως, ο τρίτος, επικαλούμενος μόνο τη σύμβαση εκχώρησης, δεν μπορεί να στραφεί ευθέως κατά του ασφαλιστή [Iraqi Ministry of Defence v Arcepey Shipping Co SA (The Angel Bell) (1979), 2 Lloyds’ Rep. 491, 497, Bennett Howard, ό.α, no. 20.01, p. 597) και σε κάθε περίπτωση δεν αποκτά δικαίωμα έναντι αυτού αν δεν του αναγγείλει την εκχώρηση. Καταλήγοντας : Κατά το αγγλικό δίκαιο, αναγγελία της εκχωρήσεως (notice of assignment) είναι αναγκαία για τη legal (υπό τον LPA 1925) εκχώρηση αλλά δεν απαιτείται για την εκχώρηση κατά τον ΜΙΑ 1906, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην equitable εκχώρηση (Furmston Michael, ό.α., ch. 16, π. 653). Στην πράξη, όμως, αναγγελία γίνεται σε κάθε μορφή εκχωρήσεως, προκειμένου, αφενός, να δεσμευθεί ο οφειλέτης (ασφαλιστής) να καταβάλει στον εκδοχέα (ενυπόθηκο δανειστή του ασφαλισμένου) και, αφετέρου, να κατοχυρώσει ο τελευταίος χρονική προτεραιότητα ικανοποιήσεώς του έναντι οποιουδήποτε άλλου μεταγενέστερου εκδοχέα [Pfeiffer Weinkellerei – Weineinkauf GmbH & Co v Arbuthnot Factors Ltd (1988) 1 WLR 150, Bennett Howard, ό.α, no 20.13, p. 602]. Τούτο συμβαίνει διότι η εκχώρηση δεν παράγει μεν, όπως εκτέθηκε, αποτέλεσμα έναντι του οφειλέτη μέχρι αυτός να λάβει notice of assignment αλλά από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής δεν μπορεί πλέον να καταβάλει στον ασφαλισμένο και αν το πράξει δεν απαλλάσσεται και κινδυνεύει να καταβάλει εκ νέου στον εκδοχέα (MacGillivray, ό.α, no. 20 – 41, p. 540). Αναγγελία συνιστά και το αίτημα της τράπεζας προς τον ασφαλιστή να σημειώσει το υποθηκικό συμφέρον της [Colonial Mutual General Insurance Co v ANZ Banking Group (New Zealand) Ltd (1995), 1 WLR 1140]. Για το κύρος της αναγγελίας δεν απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου, όμως, αν η ασφαλιστική σύμβαση, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, διέπεται από τις ρήτρες του Ινστιτούτου, το «notice of assignment» πρέπει να είναι έγγραφο και να υπογράφεται από τον εκχωρητή. Ειδικά για τα πλοία ή πλωτά ναυπηγήματα που υπόκεινται στους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1ης.11.1985 «Institute Time Clauses – Hulls Total Loss Only, Including Salvage, Salvage Charges and Sue and Labour» οι οποίοι ενδιαφέρουν εν προκειμένω, τούτο ορίζεται ειδικά στον υπ’ αριθ. 14 όρο των ρητρών αυτών (βλ. σχετ. Hudson N. Geoffrey/Madge Tim/Sturges Keith, Marine Insurance Clauses, 2012, p. 232, Lorenzon Filippo/Coles Richard, The Law of Yachts and Yachting, 2012, ch. 5, (5 – 035), p. 119). Ο ενυπόθηκος δανειστής συνήθως προστατεύεται με ειδική ρήτρα, η οποία προβλέπει ότι το ασφάλισμα θα καταβληθεί σ’ αυτόν σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου. Πρόκειται για τη ρήτρα «Loss Payable ή Payee Clause» (στο εξής LPC), η οποία περιλαμβάνεται στη σύμβαση σύστασης της υποθήκης και αποτελεί συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη και του ενυπόθηκου δανειστή του σχετικά με τον τρόπο καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης και τον καθορισμό του προσώπου του δικαιούχου του ασφαλίσματος [Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, 16.8.2, p. 457, βλ. και Brown Robert., Dictionary of Marine Insurance Terms and Clauses, 1989, L 13). Στην απλή της μορφή (open clause) η ρήτρα αυτή προβλέπει μόνον ότι η ζημία θα πληρωθεί στον ενυπόθηκο δανειστή του ασφαλισμένου, τον οποίο και δεν καθιστά παρά μόνο υποδεικνυόμενο προς καταβολή πρόσωπο, χωρίς να του παρέχει αγώγιμο δικαίωμα έναντι του ασφαλιστή ούτε να τον καθιστά εκδοχέα της απαιτήσεως στο ασφάλισμα και χωρίς να τον προστατεύει ούτε έναντι άλλων διεκδικητών της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Για να ισχύσει και ως προς τον ασφαλιστή η μεταβολή του προσώπου του δικαιούχου της απαίτησης, η «open LPC» προβλέπει σε βάρος του ασφαλισμένου υποχρέωση αναγγελίας της στον ασφαλιστή, μετά την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής καθίσταται εκδοχέας της απαιτήσεως στο ασφάλισμα είτε κατά το νόμο (LPA 1925 ή ΜΙΑ 1906) είτε κατά το δίκαιο της «equity», ανάλογα αν ο τελευταίος αποκτά το δικαίωμα συνολικά ή αν ο ασφαλισμένος του εκχωρεί ορισμένες μόνον αξιώσεις του αντίστοιχα [MacGillivray on Insurance Law, 2003, no. 20–41, p. 539–540). Αποτελεί πρακτική στις εκχωρήσεις των θαλασσίων ασφαλίσεων οι «open LPC» να προβλέπουν πληρωμή του συνόλου της αποζημιώσεως στον ενυπόθηκο δανειστή του πλοιοκτήτη σε περίπτωση ολικής απώλειας του πλοίου, ενώ επί μερικής ζημίας τίθεται χρηματικό όριο μέχρι του οποίου η καταβολή μπορεί να γίνει απευθείας στον ασφαλισμένο, τουλάχιστον μέχρι ο ενυπόθηκος δανειστής να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή ότι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος κατέστη υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη δανειακή σύμβαση. Αν και τούτο προσκρούει στον LPA 1925 και στον ΜΙΑ 1906 και καθιστά «equitable» μια εκχώρηση  που μπορεί να σκοπήθηκε να είναι «legal», εντούτοις γίνεται δεκτό ότι με τη συμφωνία που περιέχεται σε μια τέτοια «LPC» ο ενυπόθηκος δανειστής παραιτείται από το δικαίωμά του στις μικρότερες του ορίου αξιώσεις και επιτρέπει στο δανειολήπτη–ασφαλισμένο να αποζημιωθεί έως το όριο αυτό, εφόσον το δάνειο δεν έχει κατά το χρόνο επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης καταγγελθεί [Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, no. 16.5.14, p. 450, βλ. και Γ. Θεοχαρίδη, ό.α, υποσ. 119). Συνήθως, η «LPC» επισυνάπτεται στο θαλάσσιο ασφαλιστήριο και η αναφορά σ’ αυτό του προσώπου του εκδοχέα, που κατονομάζεται στη ρήτρα, ισοδυναμεί με αναγγελία του προς τον ασφαλιστή. Στην περίπτωση αυτή, αν η εφαρμογή του δεν έχει συμβατικά αποκλειστεί, το δικαίωμα του εκδοχέα είναι αγώγιμο έναντι του οφειλέτη και δυνάμει του Contracts (Rights of Third Parties) Act 1999 [στο εξής C(RTP)A 1999], με τον οποίο εισάγεται στο αγγλικό δίκαιο εξαίρεση από την αρχή της privity, από το συνδυασμό της οποίας προς την αρχή του ανταλλάγματος (consideration, περί της οποίας βλ. Keenan Denis, Smith & Keenan’ s English Law, 1998, p. 201), απορρέει καταρχήν απαγόρευση της δικαστικής επιδίωξης της ικανοποίησης συμβατικών αξιώσεων εκ μέρους τρίτου προσώπου, που δεν μετείχε σε [ατύπως, δηλαδή όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο (not under deed), καταρτισθείσα] σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ άλλων και δεν παρέσχε αντάλλαγμα για την υπόσχεση παροχής που έλαβε από έναν των συμβαλλομένων [βλ. σχετ. Israelson v Dawson {Port of Manchester Insurance Co Ltd, Garnishees (1932)}, 43 Ll.L. Rep. 401, Απ. Μάνθο, ό.α, no. 4.2, p. 69, Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, παρ. 13, αριθ. 11,  692, υποσ. 13). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του C(RTP)A 1999 προβλέπεται ότι ο τρίτος αποκτά δικαίωμα από σύμβαση μεταξύ άλλων μόνον εφόσον α) τούτο προβλέπεται ρητά στη σύμβαση αυτών ή αυτή αποσκοπεί να προσπορίσει όφελος στον τρίτο και β) ο τρίτος κατονομάζεται ρητά ή η ταυτότητά του συνάγεται ευκρινώς. Επειδή στην εκχώρηση του ασφαλίσματος με «LPC» που επισυνάπτεται στην ασφαλιστική σύμβαση ο ενυπόθηκος δανειστής, προς όφελος του οποίου συνήφθη η ρήτρα loss payee, κατονομάζεται ως δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης, μπορεί να εναγάγει τον ασφαλιστή που αρνείται την καταβολή της σα να ήταν και ο ίδιος συμβαλλόμενος (Bennett Howard, ό.α, no. 20.05, p. 599, Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, no. 16.8.2, p. 457), δεδομένου, επιπλέον, ότι αναφορικά με το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή το πλοίο, του οποίου χρηματοδότησε την αγορά, ο «loss payee» έχει αξιώσεις προς απόδοση του δανείου και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα έλλειψης consideration (Beatson J./Burrows A./Cartwright J, ό.α., p. 703, Henley Ch, Insurance, σε Merkin Robert, Privity of Contract, 2000, par. 9.62, p. 213, Απ. Μάνθος, ό.α, αριθ. 10.10, σ. 176). Η συμπερίληψη της «LPC» στο ασφαλιστήριο θεωρείται τότε ως γνήσια σύμβαση υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή ως τρίτου, ο οποίος, όμως, υπόκειται σε όλες τις ενστάσεις του οφειλέτη κατά του δέκτη της υπόσχεσης (ασφαλισμένου–εκχωρητή) αλλά και αυτού του τελευταίου κατά του τρίτου [ΤρΕφΠειρ 138/2023 και Εφ.Πειρ. 319/2018, δημοσιευμένες σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς  με τις εκεί παραπομπες).

