ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 102/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Του νομικού προσώπου με την επωνυμία « ……….», που εδρεύει στο … του Δήμου …. του Νομού …. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο του Δ.Σ του Ιδρύματος ………., κάτοικο …….., το οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Πράντζου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των εφεσίβλητων: 1) ………., 2) …………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Λάζαρου Χατζημωυσιάδη.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν οι εφεσίβλητοι την με αριθμό εκθ. καταθ. …./2021 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 3108/2022 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το εκκαλούν με την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2022 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΕΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος κατά της 3108/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522,533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι δυνάμει του από 1.9.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως το εναγόμενο ίδρυμα εκμίσθωσε σε αυτούς ένα ακίνητο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως γυμναστήριο. Ότι η συμβατική διάρκεια της ανωτέρω μισθώσεως συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.9.2019 έως 1.9.2022, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 1.500 ευρώ. Περαιτέρω επικαλούμενοι οι ενάγοντες τις διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ και 388 ΑΚ, ήτοι τη συνδρομή έκτακτων συνθηκών που επήλθαν μεταγενέστερα της συνάψεως της μισθωτικής συμβάσεως, όπως εν προκειμένω η θέσπιση εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας λόγω της διασποράς του ιού (COVID-19), ζητούν την αναπροσαρμογή του αρχικού μισθώματος ισχυριζόμενοι αδυναμία καταβολής του, ώστε να ανέλθει στο ποσό των 800 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και για δύο έτη.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, άσχετα αν αυτή απορρέει από σύμβαση, ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει απευθείας από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Η αρχή που θεσμοθετείται με την διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ εφαρμόζεται στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων, τόσο του οφειλέτη, όσο και του δανειστή, οι οποίες απορρέουν από οποιαδήποτε ενοχή, λειτουργεί δε, τόσο ως συμπληρωματική, των δικαιοπρακτικών βουλήσεων, ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, σε όσες περιπτώσεις, ένεκα συνδρομής ειδικών συνθηκών, όπως είναι οι νομισματικές υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών, παρέχοντας στο δικαστή τη δυνατότητα, όπως, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, προσδιορίσει την παροχή, κατά απόκλιση των συμφωνηθέντων, περιστέλλοντας ή επεκτείνοντας το συμφωνηθέν μέγεθος της, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Αναγκαία συνέπεια του χαρακτήρα της ΑΚ 288, ως αναγκαστικού δικαίου και δημοσίας τάξεως είναι, ότι πρέπει να εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη υποβολής ιδιαιτέρου αιτήματος. Πρέπει, όμως, προκειμένου το Δικαστήριο να εφαρμόσει την διάταξη αυτή, να αναφέρονται στην αγωγή ή την ένσταση, σύμφωνα με το σύστημα συζήτησης, που καθιερώνει η Πολιτική Δικονομία (άρθρο 107), τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η ανάγκη μείωσης ή αναπροσαρμογής του οφειλόμενου ποσού, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και μάλιστα σε όση έκταση και σε όποιο μέρος επιβάλλεται από αυτές (ΑΠ 247/2014, ΑΠ 1229/2011 Νόμος).
Κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, το διαπλαστικό δικαίωμα, να ζητήσει από τον δικαστή την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, με τις εξής προϋποθέσεις: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή να επακολουθήσει την κατάρτιση της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους, που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και γ) από τη μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να γίνεται υπέρμετρα επαχθής. Δηλαδή, η εν λόγω διάταξη, η οποία παρέχει, στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο προσήκον μέτρο, έχει ως προϋπόθεση ότι τα μέρη, κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα οποία, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης, γιατί απέβλεψαν σε αυτά και αποτέλεσαν τη βάση της. Στη συνέχεια όμως, απαιτείται τα περιστατικά αυτά, σε μεταγενέστερο χρόνο, να μεταβλήθηκαν, τα δε γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη μεταβολή να έχουν χαρακτήρα έκτακτο, μη δυνάμενα να προβλεφθούν. Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα, τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Έτσι, τυχαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, ούτε έκτακτα, ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν. Εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 388 ΑΚ, δεν αποκλείεται να εφαρμοστεί το άρθρο 288 ΑΚ, που προσδιορίζει τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής, όπως απαιτεί η καλή πίστη, με την αντικειμενική της έννοια, δυναμένου του δικαστηρίου να προσδιορίζει την παροχή με περιστολή, επέκταση ή συμπλήρωση, έτσι ώστε το αποτέλεσμα, από την εκπλήρωσή της να είναι σύμφωνο, με το περί δικαίου αίσθημα και να επέρχεται η εξισορρόπηση των συμφερόντων, χωρίς να παραγνωρίζονται τα συμφωνηθέντα και η ασφάλεια των συναλλαγών. (ΑΠ 1171/2004, ΕφΘεσ. 2471/2017 Νόμος).
