Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 98/2025

Αριθμός    98/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……) (ΑΦΜ ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Βασίλειο Κωνσταντινίδη και Εμμανουέλα Σανιδά (αμφότεροι με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) [ΔΕ Δρυλλεράκης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. ……..», η οποία εδρεύει στη …  (…… 1) (ΑΦΜ …….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χριστίνα Γενναδοπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  8.11.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022) αγωγή, επί της οποίας εκδοθηκε η υπ΄ αριθμ 2720/2023  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου,  που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από  25.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2023) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2720/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (ΚΠολΔ 614 αριθμ. 1) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1), δεδομένου ότι αυτή κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 25.9.2023 και η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 11.9.2023 (βλ. την από 11.9.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …..). Εφόσον, επομένως, έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο (υπ΄αριθμ. ………..), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία.

Με την από 10.11.2022 αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία “………”, ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει του από 1.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού και των μετέπειτα από 5.11.2009, 1.2.2011 και 11.12.2014 τροποποιητικών συμφωνητικών εκμίσθωσε στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την τότε επωνυμία “……..” και ήδη με την επωνυμία “…………….” ένα ακίνητο ιδιοκτησίας της με τις επ΄ αυτού εγκαταστάσεις, το οποίο βρίσκεται στο …………., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει η τελευταία για την εγκατάσταση σαυτό επιχείρησης υπερμάρκετ με είδη κηπουρικής. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για δώδεκα έτη, αρχόμενη την 21.2.2011 και λήγουσα την 21.2.2023, το δε μίσθωμα συμφωνήθηκε να αποτελείται: α) από το βασικό μηνιαίο μίσθωμα, που έπρεπε να προκαταβάλλεται κάθε μήνα, το οποίο διαμορφώθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.7.2014 και εφεξής στο ποσό των 34.000 ευρώ το μήνα, πλέον ΦΠΑ, αναπροσαρμοζόμενο κατ΄ έτος με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή και β) από μεταβαλλόμενο μίσθωμα, το οποίο θα καταβαλλόταν τον Ιανουάριο κάθε έτους, και  οριζόταν στην διαφορά που θα προέκυπτε κατά το προηγούμενο έτος μεταξύ του καταβληθέντος βασικού μισθώματος και του 7% επί των καθαρών πωλήσεων της εγκατασταθείσης στο μίσθιο επιχείρησης της εναγομένης, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσοστό επί των πωλήσεων θα ήταν μεγαλύτερο του καταβληθέντος ετησίου βασικού μισθώματος. Ότι μολονότι η εναγομένη παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο ακίνητο  από την έναρξη της μισθωτικής συμβάσεως και έκτοτε ποιείται ανενόχλητα χρήση του μισθίου ακινήτου, δεν της κατέβαλε και αρνείται μέχρι σήμερα να της καταβάλει το μεταβαλλόμενο μίσθωνα που αφορά το έτος 2021, συνολικού ποσού, (μαζί με ΦΠΑ 24%), 160.034,05 ευρώ.  Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα κηρυσσόταν προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από τότε που έπρεπε να καταβληθεί  και δη από 1.2.2022, άλλως από 27.2.2022, ή 16.4.2022 και, επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 160.034,05 ευρώ νομιμότοκα από 1.2.2022. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα–εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της και τους διαλαμβανόμενους σαυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής.

Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ. εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Ολ.ΑΠ 26/2004). Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και κάθε μια από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένες, στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο (Α.Π. 1588/2013, 1345/2012). Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα της εκκαλούσης που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά,  τις υπ’ αριθμ. ………./11.1.2023 και ………/11.1.2023 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και  ……….. αντίστοιχα, που λήφθηκαν η μεν πρώτη με την επιμέλεια της εφεσίβλητης-ενάγουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. ………/04.1.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), η δε δεύτερη με την επιμέλεια της εκκαλούσης – εναγομένης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……. μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/3-1-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ………….), των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚπολΔ) και από όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρο 261 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Δυνάμει του από 1.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα από 5.11.2009, 1.2.2011 και 11.12.2014 όμοια συμφωνητικά, η εφεσίβλητη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “……………”, εκμίσθωσε στην εκκαλούσα εναγομένη εταιρεία με την τότε επωνυμία της “…………” και ήδη με την επωνυμία “…………..” ένα ακίνητο με τις εγκαταστάσεις του που βρίσκονται στο εμπορικό κέντρο «………», επί του …………, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από την τελευταία αποκλειστικά και μόνο ως υπερμάρκετ αυτοεξυπηρέτησης με είδη κηπουρικής. Το μίσθιο ακίνητο αποτελείται ειδικότερα από: α) έναν περίκλειστο χώρο, κλιματιζόμενο, μικτού εμβαδού 2.780 περίπου/ καθαρού 2.730 τ.μ. στο ισόγειο (κύριος χώρος πωλήσεων και περιοχή τεμαχισμού ξυλείας), β) έναν περίκλειστο χώρο, κλιματιζόμενο, μικτού εμβαδού 780 (καθαρού 750) τ.μ. στο ισόγειο (κεντρικός χώρος κήπου), γ) μία περίκλειστη αποθήκη, θερμαινόμενη, και δωμάτια τεχνικού εξοπλισμού μικτού εμβαδού περίπου 475 (καθαρού 430) τ.μ. στο ισόγειο, το οποίο χωρίζεται στον υπόγειο χώρο μικτού εμβαδού 53 (καθαρού 42) τ.μ. και στο χώρο του ισογείου ορόφου μικτού εμβαδού 422 (καθαρού 388) τ.μ., δ) ένα χώρο, θερμαινόμενο, για παρακείμενα δωμάτια, π.χ. γραφεία, καθώς και χώρο εισόδου μικτού εμβαδού 575 (καθαρού 500) τ.μ., που χωρίζεται στον υπόγειο χώρο μικτού εμβαδού 270 (καθαρού 225) τ.μ. και στον χώρο του ισογείου ορόφου μικτού εμβαδού 305 (καθαρού 275) τ.μ., ε) ένα χώρο Bistro εμβαδού κατά προσέγγιση 10 τ.μ., στ) έναν υπαίθριο χώρο πωλήσεων χωρίς στέγαστρο καθαρού εμβαδού κατά προσέγγιση 220 τ.μ., με εκτιμώμενο εμβαδό 55 τ.μ. στο ισόγειο, ζ) ένα περιφραγμένο χώρο για παραδόσεις εμπορευμάτων μικτού εμβαδού κατά προσέγγιση 4.517 τ.μ. στο ισόγειο, που περιλαμβάνει τον προαύλιο χώρο παράδοσης εμβαδού 3.650 τ.μ. και μία πλακόστρωτη επιφάνεια 505 τ.μ. στην αριστερή πλευρά του πολυκαταστήματος, στο εμπορικό κέντρο «………», επί του ………….., προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο ως υπερμάρκετ αυτοεξυπηρέτησης με είδη κηπουρικής. Η μίσθωση υπήχθη εξ αρχής στο καθεστώς ΦΠΑ και η διάρκειά της ορίσθηκε 12ετής  (όρος 4.1 του συμφωνητικού), αρχόμενη από την ημερομηνία της παράδοσης του μισθίου την 21-02-2011  και λήγουσα την 20-02-2023. Το μίσθωμα ορίσθηκε αρχικά στο ποσό των 45.163 ευρώ το μήνα, αναπροσαρμοζόμενο κατ΄ έτος σύμφωνα με το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή. Το έτος 2013 η εκκαλούσα μισθώτρια επιδίωξε την