Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 543/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 543/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισεν ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ.  …….) της κατ’ αντιμωλίαν πρωτοδίκως δικασθείσης εναγούσης κατά της υπ’ αριθ. 2218 /2015 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη, κατ’ άρθρον 19 ΚΠολΔ, προς συζήτησιν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης (άρθρα 495§1, 144§1, 511, 513§1περ.β και 518§2 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δέ η καταβολή παραβόλου εφέσεως (άρθρον 495§4εδ.στ΄ ΚΠολΔ). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. …… αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ισχυρίσθη τα ακόλουθα: α) ότι από του έτους 2008 (μετά συμπλήρωσιν προϋπηρεσίας δεκατεσσάρων και ημίσεος ετών) είχε τοποθετηθεί υπό της εναγομένης εργοδότιδος ως προϊσταμένη (επόπτρια) του τμήματος ελέγχου και οικονομικής αναλύσεως, το οποίον υπήγετο ιεραρχικώς εις το τμήμα ελέγχου και αναφορών, όπου ειργάσθη (διεκπεραιούσα τα διά της αγωγής αναφερόμενα εργασιακά καθήκοντα) μέχρι την λύσιν της συμβάσεως εργασίας διά καταγγελίας της εναγομένης την 24ην Ιουνίου 2011, β) ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της παροχής της εργασίας αυτής εις την ως άνω θέσιν είχεν υποχρέωσιν αναφοράς εις τον εκάστοτε προϊστάμενον διευθυντή του τμήματος αναφορών και ελέγχων (και στον διευθυντή του τμήματος λογιστηρίου κατά το διά της αγωγής μη προσδιοριζόμενον χρονικό διάστημα εργασίας της εις το τμήμα γενικής λογιστικής), γ) ότι η εργασία της ήτο πενθήμερος εβδομαδιαίως, δ) ότι κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ο μεικτός μηνιαίος μισθός αυτής ανήρχετο: από 1-1-2009 έως 30-4-2009 σε 2.257,50 ευρώ, από 4-5-2009 έως 26-2-2010 σε 2.415,54 ευρώ και από 1-3-2010 έως 24-6-2010 σε 2.700 ευρώ, ε) ότι διά το ως άνω εργασιακό χρονικό διάστημα η εναγομένη οφείλει προς αυτήν διά υπερεργασίαν, νυκτερινήν απασχόλησιν, παράνομον υπερωρίαν, προσαύξησιν 75% λόγω παροχής εργασίας εν ημέρα Κυριακής, αποζημίωσιν λόγω αποστερήσεως της αναπληρωματικής ημέρας εβδομαδιαίας αναπαύσεως και αμοιβής λόγω παροχής εργασίας κατά την έκτην ημέραν της εβδομάδος (του Σαββάτου) και διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας χρηματικόν ποσόν 32.874,10 (= 3.803,78 + 24.876,01 + 1.493,02 + 967,01 + 1.128,24 + 606,04) ευρώ. Εζήτησε δέ -κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό διά τα υπόλοιπα πλήν του περί παρανόμων υπερωριών κονδυλίου (άρθρο 223 ΚΠολΔ)- αφ’ ενός να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει προς αυτήν το προαναφερθέν χρηματικόν κονδύλιον παρανόμων υπερωριών και αφ’ ετέρου να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει τα λοιπά επί μέρους χρηματικά κονδύλια νομιμοτόκως τα μέν πρώτο, δεύτερον και τρίτον εξ αυτών από την πρώτην