Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 161/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ  ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    161/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) της υπό εκκαθάριση τελούσας εταιρείας με την επωνυμία <<………>>, η οποία εδρεύει στον Πειραιά, με ΑΦΜ ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται και 2) ……….., κατοίκου ως εκ της εργασίας του Πειραιώς, ατομικώς και υπό την ιδιότητα του ως τέως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της άνω εταιρείας με ΑΦΜ …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Παναγιώτη Πατουλιώτη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Της εφεσίβλητης: υπό εκκαθάριση τελούσας ναυτική εταιρεία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία <<…….>>, η οποία εδρεύει στην περιοχή ……….., με ΑΦΜ ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την πληρεξούσια της δικηγόρο Δέσποινα Λυσιγάκη.

Η εφεσίβλητη – ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από  17.6.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό ……/2022 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τμήματος Ναυτικών Διαφορών. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1984/2023  απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την από 4.10.2023 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό ……../2023 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της  από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – εναγομένων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ένδικη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1984/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 17.6.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022 αγωγή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης – ενάγουσας την 5.9.2023,ως τούτο εμφαίνεται και προκύπτει από την προσαγόμενη με επίκληση από τους εκκαλούντες προσβαλλόμενη απόφαση επί της οποίας έχει τεθεί σχετική επισήμανση επίδοσης αυτής από τον διενεργήσαντα την επίδοση  δικαστικό επιμελητή ……….. με ημερομηνία επίδοσης την 5.9.2023, η δε υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 5.10.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/- και ειδικό …./5.10.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προβλεπόμενης στο νόμο τριακονθήμερης  προθεσμίας. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή αι να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ (e-παράβολο με αριθμό …../2023).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην από 17.6.2022 Με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022 αγωγή  της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις της στο πρώτο βαθμό διορθώθηκε και συμπληρώθηκε (άρθρ. 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ), εξέθετε ότι την 30-7-2020 αγόρασε από την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει μοναδικός εταίρος και διαχειριστής, το ξύλινο επαγγελματικό σκάφος με το όνομα <<ΠΙΙ>>με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …….., χαρακτηρισμένο ως ελληνικό παραδοσιακό, έτους κατασκευής 1993, το οποίο μετονομάστηκε σε <<Ο>> έναντι τιμήματος 170.000 ευρώ. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος ήταν ο κατασκευαστής και ναυπηγός που ναυπήγησε το ένδικο σκάφος, τον Αύγουστο του 2019, ότε υπεγράφη το από 13-8-2019 προσύμφωνο πώλησης, παρέστησε ψευδώς στο ………., βασικό μέτοχο της ενάγουσας, που είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις της αγοραπωλησίας, ότι το εν λόγω σκάφος ήταν από τα καλύτερα και πλέον ασφαλή παραδοσιακά πλοία που υπήρχαν, ότι είχε κατασκευαστεί με τα καλύτερα υλικά και τον καλύτερο εξοπλισμό, πληρώντας όλες τις νόμιμες προδιαγραφές και τους διεθνείς κανονισμούς ασφαλείας, πλην όμως ότι επειδή βρισκόταν σε ακινησία για τρία έτη απαιτούνταν να διενεργηθούν επ’ αυτού κάποιες βασικές εργασίες επισκευής και συντήρησης, ώστε να είναι αξιόπλοο, ύψους κατά προσέγγιση 25.000 ευρώ, τις οποίες ανέλαβε να εκτελέσει ο ίδιος με δαπάνες της ενάγουσας. Ότι η αλήθεια, την οποία γνώριζαν οι εναγόμενοι, η μεν πρώτη ως κυρία του σκάφους και ο δεύτερος ως ναυπηγός, κατασκευαστής, χρήστης και ουσιαστικά ιδιοκτήτης του, ήταν ότι το πωληθέν σκάφος ήταν αναξιόπλοο κι είχε σοβαρά πραγματικά ελαττώματα, καθότι έφερε διαβρωμένους και διάτρητους αγωγούς καυσαερίων των κύριων μηχανών του και μη ναυτικού τύπου καλωδιώσεις, εγκυμονώντας κινδύνους πρόκλησης πυρκαγιάς και ναυαγίου. Ότι τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις ο δεύτερος εναγόμενος επανέλαβε συστηματικά την 22-4-2020, 25-5-2020, 11-6-2020, 3-7-2020, 17-7-2020, ότε υπεγράφησαν τροποποιητικά του προσυμφώνου συμφωνητικά και την 30-7-2020, ότε υπεγράφη το οριστικό συμφωνητικό πώλησης, προκειμένου να ενισχύσει και διατηρήσει την πλάνη του ………… και της ενάγουσας. Ότι την 2-9-2020, κατά τον πρώτο πλου του σκάφους μετά την παράδοσή του στην ενάγουσα, κι ενώ αυτό έπλεε στη θαλάσσια περιοχή Λευκαντί της Εύβοιας, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο σκάφος, η οποία προκλήθηκε αποκλειστικά λόγω των παραπάνω πραγματικών ελαττωμάτων που δολίως οι εναγόμενοι αποσιώπησαν από την ενάγουσα και συνεπεία της