Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 152/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΜΟΙΒΕΣ 

Αριθμός απόφασης   152/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., ο οποίος παραστάθηκε, στο ακροατήριο, αυτοπροσώπως.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Πρωτοβάθμιου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ», που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής (…………………….) και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχό του Ιωάννη Ν. Λαγουδάκο, ο οποίος (εφεσίβλητος) δεν εκπροσωπήθηκε, στο ακροατήριο, από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εκκαλών  άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εφεσίβλητου, την από 2-1-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, η υπ’ αριθμ. 897/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο ενάγων, με την από 30-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ο εκκαλών κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως αναφέρεται ανωτέρω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’ αριθμ. ……../9-5-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., που επικαλείται και νομίμως προσκομίζει ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει, να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Η από 30-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση του εκκαλούντος, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 897/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε ο εκκαλών επικαλείται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της τελευταίας, στις 19-3-2024, έως την άσκηση της έφεσης, στις 1-5-2024 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 και 145 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Σημειώνεται δε ότι η εν λόγω διαφορά, ως υπαγόμενη στη διάταξη του άρθρου 614 παρ. 5 ΚΠολΔ, απαλλάσσεται, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ, της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου, για το παραδεκτό της έφεσης, και, κατά συνέπεια, ως εκ περισσού, προσκομίζεται, από τον εκκαλούντα, το σχετικό, με κωδικό αριθμό …………. ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100 ευρώ, το οποίο, για το λόγο τούτο, πρέπει να αποδοθεί σε αυτόν, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης (ΑΠ 791/17, ΕΔωδ 29/21, ΕΠατρ 82/21, ΕΑ 37/20 ΝΟΜΟΣ).

Ο  εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος του εφεσιβλήτου, την από  2-1-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2023 αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι τυγχάνει δικηγόρος Αρείου Πάγου, εγγεγραμμένος στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά και συνδέεται με τον εναγόμενο Δήμο, με σχέση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, απασχολούμενος, από 13-10-2018, στην υπηρεσία του, καθώς και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτού που έχουν καταργηθεί, αλλά οι υπηρεσίες του παραμένουν και εκτελούνται από αυτόν, ως νομικός του σύμβουλος, αντί πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας. Ότι, δοθέντος ότι ο εναγόμενος Δήμος, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του έτους 2021, έχει πληθυσμό 25.635 κατοίκους, ο ίδιος δικαιούται, κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, προσαύξηση 20% στο σύνολο της αντιμισθίας του, που του καταβαλλόταν έως και τις 31-5-2012, καθώς και έξοδα κίνησης, με βάση όσα προβλέπονται το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 2685/1999, τα οποία ανέρχονται ήδη, μηνιαίως, στο ποσό των 295,90 ευρώ, που αυτός ελάμβανε και έπαυσε ο εναγόμενος να του καταβάλει, από 1-11-2011, όπως επίσης και το επίδομα ειδικής απασχόλησης, που προβλέπεται από το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3205/2003, ανερχόμενο πλέον, μηνιαίως, στο ποσό των 89,06 ευρώ. Ότι, παρά το γεγονός ότι δεν εμπίπτει στην έννοια του υπαλλήλου, ούτε είναι ενταγμένος στο διοικητικό του προσωπικό, ώστε να υπάγεται στις σχετικές ρυθμίσεις, ο εναγόμενος του παρακράτησε παράνομα ποσοστά 2% και 1% επί της μηνιαίας αντιμισθίας του, για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας και για την ειδική εισφορά των ασφαλισμένων του Ταμείου Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων – Ο.Α.Ε.Δ., αντίστοιχα, που προβλέπονται στο άρθρο 38 παρ. 2 εδ. α και β του Ν. 3986/2011. Ότι, τέλος, δικαιούται δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματα αδείας, που προβλέπονται στο άρθρο 16 του Ν. 4024/2011, καθώς η μείωση αυτών, αρχικά, με το Ν. 3833/2010, και η, εν συνεχεία, κατάργησή τους, με το Ν. 4093/2012, αφορά τους απασχοληθέντες μόνο με σύμβαση εργασίας υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ζητούσε δε, με βάση τη μεταξύ αυτού και του εναγομένου σύμβαση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, άλλως κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών, άλλως με εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού: α) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα αυτού και η αντίστοιχη υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει την προσαύξηση του 20% του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, επί της καταβαλλόμενης αντιμισθίας του, για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2022, τα έξοδα κίνησης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, προσαυξημένα κατά 20%, το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης, για το διάστημα από 1-1-2020 έως 31-12-2022, προσαυξημένο κατά 20%, την κρατηθείσα ειδική εισφορά αλληλεγγύης, καθώς και την εισφορά των ασφαλισμένων του Ταμείου Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) – Ο.