Αριθμός 121/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στη ……. Κύπρου (οδός ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Στέφανο Λύρα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Ειρήνη Κοντοσέα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).(ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ)
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………., 2) …………., 3) …………., 4) ………. και 5) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Ειρήνη Κοντοσέα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).(ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στη ……… της Κύπρου και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά (οδός ………), με την επωνυμία «……..», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Στέφανο Λύρα.
Οι ……….., άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑ ………./2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ 2991/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η εναγόμενη και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β εφεσίβλητη με την από 26.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……/2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2024) έφεσή της και β) οι ενάγοντες και ήδη υπό στοιχ Β εκκαλούντες με την από 26.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2024) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας-Β εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-Β εκκαλούντων, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 26.1.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ……./2024 και ………./2024 και προσδιορισμού …../2024 και ……./2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2991/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ), επί της από 22.12.2020 με αριθμό κατάθεσης ……../2020 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση των εφέσεων, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 22.12.2020 με αριθμό κατάθεσης ……./2020 αγωγή οι ενάγοντες εξέθεταν ότι η εναγομένη ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρία με έδρα την Κύπρο και υποκατάστημα στον Πειραιά, είναι πλοιοκτήτρια του ταχύπλοου επιβατηγού οχηματαγωγού AJ και εκτελεί μεταφορές επιβατών και οχημάτων. Ότι συμμετέχει σε όμιλο εταιριών που έχουν ταχύπλοα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν πλόες εσωτερικού και τα οποία έχουν ως κοινό ότι δεν έχουν χώρους κατάλληλους για την ενδιαίτηση του πληρώματος. Ότι αυτά εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 1 του πδ 381/2001 από το οποίο ορίζεται, μεταξύ άλλων, χρόνος απασχόλησης του πληρώματος 8 ώρες ημερησίως οι οποίες δεν δύναται να παραταθούν πέραν των 10 ωρών ημερησίως και όλως εξαιρετικώς στις 11 ώρες ημερησίως υπό την προϋπόθεση ότι η απασχόληση αυτή δεν θα υπερβαίνει τις 70 ώρες τη βδομάδα. Ότι επειδή λόγω της έκτασης των δρομολογίων απαιτείται η απασχόληση πληρωμάτων επί περισσότερες ώρες θα έπρεπε η κάθε πλοιοκτήτρια να ναυτολογεί δύο πληρώματα, δηλαδή να απασχολεί διπλάσιο αριθμό ναυτικών. Ότι για να μην προσλαμβάνουν διπλάσιο αριθμό ναυτικών κάθε μία από αυτές τις πλοιοκτήτριες προσλάμβαναν και απασχολούσαν ένα βασικό (πρώτο) πλήρωμα και στη συνέχεια για να απασχολούν πέραν του νομίμου ωραρίου προσλάμβαναν τους ίδιους ναυτικούς ως δεύτερο πλήρωμα με αυτοτελείς συμβάσεις ναυτικής εργασίας προκειμένου αυτοί να απασχολούνται στα τμήματα των δρομολογίων που υπερέβαιναν τις επιτρεπόμενες ώρες απασχόλησης του “πρώτου” πληρώματος του πλοίο, με αποτέλεσμα όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην αγωγή “ακόμα και τις ώρες που στα πλοία εργάζεται το πιο πάνω “δεύτερο” πλήρωμα, το κύριο πλήρωμα δεν αποβιβάζεται ούτε απαλλάσσεται από τα καθήκοντα του”. Ότι ακολούθως στα πλαίσια της παραπάνω πρακτικής ο πρώτος δεύτερος και πέμπτος εξ αυτών κατάρτισαν διαδοχικές συµβάσεις ναυτικής εργασίας δυνάμει τον οποίων προσλαμβάνονταν κάθε φορά για αόριστο χρόνο και ναυτολογούντο, κατ’ άρθρα 37, 53 και 54 ΚΙΝΔ, ως µέλη του «δεύτερου» πληρώµατος, και στο ως άνω πλοίο AJ, ενώ οι συµβάσεις κάθε φορά λύνονταν εντός ελαχίστων ηµερών, ή ακόµα και αυθηµερόν. Ειδικότερα, σε εκτέλεση των συµβάσεων αυτών, ναυτολογηθήκαν και υπηρετήσαν σε αυτό: Ο πρώτος µε την ειδικότητα του πλοίαρχου (Μ.Ε.Θ. ΚΑ …..), από 10.6.2019 έως 11.6.2019, από 3.7.2019 έως 4.7.2019, από 16.7.2019 έως 17.7.2019, από.13.8.2019 έως 14.8.2019 και την 26.8.2019. Ο δεύτερος, µε την ειδικότητα του προϊστάµενου ηλεκτρολόγου (Μ.Ε.Θ. Μ …..), από 10.6.2019 έως 11.6.2019, από 3.7.2019 έως 4.7.2019 και από 16.7.2019 έως 17.7.2019. Ο πέµπτος µε την ειδικότητα του ναυκλήρου (Μ.Ε.Θ. ΣΤ …..), από 11.7.2019 έως 12.7.2019 και από 21.7.2019 έως 22.7.2019. Ότι οι τρίτος και τέταρτος εξ αυτών προσλήφθηκαν από την εναγόµενη µε συµβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάµει των οποίων ναυτολογηθήκαν στο ανωτέρω πλοίο AJ, από τον πλοίαρχο κατ’ άρθρα 53 – 54 ΚΙΝΔ, και υπηρετήσαν σε αυτό ως µέλη του «πρώτου» πληρώµατος, ως εξής : Ο τρίτος στο πλοίο την 16.5.2019 στη Χαλκίδα, µε την ειδικότητα του προϊστάµενου οικονοµικού αξιωµατικού (Μ.Ε.Θ. Μ …), και υπηρέτησε σε αυτό µέχρι την απόλυσή του την 30.10.2019 στο Λαύριο και ο τέταρτος στο πλοίο την 4.3.2020 στη Σύρο, µε την ειδικότητα του υπάρχου (Μ.Ε.