Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 110/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  110/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή – Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από την Γραμματέα KΣ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων: 1) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στη ………., και εκπροσωπείται νόμιμα, διατηρούσα γραφείο – υποκατάστημα στη … Αττικής, οδός ……… και 2) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Κουντουριώτη (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου, δυνάμει της από 10.05.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη – Φωτεινή Δραπέτη – Λυσικάτου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και πρώην επωνυμία «……….» που εδρεύει στο ……… Αττικής, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας, ………., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Λάσκο (ΑΜ 37826 Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου, δυνάμει της από 10.05.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων: 1) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στη ………, και εκπροσωπείται νόμιμα, διατηρούσα γραφείο – υποκατάστημα στη …….. Αττικής, οδός ……. και 2) ………., κατοίκου   ……….-………., κατοίκου ……. Αττικής, οδός ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Κουντουριώτη (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό …./2021 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1247/2022 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσβάλουν την απόφαση αυτή: (Α) με την από 22.06.2022 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/22.06.2022 και ειδικό …../22.06.2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../22.06.2022 και ειδικό ……/22.06.2022, για τη δικάσιμο της 19.10.2023 και μετά από αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) με τους από 14.06.2023 πρόσθετους λόγους έφεσης που κατατέθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../19.06.2023 και ειδικό ……/19.06.2023 και προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 19.10.2023 και μετά από αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Η προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 30.01.2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας και κατά των εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/09.03.2023 και ειδικό …../09.03.2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19.10.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο η από 22.06.2022 έφεση και οι από 14.06.2023 πρόσθετοι λόγοι έφεσης των εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων, και συνεπώς, ενόψει του ότι οι πρόσθετοι λόγοι, παρά την αυτοτέλεια τους, τελούν σε εξάρτηση από την έφεση και φέρουν σε σχέση με αυτή παρακολουθηματικό χαρακτήρα (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2009, αρ. 584, σελ. 250) και δικάζονται υποχρεωτικά μαζί με την έφεση (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, άρθρο 520, αρ. 36, σελ. 930, ΕφΑθ 504/2020 ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν μπορεί να νοηθεί χωριστή συζήτησή τους (βλ. Χ. Ευθυμίου, σε X. Απαλαγάκη – Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842& 4855/2021, έκδ. 2022, άρθρο 520, αρ. 6, σελ. 1704-1705), πρέπει να συνεκδικαστούν η από 22.06.2022 έφεση και οι από 14.06.2023 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της όλης δίκης (άρθρα 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1247/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 16.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό ……/2021 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), καθόσον η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1247/2022 απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες – εναγόμενους την 30.05.2022 (βλ. τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ……/30.05.2022 και ……/30.05.2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………), ενώ η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 22.06.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../22.06.2022 και ειδικό …../22.06.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 150 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε διότι πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 76/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 238/2001 ΕλλΔνη 42. 1598, ΕφΑθ 328/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες –εναγόμενοι άσκησαν πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 14.06.2023 ιδιαίτερο δικόγραφό τους, το οποίο επιδόθηκε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα την 22.06.2023 (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………./22.06.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου ………….). Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαιο της απόφασης που έχει προσβληθεί με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, διευρύνοντας την αιτιολογία αυτού, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την 19.06.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης με αριθμό γενικό ……/19.06.2023 και ειδικό …./19.06.2023 της γραμματέως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο, και την επίδοση αυτού στην εφεσίβλητη – ενάγουσα την 22.06.2023, αφού τόσο η κατάθεση του δικογράφου, όσο και η επίδοσή του, έλαβαν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών από τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης. Κατόπιν τούτων, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών, συνεκδικαζόμενοι, όπως προαναφέρθηκε, με την υπό κρίση έφεση.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017 ΕΕμπΔ 2018. 869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013. 2195). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατ’ άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1102/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1731/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε την έννοια του άρθρου 76 παρ. 4 του ΚΠολΔ η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους. Έτσι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του παρόλο που αδράνησαν, έστω και αν έχει παρέλθει ως προς αυτούς η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 63/1981 ΝοΒ 29. 1257). Στην περίπτωση αυτή της πλασματικής άσκησης του ενδίκου μέσου, οι μη ασκήσαντες αυτό ομόδικοι πρέπει να καλούνται σε όλες τις συζητήσεις του ενδίκου μέσου (άρθρα 76 παρ. 3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ) διαφορετικά η συζήτηση αυτού κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΕφΘεσ 266/2021 Αρμ 2021. 416, ΕφΛαρ 212/2015 Δικογραφία 2015. 510). Άρα, για τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΛΔ 2019. 423, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 31/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εναγόμενων, της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» διατηρούσας γραφείο – υποκατάστημα στη ……. Αττικής και του ……………., την από 16.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……/2021 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ισόποσο σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, του ποσού των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχεί στο χρεωστικό υπόλοιπο, μετά την καταγγελία και το οριστικό κλείσιμο, την 16.05.2017, αρχικά του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού και στη συνέχεια του υπ’ αριθ. …… λογαριασμού, που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση της υπ’ αριθ. …./30.10.2010 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και της από 27.05.2011 πρόσθετης πράξης αυτής, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», της οποίας ειδική διάδοχος κατέστη η ενάγουσα, δυνάμει της από 10.05.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, και της πρώτης εναγόμενης ως πιστούχου, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πιστούχο πρωτοφειλέτρια, και με τις οποίες χορηγήθηκε πίστωση μέχρι του ποσού των 600.000.00 δολαρίων Η.Π.Α. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1247/2022 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ισόποσο σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, του ποσού των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., εντόκως με επιτόκιο υπερημερίας, μετά την παρέλευση τριών (3) εργασίμων ημερών από την 15.02.2018, μέχρι την εξόφληση, των καθυστερούμενων τόκων ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο και του ποσοστού του επιτοκίου υπερημερίας αποτελούμενου από το άθροισμα του ποσοστού LIBOR τριμήνου, του ποσοστού του περιθωρίου επιτοκίου (4,00%) και του ποσοστού 2,00% βάσει της ΠΔΤΕ 2393/1996. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 22.06.2022 έφεσή τους και τους κρινόμενους από 14.06.2023 πρόσθετους λόγους έφεσης, που προσδιορίστηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 19.10.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο. Ακολούθως, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και πρώην επωνυμία «……………..» άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την κρινόμενη από 30.01.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας και κατά των εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19.10.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, επικαλούμενη έννομο συμφέρον και ισχυριζόμενη ότι έχει καταστεί διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ζήτησε δε ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, που αποτελεί το αντικείμενο της προκείμενης δίκης, να αποβεί η δίκη υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας, με την απόρριψη της από 22.06.2022 έφεσης και των από 14.06.2023 πρόσθετων λόγων έφεσης των εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων. Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» και έδρα το ……… Ιρλανδίας, μεταβιβάστηκε λόγω πώλησης από την πρώτη στη δεύτερη, μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ. 13 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν καταγγελθεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003, την 17.12.2021 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……/17.12.2021, στον τόμο …. και με αριθμό …., ενώ την 20.01.2022 επαναλήφθηκε η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../20.01.2022, στον τόμο ….. και με αριθμό …….. Κατόπιν τούτων, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, ως ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, μεταξύ δε των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων περιλαμβάνεται και αυτή που απορρέει από την υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την από 27.05.2011 πρόσθετη πράξη αυτής, για την ικανοποίηση της οποίας ασκήθηκε η από 16.04.2021 αγωγή. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», ανατέθηκε στην τελευταία η διαχείριση του ανωτέρω χαρτοφυλακίου, η σύμβαση δε αυτή καταχωρήθηκε την 17.12.2021 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……/17.12.2021, στον τόμο ….. και με αριθμό ….., ενώ λύθηκε δυνάμει της από 04.02.2022 σύμβασης που καταχωρήθηκε την 04.02.2022 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../04.02.2022, στον τόμο …. και με αριθμό …… Επιπλέον, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και καταχωρήθηκε την 04.02.2022, στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../04.02.2022, στον τόμο …. και με αριθμό ….., σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο από 17.12.2021 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ιρλανδίας      …………… προκύπτει ότι οι ανωτέρω εταιρίες έχουν καταρτίσει μεταξύ τους έγγραφη σύμβαση, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη έχει αναθέσει στη δεύτερη να παρέχει υπηρεσίες για τη διαχείριση και την είσπραξη τιτλοποιημένων απαιτήσεων από συμβάσεις επιχειρηματικών και άλλων δανείων, τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα της σύμβασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διαχείριση της επίδικης οφειλής από την υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την από 27.05.2011 πρόσθετη πράξη αυτής, για την ικανοποίηση της οποίας ασκήθηκε η από 16.04.2021 αγωγή. Κατά συνέπεια, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε από τη διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «…………….», σύμφωνα και με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), ενώ παραδεκτώς και νομίμως ασκήθηκε κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ το πρώτον στην προκειμένη δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη έφεση, αφού αυτή είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης που απορρέει από την υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την από 27.05.2011 πρόσθετη πράξη αυτής, με αποτέλεσμα μεταξύ της κύριας διαδίκου, εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, καθόσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής παραγόμενο δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνουν και την ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας (και συγκεκριμένα μετά την αναβίωση αυτής με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης), αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………….», καθόσον η υπόθεση αφορά τη μεταβιβασθείσα προς αυτήν έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η ένδικη απαίτηση και για την ικανοποίηση της οποίας ασκήθηκε η από 16.04.2021 αγωγή, που επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1247/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, συνεκδικαζόμενη με την υπό κρίση έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης, διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι αυτής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 1426/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004. 206), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης, και συγκεκριμένα στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσα (βλ. την υπ’ αριθ. ……/14.03.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………), αλλά και στους καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενους (βλ. την υπ’ αριθ. ……/14.03.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………. και την υπ’ αριθ. ……../15.03.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..). Κατά συνέπεια, εφόσον με την αυτοτελή παρέμβαση, κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠΔ, δημιουργήθηκε μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της κυρίας διαδίκου – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, αυτή δε, καίτοι κλήθηκε για την εκδίκαση της ένδικης πρόσθετης παρέμβασης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για τη δικάσιμο της 19.10.2023 και κατόπιν αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση αυτής της υπόθεσης και δεν έλαβε μέρος κατά τη συζήτησή της, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, και ως εκ τούτου η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν παρούσα και η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», στην από 16.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό …../2021 αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εξέθετε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και της από 27.05.2011 πρόσθετης πράξης αυτής, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» και της πρώτης εναγόμενης, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………….» διατηρούσας γραφείο – υποκατάστημα στη ……… Αττικής, ως πιστούχου, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, ………….., ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πιστούχο πρωτοφειλέτρια, χορηγήθηκε πίστωση μέχρι του ποσού των 600.000.00 δολαρίων Η.Π.Α., ότι δυνάμει της από 10.05.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, κατόπιν της υπ’ αριθ. 10/1/10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος μετά του σχετικού παραρτήματος αυτής που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 1137/10.05.2013, η ενάγουσα κατέστη ειδική διάδοχος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63Β, 63Δ, 68 και 69 παρ. 3 του Ν. 3601/2007, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της και τη θέση αυτής σε ειδική εκκαθάριση, κατόπιν της υπ’ αριθ. 73/1/10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 1137/10.05.2013, μεταξύ δε των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων περιλαμβάνεται και αυτή που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……/30.10.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την από 27.05.2011 πρόσθετη πράξη αυτής, ότι για την εξυπηρέτηση της πίστωσης τηρήθηκαν αρχικά ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός χορηγήσεων και μετά την ανωτέρω ειδική διαδοχή, το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 600.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό που κινήθηκε έως την 16.05.2017, οπότε παρουσίασε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α. και η ενάγουσα προέβη στην καταγγελία της σύμβασης και στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στους εναγόμενους με την από 13.02.2018 εξώδικη επιστολή της που επιδόθηκε σ’ αυτούς την 15.02.2018, ότι το οριστικό κατάλοιπο ύψους 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α. του υπ’ αριθ. ………. λογαριασμού μεταφέρθηκε την 16.05.2017 στον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, ενώ η κίνηση των υπ’ αριθ. ………., ………… και ………….. λογαριασμών παρατέθηκε αναλυτικά στα ενσωματωμένα στην αγωγή ακριβή αποσπάσματα, εξηγμένα από τα τηρούμενα μηχανογραφικά εμπορικά βιβλία της ενάγουσας και εκτυπωμένα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, των οποίων τη γνήσια εκτύπωση βεβαίωσαν οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του καταστήματος Πειραιώς Α’ (190) της ενάγουσας, ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, οι εναγόμενοι δεν της κατέβαλαν το οφειλόμενο ως άνω ποσό, το οποίο δεν περιορίζεται από την υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 3259/2004 και η οφειλή των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α. πλέον των καθυστερούμενων τόκων υπερημερίας από την 17.05.2017, ανατοκίζεται ανά εξάμηνο, ότι η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε αποκρίθηκε στην από 22.11.2016 επιστολή της, με την οποία πρότεινε τη ρύθμιση της οφειλής της, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4224/2013, ότι κατόπιν της από 02.03.2018 αίτησής της, εκδόθηκε από τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η υπ’ αριθ. ……/2018 διαταγή πληρωμής, με την οποία επιτάχθηκαν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ισόποσο σε ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής, του ποσού των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και της από 27.05.2011 πρόσθετης πράξης αυτής, ότι κατά της υπ’ αριθ. ……./2018 διαταγής πληρωμής, οι εναγόμενοι άσκησαν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 31.05.2018 ανακοπή τους, με την οποία ζήτησαν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους και η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 4076/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ακυρώθηκε η υπ’ αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής, αυτή δε η απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων κατ’ αυτής. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ισόποσο σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, του ανωτέρω ποσού των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., εντόκως με επιτόκιο υπερημερίας από την 17.05.2017 μέχρι την εξόφληση και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, του ποσοστού του επιτοκίου υπερημερίας αποτελούμενου από το άθροισμα του ποσοστού LIBOR τριμήνου, του ποσοστού του περιθωρίου επιτοκίου (4,00%) και του ποσοστού 2,00% βάσει της ΠΔΤΕ 2393/1996, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1247/2022 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ισόποσο σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, του ποσού των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., εντόκως με επιτόκιο υπερημερίας, μετά την παρέλευση τριών (3) εργασίμων ημερών από την 15.02.2018, μέχρι την εξόφληση, των καθυστερούμενων τόκων ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο και του ποσοστού του επιτοκίου υπερημερίας αποτελούμενου από το άθροισμα του ποσοστού LIBOR τριμήνου, του ποσοστού του περιθωρίου επιτοκίου (4,00%) και του ποσοστού 2,00% βάσει της ΠΔΤΕ 2393/1996. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 22.06.2022 έφεσή τους και τους κρινόμενους από 14.06.2023 πρόσθετους λόγους έφεσης, για τους περιεχόμενους στα δικόγραφα λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 222 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 221 περ. α’ του ΚΠολΔ, όταν επέλθει, μετά την κατάθεση της αγωγής, εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε Δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, αν δε κατά την διάρκειά της ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Για να υπάρχει εκκρεμοδικία, πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν δηλαδή το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι, κατά λογική αναγκαιότητα, περιττή. Αντίθετα, αν οι δύο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως, είτε διότι έχουν διαφορετικό αντικείμενο, είτε διότι το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, τότε η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού με αυτήν ζητείται διαφορετική ή μείζονα προστασία από ό,τι ζητήθηκε με την πρώτη. Για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας δεν αρκεί η σύμπτωση του αιτήματος των δύο δικών, αλλά απαιτείται και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας τους (ΑΠ 139/2010 ΕΕργΔ 2010. 1113, ΑΠ 1528/2008 ΕλλΔνη 2011. 1013). Τέλος, λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικό­γραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε πα­ραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμέ­νη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΑθ 2575/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 70/2008 ΝΟΜΟΣ). Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατ’ άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου (ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ 2011. 1022, ΕφΠατρ 421/2006 ΝΟΜΟΣ), ούτε θεμελιώνει τέτοιο (λόγο έφεσης) η απόρριψη του αι­τήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 του ΚΠΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, δι­ακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αναβολής, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε πε­ρισσότερο αφού το διατακτικό της απόφα­σης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θε­μελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΠατρ 17/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 292/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 457/2011 Αρμ 2011. 1022). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της από 22.06.2022 έφεσης, όπως αυτός παραδεκτά συμπληρώθηκε με τον μοναδικό λόγο των από 14.06.2023 πρόσθετων λόγων έφεσης, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι πλήττουν την εκκαλούμενη απόφαση διατεινόμενοι ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει σφάλει, διότι αφενός απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί εκκρεμοδικίας, άλλως δεδικασμένου, που απορρέει από την άσκηση της με αριθμό κατάθεσης …………/2018 ανακοπής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της υπ’ αριθ. 177/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ της νυν ενάγουσας το ποσό των 3.000.000,00 ευρώ, και η οποία εκδόθηκε για απαίτησή της, σε βάρος των καθ’ ων η διαταγή η πληρωμής, μεταξύ άλλων, και των νυν εναγόμενων, από την υπ’ αριθ. FBB ……./09.04.2009 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», της οποίας ειδική διάδοχος κατέστη η νυν ενάγουσα, δυνάμει της από 10.05.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, χορήγησε σε αυτούς δάνειο ύψους 21.100.000,00 ευρώ, που καταγγέλθηκε, την 18.05.2017, με χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 9.718.728,75 δολαρίων Η.Π.Α., αφετέρου απέρριψε το αίτημά τους για αναβολή της συζήτησης της επίδικης αγωγής, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της με αριθμό κατάθεσης ………../2018 ανακοπής, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 4077/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας ασκήθηκε η από 12.06.2020 έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 461/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……./2018 διαταγή πληρωμής και κατά της οποίας εκκρεμεί η από 08.11.2022 αίτηση αναίρεσης. Ο λόγος αυτός της έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του πρέ­πει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αφού η πρωτόδικη απόρριψη του αιτήματος αναβολής, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, δε συνιστά παραδεκτό λόγο έφεσης. Κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι όροι της εκκρεμοδικίας, κατ’ άρθρο 222 του ΚΠολΔ, αφού η παρούσα δίκη επί της από 16.04.2021 αγωγής για την επιδίκαση του χρεωστικού υπολοίπου ύψους 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., μετά την καταγγελία και το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση της υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και της από 27.05.2011 πρόσθετης πράξης, ουδόλως ταυτίζεται ως προς την ιστορική και τη νομική της αιτία με την ανοιγείσα δίκη επί της με αριθμό κατάθεσης ………../2018 ανακοπής, άρθρο 632 του ΚΠολΔ, στην οποία προσβάλλεται η υπ’ αριθ. ……../2018 διαταγή πληρωμής, με την οποία επιδικάσθηκε το ποσό των 3.000.000,00 ευρώ, για απαίτηση της νυν ενάγουσας, σε βάρος των καθ’ ων η διαταγή η πληρωμής, μεταξύ άλλων, και των νυν εναγόμενων, από την υπ’ αριθ. …………./09.04.2009 σύμβαση δανείου, ενώ επιπλέον δεν υφίσταται ούτε ταυτότητα διαδίκων μεταξύ των δύο δικών.

Με σκοπό τη ρύθμιση της εξυγίανσης των τραπεζών και τον περιορισμό των δυσμενών συνεπειών αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2001/24/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων», η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 3458/2006. Περαιτέρω, στα άρθρα 62 έως 63Ζ και 68 του Ν. 3601/2007 για τα «Πιστωτικά ιδρύματα», όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 166 παρ. 1 και 2 του Ν. 4261/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 3458/2006 για την «Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις», προβλέπονται, εκτός των άλλων, τα μέτρα εξυγίανσης που μπορούν να ληφθούν με σκοπό την αναδιάρθρωση του πιστωτικού συστήματος. Τα μέτρα εξυγίανσης, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 3 του Ν. 3458/2006, είναι, μεταξύ άλλων, (δ) η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος σε εφαρμογή του άρθρου 63Δ του Ν. 3601/2007. Με τα μέτρα αυτά σκοπείται η μεταβιβαστική εξυγίανση ενός τμήματος της περιουσίας ενός πιστωτικού ιδρύματος, με τα σχετικά δικαιώματα, υποχρεώσεις και συμβατικές σχέσεις να μεταφέρονται σε υγιή φορέα, είτε σε ήδη υφιστάμενο πιστωτικό ίδρυμα, είτε σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για τον σκοπό αυτό, ενώ το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει αντίστοιχο αντάλλαγμα. Με τη σύμβαση μεταβίβασης των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού μεταξύ του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος και του αποκτώντος, συμμεταβιβάζεται και το σύνολο των παρακολουθηματικών εννόμων σχέσεων, δηλαδή εγγυήσεις, εξασφαλίσεις (άρθρο 458 του ΑΚ), εκχωρήσεις και το σύνολο των δικών, των ήδη εκκρεμών ή αυτών που θα καταστούν εκκρεμείς στο μέλλον και αφορούν τις προαναφερθείσες έννομες σχέσεις. Η δε υπό εξυγίανση τραπεζική επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, ως προς το αντικείμενο που συνίσταται στα περιουσιακά στοιχεία, που δεν έχουν μεταβιβαστεί, άλλως συνεχίζει να υπάρχει για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, εφόσον ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και τίθεται σε ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 68 του Ν. 3601/2007). Περαιτέρω, με τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων κατ’ άρθρο 63Δ του Ν. 3601/2007, ως μέτρο εξυγίανσης του πιστωτικού συστήματος, το πιστωτικό ίδρυμα που αποκτά επέχει θέση ειδικού διαδόχου. Ωστόσο, το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ειδικός διάδοχος του νομικού προσώπου του μεταβιβάζοντος ως σύνολο, ο οποίος (μεταβιβάζων) εξακολουθεί να υφίσταται ως ξεχωριστό νομικό πρόσωπο, αλλά ειδικός διάδοχος αυτού, αποκλειστικά και μόνο ως προς τις συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις, που μεταβιβάστηκαν και ρητά αναφέρονται στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και στη σύμβαση μεταβίβασης. Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 63Δ, για το κύρος της μεταβίβασης και το αντίτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων, που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους (ΕφΑθ 1136/2024 ΝΟΜΟΣ). Οι δε εκκρεμείς δίκες που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, συνεχίζονται από εκείνο προς το οποίο έγινε η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη τους, επέρχεται δηλαδή ex lege υποκατάσταση του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αρχικού υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος ως προς τις έννομες σχέσεις που μεταβιβάστηκαν σ’ αυτό και συνακόλουθα ex lege μετατόπιση της νομιμοποίησής του, υπεισερχόμενο, έτσι, στη δικονομική θέση του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος ως προς τις δίκες που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία (ΑΠ 915/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 42/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 507/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2005/2014 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3014/2014, 3016/2014 ΝΟΜΟΣ), ενώ η υπό εξυγίανση τραπεζική επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως προς το αντικείμενο που συνίσταται στα περιουσιακά στοιχεία, που δεν έχουν μεταβιβαστεί, άλλως, εφόσον ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και τίθεται σε ειδική εκκαθάριση, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, συνεχίζει να υπάρχει για τις ανάγκες της εκκαθάρισης (ΑΠ 364/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 507/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η περιλαμβανομένη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωση, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, διότι δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη. Με βάση τη συμφωνία αυτή, το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, βάσει του οποίου μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ.1 του ΚΠολΔ, 36 του Ν. 4194/2013, 14 του Ν. 1599/1986), ενώ δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακριβείας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας, εκτός εάν αφορά εκτύπωση αποσπάσματος των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, οπότε δεν απαιτείται βεβαίωση της ακριβείας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 35/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361 και 874 του ΑΚ, 112 του ΕισΝΑΚ, 669 του Εμπορικού Νόμου, 47 και 64 έως 67 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών” προκύπτει ότι η σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, παρέχει εκ του νόμου τη δυνατότητα στην πιστώτρια να κλείνει οριστικά το λογαριασμό, αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας ακολούθως στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού (ΑΠ 1437/2014 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, χωρίς οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία των μερών, καθόσον δεν μπορεί να είναι άκυρη συμφωνία που επαναλαμβάνει διάταξη νόμων (ΑΠ 369/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1886/2014 ΝΟΜΟΣ). Όμως, η άσκηση του δικαιώματος αυτού ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 1689/2013 ΝΟΜΟΣ), για το παραδεκτό της οποίας πρέπει να προβάλλονται σαφώς όλα τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 99/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 5/2022 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινοτικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε, αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αφού αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του χρόνου που προβλέπεται από το νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 151/2016 ΝΟΜΟΣ). Μόνο, δε, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, o οποίος έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 69/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 333/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2020 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η γενική ρήτρα του άρθρου 288 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, πηγάζουσα από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή ευθέως από το νόμο, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία, και δη οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξαιτίας ειδικών συνθηκών, όπως είναι και οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις του νομίσματος, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 του ΑΚ, η δυνατότητα στο δικαστήριο να αποκλίνει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή μειώνοντας, ανάλογα, το συμφωνημένο μέγεθος τους, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο της εκπλήρωσής τους (ΑΠ 1377/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1467/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 877/2013 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια δε του άρθρου 388 του ΑΚ, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και την λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι (α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης (β) η μεταβολή να οφείλεται σε λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, να είναι δηλ. απρόβλεπτη και ανυπαίτια και (γ) από την μεταβολή αυτήν η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (ΑΠ 1377/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 588/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1114/2013 ΝΟΜΟΣ). Το παρεχόμενο δικαίωμα από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ είναι διαπλαστικής φύσης, όπως διαπλαστική είναι και η εκδοθησόμενη απόφαση (ΑΠ 1467/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1377/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 463/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1114/2013 ΝΟΜΟΣ) ώστε μπορεί να ασκηθεί με αγωγή ή ανταγωγή δηλαδή, με επιθετική πράξη, όχι όμως με αμυντική πράξη όπως είναι η ένσταση ή ο λόγος ανακοπής, που επιτρέπονται όχι, προς διάπλαση μιας έννομης κατάστασης, αλλά απλά προς μερικής ή ολική απόρριψη αγωγής ή της ανακοπής. (ΑΠ 69/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 877/2013 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. ………../22.07.2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών του μάρτυρος ………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόμενων κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. ………/19.07.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……………), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα ακριβή αντίγραφα των αποσπασμάτων εξηγμένων από τα τηρούμενα μηχανογραφικά εμπορικά βιβλία της ενάγουσας και εκτυπωμένα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, των οποίων η γνήσια εκτύπωση βεβαιώνεται από τους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους του καταστήματος Πειραιώς Α’ (190) της ενάγουσας, και τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της ενάγουσας, κατά τα οριζόμενα στον όρο 4.5 της υπ’ αριθ. ………../30.03.2010 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της προσκομιζόμενης σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από τη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, κατ’ άρθρο 454 του ΚΠολΔ, υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από τη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, κατ’ άρθρο 454 του ΚΠολΔ, από 27.05.2011 πρόσθετη πράξη αυτής, οι οποίες καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και της πρώτης εναγόμενης, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……….» διατηρούσας γραφείο – υποκατάστημα στη ……. Αττικής, ως πιστούχου, χορηγήθηκε στην τελευταία πίστωση μέχρι του ποσού των 600.000.00 δολαρίων Η.Π.Α. Την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της πρώτης εναγόμενης – πιστούχου που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης, εγγυήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, ……….., ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πιστούχο πρωτοφειλέτρια, κατά τα οριζόμενα στον όρο 13 «Εγγύηση» της υπ’ αριθ. ………./30.03.2010 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Επιπλέον, στον όρο 4.5 της σύμβασης πίστωσης «Αποδεικτικά στοιχεία», περιλήφθηκε ειδική συμφωνία ότι η οφειλή της πρώτης εναγόμενης – πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, που προκύπτει από την κίνηση των λογαριασμών της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, η συμφωνία δε αυτή είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, καθόσον δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Επίσης, κατά τα οριζόμενα στον όρο 4.1 της σύμβασης πίστωσης «Λήξη της διευκόλυνσης», η Τράπεζα δικαιούται, κατά την απόλυτη διακριτική της ευχέρεια οποτεδήποτε, να γνωστοποιήσει γραπτώς στον δανειολήπτη ότι ανακαλεί τη διευκόλυνση ολικώς ή μερικώς και να κλείσει οριστικά τον λογαριασμό, ο δε δανειολήπτης υποχρεούται να πληρώσει στην Τράπεζα την υπερανάληψη, τόκο και οποιοδήποτε άλλο οφειλόμενο ποσό, εντός 3 εργάσιμων ημερών, και σε παράλειψη αυτού καθίσταται αυτομάτως υπερήμερος και οποιοδήποτε ποσό θα χρεώνεται με τόκο υπερημερίας 2% επί του επιτοκίου που ισχύει την ημέρα που το ποσό ήταν πληρωτέο, οποιοσδήποτε δε τόκος υπερημερίας θα ανατοκίζεται κάθε έξι μήνες, ενώ κατά τα οριζόμενα στον όρο 9 της σύμβασης πίστωσης «Περιστατικά υπερημερίας», με την επιφύλαξη του δικαιώματος της Τράπεζας να ανακαλέσει τη διευκόλυνση σύμφωνα με τον όρο 4.1(β), περιστατικό υπερημερίας υφίσταται όταν (α) ο δανειολήπτης παραλείπει να πληρώσει οποιοδήποτε απαιτητό ποσό δυνάμει της συμφωνίας αυτής και/ή οποιουδήποτε των εγγράφων εξασφάλισης ή σε περίπτωση πληρωμής σε πρώτη ζήτηση εντός 3 εργάσιμων ημερών από τη ζήτηση αυτή. Κατά δε τα οριζόμενα στον όρο 3.2 της σύμβασης πίστωσης «Τόκος υπερημερίας», σε περίπτωση οποιασδήποτε καθυστέρησης πληρωμής από τον δανειολήπτη κατά τη δήλη ημερομηνία οποιουδήποτε οφειλόμενου δυνάμει της συμφωνίας ποσού, ο δανειολήπτης θα πληρώνει τόκο για το ποσό αυτό από τη δήλη ημερομηνία μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής, καθώς και μετά ή πριν την έκδοση δικαστικής απόφασης, επί ημερήσιας βάσης, σύμφωνα με το επιτόκιο συν 2%, ο οποίος θα ανατοκίζεται κάθε εξάμηνο, καταβλητέος σε πρώτη ζήτηση και μέχρι την πληρωμή θα χρεώνεται στον λογαριασμό, έστω και αν με τη χρέωση αυτή θα γίνεται υπέρβαση του ορίου του ανώτατου ποσού της διευκόλυνσης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι δυνάμει της από 10.05.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, κατόπιν της υπ’ αριθ. 10/1/10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος μετά του σχετικού παραρτήματος αυτής που δημοσιεύθηκε στο προσκομιζόμενο ΦΕΚ Β’ 1137/10.05.2013, η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………» κατέστη ειδική διάδοχος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63Β, 63Δ, 68 και 69 παρ. 3 του Ν. 3601/2007, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της και τη θέση αυτής σε ειδική εκκαθάριση, κατόπιν της υπ’ αριθ. 73/1/10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο προσκομιζόμενο ΦΕΚ Β’ 1137/10.05.2013. Έτσι η ενάγουσα κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», ενώ μεταξύ των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων περιλαμβανόταν και αυτή που απορρέει από την υπ’ αριθ. ………./30.10.