Α.Ε.Δ., για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2022, και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, για το διάστημα από 1-1-2018 έως 31-12-2022, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει την προσαύξηση 20% του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, επί της καταβαλλόμενης αντιμισθίας του, για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2022, ποσού 18.732,80 ευρώ, τα έξοδα κίνησης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, προσαυξημένα κατά 20%, ποσού 17.020,80 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης, για το διάστημα από 1-1-2020 έως 31-12-2022, προσαυξημένο κατά 20%, ποσού 2.564,88 ευρώ, την κρατηθείσα εισφορά αλληλεγγύης και Τ.Π.Δ.Υ – Ο.Α.Ε.Δ., για το διάστημα από 1-12019 έως 31-12-2022, ποσού 4.041,13 ευρώ, καθώς και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, για το διάστημα από 1-1-2018 έως 31-12-2022, ποσού 5.000 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, ήτοι το συνολικό, για τις ως άνω αιτίες, ποσό των 47.359,61 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει την προσαύξηση 20% επί της μηνιαίας πάγιας αντιμισθίας, τα έξοδα κίνησης και το επίδομα ειδικής απασχόλησης, προσαυξημένα κατά 20%, την κράτηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, ανερχόμενη σε 2% επί των τακτικών αποδοχών, πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεών του, την κράτηση της ειδικής εισφοράς των ασφαλισμένων του Ταμείου Προνοίας των δημοσίων υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) – Ο.Α.Ε.Δ. πέραν των προβλεπομένων υπέρ του Ταμείου Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων, ποσοστού 1% επί των τακτικών αποδοχών του, τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, για το μεταγενέστερο του ανωτέρω χρονικό διάστημα, και δη, μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 897/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού απορρίφθηκε το ως άνω υπό στοιχ. α) αίτημα και τα υπό στοιχ. β) και γ) αιτήματα, με εξαίρεση τις παρακρατηθείσες εισφορές, ως μη νόμιμα, όπως και οι επικουρικές βάσεις της αγωγής, η τελευταία έγινε εν μέρει δεκτή, και ως ουσία βάσιμη, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α του Ν. 3986/2011 και την ειδική εισφορά υπέρ Ο.Α.Ε.Δ. του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. β του Ν. 3986/2011, για το μεν  διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2022, τα αντίστοιχα ποσά των 1.873,28 ευρώ και 936,64 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.809,92 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019 από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση (ποσό για το οποίο και κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή), αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα, για τις αυτές ως άνω αιτίες, για το διάστημα από 1-1-2023 έως 16-9-2023, τα αντίστοιχα ποσά των 326,06 ευρώ και 163,03 ευρώ και συνολικά το ποσό των 489,09 ευρώ και συμψηφίσθηκε η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται, με την υπό κρίση έφεσή του, ο εκκαλών, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος απερρίφθη η αγωγή του, να γίνει αυτή εν όλω δεκτή.

Σύμφωνα με το εδ. γ` του άρθρου 246 του Ν. 1188/1981 “Κώδικας Προσωπικού ΟΤΑ”, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στους Ο.Τ.Α. ή σε ιδρύματα που ανήκουν στους Δήμους καθώς και στα Ν.Π.Δ.Δ., χορηγούνται: (i) Τα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 2685/1999, το οποίο ορίζει ότι ειδικές διατάξεις, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση κατ` αποκοπή εξόδων μετακίνησης σε υπαλλήλους για τις μετακινήσεις τους εκτός έδρας, διατηρούνται σε ισχύ και δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων, με κοινή δε απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού τα κατ` αποκοπή έξοδα μετακίνησης καταβάλλονται από 1.4.1998 σύμφωνα με την ΚΥΑ 2040222/4110/ 0022/1998, που προβλέπει τη χορήγηση στο προσωπικό των Ο.Τ.Α. εφάπαξ ετήσιας αποζημίωσης (90.000 δρχ. για το έτος 1998 και 120.000 δρχ. από το έτος 1999) για την κάλυψη των δαπανών κίνησης, στις οποίες υποβάλλονται λόγω της φύσης της απασχόλησής τους, η αποζημίωση δε αυτή βαρύνει αποκλειστικά τους οικείους προϋπολογισμούς των Ο.Τ.Α. και σε καμία περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο τον κρατικό προϋπολογισμό και η καταβολή της γίνεται με ξεχωριστό τίτλο πληρωμής, τμηματικά στο τέλος κάθε τριμήνου. Επίσης, στο άρθρο 166 παρ. 3 του Ν. 3584/2007 “Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων” ορίζεται ότι στους δικηγόρους των Ο.