ημέραν εκάστου αντιστοίχου μηνός, καθ’ όν εκάστη μερικωτέρα αξίωσις τούτων κατέστη απαιτητή (άλλως από της επιδόσεως της αγωγής), τα δε τέταρτον, πέμπτον και έκτον εξ αυτών από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2218 /2015 απόφασις ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας η αγωγή απερρίφθη κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα, η οποία διά τους εν τω δικογράφω της εφέσεως περιεχομένους λόγους ζητεί την εξαφάνισιν της εκκαλουμένης και την παραδοχήν της αγωγής.

Γ) Διά του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, η οποία κατηρτίσθη στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ την 29ην Οκτωβρίου 1919 και εκυρώθη εν Ελλάδι διά του Ν. 2269 /1920 ωρίσθη ότι εις τις οιουδήποτε είδους βιομηχανικές εργασίες (επιχειρήσεις), δημόσιες ή ιδιωτικές, καθώς και εις τα παραρτήματα αυτών, εξαιρέσει των εν αίς απασχολούνται μέλη μόνον μιάς και της αυτής οικογενείας, η διάρκεια της εργασίας του προσωπικού δεν δύναται να υπερβαίνει τις οκτώ ώρες ημερησίως και της τεσσαράκοντα οκτώ εβδομαδιαίως, εκτός των περιπτώσεων, καθ άς, πλήν άλλων, πρόκειται περί προσώπων κατεχόντων θέσιν εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, ως προς τα οποία δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις της συγκεκριμένης διεθνούς συμβάσεως διά τα χρονικά όρια εργασίας. Κατά την έννοιαν της ως άνω διατάξεως ως πρόσωπα κατέχοντα τέτοιες θέσεις θεωρούνται οι εργαζόμενοι, στους οποίους λόγω της διαθέσεως εξαιρετικών προσόντων ή της απολαβής της ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης του εργοδότου ανατίθενται διευθυντικά καθήκοντα εις την επιχείρησιν ή εις κάποιον τομέα αυτής, ούτως ώστε να επηρρεάζουν εντόνως την λειτουργίαν και την εξέλιξίν της και να διακρίνονται εμφανώς των άλλων υπαλλήλων, επί των οποίων ασκούν εποπτείαν. Τούτο, διότι εις τα συγκεκριμένα πρόσωπα εκχωρούνται εν μεγάλη εκτάσει δικαιώματα του εργοδότου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η πρόσληψις ή απόλυσις προσωπικού, η ευθύνη εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας επ’ αυτού και η λήψις σημαντικών αποφάσεων διά την επίτευξιν των στόχων, στους οποίους αποβλέπει ο εργοδότης. Εις αντιστάθμισμα της μη εφαρμογής των διατάξεων διά τα χρονικά όρια εργασίας οι διευθύνοντες υπάλληλοι αμείβονται συνήθως μετ’ αποδοχών υπερβαινουσών κατά πολύ τα ελάχιστα όρια ή τις εις τους άλλους μισθωτούς καταβαλλόμενες αποδοχές. Διά τον χαρακτηρισμόν κάποιου μισθωτού ως διευθύνοντος υπαλλήλου δεν είναι αναγκαίον να συντρέχουν όλες οι ανωτέρω περιστάσεις, αφού η έννοια αυτή, ανεξαρτήτως εάν ο εργαζόμενος έχει ή μη τον τίτλον του διευθύνοντος, αποδίδεται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων της καλής πίστεως και της συναλλακτικής εμπειρίας, εξαρτωμένη από την φύσιν των παρεχομένων υπηρεσιών και την ιδιάζουσαν θέσιν του παρέχοντος