Θ. Μ …..), και υπηρέτησε σε αυτό µέχρι την απόλυσή του την 29.4.2020 στο λιµάνι του Λαυρίου. Ότι κάθε φορά κατά την πρόσληψή τους, συµφωνείτο ότι ως αµοιβή της εργασίας µας θα λάµβαναν τις µηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν και καθορίζονταν για την ειδικότητα καθενός, από τη Συλλογική Σύµβαση Ναυτικής Εργασίας ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, όπως θα ίσχυε αυτή για το κάθε έτος, και µέχρι την αντικατάστασή της από νεότερη ΣΣΝΕ, πλέον αµοιβής κατ’ αποκοπή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ότι απασχολήθηκαν πραγματικά έκαστος κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο ημέρες και (σύντομα) χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2018 και 2019 στο ανωτέρω πλοίο, που εκτελούσε τα επίσης αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, με αφετηρία το λιμάνι της Ραφήνας και προορισμό τους λιμένες διαφόρων νήσων των Κυκλάδων, και την Αλεξανδρούπολη με προορισμό τη Σαμοθράκη. ‘Οτι, παρότι ο μισθός τους είχε συνομολογηθεί κατά μήνα και οι ανωτέρω ναυτολογήσεις τους διήρκησαν χρονικό διάστημα μικρότερο του μηνός, δεν τους καταβάλλονταν πλήρεις οι μηνιαίες αποδοχές τους, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, ει μη μόνον οι αποδοχές, που αναλογούσαν στις ημέρες και χρονικές περιόδους της πραγματικής απασχόλησής τους κάθε μήνα, ούτε συνυπολογίζονταν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων Χριστουγέννων του έτους 2019, και Πάσχα του έτους 2020 τα οποία δικαιούνται. Με βάση αυτό το ιστορικό αιτήθηκαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς που απασχολήθηκε ως δεύτερο πλήρωμα από 10.6.2019 έως 11.6.2019, από 3.7.2019 έως 4.7.2019 από 16.7.2019 έως 17.7.2019 και από 13.8.2019 έως 14.8.2019 και την 26.8.2019 αποδοχές 3 μηνών και 15 ημερών, όπως αναλυτικά εξέθετε τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές στην αγωγή, και συνολικά 24.491,63 ευρώ, ο δεύτερος από αυτούς που απασχολήθηκε από 10.6.2019 έως 11.6.2019, από 3.7.2019 έως 4.7.2019 και από 16.7.2019 έως 17.7.2019 αποδοχές 2 μηνών και 5 ημερών και συνολικά 9.595,62 ευρώ, και ο πέμπτος από αυτούς για τις 16 ημέρες που απασχολήθηκε το Μάιο του 2019 αποδοχές ενός μήνα κατ’άρθρο 60 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ δηλαδή 2.413,07 ευρώ πλέον επιδομάτων εορτών εντόκως από την ημερομηνία της τελευταίας αποναυτολογήσεως τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Οι τρίτος και τέταρτος από αυτούς αφού εκθέτουν ότι απασχολήθηκαν ως πρώτο πλήρωμα ο τρίτος από 16.5.2019 έως 30.102019 και από 4.3.2019 έως 29.4.2019 εκτελώντας και υπερωριακή απασχόληση αιτήθηκαν τις διαφορές αποδοχών λόγω της εκτιθέμενης υπερωριακής απασχόλησης πλέον των επιδομάτων εορτών και συνολικά 6.247,63 ευρώ ο τρίτος και 2.766,34 ευρώ ο δεύτερος εντόκως από την αποναυτολόγηση τους άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), η εκκαλουμένη με αριθμό 2991/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν (εκκαλουμένη) διατάξεις του ΑΚ, του τότε ισχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. και του ΚΠολΔ, καθώς και σε αυτές της από 24.7.2019 Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας για τα πληρώματα των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την με αριθμό 2242.5-1.5/56040/2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (Φ.Ε.Κ. Β΄3170/12.8.2019) την οποία έκρινε εφαρμοστέα για όλο το έτος 2019, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης περί του αντιθέτους, και υα 70109/8008 (εμπορικής ναυτιλίας) της 14.12.1981/7.1.1982 περί “προϋποθέσεων χορηγήσεων επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς (φεκ β 1/1982). Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού βεβαίωσε ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλον δικαστικού ενσήμου από τον πρώτο ενάγοντα του οποίου το αίτημα υπερέβαινε την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου διερεύνησε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή ω ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους 1ο, 2ο και 5ο των εναγόντων κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της επικαλούμενης διάταξης του άρθρου 60 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ ενώ δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή κατ’ουσίαν ως προς τον τρίτο και τέταρτο των εναγόντων επιδικάζοντας με προσωρινά εκτελεστή απόφαση ποσό ύψους 4.420,69 ευρώ στον τρίτο από αυτούς και 1.579,53 ευρώ στον τέταρτο από αυτούς εντόκως από την αποναυτολόγηση τους. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται άπαντες οι ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, ως συνολικά εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης παραπονούμενοι αφενός οι 1ος, 2ος και 5ος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την απορριπτική κρίση του επί του κονδυλίου της διαφοράς του μηνιαίου μισθού τους, το οποίο αφορά στις υπόλοιπες ημέρες του μήνα εκτός αυτών, κατά τις οποίες πράγματι απασχολήθηκαν στο συγκεκριμένο πλοίο και για τη βασιμότητα του οποίου επικαλούνται την εφαρμογή του άρθρου 60 του προϊσχύσαντος ΚΙΝΔ και κατ’επέκταση και ως προς την κρίση του επί του έτερου αγωγικού κονδυλίου (του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019), το οποίο υπολογίζουν όχι με βάση τις ημέρες πραγματικής απασχόλησής τους στο ως άνω πλοίο, αλλά με βάση αυτές που προκύπτουν κατόπιν εφαρμογής της προαναφερθείσας διάταξης, και οι 3ος και 4ος παραπονούμενοι δια εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι αφενός δεν συνυπολογίστηκαν οι πρώτες 8ώρες απασχόλησης τα Σάββατα και τις αργίες στο επιδικασθέν στον καθένα από αυτούς επίδομα εορτών καθώς και τα αναφερόμενα στην έφεση επιδόματα και αιτούνται τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης κατά τα ανωτέρω. Την εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο που αφορά του τρίτο και τέταρτο των εναγόντων πλήττει και η εν μέρει ηττηθείσα εργοδότρια αφενός διότι με κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού έγινε δεκτό ότι οι εφεσίβλητοι ναυτικοί εργάστηκαν υπερωριακώς, αφετέρου για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι κρίθηκε ότι δεν υποβλήθηκε παραδεκτώς ισχυρισμός περί εξοφλήσεως και ακολούθως αιτείται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή και επιπλέον αιτείται την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αφού στα πλαίσια του προσωρινά εκτελεστού του καταψηφιστικού αιτήματος κατέβαλε στους εφεσίβλητους τα αναφερόμενα στην έφεση ποσά των οποίων αιτείται την επιστροφή εντόκως από την αποναυτολόγηση τους.
