Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 65/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης     65/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……. (ΑΦΜ ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της υπό εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>>, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει του υπ’αριθ. ……../29-10-2020 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μαρκάκη (ΑΜ ΔΣΑ ………), ο οποίος κατέθεσε την από 23-10-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Των εφεσιβλήτων: Της Ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία <<…………>>, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., νόμιμα εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ …….. και 2) του …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Νταλάκο (ΑΜ ΔΣΠ ……. (ΔΕ ΝΤΑΛΑΚΟΣ ΦΑΣΟΛΗΣ Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΠ ….), ο οποίος κατέθεσε την από 23-10-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 22-1-2021 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/…/ΕΑΚ/…../2021 αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 222/2023 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εν όλω ηττηθείσα ενάγουσα με την από          1-3-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/1-3-2023 και ειδ. αριθ.καταθ. …/1-3-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/9-3-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../9-3-2023) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση, αρχικά για τη δικάσιμο της 15-2-2024 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 222/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της, στις 1-3-2023, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών, η οποία άρχεται από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης [άρθρα 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1  ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 518  ισχύει, λόγω του χρόνου άσκησής της, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1  του ένατου άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015], καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας οι εναγόμενοι, ήδη εφεσίβλητοι, επέδωσαν την εκκαλουμένη απόφαση στην ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, στις 30-01-2023 (βλ. την υπ’αριθ. ………../30-1-2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …..). Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό …………/2023, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.

Με την από 22-1-2021 αγωγή, η ενάγουσα εξέθετε ότι δυνάμει της από   4-6-2009 σύμβασης δανείου, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με την από 24-9-2014 σύμβαση τροποποίησης όρων δανείου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, χορηγήθηκε από τη δικαιοπάροχό της, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία <<………..>>, προς την πρώτη εναγομένη, δάνειο ποσού 1.550.000 δολ. ΗΠΑ, σύμφωνα με τους περιλαμβανόμενους στη σύμβαση δανείου ειδικότερους όρους και συμφωνίες, μεταξύ των οποίων και οι αναφερόμενοι στην αγωγή, το οποίο (δάνειο) αναλήφθηκε από την δανειζόμενη δια μίας εφάπαξ καταβολής, την 22-6-2009. Οτι με την από 4-6-2009 σύμβαση εγγύησης, ο δεύτερος εναγόμενος παρέσχε προς την ανωτέρω τράπεζα την ανεπιφύλακτη εγγύησή του, με τους περιλαμβανόμενους σε αυτήν όρους, μεταξύ των οποίων και οι αναφερόμενοι στην αγωγή. Οτι δυνάμει της υπ’αριθ. ………/10-5-2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του  πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία <<……….>>, που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ενώ δυνάμει της υπ’αριθ. 10/1/10.5.