ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 101/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία « …………..», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημήτριου Παπαδημητρίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « …….» και το διακριτικό τίτλο « ………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχαήλ Καλαντζόπουλου.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε η εφεσίβλητη την με αριθμό εκθ. καταθ. ……/2024 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 3333/2024 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εκκαλούσα με την με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2024 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας κατά της 3333/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522,533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή ισχυριζόμενη η ενάγουσα ότι η εναγόμενη, πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία εργάζονται μηχανοδηγοί της ενάγουσας εταιρείας, έχει προκηρύξει εικοσιτετράωρη απεργιακή κινητοποίηση για την 10 Οκτωβρίου 2024, η οποία είναι παράνομη και καταχρηστική για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους, ζητεί να αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας της απεργίας, να απαγορευθεί η πραγματοποίησή της και να απειληθεί σε βάρος της εναγόμενης χρηματική ποινή για την περίπτωση παραβίασης του διατακτικού της εκδοθησομένης αποφάσεως.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος « η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις, για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, των οποίων η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του». Περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 91 και 92 του Ν. 4808/2021 « η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων, που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς».
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα πρακτικά του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εναγομένη πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση προκήρυξε εικοσιτετράωρη απεργιακή κινητοποίηση του προσωπικού που εργάζεται σε όλες τις δραστηριότητες των μηχανοδηγών, επί όλων των αμαξοστοιχιών, σε όλη την επικράτεια, για την 10 Οκτωβρίου 2024 λόγω ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια κυκλοφορίας και την έλλειψη επενδύσεων σε τροχαίο υλικό. Τα αιτήματά της συνίσταντο στην ουσιαστική αναβάθμιση των μέτρων ασφαλείας και την άμεση και καθολική λειτουργία της τηλεδιοίκησης και φωτοσήμανσης σε όλο το δίκτυο, προς αποφυγή ενός νέου πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος με θύματα εργαζόμενους και επιβαίνοντες, την άμεση ολοκλήρωση των έργων υποδομής και επιδομής (Φωτοσήματα, Τηλεδιοίκηση), τη διαρκή συντήρηση της υποδομής του σιδηροδρομικού δικτύου, τον άμεσο καθαρισμό, σε όλο το σιδηροδρομικό δίκτυο, από κορμούς δέντρων και άλλα φυσικά εμπόδια, που εγκυμονούν κινδύνους για την ασφάλεια του προσωπικού και των επιβαινόντων, την άμεση επένδυση για τροχαίο υλικό, ιδιαιτέρως στις προαστιακές γραμμές.
Η εκκαλουμένη απόφαση επικαλούμενη το άρθρο 3 του Ν. 3891/2010 και άρθρο 3 του Ν. 4408/2016 χαρακτήρισε την απεργιακή κινητοποίηση καταχρηστική κρίνοντας ότι η διαχείριση και εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής υποδομής ανήκει αποκλειστικά στον ΟΣΕ και συνεπώς η ενάγουσα …………. δεν είναι αρμόδια για την επίλυση των αιτημάτων της εναγόμενης. Με τον ανωτέρω τρόπο όμως εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, αφού η επίδικη απεργία γίνεται ως ένδειξη διαμαρτυρίας προς την εργοδότρια εταιρεία και προς όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αναφορικά με την αποκατάσταση των υφιστάμενων διαχρονικών ελλείψεων του σιδηροδρόμου, οι οποίες θέτουν καθημερινά σε κίνδυνο την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων και των επιβαινόντων. Η απεργιακή κινητοποίηση της εναγομένης συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν κηρύχθηκε αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των μηχανοδηγών της, αλλά έγινε με αίτημα να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου οι πολίτες να χρησιμοποιούν ένα ασφαλές σιδηροδρομικό δίκτυο, στο οποίο θα επικρατούν ομαλές συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους και ποιοτικά αναβαθμισμένες παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους επιβαίνοντες.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την υπ’ αριθμ. 3333/2024 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Ακολούθως, πρέπει, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα και να καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, λόγω της ήττας της, κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3333/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με αριθμό εκθ. καταθ. …../2024 αγωγής. Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000 ) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17.2.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