Σύμφωνα με το άρθρου 60 του ισχύοντος κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης ΚΙΝΔ “Εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ` ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη.”. Προϋποθέτει σύμβαση ναυτικής εργασιας αορίστου χρόνου και καταγγελία από τον Πλοίαρχο (ΕφΠειρ 161/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997 σελ. 573, Κοροτζή Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο 1990, 120). Επίσης προϋπόθεση αξίωσης και λήψη ολόκληρου του μηνός είναι η σύμβαση να μη λύθηκε με υπαιτιότητα ή αποκλειστική βούληση του ναυτικού, ο ισχυρισμός δε αυτός αποτελεί ένσταση του εργοδότη (Εφ 1270/1997 σε Νομολογία Ναυτικού Τμήματος 1996-1997 41επ). Η απόλυση του ναυτικού αμοιβαία συναινέσει δεν συνιστά παράπτωμα ή υπαιτιότητα του (Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο β’ έκδοση 1994, 192 σημ. 9). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, η σύμβαση ναυτολόγησης, που συνομολογείται μεταξύ του πλοιάρχου και του ναυτολογουμένου και συντελείται με την εγγραφή της στο ναυτολόγιο του πλοίου, καταρτίζεται για την ανάληψη υπηρεσιών σε ορισμένο πλοίο. Ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταθέσουν τον ναυτικό σε άλλο πλοίο έστω και του ίδιου πλοιοκτήτη. Όμως κατ’ εφαρμογήν της από το άρθρο 361 ΑΚ αναγνωριζόμενης αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, μπορεί να περιληφθεί εγκύρως στην συναπτόμενη μεταξύ του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και του ναυτικού προκαταρκτική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία περιέχει τους όρους της ναυτολόγησης, που επακολουθεί, ή και στην ίδια τη σύμβαση ναυτολόγησης σε ορισμένο πλοίο, πρόσθετη συμφωνία, με την οποία παρέχεται στον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή και στον πλοίαρχο το δικαίωμα να μεταθέτει το ναυτικό, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, σε άλλο, κατονομαζόμενο ή μη, πλοίο του ίδιου πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Η τυχόν επακολουθούσα δήλωση του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου για τη μετάθεση του ναυτικού στο άλλο πλοίο, πρέπει να είναι ορισμένη, να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο πλοίο, να μνημονεύει τον τόπο και το χρόνο της νέας ναυτολόγησης και να γίνεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, δεν είναι δε νόμιμη αν επιφέρει ουσιώδη μεταβολή των όρων της αρχικής ναυτεργασιακής σχέσης. Με την περιέλευση στο ναυτικό της περί μεταθέσεως του, ορισμένης και έγκυρης δήλωσης, με την οποία ενασκείται το ως άνω διαπλαστικό δικαίωμα του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου, επέρχεται λύση της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης με αμοιβαία συναίνεση, διότι η συναίνεση του ναυτικού εμπεριέχεται στην πρόσθετη ως άνω συμφωνία. Συγχρόνως, με την ίδια δήλωση του πλοιάρχου ή του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και με την περιέλευση της στο ναυτικό επέρχεται κατάρτιση νέας σύμβασης ναυτολόγησης, εφόσον βεβαίως τηρηθεί και ο από το άρθρο 53 ΚΙΝΔ προβλεπόμενος πρόσθετος όρος (ΕφΠειρ 724/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1115/2009 ΑΡΜ 2009, 1217, ΕφΠειρ 482/2007 ΕΝΔ 2007, 398). Εξάλλου από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 14 της σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 της σσνε πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Τέλος για την εφαρμογή, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών, αφού έχει κριθεί επανειλημμένα στη χερσαία εργασία ότι κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ) (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399).