Τ.Α. με σχέση έμμισθης εντολής “χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2685/1999…, όπως ισχύουν”. Το προβλεπόμενο ως άνω ποσό της αποζημίωσης για έξοδα μετακίνησης ανήλθε με την ΚΥΑ 2/6771/2004 από 1.1.2004 σε 206 ευρώ μηνιαίως και, μετά από διαδοχικές αναπροσαρμογές, με την ΚΥΑ 2/95080/0022/2008 καθορίσθηκε από 1.1.2008 σε 365 ευρώ. Στη συνέχεια, με το Ν. 4024/2011 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015”, επιχειρήθηκε η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, η οποία είχε ως συνέπεια την περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με σκοπό, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, αφενός την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και αφετέρου τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, την άρση των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, την ανταμοιβή της εργασίας βάσει του παραγόμενου αποτελέσματος, την προσέλκυση ικανού στελεχιακού δυναμικού και την προώθηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών προτεραιοτήτων της χώρας. Στο Κεφάλαιο Δεύτερο του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο “Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α` και Β` βαθμού και άλλων φορέων του δημόσιου τομέα και συναφείς διατάξεις” και ειδικότερα στο άρθρο 4, το οποίο φέρει τον τίτλο “Πεδίο εφαρμογής”, ορίζονται τα εξής: “1. Στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.)…. 2. Υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, καθώς και οι κατηγορίες υπαλλήλων ή λειτουργών που υπάγονται στο Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Μέρους Β` του ν. 3205/2003 (Α` 297) εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17”. Με το άρθρο 22 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που φέρει τον τίτλο “Επέκταση διατάξεων”, ορίζεται ότι: “1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου”, κατ` εφαρμογή δε της διάταξης αυτής εκδόθηκε η ΚΥΑ οικ.2/17132/0022/28.2.2012 (ΦΕΚ Β`498/ 28.2.2012), με έναρξη ισχύος την 1.11.2011, σύμφωνα με την παρ. 1 της οποίας, στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011, καταβάλλεται, εφόσον πρόκειται για δικηγόρους στο Πρωτοδικείο ο βασικός μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Ε` βαθμού, για δικηγόρους στο Εφετείο ο βασικός μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Γ` βαθμού και για δικηγόρους στον Άρειο Πάγο ο βασικός μισθός του Β` βαθμού. Περαιτέρω, με το άρθρο 30 παρ. 1 εδ. α` του Ν. 4024/2011 ορίζεται ότι “Πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος Κεφαλαίου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις, που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, μέχρι την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπεται με τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, καταργούνται εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού”. Στα ως άνω καταργούμενα επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις δεν περιλαμβάνονται τα προβλεπόμενα στο εδάφιο β` της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, περί των οποίων δεν πρόκειται εν προκειμένω. Κατά δε το άρθρο 32 παρ. 1 του Ν. 4024/2011, “1. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Όπου σε διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή άλλων κανονιστικών πράξεων, γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο νοείται ως παραπομπή στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου που ρυθμίζουν το αντίστοιχο θέμα. Επιδόματα ή παροχές που προβλέπονται από τις καταργούμενες διατάξεις και τα οποία, κατά παραπομπή άλλων διατάξεων, χορηγούνται σε λειτουργούς ή υπαλλήλους, που δεν υπάγονται στο Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, εξακολουθούν να καταβάλλονται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι παραπεμπόμενες διατάξεις με εξαίρεση την οικογενειακή παροχή, η οποία υπολογίζεται και καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17. 2…. 3…. 4. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου αρχίζει την 1.11.2011”. Ακολούθως, με το άρθρο 33 περ. β` του Ν. 4354/2015 ορίστηκε ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του προαναφερθέντος τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 4024/2011 με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 30 και 32 του Ν. 4024/2011 συνάγεται ότι, από την 1.11.2011, οι διατάξεις οι οποίες, πέραν των επιδομάτων και παροχών του δευτέρου Κεφαλαίου (άρθρα 4 έως 32) του Ν. 4024/2011, προβλέπουν επιδόματα, αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπονται με τις ισχύουσες μέχρι την 1.11.2011 διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, δεν καταργούνται γενικώς και αδιακρίτως, αλλά καταργούνται εφόσον καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του ως άνω νόμου. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 4024/2011, από 1.11.2011, καταργήθηκε και το καταβαλλόμενο, ανεξαρτήτως της μετακίνησης του δικαιούχου, επίδομα εξόδων κίνησης των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), πρώτου και δεύτερου βαθμού, αφού, κατά τα ανωτέρω, με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 4024/2011 επεκτάθηκε και σ` αυτούς η ισχύς των διατάξεων του Κεφαλαίου Δεύτερου του εν λόγω νόμου (ΑΠ 206/24,  ΑΠ 469/23,  ΑΠ 1108/22,  ΑΠ 574/21,  ΑΠ 1254/18  ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, οι σχετικές ως άνω διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 2685/1999 και του άρθρου 166 του Ν. 3584/2007, που προέβλεπαν τη χορήγησή του, έπαυσαν να ισχύουν, αφού καταργήθηκαν με το άρθρο 32 παρ. 1 του Ν. 4024/2011 (ΑΠ 206/24 ΝΟΜΟΣ). Με τα δεδομένα αυτά, οι θεσπισθείσες με το Ν. 4024/2011 περικοπές αποδοχών και επιδομάτων των εργαζομένων στον εν γένει δημόσιο τομέα, αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος προσαρμογής, αλλά και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε σχέση με την οργάνωση του έμψυχου δυναμικού των δημόσιων φορέων. Κατ` αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ` αρχάς σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος και αποτελούν, εν τέλει, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της ευρωζώνης, στο πλαίσιο της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. Ο επιδιωκόμενος με τις κρίσιμες διατάξεις σκοπός αποτελεί λόγο δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί την επέμβαση του νομοθέτη στις συμβατικές σχέσεις των δικηγόρων, που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011. Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση θεσπίστηκε με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, παρίσταται ως πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν είναι προδήλως δυσανάλογη προς αυτόν. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στην καθιερωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ` αυτού αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών και δεν αποκλείεται, κατ` αρχάς, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Άλλωστε, από μακρού ο καθορισμός της αμοιβής των εμμίσθων δικηγόρων υπήρξε αντικείμενο κρατικής παρέμβασης με την καθιέρωση κατωτάτων ορίων πάγιας περιοδικής αμοιβής των δικηγόρων και μάλιστα δια παραπομπής στο βασικό μισθό ή στα ΜΚ του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ιδίως με τα άρθρα 92 παρ. 1 και 92Α του Ν.Δ/τος 3026/1954 και τις ΚΥΑ 85724/8615/1986 και 2022210/2776/0022/1997 (ΑΠ 206/24, ΑΠ 574/21, ΑΠ 1254/18, ΟλΣτΕ 3372/15). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 322 παρ. 1 και 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο αφορά το δικαίωμα, το οποίο είχε με την αγωγή προβληθεί, με βάση την επικληθείσα συγκεκριμένη ιστορική και συνακόλουθη νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια μ` αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη ιδίας νομικής διάταξης (ΑΠ 1966/22, ΑΠ 1559/17, ΑΠ 2028/14 ΝΟΜΟΣ), παράγεται δε δεδικασμένο και από λανθασμένη απόφαση (ΑΠ 1966/22, ΑΠ 2028/14, ΑΠ 111/08 ΝΟΜΟΣ). Η ιστορική αιτία, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, από μόνα τους, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο. Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν η έννομη σχέση που έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης, μεταγενέστερης αξιώσεως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο, το οποίο, κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 440/24 ΝΟΜΟΣ), υφίσταται για προδικαστικό ζήτημα που κρίνεται παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος (ΑΠ 242/24 ΝΟΜΟΣ). Ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια (ΑΠ 440/24, ΑΠ 403/23, ΑΠ 1327/21 ΝΟΜΟΣ). Η δε κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ αυτοτελής κάλυψη του προδικαστικού ζητήματος εναρμονίζεται με τη ρύθμιση του άρθρου 322 ΚΠολΔ στο μέτρο που προδικαστικό ζήτημα, στην έννοια του άρθρου 331 ΚΠολΔ, αποτελούν μόνον οι προδικαστικές έννομες συνέπειες (και όχι τυχόν πραγματικά γεγονότα ή νομικές έννοιες κ.λπ.), κατά τον ίδιο ακριβώς λόγο που, σύμφωνα με τη βασική ρύθμιση του άρθρου 322 ΚΠολΔ, αντικείμενο του δεδικασμένου γενικώς μπορούν να αποτελέσουν μόνον έννομες σχέσεις (έννομες συνέπειες) (ΑΠ 440/24, ΑΠ 45/23, ΑΠ 370/19 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι μεν διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, αλλά έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος, που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Αυτό συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα, με αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει, αν, κατά τον κρίσιμο για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνο, έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος, το οποίο διέπει την έννομη σχέση ή τις έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή, αφού τότε δεν υπάρχει η απαιτούμενη για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας (ΑΠ 243/24 