Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 150/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  150/2025

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Φουφόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠοΛΔ,

ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: «……….» (………..») και το διακριτικό τίτλο «…………» (……….) (πρώην με την επωνυμία “………..», με διακριτικό τίτλο “………….)»), η οποία εδρεύει στο …. Αττικής, επί της οδού …. και με αρ. ΓΕΜΗ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ειρήνη Αλαχούζου.

Ο αιτών κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την από 17.10.2024 έφεσή του με αίτηση αναστολής εκτέλεσης επί ακινήτου και αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής στις 18.10.2024 με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …/2024. Ακολούθως ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του παραπάνω δικογράφου κατατέθηκε αυθημερόν στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά και έλαβε Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../2024, οπότε μετά την απόρριψη το αιτήματος προσωρινής διαταγής, δικάσιμος ορίσθηκε η 6.3.2025 και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος-αιτούντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης- καθ’ης αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισήχθησαν με σώρευση στο ίδιο δικόγραφο α) η από 17.10.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …./2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …./2024) έφεση του …. κατά της «………..» προς εξαφάνιση της 2500/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την από 8.4.2024 ανακοπή του εκκαλούντος κατά της υπ’ αρ. ……../27.3.2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……… και του πλειστηριασμού που είχε ορισθεί να γίνει βάσει αυτής στις 31.10.2024, β) η από 17.10.2024 αίτηση αναστολής, άνευ εγγυήσεως (επικουρικώς με παροχή εγγυήσεως 3.000 ευρώ, άλλως κατά την κρίση του Δικαστηρίου), της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και του ορισθέντος με αυτή αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού για τις 31.10.2024. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 938 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 60 του Ν. 4842/2021 με έναρξη ισχύος την 1η-1-2022, εφαρμοζόμενο, κατά το άρθρο 116 παρ. 6 γ του Ν. 4842/2021, στην περίπτωση που η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έλαβε χώρα μετά την 1-1-2022, «1. Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ. 2. Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση.  3. Στις προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος με το οποίο εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί του ενδίκου μέσου.  4. Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.  5. Η αναστολή των παρ. 1 και 2 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση επί της ανακοπής, ή η απόφαση επί του ενδίκου μέσου.». Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του ότι μετά την μη ευδοκίμηση του αρχικώς ορισθέντος να διενεργηθεί ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στις 31.10.2024, έχει ορισθεί με βάση την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης νέος πλειστηριασμός για τις 14.3.2025, συντρέχει λόγος, εξαιτίας του κατεπείγοντος, να μη συνεκδικασθούν οι σωρευθείσες στο ως άνω δικόγραφο έφεση και αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά το Δικαστήριο τούτο να χωρίσει την αίτηση από την έφεση και να εξετάσει κατά προτεραιότητα την σωρευθείσα στο εφετήριο αίτηση αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, ο εκκαλών-αιτών εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Φουφόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ενώ η εφεσίβλητη- καθ’ης η αίτηση εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ειρήνη Αλαχούζου. Ωστόσο, επειδή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ), που εφαρμόζεται για την εκδίκαση της προκείμενης αίτησης αναστολής του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, η συζήτηση είναι προφορική, δεν προβλέπεται δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ κι ως εκ τούτου η παράσταση με δήλωση δεν είναι νομότυπη και ο εκπροσωπούμενος με δήλωση διάδικος θεωρείται απών (βλ. Α. Αλαπάντα σε Απαλαγάκη-Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ 1, σελ. 960). Εν προκειμένω, από την περιεχόμενη στη δικογραφία υπ’ αρ. ………/10.12.2024 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω έφεσης, στην οποία σωρεύεται η ένδικη αίτηση αναστολής επιδόθηκε στην καθ’ης με επιμέλεια του αιτούντος νόμιμα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 126 παρ.1γ και 498 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, ο αιτών που επισπεύδει τη συζήτηση της αιτήσεως, δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτός παρών κατ’ άρθρο 686 παρ.7 ΚΠολΔ.