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που τα διάδικα μέρη προσκομίζουν, της με αριθμό …./2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς του ναυτικού και κατοίκου …. Αττικής ………., της με αριθμό ………./6.10.2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλύμνου …….. του ναυτικού και κατοίκου …. ……….., και των …../2022 και …/2022 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς του ναυτικού και κατοίκου …. ……… και της ιδιωτικής υπαλλήλου και κατοίκου .. ……. που δόθηκαν όλες με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις με αριθμό ……./6-10-2021 και ……./1-10-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς . …… και τη με αριθμό …./16-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 του ΚΠολΔ) απoδεικνύoνται – κατά την κρίση του Δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάµει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίζονταν στον Πειραια, μεταξύ ενός εκάστου των εναγόντων και της εναγοµένης εταιρίας, πλοιοκτήτριας το υπό κυπριακή σηµαία Ε/Γ-Ο/Γ ταχύπλοου πλοίου AJ, µε αριθµό νηολογίου Λεµεσού …../2018, κ.ο.χ, 2695, οι ενάγοντες, Έλληνες απογεγραµµένοι ναυτικοί, προσλαµβάνονταν και ναυτολογούνταν στο ως άνω πλοίο, αντί των προβλεπόµενων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγων Πλοίων µηνιαιων αποδοχων, ο πρώτος µε την ειδικότητα του πλοιάρχου ο δεύτερος με την ειδικότητα του προϊσταμένου ηλεκτρολόγου, ο τρίτος με την ειδικότητα του προϊσταμένου οικονοµικού αξιωµατικού, ο τέταρτος με την ειδικότητα του υπάρχου και ο πέμπτος με την ειδικότητα και του ναύκληρου. Η εναγομένη εντάσσεται στον όμιλο Seajets στο οποίο δραστηριοποιούνται οι κοινοπραξίες που έχουν τα υπό Κυπριακή σημαία ταχύπλοα …………… Η ενασχόληση των ναυτικών σε αυτά τα ταχύπλοα διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του π.δ. 381/2001, «Κύρωση Κανονισμού περί μεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ και Ε/Γ-Ο/Γ ταχυπλόων πλοίων», (Α` 252), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 9 και 13 του ν. 1045/1980, (Α` 95) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 166/2005, (Α` 220), στο οποίο ορίζονται τα εξής:” Ο χρόνος απασχόλησης των πληρωμάτων των Ε/Γ και Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων που εκτελούν πλόες εσωτερικού και εμπίπτουν στην εφαρμογή του Κώδικα Ταχυπλόων Πλοίων του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) ή του Κώδικα Δυναμικώς Υποστηριζομένων Σκαφών του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), έχει ως ακολούθως: οκτώ (8) ώρες απασχόλησης ημερησίως μη δυνάμενη να παραταθεί πέραν των δύο (2) ωρών ανά 24ωρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η ημερήσια απασχόληση μέχρι μια (1) επιπλέον ώρα δηλαδή ένδεκα (11) ώρες συνολικά, υπό την προϋπόθεση ότι σε περίοδο επτά ημερών το σύνολο των ωρών απασχόλησης δεν θα υπερβαίνει τις εβδομήντα (70) ώρες. Ο προαναφερόμενος χρόνος απασχόλησης θα αναφέρεται στην άδεια λειτουργίας του κάθε ταχυπλόου πλοίου. Ο χρόνος απασχόλησης είναι συνεχής από την έναρξη άσκησης των καθηκόντων της ειδικότητας του ναυτικού…Η εφαρμογή της απαίτησης περί χρόνου απασχόλησης ελέγχεται με βάση αρχείο στο οποίο καταγράφεται ο ημερήσιος χρόνος απασχόλησης κάθε μέλους του πληρώματος του ταχύπλοου πλοίου. Η ύπαρξη και τήρηση του αρχείου αποτελεί στοιχείο για τη χορήγηση και διατήρηση της άδειας λειτουργίας του ταχυπλόου πλοίου… Παρεκκλίσεις από την εφαρμογή της απαίτησης περί χρόνου απασχόλησης επιτρέπονται: α. σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης που αφορά… Υπεύθυνοι για την τήρηση του παρόντος Κανονισμού και την μη εκτέλεση πλόων σε περίπτωση υπέρβασης του χρόνου απασχόλησης είναι οι πλοίαρχοι των ταχυπλόων πλοίων: Οι πλοιοκτήτες ή διαχειριστές των ταχυπλόων πλοίων υποχρεούνται να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την τήρηση του παρόντος Κανονισμού….”. Όπως τα διάδικα μέρη συνομολογούν στο πλοίο της εναγομένη απασχολήθηκαν ο πρώτος µε την ειδικότητα του πλοίαρχου από 10.6.2019 έως 11.6.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης, από 3.7.2019 έως 4.7.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης, από 16.7.2019 έως 17.7.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης, από 13.8.2019 έως 14.8.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης και την 26.8.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης. Ο δεύτερος ενάγων µε την ειδικότητα του προϊστάµενου ηλεκτρολόγου από 10.6.2019 έως 11.6.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης, από 3.7.2019 έως 4.7.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης και από 16.7.2019 έως 17.7.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης και ότι ο πέµπτος ενάγων απασχολήθηκε µε την ειδικότητα του ναυκλήρου από 11.7.2019 έως 12.7.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης και από 21.7.2019 έως 22.7.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης. Οι ενάγοντες οι οποίοι σημειωτέον δεν αιτούνται αμοιβή υπερωριών, ισχυρίζονται ότι για τις ημέρες ναυτολόγησής τους κάθε μήνα σε κάθε πλοίο, στο οποίο ναυτολογήθηκαν, υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση της πλοιοκτήτριας αυτού να τους καταβάλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, έναν πλήρη μηνιαίο μισθό. Συγκεκριμένα ότι, εφόσον στην κρινόμενη περίπτωση καθεμία από τις προαναφερθείσες ναυτολογήσεις τους στο ανωτέρω πλοίο διήρκεσε για χρονικό διάστημα μικρότερο του μηνός, υποχρεούται η εναγομένη να τους καταβάλει κατ’εφαρμογήν της εν λόγω διάταξης, όχι μόνον τις αποδοχές για την πραγματικά παρασχεθείσα εργασία τους κατά τις διαλαμβανόμενες ημέρες κάθε μήνα, αλλά έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, ήτοι τις νόμιμες αποδοχές τους και των υπολοίπων ημερών του αντίστοιχου μήνα των επίδικων ναυτολογήσεών τους. Πλην όμως δε δικαιούνται να λάβουν το αιτούμενο ποσό διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι οι ναυτολογήσεις τους διαρκούσαν έλασσον του μηνός, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, ώστε