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση όλων, των μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τον ενάγοντα, εγγράφων (η μνεία κατωτέρω είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, από το 2000, προσλήφθηκε, στις 13-10-2008, από τον εναγόμενο Δήμο, με σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αμειβόμενος με πάγια μηνιαία αντιμισθία, λαμβάνοντας, εκτός των άλλων, προσαύξηση 20%, κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, επίδομα ειδικής απασχόλησης, κατ’  άρθρο 8 παρ. 6 περ. γ του Ν. 3205/2003, έξοδα μετακίνησης, καθώς και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας. Ακολούθως, από 1-11-2011, ο εναγόμενος έπαυσε να καταβάλει στον ενάγοντα το επίδομα ειδικής απασχόλησης και τα έξοδα κίνησης, από 1-6-2012, την ως άνω προσαύξηση και, από 1-1-2013, τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 30 παρ. 1 εδ. α του Ν. 4024/2011 και 32 περ. α του Ν. 4093/2012. Μετά ταύτα, ο ενάγων άσκησε, σε βάρος του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρχικά, την από 17-12-2018 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2018 αγωγή, με την οποία ζητούσε: α) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως και 31-12-2018, την εν λόγω προσαύξηση 20% του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, επί της εκάστοτε καταβαλλόμενης συνολικής πάγιας αντιμισθίας του, β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, εφεξής και για το μέλλον, την ανωτέρω προσαύξηση επί της εκάστοτε καταβαλλόμενης πάγιας αντιμισθίας του, και συγκεκριμένα, για το χρονικό διάστημα μετά την 1-1-2019, και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, επικουρικά κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας, άλλως του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 28.293,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, σε ποσοστό 3% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου, η υπ’ αριθμ. 2538/2020, ήδη τελεσίδικη, απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν, ως μη νόμιμες, οι επικουρικές βάσεις της αγωγής, κρίθηκε αυτή, κατά την κύρια βάση της, νόμιμη (με εξαίρεση το αίτημά της περί αναγνώρισης της υποχρέωσης καταβολής της προσαύξησης 20%, από 1-1-2019 και εντεύθεν), και, περαιτέρω, βάσιμη κατ’ ουσίαν, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 31-12-2018 την εν λόγω προσαύξηση 20% (του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004), επί της εκάστοτε καταβαλλόμενης συνολικής πάγιας αντιμισθίας του, και, τέλος, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, το ως άνω ποσό των 28.293,60 ευρώ, νομιμοτόκως, σε ποσοστό 3% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής. Στη συνέχεια, ο ενάγων άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, την από 22-7-2018 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2018 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, ως δώρο Πάσχα, δώρο Χριστουγέννων και επίδομα αδείας, για τα έτη 2013 έως και 2017, το συνολικό ποσό των 5.000 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 89/2019 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που απέρριψε, ως μη νόμιμη, την αγωγή. Κατά της ως άνω αποφάσεως, ο ενάγων άσκησε την από 26-10-2019 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2019 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου – εφεσίβλητου, η υπ’ αριθμ. 264/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και αφού δικάσθηκε, εκ νέου, η αγωγή, κρίθηκε νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το, για τις προαναφερόμενες αιτίες, ως άνω αιτούμενο με αυτήν ποσό. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε, κατά του εναγομένου, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και την από 24-12-2020 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ.  ………./2020  αγωγή,  με  την  οποία  ζητούσε,  αφού  αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει μηνιαίως το επίδομα ειδικής απασχόλησης, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει, εκ της ως άνω αιτίας, για τα έτη 2015 έως και 2020, το συνολικό ποσό των 7.694,98 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, μηνιαίως, ως επίδομα ειδικής απασχόλησης, το ποσό των 106,87 ευρώ, από 1-1-2021 μέχρι και την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής. Επί της τελευταίας, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 11/2022 απόφαση, που δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 7.694,98 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6%) από την επίδοση της αγωγής, ενώ αναγνώρισε και την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το προαναφερόμενο ποσό των 106,87 ευρώ, κάθε μήνα, από 1-1-2021 έως και το χρόνο συζήτησης της αγωγής (8-10-2021). Κατά της ως άνω αποφάσεως, ο εναγόμενος Δήμος άσκησε την από 19-4-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2023 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2274/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν. Ήδη, με την παρούσα αγωγή, που επακολούθησε της ασκήσεως