οποίας το σκάφος κάηκε ολοσχερώς και βυθίστηκε. Ότι από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, η οποία πληροί την ειδική υπόσταση του αδικήματος της κακουργηματικής απάτης, συνιστώντας αδικοπραξία, η ενάγουσα ζημιώθηκε: α) κατά το ποσό των 158.000 ευρώ και δη 130.000 ευρώ που κατέβαλε έναντι του ανωτέρω τιμήματος και 28.000 ευρώ που κατέβαλε για τις προαναφερθείσες βασικές επισκευές, β) κατά το ποσό των 2.767,31 ευρώ που δαπάνησε για τον εξοπλισμό, τον εφοδιασμό, τη λειτουργία και την εκμετάλλευση του σκάφους, γ) κατά το ποσό των 9.443 ευρώ που δαπάνησε για την ανέλκυση του σκάφους, την ανύψωσή του με γερανό στη θαλάσσια περιοχή της Νέας Λαμψάκου Εύβοιας και την καταβολή προστίμου για πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης, δ) κατά το ποσό των 1.721,20 ευρώ που δαπάνησε ως τμήμα του κόστους διαχείρισης αποβλήτων και παροχής υπηρεσιών αντιρρύπανσης και ε) κατά το ποσό των 403 ευρώ που δαπάνησε ως τέλη ελλιμενισμού του σκάφους στη Μαρίνα Ζέας για το μήνα Αύγουστο 2020, ήτοι συνολικά κατά το ποσό των 172.334,51 ευρώ. Ότι επιπλέον η παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά προκάλεσε στην ενάγουσα μεγάλη ηθική βλάβη και δη έπληξε την πίστη, τη φήμη, τη δραστηριότητα και το εμπορικό της μέλλον, για το λόγο δε αυτό η τελευταία δικαιούται να λάβει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 70.000 ευρώ. Ότι για την αποκατάσταση της περιουσιακής και μη ζημίας της ενάγουσας ενέχονται εις ολόκληρον οι εναγόμενοι και δη ότι η ευθύνη της πρώτης εναγομένης θεμελιώνεται, κατ’ άρθρο 71 ΑΚ, στην ιδιότητα του δεύτερου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου, μοναδικού διαχειριστή και οργάνου, ο οποίος είχε πλήρη εξουσία εκπροσώπησής της και προέβη στην εγκληματική πράξη της απάτης στο όνομα και για λογαριασμό της. Ότι επικουρικά υφίσταται ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων, οι οποίοι πώλησαν στην ενάγουσα το επίδικο σκάφος με σοβαρά και επικίνδυνα πραγματικά ελαττώματα, τα οποία προϋπήρχαν της πώλησης και γνώριζαν καλά οι εναγόμενοι. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών κι επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί πώλησης: 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό των 172.334,51 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση για την περιουσιακή της ζημία και 2) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό των 70.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το ως άνω Δικαστήριο με την 1984/2023 οριστική του απόφαση, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και  έκρινε την αγωγή ως νόμιμη ως προς την κύρια βάση της που ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 299, 147, 149, 340, 345, 346, 481, 914, 919, 926, 932 ΑΚ, 386 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ , έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν ο καθένας εις ολόκλήρον το ποσό των 172.334,21 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της ενώ αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, καθένας εις ολόκληρον το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση και καταδίκασε αυτούς στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας την οποία όρισε στο ποσό των 1.750 ευρώ.

Απ΄ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν έστω και για πρώτη φορά κατ΄ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ και δη η από 20.12.2024 ένορκη βεβαίωση [που λήφθηκε κατά το χρόνο της εκκρεμοδικίας της αγωγής στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με επιμέλεια της εφεσίβλητης – ενάγουσας ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς ……….., η οποία παραδεκτώς προσκομίζεται με επίκληση με τις καταταθείσες προτάσεις της στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 529 παρ.1 ΚΠολΔ, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των  αντιδίκων της, ως τούτο εμφαίνεται και προκύπτει από τις … Ε/- & … Ε εκθέσεις επιδόσεως της σχετικής από 16.12.2024 κλήσης – γνωστοποίησης  προς εξέταση μάρτυρος του διορισμένου στη περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δικαστικού επιμελητή …………, την  οποία επιτρέπει το παρόν Δικαστήριο καθώς εξιστορούνται πραγματικά περιστατικά κρίσιμα που άπτονται της απόδειξης αφενός των προβαλλόμενων αγωγικών ισχυρισμών αφετέρου της ανταπόδειξης των λόγων έφεσης που κρίνονται στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο], τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μη πληρούντα το νόμο αποδεικτικά μέσα, τις υπ’ αριθ.  ../14.11.2022, …/14.11.2022 και …/14.11.20222 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά που ελήφθησαν  νομότυπα με επιμέλεια της ενάγουσας, την υπ’ αριθ. …./1-12-2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας νομότυπα προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγομένων κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, τις υπ’ αριθ. ……./15-11-2022, ……../15-11-2022 και ………./15-11-2022 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης της αντιδίκου τους, πλην της υπ’  αριθ. ……/25-1 1-2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς η οποία ελήφθη με επιμέλεια των εναγομένων χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψιν ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αφού συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθότι λήφθηκε χωρίς προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, απ’  όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), [απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του προβαλλομένου με την προσθήκη – αντίκρουση ισχυρισμού των εκκαλούντων περί απαραδέκτου επαναφοράς πρωτόδικων ισχυρισμών της αντιδίκου κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ για το λόγο ότι ενσωματώνει με συρραφή το κείμενο των προτάσεων και προσθήκης – αντίκρουσης της πρωτοβάθμιας συζήτησης στις από 19.1.2025 προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να κάνει ειδική μνεία των ισχυρισμών που επανυποβάλλει , σε σύντομη περίληψη και χωρίς να παραπέμπει στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν δεδομένου ότι  η προβλεπόμενη από το  άρθρο 240 ΚΠολΔ ρύθμιση της επαναφοράς προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, όπως από το περιεχόμενό της σαφώς προκύπτει, αφορά τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις όχι δε και εκείνους που περιέχονται στην αγωγή (ΑΠ 2165/2007)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία συστάθηκε την 27-8-2019 από το ……….. και το ………. με αποκλειστικό σκοπό την κτήση κυριότητας, εκμετάλλευση και διαχείριση ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά. Ακολούθως η πρώτη εναγόμενη εταιρεία συστάθηκε με σκοπό την αγορά, ναυπήγηση και ιδιοκτησία πλοίων υπό ελληνική σημαία και την εκμετάλλευση ιδιόκτητων πλοίων και τουριστικών σκαφών στη πλοιοκτησία της οποίας ανήκε το Ε/Γ-Τ/Ρ  σκάφος με το όνομα  <<ΠΙΙ>> με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……, κ.ο.χ. 44, ολικού μήκους 19,82 μέτρων, πλάτους 4,80 μέτρων, βυθίσματος 3,22 μέτρων, έτους κατασκευής 1993, το οποίο ήταν ξύλινο και χαρακτηρισμένο ως ελληνικό παραδοσιακό, ενώ μοναδικός εταίρος και διαχειριστής αυτής τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος.  Στη συνέχεια, δυνάμει του από 13-8-2019 προσυμφώνου, που υπεγράφη μεταξύ της πρώτης εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης από το δεύτερο εναγόμενο και του ………., ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της υπό σύσταση τότε ενάγουσας εταιρείας, συμφωνήθηκε η πώληση του παραπάνω επαγγελματικού σκάφους στην ενάγουσα, έναντι τιμήματος 170.000 ευρώ. Περαιτέρω, εξαιτίας του ότι το σκάφος βρισκόταν σε ακινησία τα τελευταία χρόνια και απαιτούνταν να διενεργηθούν επ’ αυτού κάποιες εργασίες επισκευής και συντήρησης, η πωλήτρια εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση, προς εξυπηρέτηση της αγοράστριας, να πραγματοποιήσει με δαπάνες της αγοράστριας κάθε απαραίτητη ενέργεια επισκευής, ώστε το σκάφος να καταστεί αξιόπλοο. Οι παραπάνω εργασίες κοστολογήθηκαν  στο ποσό των 25.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε κατά την ημερομηνία υπογραφής του προσυμφώνου, ενώ επιπλέον καταβλήθηκε και το ποσό των 20.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος. Το υπόλοιπο του τιμήματος συμφωνήθηκε να καταβληθεί εν μέρει και δη ως προς το ποσό των 80.000 ευρώ κατά την ημερομηνία της οριστικής συμφωνίας και ως προς το ποσό των 70.000 ευρώ τμηματικά σε δόσεις, ενώ ρητώς ορίστηκε πως η σύμβαση πώλησης τελούσε υπό τη διαλυτική αίρεση της πλήρους εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος των 70.000 ευρώ. Ως ημερομηνία πώλησης και παράδοσης του σκάφους ορίστηκε η 25-9-2019, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως θα έχουν πραγματοποιηθεί οι ανωτέρω επισκευές, ώστε το σκάφος να είναι αξιόπλοο, ενώ με τον υπ’ αριθ. 6 όρο του προσυμφώνου ορίστηκε ότι μέχρι την παράδοση του σκάφους στον αγοραστή το σκάφος θα είναι στην ευθύνη της πωλήτριας η οποία και θα βαρύνεται με όλα τα έξοδα αυτού, το δε σκάφος θα παραδοθεί στον αγοραστή ελεύθερο από οιεσδήποτε ζημίες και με όλα τα πιστοποιητικά του συμπεριλαμβανομένου του πρωτοκόλλου γενικής επιθεώρησης και του πιστοποιητικού καταμέτρησης, σε ισχύ και χωρίς οιεσδήποτε προϋποθέσεις ή συστάσεις από τις αρμόδιες αρχές κατά την παράδοση αυτού. Επίσης προβλέφθηκε ότι όλος ο εγκατεστημένος μηχανολογικός, ηλεκτρολογικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός του σκάφους θα πρέπει να είναι σε καλή κατάσταση και απόλυτα λειτουργικός σύμφωνα με τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική κατά την παράδοση του σκάφους». Πλην όμως με την πάροδο του χρόνου προέκυψε η ανάγκη διενέργειας πρόσθετων εργασιών επισκευής του πωλούμενου σκάφους, οι οποίες με βάση τις ανωτέρω συμφωνίες βάρυναν την πρώτη εναγομένη πωλήτρια, γη οποία, όμως, αδυνατούσε να πραγματοποιήσει αυτές λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Προς τούτο πρότεινε στην ενάγουσα, με διαδοχικές τροποποιήσεις του παραπάνω προσυμφώνου, να της καταβάλει διάφορα ποσά, τα οποία μετά από νεότερες συμφωνίες καταλογίστηκαν ως επιπλέον προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος, ενώ ταυτόχρονα με κάθε καταβολή παρατεινόταν ο χρόνος κατάρτισης της οριστικής σύμβασης και παράδοσης του σκάφους και τροποποιείτο το πλάνο αποπληρωμής του υπολειπόμενου τιμήματος. Ειδικότερα μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων υπεγράφησαν τα κάτωθι τροποποιητικά του προσυμφώνου ιδιωτικά συμφωνητικά: α) το από 22-4-2020 (α΄ τροποποιητικό) συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου, αφού κατονομάστηκε η ενάγουσα ως αγοράστρια του σκάφους, υπεισερχόμενη σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού αγοραστή που προβλέπονταν από το παραπάνω προσύμφωνο, κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το ποσό των 32.122 ευρώ και ορίστηκε ως ημερομηνία οριστικής πώλησης του σκάφους η 25-5-2020, β) το από 25-5-2020 (β΄ τροποποιητικό) συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέβαλε, καθ’ υπόδειξη της πρώτης εναγομένης, το ποσό των 10.000 ευρώ στον καραβομαραγκό ………. για την αντικατάσταση του πίσω πρυμναίου ιστού και ορίστηκε ως ημερομηνία οριστικής πώλησης η 19-6-2020, γ) το από 11-6-2020 (γ΄τροποποιητικό) συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέβαλε, καθ’ υπόδειξη της πρώτης εναγομένης, το ποσό των 2.146 ευρώ στον ελαιοχρωματιστή ………… ενώ επιπλέον κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το ποσό των 3.000 ευρώ, πλην όμως όχι έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος, αλλά ως επιπλέον χρηματικό ποσό του ήδη καταβληθέντος (ποσού των 25.000 ευρώ) για τη διενέργεια επισκευών επί του σκάφους, δ) το από 3-7-2020 (δ΄ τροποποιητικό) συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το ποσό των 18.000 ευρώ για την εξόφληση οφειλών, βαρών και χρεών του σκάφους που βάρυναν την τελευταία και ε) το από 17-7-2020 (ε΄ τροποποιητικό) συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το ποσό των 37.732 ευρώ για την εξόφληση οφειλών, βαρών και χρεών του σκάφους που βάρυναν την τελευταία. Τελικώς, την 30-7-2020 υπεγράφη το οριστικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας, δυνάμει του οποίου πωλήθηκε το ένδικο σκάφος στην ενάγουσα και η τελευταία κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το ποσό των 10.000 ευρώ, ενώ το υπολειπόμενο μέρος του τιμήματος, το οποίο μετά τις παραπάνω καταβολές ανερχόταν σε 40.000 ευρώ, συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δύο ετήσιες ισόποσες δόσεις των 20.000 ευρώ εκάστη, εκ των οποίων η πρώτη πληρωτέα την 31-10-2021 και η δεύτερη την 31-10-2022. Συνεπώς, η ενάγουσα από την υπογραφή του προσυμφώνου μέχρι και την υπογραφή του οριστικού συμφωνητικού πώλησης κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των (20.000 + 32.122 + 10.000 + 2.146 + 18.000 + 37.732 + 10.000 =) 130.000 ευρώ έναντι του τιμήματος και το ποσό των (25.000 + 3.000 =) 28.000 ευρώ για επισκευές στο σκάφος, ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των (130.000 + 28.000 =) 158.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι καίτοι μεταξύ των συμβαλλομένων στην πώληση μερών υπεγράφη το από 30-7-2020 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, το σκάφος περιήλθε στην κατοχή της ενάγουσας περί τα τέλη Αυγούστου του 2020, καθότι ο δεύτερος εναγόμενος της είχε παραδώσει μεν τα κλειδιά του σκάφους, αλλά όχι και την κάρτα εισόδου στη Μαρίνα Ζέας, όπου το σκάφος ελλιμενιζόταν από την 9-7-2020.Να σημειωθεί ότι όλες οι ανωτέρω συμφωνίες για τη πώληση, επισκευή, παράδοση και αποπληρωμή του τιμήματος του ένδικου σκάφους συνομολογούνται απ΄όλους τους διαδίκους, χωρίς μάλιστα να έχει προβληθεί οιοσδήποτε λόγος έφεσης από τους εκκαλούντες – εναγόμενους αναφορικά με τα αποδεικτέα ως άνω θέματα.  Στη συνέχεια την  1-9-2020 και περί ώρα 09.30 π.μ. ο ……….. επιχείρησε να εκτελέσει τον πρώτο πλου με το επίδικο σκάφος, επί του οποίου επέβαιναν τρία ακόμη άτομα, αποπλέοντας από τη Μαρίνα Ζέας με τελικό προορισμό το λιμένα Χαλκίδας. Ωστόσο, την 2-9-2020 και περί ώρα 05.00 π.μ., ενώ το σκάφος έπλεε στη θαλάσσια περιοχή Λευκαντί Ευβοίας, ο ανωτέρω κυβερνήτης του σκάφους αντιλήφθηκε την ύπαρξη πυκνών καπνών που προέρχονταν από το χώρο του μηχανοστασίου, χωρίς όμως  μέχρι η στιγμή εκείνη να έχει ενεργοποιηθεί η ένδειξη <<αλαρμ>> που αφορά τη δυσλειτουργία των μηχανών. Άμεσα ακινητοποίησε το σκάφος και με τη συνδρομή ων λοιπών τριών επιβαινόντων ατόμων με τη χρήση των υφιστάμενων στο πλοίο πυροσβεστικών μέσων αλλά και με τη χρήση κουβάδων για ρίψεις θαλάσσιου ύδατος στο χώρο του μηχανοστασίου επιχείρησαν την κατάσβεση της φωτιάς, η οποία είχε εκδηλωθεί στον ανωτέρω περίκλειστο χώρο, χωρίς ακόμη κατά το πρώιμο τούτο στάδιο να έχει εμφανιστεί φλόγα στην επιφάνεια του καταστρώματος όπου ευρίσκονταν τα προαναφερθέντα άτομα. Παράλληλα ο ίδιος χειριστής του σκάφους χωρίς καθυστέρηση ειδοποίησε το Λιμεναρχείο, τη Πυροσβεστική Υπηρεσία και τον Οργανισμό Λιμένων Νοτίου Εύβοιας, όπου κατόπιν επικοινωνίας του με εκπρόσωπο του τελευταίου, εκτιμώντας τον υφιστάμενο κίνδυνο, του ανακοίνωσε ότι θα έστρεφε το σκάφος στα παρακείμενα αβαθή ύδατα, όπως και έπραξε, οπότε και το πλοίο επικάθισε σε αυτά αναμένοντας πλέον τη σωστική συνδρομή των αρχών. Μετά την προσάραξή του σε απόσταση περίπου 200 μέτρων από την  ακτή ανεφάνη το ναυαγοσωστικό σκάφος Ε/Γ-Ν/Γ <<Ε>> με κυβερνήτη το ………….,  ναυαγοσώστη και ανάδοχο ναυαγοσωστικής κάλυψης της εν λόγω θαλάσσιας περιοχής, το οποίο μετέφερε ασφαλώς τους επιβαίνοντες στην παρακείμενη ακτή. Ακολούθως το σκάφος κάηκε ολοσχερώς, η δε  πυρκαγιά που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις κατασβέστηκε  περί ώρα 11.15 π.