μείωση του μισθώματος με διαπραγματεύσεις που δεν τελεσφόρησαν και για το λόγο αυτό κατήγγειλε την σύμβαση με την από 27.12.2013 εξώδικη δήλωσή της, καταβάλλοντας και την προβλεπόμενη από το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995 αποζημίωση ποσού ίσου με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα. Παρά ταύτα η εκκαλούσα μισθώτρια δεν αποχώρησε ποτέ από το μίσθιο, αφού με νέες διαπραγματεύσεις οι συμβαλλόμενοι κατέληξαν σε τροποποιητική συμφωνία ως προς το ποσό του μισθώματος, η οποία αποτυπώθηκε στο από 11-12-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς και τροποποίησης της μίσθωσης από την 1-1-2014. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τροποποιητικό συμφωνητικό το μίσθωμα επιμερίσθηκε σε δύο κατηγορίες και δη στο βασικό μίσθωμα, που διελάμβανε ένα σταθερό ποσό κατά μήνα, και στο μεταβαλλόμενο (ποσοστιαίο) μίσθωμα, που θα καταβαλλόταν τον Ιανουάριο κάθε έτους και οριζόταν στην διαφορά που τυχόν θα προέκυπτε μεταξύ  του ποσού που αντιστοιχούσε στο 7% επί των ετήσιων καθαρών πωλήσεων της μισθώτριας (αφαιρουμένου του ΦΠΑ και των επιστροφών) και του βασικού ετησίου μισθώματος, εφόσον βεβαίως το ποσοστό των πωλήσεων ήταν μεγαλύτερο του βασικού μισθώματος, καθώς στην αντίθετη περίπτωση δεν θα οφείλονταν μεταβαλλόμενο μίσθωμα. Ειδικότερα, με το παραπάνω συμφωνητικό τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε ο όρος 5 του συμφωνητικού μίσθωσης, ο οποίος διαμορφώθηκε κατά λέξη ως ακολούθως: «5. ΜΙΣΘΩΜΑ: 5.1. Ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλλει στον εκμισθωτή μηνιαία και προκαταβολικά (κατά τα διαλαμβανόμενα στον όρο 5.5 του παρόντος) βασικό μηνιαίο μίσθωμα ως κατωτέρω υπό 5.1 (α) ορίζεται, καθώς και μεταβαλλόμενο μίσθωμα στην περίπτωση που προκύπτει οφειλή του, επιπλέον του βασικού μηνιαίου μισθώματος, ως κατωτέρω υπό 5.1 (β) ορίζεται: 5.1 (α) ΒΑΣΙΚΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΜΙΣΘΩΜΑ: Το βασικό μηνιαίο μίσθωμα, που θα προκαταβάλλεται μηνιαία από το μισθωτή στον εκμισθωτή συμφωνείται (α) για το διάστημα από 1-1-2014 ως 30-6-2014 σε 41.000€  μηνιαία, (β) για το διάστημα από 1-7-2014 μέχρι 31-12-2014 σε 34.000€ μηνιαία και από 1-1-2015 και εφεξής αναπροσαρμοζόμενο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του όρου (5.7). 5.1 (β) ΜΕΤΑΒΑΛΟΜΕΝΟ ΜΙΣΘΩΜΑ: Το μεταβαλλόμενο μίσθωμα για την παρούσα μίσθωση ορίζεται σε ποσοστό 7% επί των συνολικών καθαρών πωλήσεων (δηλαδή των ποσών που εισπράττει ο Μισθωτής για όλα τα προϊόντα, αγαθά και εμπορεύματα, που πωλεί, αφαιρουμένου του ΦΠΑ και των τυχόν ποσών που πιστώνονται από επιστροφές πελατών), που θα πραγματοποιεί ετήσια στις ή από τις μίσθιες εγκαταστάσεις ο μισθωτής, όπως αυτό αναλυτικότερα θα υπολογίζεται σύμφωνα με τον όρο 5.3 κατωτέρω της σύμβασης και θα καταβάλλεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα είναι μεγαλύτερο του υπό ανωτέρω 5.1. (α) οριζομένου και καταβληθέντος Βασικού μισθώματος κατά το αντίστοιχο έτος (αναγόμενο δηλαδή πάντα σε δωδεκάμηνη βάση) και κατά το υπερβάλλον ποσό. 5.2 Το πιο πάνω οριζόμενο μίσθωμα (και η συμφωνηθείσα αναπροσαρμογή ως κατωτέρω) κρίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη ως δίκαιο και εύλογο και ανταποκρινόμενο στη μισθωτική αξία του μισθίου. 