καθένας τους να δικαιούται πλήρη το μηνιαίο μισθό του, δηλαδή και για τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα, κατά τις οποίες δεν απασχολήθηκαν πραγματικά στο συγκεκριμένο πλοίο. Και τούτο καθόσον, η ναυτολόγηση εκάστου εξ αυτών λυόταν λόγω μετάθεσης σε άλλο πλοίο του ιδίου ομίλου, σε εκτέλεση ρητού όρου των εργασιακών τους συμβάσεων κατά τα προεκτεθέντα, πλην όμως τυπικά, διότι ουσιαστικά συνεχιζόταν χωρίς διακοπή και κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα του μήνα, με τους ίδιους ακριβώς εργασιακούς όρους και συνθήκες, σε άλλα πλοία του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου οικονομικών συμφερόντων, ήτοι στην πραγματικότητα στον ίδιο εργοδότη, χωρίς ουσιαστική αλλαγή ή δυσμενή μεταβολή στην εργασιακή τους κατάσταση, σύμφωνα με τη βούληση των συμβαλλομένων μερών, όπως αποτυπώθηκε στις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, οι οποίοι κατά την πρόσληψή τους τελούσαν σε γνώση ότι θα κληθούν να απασχοληθούν όχι μόνον σε ένα συγκεκριμένο πλοίο, αλλά σε περισσότερα του ενός πλοία της ίδιας επιχείρησης ως δεύτερο πλήρωμα και δη πλειστάκις εντός του ιδίου μηνός και συμφώνησαν να παρέχουν τοιουτοτρόπως τις υπηρεσίες τους, λάμβαναν μάλιστα για την εργασία τους σε κάθε πλοίο στο σύνολό τους τις αναλογούσες στο διάστημα της εργασίας τους σ’αυτό νόμιμες αποδοχές, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες αποδείξεις πληρωμής και τα αντίστοιχα αποδεικτικά εμβασμάτων. Ενόψει τούτου εξάλλου δε συντρέχει και ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της διάταξης του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, ο οποίος κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν είναι μόνον η αποθάρρυνση της πρόωρης απόλυσης του ναυτικού, αλλά και η κατά το δυνατόν εξασφάλιση των μέσων διαβίωσής του σε περίπτωση αιφνίδιας απώλειας της εργασίας του παρά τη θέλησή του και χωρίς υπαιτιότητά του, ενόσω βρίσκεται σε αναζήτηση εργασίας, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες, οι οποίοι κατά την πρόσληψή τους είχαν συμφωνήσει σε επικείμενη ναυτολόγησή τους σε άλλο πλοίο, συνέχιζαν να ναυτολογούνται χωρίς διακοπή στα πλοία του ομίλου (βλ. προσκ. ως σχετ. κγ ΕφΠειρ 578/2023 και δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως αβασίμως παραπονούνται οι πρώτος δεύτερος και πέμπτος εκ των εναγόντων για το λόγο ότι απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οι αξιώσεις τους και μάλιστα χωρίς να διευκρινιστεί τι ποσά λάμβαναν για την απόσβεση των αξιώσεων τους. Επιπλέον η αιτίαση αυτή προβάλλεται αλυσιτελώς αφού και αληθής υποτιθέμενη δεν μπορεί να οδηγήσει για το λόγο αυτό σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι συγκεκριμένοι ενάγοντες που συνομολογούν ότι έλαβαν τις αποδοχές τους για την οκτάωρη εργασία τους, και δεν ζητούν την πρόσθετη επικαλούμενη απασχόληση με τις διατάξεις περί υπερωριακής απασχόλησης, ούτε μπορεί να εκτιμηθεί αυτό από το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, δεν δικαιούνται τις μηνιαίες αποδοχές για τις ημέρες των μηνών που απασχολήθηκαν και ούτε τα επιδόματα εορτών με τον υπολογισμό αυτής της αναφερόμενης στην αγωγή τεκμαιρόμενης απασχόλησης. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον ουσιαστικά μοναδικό λόγο εφέσεως του πρώτου δεύτερου και πέμπτου των εναγόντων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 44/2004). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 416, 422, 423 ΑΚ και 262 παρ. 1, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εάν έχει περισσότερα ομοειδή χρέη προς τον ίδιο δανειστή και το ποσό που προσφέρει σ` αυτόν δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων των χρεών, δικαιούται, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους μέχρι τον χρόνο της καταβολής η σειρά εξόφλησης των περισσοτέρων χρεών, να ορίσει ο ίδιος το χρέος που επιθυμεί να εξοφληθεί κατά την καταβολή ή αμέσως μετά την καταβολή με ρητή ή σιωπηρή δήλωση προς τον δανειστή, ο οποίος περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας δανειστή ως προς την προσφερόμενη παροχή, αν αποκρούσει τη δήλωση του οφειλέτη για καθορισμό του εξοφλητέου χρέους (ΑΠ 234/2014). Ειδικότερα ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή κατ’ άρθρο 361 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1653/2011). Αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτή. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 250/2002). Περαιτέρω, κατά το όρθρο 591 παρ. 1γ και παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 1.1.2016 Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις τελευταίες δεν ορίζεται διαφορετικά η διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων είναι προφορική και οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στην οποία υπάγονται οι εργατικές διαφορές (άρθρο 624 του ΚΠολΔ) όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι η ένσταση εξόφλησης ολικής ή μερικής (ΑΠ 447/2020), προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή, έστω και συνοπτική, έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός εάν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που ως γενόμενο κατά τη συζήτηση, σημειώνεται στα πρακτικά, διαφορετικά είναι απαράδεκτοι. Από δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠολΔ συνάγεται ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά, πρέπει να προκύπτει ευθέως, από το περί των δηλώσεων και προτάσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της δήλωσης ή πρότασης των ισχυρισμών είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των κατατιθέμενων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 235/2019). Επομένως, κατά την παραπάνω ειδική διαδικασία, όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (ΚΠολΔ 262 παρ.1), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 1148/2020, ΑΠ 235/2019, ΑΠ 376/2018). Από τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ή το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο.