μ. της ίδιας ημέρας με τη συνδρομή του σώματος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Χαλκίδας. Να σημειωθεί ότι το επίδικο σκάφος μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς παρέμεινε στο σημείο που είχε προσαράξει ημιβυθισμένο και αναξιόπλοο. Στη συνέχεια στα  πλαίσια της διενεργηθείσας από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Χαλκίδας αστυνομικής προανάκρισης για το αδίκημα του εμπρησμού εξ αμελείας διορίσθηκαν πραγματογνώμονες ο ναυπηγός – μηχανολόγος μηχανικός ΕΜΠ …………   και ο επιπυραγός Πυροσβεστικού Σώματος ……….., οι οποίοι, αφού διενήργησαν επανειλημμένως αυτοψία επί του επίδικου σκάφους τόσο όσο αυτό βρισκόταν στη θάλασσα, όσο και μετά την ανέλκυσή του, συνέταξαν την από 15-2-2021 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Οι εν λόγω πραγματογνώμονες διαπίστωσαν ότι η φωτιά εκδηλώθηκε στον εσωτερικό χώρο του μηχανοστασίου, στηριζόμενοι ιδίως: α) στην ύπαρξη εμφαινόμενων διατρήσεων και σημαντικών φθορών από διάβρωση στους χαλύβδινους αγωγούς καυσαερίων των δύο κύριων μηχανών του σκάφους και β) στη χρήση και εγκατάσταση καλωδιώσεων “μη ναυτιλιακού τύπου”, οι οποίες δεν ήταν μονωμένες και προστατευμένες έναντι υγρασίας, θερμοκρασίας περιβάλλοντος χώρου κ.α. Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις τους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι  «.. μπορεί να στοιχειοθετηθεί ως ισχυρή, αν όχι βεβαία, η εκδοχή της πρόκλησης της πυρκαγιάς από χρήση ακατάλληλων υλικών και ελλιπή συντήρηση επί του σκάφους που πηγάζει από εγκατάσταση ακατάλληλου ηλεκτρολογικού εξοπλισμού (καλωδιώσεις μη ναυτικού τύπου) επί του σκάφους και ελλείψεις στην αποτελεσματική συντήρηση στον εξοπλισμό του μηχανοστασίου (διαβρωμένοι και διάτρητοι αγωγοί απαγωγής καυσαερίων). Κατ’ επέκταση της πιο πάνω εκδοχής – καθόσον το σκάφος βρισκόταν σε πορεία πλεύσης και εφόσον στον αναφερόμενο χώρο είχαν δημιουργηθεί αντίξοες συνθήκες υπερθέρμανσης του χώρου – οι προκλήσεις βραχυκυκλωμάτων, επί των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, δηλαδή καλωδιώσεων – ηλεκτρικών πινάκων – ηλεκτρικών κινητήρων, άπαντα ευρισκόμενα στον ευρύτερο χώρο του μηχανοστασίου του σκάφους, δύναται να θεωρηθούν ως η βασική αιτία της ταχείας εξάπλωσης της πυρκαγιάς αρχικώς στο χώρο του μηχανοστασίου και στη συνέχεια σε ολόκληρο το υπόλοιπο σκάφος». Ωστόσο οι εκκαλούντες – εναγόμενοι βάλλουν κατά της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των συμπερασμάτων της άνω τεχνικής έκθεσης, την οποία η εκκαλουμένη απόφαση υιοθέτησε για την παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Ειδικότερα σύμφωνα με τον πρώτο λόγο της έφεσης των εκκαλούντων η εκκαλουμένη κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων έδωσε σε αυτή αυξημένη αποδεικτική δύναμη αφού όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση υπήρχαν ελάχιστες αποδείξεις αφού το σκάφος είχε καταστραφεί από τη φωτιά, οπότε και δε μπορούσε να διαπιστωθεί με ασφάλεια η ύπαρξη ή μη  καλωδιώσεων ναυτικού τύπου καθώς και η ακριβής κατάσταση των αγωγών απαγωγής καυσίμων. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός των εκκαλούντων κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος δεδομένου ότι αφενός η εκκαλουμένη απόφαση εκτίμησε δικονομικά ορθά εκτίμησε την αποδεικτική ισχύ της εν λόγω τεχνικής έκθεσης στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 390 ΚΠολΔ ως γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις εκτιμώντας αυτή ελεύθερα, στο δε αποδεικτικό της πόρισμα κατέληξε σε συνδυασμό με έτερα αναφερόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα από τη συνολική εκτίμηση των οποίων διαμόρφωσε τη δικανική της κρίση, αφετέρου η αντικειμενική αδυναμία ανεύρεσης έτερων στοιχείων για τη διαμόρφωση του τεχνικού πορίσματος των άνω επιστημόνων που οφείλεται στην ολοσχερή καταστροφή του σκάφους από την πυρκαγιά δεν αναιρεί το αποδεικτικό πόρισμα της έκθεσης τους καθώς οι ίδιοι, όπως αναφέρουν στην έκθεση τους με βεβαιότητα που προσεγγίζει το απόλυτο μπόρεσαν να συντάξουν την έκθεση τους και να εντοπίσουν τα αίτια εκδήλωσης της πυρκαγιάς λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα που είχαν απομείνει από την πυρκαγιά κάτι το οποίο άλλωστε συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις καταστροφής από πυρκαγιά, όπου από τα αποτυπώματα αυτής συντίθενται τα αίτια της πρόκλησής της. Επίσης οι εκκαλούντες με τον ίδιο λόγο διατείνονται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν εκτίμησε το μεν τον ειδικό τύπο μηχανών που έφερε το σκάφος τύπου DELPHIN, οι οποίες ήταν υδρόψυκτες, φυσικής αναπνοής, με δύο πλευρικούς αγωγούς εισαγωγής αέρα με εξαεριστήρες, το δε ότι επί 27 έτη λειτουργίας του σκάφους δεν είχε παρατηρηθεί πρόβλημα υπερθέρμανσης. Και ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι όσον αφορά τον τύπο των μηχανών δεν προέκυψε από τις αποδείξεις η ύπαρξη τέτοιων μηχανών και σε κάθε περίπτωση η κατάσταση των μηχανών του σκάφους μέσα από τις επιθεωρήσεις και τα σέρβις του, όσον αφορά δε τον πολυετή χρόνο λειτουργίας του σκάφους δεν