Με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ης ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την υπ’ αριθμ. …../2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ενυπόθηκου ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. σε βάρος της περιγραφόμενης σε αυτή ακίνητης περιουσίας του δυνάμει του υπ’ αρ. …/11.10.2016 α’ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. …./30.9.2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κατασχέθηκε και εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό την 14.3.2025 η περιγραφόμενη στην έκθεση αναγκ. κατάσχεσης οριζόντια ιδιοκτησία, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ως άνω από 17.10.2024 εφέσεώς του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, για το λόγο ότι είναι βέβαιο ότι η έφεσή του θα ευδοκιμήσει και ότι αν πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός θα υποστεί ο ίδιος ανεπανόρθωτη βλάβη.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση αναστολής αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠοΔ, ως αυτό ισχύει, μετά τη γενόμενη τροποποίησή του με το Ν.4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, λόγω του χρόνου επιδόσεως της επίδικης επιταγής προς πληρωμή, στις 8.3.2024), κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 686 επ. ΚΠολΔ). Ασκήθηκε δε παραδεκτά, δεδομένου ότι κατατέθηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την 18.10.2024, δηλαδή τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν την καθορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού, ομοίως, δε, παραδεκτά ασκήθηκε και η έφεση, στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η ένδικη αναστολή, καθώς και αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης και με την κατάθεση του προβλεπομένου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολου, έτσι ώστε να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος.