Η εκκαλούσα εργοδότρια παραπονείται διότι δεν ελήφθη υπόψη ο ισχυρισμός της περί εξόφλησης των ναυτικών ο οποίος εμπεριεχόταν στην άρνηση της αγωγής. Ο ισχυρισμός της αυτός ερευνάται στην ουσία του. Περαιτέρω από το ίδιο αποδεικτικό υλικό και ειδικότερα από τις ένορκες βεβαιώσεις των ………. και …………… αποδεικνύεται ότι οι τρίτος και τέταρτος των εναγόντων ναυτικών οικονομικός διευθυντής και ύπαρχος αντίστοιχα οι οποίοι ήταν ναυτολογημένοι ως πρώτο πλήρωμα πράγματι τέλεσαν την τρίωρη υπερωριακή απασχόληση που επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα τόσο ο ….. αναφέρει ότι κατά μέσο όρο η εργασία όλων των μελών πληρώματος στο AJ ξεπερνούσε τις 11 ώρες τη μέρα και ότι ο τρίτος ενάγων οικονομικός αξιωματικός απασχολείτο τόσο σε δουλειά γραφείου, ενώ στα λιμάνια κατέβαινε στην είσοδο του πλοίου και έκανε ελέγχου εισιτηρίων, οικονομικού ελέγχους στα μπαρ του πλοίου και ότι η εργασία του δεν ολοκληρωνόταν αφού πάντα είχαν καθυστερήσεις από μία έως τρεις ώρες είτε λόγω καιρού είτε λόγω μεγάλης κίνησης. Επίσης ο ………. αναφέρει ότι η νόμιμη εργασία του τετάρτου ενάγοντος ανερχόταν στις 11 ώρες ημερησίως αφού αυτός κάνει λόγο για 12ωρη απασχόληση, καθώς αναφέρει ότι όσο καιρό εργαζόταν και αυτός στο επίδικο πλοίο ποτέ δεν ήρθε δεύτερο πλήρωμα με αποτέλεσμα να αναγκάζονται οι ναυτικοί να εκτελούν υπερωριακή απασχόληση ακόμη και καθ’υπέρβαση του π.δ. 381/2001. Σε αντίθετη κρίση περί απασχόλησης επί 9ωρο όλως εξαιρετικώς δεν μπορεί να οδηγήσουν τα όσα καταθέτουν ο εργαζόμενοι στην εναγομένη ……… και ……, της οποίας μάλιστα προσκομίζονται πάρα πολλές ένορκες βεβαιώσεις σε προηγούμενες άλλες υποθέσεις, αφού ο ίδιος ο ……….. καταθέτει περί 12ωρου δρομολογίου κάθε Τετάρτη και δεν εξηγεί για ποιο λόγο η εναγομένη κατά παράβαση του πδ 381/2001 δεν είχε προσλάβει για το παραπάνω δρομολόγιο δεύτερο πλήρωμα. Συνεπώς αβασίμως παραπονείται η εργοδότρια με το σχετικό λόγο έφεση. Να σημειωθεί ότι με την επαναφορά και την επισκόπηση των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκύπτει ότι περιλαμβάνεται μεν ισχυρισμός περί εξοφλήσεως που όμως δεν προτάθηκε και συνεπώς δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στον τρίτο ενάγοντα οφείλονται για υπερωριακή απασχόληση 6.410 ευρώ και αφαίρεσε μόνο τα 3.855 ευρώ επιδικάζοντας για την αιτία αυτή 2.555,91 ευρώ και για ότι για επίδομα εορτών Χριστουγέννων με το συνυπολογισμό της μέσης υπερωριακής αμοιβής ύψους 1.144,80 (6.410 : 168 χ30) ανερχόταν σε 3.366,24 ευρώ αφαιρώντας μόνο το ποσό των 2.943,44 ευρώ που ανέφερε καθ’υποφοράν ο ναυτικός ότι είχε εισπράξει ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο αφού δεν είχε προταθεί παραδεκτά η ένσταση εξόφλησης από μέρους της εργοδότριας. Το αυτό ισχύει και για τον τέταρτος ενάγονται ως προς τον οποίο κρίθηκε ότι για υπερωριακή απασχόληση του οφείλεται το ποσό των 2.425,59 ευρώ και αφαιρέθηκε μόνο το ποσό που συνομολογούσε ο ναυτικός ότι έλαβε δηλαδή 986 ευρώ επιδικάζοντας του για την παραπάνω αιτία 1.439,59 ευρώ ενώ έκρινε ότι ως επίδομα εορτών Πάσχα 2020 του οφείλεται το ποσό των 1.156,80 ευρώ και αφαίρεσε ποσό 1.016,86 ευρώ κρίνοντας ότι του οφείλεται το ποσό των 139,94 ευρώ. Επιπλέον η εκκαλούσα δεν μπορεί να προτείνει με την έφεση της για πρώτη φορά αυτόν τον ισχυρισμό σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ακολούθως κρίνεται απορριπτέα η από 26.1.2024 και με αριθμό κατάθεσης ………./2024 και προσδιορισμού ………/2024 έφεση της εργοδότρια και το σωρευόμενο σε αυτή αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω εύλογης αμφιβολίας ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 § 1, 525 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς όμως που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, γιατί κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε όμως να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς (ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 44.990). Ειδικότερα κατά την διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, κατά την παραγ.2 δε του ιδίου άρθρου, οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ`ουσίαν. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπτεται αποφασιστικά όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ` ουσίαν, κατά το άρθρο 535 ΚΠολΔ. Πάντως, και μετά την εξαφάνιση της απόφασης το Εφετείο εξακολουθεί να λειτουργεί στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δηλαδή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 878/2000). Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία την εξαφάνισε κατά παραδοχή της έφεσης ή της αντέφεσης, και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ` ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο (ΑΠ 134/2008). Όμως κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα, από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιό δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παράπονων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνά με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 782/2019, ΑΠ 226/2016, ΑΠ 845/2011, ΑΠ279/2010). Σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα, δεν μπορούν να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η εξουσία οριοθετείται κατά τα ανωτέρω από τους λόγους έφεσης και το αίτημα που στηρίζεται σε αυτούς (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1529/2001).