τόσον έναντι του εργοδότου όσον και έναντι των λοιπών εργαζομένων. Εφ’ όσον λοιπόν κάποιος μισθωτός δύναται να θεωρηθεί αντικειμενικώς ως διευθύνων υπάλληλος, τοτε, άν και εξακολουθεί να παρέχει εξηρτημένην εργασίαν, εξαιρείται της προστασίας των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας διά τα χρονικά όρια εργασίας (μόνον αυτό προβλέπεται ρητώς διά της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας της Ουάσινγκτον) και διά την ταυτότητα του νομικού λόγου και διά την εβδομαδιαίαν ανάπαυσιν και τις απζημιώσεις ή προσαυξήσεις εν περιπτώσει υπερωριακής απασχολήσεως ή εργασίας κατά την νύκτα ή τις Κυριακές και τις εξαιρετέες ημέρες, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσαν θέσιν των διευθυνόντων υπαλλήλων και την εκπλήρωσιν των υποχρεώσεων, τις οποίες αναλαμβάνουν διά των αντιστοίχων συμβάσεων μετά της εργοδοσίας. Εξαιρείται μάλιστα ο διευθύνων υπάλληλος και της προστασίας των περί αυτουσίας χορηγήσεως της ετησίας αδείας αναπαύσεως αντιστοίχων διατάξεων (βλ. ΑΠ 935 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 802 /2014, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 478 /2014, ΤΝΠΔΣΑ).

Δ) Από τις ένορκες καταθέσεις των πρωτοβαθμίως εκατέρωθεν εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, από την υπ’ αριθ. ……. ένορκον βεβαίωσιν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών μετά νομότυπον, κατ’ άρθρον 671§1εδ.δ΄ ΚΠολΔ, κλήτευσιν της εναγούσης από την εναγομένην (βλ. υπ’ αριθ. ……. έκθεσιν επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), από τις επιτρεπτώς, κατ’ άρθρον 529§1 ΚΠολΔ, το πρώτον εις την δευτεροβάθμιον δίκην προσκομισθείσες υπ’ αριθ. ……. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς μετά νομότυπον, κατ’ άρθρον 671§1εδ.δ΄ ΚΠολΔ, κλήτευσιν της εφεσιβλήτου εκ μέρους της εκκαλούσης, και από τα έγγραφα, τα οποία, νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: την 29η Μαΐου 2015 κατεχωρήθη υπ’ αριθμόν 366808 στο Γενικόν Εμπορικόν Μητρώον (ΓΕΜΗ) η υπ’ αριθ. πρωτ. 4454 /29-5-2015 απόφασις του Αντιπεριφερειάρχου Δυτικού Τομέως Αθηνών, διά της οποίας αφ’ ενός ενεκρίθη η συγχώνευσις της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………..» και της εναγομένης ανωνύμου εταιρείας δι’ απορροφήσεως, κατά τα άρθρα 78 ΚΝ. 2190 /1920 και ΝΔ 1297 /1972, της δευτέρας από την πρώτην βάσει της από 7-5-2015 εκθέσεως της Επιτροπής του άρθρου 9 ΚΝ 2190 /1920, του από 31-12-2014 ισολογισμού των ως άνω εταιρειών και δυνάμει της υπ’ αριθ. …….. πράξεως της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… και των από 27-5-2015 αποφάσεων των εκτάκτων γενικών συνελεύσεων των μετόχων των συγχωνευθεισών ανωνύμων εταιρειών και αφ’ ετέρου ετροποποιήθη το καταστατικόν της απορροφησάσης ανωνύμου εταιρείας, πλήν άλλων, και το άρθρον 1 ως προς την επωνυμίαν αυτής, η οποία μετά την απορρόφησιν μετωνομάσθη από «…….» σε «…» Εν