προέκυψε από τις αποδείξεις αφού από την κατασκευή του το έτος 1993 και μέχρι τον πρώτο επαγγελματικό του ναύλο (2004) βρισκόταν σε ακινησία για 11 έτη, όπως επίσης και κατά τα έτη  2005 -2007, 2008-2010 και 2010 έως 2014, οπότε και το στοιχείο του χρόνου δεν μπορεί να θεμελιώσει τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εκκαλούντων. Στη συνέχεια οι εκκαλούντες -εναγόμενοι αμφισβητούντες τα ευρήματα της εν λόγω τεχνικής έκθεσης διατείνονται ότι η πρόκληση της πυρκαγιάς στο σκάφος οφειλόταν όχι στα αίτια που οι άνω πραγματογνώμονες υπέδειξαν αλλά σε τρεις διαφορετικές εκδοχές οι οποίες απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στο πλαίσιο της κακής εκτίμησης των αποδείξεων από την εκκαλουμένη επαναφέρονται προς κρίση με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους. Πλέον συγκεκριμένα: Α) με την πρώτη εκδοχή τους ισχυρίζονται ότι η φωτιά προκλήθηκε από υπαιτιότητα του κυβερνήτη του ένδικου σκάφους λόγω της επανεκκίνησης των βρεγμένων μηχανών συνεπεία της οποίας προκλήθηκε  βραχυκύκλωμα, πλην όμως από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις δεν προέκυψε ως βάσιμος κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα ισχυρισμός αυτός εδράζεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης που θέτουν οι εκκαλούντες για την ανάπτυξη του συλλογισμού τους, ο οποίος αναλύεται επιγραμματικά στην εκδοχή ότι εφόσον ο κυβερνήτης του σκάφους μόλις αντιλήφθηκε το καπνό σταμάτησε τις μηχανές του σκάφους, χωρίς μέχρι του σημείου αυτού να έχουν αναφανεί στο κατάστρωμα οι φλόγες από την διατεινόμενη υφέρπουσα πυρκαγιά και ακολούθως για να οδηγήσει ο ίδιος κυβερνήτης κατά την εκτίμησή του στα αβαθή ύδατα για να επιτύχει τη προσάραξη του σκάφους προέβη στη επανεκκίνηση της μηχανής, η οποία εν τω μεταξύ είχε διαβραχεί από θαλάσσιο νερό και πυροσβεστικούς αφρούς κατάσβεσης της φωτιάς. Ωστόσο από τις μαρτυρικές καταθέσεις των επιβαινόντων στο πλοίο, αλλά και των λοιπών που έστερξαν προς υποβοήθηση του κινδυνεύοντος σκάφους σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η υποστηριζόμενη εκδοχή ότι δεν υφίστατο πυρκαγιά μολονότι δεν είχε αναφανεί κατά το πρώιμο στάδιο της στο κατάστρωμα όπου επέβαιναν οι ευρισκόμενοι στο σκάφος κατά το χρόνο εκδήλωσης της φωτιάς δεν έχει το μεν λογικό έρεισμα αφού ο καπνός προϋποθέτει την ύπαρξη φωτιάς, το δε άπαντες οι ανωτέρω επιβεβαίωσαν την ύπαρξη αυτής. Επιπλέον κανένας από τους μάρτυρες δεν κατέθεσε για επανεκκίνηση των μηχανών, η δε προσάραξη του σκάφους στα αβαθή είχε λάβει χώρα με πρωτοβουλία του κυβερνήτη αυτού μετά το κλείσιμο των μηχανών. Κατά συνέπεια απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν τυγχάνει η αποδιδόμενη από τους εκκαλούντες – εναγόμενους πρώτη εκδοχή εκδήλωσης της πυρκαγιάς. Β) Με τη δεύτερη εκδοχή τους διατείνονται ότι η ένδικη πυρκαγιά οφείλεται σε βραχυκύκλωμα που ανέκυψε  από την εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο από ρήγμα που προκλήθηκε στο σκάφος λόγω της προσάραξης αυτού στα αβαθή ύδατα συνεπεία αμελούς χειρισμού του άπειρου κυβερνήτη. Πλην όμως και στη περίπτωση αυτή δεν προέκυψε από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις η ουσιαστική βασιμότητα της εκδοχής αυτής δεδομένου ότι σε συνέχεια των ανωτέρω αναφερομένων άπαντες οι επιβαίνοντες στο σκάφος κατά το κρίσιμο χρόνο πρόκλησης της πυρκαγιάς συγκλίνουν στο γεγονός ότι αυτή προκλήθηκε σε χρόνο που δεν είχε προσαράξει το σκάφος στα αβαθή, οπότε δεν δύναται να γίνει λόγος για πρόκληση της φωτιάς σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο δεδομένου ότι η προσάραξη ακολούθησε της εκδήλωσης της φωτιάς. Να σημειωθεί δε ότι ο ισχυρισμός αυτός εδράζεται στο προαναφερθέντα αλυσιτελή προβαλλόμενο ισχυρισμό των εκκαλούντων περί ανυπαρξίας φωτιάς κατά την εμφάνιση καπνού εξερχομένου από το μηχανοστάσιο του σκάφους. Γ) Με την τρίτη εκδοχή τους οι εκκαλούντες – εναγόμενοι διατείνονται ότι η πρόκληση της πυρκαγιά οφειλόταν σε δυσλειτουργία των ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων τις οποίες τοποθέτησε ο ιδιοκτήτης του σκάφους χωρίς να ενημερώσει τον νηογνώμονα παρακολούθησης του. Επί του ισχυρισμού αυτού από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι οι μόνες εργασίες που εκτελέστηκαν επί του πλοίου κατά το στάδιο της πώλησης του ήταν αυτές που είχαν ανατεθεί το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος και επιλήφθηκε αυτών. Όσον αφορά τη τοποθέτηση καμερών ασφαλείας προέκυψε ότι πράγματι είχε γίνει λόγο μεταξύ των συμβαλλομένων στην πώληση του σκάφους μερών, όπου μάλιστα ο δεύτερος ο εναγόμενος θα υποδείκνυε στην ενάγουσα το μέρος στο οποίο θα τοποθετούνταν καθώς και θα αναλάμβανε τις εργασίες εγκατάστασης αυτών. Ωστόσο η εγκατάσταση αυτών δεν πραγματοποιήθηκε πλην της τοποθέτησης δύο κελυφών – κυτίων τοποθέτησης των καμερών,  μολονότι παρέδωσε το αναγκαίο υλικό στον δεύτερο εναγόμενο. Όλα τα ανωτέρω καταθέτει μετά λόγου γνώσης στην ……./2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ο μάρτυρας ……. ο οποίος είχε αναλάβει την εκτέλεση ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και παρεμβάσεων στο πλοίο. Επιπλέον από την προαναφερόμενη τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν προέκυψε η ύπαρξη τέτοιων ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων σε κάθε δε περίπτωση δεν απέδωσαν την πρόκληση της πυρκαγιάς σε τέτοιο τύπο καλωδίωσης ενώ σύμφωνα με την κατάθεση του ίδιου μάρτυρα η καλωδίωση που χρησιμοποιείται για την εγκατάσταση καμερών ασφαλείας δεν έχει τάση και φορτίο ικανό να προκαλέσει οιαδήποτε ανάφλεξη. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω ούτε και αυτή η εκδοχή πρόκληση της ένδικης πυρκαγιάς αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο υπό κρίση δεύτερος λόγος της έφεσης υπό την ανωτέρω πολλαπλή θεμελίωση του πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ακολούθως  οι εκκαλούντες-εναγόμενοι σε αντίκρουση του ισχυρισμού της πραγματογνωμοσύνης περί τοποθέτησης καλωδίων μη ναυτικού τύπου χωρίς μόνωση με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ισχυρίστηκαν με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους ότι κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του έτους 1999 αγοράστηκαν από την πρώτη εναγομένη και εγκαταστάθηκαν επί του επίδικου σκάφους καλώδια ναυτικού τύπου με μόνωση E.P.R. και επένδυση P.V.C. Προς απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού προσκόμισαν με επίκληση τα αναφερόμενα στις προτάσεις τους  σχετικά τιμολόγια – δελτία αποστολής της επιχείρησης …………. Από την επισκόπηση αυτών προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη προέβη πράγματι στην αγορά ναυτικού τύπου με ημερομηνίες αγοράς τούτων την 29-6/-, 1-7/-, 9-7/-, 16-7/-, 22/7- και 30/7/1999, ήτοι οι αγορές αυτών πραγματοποιήθηκαν εντός των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 1999, ως τόπος παράδοσης αυτών αναγράφεται η έδρα της αγοράστριας εταιρείας πρώτης εναγομένης στην ………… Παράλληλα προς περαιτέρω επίρρωση ρου ισχυρισμού τους με τις προτάσεις τους επικαλέστηκαν τα ………., ……….. και …….. πιστοποιητικά της LIoyd’s AE με ημερομηνίες έκδοσης αυτών τις 22.5.1998,22.5.1998 και 20.8.1998 αντιστοίχως τα οποία εκδόθηκαν κατόπιν αιτήματος της εταιρείας ……….. , πωλήτρια των ανωτέρω καλωδίων εταιρεία στην Ελλάδα προκειμένου να πιστοποιήσει ότι ο υπογράφων αυτά επιθεωρητής της παρευρέθη την 6η Μαίου 1998 στο εργοστάσιο της εταιρείας στο …… Κορίνθου προς εξέταση των ηλεκτρικών καλωδίων που κατασκευάστηκαν κατά παραγγελία της εταιρείας ……….. με παραγγελία εργασιών με αριθ.9/98, τα δύο πρώτα, και 23/98 το τρίτο από αυτά. Επιπλέον επικαλούνται με επίκληση και το φορολογικό βιβλίο καταχώρησης υλικών και αντικειμένων της πρώτης εναγομένης όπου στις με α/α 3 και 5  καταχωρίσεις εμφανίζονται καταχωρήσεις δελτίων παραγγελιών  με ημερομηνίες καταχώρησης 29.6.1999 και 1.7.1999 με στοιχεία Προμηθευτή την εταιρεία …….., με αναγραφόμενο είδος <<διάφορα υλικά>> και ημερομηνία χρησιμοποίησης ή ενσωμάτωσης στο σκάφος στις 29.6.1999 και 1.7.1999 καθώς και τις α/α 6 και 8 αντίστοιχες καταχωρήσεις με ημερομηνίες 9/7/1999 και 30/71999, με στοιχεία προμηθευτή …………. και περιγραφή είδους διάφορα υλικά με ημερομηνίες χρησιμοποίησης ή ενσωμάτωσης στο σκάφος στις 9.7.199 και 30.7.1999.  Από το συνδυασμό τω ανωτέρω εγγράφων προκύπτει ότι πράγματι η πρώτη εναγόμενη προέβη μεν στην αγορά ηλεκτρολογικού υλικού πλην όμως δεν προέκυψε ότι το υλικό αυτό που αγοράσθηκε χρησιμοποιήθηκε στο υπό ναυπήγηση τότε ένδικο σκάφος. Πλέον συγκεκριμένα στο σύνολο των προσκομιζομένων τιμολογίων αγοράς καλωδίων – δελτίων αποστολής ως τόπος παράδοσης του υλικού εμφαίνεται η έδρα της πρώτης εναγομένης στον Πειραιά και όχι το ναυπηγείο στο οποίο κατασκευαζόταν το ένδικο σκάφος, οπότε και δεν προκύπτει με σαφήνεια αν το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε στο ένδικο σκάφος. Επιπλέον τα πραναφερθέντα τρία πιστοποιητικά της Lloyd;s AE φέρουν ημερομηνίες έκδοσης το έτος 1998 ήτοι ένα χρόνο πριν την αγορά των καλωδίων που σύμφωνα με ανωτέρω τιμολόγια αυτά εκδόθηκαν το θέρος του έτους 1999 ενώ στα ίδια πιστοποιητικά αναφέρεται ότι αυτά εκδόθηκαν και αφορούν παραγγελίες εργασιών με αριθμούς …./98 και …./98 χωρίς όμως να προσκομίζονται οι παραγγελίες αυτές ώστε να προκύπτει με σαφήνεια ότι πρόκειται για πιστοποιήσεις που αφορούσαν το υπό ναυπήγηση σκάφος. Επίσης από την επισκόπηση των πιστοποιητικών αυτών δεν προκύπτει ο συνδετικός δεσμός της πρώτης εναγομένης με την αιτία έκδοσης αυτών. Τέλος από την προσκόμιση του προαναφερθέντος βιβλίου προκύπτει ότι οι σχετικές παραγγελίες υλικών καταχωρήθηκαν μεν στο φορολογικό βιβλίο προς αποφυγή φορολογικών παραβάσεων της πρώτης εναγομένης πλην όμως δεν προκύπτει σε συνδυασμό και με τα λοιπά ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα ότι τοποθετήθηκαν στο ένδικο σκάφος. Να σημειωθεί ότι οι εκκαλούντες – εναγόμενοι επικαλούνται και το υπ’ αριθ. …../1997 Βιβλίο Ατελούς Παραλαβής Εφοδίων και Υλικών του Υπουργείου Οικονομικών που εκδόθηκε για το σκάφος Ε/Γ – Τ/Ρ <<Π>> στο οποίο έχουν καταχωρηθεί μόνον σφραγίδες της φορολογικής Αρχής σχετικά με φορολογικά θέματα που αφορούσαν τη ναυπήγηση του πλοίου και ουδεμία άλλη εγγραφή, πλην όμως το βιβλίο αυτό εμφανίζει αντιφάσεις ως προς το όνομα του πλοίου για το οποίο εκδόθηκε καθώς φέρεται να έχει εκδοθεί στο όνομα <<Π>> ακολούθως να εμφανίζεται το όνομα <<ΠΙΙ>> με συνέπεια να