Εξάλλου με το δεύτερο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες τρίτος και τέταρτος των εναγόντων παραπονούνται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κατά τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών που τους επιδίκασε διότι αφενός δεν συνυπολογίστηκαν οι πρώτες 8ώρες απασχόλησης τα Σάββατα και τις αργίες στο επιδικασθέν στον καθένα από αυτούς επίδομα εορτών (επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2019 αναφορικά με τον τρίτο ενάγοντα και επίδομα εορτών Πάσχα 2020 αναφορικά με τον τέταρτο ενάγοντα). Αναφορικά με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν με την άσκηση της αγωγής τους ότι λόγω ανάγκης για εργασία συμμετείχαν κατά κάποιο τρόπο στη μεθόδευση της εργοδότριας να μην προσλαμβάνει δύο πληρώματα, και να απασχολεί επομένως περισσότερους ναυτικούς, για την εκτέλεση των δρομολογίων και εκτελούσαν υπερωριακή απασχόληση που υπερέβαινε τα χρονικά όρια που ορίζει ο νόμος αφού εξέθεταν στην αγωγή τους ότι εργάζονταν κάποια Σάββατα επί τέσσερις ώρες πέραν του τετραώρου. Στη συνέχεια δε σύμφωνα με την αρχή της διάθεσης (άρθρο 106 του ΚΠολΔ) προσδιόριζαν τις μηνιαίες αποδοχές τους ο τρίτος σε 4.524,24 ευρώ μηνιαίως περιλαμβάνοντας σε αυτές τις προβλεπόμενες από την συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων δηλαδή 1883,23 ευρώ ως μισθό ενεργείας, 414,31 ευρώ ως επίδομα Κυριακών, 622,07 ευρώ ως επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, 36,64 ευρώ ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 59,51 ευρώ ως επίδομα διαχειριστικών λαθών πλέον μηνιαίας τροφής ποσού 599,40 ευρώ, 169,49 ευρώ ως επίδομα φορτοεκφόρτωσης, ενώ συμπεριλάμβανε ποσό μηνιαίο για κατ’αποκοπή αμοιβή για 8ωρη εργασία τα Σάββατα ύψους 739,87 ευρώ (5,66 ημέρες χ 8 ώρες χ 16,34) κάτι όμως που δεν προβλεπόταν από τη συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας η οποία ορίζει στο άρθρο 13 παρ. 5 ότι : για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παράγραφο 1, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών, αλλά στην ατομική σύμβαση εργασίας (βλ. σελ. 4 της αγωγής). Επίσης ο τέταρτος ενάγων προσδιόριζε τις αποδοχές του σε 4.637,35 ευρώ δηλαδή 1883,23 ευρώ ως μισθό ενεργείας, 414,31 ευρώ ως επίδομα Κυριακών, 622,07 ευρώ ως επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, 36,64 ευρώ ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 41,91 ευρω ως ειδικό επίδομα υπάρχου ενώ συμπεριλάμβανε ποσό μηνιαίο για κατ’αποκοπή αμοιβή για 8ωρη εργασία τα Σάββατα ύψους 739,87 ευρώ (5,66 ημέρες χ 8 ώρες χ 16,34), πλέον επιδόματος φορτοεκφόρτωσης 299,93 ευρώ πλέον επιδόματος τροφής 599,40 ευρώ. Έτσι όμως οι ενάγοντες περιλάμβαναν στις αποδοχές τους μη νόμιμο αίτημα με την επιλεκτική εφαρμογή συλλογική και ατομικής σύμβασης εργασίας ενώ όπως προαναφέρθηκε στη νομική δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ του εργαζόμενου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς δεν συμπεριέλαβε το προαναφερόμενο ποσό ως κατ’αποκοπή αμοιβή για τον συνυπολογισμό των επιδομάτων εορτών τα οποία προβλέπονται από το νόμο και στα οποία δεν επιτρέπεται να συνυπολογίζονται αμοιβές από παράνομη υπερωριακή απασχόληση καθ’υπέρβαση του ωραρίου που προβλέπει ο νόμος στα ταχύπλοα τόσο για την ασφάλεια των εργαζόμενων ναυτικών όσο και για την ασφάλεια των θαλάσσιων συγκοινωνιών. Συνεπώς ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος κατά το σκέλος του αυτό. Όμως όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας στην εκκαλουμένη περιέχονται παραδοχές σύμφωνα με τις οποίες τόσο ο τρίτος όσο και ο τέταρτος ενάγων απασχολούνταν στην παραλαβή και επίβλεψη της φορτοεκφόρτωσης οχημάτων. Επομένως για το υπολογισμό του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019 αναφορικά με τον τρίτο ενάγοντα έπρεπε να συνυπολογιστεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5α της οικείας σσνε ποσοστό 9% επί του μισθού ενεργείας το οποίο στην αγωγή προσδιορίζεται σε 169,49 ευρώ και το προβλεπόμενο από το άρθρο 8 παρ. 5 της οικειας σσνε ποσό 299,93 επίδομα που προβλέπεται για την ειδικότητα του υπάρχου για την παραλαβή, τον έλεγχο στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφορτώσεως οχημάτων. Πράγματι από την ανάγνωση της εκκαλουμένης απόφασης αποδεικνύεται ότι το σχετικό επίδομα ως προς τον τρίτο ενάγοντα δεν αναγράφηκε και δεν συνυπολογίστηκε για τον προσδιορισμό του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019 το παραπάνω επίδομα αφού αυτές προσδιορίστηκαν σε 4.759,96 ευρώ δηλαδή σε 1883,23 ευρώ ως μισθό ενεργείας, 414,31 ευρώ ως επίδομα Κυριακών, 622,07 ευρώ ως επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, 36,64 ευρώ ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 59,51 ευρώ ως επίδομα διαχειριστικών λαθών, 599,40 επίδομα τροφής, πλέον μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής 1.144,8 ευρώ (6.410,91:168 χ30) αφού δεν πλήττεται ο υπολογισμός της υπερωριακής αμοιβής, και όχι σε 4.929,45 ευρώ με το συνυπολογισμό του παραπάνω επιδόματος φορτοεκφόρτωσης ύψους 169,49. Επομένως το επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 ανέρχεται ως προς τον τρίτο ενάγοντα σε 4.929,45 χ2/25χ8,84 = 3.486,11 ευρώ και όχι 3.366,24 ευρώ όπως εσφαλμένα προσδιορίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επειδή