των προαναφερομένων αγωγών του, ο ενάγων, επικαλούμενος την αυτή νομική αιτία, ζητούσε, -μεταξύ άλλων κυρίων αιτημάτων του (ως αυτά προεκτέθηκαν  ανωτέρω)-, κυρίως κατά τις διατάξεις της έμμισθης εντολής, άλλως κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού: α) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα αυτού και η αντίστοιχη υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει την προσαύξηση του 20% του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, επί της καταβαλλόμενης αντιμισθίας του, για το επόμενο διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2022, τα έξοδα κίνησης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, προσαυξημένα κατά 20%, το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης, για το διάστημα από 1-1-2020 έως 31-12-2022, προσαυξημένο κατά 20%, και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, για το διάστημα από 1-1-2018 έως 31-12-2022, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει την προσαύξηση 20% του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, επί της καταβαλλόμενης αντιμισθίας του, για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2022, ποσού 18.732,80 ευρώ, τα έξοδα κίνησης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, προσαυξημένα κατά 20%, ποσού 17.020,80 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης, για το διάστημα από 1-1-2020 έως 31-12-2022, προσαυξημένο κατά 20%, ποσού 2.564,88 ευρώ, καθώς και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, για το διάστημα από 1-1-2018 έως 31-12-2022, ποσού 5.000 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει την προσαύξηση 20% επί της μηνιαίας πάγιας αντιμισθίας, τα έξοδα κίνησης και το επίδομα ειδικής απασχόλησης, προσαυξημένα κατά 20%, τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, για το μεταγενέστερο του ανωτέρω χρονικό διάστημα, και δη, μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η εκκαλουμένη απόφαση, αφού απέρριψε τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, ως μη νόμιμες, εν συνεχεία, απέρριψε τα ανωτέρω αιτήματα ως μη νόμιμα, και ως προς την κύρια αγωγική βάση. Ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, τις σχετικές αξιώσεις του, ως μη νόμιμες, ενώ έπρεπε να κρίνει αυτές νόμιμες και, εν συνεχεία, και βάσιμες στην ουσία τους. Ειδικότερα, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου εφέσεώς του, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε το αίτημά του περί επιδικάσεως σε αυτόν των εξόδων κίνησης, που δικαιούται, με βάση τη διάταξη του άρθρου 32 του Ν. 4024/2011, με την οποία ρητά διατηρήθηκε η παροχή αυτή για υπαλλήλους και λειτουργούς, που δεν υπήχθησαν στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β και ελάμβαναν παροχές που προβλέπονται από τις καταργούμενες με το Ν. 4024/2011 διατάξεις, δοθέντος ότι ο ίδιος δεν περιλαμβάνεται στις κατηγορίες (πεδίο εφαρμογής) του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011. Πλην όμως, κατά τα ως άνω διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 4024/2011, η ισχύς των διατάξεων του Κεφαλαίου Δεύτερου του ως άνω νόμου, που προβλέπουν επιδόματα, παροχές κλπ, επεκτάθηκε και στους δικηγόρους που απασχολούνται με πάγια αντιμισθία στους φορείς του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 4024/2011, μεταξύ των οποίων και οι ΟΤΑ Α` βαθμού, όπως είναι ο εναγόμενος Δήμος, και σύμφωνα με τα άρθρα 30 παρ. 1 εδαφ. α` και 32 παρ. 4 του ίδιου νόμου, πέραν των επιδομάτων και παροχών που προβλέπονται στο ανωτέρω Κεφάλαιο, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις, με οποιαδήποτε ονομασία και αν χορηγούντο, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων κίνησης των ως άνω δικηγόρων,  από 1-11-2011,  καταργούνται. Ως  εκ  τούτου,  ο  εναγόμενος  δικηγόρος  δεν δικαιούται τα, αιτουμένα με την ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση αυτής που στηρίζεται στη σύμβασης έμμισθης εντολής του με την εναγομένη, έξοδα κίνησης, καθότι το άρθρο 246 του Ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, από 1-11-2011, καταργείται με το ως άνω άρθρο 30 παρ. 1 εδαφ. α` του Ν. 4024/2011. Απορρίπτοντας, με την αυτή αιτιολογία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το ανωτέρω αίτημα, ως νόμω αβάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως, ως αβάσιμου. Σημειωτέον δε ότι η σχετική αξίωση του ενάγοντος, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, δεν δύναται να θεμελιωθεί ούτε στις επικουρικές αγωγικές βάσεις της αδικοπραξίας και του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς, αναφορικά: α) με τη μεν αδικοπρακτική βάση της αγωγής, που επιχειρείται να επιστηριχθεί στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑκ και 926 ΑΚ, εξαιτίας παράνομων πράξεων και παραλείψεων του εναγομένου, και ειδικότερα, της μη καταβολής στον ενάγοντα, μεταξύ άλλων, και των ανωτέρω εξόδων κίνησης, τα ιστορούμενα στην αγωγή περιστατικά δεν μπορούν να στηρίξουν πρωτογενή ευθύνη του εναγομένου από αδικοπραξία, καθώς οι σχετικές