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, σε συνδυασμό με την από 27.05.2011 πρόσθετη πράξη, αυτή δε η μεταβίβαση παρήγαγε τα έννομα αποτελέσματά της και ίσχυε έναντι τρίτων από το χρόνο της μεταβίβασης, θεωρούμενης αυτής έγκυρης, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε αναγγελίας, έγκρισης ή συναίνεσης οποιοσδήποτε προσώπου, κατά τα οριζόμενα στην αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 63Δ παρ. 5 του Ν. 3601/2007. Επομένως, η ενάγουσα κατέστη νόμιμα ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», χωρίς να είναι αναγκαία για το κύρος και το αντιτάξιμο της από 10.05.2013 σύμβασης μεταβίβασης έναντι των εναγόμενων, ως υποκειμένων των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και συμβατικών σχέσεων που μεταφέρθηκαν στην ενάγουσα, η αναγγελία ή η συναίνεση τους, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες – εναγόμενους με τον τέταρτο λόγο της από 22.06.2022 έφεσής τους, ο οποίος κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, και με τον οποίο υποστηρίζουν ότι δεν είναι έγκυρη η από 10.05.2013 σύμβαση μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, καθόσον δεν τηρήθηκε η προϋπόθεση της γνωστοποίησης στους εναγόμενους, προ 15 ημερών, της μεταβίβασης στην ενάγουσα της επίδικης σύμβασης πίστωσης, που επιβλήθηκε με τον όρο 13.3 της υπ’ αριθ. . ……./09.04.2009 σύμβασης δανείου, η οποία είναι συνδεδεμένη με την ένδικη υπ’ αριθ. …../30.10.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, κατά τα οριζόμενα στον όρο 5 της από 27.05.2011 πρόσθετης πράξης αυτής. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι για την εξυπηρέτηση της πίστωσης τηρήθηκε από την 31.03.2010, ο υπ’ αριθ. …….. λογαριασμός χορηγήσεων σε δολάρια Η.Π.Α. (βλ. το προσκομιζόμενο ακριβές απόσπασμα, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικά εμπορικά βιβλία της ενάγουσας και εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, του οποίου τη γνήσια εκτύπωση βεβαίωσαν οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του καταστήματος Πειραιώς Α’ (190) της ενάγουσας). Μετά δε την ανωτέρω ειδική διαδοχή, το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 600.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. μεταφέρθηκε την 22.06.2013 στον υπ’ αριθ. ….. λογαριασμό που κινήθηκε έως την 16.05.2017, οπότε παρουσίασε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α. (βλ. το προσκομιζόμενο ακριβές απόσπασμα, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικά εμπορικά βιβλία της ενάγουσας και εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, του οποίου τη γνήσια εκτύπωση βεβαίωσαν οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του καταστήματος Πειραιώς Α’ (190) της ενάγουσας). Ακολούθως, η ενάγουσα προέβη, την 16.05.2017, στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης και στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, όπως δικαιούτο, κατά τα οριζόμενα στον όρο 4.1 της σύμβασης πίστωσης, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στους εναγόμενους με την προσκομιζόμενη από 13.02.2018 εξώδικη επιστολή της ενάγουσας, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτούς την 15.02.2018 (βλ. τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …./15.02.2018 και …./15.02.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….) και με την οποία κλήθηκαν να της καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων υπερημερίας από την επόμενη ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης, ήτοι από την 16.05.2017, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο. Επομένως, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγόμενων που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της από 22.06.2022 έφεσής τους, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι εφόσον στην από 13.02.2018 εξώδικη επιστολή της ενάγουσας αναγράφεται ότι στάλθηκε σε αντικατάσταση της υπ’ αρ. πρωτ. …..-………../16.05.2017 επιστολής της, έχει λάβει χώρα ανάκληση της καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης, η οποία δεν παράγει πλέον έννομα αποτελέσματα, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι με την από 13.02.2018 εξώδικη επιστολή της ενάγουσας έλαβε χώρα ανάκληση της από 16.05.2017 καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης, στην οποία αυτή προέβη, κατά την απόλυτη διακριτική της ευχέρεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 4.1 της σύμβασης πίστωσης. Σε κάθε δε περίπτωση, η καταγγελία της σύμβασης πίστωσης είναι μονομερής δικαιοπραξία, που αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης αυτής, κατ’ άρθρο 167 του ΑΚ, μετά δε την περιέλευσή της στον παραλήπτη δεν μπορεί να γίνει ανάκληση αυτής, έστω και με τη συναίνεση του παραλήπτη, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την καταγγελία, κατ’ άρθρο 168 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 161/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1272/2001 ΕλλΔνη 2002. 116). Αποδείχθηκε επίσης ότι το οριστικό κατάλοιπο, ύψους 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., του υπ’ αριθ. ……. λογαριασμού μεταφέρθηκε, την 16.05.2017, στον υπ’ αριθ. …. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης (βλ. το προσκομιζόμενο ακριβές απόσπασμα, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικά εμπορικά βιβλία της ενάγουσας και εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, του οποίου τη γνήσια εκτύπωση βεβαίωσαν οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του καταστήματος Πειραιώς Α’ (190) της ενάγουσας). Επομένως, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγόμενων που διαλαμβάνεται στον τρίτο λόγο της από 22.06.2022 έφεσής τους, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι στον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης μεταφέρθηκαν παρανόμως ποσά τόκων υπερημερίας, προσαυξημένα κατά ποσοστό 2%, αφού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 3.2 της σύμβασης πίστωσης «Τόκος υπερημερίας», σε περίπτωση οποιασδήποτε καθυστέρησης πληρωμής από την πρώτη εναγόμενη – πιστούχο, κατά τη δήλη ημερομηνία οποιουδήποτε οφειλόμενου δυνάμει της συμφωνίας ποσού, η τελευταία θα πληρώνει τόκο για το ποσό αυτό από τη δήλη ημερομηνία μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής, σύμφωνα με το επιτόκιο συν 2%, ο οποίος θα ανατοκίζεται κάθε εξάμηνο. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, οι εναγόμενοι δεν της κατέβαλαν το οφειλόμενο ως άνω ποσό των 772.070,94 δολαρίων Η.Π.Α., εντόκως με επιτόκιο υπερημερίας, μετά την παρέλευση τριών (3) εργασίμων ημερών από την 15.02.2018, μέχρι την εξόφληση, των καθυστερούμενων τόκων ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο και του ποσοστού του επιτοκίου υπερημερίας αποτελούμενου από το άθροισμα του ποσοστού LIBOR τριμήνου, του ποσοστού του περιθωρίου επιτοκίου (4,00%) και του ποσοστού 2,00% βάσει της ΠΔΤΕ 2393/1996, κατά τα οριζόμενα στον όρο 3.2 της σύμβασης πίστωσης. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον πέμπτο λόγο της από 22.06.2022 έφεσής τους, επαναφέρουν τον επικουρικό ισχυρισμό που υπέβαλαν και πρωτοδίκως περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, επικαλούμενοι ότι μετά την από 10.05.2013 ειδική διαδοχή, η ενάγουσα αξιώνει από αυτούς την πλήρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από την ένδικη σύμβαση πίστωσης, αφενός μη αποδεχόμενη τις προτάσεις τους για συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς και επιδεικνύοντας αδιαφορία για την οικονομική αδυναμία, στην οποία έχουν περιέλθει λόγω της αδράνειας των επιχειρήσεών τους, ελλείψει αντικειμένου, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι ήταν συνεπείς στις οικονομικές τους υποχρεώσεις μέχρι την 13.03.2013, αφετέρου αρνούμενη να αναγνωρίσει τις συμφωνίες και τις υποσχέσεις της δικαιοπαρόχου της, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», σχετικά με τη χρηματοδότηση της αγοράς δύο νέων πλοίων, γεγονός που συνιστά απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, κατ’ άρθρα 288 και 388 του ΑΚ, καθόσον οι κοινών συμφερόντων ναυτιλιακές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και η πρώτη εναγόμενη, που είχαν συμβληθεί ως δανειολήπτριες στις από 09.04.2009, 30.03.2010, 11.03.2011, 27.05.2011 και 12.04.2012 συνδεδεμένες συμβάσεις, από τις οποίες η πρώτη είναι η κύρια και οι λοιπές, μεταξύ των οποίων και η επίδικη σύμβαση, είναι οι συνδεδεμένες με αυτή, με σκοπό την αντικατάσταση των παλαιών πλοίων με νέα, είχαν ήδη πωλήσει τα έξι παλαιά πλοία τους, καταθέτοντας το τίμημα σε λογαριασμό της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και προσδοκούσαν εύλογα τη συνέχιση της χρηματοδότησής τους για την αγορά νέων πλοίων, γεγονός που δεν συνέβη, λόγω της άρνησης της ενάγουσας να τηρήσει τα ως άνω συμφωνηθέντα με την δικαιοπάροχό της, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις από το έτος 2014 και εντεύθεν. Ο ισχυρισμός αυτός των εκκαλούντων – εναγόμενων, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, κατά το πρώτο σκέλος του είναι μη νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν την άσκηση του επίδικου δικαιώματος της ενάγουσας, προφανώς αντίθετη στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματός της. Ειδικότερα, η ενάγουσα – δανείστρια, η οποία, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της, επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής της από την ένδικη σύμβαση πίστωσης, ενεργεί προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας αυτή ελεύθερα, καταρχήν, αποφασίζει, δοθέντος ότι στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι – οφειλέτες δεν επικαλούνται πραγματικά περιστατικά που να συνιστούν υπέρβαση και, μάλιστα προφανή, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματός της, αφού δεν εκθέτουν περιστατικά συμπεριφοράς της ενάγουσας – δανείστριας που προηγήθηκαν της άσκησης του δικαιώματός της, σε συνδυασμό και με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, τα οποία δημιούργησαν στους εναγόμενους – οφειλέτες την εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στους εναγόμενους και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Κατά δε το δεύτερο σκέλος του είναι αόριστος, αφού για τη θεμελίωσή του θα έπρεπε να μνημονεύονται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η μονομερής εκ μέρους της ενάγουσας λύση της ένδικης σύμβασης πίστωσης έλαβε χώρα, παρότι δεν συνέτρεχε ειδικός και σπουδαίος λόγος προς τούτο, διότι μόνο σ’ αυτή την περίπτωση θα καθίστατο καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματός της. Ειδικότερα, θα έπρεπε να εκτίθεται υπό ποιες συνθήκες προέβη η ενάγουσα στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης και στο κλείσιμο του λογαριασμού της πίστωσης, ήτοι πώς κινείτο η πίστωση και εάν αυτή εξυπηρετείτο εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης – πρωτοφειλέτριας, ώστε να δύναται να κριθεί το συμφέρον της ενάγουσας για την καταγγελία της σύμβασης, σε σχέση με το συμφέρον των εναγόμενων για εξακολούθηση της ισχύος της. Σημειώνεται δε ότι, εφόσον οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους στον αλληλόχρεο λογαριασμό και ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει σχετικός όρος στη σύμβαση μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να κλείνει τον λογαριασμό, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως, για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού ότι ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα καταγγελίας εκ μέρους της ενάγουσας, απαιτείται να εκτίθενται αναλυτικά και σαφώς στο δικόγραφο όλα τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, ώστε να δύναται να κριθεί εάν η ενάγουσα θα έπρεπε να αποφύγει την καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το επικαλούμενο από τους εναγόμενους δικαίωμα, κατ’ άρθρα 288 και 388 του ΑΚ, είναι διαπλαστικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο με αγωγή ή ανταγωγή (επιθετική πράξη) και όχι με αμυντική πράξη, όπως, εν προκειμένω, με ένσταση, η οποία επιτρέπεται όχι προς διάπλαση μιας έννομης κατάστασης, αλλά προς μερική ή ολική απόρριψη της αγωγής, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενων που διαλαμβάνονται στους πέντε λόγους της από 22.06.2022 έφεσης, καθώς και στο μοναδικό λόγο των από 14.06.2023 πρόσθετων λόγων έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν η από 22.06.2022 έφεση και οι από 14.06.2023 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, το δε παράβολο για το παραδεκτό της από 22.06.2022 έφεσης πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Ενόψει της προηγούμενης απόρριψης της έφεσης, και περάτωσης, ως εκ τούτου, της ανοιγείσας με αυτήν κυρίας δίκης, καταργείται, αυτοδικαίως, και η δίκη που δημιουργείται με την πρόσθετη παρέμβαση, καθόσον αυτή δεν έχει αυτοτελή και ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά παρακολουθηματικό χαρακτήρα ως προς την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την προαναφερόμενη έφεση, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. ΑΠ 1822/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 651/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004. 206). Προσέτι, δεν θα διαληφθεί στο διατακτικό της απόφασης διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση, πλην αυτής περί συνεκδίκασής της με την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης, μη περιέχουσα ίδιο αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας (βλ. ΕφΑθ 651/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 786/2022 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενοι, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 22.06.2022 έφεση και τους από 14.06.2023 πρόσθετους λόγους έφεσης, κατά της υπ’ αριθ. 1247/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και την από 30.01.2023 πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 22.06.2022 έφεση και τους από 14.06.2023 πρόσθετους λόγους έφεσης.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………/2022 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20.02.2025  και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 21.02.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