Με τους δύο πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται διατεινόμενη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, παρά το νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση προσκομισθέντος με επίκληση ενώπιόν του αποδεικτικού υλικού, αποφάνθηκε ότι  κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η ενάγουσα λόγω της εκχώρησης της επίδικης αξίωσης στην ενυπόθηκη δανείστρια τραπεζιτική ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία …….. δεν ήταν η δικαιούχος της ασφαλιστικής αξίωσης αν και προηγουμένως  είχε δεχθεί ότι η ήδη εκκαλούσα έλαβε γνώση της γενοµένης εκχώρησης των µελλοντικών ασφαλισµάτων, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται η έγγραφη αναγγελία της, όπως ισχυριζόταν η εφεσίβλητη ασφαλίστρια, διότι το σχέδιο της αναγγελίας που είχε συνταxθεί κατά την κατάρτιση της σύµβασης εκχώρησης (“FΟRM OF NOTICE OF ASSIGNMENT OF INSURANCES») δεν έφερε ημερομηνία. Ότι δεν γνώριζε την εκχώρηση ούτε την πρόσθετη πράξη ασφάλισης στην οποία η εφεσίβλητη ισχυριζόταν ότι είχε ενσωματώσει  την εκχώρηση στο ασφαλιστήριο πέραν του ότι σε αυτή την πρόσθετη πράξη εντέλει απλώς αναγραφόταν πως αναγνωριζόταν ενυπόθηκο ενδιαφέρον υπέρ της ενυπόθηκης δανείστριας κατά το χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και ότι την ημερομηνία της κλοπής την 26/8/2012 σε ισχύ ήταν το με αριθμό ….. ανανεωτήριο συμβόλαιο ασφάλισης, με το οποίο είχε ασφαλισθεί εκ νέου το σκάφος μου «Θ» για τη χρονική περίοδο από την 8/1/2012 μέχρι την 8/1/2013, με ασφαλιζόμενη αξία το ποσό των 175.000 ευρώ, στο οποίο ανανεωτήριο δεν γινόταν η παραμικρή αναφορά περί υπάρξεως ενυπόθηκου ενδιαφέροντος υπέρ της προαναφερόμενης τραπεζιτικής εταιρίας, ούτε περί εκχωρήσεως, ενώ ποτέ δεν κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη τέτοια σύμβαση με αποτέλεσμα η εκχώρηση αυτή να είναι άκυρη και αυτή να νομιμοποιείται να ασκήσει την αγωγή. Ότι εσφαλμένα διατάχθηκε απόδειξη περί του αλλοδαπού δικαίου αναφορικά με την εκχώρηση  με την 4368/2015 μη οριστική προγενέστερη της εκκαλουμένης απόφασή του, εφόσον το δικαστήριο θεώρησε ότι κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής είχε συντελεσθεί νόμιμη εκχώρηση της ένδικης αξίωσής. Με το συναφή δε δεύτερο λόγο εφέσεως επικαλούμενη συγκεκριμένη απόφαση του δικαστηρίου τούτου ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε χώρα η παραπάνω εκχώρηση, διότι σύμφωνα με τη νομική πληροφορία που περιλαμβάνεται στην επικαλούμενη απόφαση η εκχώρηση, για να είναι έγκυρη, πρέπει να είναι απόλυτη και άνευ όρων, ήτοι να μην εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία.  Ότι στο δάνειο που έλαβε από την ενυπόθηκη δανείστρια για την αγορά του πλοίου ορίστηκε ότι θα εκχωρούνταν στην τραπεζιτική εταιρία μελλοντικές υποχρεώσεις της εφεσίβλητης και ότι επομένως η εκχώρηση είχε εξαρτηθεί από την αίρεση της δημιουργίας απαίτησης της εκκαλούσας κατά μελλοντικών οφειλετών της ασφαλιστικών εταιριών, συμπεριλαμβανομένης της εφεσίβλητης, ενώ σε κάθε περίπτωση η εκχώρηση αναφερόταν στην εξασφάλιση της ενυπόθηκης δανείστριας για τις μελλοντικές υποχρεώσεις της εκκαλούσας προς αυτήν. Ότι υπό την ανωτέρω έννοια δεν συμφωνήθηκε να μεταβιβάζονται απολύτως και άνευ όρων οι ασφάλειες, αλλά υπό την αίρεση της δημιουργίας απαίτησής της κατά της εκάστοτε ασφαλιστικής του σκάφους, και περιορισμένα, δηλαδή μέχρι το εκάστοτε οφειλόμενο σ’ αυτήν κατάλοιπο δανείου πλέον 30% για την κάλυψη τόκων σύμφωνα με τον όρο 14 β της από 7/12/2007 σύμβασης δανείου. Ότι τέλος αποδείχθηκε ότι το οφειλόμενο στην ενυπόθηκη δανείστριας στις 26.3.2015 ποσό εκ της δανειακής συμβάσεως ανερχόταν σε 47.886,52 ευρώ, και ότι συνεπώς σε αυτό το ποσό περιοριζόταν η εκχώρηση της ασφαλιστικής αποζημίωσης και γι’αυτό εξάλλου στις 8/10/2018 η ενυπόθηκη δανείστρια επανεκχώρησε τις μελλοντικές απαιτήσεις εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης με αποτέλεσμα αυτή να είναι η μόνη που εξαρχής νομιμοποιείτο ενεργητικά προς άσκηση της αγωγής και ότι εσφαλμένα έκρινε αντίθετα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Οι δύο αυτοί συναφείς λόγοι εφέσεως έχουν έρεισμα στις διατάξεις του αγγλικού δικαίου που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και θα εξεταστούν στην ουσία τους.