Περαιτέρω, στην από 8.4.2024 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../2024) ανακοπή του ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών- εν προκειμένω αιτών) εξέθετε ότι δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το ποσό των 194.494 ευρώ πλέον εξόδων και τόκων και της αναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή κάτωθι της διαταγής πληρωμής, η καθ’ης η ανακοπή επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του επιβάλλοντας κατάσχεση στην 5-Β οριζόντια ιδιοκτησία- διαμέρισμα αυτού στον Ε’ όροφο πολυκατοικίας στην οδό ………. στον Πειραιά, για το ποσό των 60.000 ευρώ. Για τους λόγους που ανέπτυσσε, ο ανακόπτων ζητούσε να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αρ. ………/27.3.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, μέλους της εταιρείας με την επωνυμία …………. αστική επαγγελματική εταιρεία δικαστικών επιμελητών και 2) ο πλειστηριασμός που είχε προσδιορισθεί να γίνει βάσει αυτής στις 31.10.2024 ενώπιον της συμβ/φου …………. στην Αθήνα, με πρώτη προσφορά το ποσό των 92.171 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφαση το αίτημα για ακύρωση του επικείμενου πλειστηριασμού, ως πρόωρα ασκούμενο και μη νόμιμο, επειδή αίτημα της κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής μπορεί να είναι μόνο η ακύρωση ορισμένων πράξεων εκτέλεσης που ήδη έχουν λάβει χώρα. Κατά τα λοιπά, εξέτασε έναν προς έναν τους προβληθέντες με την ανακοπή λόγους κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και απέρριψε αυτούς. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, ο ανακόπτων, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, υποστήριξε ότι βρίσκεται ήδη σε διαδικασία ρύθμισης οφειλών με την καθ’ ης και επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση. Συγκεκριμένα ότι από την πώληση έτερου ακινήτου του (οικόπεδο στον Δήμο Ταύρου) η καθ’ ης πρόκειται να εξοφληθεί ως προς την απαίτησή της ολοσχερώς και ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του βρίσκεται σε επικοινωνία και έχει πραγματοποιήσει ραντεβού στην έδρα της καθ’ης με το αρμόδιο τμήμα της. Ότι συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί η σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της καθ’ης να επισπεύσει με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης τον πλειστηριασμό της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος του ανακόπτοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι «ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι ο ανακόπτων δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία είτε προκύπτει, είτε βάσει αυτών ο ίδιος ρητά να επικαλείται, ότι η καθ’ης του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα προέβαινε στην επιδίωξη της σχετικής αξίωσής της με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του με επίσπευση αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού του ακινήτου του (βλ. σχετ. ΑΠ 407/2019, ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, ο ίδιος αναφέρεται σε προσπάθεια ρύθμισης, χωρίς να εκθέτει ότι η καθ’ης έχει δεσμευθεί σε συγκεκριμένη συμφωνία ή παράλειψη ενεργειών, ώστε να αναμείνει την πώληση του αναφερόμενου ακινήτου του. Άλλωστε, η παραδοχή του λόγου αυτού ως νομικά βάσιμου θα συνεπαγόταν τη δυνατότητα συνολικής αποφυγής των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από τους οφειλέτες απλά και μόνο με την έκφραση επιθυμίας τους για διακανονισμό, χωρίς όμως ο τελευταίος να έχει επιτευχθεί και χωρίς ο καθ’ ου να έχει δεσμευθεί ενόψει αυτού ότι δεν θα προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση, πράγμα το οποίο όμως θα ήταν από μόνο του αντίθετο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Εξάλλου, τα όσα ο ίδιος εκθέτει είναι παντελώς αόριστα διότι αναφέρεται γενικόλογα σε έτερο ακίνητό του χωρίς να προσδιορίζει αυτό κατά θέση, μέγεθος, λοιπά στοιχεία και εμπορική αξία, ούτε σε συγκεκριμένες ενέργειες εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του (π.χ. συγκεκριμένα ραντεβού που έλαβαν χώρα και το περιεχόμενο των συζητήσεων και διαβουλεύσεων με την καθ’ης), ούτε όμως φυσικά σε κάποια δέσμευση εκ μέρους της καθ’ ης όπως προειπώθηκε. Πρέπει επομένως, να απορριφθεί ο παρών λόγος ως μη νόμιμος (αλλά και ως αόριστος σε κάθε περίπτωση)». Με το παραπάνω σκεπτικό ορθά απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ιδίως ως αόριστο τον σχετικό λόγο ανακοπής, καθώς δεν αναφέρονται στην ανακοπή συγκεκριμένες ενέργειες της επισπεύδουσας από τις οποίες να προκύπτει ότι η ίδια βρίσκεται σε διαδικασία ρύθμισης της ένδικης οφειλής, έχοντας αποδεχθεί την εξόφλησή της από την πώληση άλλου ακινήτου του ανακόπτοντος και ότι παρόλα αυτά ενεργεί κακόπιστα προβαίνοντας σε αναγκαστική κατάσχεση του ένδικου διαμερίσματος αυτού στον Πειραιά, καίτοι έχει εξασφαλίσει την ικανοποίηση της απαίτησής της εκ του τιμήματος από την πώληση άλλου ακινήτου του οφειλέτη.