συνεχεία την 17ην Ιανουαρίου 2016 (προ της δευτεροβαθμίου συζητήσεως της υποθέσεως) κατεχωρήθη υπ’ αριθμόν …. στο Γενικόν Εμπορικόν Μητρώον (ΓΕΜΗ) η από 17-1-2016 απόφασις της εκτάκτου γενικής συνελεύσεως των μετόχων της ως άνω εταιρείας, διά της οποίας απεφασίσθη η επανατροποποίησις του άρθρου 1 του καταστατικού ως προς την επωνυμίαν της εταιρείας, η οποία μετεβλήθη εις «…….». Κατά τον κάτωθι αναφερόμενον κρίσιμον (επίδικον) χρόνον παροχής εργασίας της εναγούσης προς την εναγομένην, η τελευταία απετελείτο από πέντε διευθύνσεις (διεύθυνσιν εξυπηρετήσεως πελατών, διεύθυνσιν συντονισμού καταστημάτων, διεύθυνσιν οικονομικού και διοικήσεως, διεύθυνσιν τροφίμου, διεύθυνσιν μη τροφίμου), διά τις οποίες προεβλέποντο αντίστοιχες θέσεις διευθυντών. Υπεράνω των πέντε διευθύνσεων ίστατο ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Η εν προκειμένω ενδιαφέρουσα διεύθυνσις οικονομικού και διοικήσεως απετελείτο εκ τριών τμημάτων, ήτοι από το τμήμα γενικής λογιστικής, από το τμήμα ελέγχου και από το τμήμα πληροφοριακών συστημάτων. Έκαστον ως άνω τμήμα διευθύνετο υπό αντιστοίχου διευθυντού. Εις δέ το ώδε ενδιαφέρον τμήμα ελέγχου και αναφορών, πλήν του διευθυντού, προεβλέπετο και ιεραρχικώς κατωτέρα θέσις προϊσταμένης του τμήματος, η οποία ετέλει υπό τον διευθυντήν του τμήματος. Αναφορικώς προς την διαβάθμισιν της ιεραρχίας οι διευθυντές των πέντε διευθύνσεων ευρίσκοντο εις το πρώτον επίπεδον ιεραρχίας, οι διευθυντές των τμημάτων εκάστης διευθύνσεως ευρίσκοντο εις το δεύτερον επίπεδον ιεραρχίας και ο προϊστάμενος του τμήματος ευρίσκετο εις το τέταρτον επίπεδον ιεραρχίας (ή το τρίτον εν περιπτώσει μη μεσολαβήσεως ενδιαμέσου θέσεως μεταξύ δευτέρου και τετάρτου επιπεδων ιεραρχίας). Την 20ή Δεκεμβρίου 1993 η ενάγουσα προσελήφθη από την εφεσίβλητον διά σχέσεως εξηρτημένης εργασίας πλήρους απασχολήσεως αορίστου χρόνου ως υπάλληλος του τμήματος ελέγχου και αναφορών της διευθύνσεως οικονομικού και διοικήσεως στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης. Τον Νοέμβριον του έτους 1996 ετοποθετήθη (μετετέθη εσωτερικώς) ως υπάλληλος εις το τμήμα γενικής λογιστικής της ιδίας ως άνω διευθύνσεως (οικονομικού και διοικήσεως) της εναγομένης, ενώ τον Φεβρουάριον του έτους 2002 επανετοποθετήθη εις το τμήμα ελέγχου και αναφορών της ιδίας ως άνω διευθύνσεως. Τον Μάρτιον του έτους 2008 προήχθη σε προϊσταμένην (επόπτριαν) του τμήματος ελέγχου και αναφορών, όπου παρέμεινεν μέχρι την 30ήν Ιανουαρίου 2011, ενώ από της 1ης Φεβρουαρίου 2011 έως της διά καταγγελίας εκ μέρους της εργοδότιδος λύσεως της σχέσεως εξηρτημένης εργασίας (την 24ην Ιουνίου 2011) είχεν τοποθετηθεί ως προϊσταμένη επιχειρησιακής αναλύσεως υπαγομένη εις την διεύθυνσιν (τμήμα) αγορών. Η ως άνω θέσις της εναγούσης, όπως διευκρινίζεται διά της εβδόμης σελίδος των δευτεροβαθμίων προτάσεων της καθολικής διαδόχου της, αποδεικνύεται αφ’ ενός από τις 9ην και 