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εμπεριέχεται τα πρακτικά της προγενέστερης της εκκαλουμένης μη οριστικής απόφασης που διέταξε επανάληψη της συζήτησης για να προσκομιστεί νομική πληροφορία του αγγλικού δικαίου δηλαδή του ναυπηγού ……….., και των λοιπών προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων, δηλαδή των εγγράφων, της με αριθμό  ……./23-3-2015 ένορκη βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς της δικηγόρου και κατοίκου Πειραιώς ……….. κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …../18.3.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς . …….., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα με τη με αριθμό ……../7.12.2007 σύμβαση έλαβε δάνειο ύψους 170.000 ευρώ από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …….. για την αγορά του τουριστικού επαγγελματικού σκάφους «Θ». Η σύμβαση δανείου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσκομίζεται, αλλά το περιεχόμενο της έχει ενσωματωθεί στο με αριθμό …./26.5.2008 συμβόλαιο περί σύστασης απλής ναυτικής υποθήκης ποσού 221.000 ευρώ, της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., με το οποίο παραχωρήθηκε από την πλοιοκτήτρια και εγγράφηκε υποθήκη υπέρ της ενυπόθηκης δανείστριας με δικαίωμα εγγραφής στο ναυτικό υποθηκολόγιο χωρίς την παρέμβαση του πλοιοκτήτη και χωρίς επίδοση της σχετικής περίληψης που καταχωρήθηκε, σύμφωνα με το από 27.5.2008 με αριθμ. πρωτ. … πιστοποιητικό βαρών (σχετ. 26) στο νηολόγιο του Πειραιά με αριθμό …… Για την εξασφάλιση της απαίτησης της δανείστριας ορίστηκε ότι μεταξύ των υποχρεώσεων της πλοιοκτήτριας ήταν να ασφαλίσει το πλοίο, και τέλος με το άρθρο 1στ χορηγήθηκε το δικαίωμα στον ενυπόθηκο δανειστή να συνάψει ο ίδιος την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση με όρους που αυτός θα αποφασίσει κατά απόλυτη κρίση, αλλά με έξοδα του πλοιοκτήτη, και τέλος με το άρθρο 1 παρ. 4 ορίστηκε ότι ο πλοιοκτήτης έχει ήδη εκχωρήσει όλες τις ασφάλειες και τα έσοδα του πλοίου στον ενυπόθηκο δανειστή με σύμβαση εκχώρησης ασφαλειών και εσόδων που καταρτίστηκε την παραπάνω ημερομηνία. Συμπληρωματικά ορίστηκε ότι η υποθήκη θα εξακολουθήσει να παραμένει σε ισχύ και να ασφαλίζει όλες τις απαιτήσεις του ενυπόθηκου δανειστή κατά του πλοιοκτήτη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε μερική εξόφληση. Σύμφωνα με το ασφαλιστήριο που καταρτίστηκε ορίστηκε ρητά ότι η πιστολήπτρια εκχωρεί τις ασφάλειες, καθώς και τα έσοδα του πλοίου. Ειδικότερα αυτή εκχώρησε όλα τα δικαιώματα, τίτλο και συμφέρον υπό κάθε ασφαλιστηρίου που θα καταρτιζόταν για την ασφαλιστική κάλυψη του επίδικου σκάφους (NOTICE OF ASSIGNEMENT, LOSS PAYABLE AND CANCELLATION CLAUSES)  (όρος 1.11) το οποίο θα αφορούσε απώλεια του σκάφους (πραγματική ή τεκμαρτή) και ειδικότερα ορίστηκε ότι κάθε ποσό που θα υπερέβαινε το ποσό των 20.000 ευρώ, θα καταβάλλονταν απευθείας από τον ασφαλιστή στην εκδοχέα τράπεζα. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί και ακολούθως των αναφερόμενων στη νομική σκέψη της παρούσας ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση ανάμεσα στην εκχώρηση της ασφάλισης που μπορεί να γίνει είτε με το άρθρο 50 της ΜΙΑ 1906, το άρθρο 136 του νόμου περί ιδιοκτησιακού δικαίου του 1925 ή κατά το σώμα των κανόνων της equity του κοινού δικαίου, από την εκχώρηση χρηματικών ποσών πληρωτέων υπό την ασφάλιση και απαιτήσεων κάτω από την ασφάλιση, αφού καταρχάς το προϊόν μιας ασφαλιστικής απαίτησης παρότι συνιστά ακαθόριστη ζημία μπορεί να εκχωρηθεί, όταν δεν υπάρχει όρος στο ασφαλιστήριο που το απαγορεύει και η συνέπεια της εκχώρησης μετά τη ζημία μεταβιβάζει τη δικαστικά επιδιώξιμη περιουσιακή απαίτηση στον εκδοχέα αλλά η έγκυρη εκχώρηση κατά το άρθρο 50 ΜΙΑ 1906 προϋποθέτει ασφαλιστικό συμφέρον στο πρόσωπο του εκχωρητή, συνέχιση κινδύνου ασφάλισης και πέραν της εκχώρησης του ασφαλιστικού συμφέροντος στον εκδοχέα και έκθεση αυτού στους κινδύνους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το προαναφερόμενο σκάφος ασφαλίσθηκε για πρώτη φορά στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με το με αριθμό …….