5.3 Η καταβολή και ο υπολογισμός του καταβαλλόμενου μισθώματος θα ενεργείται ως ακολούθως: α) ο μισθωτής θα υποβάλει το αργότερο μέχρι την 20η Ιανουαρίου εκάστου έτους έγγραφη βεβαίωση του υπεύθυνου του μισθωτή περί του συνόλου των γενομένων πωλήσεων κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, ώστε να διακριβωθούν γενόμενες στις μίσθιες εγκαταστάσεις πωλήσεις, ομού μετά παντός εγγράφου, που εύλογα θα ζητήσει ο εκμισθωτής προς διακρίβωση των γενομένων πωλήσεων και των αντίστοιχων εισπράξεων, β) Σε περίπτωση που εκ του συνολικού ποσού των ετήσιων καθαρών πωλήσεων (δηλαδή των συνολικών καθαρών πωλήσεων του αμέσως προηγούμενου έτους από 1-1 έως 31-12, που ορίζονται ως ανωτέρω υπό 5.1, (β)) πολλαπλασιαζόμενου με το συμφωνηθέν ποσοστό 7% προκύπτει αριθμητικό αποτέλεσμα μεγαλύτερο του συνολικού ετήσιου μισθώματος, όπως προκύπτει από την αναγωγή του βασικού μηνιαίου μισθώματος σε 12μηνη βάση, ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλλει το υπερβάλλον σύμφωνα τα οριζόμενα στον όρο 5.5 της σύμβασης μέχρι την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους, αρχής γενομένης από την 31-1-2015. 5.4 Ο εκμισθωτής δικαιούται να ζητήσει εγγράφως από τον μισθωτή να επιτρέψει τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων του, που απαιτούνται για την εξακρίβωση των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων του συγκεκριμένου καταστήματος από ελεγκτική εταιρεία που θα υποδείξει, και ο μισθωτής υποχρεούται να επιτρέψει τον έλεγχο άμεσα για να παρέχει στο ως άνω ορισθέν πρόσωπο κάθε δυνατή συνδρομή και οποιοδήποτε έγγραφο του ζητηθεί, προς διαπίστωση της αλήθειας και ακρίβειας των δηλούμενων καθαρών πωλήσεων από το μισθωτή….. Επιπρόσθετα, ο μισθωτής υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει εκμισθωτής, να υποβάλλει στον εκμισθωτή το αργότερο μέχρι τέλος Μαΐου κάθε έτους βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή περί των διενεργηθεισών καθαρών πωλήσεων κατά το αμέσως προηγούμενο έτος… 5.5 Το βασικό μηνιαίο μίσθωμα θα προκαταβάλλεται μέχρι την πέμπτη (5η) ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνάς καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης στον υπ’ αριθμόν …….. λογαριασμό επ’ ονόματι του εκμισθωτή στην τράπεζα ………. ή σε οποιαδήποτε τυχόν άλλον λογαριασμό, που εγγράφως θα υποδείξει ο εκμισθωτής και είναι πληρωτέο σε ευρώ. Στον ίδιο λογαριασμό θα καταβάλλεται και το τυχόν οφειλόμενο μεταβαλλόμενο μίσθωμα. Ο εκμισθωτής θα εκδίδει ένα τιμολόγιο για το οφειλόμενο μίσθωμα κάθε μήνα, τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες πριν τη δήλη ημερομηνία καταβολής του μισθώματος και των λοιπών πληρωμών δυνάμει του συμφωνητικού μίσθωσης. 5.7 Από την 1-1-2015 και κάθε επόμενο έτος συμβατικής διάρκειας ή αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης (1-1 ως 31-12 κάθε έτους) το βασικό μηνιαίο μίσθωμα θα αυξάνεται κατά 100% του ποσοστού μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) του μήνα προσαρμογής όπως καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή σε σύγκριση με το ημερολογιακό μέσο όρο του προηγηθέντος έτους. Σε περίπτωση που ο ΔΤΚ είναι αρνητικός, δεν θα μειώνεται αντίστοιχα το κατ’ εκείνο το χρόνο καταβλητέο βασικό μηνιαίο μίσθωμα. αλλά θα παραμένει ως έχει. 5.8 Επί του μισθώματος (βασικού μηνιαίου και μεταβαλλόμενου), θα καταλογίζεται ΦΠΑ και θα είναι καταβλητέος από το μισθωτή στο σύνολο του». Με βάση τους παραπάνω όρους του τροποποιητικού αυτού συμφωνητικού η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση λειτούργησε ομαλά μέχρι και το έτος 2020, καθώς η μισθώτρια ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της περί την καταβολή του βασικού μηνιαίου μισθώματος και δεν προέκυψε μέχρι το χρονικό αυτό σημείο υποχρέωση καταβολής και του συμφωνηθέντος μεταβαλλόμενου (ποσοστιαίου) μισθώματος, διότι το ποσό που προέκυπτε από τον πολλαπλασιασμό των καθαρών πωλήσεών της επί 7% δεν ήταν για κανένα από τα διαδραμόντα έτη μεγαλύτερο από το ποσό του συνολικού ετησίου βασικού μισθώματος. Για το επόμενο έτος και δη