ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης 151/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Ουρανίας Θεοδωροπούλου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., και 2) …………, οι οποίοι παραστάθηκαν, στο ακροατήριο, μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Φραγκιαδάκη.
Ο εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εφεσιβλήτων, την από 7-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 47/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απερρίφθη. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ενάγουσα, με την από 7-5-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Ο διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως αναφέρεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 7-5-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση του εκκαλούντος, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 47/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της τελευταίας, στις 8-1-2024, έως την άσκηση της ως άνω εφέσεως, στις 14-5-2024 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, δοθέντος ότι, για το παραδεκτό αυτής, έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. ………./2024 e – παράβολo), πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Ο εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εφεσιβλήτων, την από 7-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2023 αγωγή, με την οποία, εξέθετε ότι τυγχάνει κύριος ενός διαμερίσματος, υπό στοιχείο Β1, δευτέρου ορόφου πολυόροφης οικοδομής, κειμένης στο Κερατσίνι Αττικής, και αποτελουμένης από έξι διαμερίσματα. Ότι η πρώτη εναγομένη τυγχάνει ψιλή κυρία διαμερίσματος, υπό στοιχείο Α1, στον πρώτο όροφο της ως άνω οικοδομής και η δεύτερη εναγομένη επικαρπώτρια αυτού, καθώς και αποκλειστική κυρία διαμερίσματος, υπό στοιχείο Α2, στον ίδιο όροφο. Ότι οι σχέσεις των συνιδιοκτητών αυτής ρυθμίζονται με την αναφερόμενη στην αγωγή, νομίμως μεταγεγραμμένη, συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών. Ότι στην πράξη αυτή ορίζεται ότι ο πρώτος όροφος της οικοδομής περιλαμβάνει κοινόχρηστο λεβητοστάσιο στον ακάλυπτο χώρο. Ότι το λεβητοστάσιο αυτό ουδέποτε τοποθετήθηκε, ενώ οι εναγόμενες έχουν αποκλείσει την πρόσβαση του ιδίου στον ακάλυπτο χώρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτός να τοποθετήσει λεβητοστάσιο. Ότι οι εναγόμενες αρνούνται να συναινέσουν στην αντικατάσταση της πεπαλαιωμένης θύρας εισόδου της οικοδομής, με θύρα ασφαλείας, και στην πλακόστρωση τμήματος του κοινόχρηστου κλιμακοστασίου, ενώ οι λοιποί συνιδιοκτήτες καταρχήν συναινούν. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να επιτρέψουν σε αυτόν την πρόσβαση στον ακάλυπτο χώρο, προκειμένου να τοποθετήσει λεβητοστάσιο, καθώς και να συναινέσουν στην αντικατάσταση της ως άνω εξωτερικής θύρας και στην πλακόστρωση τμήματος του κοινόχρηστου κλιμακοστασίου, άλλως, να επιτραπεί στον ίδιο η δημιουργία τέτοιας πρόσβασης, με δαπάνες των εναγομένων, και η αντικατάσταση της ανωτέρω θύρας και η πλακόστρωση, υποχρεουμένων των εναγομένων να συμμετάσχουν στο κόστος των σχετικών εργασιών, κατά το μέρος της συμμετοχής τους στις κοινόχρηστες δαπάνες. Επί της αγωγής αυτής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 47/2024 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε, ως αόριστη. Κατά της ως άνω αποφάσεως, ο ενάγων άσκησε την από 7-5-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……/2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, με την οποία, επικαλούμενος σφάλμα της εκκαλουμένης, αναφορικά με την εφαρμογή του νόμου, ζητεί, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη να γίνει δεκτή η αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 εδ. α, 7 παρ. 1, 8 και 13 του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού, και 1117 του ΑΚ, συνάγεται ότι, επί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, η καπνοδόχος, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, το ηλιακωτό δώμα. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3741/1929, προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφασή τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση, κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο, κατά τη φύση του, προορισμός, για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Δεδομένου ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 του ΑΚ και 1 επ. του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με τον συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (ΟλΑΠ 23/00, ΑΠ 505/22, ΜονΕΑ 54/25, ΜονΕΠειρ 583/22 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί οριζοντίου ιδιοκτησίας, η κυρία είσοδος της οικοδομής, η αυλή, οι πρωτότοιχοι, τα θεμέλια, οι κλίμακες ανόδου προς το δώμα και το ηλιακό δώμα (ταράτσα), εξομοιούμενο με τη στέγη της οικοδομής, αποτελούν αντικείμενο αναγκαίας συγκυριότητας και κοινόχρηστα πράγματα για όλους τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων, καθένας από τους οποίους δικαιούται να ποιείται απόλυτη χρήση, εκτός εάν, με συμφωνία που τον δεσμεύει, αποκλείστηκε από το δικαίωμα αυτό, το οποίο διαφυλάχθηκε για μερικούς μόνο από τους ιδιοκτήτες. Επιτρέπεται δε, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα με την ενδοτικής φύσεως διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3741/1929, με ειδική μεταξύ των συνιδιοκτητών του εδάφους συμφωνία, που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών (άρθρο 5 και 13 παρ. 1 του Ν. 3741/1929), το δικαίωμα να παραχωρηθεί αποκλειστικώς σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς η χρήση σε κάποιο από αυτά τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση του δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους (ΑΠ 505/22, ΑΠ 532/19, ΑΠ 92/17, ΑΠ 892/15, ΑΠ 1250/11, ΜονΕΠειρ 583/22 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται να προβαίνει σε απόλυτη χρήση των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, να ενεργεί επισκευές και ανανεώσεις αυτών, καθώς και μεταβολές και προσθήκες, με τον όρο ότι δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα των άλλων ιδιοκτητών και δεν μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό αυτών ή δεν δημιουργούνται κίνδυνοι για τη στατική της οικοδομής ή των διαμερισμάτων της, δεν παρεμποδίζεται η σύγχρηση, εκ μέρους των λοιπών οροφοκτητών, δεν επέρχονται μεταβολές στην αισθητική του κτιρίου και δεν θίγεται η ασφάλειά του (ΑΠ 92/17, ΑΠ 1501/11 ΝΟΜΟΣ). Ο τρόπος δε διοίκησης των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών και χώρων οικοδομής όπου έχει νόμιμα συσταθεί οροφοκτησία ρυθμίζεται και με βάση τις διατάξεις των άρθρων 788 και 789 ΑΚ (ΑΠ 274/12). Ειδικότερα, η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αφορά στη διοίκηση κοινού πράγματος, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται κάθε υλική ή νομική πράξη, διαχείρισης η οποία είναι απαραίτητη για τη συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας του κοινού πράγματος και γίνεται για το συμφέρον όλων των κοινωνών, ενώ, από την άλλη, η διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ έχει ως πεδίο ρύθμισης την τακτική διοίκηση του κοινού, η οποία πρόκειται για έννοια στενότερη της διοίκησης και περιλαμβάνει πράξεις επέμβασης στην υλική και νομική σφαίρα του κοινού πράγματος, οι οποίες, κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, υπαγορεύονται από τη φύση και τον προορισμό αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι οποιαδήποτε υλική επενέργεια στο κοινό πράγμα, με σκοπό την κατασκευή, συντήρηση ή επισκευή αυτού, όπως επίσης κάθε νομική πράξη που αφορά στη σύναψη συμβάσεων, για την πραγματοποίηση των παραπάνω υλικών πράξεων ή στην αντιμετώπιση της παθολογικής εξέλιξης των συμβάσεων αυτών συνιστά πράξη τακτικής διοίκησης, με συνέπεια να απαιτείται, για την έγκυρη επιχείρησή της, απόφαση της πλειοψηφίας τουλάχιστον των κοινωνών, η οποία υπολογίζεται με βάση το μέγεθος των μερίδων τους (Ι. Κατράς, Δίκαιο Οροφοκτησίας, εκδ. 2020, παρ. 20, σελ. 295). Εξάλλου, σε περίπτωση που κάποιος συνιδιοκτήτης προσβάλλεται στην χρήση των κοινών πραγμάτων, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης που προσβάλλεται το εκ το κανονισμού δικαίωμα του για αποκλειστική χρήση κοινόκτητου πράγματος, δύναται να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής στο μέλλον, βάσει του άρθρου 947 ΚΠολΔ (ΑΠ 1655/18, ΑΠ 1300/14, ΑΠ 1090/14, ΑΠ 151/14, ΑΠ 108/14, ΜονΕΑιγ 41/21 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, εκτός άλλων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η περιγραφή αυτή συντελείται με την παράθεση όλων εκείνων των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά το νόμο το αγωγικό αίτημα και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου. Εάν τα γεγονότα εκτίθενται αόριστα και κατά τρόπο που δεν μπορούν να τύχουν δικαστικής εκτίμησης, τότε επέρχεται ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής, λόγω αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή με την εκτίμηση των αποδείξεων. Το απαράδεκτο τούτο εξετάζεται κατ` ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1363/97 ΕλλΔικ 39. 325, ΑΠ 915/80, ΝοΒ 29. 296, ΕΠειρ 12/99 ΕΔΠ 1999. 51, ΕΑ 2554/98, ΕΔΠ 1998. 226, ΕΠειρ 423/98 ΕΔΠ 1999. 185, ΕΑ 8994/91 ΕλλΔικ 33. 845). Προκειμένου δε περί διαφοράς μεταξύ ιδιοκτητών χωριστών (οριζοντίων ή καθέτων) ιδιοκτησιών, απαραίτητα στοιχεία της αντίστοιχης αγωγής είναι: α) Η ιδιότητα του διαδίκου ενάγοντος ή εναγομένου, ως κυρίου της οριζόντιας ιδιοκτησίας, διότι μόνο αν τα γεγονότα, που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, αναφέρονται με σαφήνεια, την καθιστούν ορισμένη. Η αναφορά όμως αυτή, δεν απαιτείται να είναι λεπτομερής, δεν είναι δηλαδή ανάγκη να γίνεται ειδικότερη περιγραφή των οριζοντίων ιδιοκτησιών των διαδίκων με αναφορά μεταβιβαστικών τίτλων και της μεταγραφής τους, αλλά αρκεί η αναφορά της κυριότητας επί συγκεκριμένων οριζοντίων ιδιοκτησιών των διαδίκων της συγκεκριμένης οικοδομής, β) η προέλευση (από το νόμο ή τη σύμβαση) του δικαιώματος ή της αξίωσης, των οποίων ζητείται η ικανοποίηση και γ) η πρόβλεψη από την πράξη αυτή του συγκεκριμένου δικαιώματος ή υποχρεώσεως των συμβαλλομένων, των οποίων ζητείται η ικανοποίηση ή η αποκατάσταση και δ) ο τρόπος που παραβιάσθηκε η αντίστοιχη διάταξη της πράξης αυτής (βλ. και ΑΠ 174/03 ΕλλΔικ 2005. 792, ΑΠ 406/96 ΕλλΔικ 1997. 38, ΕΑ 543/24 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕΑιγ 41/21, ΕΠειρ 112/16 ΝΟΜΟΣ, ΕΚρητ 140/14, ΕφΠειρ 629/12 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕΑ 54/25, ΜονΕΑ 2687/22 ΝΟΜΟΣ, Ι. Κατρά «Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας», εκδ. 2009, σ. 1141). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, εκτίθετο ότι ο ενάγων τυγχάνει κύριος ενός περιγραφομένου στην αγωγή, υπό στοιχείο Β1, διαμερίσματος δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυόροφης οικοδομής, κειμένης στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού ………, και αποτελουμένης από έξι διαμερίσματα. Ότι η πρώτη εναγομένη τυγχάνει ψιλή κυρία διαμερίσματος, υπό στοιχείο Α1, στον πρώτο όροφο της ως άνω οικοδομής. Ότι η δεύτερη εναγομένη είναι επικαρπώτρια του ως άνω διαμερίσματος, καθώς και αποκλειστική κυρία διαμερίσματος, υπό στοιχείο Α2, στον ίδιο όροφο. Ότι, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ……../15-11-1991 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, στην περιγραφή του πρώτου ορόφου της ως άνω οικοδομής ορίζεται ότι στον όροφο αυτό περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και το κοινόχρηστο λεβητοστάσιο στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής. Ότι, παρά τα οριζόμενα στην ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, λόγω ασυμφωνίας, το λεβητοστάσιο, δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στον ως κοινόχρηστο ακάλυπτο χώρο του πρώτου ορόφου, οι δε εναγόμενες έχουν αποκλείσει την πρόσβαση του ενάγοντος στον ακάλυπτο χώρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτός να τοποθετήσει λεβητοστάσιο. Ότι, επιπλέον, οι εναγόμενες αρνούνται να συναινέσουν στην αντικατάσταση της πεπαλαιωμένης θύρας εισόδου της οικοδομής, με θύρα ασφαλείας, και στην πλακόστρωση τμήματος του κοινόχρηστου κλιμακοστασίου, ενώ οι λοιποί συνιδιοκτήτες καταρχήν συναινούν. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητείτο να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να επιτρέψουν στον ενάγοντα την πρόσβαση στον ακάλυπτο χώρο, προκειμένου να τοποθετήσει λεβητοστάσιο, καθώς και να συναινέσουν στην αντικατάσταση της ως άνω εξωτερικής θύρας και στην πλακόστρωση τμήματος του κοινόχρηστου κλιμακοστασίου, άλλως, να επιτραπεί στον ίδιο η δημιουργία τέτοιας πρόσβασης, με δαπάνες των εναγομένων, και η αντικατάσταση της ανωτέρω θύρας και η πλακόστρωση, υποχρεουμένων των εναγομένων να συμμετάσχουν στο κόστος των σχετικών εργασιών, κατά το μέρος της συμμετοχής τους στις κοινόχρηστες δαπάνες. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η αγωγή, σύμφωνα και με τα ως άνω διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, αναφορικά με το αίτημά της που αφορά στην πρόσβαση του ενάγοντος στον ακάλυπτο χώρο του πρώτου ορόφου της ως άνω οικοδομής, τυγχάνει αόριστη, δοθέντος ότι, ουδόλως αναφέρεται στην αγωγή ο τρόπος με τον οποίο αποκλείσθηκε η πρόσβαση του ενάγοντος σε αυτόν, από τις εναγόμενες, αοριστία, η οποία, κατά τα ως άνω αναφερόμενα, δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Απορρίπτοντας, με την αυτή αιτιολογία, η εκκαλουμένη απόφαση, την αγωγή, κατά το ανωτέρω αίτημα αυτής, ως αόριστη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων, από τον εκκαλούντα, με τους λόγους εφέσεως αυτού, ως αβάσιμων. Περαιτέρω, αναφορικά με το δεύτερο αίτημά της, που αφορά στην αντικατάσταση της εξωτερικής θύρας της οικοδομής και στην πλακόστρωση μέρους της κλίμακας αυτής, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη. Και τούτο διότι, υπό τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, το ποσοστό συνιδιοκτησίας, επί του όλου οικοπέδου της οικοδομής, που αντιστοιχεί: α) στο Α-1 διαμέρισμα, κυριότητας της πρώτης εναγομένης, είναι 169/000 και β) στο Α-2 διαμέρισμα, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, είναι 129/000, ήτοι το συνολικό ποσοστό συνιδιοκτησίας των εναγομένων στο οικόπεδο υπολογίζεται σε 298/000 (169/000 + 129/000). Από την άλλη, το ποσοστό συνιδιοκτησίας, επί του όλου οικοπέδου της οικοδομής, που αντιστοιχεί στο Β-1 διαμέρισμα, κυριότητας του ενάγοντος, ανέρχεται σε 172/1000. Συνεπώς, το συνολικό ποσοστό συνιδικοκτησίας όλων των υπολοίπων ιδιοκτησιών της οικοδομής επί του οικοπέδου, αφαιρουμένων των αντιστοίχων ποσοστών συνιδιοκτησίας των διαδίκων, υπολογίζεται σε 530/000 [1.000/000 – 470/000 (298/000 + 172/000)]. Δοθέντος δε ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι λοιποί συνιδιοκτήτες συναινούν στο αίτημα του ενάγοντος αναφορικά με την εκτέλεση των ως άνω εργασιών στην πολυκατοικία, ο ενάγων και οι τελευταίοι συγκεντρώνουν από κοινού την αναγκαία, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης, αναφορικά με τη διενέργεια των ως άνω εργασιών, ώστε να μην απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης ρύθμισης. Έσφαλε, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε το συγκεκριμένο αίτημα όχι ως νομικά αβάσιμο, αλλά ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, δεχόμενο ότι στην αγωγή δεν αναφερόταν το μέγεθος των μερίδων των διαδίκων στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη, ούτως ώστε να υπολογισθεί εάν συγκεντρώνεται πλειοψηφία, παρότι ως προεκτέθηκε, στο αγωγικό δικόγραφο διαλαμβάνονταν τα αδιαίρετα ποσοστά συγκυριότητας εκάστης ιδιοκτησίας των διαδίκων στο οικόπεδο. Πλην όμως, το ως άνω σφάλμα δεν μπορεί να διορθωθεί από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επειδή τούτο, δηλαδή η, κατά παραδοχή της έφεσης, εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το σχετικό κεφάλαιό της, και η απόρριψη της αγωγής, κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, ως νομικά αβάσιμης, θα οδηγούσε σε επιβλαβέστερο για τον εκκαλούντα αποτέλεσμα, μολονότι οι εφεσίβλητες δεν έχουν ασκήσει δική τους έφεση (άρθρο 536 ΚΠολΔ). Πράγματι, η πρωτοβάθμια απόφαση που απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, δεν εξαφανίζεται, αν αυτή κριθεί στο εφετείο ότι ήταν παραδεκτή μεν, αλλά νομικά αβάσιμη, καθώς, στην περίπτωση αυτή, η θέση του εκκαλούντος – ενάγοντος επιδεινώνεται (ΑΠ 298/10 ΝοΒ 2011. 979, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 115, αρ. 21, σελ. 287, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 534, αρ. 14, σελ. 344), δεδομένου ότι το παραγόμενο, στη δεύτερη περίπτωση, δεδικασμένο είναι ευρύτερο από εκείνο που δημιουργείται από την απόρριψη της αγωγής, για δικονομικούς λόγους (Σ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379], Σ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2004/265 επομ. [304], Π. Κολοτούρος, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295, ΜονΕΠειρ 10/24 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Απορριπτέοι, τέλος, τυγχάνουν οι λόγοι εφέσεως και ως προς το σκέλος τους, κατά το οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι, κατά κακή εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, και ιδία των προσαχθέντων εγγράφων και των μαρτυρικών καταθέσεων, η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την αγωγή, στο σύνολό της, ως αόριστη, ενώ κατ’ ορθή εκτίμηση των προσαχθέντων στoιχείων θα έπρεπε να την κάνει δεκτή, καθώς στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εξέτασε την αγωγή στην ουσία της και δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις) που προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά, αντίθετα, την απέρριψε, ως αόριστη, χωρίς καμία εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων (ΕΑιγ 78/21, ΕΔωδ 64/02 ΔωδΝομ 2033. 110). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί, στην ουσία της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθειμένου από τον εκκαλούντα παραβόλου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη για τον παρόντα δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, υπ’ αριθμ. 47/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.-
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του υπ’ αριθμ. …………./2024 e – παραβόλου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.-ΚΑΙ
-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 10.3.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