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, η ίδια (ενάγουσα) κατέστη ειδική διάδοχος της ……. Οτι μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος που μεταβιβάστηκαν σε αυτήν, περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες απαιτήσεις της κατά των εναγομένων από τη σύμβαση δανείου και από την εγγύηση. Οτι λόγω μη καταβολής από την δανειζόμενη, των συμφωνημένων δόσεων αποπληρωμής του δανείου κατά το χρόνο που εκάστη εξ αυτών καθίστατο απαιτητή, την ημερομηνία κατά την οποία η δανειζόμενη όφειλε, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης δανείου, να εξοφλήσει ολοσχερώς το δάνειο, ήτοι στις 31-12-2014, το σύνολο του δανείου κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ότι για το λόγο αυτό, στις 7-11-2016, μετέφερε το σύνολο του ανεξόφλητου, κατά το χρόνο εκείνο, χρεωστικού υπολοίπου του δανείου, ποσού 330.680,31 δολαρίων ΗΠΑ, σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Οτι κατόπιν αίτησής της (ενάγουσας) εκδόθηκε η υπ’αριθ. ……./2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας διατάχθηκαν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ισόποσο σε ευρώ, ποσό δολαρίων ΗΠΑ 330.680,31, κατά την ημέρα πληρωμής, πλέον τόκων υπερημερίας με το συμφωνηθέν και εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από 8-11-2016, πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερούμενων τόκων, με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. Οτι την ανωτέρω διαταγή πληρωμής επέδωσε  στους εναγομένους στις 27-1-2017 μαζί με την από    26-1-2017 επιταγή προς εκτέλεση. Οτι ακολούθως επέβαλε, στις 7-2-2017, αναγκαστική κατάσχεση στο Ε/Γ-Τ/Ρ ιστιοφόρο σκάφος <<Α>> πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, δυνάμει της υπ’αριθ. …../7-2-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………. Οτι οι εναγόμενοι άσκησαν την από 15-2-2017 ανακοπή και τους από 5-5-2017 πρόσθετους λόγους αυτής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, της επιταγής προς εκτέλεση και της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, επί των οποίων εκδόθηκαν η υπ’αριθ. 5730/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου και η υπ’αριθ. 98/2019 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, δυνάμει των οποίων ακυρώθηκαν οι προαναφερθείσες προσβαλλόμενες πράξεις. Οτι ακολούθως, στις 5-3-2019, επέδωσε στην πρώτη εναγομένη την από 4-3-2019 επιταγή προς εκτέλεση παρά πόδας του υπ’αριθ. …../2019 πρώτου εκτελεστού απογράφου του υπ’αριθ. …./22-6-2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……… περί παραχώρησης απλής ναυτικής υποθήκης επί του ανωτέρω πλοίου και της υπ’αριθ. …../24-9-2014 πράξης τροποποίησης της ίδιας συμβολαιογράφου και ότι στις 6-3-2019 επέβαλε νέα αναγκαστική κατάσχεση επί του ως άνω σκάφους δυνάμει της υπ’αριθ. …../6-3-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή. Οτι στις 6-5-2019, η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 401.002,92 δολαρίων ΗΠΑ, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα του δανείου, για τα οποία την είχε επιτάξει με την από 4-3-2019 επιταγή και ότι κατόπιν της ανωτέρω καταβολής επέδωσε σε αυτήν (πρώτη εναγομένη) και στο Νηολόγιο Πειραιά, την από 7-5-2019 εξώδικη δήλωση με την οποία δήλωνε ότι παραιτείται από τις δύο προαναφερθείσες αναγκαστικές κατασχέσεις, επιφυλασσόμενη να ασκήσει τα δικαιώματά της ως ενυπόθηκης δανείστριας για τις ανεξόφλητες απαιτήσεις της κατά της πρώτης εναγομένης, που απορρέουν από τη σύμβαση δανείου. Οτι για την επιχείρηση αναγκαστικής εκτέλεσης επί του σκάφους <<Α>> προς το σκοπό είσπραξης της απαίτησής της, υποβλήθηκε στα ακόλουθα έξοδα: α) για παρασχεθείσες υπηρεσίες φύλαξης του σκάφους από τις 24-2-2017 έως τις 8-5-2019, καθόσον υποχρεώθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ 280/2000, να διορίσει φύλακες μετά την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης, το συνολικό ποσό των 137.664,80 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή κατά ημερομηνία, αριθμό και ποσό τιμολόγια της εταιρείας ………………>>, β) για δικαστικά έξοδα, ήτοι για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά των εναγομένων και παραστάσεις στο Δικαστήριο, το συνολικό ποσό των 3.736,60 ευρώ, γ) για επιδόσεις δικογράφων και άλλων εγγράφων σχετικά με την επιδίκαση της απαίτησής της κατά των εναγομένων και σχετικά με την επισπευσθείσα αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας αυτών, το συνολικό ποσό των 4.341,24 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή κατά ημερομηνία, αριθμό και ποσό τιμολόγια του δικαστικού επιμελητή …………., δ) για την πραγματοποίηση αναγκαίων εργασιών επιθεώρησης της κατάστασης του κατασχεθέντος σκάφους, συντήρησης και επισκευών αυτού, προκειμένου να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση, το συνολικό ποσό των 30.640,40 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή κατά ημερομηνία, αριθμό και ποσό τιμολόγια των εταιρειών που πραγματοποίησαν τις παραπάνω εργασίες και ε) για ασφαλιστική κάλυψη του σκάφους, στην οποία προέβη κατά το χρόνο που ήταν κατασχεμένο αναγκαστικά από αυτήν (ενάγουσα), λόγω παράλειψης της πρώτης εναγομένης να το διατηρήσει ασφαλισμένο, ως όφειλε, το συνολικό ποσό των 25.166,85 δολαρίων ΗΠΑ και 2.038,55 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή κατά ημερομηνία, αριθμό και ποσά χρεωστικά σημειώματα της κατανομαζόμενης εταιρείας ασφαλειομεσιτών. Οτι για την καταβολή των ανωτέρω εξόδων στα οποία υποβλήθηκε, έχει οχλήσει κατ’επανάληψη τους εναγομένους, πλην όμως αυτοί ουδέν ποσό της έχουν καταβάλει, παρότι της τα οφείλουν σύμφωνα με τους όρους των μεταξύ τους συναφθεισών συμβάσεων. Οτι επικουρικά, για όλες τις ανωτέρω δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη φύλαξη, την ασφάλιση, τη συντήρηση και τις επισκευές του σκάφους της πρώτης εναγομένης, οι οποίες συνιστούν ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν στο σύνολό τους προς το συμφέρον της τελευταίας και ήταν σύμφωνες με την πραγματική ή σε κάθε περίπτωση με την εικαζόμενη βούλησή της, έχει απαίτηση κατ’ αυτής, σύμφωνα και με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων και την εντολή, για την καταβολή του συνολικού ποσού των 170.343,75 ευρώ και των 25.166,85 δολαρίων ΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, το ποσό των 178.421,59 ευρώ και το ποσό των 25.166,85 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως αναφορικά με το δεύτερο ως άνω κονδύλιο, το ισόποσο σε ευρώ με την τιμή αγοράς δολαρίων, όπως θα προκύπτει από την κατά το χρόνο της εξόφλησης ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, όπως ορίζεται από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, πλέον τόκων υπερημερίας με το συμφωνηθέν και εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από το χρόνο που έκαστο κονδύλιο καταβλήθηκε από αυτήν και κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερούμενων τόκων, με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, μέχρις εξοφλήσεως, άλλως επικουρικά να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 170.343,75 ευρώ και το ποσό των 25.166,85 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως αναφορικά με το δεύτερο ως άνω κονδύλιο, το ισόποσο σε ευρώ με την τιμή αγοράς δολαρίων, όπως θα προκύπτει από την κατά το χρόνο της εξόφλησης ισοτιμία ευρώ/δολαρίου όπως ορίζεται από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, πλέον τόκων υπερημερίας με το συμφωνηθέν και εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από το χρόνο που έκαστο κονδύλιο καταβλήθηκε από αυτήν και κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερούμενων τόκων, με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, μέχρις εξοφλήσεως καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την ανωτέρω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ’αριθ. 222/2023 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αόριστη όσον αφορά τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχ. β) και γ) κονδύλια αυτής και κατά τα λοιπά κονδύλια, ως νομικά αβάσιμη κατά την κύρια και επικουρική αυτής βάση και επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε, αναδικαζομένης της υπόθεσης, να γίνει καθ’ολοκληρία δεκτή η από 21-1-2021 αγωγή της και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα κατ’εσφαλμένη ερμηνεία της σύμβασης δανείου, έκρινε την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως νομικά αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι οι αιτούμενες δαπάνες δεν δύνανται να υπαχθούν στο επικαλούμενο από την ίδια (εκκαλούσα) άρθρο 12.01 της σύμβασης δανείου, σύμφωνα με το οποίο η δανειζόμενη εταιρεία και /ή ο εγγυητής έχουν εις ολόκληρον υποχρέωση να την αποζημιώσουν, μετά από όχληση, για τα έξοδα  και τις εν γένει πληρωμές σε σχέση με την προετοιμασία και εγγραφή (εφόσον απαιτείται) της σύμβασης και των εξασφαλιστικών εγγράφων και σε σχέση με την εκτέλεση ή διατήρηση οποιουδήποτε δικαιώματος σύμφωνα με τη σύμβαση και τα εξασφαλιστικά αυτής έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών και εξόδων των νομικών συμβούλων της, διότι αφορούν έξοδα που αντιστοιχούν στην πρώτη (από        7-2-2017) αναγκαστική κατάσχεση του σκάφους της πρώτης εφεσίβλητης, η οποία έχει ήδη ακυρωθεί για πλημμέλεια του εκτελεστού τίτλου, ενώ ορθά εάν ερμήνευε τη σύμβαση δανείου θα έκρινε ότι μεταξύ των εξόδων που προβλέπονται στον ανωτέρω όρο της δανειακής σύμβασης, περιλαμβάνονται και αυτά στα οποία εν τέλει αυτή προέβη για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της πρώτης εφεσίβλητης, προκειμένου να εισπράξει τη νόμιμη απαίτησή της, καθώς και ότι από το περιεχόμενο του ως άνω όρου, δεν προκύπτει ως προϋπόθεση για την υποχρέωση της δανειζόμενης και του εγγυητή να την αποζημιώσουν για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε, η επιτυχής περάτωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Εξειδικεύοντας δε τον ανωτέρω (πρώτο) λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα διατείνεται ότι περιλαμβάνονται στις προβλεπόμενες από τον όρο 12.01 της δανειακής σύμβασης  δαπάνες, αυτές που πραγματοποίησε α) για τον διορισμό φυλάκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το σκάφος τελούσε υπό κατάσχεση, επικαλούμενη ότι η εν λόγω δαπάνη ερείδεται σε νόμιμη υποχρέωσή της δυνάμει των διατάξεων του π.δ 280/2000,  β) για επιθεωρήσεις, επισκευές και εν γένει συντήρηση του σκάφους ως δαπάνη συναρτώμενη άμεσα με την εκτέλεση και τη διατήρηση του δικαιώματός της προς είσπραξη των οφειλομένων από τη δανειακή σύμβαση, δεδομένου ότι μοναδικό σκοπό είχε να διατηρηθεί αναλλοίωτη η αξία του κατασχεμένου σκάφους και γ) για την ασφάλιση του σκάφους με την καταβολή όλων των σχετικών ασφαλίστρων, επικαλούμενη ότι η δαπάνη αυτή απέβλεπε στην αντιμετώπιση του κινδύνου τυχαίας απώλειας του σκάφους ή ζημίας αυτού από θαλάσσιους κινδύνους, στους οποίους ήταν διαρκώς  εκτεθειμένο κατά τη διάρκεια της κατάσχεσης και στην συνακόλουθη προστασία του συμφέροντός της ως ενυπόθηκης δανείστριας.

Από την παραδεκτή επισκόπηση της από 4-6-2009 σύμβασης δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>> και της πρώτης εναγομένης και ιδίως του άρθρου 12.01 αυτής, προκύπτει ότι <<Η δανειζόμενη Εταιρεία και/ή ο Εγγυητής, έκαστος εις ολόκληρον, θα αποζημιώσει την Τράπεζα, μετά από όχληση για τα έξοδα και τις εν γένει πληρωμές σε σχέση με την προετοιμασία και εγγραφή (εφόσον απαιτείται) της παρούσας Συμβάσεως και των Εξασφαλιστικών Εγγράφων και σε σχέση με την εκτέλεση ή διατήρηση οποιουδήποτε δικαιώματος σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά Εγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών και εξόδων των νομικών συμβούλων της Τράπεζας.>>.  Από τη διατύπωση του ανωτέρω συμβατικού όρου, συνάγεται ότι η δανειζόμενη εταιρεία και/ή ο εγγυητής ενέχονται, έκαστος εις ολόκληρον, κατόπιν οχλήσεως, σε καταβολή των εξόδων και των εν γένει πληρωμών που συναρτώνται με την προετοιμασία και εγγραφή (εφόσον απαιτείται) της δανειακής σύμβασης, συνθήκη που αυτονοήτως δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού τα αιτούμενα κονδύλια που αναλογούν σε έξοδα φύλαξης, επιθεώρησης και συντήρησης του αναγκαστικά κατασχεθέντος πλοίου καθώς και σε δαπάνες ασφαλιστικής κάλυψης αυτού, δεν συνδέονται με την ύπαρξη της ένδικης δανειακής σύμβασης και ιδίως με την προετοιμασία και εγγραφή αυτής καθώς και των εγγράφων που συντάσσονται προς εξασφάλισή της, αλλά εμπίπτουν σε επόμενο χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτή (σύμβαση) δεν ήταν πλέον ενεργή καθώς, λόγω μη καταβολής των συμφωνημένων δόσεων αποπληρωμής, το δάνειο είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Επίσης οι αιτούμενες δαπάνες δεν δύνανται να υπαχθούν στην περίπτωση του άρθρου 12.01 της ένδικης δανειακής σύμβασης ούτε υπό την εκδοχή ότι αφορούν έξοδα που συνέχονται με την εκτέλεση ή τη διατήρηση οποιουδήποτε δικαιώματος σύμφωνα με τη σύμβαση και τα εξασφαλιστικά αυτής έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΚΠολΔ, κατ’αναλογία εφαρμοζόμενου, που ορίζει ότι τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, αφού ως τέτοια νοούνται μόνον οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (ΑΠ 419/1998), δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 60/2011, ΑΠ 1359/1998, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, τα αιτούμενα κονδύλια, καθ’ό μέρος αφορούν δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα από την επιβολή της πρώτης (από 7-2-2017) αναγκαστικής κατάσχεσης και έως την τελεσίδικη, δυνάμει των υπ’αριθ. 5730/2017 και 98/2019 αποφάσεων, ακύρωσή της, συνέχονται με τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία δεν περατώθηκε με τη διενέργεια πλειστηριασμού, αλλά ακυρώθηκε τελεσιδίκως λόγω πλημμέλειας του εκτελεστού τίτλου και δη της υπ’αριθ. 398/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που συμπαρέσυρε σε ακύρωση και τις, σε συνέχεια αυτής, συνταχθείσες πράξεις εκτελέσεως, ήτοι την από 26-1-2017 επιταγή προς πληρωμή και την υπ’αριθ. ………./7-2-2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. Κατά συνέπεια, η επισπεύδουσα εκκαλούσα – ενάγουσα, που προκατέβαλε τα έξοδα αυτά στο πλαίσιο της μη τελεσφορήσασας εν τέλει αναγκαστικής εκτέλεσης δεν δύναται να τα αναζητήσει, βασιζόμενη στην ένδικη δανειακή σύμβαση, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επίσης, κατά το μέρος που η αγωγή αναφέρεται σε δαπάνες που συνέχονται με τη δεύτερη (από 6-3-2019) επιβληθείσα, από την εκκαλούσα – ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ενυπόθηκης δανείστριας και δυνάμει του υπ’αριθ. …./22-6-2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά …. περί παραχώρησης απλής ναυτικής υποθήκης επί του ένδικου πλοίου και της υπ’αριθ. ……./24-9-2014 πράξης τροποποίησης της ίδιας συμβολαιογράφου, αναγκαστική κατάσχεση, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι αυτές (οι δαπάνες) σχετίζονται με την εκτέλεση ή διατήρηση των δικαιωμάτων και/ή απαιτήσεων της εκκαλούσας – ενάγουσας από τη σύμβαση ή τα εξασφαλιστικά αυτής έγγραφα, τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον δεν εξειδικεύονται τα έξοδα που αναλογούν σε κάθε κατάσχεση ώστε να οριοθετηθεί το αντικείμενο της δίκης. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τη σύμβαση ερμήνευσε και επομένως ο πρώτος λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1 στοιχ. α’ ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, βάσει των άρθρων 224 και 237 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και τη νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό, που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης, ή περιέχεται κατά τρόπο αόριστο και διφορούμενο. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η απαγόρευση, κατά τα άρθρα 224 και 526 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο βαθμό, αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό, το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα (Τρ.Εφ.Αθ. 334/2024, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, έκρινε ότι η επίκληση από την ίδια (εκκαλούσα), το πρώτον με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όρων που περιλαμβάνονται στη σύμβαση σύστασης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να θεμελιώσει την ευθύνη των αντιδίκων της προς αποζημίωση, συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, στην οποία μνημονεύονται μόνο οι συμβάσεις δανείου και εγγύησης, με συνέπεια να απορρίψει την εν λόγω επίκληση των όρων της ναυτικής υποθήκης ως απαράδεκτη.