για το χρονικό διάστημα από 1-1-2021 ως 31- 21-2021 που εδώ ενδιαφέρει, καθώς στο έτος αυτό οριοθετείται η ένδικη διαφορά, το μηνιαίο βασικό μίσθωμα διαμορφώθηκε στο ποσό των 34.753,426 πλέον ΦΠΑ και ετησίως στο ποσό των 417.041,04 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Εκ του συνολικού αυτού ποσού του ετησίου μισθώματος η εκκαλούσα μισθώτρια κατέβαλε μόνο το ποσό των 229.372,572 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Και τούτο, διότι, ως επιχείρηση πληττόμενη οικονομικά από τα έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης της λειτουργίας λόγω του κορωνοϊού COVID-19,  απαλλάχθηκε της καταβολής του συνόλου του μισθώματος για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2021, καθώς και της καταβολής του 40% του μισθώματος για τον μήνα Ιούνιο του 2021 [Α.1072/2022 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής  (Β΄ 4582) και άρθρο δεύτερο παρ 10 της Α’ 68/20-03-2020 πράξης νομοθετικού περιεχομένου]. Κατά το ίδιο έτος (2021), οι πωλήσεις της εγκατεστημένης στο μίσθιο επιχείρησης της εκκαλούσης ανήλθαν  στο συνολικό ποσό των 5.120.461,23 ευρώ,  γεγονός που η μισθώτρια γνωστοποίησε στην εκμισθώτρια με την από 14.2.2022 επιστολή της. Με την ίδια επιστολή, η μισθώτρια, υπολογίζοντας ότι το 7% επί των πωλήσεών της, (τις οποίες εσφαλμένα υπολόγισε στο μικρότερο ποσό των 3.337.308,30 ευρώ), ανέρχεται στο ποσό των 233.661,58 ευρώ, και ότι το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο του ετησίου πραγματικά καταβληθέντος μισθώματος των 229.372,572 ευρώ, κατέληξε ότι οφείλει να καταβάλλει στην εκμισθώτρια και μεταβαλλόμενο μίσθωμα, ποσού 4.239,01 ευρώ, ίσου δηλαδή με την διαφορά των αμέσως παραπάνω μεγεθών, το οποίο προσφέρθηκε να της καταβάλει. Ωστόσο στην συνέχεια, με την από 2.3.2022 επιστολή της, απέδωσε την προσφορά του παραπάνω ποσού σε εσφαλμένο υπολογισμό και υποστήριξε ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό ως μεταβαλλόμενο μίσθωμα για το έτος 2021, διότι το ποσό των 358.432,29 ευρώ (κατ΄ορθότερο υπολογισμό), που αντιστοιχεί στο 7% επί των καθαρών πωλήσεών της, δεν υπερβαίνει το ποσό του συμφωνηθέντος ετησίου μισθώματος των 416.400 ευρώ (το ορθό ήταν 417. 041,04 ευρώ). Αντίθετα, η εφεσίβλητη εκμισθώτρια, με το από 27.2.2022 προγενέστερο ηλεκτρονικό μήνυμά της προς την εκκαλούσα, αλλά και με την ένδικη αγωγή της, υποστηρίζει ότι της οφείλεται μεταβαλλόμενο μίσθωμα για το έτος αυτό (2021) ποσού 129.059,72 ευρώ + 30.974,33 ευρώ (ΦΠΑ 24%) = 160.034,05 ευρώ. Και τούτο διότι, αν και υπολογίζει το 7% επί των πραγματικών πωλήσεων της μισθώτριας στο ίδιο με την εκκαλούσα ποσό των (5.120.461,23 χ 7% =)  358.432,28 ευρώ, στην συνέχεια αφαιρεί από το ποσό αυτό όχι το ετήσιο βασικό μίσθωμα, όπως η εκκαλούσα μισθώτρια, αλλά το πραγματικά καταβληθέν από την τελευταία μικρότερο μίσθωμα των 229.372,57 ευρώ, λόγω της προεκτεθείσης πλήρους απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων Ιανουαρίου έως και Μαΐου 2021 και της μερικής απαλλαγής (κατά 40%) για τον μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους.  Η ως άνω διαφορετική άποψη των διαδίκων περί του τρόπου υπολογισμού του μεταβαλλόμενου μισθώματος ερείδεται κατ΄ουσίαν επί της διαφορετικής διατύπωσης των όρων 5.1β και 5.3β του από 11.12.