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το ποσό των 156.000 ευρώ το οποίο ανανεώθηκε με το …….. ανανεωτήριο και η ασφαλιζόμενη αξία του σκάφους ανήλθε σε 175.000 ευρώ (σχετ. 22 και 26). Το διάστημα που εδώ ενδιαφέρει το σκάφος ασφαλίστηκε στην εναγομένη αρχικά με το με αριθμό … και στη συνέχεια με το με αριθμό ….. ανανεωτήριο ασφαλίσθηκε εκ νέου το σκάφος για τη χρονική περίοδο από 8.1.2012 έως 8.1.2013 με ασφαλιζόμενη αξία ύψους 175.000 ευρώ από την επέλευση των κινδύνων που ρητά περιγράφονταν στο ασφαλιστήριο, συμπεριλαμβανομένης της κλοπής του ή της υπεξαίρεσης από τους ναυλωτές με μνεία του ενυπόθηκου συμφέροντος στη δεύτερη σελίδα (βλ. σχετ. 28). Το ναυτικό ασφαλιστήριο δεν είχε όρους που ρητά απαγόρευαν την εκχώρηση, αλλά ο εκδοχέας δεν ήταν αυτός που συνέχισε να εκτίθεται στον ασφαλισμένο κίνδυνο που όπως προαναφέρθηκε προϋποθέτει το άρθρο 50 της ΜΙΑ 1906 πέραν του ασφαλιστικού συμφέροντος στο πρόσωπο του εκχωρητή. Όμως και στην περίπτωση που θεωρείτο ότι συνέτρεχε εδώ η εφαρμογή του άρθρου 136 του law of property act του 1925 τότε ο εκδοχέας θα είχε καταστεί καταπιστευματοδόχος της αποζημίωσης η αγωγή θα έπρεπε να ασκηθεί από τον εκχωρητή στο όνομα του, αφού είναι αναγκαίο η εκχώρηση της ασφάλισης να είναι σύγχρονη με την εκχώρηση του αντικειμένου της ασφάλισης, καθώς όταν η ασφάλιση εκχωρείται χωρίς να εκχωρηθεί το αντικείμενο της ασφάλισης ο εκχωρητής δεν μπορεί πλέον να αποζημιωθεί ούτε να ασκήσει αγωγή για λογαριασμό του καταπιστευματοδόχου. Επιπλέον υπό τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη κατά το αγγλικό δίκαιο ο τρίτος αποκτά δικαίωμα από σύμβαση μεταξύ άλλων μόνον εφόσον α) τούτο προβλέπεται ρητά στη σύμβαση αυτών ή αυτή αποσκοπεί να προσπορίσει όφελος στον τρίτο και β) ο τρίτος κατονομάζεται ρητά ή η ταυτότητά του συνάγεται ευκρινώς. Σε κάθε περίπτωση στην προκείμενη περίπτωση υπεγράφη και σφραγίστηκε σχέδιο αναγγελίας εκχώρησης σύμφωνα με το με αριθμό 9 σχετικό το οποίο δεν προκύπτει αν κοινοποιήθηκε στην ασφαλίστρια, ενώ καταρτίστηκε και δεύτερο σχέδιο που αφορούσε ρήτρα αφαιρετέας απαλλαγής ύψους 20.000 ευρώ (σχετικό 10) που επίσης δεν αποδεικνύεται ότι κοινοποιήθηκε στην ασφαλίστρια. Και όταν όμως κατά το αγγλικό δίκαιο δεν είναι τέλεια η εκχώρηση, διότι δεν μεσολάβησε αναγγελία η εκχώρηση είναι ισχυρή κατά το κοινό δίκαιο (equity) αφού η αναγγελία έχει μόνο την έννοια ότι περισσότερες εκχωρήσεις αποκτούν ισχύ κατά τη σειρά της δημιουργίας τους και ότι ο πρώτος εκδοχέας που θα προβεί σε αναγγελία απολαμβάνει προτεραιότητα έναντι άλλων εκχωρήσεων. Εξάλλου για το κύρος της αναγγελίας δεν απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου, και μόνο αν η ασφαλιστική σύμβαση, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, διέπεται από τις ρήτρες του Ινστιτούτου, το «notice of assignment» πρέπει να είναι έγγραφο και να υπογράφεται από τον εκχωρητή και στη συγκεκριμένη περίπτωση προσκομίστηκαν τα σχέδια με την υπογραφή του εκχωρητή.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 26.8.2012 επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση, καθώς η ενάγουσα (πλοιοκτήτρια) αντιλήφθηκε την κλοπή του επίδικου σκάφους που ελλιμενιζόταν στη Μαρίνα Αλίμου και υπέβαλε την επομένη ημέρα τη σχετική έγκληση και στις 30-10-2012 η ενυπόθηκη δανείστρια ανήγγειλε με σχετική επιστολή την οποία απηύθυνε στην εναγομένη την εκχώρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από τη σύμβαση ασφάλισης (σχετ. επαν. 9) προφανώς έχοντας κατά νου ότι για την ανάληψη εκ μέρους του ασφαλιστή άμεσης υποχρέωσης έναντι τρίτου μη συμβληθέντος στην ασφαλιστική σύμβαση, η παραβίαση της οποίας ιδρύει άμεση αξίωση αυτού κατά του ασφαλιστή, απαιτείται κατά το αγγλικό δίκαιο έγγραφη δήλωση του πρώτου απευθυνόμενη στο δεύτερο, υπό τον τύπο του letter of undertaking (LOU). Στην επίδικη περίπτωση επειδή στην εκχώρηση του ασφαλίσματος με «LPC» που επισυνήφθη