ενέργειες, διαπραττόμενες, χωρίς τη σύμβαση έμμισθης εντολής μεταξύ των διαδίκων, δεν θα ήταν παράνομες, ως μη αντικείμενες στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο γενικό καθήκον του να μην ζημιώνεται άλλος υπαίτια (ΟλΑΠ 967/73, ΑΠ 345/18, ΑΠ 1273/17, ΑΠ 2144/13, ΑΠ 1494/08 ΝΟΜΟΣ), β) τη δε επικουρικότερη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς, παρά την επιβοηθητική φύση της, αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση (ΟλΑΠ 22/03, ΟλΑΠ 23/03, ΑΠ 1027/21, ΑΠ 2018/14 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο εκκαλών, με τον πρώτο λόγο, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου και τον τρίτο λόγο εφέσεώς του, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε, ως νόμω αβάσιμα, αντίστοιχα, τα αιτήματά του περί της επιδικάσεως στον ίδιο: α) της προσαύξησης 20%, επί του συνόλου της πάγιας αντιμισθίας του, όπως προβλέπεται από το άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, β) του επιδόματος ειδικής απασχόλησης, που ελάμβαναν οι υπάλληλοι του Ο.Τ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 περ. γ του Ν. 3205/2003, και το οποίο, με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 4024/2011 καταργήθηκε ρητά για τους υπαλλήλους που υπάγονται στο Κεφάλαιο αυτό του νόμου, χορηγήθηκε δε στους δικηγόρους του Ο.Τ.Α., με παραπομπή του άρθρου 246 του Ν. 1188/1981 και του άρθρου 166 του Ν. 3584/2007 στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 περ. γ του Ν. 3205/2003 και γ) των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, οι ως άνω αξιώσεις του ενάγοντος, σε βάρος του εναγομένου, κρίθηκαν, για προγενέστερο χρονικό διάστημα εκείνου που αφορά η ένδικη αγωγή, ως νόμιμες και, ακολούθως, ουσιαστικά βάσιμες, με τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων, και συγκεκριμένα, η αξίωση της προσαύξησης του 20% επί της πάγιας αντιμισθίας του, με την υπ’ αριθμ. 2538/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, του επιδόματος ειδικής απασχόλησης, με την υπ’ αριθμ. 11/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και οι αντίστοιχες των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, με την υπ’ αριθμ. 264/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Από δε τις ως άνω τελεσίδικες αποφάσεις, παράγεται δεδικασμένο, καθώς υφίσταται ταυτότητα δικαιώματος, που προβλήθηκε με αγωγή, και δη με όμοιο αντικείμενο και με βάση όμοια ιστορική και νομική αιτία, για την έννομη σχέση που κρίθηκε με τις ως άνω τελεσίδικες αποφάσεις και αυτής που ιστορείται στην ένδικη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Το  ως άνω δεδικασμένο, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεσμεύει το Δικαστήριο (θετική λειτουργία του δεδικασμένου ως προς την προδικαστικότητα), υπό την έννοια ότι, όταν η κυρίως κριθείσα έννομη σχέση ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα του αντικειμένου της δεύτερης δίκης, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, το δικαστήριο της νέας αγωγής οφείλει να θέσει, ως βάση της αποφάσεώς του, το προϋπάρχον δεδικασμένο. Συγκεκριμένα, το δεδικασμένο τούτο δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, που καλείται να κρίνει για όμοιες, αλλά μεταγενέστερου του ήδη κριθέντος χρονικού διαστήματος, αξιώσεις, ενόψει του ότι το αντικείμενο της προκείμενης νέας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη, εφόσον κατ` αυτή (νέα δίκη) πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη, ενώ κατά τον επίδικο κρίσιμο χρόνο, δεν έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει την έννομη σχέση ή τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή, αλλά αντίθετα, το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον κρίσιμο  χρόνο  των  προηγούμενων  δικών  παραμένει  αναλλοίωτο  και  κατά  τον  κρίσιμο χρόνο της προκείμενης δίκης. Βάσει των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση που προέβη στην εξέταση του νόμω βασίμου των ως άνω αγωγικών αξιώσεων, και τις απέρριψε, ακολούθως, ως μη νόμιμες, παρότι αυτές είχαν κριθεί, με δεσμευτική δύναμη δεδικασμένου, με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις, νόμιμες, έσφαλε, της πλημμέλειας αυτής εξεταζόμενης αυτεπαγγέλτως, καθόσον ο εκκαλών αναπτύσσει το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, προσκομίζοντας και τις σχετικές τελεσίδικες αποφάσεις. Ως εκ τούτου, η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί και να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω αξιώσεων. Αναφορικά δε με αυτές, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει, βάσει του πληθυσμού του εναγόμενου Δήμου που δεν υπερβαίνει τους 100.000 κατοίκους, προσαύξηση επί της αντιμισθίας του 20%, το ύψος της οποίας ανέρχεται, για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-8-2021, κατά το οποίο η αντιμισθία του ανερχόταν στο ποσό των 1.968 (1.918 ευρώ οι μηνιαίες του αποδοχές + 50 ευρώ επίδομα τέκνων) ευρώ, το συνολικό ποσό των 12.595,20 [393,60 ευρώ/μήνα (1.968 ευρώ Χ 20%) Χ 32 μήνες] ευρώ και, περαιτέρω, για το διάστημα από 1-9-2021 