10ην σελίδες του υπό της καθολικής διαδόχου της εφεσιβλήτου (εναγομένης) προσκομισθέντος μηχανογραφημένου οργανογράμματος της εργοδότιδος εταιρείας, βάσει του οποίου η ενάγουσα κατείχε θέσιν προϊσταμένης (εποπτρίας) του τμήματος ελέγχου και αναφορών και είχεν ως ιεραρχικώς προϊστάμενον αυτής τον διευθυντήν του εν λόγω τμήματος, ο οποίος ακολούθως είχεν ως ιεραρχικώς προϊστάμενον τον διευθυντήν της διευθύνσεως οικονομικού και διοικήσεως, αφ’ ετέρου από την υπ’ αριθ. ……. ένορκον βεβαίωσιν του …… ενώπιιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, διά της οποίας ο ενόρκως βεβαιώσας διευκρίνισεν ότι από το Μάρτιον του έτους 2008 έως και 30ής Ιανουαρίου 2011 η ενάγουσα προήχθη σε προϊσταμένη (supervisor) της διευθύνσεως (τμήματος) ελέγχου και αναφορών, η οποία υπήγετο εις το τμήμα ελέγχου και αναφορών, και ότι από 1ης Φεβρουαρίου 2011 έως και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας (24η Ιουνίου 2011) ειργάσθη ως προϊσταμένη επιχειρησιακής αναλύσεως υπαγομένη εις την διεύθυνσιν (τμήμα) αγορών, και εκ τρίτου από την διά συναγωγήν δικαστικού τεκμηρίου λαμβανομένην υπ’ όψιν ένορκον κατάθεσιν του μάρτυρος ανταποδείξεως ………….. (διευθυντού αμοιβών και παροχών της εργοδότιδος) κατά την εκδίκασιν της υπ’ αριθ. καταθ. ……. αγωγής άλλου πρώην εργαζομένου (……..) κατά της ως άνω εργοδότιδος, όπου ούτος είχε καταθέσει διά την μη συμμετέχουσαν εις εκείνην την δίκην νύν εκκαλούσαν (ενάγουσαν) ότι αύτη ήτο προϊσταμένη του τμήματος οικονομικής αναλύσεως και ευρίσκετο εις το τέταρτον επίπεδον ιεραρχίας, λαμβανομένου υπ’ όψιν, όπως βασίμως διευκρινίζεται διά της εβδόμης σελίδος των προτάσεων της καθολικής διαδόχου της εφεσιβλήτου (εργοδότιδος) και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την ενάγουσαν, ότι τα επίπεδα ιεραρχίας ήσαν επτά και η ενάγουσα κατείχεν θέσιν τετάρτου επιπέδου ιεραρχίας, δίχως, όμως, να μεσολαβεί τρίτον επίπεδον μεταξύ του τετάρτου και του δευτέρου επιπέδου ιεραρχίας. Οι μικτές μηνιαίες αποδοχές αυτής ως προϊσταμένης τμήματος ανήλθαν από 1-1-2009 έως 30-4-2009 σε 2.257,50 ευρώ, από 4-5-2009 έως 26-2-2010 σε 2.415,54 ευρώ και από 1-3-2010 έως 24-6-2011 σε 2.700 ευρώ. Ιεραρχικώς ανώτερος της εναγούσης εις το τμήμα ελέγχου ήτο ο διευθυντής του εν λόγω τμήματος …….. μέχρι και την 31ην Οκτωβρίου 2010 και εν συνεχεία προϊστάμενος αυτής ήτο ο ……. μέχρι και την μετάθεσίν της ως προϊσταμένης εις το τμήμα αγορών (30ήν Ιανουαρίου 2011), ενώ εις το τελευταίον τμήμα ιεραρχικώς ανώτερος αυτής ήτο πάλιν ο ……., ο οποίος είχε ήδη μετατεθεί ως διευθυντής του εν λόγω τμήματος. Η ενάγουσα προΐστατο τμήματος ιδιαζούσης σημασίας της εναγομένης εταιρείας και τα καθήκοντα αυτής ήσαν η σύνταξις μηνιαίων και τριμηνιαίων οικονομικών εκθέσεων, η σύνταξις και προετοιμασία του προϋπολογισμού και των προβλέψεων, η προετοιμσία των διεθνών λογιστικών και τοπικών αποτελεσμάτων των αφορώντων εις