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο οποίος αποτελείται από δύο σκέλη, ο ανακόπτων επικαλέστηκε ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης και του επικείμενου πλειστηριασμού, ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην οποία φέρεται να ανατέθηκε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία που κατέστη ειδική διάδοχος της απαίτησης μετά την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής στην οποία ενσωματώνεται η απαίτηση και εκδόθηκε μετά από αίτηση και στο όνομα της αναφερόμενης αρχικής δικαιοπαρόχου, δεν νομιμοποιείται για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, γιατί: α) η ανάθεση της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης στην ίδια από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού διέπεται από τον ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 και όχι του ν. 4354/2015, με αποτέλεσμα η καθ’ ης να φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρείας και να μην έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σε αυτήν τέτοια ιδιότητα (πρώτο σκέλος) και β) δεν έχει προσκομίσει κανενός είδους πληρεξούσιο ή σύμβαση διαχείρισης ή οποιοδήποτε άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο που να αποδεικνύει την ενεργητική της νομιμοποίηση και, ειδικότερα, έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι: αα) η εκπροσωπούμενη από αυτή αλλοδαπή εταιρεία έχει αποκτήσει την απαίτηση που απορρέει από την επίδικη και αναφερόμενη διαταγή πληρωμής, ή άλλη απαίτηση που αφορά τον ανακόπτοντα, χωρίς να γίνεται καμία μνεία ή αναφορά στα βασικά στοιχεία της δικής του σύμβασης και του δικού του λογαριασμού, ββ) η απαίτηση από την δική του οφειλή από την συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση έχει περιέλθει από την αρχική δικαιοπάροχο στην αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία που εκπροσωπεί η καθ’ ης, γγ) έχει δοθεί πληρεξουσιότητα και η ενεργητική νομιμοποίηση στην καθ’ ης να ενεργεί πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η σύμβαση διαχείρισης βάσει της οποίας ενεργεί η καθ’ ης έχει συναφθεί βάσει του ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 που δεν δίνει εξουσία διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και στη σύμβαση – ανάθεση διαχείρισης που προσκομίστηκε δεν αναφέρεται εντολή για πράξεις εκτέλεσης για την συγκεκριμένη οφειλή- απαίτηση (δεύτερο σκέλος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής με το ακόλουθο σκεπτικό: «Βάσει των παραπάνω όμως, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί και κατά τα παραπάνω δύο σκέλη ως μη νόμιμος κατά τα εξής: Ως προς το παραπάνω πρώτο σκέλος (υπό στοιχείο (α)) του, αλλά και εν μέρει ως προς το τελευταίο μέρος του δεύτερου σκέλους του (υπό στοιχείο (γ)), ο παρών λόγος αλυσιτελώς προβάλλεται και είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, έχουν τη δυνατότητα ενεργητικής νομιμοποίησης άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων (όπως και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης), τόσο όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, είτε με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 (βλ. ΟλΑΠ 01/2023, στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου…). Ως προς το παραπάνω δεύτερο σκέλος του (υπό στοιχείο (β)) στο σύνολό του, για τον λόγο όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 924 και 925 ΚΠολΔ, τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ειδικού διαδόχου της απαίτησης που επισπεύδει την αναγκαστική εκτέλεση, όπως κατ’ ισχύει και για τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, είτε αυτές ενεργούν ως διαχειρίστριες της απαίτησης δυνάμει του ν. 3156/2003, είτε του ν. 4354/2015 (βλ. ήδη ν. 5072/2023), συγκοινοποιούνται υποχρεωτικά μαζί με την επιταγή. Επομένως, για να προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης η έλλειψη των νομιμοποιητικών εγγράφων, πρέπει αναγκαστικά να προσβάλλεται ως άκυρη η επιταγή βάσει της οποίας διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση και οι ειδικότερες προσβαλλόμενες πράξεις της, λόγω της έλλειψης (ή μη ορθότητας) των σχετικών εγγράφων που συγκοινοποιήθηκαν (ή δεν συγκοινοποιήθηκαν) με την επιταγή, με δεδομένο ότι οι διατυπώσεις του άρθρου 925 ΚΠολΔ, επιβάλλονται για την έναρξη ή τη συνέχιση της διαδικασίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1343/2022 sakkoulas-online, ΑΠ 909/2021 ΤΝΠ Ισοκράτης, Α. Βαθρακοκοίλης, Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ, 2023, σ. 101, 318-19, 323= sakkoulas- online, Κ. Παπαχρήστου- Δημητράς, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη, 2021, σ. 133 επ.= sakkoulas-online). Στην προκειμένη όμως, ο ανακόπτων δεν προσδιορίζει σε ποιο ακριβώς στάδιο δεν του κοινοποιήθηκαν τα αξιούμενα από αυτόν έγγραφα, καίτοι ρητά ζητεί την ακύρωση μόνο της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης. Ωστόσο, ο ίδιος δεν ζητεί την ακύρωση της επιταγής στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ούτε καν διηγηματικά δεν επικαλείται ακυρότητα της επιταγής. Επομένως ο εξεταζόμενος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του στο σύνολό του (υπό στοιχείο (β) που αναγκαστικά εκλαμβάνεται ως λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης εξαιτίας της μη κοινοποίησης μαζί με την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης των αναφερόμενων εγγράφων, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος». Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με ορθή αιτιολογία απέρριψε και τα δύο σκέλη του δεύτερου λόγου ανακοπής, ως μη νόμιμα, οπότε ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει.