έως 31-12-2022, κατά το οποίο η αντιμισθία του ανερχόταν στο ποσό των 1.918 ευρώ (μη δικαιουμένου πλέον του επιδόματος τέκνων), το συνολικό ποσό των 6.137,60 [383,60 ευρώ/μήνα (1.918 ευρώ Χ 20%) Χ 16 μήνες] ευρώ και συνολικά, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 18.732,80 (12.595,20 + 6.137,60) ευρώ. Επίσης, δικαιούται να λάβει, ως επίδομα ειδικής απασχόλησης, προσαυξημένο κατά 20%, για το διάστημα από 1-1-2021 έως και 31-12-2022, το συνολικό ποσό των 2.564,88 {106,87 ευρώ/μήνα [89,06 ευρώ το επίδομα + 17,81 ευρώ προσαύξηση (89,06 ευρώ Χ 20%)] Χ 24 μήνες} ευρώ. Τέλος, ο ενάγων δικαιούται δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας για τα έτη 2018 έως και 2021, και ειδικότερα: α) για το έτος 2018: ποσό 500 ευρώ, για δώρο Χριστουγέννων, ποσό 250 ευρώ, για δώρο Πάσχα, και ποσό 250 ευρώ, για επίδομα αδείας, και συνολικά ποσό 1.000 (500 + 250 + 250) ευρώ, β) για το έτος 2019: ποσό 500 ευρώ, για δώρο Χριστουγέννων, ποσό 250 ευρώ, για δώρο Πάσχα, και ποσό 250 ευρώ, για επίδομα αδείας, και συνολικά ποσό 1.000 (500 + 250 + 250) ευρώ, γ) για το έτος 2020: ποσό 500 ευρώ, για δώρο Χριστουγέννων, ποσό 250 ευρώ, για δώρο Πάσχα, και ποσό 250 ευρώ, για επίδομα αδείας, και συνολικά ποσό 1.000 (500 + 250 + 250) ευρώ, δ) για το έτος 2021: ποσό 500 ευρώ, για δώρο Χριστουγέννων, ποσό 250 ευρώ, για δώρο Πάσχα, και ποσό 250 ευρώ, για επίδομα αδείας, και συνολικά ποσό 1.000 (500 + 250 + 250) ευρώ και ε) για το έτος 2022: ποσό 500 ευρώ, για δώρο Χριστουγέννων, ποσό 250 ευρώ, για δώρο Πάσχα και ποσό 250 ευρώ, για επίδομα αδείας, και συνολικά ποσό 1.000 (500 + 250 + 250) ευρώ, και συνολικό, για όλες τις ως άνω αιτίες, ποσό 5.000 (1.000 + 1.000 + 1.000 + 1.000 + 1.000) ευρώ. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι ανωτέρω αξιώσεις δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, η οποία είναι πενταετής, αρχομένη από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε εκάστη σχετική αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΠ 241/20, ΜονΕΑ 1349/23 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για όλες τις ανωτέρω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 26.297,68 (18.732,80 + 2.564,88 + 5.000) ευρώ.  Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει, γενομένης δεκτής της εφέσεως και ως ουσία βάσιμης, να γίνει δεκτή, στην ουσία της, η αγωγή, και κατά τα ανωτέρω αιτήματα, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει στον ενάγοντα, το ως άνω συνολικό ποσό των 26.297,68 ευρώ, με το νόμιμο τόκο του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Για την ενότητα της εκτελέσεως, όμως, του τίτλου, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς τις μη θιγόμενες διατάξεις της που αφορούν αγωγικά αιτήματα που έγιναν δεκτά -και δη αυτές για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α του Ν. 3986/2011 και την ειδική εισφορά υπέρ Ο.Α.Ε.Δ. του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. β του Ν. 3986/2011 που παρέμειναν αλώβητες, αντιστοίχων ποσών: α) 1.873,28 ευρώ και 936,64 ευρώ και συνολικού ποσού 2.809,92 ευρώ, για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2022 (διάταξη της εκκαλουμένης καταψηφιστική) και β) 326,06 ευρώ και 163,03 ευρώ και συνολικού ποσού 489,09 ευρώ, για το διάστημα από 1-1-2023 έως 16-9-2023 (διάταξη της εκκαλουμένης αναγνωριστική)- ώστε η απόφαση του Εφετείου να έχει ενιαίο διατακτικό (ΑΠ 748/84 ΕλλΔικ 26. 642, ΕΠειρ 464/11 ΕΝαυτΔ 2012. 8, ΜονΕΠατρ 442/18 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Μετά ταύτα, πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 29.107,60 (26.297,68 + 2.809,92) ευρώ, με το νόμιμο τόκο του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 489,09 ευρώ. Περαιτέρω, πρέπει  να   ορισθεί   το   νόμιμο   παράβολο,   για   την   περίπτωση   ασκήσεως   ανακοπής ερημοδικίας, κατά της παρούσας, εκ μέρους του εφεσίβλητου (άρθρα 501, 502, 505 ΚΠολΔ) και, τέλος, να συμψηφισθεί, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εφεσιβλήτου.

–ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, κατά της παρούσας, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

–ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, υπ’ αριθμ. 897/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.-

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ’ αριθμ. ……….. e- παραβόλου εφέσεως στον εκκαλούντα.-

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, υπ’ αριθμ. 897/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.-

-ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.-

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τετρακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και εννέα λεπτών (489,09).-

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων εκατόν επτά ευρώ και εξήντα λεπτών (29.107,60), με το νόμιμο τόκο του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019, από την επίδοση της αγωγής.-ΚΑΙ

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στις 10.3.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