τον ισολογισμόν και τα αποτελέσματα χρήσεως, η ανάλυσις των επενδύσεων και των επενδυτικών σχεδίων της εναγομένης και η συμμετοχή εις τον υπολογισμόν των επιβραβευτικών αμοιβών (μπόνους) επιτεύξεως στόχων, τις οποίες ελάμβαναν οι μετά της εταιρείας συναλλασσόμενοι αγοραστές. Είχε υπό την εντολήν και εποπτείαν αυτής τέσσερεις υπαλλήλους, οι οποίοι ανεφέροντο εις αυτήν και τους οποίους επώπτευε και καθοδηγούσε διά παροχής εντολών και οδηγιών κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτών, προβαίνουσα παραλλήλως και σε αξιολόγησιν αυτών, επί πλέον δέ εισηγείτο εις τον διευθυντήν του τμήματος αυτής διά την πρόσληψιν προσωπικού ή την απόλυσιν των υφισταμένων αυτής. Απελάμβανε ανεξαρτησίας εν σχέσει προς το ωράριον εργασίας αυτής ως προς τον χρόνον προσελεύσεως και αποχωρήσεως, το οποίον προσδιωρίζετο πάντοτε υπ’ αυτής και ουχί από το τυπικόν ωράριον των λοιπών εργαζομένων της εργοδότιδος και εξηρτάτο από τις ανάγκες του τμήματος και των διεκπεραιωτέων εργασιών. Το υπ’ αυτής κατεχόμενον δελτίον εισόδου εις τον χώρον εργασίας εχρησιμοποιείτο διά λόγους ασφαλείας, προκειμένου να διαπιστούται ευκόλως και αμέσως ο αριθμός και η ταυτότης των εντός του κτιρίου ευρισκομένων εργαζομένων (μετέβαινε εις την εργασίαν αυτής μεταξύ ωρών 08:30 έως 09:30 και ενίοτε και αργότερον). Το ύψος του μηνιαίου μισθού αυτής ήτο σημαντικώτατα ανώτερον των καταβαλλομένων μισθών των λοιπών υπαλλήλων, αφού οι υφιστάμενοί της ελάμβαναν μεικτόν μηνιαίον μισθόν 1.200 ευρώ περίπου και συνυπολογιζομένης και της αμοιβής διά την παρασχεθείσαν εργασίαν, την υπερωριακήν απασχόλησιν αυτών και την προσαύξησιν των Κυριακών και εορτών το ύψος αυτού ανήρχετο έως και 1.500 ευρώ. Ωσαύτως ο μισθός αυτής ήτο σημαντικώτατα ανώτερος του διά των οικείων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων προβλεπομένου αντιστοίχου της υπ’ αυτής κατεχομένης θέσεως, ο οποίος ανήρχετο από 1-1-2009 έως 31-8-2009 σε 1.403,46 ευρώ, από 1-9-2009 έως 31-12-2009 σε 1.473,63 ευρώ, από 1-1-2010 έως 30-6-2010 σε 1.518,55 ευρώ και από 1-7-2010 έως 24-6-2011 σε 1.020,80 ευρώ. Είχε πρόσβασιν εις μη ανακοινώσιμα στους κοινούς υπαλλήλους αρχεία της εταιρείας, αφού διεχειρίζετο εμπιστευτικές οικονομικές πληροφορίες, ενώ επιπροσθέτως παρείχετο (διά ασφαλιστικής συμβάσεως συναφθείσης υπό της εργοδότιδος υπέρ αυτής) ιατροφαρμακευτική κάλυψις εις αυτήν από την ασφαλιστική εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…….». Επιπροσθέτως, ελάμβανεν ετησίαν αμοιβήν επιβραβεύσεως (μπόνους) διά την επίτευξιν των ετησίων εταιρικών (τμηματικών) στόχων της εναγομένης, η οποία αμοιβή ανήλθεν σε χρηματικόν ποσόν 1.806 ευρώ διά το έτος 2008, σε χρηματικόν ποσόν 2.160 ευρώ διά το έτος 2009 και σε χρηματικόν ποσόν 1.080 ευρώ διά το έτος 2010. Πρέπει επιπροσθέτως να επισημανθεί, ότι, όπως προκύπτει διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου από το