δημιουργείται στο Δικαστήριο εύλογη αμφιβολία περί του αν το βιβλίο αυτό αφορά το ένδικο ή άλλο πλοίο. Σε κάθε περίπτωση η προσκόμιση αυτού δεν συνεισφέρει αποδεικτικά στη τεκμηρίωση του υπό κρίση ισχυρισμού τους πλην της φορολογικής διευθέτησης των θεμάτων που αφορούν το υπό ναυπήγηση σκάφος. Περαιτέρω δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι στο ένδικο σκάφος ανευρέθησαν  καλωδιώσεις μη ναυτικού τύπου για τις οποίες γίνεται λόγος στη πραγματογνωμοσύνη στην οποία μάλιστα έχουν επισυναφθεί και σχετικές φωτογραφίες τέτοιων κατεστραμμένων καλωδίων γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι σε κάθε περίπτωση είχαν χρησιμοποιηθεί καλώδια μη ναυτικού τύπου. Επιπλέον από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι οι εναγόμενοι ήταν εκείνοι που είχαν επιληφθεί  του συνόλου των ηλεκτρολογικών εργασιών τόσο κατά το στάδιο της ναυπήγησής του, όσο και κατά το στάδιο των εργασιών συντήρησης που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της ένδικης πώλησης, χωρίς όμως να εξηγούν την ύπαρξη τέτοιων καλωδίων εντός του σκάφους λαμβανομένου υπόψη  ότι η ενάγουσα ουδεμία πρόσβαση είχε επί του πλοίου ενώ από την παράδοση της νομής του σκάφους μέχρι την ολοσχερή καταστροφή αυτού παρήλθαν μόλις λίγα εικοσιτετράωρα, οπότε και δεν μπορεί να γίνει λόγος για επέμβαση της τελευταίας στα ηλεκτρολογικά του σκάφους. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω η εκκαλουμένη απόφαση η οποία απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό των εκκαλούντων  ως  κατ΄ουσίαν αβάσιμο με παρόμοια αιτιολογία που παραδεκτώς συμπληρώνεται με την παρούσα κατ άρθρο 534 ΚΠολΔ.  δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων βάλλεται η εκκαλουμένη διότι απέρριψε εσφαλμένως την ένσταση συμψηφισμού που πρότειναν με τις πρωτόδικες προτάσεις δεχόμενη το ανεπίτρεπτο του συμψηφισμού λόγω αδικοπραξίας κατ΄άρθρο 450 περ.1 ΑΚ. Επ αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 440 ΑΚ “ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”. Εξάλλου κατά το άρθρο 450 ΑΚ “Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε προκαταβολικά από αυτόν”, κατά δε το άρθρο 451 ΑΚ “Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαιτήσεως”. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 440, 450 και 451 ΑΚ προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις του μονομερούς συμψηφισμού είναι: α) η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, β) το ομοειδές του αντικειμένου των απαιτήσεων αυτών, γ) το έγκυρο, νομικώς τέλειο και ληξιπρόθεσμό, τους και δ) το επιτρεπτό του συμψηφισμού, δηλ. ότι ο συμψηφισμός δεν θα πρέπει να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, όπως είναι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 1 ΑΚ, κατά την έννοια της οποίας, απαγορεύεται συμψηφισμός, αν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση από αδίκημα είναι δόλια, χωρίς και να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία αυτού (υπόχρεου) να συνιστά ποινικό αδίκημα (ΑΠ 409/2016 ΝΟΜΟΣ). Στη προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες προέβαλαν νομίμως και εμπροθέσμως πρωτοδίκως και επανέφεραν με τον ως άνω λόγο έφεσης του την ένσταση συμψηφισμού της ανταπαίτησής τους κατά της ενάγουσας, συνολικού ποσού 40.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο μη καταβληθέν υπόλοιπο οφειλόμενο τίμημα από τη πώληση του ένδικου σκάφους που αντιστοιχεί σε δύο ληξιπρόθεσμες και απαιτητές κατά την 31.10.2020 και 31.10.2022 ισόποσες δόσεις ποσού 20.000 ευρώ η καθεμία το οποίο εξακολουθεί να οφείλει μέχρι και σήμερα. Πλην όμως η εν λόγω ένσταση κατά το μέρος που βάλλει κατά των επίδικων δικαιωμάτων δικαστικής διάπλασης, είναι νόμω αβάσιμη, δεδομένου ότι  σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. ΑΚ και τα διαλαμβανόμενα στη σχετική νομική σκέψη, απαγορεύεται ο συμψηφισμός ανταπαίτησης κατά απαίτησης που προέρχεται από αδικοπραξία, και επομένως οι εναγόμενοι – εκκαλούντες  ευθυνόμενοι έναντι της ενάγουσας-εφεσίβλητης σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν μπορούν να προτείνουν παραδεκτώς σε συμψηφισμό προς την απαίτηση αυτή της ενάγουσας-εκκαλούσας την επικαλούμενη ανταπαίτησή τους από τη σύμβαση. Συνεπώς, η εκκαλούμενη, η οποία έκρινε τα ίδια και απέρριψε τη σχετική ένσταση   ως νόμω αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον ανωτέρω λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ υσίαν αβάσιμα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει  η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες λόγω της ήττας τους  στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες ηλεκτρονικού παραβόλου άσκησης της έφεσης, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 4.10.2023 έφεση κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …../2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …/2023 κατά της με αριθμό 1984/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς-Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με αριθμό ………..

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00)  ευρώ.

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Μαρτίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