αυτός έλαβε για την παραπάνω αιτία το ποσό των 2943,44 ευρώ όπως αναφέρει στη 15η σελίδα της αγωγής του καθ’υποφοράν, εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 542,67 ευρώ. Συνολικά επομένως οφείλεται στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 1.019,18 + 2.555,91 + 542,67 = 4.117,76 ευρώ, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδίκασε το ποσό των 4.420,69 ευρώ και η πλημμέλεια αυτή δεν πλήττεται με λόγο έφεσης από την εργοδότρια και δεν μπορεί σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το παρόν δικαστήριο. Επομένως η έφεση του θα απορριφθεί διότι αν και η εκκαλουμένη δεν συνυπολόγισε το παραπάνω επίδομα στο επίδομα εορτών, όπως αυτός βασίμως παραπονείται εν τέλει του επιδίκασε από εσφαλμένο αριθμητικό υπολογισμό περισσότερα από όσα του όφειλε η εναγομένη. Αντιθέτως ως προς τον τέταρτο ενάγοντα οι τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες θα προσδιοριστεί το επίδομα εορτών Πάσχα 2020 ανέρχονται σε 1883,23 ευρώ ως μισθό ενεργείας, 414,31 ευρώ ως επίδομα Κυριακών, 622,07 ευρώ ως επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, 36,64 ευρώ ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 επίδομα τροφής, 41,91 επίδομα υπάρχου πλέον μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής 1.276,62 ευρώ (2.425,59: 57χ30) πλέον 299,93 =5174,11 ευρώ και όχι σε 4.759,96 όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς το επίδομα εορτών Πάσχα 2020 του τέταρτου ενάγοντος ανέρχεται σε 5.174,11 : 2 χ1/15 χ 7,12 οκταήμερα = 1227,99 και όχι σε 1.156,80 ευρώ όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς εφόσον σε αυτόν καταβλήθηκαν μόνο 1.016,86 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 211,13 ευρώ. Συνεπώς συνολικά στον τέταρτο ενάγοντα η εργοδότρια ώφειλε το ποσό των 1.439,59 + 211,13 = 1.650,72 ευρώ και όχι μόνο 1.579,53 ευρώ όπως κρίθηκε πρωτοδίκως. Συνεπώς κατά παραδοχή του δευτέρου σκέλους του σχετικού λόγου εφέσεως θα εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο του τίτλου η εκκαλουμένη απόφαση και θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο για να αναδικάσει ως προς τον τέταρτο ενάγοντα την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Θα πρέπει επομένως η κρινόμενη με αριθμό …………/2020 αγωγή να γίνει ως προς τον τέταρτο ενάγοντα κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 1.650,72 ευρώ εντόκως από την 1.5.2020 (αφού το επίδομα εορτών Πάσχα μπορεί να καταβληθεί μέχρι και 30.4. του οικείου έτους, κατ’άρθρο 341 του ΑΚ). Να σημειωθεί ότι επειδή έχει εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τον τέταρτο ενάγοντα το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει κατ’άρθρο 536 του ΚΠολΔ ως προς αυτό το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας επιβλαβέστερη απόφαση για τον τέταρτο ενάγοντα, παρόλο που η εφεσίβλητη δεν προσέβαλε με λόγο έφεσης το κεφάλαιο των τόκων, διότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε εν προκειμένω συντρέχει η εξαιρετική περίπτωση της κάμψης του κανόνα της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος αφού το παρόν δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ`ουσίαν.
Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως προς τον πρώτο, δεύτερο, τρίτο και πέμπτο εκκαλούντα η από 26.1.2024 και με αριθμός κατάθεσης ………../2024 και προσδιορισμού ………../2024 έφεση και να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν μόνο ως προς τον τέταρτο εκκαλούντα κατά τα ανωτέρω. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και πέμπτο εκκαλούντα θα πρέπει να συμψηφιστούν λόγω εύλογης αμφιβολίας ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), ενώ τα έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των τετάρτου εναγόντος και εναγομένης κατά την αρχή της εν μέρει νίκης και ήττας (άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις από 26.1.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ……./2024 και ……../2024 και προσδιορισμού …../2024 και ……./2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 2991/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 22.12.2020 με αριθμό κατάθεσης ……../2020 αγωγής,
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις
Απορρίπτει κατ’ουσίαν τη με αριθμό κατάθεσης …../2024 και προσδιορισμού ……../2024 έφεση και το σωρευόμενο σε αυτή αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και τη με αριθμό κατάθεσης ………./2024 και προσδιορισμού ……./2024 έφεση κατά το μέρος που ασκείται από τους πρώτο δεύτερο τρίτο και πέμπτο των εναγόντων
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσία μεταξύ των διαδίκων μερών
Δέχεται κατ’ουσίαν τη με αριθμό κατάθεσης ……/2024 και προσδιορισμού ………../2024 έφεση κατά το μέρος που ασκείται από τον τέταρτο ενάγοντα
Εξαφανίζει ως προς τον τέταρτο ενάγοντα τη με αριθμό 2991/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί ως προς αυτόν και αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό κατάθεσης ……../2020 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εξακοσίων πενήντα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών του ευρώ (1.650,72) εντόκως από την 1.5.2020
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 26 Φεβρουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