σκεπτικόν της υπ’ αριθ. 14 /2015 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο μεικτός μηνιαίος μισθός του διευθυντού του τμήματος λογιστικής της διευθύνσεως οικονομικών και διοικήσεως της εργοδότιδος (ήτοι του διευθυντού του ετέρου τμήματος της αυτής διευθύνσεως, εις ήν υπήγετο το τμήμα, εντός του οποίου ήτο προϊσταμένη η ενάγουσα) ανήρχετο από 1-1-2008 έως 30-4-2008 σε 4.633,67 ευρώ και από 1-5-2008 έως 31-5-2012 σε 4.865,35 ευρώ, ενώ ο ως άνω διευθυντής τμήματος πέραν της ως άνω δωρεάν παροχής ιδιωτικής ασφαλιστικής καλύψεως υπό της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας είχε ως επιπρόσθετες παροχές την δωρεάν χρήσιν αυτοκινήτου εργοστασιακού οίκου και τύπου «Φόλκσβαγκεν Τζέττα» κυλινδρισμού 1.400 κυβικών εκατοστών και κινητού τηλεφώνου εργοστασιακού οίκου «Μπλάκμπέρρυ». Εξ αυτού αποδεικνύεται διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου ότι κατά το αυτό ως άνω χρονικόν διάστημα ανάλογες αποδοχές και δωρεάν απολαβές είχε και ο αντιστοίχου ιεραρχικής θέσεως εκάστοτε αμέσως ιεραρχικώς προϊστάμενος διευθυντής του τμήματος ελέγχου, στο οποίον ήτο προϊσταμένη (επόπτρια) η ενάγουσα. Βάσει των προαναφερομένων αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα απετέλει υψηλόβαθμον ιεραρχικώς στέλεχος της εναγομένης (ευρίσκετο εν τοις πράγμασιν εις το τρίτον επίπεδον ιεραρχίας). Είχε δέ αναπτυχθεί ιδιαιτέρα σχέσις εμπιστοσύνης μεταξύ της διοικήσεως της εναγομένης εργοδότιδος ανωνύμου εταιρείας και της εναγούσης, εντός του πλαισίου της οποίας η ενάγουσα ανέπτυσσε πρωτοβουλίες, επηρρέαζε διά των εισηγήσεων αυτής την κατεύθυνσιν και εξέλιξιν της επιχειρήσεως και εμερίμνει διά την ομαλήν και αποδοτικήν πορείαν και την επίτευξιν του σκοπού αυτής. Εκ της φύσεως των υπηρεσιών της εναγούσης και της ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης της εργοδότιδος προς το πρόσωπόν της εις την διαχείρισιν του τμήματος ελέγχου και αναφορών και εκ της λήψεως μεικτού μηνιαίου μισθού καταφανέστατα λίαν υψηλοτέρου του προβλεπομένου διά την αντίστοιχον εργασιακήν θέσιν ελαχίστου νομίμου καταδεικνύεται ότι η ενάγουσα ασκούσε καθήκοντα θέσεως ουχί απλώς εμπιστευτικής αλλά διευθύνοντος υπαλλήλου. Εις τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι, ενώ μέχρι της προαγωγής αυτής εις την θέσιν της προϊσταμένης του προαναφερομένου τμήματος η ενάγουσα (δεν αμφισβητεί ότι) ημείβετο διά τις ώρες υπερεργασίας, υπερωρίας και διά την εργασίαν κατά την ημέραν της Κυριακής και τις λοιπές εξαιρετέες ημέρες, αφού ουδεμίαν αξίωσιν είχεν κατά της εργοδότιδος διά τις ως άνω αιτίες προ του χρόνου προαγωγής αυτής, εν τούτοις από της προαγωγής αυτής δεν εγίνετο λόγος περί υπερεργασίας, υπερωριών και λοιπών αξιώσεων λόγω ακριβώς της τοιαύτης συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων περί της ιδιότητος της εναγούσης ως διευθυνούσης υπαλλήλου και της συναισθήσεως από