Η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση αυτής, διεκδικεί την καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων, με βάση τους όρους των συναφθεισών, μεταξύ των διαδίκων, συμβάσεων και δη α) της από 4-6-2009 σύμβασης δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της (ενάγουσας), ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…….>> και της πρώτης εναγομένης και β) της από 4-6-2009 σύμβασης εγγύησης καταρτισθείσας μεταξύ της ως άνω τραπεζικής εταιρείας και του δεύτερου εναγομένου, στις οποίες μόνο θεμελιώνει την αξίωσή της. Η επίκληση από την ενάγουσα, το πρώτον με τις προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όρων της υπ’αριθ. ……./22-6-2009 σύμβασης σύστασης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου της πρώτης εναγομένης και της υπ’αριθ. …../24-9-2014 πράξης τροποποίησης αυτής, προκειμένου να θεμελιώσει την ευθύνη των εναγομένων προς αποζημίωση ως προς τις αιτούμενες δαπάνες, συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής (στην οποία προς στοιχειοθέτηση της ευθύνης των εναγομένων μνημονεύονται μόνο οι προαναφερθείσες συμβάσεις δανείου και εγγύησης), με την μεταγενέστερη προσθήκη νέων περιστατικών, παραγωγικών του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος, και, άρα, θεμελιωτικών κατά νόμο του αγωγικού αιτήματος, ουσιωδώς διαφορετικών κατά περιεχόμενο από εκείνα, που εκτίθενται στην αγωγή για την παραγωγή της επικαλούμενης έννομης συνέπειας, και κατέστησαν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, με τα οποία (νέα περιστατικά) στην πραγματικότητα προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση, κατά παράβαση των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 224 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1594/2023, ΑΠ 1241/2021, ΑΠ 321/2020, ΑΠ 1152/2017, ΑΠ 1183/2015) και μεταβάλλεται το αντικείμενο της δίκης, παρακάμπτοντας την προβλεπόμενη από το άρθρο 111 ΚΠολΔ αρχή της τήρησης της προδικασίας. Προκαλείται έτσι αιφνιδιασμός των αντιδίκων της εκκαλούσας – ενάγουσας, οι οποίοι αποστερούνται του δικαιώματός των να προβάλουν ενστάσεις και αντίθετους ισχυρισμούς στη νέα αυτή ιστορική βάση της αγωγής. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η κατά τα άνω επίκληση, το πρώτον με τις προτάσεις στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όρων της σύμβασης ναυτικής υποθήκης (για την οποία δεν γίνεται μνεία στην αγωγή),  ουδόλως συνιστά νόμιμη και επιτρεπτή επίκληση προσκομιζόμενου αποδεικτικού μέσου και του περιεχομένου αυτού προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, όπως αβασίμως διατείνεται η εκκαλούσα, στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου της έφεσης. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και επομένως ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυχγάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Η έννοια της γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων δίδεται από τις διατάξεις του άρθρου 730 ΑΚ, κατά τις οποίες όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δεν λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφόσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υπόθεσης και την διεξάγει ως ξένη, προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρο 736 ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως, διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής δικαιούται, κατά το άρθρο 737 ΑΚ, να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αντίθετα, πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον και όχι στο συμφέρον του κυρίου (ΑΠ 668/2007), οπότε, αν μεν αγνοεί, ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και τη διεξάγει νομίζοντας πως είναι δική του, τότε, κατά το άρθρο 740 ΑΚ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφόσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υπόθεσης συνιστά παράνομη πράξη, όπως κατά κανόνα συμβαίνει. Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει, ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρόλα αυτά τη διοικεί σαν δική του, τότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, ανεξάρτητα από την αδικοπρακτική ευθύνη του διοικητή, ο νόμος, με σκοπό την πληρέστερη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κυρίου της υποθέσεως, ορίζει ως εφαρμοστέες και στη μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων τις διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του διοικητή στη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, παραπέμποντας έτσι μεταξύ άλλων και στη διάταξη του άρθρ. 734 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο διοικητής αλλοτρίων έχει απέναντι στον κύριο υποχρέωση να λογοδοτήσει, να αποδώσει όσα απέκτησε από τη διοίκηση και να καταβάλει τόκους κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Κατ` αυτόν τον τρόπο ο κύριος της υπόθεσης μπορεί να επιτύχει όχι μόνο την αποκατάσταση της ζημίας του από την αυθαίρετη επέμβαση στη διαχείριση της υπόθεσής του, αλλά να αξιώσει και την απόδοση του κέρδους, που αποκόμισε ο διοικητής από τη διοίκηση αλλοτρίων κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει συνήθως τη προξενηθείσα ζημία (ΑΠ 1343/2013). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματική βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υπόθεσης έχει εκφραστεί περί της ανάγκης της ενεργείας των πράξεων, ενώ εικαζόμενη βούληση είναι, όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια, του κυρίου της υπόθεσης, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλότριων. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ενεργεί παρά την αντίθετη, ρητώς εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργεια του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υπόθεσης, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Το συμφέρον του κυρίου νοείται αντικειμενικώς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική παράσταση του διοικητή, αλλά η κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου σε μία τέτοια περίπτωση. Λαμβάνεται δε υπόψη όταν δεν μπορεί να διακριβωθεί η πραγματική ή η εικαζόμενη θέληση του. Κατ` αρχήν, δηλαδή, το συμφέρον αυτό είναι επικουρικό σε σχέση με την εν λόγω θέληση του κυρίου. Το γεγονός ότι, με τη διαχείριση της ξένης υπόθεσης, εξυπηρετείται συγχρόνως, έμμεσα ή εν μέρει, και του διοικητή το συμφέρον, έστω και αν τούτο προέχει, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων για τη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων. Οι διατάξεις των άρθρων 730, 736 ΑΚ, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εφαρμόζονται και όταν η διοικηθείσα υπόθεση συνίσταται στην εξόφληση χρέους του κυρίου, διότι στην καταβολή ενυπάρχει το συμφέρον του υπόχρεου, όπως απαλλαγεί αυτού, σε συνδυασμό με την άλλη προϋπόθεση της διοίκησης αλλότριας υπόθεσης, δηλαδή εκείνη της διεξαγωγής αυτής, κατά την εκπεφρασμένη ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου (ΑΠ 841/2022, ΑΠ 2091/2013 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, στοιχεία της αγωγής, στην πρώτη περίπτωση (της γνήσιας διοίκησης) είναι: 1) η αυθόρμητη ανάληψη της διοικήσεως αλλότριας υπόθεσης, χωρίς τη ρητή εντολή του κυρίου αυτής, 2) η, κατά το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση αυτού, διεξαγωγή της υπόθεσης και 3) οι δαπάνες που υποβλήθηκε κατά την κανονική διεξαγωγή της υπόθεσης (ΑΠ 2091/2013 ο.π.).

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένα κρίνοντας, απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής της, ερειδόμενη στις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, με την αιτιολογία ότι τα έξοδα φύλαξης, επισκευής, επιθεώρησης και ασφαλιστικής κάλυψης του κατεσχεμένου πλοίου της πρώτης εφεσίβλητης – εναγομένης, στα οποία υποβλήθηκε, δεν αφορούσαν σε διοίκηση ξένης υπόθεσης, αλλά έγιναν σε εκπλήρωση υποχρεώσεων εκ του νόμου που βάρυναν την ίδια (εκκαλούσα), ως επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση ή ακόμη και σε εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών της ως ενυπόθηκης δανείστριας και ότι σε κάθε περίπτωση έγιναν προς το δικό της συμφέρον, ενώ ορθά εάν εφάρμοζε το νόμο και τις αποδείξεις εκτιμούσε θα έκρινε ότι οι δαπάνες στις οποίες προέβη (η εκκαλούσα), κατέτειναν αποκλειστικά και μόνο στη διατήρηση της κατάστασης και της οικονομικής αξίας του επίδικου σκάφους, το οποίο ανήκε στην περιουσία της πρώτης εφεσίβλητης – εναγομένης.