Τέλος, με τον τρίτο λόγο εφέσεως, ο αιτών προβάλλει ότι συντρέχει κατεπείγων λόγος να ανασταλεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Τούτο, καθιώς οι οφειλές του στην καθ’ ης θα εξοφληθούν στο σύνολό τους πλήρως και ολοσχερώς από την πώληση του ακινήτου του στην οδό ….. περιοχή ……. Αττικής. Ότι επιπλέον, σύμφωνα με το πρακτικό της καθ’ ης από το σύνολο των οφειλών του, ύψους 504.204,60 ευρώ δέχεται αποπληρωμή με 400.000 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Ότι ο αγοραστής του ακινήτου του στην οδό ….. (εταιρία) προσφέρει το ποσό των 700.000 ευρώ και συνεπώς υπερκαλύπτεται η απαίτηση της αντιδίκου του συνολικά σύμφωνα με την ήδη υπάρχουσα έγκρισή της. Ότι αν εκτεθεί σε πλειστηριασμό το επίδικο ακίνητο, τότε θα απομειωθεί το σύνολο της απαίτησης, θα αλλάξει και πάλι το πρακτικό, θα υπάρξει καθυστέρηση και κίνδυνος να χαθεί ο αγοραστής. Ότι έχει μεγάλη σημασία ότι ο αγοραστής είναι διαθέσιμος ήδη από το 2023 και η αντίδικος, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι ο αιτών προτίθεται να πωλήσει για να εξοφλήσει ολοσχερώς, επισπεύδει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που μόνο επιζήμια είναι τόσο για τον αιτούντα, όσο και για την εν γένει διαδικασία εξόφλησης. Ωστόσο, τα παραπάνω διαλαμβανόμενα δεν αντιστοιχούν σε κάποιον από τους περιεχόμενους στην από 8.4.2024 ανακοπή λόγους, αλλά προτείνονται από τον αιτούντα με επίκληση του κατεπείγοντος να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προς πιθανολόγηση της ανεπανόρθωτης βλάβης που απαιτείται ως προϋπόθεση για να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, αν υποτεθεί ότι ο αιτών προτείνει νέο λόγο ανακοπής με το εφετήριο, τούτος τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος. Από τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, όπως είναι και η ανακοπή που ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, εφόσον δεν κατατέθηκαν με πρόσθετο δικόγραφο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο κατατέθηκε η ανακοπή, απαραδέκτως εισάγονται με κατάθεση του εφετήριου ενώπιον του Εφετείου, έστω και αν τούτο κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως εξετάζει κατ΄ ουσίαν την ανακοπή. Και τούτο διότι, πέραν του ότι το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 892/1990), απαιτεί κατάθεση του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής “στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή”, πρόκειται αυτοτελής αίτηση παροχής έννομης προστασίας υποβαλλόμενη κατ΄ ευθείαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καίτοι δεν προβλέπεται τούτο ειδικά στο νόμο (άρθρο 12 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού η κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ εξουσία του Εφετείου εκτείνεται στην έρευνα μόνο εκείνων των προς διάγνωση ζητημάτων, τα οποία είχαν υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1914/99) (βλ. ΑΠ 659/2005 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 22/2025 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠατρ 225/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, Πανταζόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρα 495-590, άρθρο 527, σελ. 171, 172, παρ.23, Δ. Διακονή σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2017, άρθρο 527, σελ. 260, 261, παρ.11).

Με πιθανολογηθείσας της ευδοκίμησης κάποιου από τους λόγους της από 17.10.2024 εφέσεως, παρελκούσης της εξέτασης της συμπλεκτικά σωρευμένης δεύτερης προϋπόθεσης της συνδρομής της ανεπανόρθωτης βλάβης στον καθ’ου η εκτέλεση- αιτούντα, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση αίτηση αναστολής εκτέλεσης. Η δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η αίτηση πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του αιτούντος, κατά το αίτημα της τελευταίας (άρθρα 84 παρ. 2 εδ. β΄ και γ΄ του Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Διατάσσει τον χωρισμό της από 17.10.2024 αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης επί ακινήτου από τη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. στο Εφετείο Πειραιά ………/2024) έφεση κατά της 2500/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και κρατεί προς εκδίκαση την ως άνω αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Δικάζει ερήμην του αιτούντος.

Απορρίπτει την αίτηση.

Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 7.3.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