την ενάγουσαν της σημαντικότητος της ως άνω διευθυντικής θέσεως. Επεδίωξεν δέ η ενάγουσα τις ως άνω αξιώσεις ουχί αμέσως μετά την απόλυσίν της ή το αμέσως επόμενον έτος αλλά μετά παρέλευσιν τριών και ημίσεος ετών, όπως παραλλήλως έπραξεν και ο εις τη παρούσαν δίκην μη διάδικος ………, ο οποίος, κατέχων θέσιν διευθυντού του τμήματος λογιστηρίου της διευθύνσεως οικονομικού και διοικήσεως της εναγομένης, μετά την λόγω γήρατος συνταξιοδότησίν του άσκησεν την υπ’ αριθ. καταθ. …… αγωγήν ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διά επιδίωξιν υπερεργασίας, υπερωριών, εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής και συναφείς αξιώσεις), η οποία απερρίφθη διά της προρρηθείσης υπ’ αριθ. 14 /2015 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς υπό την αιτιολογίαν ότι επρόκειτο περί διευθύνοντος υπαλλήλουυ ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης. Η προρρηθείσα διαφοροποίησις ως προς το ύψος του μεικτού μηνιαίου μισθού και των δωρεάν παροχών μεταξύ της εναγομένης ως προϊσταμένης τμήματος (υπαλλήλου τρίτου ιεραρχικού επιπέδου) και του διευθυντού τμήματος [υπαλλήλου δευτέρου (εκ των επτά) ιεραρχικού επιπεδου εντός της ιεραρχίας της εναγομένης] ουδόλως αναιρεί την ως άνω σχηματισθείσαν κρίσιν περί της ιδιότητος της εναγούσης ως διευθυνούσης υπαλλήλου. Μάλιστα προς τούτο πρέπει να επισημανθεί ότι ουδόλως εξηγείται υπό της εναγούσης διά ποίον άλλον λόγον [πλήν της υπ’ αμφοτέρων των αντιδίκων πλευρών (εργοδοσίας και εργαζομένης) θεωρήσεως της εργασιακής θέσεως της εναγούσης ως θέσεως διευθυνούσης υπαλλήλου] κατεβάλλετο εις αυτήν μεικτός μηνιαίος μισθός καταφανέστατα λίαν μεγαλύτερος του προβλεπομένου ελαχίστου νομίμου αντιστοίχου και δή εν περιόδω ενάρξεως οικονομικής κρίσεως. Επομένως, βάσει της εις την μείζονα σκέψιν αναφερομένης Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον η ενάγουσα, ως διευθύνουσα υπάλληλος, δεν εδικαιούτο να εγείρει τις επίδικες εργατικές αξιώσεις διά τις ως άνω αιτίες. Ορθώς, κατά συνέπειαν, εφηρμόσθη ο νόμος και εξετιμήθησαν αι αποδείξεις διά της εκκαλουμένης αποφάσεως και πρέπει η κρινομένη έφεσις να απορριφθεί εν συνόλω. Η δικαστική δαπάνη της καθολικής διαδόχου της εφεσιβλήτου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος εκ μέρους αυτής, να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσης (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εν τω διατακτικώ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. …… έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 2218 /2015 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσης την δικαστικήν δαπάνην της καθολικής διαδόχου της εφεσιβλήτου, την οποίαν ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

Εκρίθη, απεφαασίσθη και δημοσιεύθη στο ακροατήριο εν εκτάκτω δημοσία συνεδριάσει την 3ην Σεπτεμβρίου 2018, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