ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 163/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ
Της εκκαλούσας: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Τριαντάφυλλο Μαγειρία,
Της εφεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία “…………” (………..), που εδρεύει στο …….. Ιρλανδίας που εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο ……. Αττικής, ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χριστίνα Συλίκου [ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 10.5.2022 (με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) ανακοπή της κατά της από 28.2.2022 επιταγής προς πληρωμή, της από 10.3.2022 εντολής προς εκτέλεση της με αριθμό …./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας και της υπ’ αρ. ……../2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθήνας …….., κατόπιν δε συζητήσεως αυτής (της ανακοπής) αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 3152/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η ανακόπτουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 26-10-2022 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 31.10.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η 2.11.2023 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ από την αρχική δικάσιμο της 2.11.2023, η από 26.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) έφεση της Σταματίνας Μπούτλα κατά της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….”, η οποία εν προκειμένω εκπροσωπείται από την εταιρεία «………..» προς εξαφάνιση της 3152/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, την από 10.5.2022 (με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης απέρριψε αυτή και επικύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών του άρθρου 518 παρ.2 ίδιου Κώδικα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 14.10.2022 και η κατ’ αυτής έφεση ασκήθηκε στις 31.10.2022, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης από τη μία διάδικο στην άλλη. Ως εκ τούτου, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ως άνω ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3Αβ ΚΠολΔ το με κωδικό ……… παράβολο, εξοφλημένο (βλ. την από 31.10.22 απόδειξη της Τράπεζας EUROBANK A.E. που επισυνάπτεται στο εφετήριο).
Με την ως άνω ανακοπή της, η νυν εκκαλούσα ζητούσε για τους λόγους που εξέθετε στο δικόγραφο της ανακοπής της, την ακύρωση 1) της από 28.2.2022 επιταγής προς πληρωμή εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ………/2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 2) της από 10.3.2022 εντολής προς εκτέλεση της ως άνω υπ’ αριθ. ………./2014 διαταγής πληρωμής και 3) της υπ’ αρ. ……/2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………, δυνάμει της οποίας εκτίθετο την 9.11.2022 σε αναγκαστικό δημόσιο (ηλεκτρονικό) πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία της ανακόπτουσας, που βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού ………… και περιγράφεται λεπτομερώς στο δικόγραφο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ανακοπή ως προς την μεν προσβαλλόμενη από 10.3.2022 εντολή, επειδή η ανακόπτουσα δεν προσβάλλει αυτή αυτοτελώς για συγκεκριμένη πλημμέλεια, ως προς τις δε υπόλοιπες προσβαλλόμενες πράξεις λόγω του νόμω αβάσιμου εκάστου λόγου ανακοπής. Ήδη με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα, για τους λόγους που εκθέτει, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η ανακοπή της.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, δύο μόνο βαθμοί δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, των οποίων την τήρηση το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αυτοτελής δε αίτηση δεν επιτρέπεται να υποβληθεί απευθείας σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες: α) με τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την έννοια των οποίων το Εφετείο, με την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, γίνεται κύριο της όλης υποθέσεως κατά την έκταση της μεταβιβάσεως αυτής με τους λόγους της εφέσεως και υποκαθιστά το πρωτοδικείο, καθιστάμενο αρμόδιο να εξετάσει όλα τα υποβληθέντα, προς οριστική διάγνωση ενώπιον του τελευταίου τούτου αναγκαία ζητήματα και β) τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, όπως είναι και η ανακοπή που ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, εφόσον δεν κατατέθηκαν με πρόσθετο δικόγραφο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο κατατέθηκε η ανακοπή, απαραδέκτως εισάγονται με κατάθεση του εφετήριου ενώπιον του Εφετείου, έστω και αν τούτο κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως εξετάζει κατ΄ ουσίαν την ανακοπή. Και τούτο διότι, πέραν του ότι το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 892/1990), απαιτεί