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς και τροποποίησης της μίσθωσης, ο πρώτος από τους οποίους προσδιορίζει τις προϋποθέσεις γένεσης της αξίωσης για μεταβαλλόμενο μίσθωμα και ο δεύτερος εξειδικεύει τον τρόπο υπολογισμού του. Και τούτο διότι στον μεν πρώτο εξ αυτών αναφέρεται ότι το μεταβαλλόμενο μίσθωμα θα οφείλεται και θα καταβάλλεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που θα προκύπτει από το 7% επί των καθαρών πωλήσεων της εκκαλούσης θα είναι μεγαλύτερο του “υπό ανωτέρω 5.1 (α) οριζομένου και καταβληθέντος Βασικού μισθώματος κατά το αντίστοιχο έτος (αναγόμενο δηλαδή πάντα σε δωδεκάμηνη βάση) και κατά το υπερβάλλον ποσό”, στον δε δεύτερο ότι το μεταβαλλόμενο μίσθωμα θα υπολογίζεται και θα καταβάλλεται κατά το υπερβάλλον μόνον, εφόσον το αριθμητικό αποτέλεσμα του 7% επί των καθαρών πωλήσεων είναι “μεγαλύτερο του συνολικού ετήσιου μισθώματος, όπως προκύπτει από την αναγωγή του βασικού μηνιαίου μισθώματος σε 12μηνη βάση”. Από την διατύπωση των παραπάνω όρων ως προς τα μεγέθη που λαμβάνονται υπόψιν για το υπολογισμό του μεταβαλλόμενου μισθώματος και, ιδίως, του πρώτου εξ αυτών, προκύπτει κατά την κρίση του δικαστηρίου αντίφαση και, επομένως, ασάφεια σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του μεταβαλλόμενου μισθώματος και συγκεκριμένα προκύπτει ασάφεια αν ο υπολογισμός του γίνεται με βάση το ετήσιο συμφωνηθέν βασικό μίσθωμα, όπως ρητά και κατά λέξη αναφέρεται στον δεύτερο από τους παραπάνω όρους, ή με βάση το πράγματι καταβληθέν ετήσιο μίσθωμα, όπως φέρεται να υπονοείται με τον πρώτο όρο. Από το όλο περιεχόμενο της τροποποιητικής ως άνω συμβάσεως, ερμηνευομένης όπου χρειάζεται, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ που αναλύονται στην μείζονα σκέψη και με βάση τις αρχές της συναλλακτικής καλής πίστεως, συνεκτιμώντας προς τούτο και το περιεχόμενο των από 17.2.2014 ηλεκτρονικών μηνυμάτων που αντάλλαξαν οι διάδικοι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την σύναψη της επίμαχης τροποποιητικής συμβάσεως, προκύπτει ότι η πραγματική βούληση των διαδίκων κατά τον χρόνο υπογραφής της επίμαχης τροποποιητικής συμβάσεως ήταν να υπολογίζεται και να καταβάλλεται μεταβαλλόμενο μίσθωμα κατ΄ έτος μόνο στην περίπτωση που το 7% επί του συνολικού ποσού των ετήσιων πωλήσεων της εγκατεστημένης στο μίσθιο επιχείρησης υπερέβαινε το ποσό του συμφωνηθέντος ετησίου βασικού μισθώματος και όχι το ποσό του πραγματικά καταβληθέντος βασικού μισθώματος για το ίδιο έτος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εφεσίβλητη. Τούτο συνάγεται κατ΄αρχήν σαφώς από την γραμματική διατύπωση του δευτέρου από τους παραπάνω όρους (5.3β), που προβλέπει ειδικά τον υπολογισμό του μεταβαλλόμενου μισθώματος, όπου αναφέρεται ρητά και σαφέστατα ότι ο υπολογισμός του μεταβαλλόμενου μισθώματος γίνεται με βάση το ετήσιο βασικό μίσθωμα, το οποίο προσδιορίζεται περαιτέρω ότι προκύπτει “από την αναγωγή του βασικού μηνιαίου μισθώματος σε δωδεκάμηνη βάση”, ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία περί την πραγματική βούληση των μερών. Εξ άλλου, στον πρώτο όρο (5.1β), ο οποίος ρυθμίζει γενικότερα πότε οφείλεται μεταβαλλόμενο μίσθωμα, ναι μεν αναφέρεται κατ΄αρχήν ότι οφείλεται μεταβαλλόμενο μίσθωμα κατ΄ έτος εφόσον υπάρχει διαφορά μεταξύ του ποσού του 7% επί των καθαρών πωλήσεων της εκκαλούσης και του “καταβληθέντος βασικού μισθώματος”, πλην όμως διευκρινίζεται επαρκώς από το λοιπό περιεχόμενό του η έννοια του “καταβληθέντος βασικού μισθώματος” επί του οποίου γίνεται ο υπολογισμός, αφού αφενός μεν προηγείται της παραπάνω φράσης παραπομπή στον όρο 5.1α του συμφωνητικού, που ορίζει το μηνιαίο βασικό μίσθωμα, χωρίς λοιπούς όρους και ρήτρες, αφετέρου δε ακολουθεί  και εντός παρενθέσεως διευκρίνηση, ότι αυτό υπολογίζεται ως το “αναγόμενο  δηλαδή πάντοτε σε 12μηνη βάση”. Από την παραπομπή δε στο μηνιαίο βασικό μίσθωμα και την αναγωγή αυτού σε δωδεκάμηνη βάση και μάλιστα με τη χρήση ειδικότερα της λέξης “πάντοτε”, συνάγεται σαφώς, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξάρτητα από τον τρόπο που εκφράσθηκαν, στην πραγματικότητα θέλησαν να οφείλεται και να υπολογίζεται το μεταβαλλόμενο μίσθωμα όχι με βάση το πραγματικά καταβεβλημένο βασικό μίσθωμα κατ΄ έτος, αλλά με βάση το συμφωνηθέν δωδεκάμηνο βασικό μίσθωμα, ανεξάρτητα αν αυτό είχε καταβληθεί ή οφείλονταν, ή αν δεν οφείλονταν για οποιονδήποτε λόγο (όπως άφεση χρέους, απαλλαγή εκ του νόμου κ.