Από την εκτίμηση των εγγράφων τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 1.9.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου το εναγόμενο Φιλανθρωπικό ίδρυμα νομίμως εκπροσωπούμενο, εκμίσθωσε στους ενάγοντες ένα διαμέρισμα ευρισκόμενο στον Πειραιά, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τους μισθωτές ως επαγγελματική στέγη και συγκεκριμένα ως γυμναστήριο, έναντι μηνιαίου μισθώματος που ορίστηκε στο ποσό των 1500 ευρώ, προκαταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μηνός. Η συμβατική διάρκεια της ανωτέρω μισθώσεως συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.9.2019 έως 1.9.2022. Ισχυρίζονται περαιτέρω οι ενάγοντες, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ και 388 ΑΚ ότι από το χρόνο συνάψεως της επίδικης μισθωτικής συμβάσεως και μεταγενέστερα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκε η ανωτέρω μίσθωση λόγω επελεύσεως του κορωνοιού με συνέπεια να περιοριστεί νομοθετικά η δυνατότητα διεξαγωγής γυμναστικών δραστηριοτήτων με επακόλουθο και την αντίστοιχη μείωση των εσόδων των εναγόντων από την επιχείρησή τους. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι μεν βάσιμος καθόσον πράγματι η έλευση της πανδημίας μετέβαλε τις συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση, όμως οι ενάγοντες καθίστανται υπερήμεροι ως προς την καταβολή μισθωμάτων για την ίδια επίδικη μισθωτική σύμβαση και προγενεστέρων ετών και συγκεκριμένα των ετών 2018, 2019, καθώς και ορισμένα μισθώματα των ετών 2020, 2021 για τα οποία το εναγόμενο άσκησε την από 12.10.2021 αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 48.000 ευρώ για τα αναφερόμενα στην αγωγή οφειλόμενα μισθώματα. Ακολούθως και ενόψει της αδυναμίας τους να καταβάλουν τα προαναφερόμενα μισθώματα άσκησαν οι ενάγοντες την από 1.12.2021 υπό κρίση αγωγή τους αιτούμενοι για τους ανωτέρω λόγους τη μείωση του μισθώματος, για το χρονικό διάστημα από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της και για δύο έτη. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι από το Καλοκαίρι του έτους 2021 και μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής τους κατέβαλαν για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα το συμφωνηθέν μίσθωμα, εκπληρώνοντας τη σύμβαση μισθώσεως, όπως συνομολογεί το εναγόμενο, γεγονός που καταδεικνύει ότι η οικονομική δυσχέρεια που επικαλούνται οι ενάγοντες δεν υφίσταται και επιπροσθέτως ήδη από το Καλοκαίρι του έτους 2022 έχουν αρθεί οι υφιστάμενοι λόγω της πανδημίας περιορισμοί στα γυμναστήρια. Επομένως οι λόγοι που αναφέρουν οι ενάγοντες για την αναπροσαρμογή του αρχικού μισθώματος επικαλούμενοι αδυναμία καταβολής του, κρίνονται αβάσιμοι από το παρόν δικαστήριο, αφού όπως εν προκειμένω αποδείχθηκε αφενός κατέβαλαν το μίσθωμα αξίας 1500 ευρώ μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής, αφετέρου εξέλιπαν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών ως αβάσιμων.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την υπ’ αριθμ. 3108/2022 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Ακολούθως, πρέπει, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα και να καταδικαστούν οι ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου, λόγω της ήττας τους, κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3108/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με αριθμό εκθ. καταθ. …./2021 αγωγής. Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει τους ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000 ) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17.2.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