στην ασφαλιστική σύμβαση ο ενυπόθηκος δανειστής, προς όφελος του οποίου συνήφθη η ρήτρα loss payee, κατονομάστηκε ως δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αυτός ήταν το πρόσωπο που μπορούσε να εναγάγει τον ασφαλιστή αν αυτός αρνείτο όπως εν προκειμένω την καταβολή της σα να ήταν και ο ίδιος συμβαλλόμενος. Τούτο δε διότι το κριτήριο ήταν το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή το πλοίο, του οποίου χρηματοδότησε την αγορά η εκδοχέας που είχε αξιώσεις προς απόδοση του δανείου και, συνεπώς, δεν ετίθετο ζήτημα έλλειψης consideration. Επιπλέον με την αναφορά στο ασφαλιστήριο του σκάφους “ενυπόθηκο ενδιαφέρον” αναγνωρίστηκε το ενυπόθηκο ενδιαφέρον υπέρ της ……….. Αυτό είχε ως συνέπεια να έχει περιληφθεί στο ασφαλιστήριο μια γνήσια σύμβαση υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή ως τρίτου, και συνεπώς αυτός πλέον να νομιμοποιείται να στραφεί κατά του ασφαλιστή. Και αυτό διότι όπως προαναφέρθηκε εξομοιούται με αναγγελία το αίτημα της τράπεζας προς τον ασφαλιστή να σημειώσει το υποθηκικό συμφέρον της με συνέπεια μόνο η ενυπόθηκη δανείστρια ως εκδοχέας να μπορεί να ασκήσει την αγωγή περί ασφαλιστικής αποζημίωσης στο όνομα του εκχωρητή που δεν μπορούσε να εγείρει πλέον ο ίδιος την αγωγή (βλ. Arnould’s law of Marine Insurance and average 17η έκδοση  υπό Jonathan Gilman και Robert Merking καθηγητή εμπορικού δικαίου του Πανεπιστημίου του Southampton 2008 προσκ σχετ. επαν 8 σελ. 10). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι παρά την έλλειψη αναγγελίας κατά το αγγλικό δίκαιο δεν νομιμοποιείτο η πλοιοκτήτρια, αλλά η ενυπόθηκη δανείστρια, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον πρώτο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω να σημειωθεί πρωτίστως ότι δεν είχε συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη αγγλικό δίκαιο και αναφορικά με τη σύμβαση εκχώρησης, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτή η εκχώρηση αυτή ήταν έγκυρη και αντιτάξιμη στην ασφαλίστρια και με τα δύο δίκαια, όπως προεκτέθηκε αναλυτικά στην προαναφερόμενη νομική σκέψη, αφού αφενός στο ελληνικό δίκαιο η μεταβίβαση της απαίτησης και του δικαιώματος προς άσκηση αγωγής αποκτάται με την κατ’άρθρο 460 του ΑΚ αναγγελία χωρίς τη συναίνεση του ασφαλιστή, στο δε αγγλικό δίκαιο, όπως αμέσως προαναφέρθηκε, η εκχώρηση του δικαίου της επιείκειας (equity) για την μεταβίβαση της απαιτήσεως πραγματοποιείται με την απλή συμφωνία του εκχωρητή με τον εκδοχέα χωρίς την αναγγελία στον οφειλέτη. Η εκχώρηση δε δεν αφορούσε αβέβαια και μέλλουσα απαίτηση όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο εφέσεως της. Τούτο δε διότι το δάνειο ήταν ορισμένο σε αξία και η ναυτική απλή υποθήκη ήταν ορισμένη σε αξία. Μάλιστα η ενάγουσα είχε καταρτίσει σχέδιο με βάση το οποίο θα απέδιδε στην ενυπόθηκε δανείστρια οποιοδήποτε ποσό υπερέβαινε τις 20.000 ευρώ. Γι’αυτό εξάλλου με την από 8.10.2018 (σχετ. επαν. 4) ειδοποίηση επανεκχώρησης ασφαλίσεων η ενυπόθηκη δανείστρια ενημέρωσε πλέον ότι λόγω εγγράφου εξοφλήσεως έχει επανεκχωρήσει στην ενάγουσα ολόκληρο το δικαίωμα, τίτλο και συμφέρον στις ασφαλίσεις που αφορούν το μηχανοκίνητο θαλαμηγό σκάφος “θαλασσινή” που ήταν εκχωρημένα σε αυτή με πρώτης προτεραιότητας πράξη εκχωρήσεως με ημερομηνία 7.12.2007 που συνήφθη μεταξύ εκδοχέως και εκχωρήτριας. Συνεπώς αβασίμως η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα παραπονείται ισχυριζόμενη ότι δεν συμφωνήθηκε να μεταβιβάζονται απολύτως και άνευ όρων οι ασφάλειες, αλλά υπό την αίρεση της δημιουργίας απαίτησής της κατά της εκάστοτε ασφαλιστικής του σκάφους, και περιορισμένα, δηλαδή μέχρι το εκάστοτε οφειλόμενο σ’ αυτήν κατάλοιπο δανείου πλέον 30% για την κάλυψη τόκων σύμφωνα με τον όρο 14 β της από 7/12/2007 σύμβασης δανείου. Πέραν του ότι δεν προσκομίζει τη σύμβαση δανείου προς απόδειξη του προαναφερόμενου ισχυρισμού της αλλά μόνο τη συμβολαιογραφική παραχώρηση απλής ναυτικής υποθήκης, το γεγονός ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε 47.886,52 ευρώ, και όχι στο ποσό που αυτή αιτήθηκε από την ασφαλίστρια για την ολική