τ.λ) Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τα δύο προαναφερόμενα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλαξαν οι διάδικοι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, με τα οποία έγιναν αποδεκτές οι εκατέρωθεν προτάσεις και αντιπροτάσεις για την τροποποίηση της σύμβασης, αφού σε αυτό που απευθύνεται από την εκκαλούσα στην εφεσίβλητη, και περιέχει την αποδοχή της εμπεριεχόμενης πρότασης στο προηγηθέν μήνυμα της τελευταίας, αναφέρεται ότι το “ετήσιο” μίσθωμα δεν θα υπολείπεται του ποσοστού του 7% επί του τζίρου του καταστήματος, χωρίς να γίνεται λόγος για καταβεβλημένο ή μη μίσθωμα, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι τα μέρη συμφώνησαν για τον υπολογισμό του μεταβαλλόμενου μισθώματος με βάση το ετήσιο βασικό μίσθωμα και όχι με βάση το τυχόν μικρότερο ποσό που θα είχε πράγματι καταβληθεί μέχρι το χρόνο υπολογισμού του μεταβαλλόμενου μισθώματος. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι το επίμαχο τροποποιητικό συμφωνητικό το συνέταξαν οι νομικοί σύμβουλοι των διαδίκων, και, επομένως, αν οι συμβαλλόμενοι επιθυμούσαν να υπολογίζεται το μεταβαλλόμενο μίσθωμα με βάση μόνο το καταβεβλημένο βασικό μίσθωμα, δεν θα διαφοροποιούσαν την διατύπωσή τους στον όρο 5.3β της συμβάσεως, που αναφέρεται ειδικά στον συγκεκριμένο υπολογισμό και ορίζει το αντίθετο, αλλά θα διατύπωναν και εκεί ρητά την παραπάνω βούλησή τους, ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο μελλοντικών αμφισβητήσεων. Άλλωστε, η ίδια η εφεσίβλητη παραδέχεται με τις προτάσεις της, ότι και στην περίπτωση που δεν θα είχε εξοφληθεί μέρος του ετήσιου βασικού μισθώματος, ο σχετικός υπολογισμός του μεταβαλλόμενου μισθώματος θα γινόταν πάντοτε με βάση το συμφωνηθέν ετήσιο βασικό μίσθωμα, χωρίς δηλαδή να αφαιρούνται από αυτό τα μη καταβληθέντα και οφειλόμενα μισθώματα. Δικαιολογεί δε την άποψή της αυτή και την διαφοροποιεί από την ένδικη περίπτωση, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα γινόταν, επειδή θα είχε εναντίον της μισθώτριας αξίωση καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων, ενώ στην ένδικη περίπτωση δεν έχει όμοια αξίωση κατ΄ αυτής, λόγω της εκ του νόμου απαλλαγής της από την καταβολή του βασικού μισθώματος για τους μήνες που προαναφέρθηκαν. Για το λόγο αυτό πρέπει κατά την άποψή της να υπολογισθεί το μεταβαλλόμενο μίσθωμα ειδικά για το έτος 2021 με βάση το ετήσιο βασικό μίσθωμα που θα προκύψει μετά την αφαίρεση του ποσού της απαλλαγής. Η άποψη όμως αυτή της εφεσιβλήτου, παρεκτός ότι συνιστά έμμεση ομολογία και παραδοχή ότι το μεταβαλλόμενο μίσθωμα συμφωνήθηκε να υπολογίζεται πάντοτε με βάση το ετήσιο βασικό μίσθωμα και όχι με βάση το πράγματι καταβληθέν μίσθωμα, πλήττει και αδικαιολόγητα τα συμφέροντα της εκκαλούσης, καθώς οδηγεί στον αθέμιτο πλουτισμό της εφεσιβλήτου σε βάρος της. Και τούτο, διότι ο κατά την εφεσίβλητη υπολογισμός, θα αναιρεί ουσιαστικά τον σκοπό των συναφών διατάξεων περί απαλλαγής της μισθώτριας από την καταβολή μισθωμάτων (ν. 4772/2021 και της Α.1072/2022 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), οι οποίες απέβλεπαν στην στήριξη των πληττόμενων επιχειρήσεων. Και τούτο διότι, υπό την εκδοχή της εφεσίβλητης, η εκκαλούσα, η οποία απαλλάχθηκε της καταβολής βασικών μισθωμάτων για το έτος 2021 συνολικού ποσού 187.668,46 