Από το σύνολο των ιστορούμενων στην αγωγή, προς το σκοπό της επικουρικής θεμελίωσης αυτής στις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων και δη την αναφορά στις δαπάνες, στις οποίες η ενάγουσα εκθέτει ότι υποβλήθηκε για τη φύλαξη, την ασφάλιση, τη συντήρηση και τις επισκευές του σκάφους της πρώτης εφεσίβλητης – εναγομένης, προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί γνήσιας θεμιτής αλλά περί γνήσιας αθέμιτης ή μη γνήσιας διοίκησης αλλότριων, κατά τις γενόμενες διακρίσεις στην προηγηθείσα νομική σκέψη, οπότε η ενάγουσα διατηρεί αξίωση μόνον κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και όχι της εντολής, όπως η ίδια επιδιώκει με την αγωγή. Τούτο διότι η ενάγουσα αναφέρει μεν όσα στοιχεία απαιτεί η σχετική διάταξη ΑΚ 730 για τη θεμελίωσή της, ότι δηλαδή ενήργησε προς το συμφέρον της πρώτης εναγομένης και σύμφωνα με την πραγματική ή σε κάθε περίπτωση την εικαζόμενη βούληση αυτής, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί πραγματικής βούλησης της πρώτης εναγομένης, αφού αυτή ουδέποτε εξέφρασε τη θετική της βούληση για τη διενέργεια των εν λόγω πράξεων, αντίθετα εξεδήλωσε την πλήρη αντίθεσή της στην διοίκηση των υποθέσεών της από την ενάγουσα, αφενός μεν με την άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων για την ακύρωση της επιβληθείσας σε βάρος της αναγκαστικής κατασχέσης του πλοίου της (βλ. σχετ. ασκηθείσα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από   15-2-2017 ανακοπή και πρόσθετους λόγους αυτής), αφετέρου δε με σειρά επιστολών που απηύθηνε στην ενάγουσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (οι οποίες παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο της δίκης, στο οποίο κρίνεται η νομική βασιμότητα της αγωγής), με τις οποίες την καλούσε να της επιτρέψει την πρόσβαση στο πλοίο λόγω της ιδιότητάς της (ενν. της πρώτης εναγομένης) ως μεσεγγυούχου γνωρίζοντάς της επιπλέον ότι στο επίδικο πλοίο βρίσκονται ναυτολογημένοι πλοίαρχος και πλήρωμα που είναι, κατά νόμο, υπεύθυνοι για την ασφάλειά του (βλ. σχετ. από 23-2-2017 και από 17-5-2019 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Ενόψει της, κατά τα ανωτέρω, ρητώς εκφρασθείσας αρνητικής βούλησης της πρώτης εναγομένης ως κυρίας του πλοίου, οι ένδικες ενέργειες της ενάγουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνονται προς την εικαζόμενη θέλησή της (πρώτης εναγομένης) για τη διοίκηση των υποθέσεών της, έστω και αν οι επιχειρούμενες πράξεις γίνονται προς το συμφέρον της, εφόσον αυτό είναι επικουρικό σε σχέση με τη θέλησή της και τυγχάνει εφαρμογής μόνο εφόσον αυτή δεν έχει γνωστοποιηθεί στην ενάγουσα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη. Εφόσον λοιπόν, αληθινών υποτιθέμενων των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην ιστορική βάση της αγωγής, δεν πληρούται το πραγματικό του κανόνα δικαίου που στηρίζει το αγωγικό αίτημα, το οποίο, κατά την επικουρική του βάση, επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων διατάξεις (ΑΚ 736 σε συνδ. με ΑΚ 723), η αγωγή  τυγχάνει απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ορθά το νόμο εφάρμοσε και επομένως ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυχγάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειώνεται δε ότι η ένδικη αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, δεν δύναται να εκτιμηθεί ως ερειδόμενη ούτε στις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 737 και 739, περί γνήσιας αθέμιτης και μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων αντίστοιχα, εφόσον σε αυτή την περίπτωση ο διοικητής δικαιούται να ζητήσει την απόδοση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε, μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, νομική βάση που όμως δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή. Κατόπιν όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε την αγωγή με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της εκκαλουμένης διακρίσεις, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά με την ορθή παραπάνω αιτιολογία (αρθ. 534 Κ.Πολ.Δ), όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους ανωτέρω λόγους της έφεσής της, κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος έφεσης, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. ……………/2023 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν αιτήματός τους, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους, να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας  (άρθρα 191 παρ. 2, 176 εδ.α’, 183, 189 παρ. 1ΚΠολΔικ, ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 1-3-2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …./9-3-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. ……/9-3-2023) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 222/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται την έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ……/2023 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης  στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 30 Ιανουαρίου 2025.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