απώλεια του ασφαλισμένου σκάφους της, δεν της προσδίδει τη διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης, πρωτίστως διότι τέτοιο ιστορικό δεν εμπεριεχόταν στο δικόγραφο της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας η συνηθέστερη αιτία για την οποία μια εκχώρηση ισχύει ως equitable και όχι ως legal assignment  εντοπίζεται στην έκταση της δι’αυτής μεταβιβάσεως της εκχωρούμενης απαίτησης στον εκδοχέα, ενώ το δικαίωμα σε μελλοντικές απαιτήσεις που δεν είναι εκχωρήσιμο ούτε με το άρθρο 50 ΜΙΑ 1906 ούτε με το άρθρο 136 του νόμου του 1925 μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κατά το κοινό δίκαιο και ακολούθως αλυσιτελώς προβάλλεται η προαναφερόμενη αιτίαση. Επομένως δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση της κρινόμενης αγωγής και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο δεύτερο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους αριθμούς 1 και 2 αυτού. Έτσι, κατά την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου αυτού, παρέχεται στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως της ιδιότητας που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα της προτάσεως απεριορίστως νέων πραγματικών ισχυρισμών, προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτούς δεν επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει στην κατ’ έφεση δίκη οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, μπορεί να προτείνει για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ένσταση απαραδέκτου της αγωγής ή την ένσταση παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως, αλλά και ισχυρισμούς που προτάθηκαν απαραδέκτως στο πρωτόδικο δικαστήριο ή απερρίφθησαν ως αόριστοι. Όμως, κατά των εν λόγω ισχυρισμών του εφεσιβλήτου, που προβάλλονται παραδεκτώς, ο εκκαλών, για την τήρηση της αρχής της ισότητας των διαδίκων, μπορεί προς απόκρουση αυτών να αντιτάξει, στην ίδια συζήτηση που προβλήθηκε ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου, νέους ισχυρισμούς. Έτσι, κατά της ενστάσεως παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως, που προβάλλει ο εφεσίβλητος, μπορεί ο εκκαλών να αντιτάξει, χωρίς περιορισμό, την αντένσταση της διακοπής της παραγραφής αυτής (ΑΠ 1043/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για το γεγονός ότι η αγωγή της απορρίφθηκε διότι έγινε δεκτός ισχυρισμός περί παραγραφής που δεν εμπεριεχόταν στις προτάσεις της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης αλλά προτάθηκε το πρώτον με την προσθήκη επί των προτάσεών του, που έγινε μετά την συζήτηση. Η ως άνω ένσταση, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην μείζονα πρόταση της παρούσας, προτείνεται παραδεκτώς, καθόσον, κατ’ άρθρο 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παρέχεται στον εφεσίβλητο-εναγόμενο, ανεξαρτήτως της ιδιότητας που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα της προτάσεως απεριορίστως νέων πραγματικών ισχυρισμών, προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως, μπορεί δε ο εφεσίβλητος να προτείνει για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως, μεταξύ άλλων, εν προκειμένω την ένσταση παραγραφής των επιδίκων αξιώσεων, αλλά και ισχυρισμούς που προτάθηκαν απαραδέκτως στο πρωτόδικο δικαστήριο ή απερρίφθησαν ως αόριστοι. Είναι δε και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 5 του αγγλικού νόμου περί προθεσμιών του 1980 (limitation act) σύμφωνα με το όποιο “Time limit for actions founded on simple contract: An action founded on simple contract shall not be brought after the expiration of six years from the date on which the cause of action accrued”(πηγή legislation.gov.uk.) (προσκομιζόμενο και ως σχετ. Εφ4) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται αντενιστάμενη λόγους διακοπής ή αναστολής συμπλήρωσης της εξαετούς παραγραφής κατά το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ουδόλως δεν τοποθετείται ο χρόνος της έναρξης της εξαετούς παραγραφής στο χρόνο που η ασφαλίστρια εναγομένη κοινοποίησε στην ενάγουσα ήδη εκκαλούσα εξώδικη δήλωση υπαναχώρησης από την ασφαλιστική σύμβαση.

Σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν ως αποδεδειγμένα στις 26.8.2012 επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση αφού η ενάγουσα αντιλήφθηκε την κλοπή του επίδικου σκάφους που ελλιμενιζόταν στη Μαρίνα Αλίμου και υπέβαλε την επομένη ημέρα τη σχετική έγκληση και στις 30.10.2012 η ενυπόθηκη δανείστρια ανήγγειλε με σχετική επιστολή την οποία απηύθυνε στην εναγομένη την εκχώρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από τη σύμβαση ασφάλισης. Η εναγομένη με την από 1.2.2013 εξώδικη απάντησή της ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να συμπληρωθεί 12μηνο από την κλοπή προκειμένου να τεθεί τα θέμα στον ασφαλιστή (και συνεπώς κατά το ελληνικό δίκαιο θα εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 255 του ΑΚ περί αναστολής συμπλήρωσης), ενώ την 18.4.2013 άσκησε το δρακόντιο, σύμφωνα με αυτή, δικαίωμα υπαναχώρησης της από τη σύμβαση ασφαλίσεως ισχυριζόμενη ότι η κρινόμενη αγωγή καθίσταται λόγω της υπαναχώρησης της αναδρομικά μη νόμιμη, άποψη όμως που δεν υιοθετεί το παρόν δικαστήριο, το οποίο θα εξέταζε σε κάθε περίπτωση κατ’ουσίαν αν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Σε κάθε περίπτωση η επανεκχώρηση της αξίωσης από την ……….. έλαβε χώρα μόλις την 8.10.2018 και συνεπώς η αξίωση της ενάγουσας έναντι της εναγομένης από την ασφάλιση του  θαλαμηγό σκάφος “θαλασσινή” παρά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο εξαετή παραγραφή των αξιώσεων που προέρχονται από σύμβαση αφού από το χρόνο που επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση στις 26.8.2012 μέχρι το χρόνο που η ενάγουσα απέκτησε λόγω της επανεκχώρησης (8.10.2018) το δικαίωμα να αιτηθεί το ασφάλισμα λόγω απώλειας του σκάφους μεσολάβησε διάστημα μεγαλύτερο της εξαετίας. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό τρίτο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο λόγος για τα έξοδα δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου δύναται να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος έφεσης για τα έξοδα (βλ σχετικά Εφ. Δωδεκαννήσου 64/2017 τνπ νόμος). Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΑθ 1407/2024, ΕφΠατρ 85/2015 δημ. Νόμος). Τούτο δε διότι ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020, ΑΠ 207/2020, ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1004/2023, ΑΠ 617/2008 δημ. νόμος). Περαιτέρω κατά το άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ., ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, κατά το άρθρο 178 του ίδιου κώδικα σε περίπτωση μερικής νίκης ή μερικής ήττας κάθε διαδίκου το δικαστήριο επιβάλει τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή ήττας, ενώ κατά το άρθρο 179 του ίδιου κώδικα το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή μέρος τους μόνο αν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.), ενώ ο συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει της δικαστικής δαπάνης λόγω μερικής ήττας ή λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας της διάταξης που εφαρμόστηκε κατ’ άρθρο 178 παρ. 1 και 179 Κ.Πολ.Δ. απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1358/2018, ΑΠ 97/2018, ΑΠ 1040/2017, ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 21/2014, ΑΠ 613/2010). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποβάλλεται το παράπονο για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθώς κατ’εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 176 του ΚΠολΔ επιβλήθηκαν στην ενάγουσα ήδη εκκαλουσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης εναγομένης ενώ θα έπρεπε να γίνει εφαρμογή του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, διότι οι διατάξεις που εφαρμόστηκαν αποτελούν αλλοδαπό δίκαιο (αγγλικό) και μάλιστα με δυσχέρειες στην ερμηνεία τους. Ο λόγος αυτός εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η καταψήφιση στα δικαστικά έξοδα του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.), ενώ ο συμψηφισμός, εν όλω ή εν μέρει, των δικαστικών εξόδων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που εμφανίζει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσία (ΑΠ 1492/2022 δημ. Ισοκράτης).

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερειών των κανόνων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων επί της από 9.5.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../11.5.2022 και προσδιορισμού ………./2022 έφεσης, κατά της με αριθμό 3317/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2013 αγωγής

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό  ………. ποσού 100 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Φεβρουαρίου  2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