ευρώ, θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει στην εφεσίβλητη ως μεταβαλλόμενο μίσθωμα (επιπλέον του καταβεβλημένου ήδη βασικού μισθώματος), το ποσό των 129.059,72 ευρώ + 30.974,33 ευρώ (ΦΠΑ 24%) = 160.034,05 ευρώ, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του ποσού της απαλλαγής, λόγω του διαφορετικού υπολογισμού του μεταβαλλόμενου μισθώματος. Αντίστοιχα, η εφεσίβλητη, αν και με τις νομοθετικές παρεμβάσεις των προεκτεθέντων διατάξεων, επιμερίσθηκε σε βάρος της μέρος των απωλεσθέντων μισθωμάτων, αλλά και, όπως συνομολογείται, αποζημιώθηκε από την πολιτεία για το υπόλοιπο, ήτοι κατά 60% για τα μισθώματα των πέντε πρώτων μηνών του 2021 και κατά το ήμισυ του απωλεσθέντος μισθώματος για τον μήνα Ιούνιο (Α.1030/2021, άρθρο 2 της υπό στοιχεία ΓΔΟΥ 14/2022 κοινής απόφασης του Υπουργού, του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών ΦΕΚ/9.3.2022,  άρθρο 27 του ν. 4772/2021), θα εισέπραττε τελικά, με βάση πάντα τους δικούς της υπολογισμούς, μεγαλύτερο ποσό από το δικαιούμενο και το ετήσιο βασικό μίσθωμα των 417. 041,04 ευρώ σε βάρος της μισθώτριας ως εξής: 229.372,57 ευρώ για τα μισθώματα που πράγματι της κατέβαλε η εκκαλούσα + 111.210,94 ποσό που έλαβε ως αποζημίωση για τα απωλεσθέντα μισθώματα + 129.059,72 μεταβαλλόμενο μίσθωμα = 469.643,23 ευρώ, δηλαδή ποσό μεγαλύτερο από το ετήσιο μίσθωμα, χωρίς να έχουν αυξηθεί αντίστοιχα οι πωλήσεις της εκκαλούσης. Και αυτά χωρίς να συνυπολογίζονται οι εκπτώσεις από φόρο, τέλη, εισφορά αλληλεγγύης κ.λ.π. επί του ποσού της αποζημιώσεως, που θεσμοθετήθηκαν από την πολιτεία με τις παραπάνω διατάξεις και χωρίς να επωμίζεται το βάρος της απώλειας μέρους των μισθωμάτων της απαλλαγής που προβλέπεται από τις ίδιες διατάξεις.

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές και τις καθαρές πωλήσεις της εγκατεστημένης στο μίσθιο επιχείρησης της εκκαλούσης για το έτος 2021, οι οποίες ανήλθαν στο μη αμφισβητούμενο ποσό των  5.120.461,23 ευρώ, δεν προκύπτει υποχρέωση της εκκαλούσης για την καταβολή του προβλεπόμενου από τον όρο 5.1β μεταβαλλόμενου μισθώματος για το έτος αυτό, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον κατά τον όρο 5.3β υπολογισμό του, το 7% επί του άνω ποσού των πωλήσεων της επιχείρησης της εκκαλούσης ανέρχεται στο ποσό των 358.432,28 ευρώ, το οποίο είναι μικρότερο του ετησίου βασικού μισθώματος, που ανέρχονταν στο ποσό των (34.753,42 ευρώ κατά μήνα χ 12 μήνες =) 417.041,04 ευρώ. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, χωρίς να ασχοληθεί με την ερμηνεία των ως άνω δύο όρων της συμβάσεως, έκρινε ότι, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο απαλλαγή ή μείωση του μεταβαλλόμενου μισθώματος για το έτος 2021, η εκκαλούσα εναγομένη οφείλει στην εφεσίβλητη ενάγουσα μεταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού (μαζί με τον ΦΠΑ) 160.034,05 ευρώ, και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ΄ουσίαν ο συναφής πρώτος λόγος της εφέσεως.

Κατ΄ακολουθίαν, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κρατηθεί υπόθεση και δικαστεί στην ουσία της, να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν.  Τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της [άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. γ` του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2720/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της.

Απορρίπτει την αγωγή .

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων  (5.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του υπ΄αριθμ ………….. παραβόλου στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Φεβρουαρίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