κατάθεση του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής “στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή”, πρόκειται αυτοτελής αίτηση παροχής έννομης προστασίας υποβαλλόμενη κατ΄ ευθείαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καίτοι δεν προβλέπεται τούτο ειδικά στο νόμο (άρθρο 12 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού η κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ εξουσία του Εφετείου εκτείνεται στην έρευνα μόνο εκείνων των προς διάγνωση ζητημάτων, τα οποία είχαν υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1914/99) (βλ. ΑΠ 659/2005 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 22/2025 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠατρ 225/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, Πανταζόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρα 495-590, άρθρο 527, σελ. 171, 172, παρ.23, Δ. Διακονή σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2017, άρθρο 527, σελ. 260, 261, παρ.11). Ομοίως από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με αυτές του άρθρου 224 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται με το εφετήριο να γίνει μεταβολή της βάσης ενός λόγου ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ώστε η πλημμέλεια που αποδίδεται στην ίδια προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης με την έφεση να διαφέρει έστω εν μέρει από εκείνη την οποία απέδιδε ο ανακόπτων -εκκαλών στην ίδια πράξη εκτέλεσης πρωτοδίκως με τον σχετικό λόγο της ανακοπής του (πρβλ. ΤρΕφΠειρ 98/2021 στην ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι η καθ’ης η ανακοπή- εφεσίβλητη, κατά την επίδοση σε εκείνη της από 28.2.2022 επιταγής προς πληρωμή δεν απέδειξε (τυπική διαδικαστική προϋπόθεση) με τα συγκοινοποιούμενα με το αντίγραφο εξ απογράφου της πιο πάνω διαταγής πληρωμής, στην ανακόπτουσα έγγραφα, ότι αντίγραφο εξ απογράφου με επιταγή προς πληρωμή ή έστω προς γνώση της, είχε επιδοθεί σε αυτή μέσα στην προθεσμία (ενεργείας) των δύο μηνών του άρθρου 630Α ΚΠολΔ. Ότι ειδικότερα στο κείμενο της επιταγής προς πληρωμή που υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αντιδίκου δεν αναφέρεται η προκοινοποίηση του αντιγράφου εξ απογράφου στην οφειλέτρια εντός της αρχικής προθεσμίας των δύο μηνών από τη δημοσίευση της επίμαχης διαταγής πληρωμής και έτσι δεν έχει τηρηθεί ο τύπος, ο οποίος έγκειται δηλ. στο ότι θα έπρεπε στην ήδη προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή να αναγράφεται ως κεφάλαιο το σύνολο της αρχικής επιταγής (έτους 2014) και ο αριθμός της έκθεσης επίδοσης του δικ. επιμελητή, ώστε να αποδεικνύεται άμεσα ότι πρόκειται για δεύτερη επίδοση, ενώ είχε προηγηθεί πρώτη επίδοση νόμιμη. Ότι έτσι πάσχει από ακυρότητα η επίδοση (β’) της επιταγής προς πληρωμή και η επιταγή προς πληρωμή η ίδια και επειδή δέχθηκε τα αντίθετα η εκκαλουμένη έσφαλε, γιατί με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, όπως επιδόθηκε στην εκκαλούσα δεν αποδεικνύεται ότι έχει προηγηθεί άλλη επίδοσης αυτής, και θα έπρεπε για τον (τυπικό) αυτό λόγο, αφενός το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να τον δεχθεί ως νόμιμο και βάσιμο και έτσι να ακυρώσει την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή. Ωστόσο, τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα που φέρονται ότι αποτέλεσαν τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής και αφορούν σε πλημμέλεια του κειμένου της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή στην οφειλέτρια καθώς δεν ανέφερε την πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής και επίσης ότι δεν έγινε συγκοινοποίηση κατά την δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή των εγγράφων που αποδείκνυαν ότι είχε προηγηθεί η πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν αντιστοιχούν στο περιεχόμενο του επισκοπούμενου πρώτου λόγου της από 10.5.2022 ανακοπής που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής της η ανακόπτουσα (ήδη εκκαλούσα) εξέθετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 630Α’ του ΚΠολΔ «η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία του προηγουμένου εδαφίου, η διαταγή πληρωμής παύει αυτοδικαίως να ισχύει…». Ότι από το περιεχόμενο του επιδοθέντος στην ανακόπτουσα την 3.3.2022 αντιγράφου εξ απογράφου Α’ εκτελεστού της με αριθμό ……./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας προκύπτει ότι η επίμαχη διαταγή πληρωμής δημοσιεύτηκε από το αρμόδιο τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών την 13.2.2014 και ότι η επίδοση στην οφειλέτρια του αντιγράφου εξ απογράφου αυτής με την επιταγή προς πληρωμή έγινε την 3.3.2022. Ότι σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος το αντίγραφο εξ απογράφου της πιο πάνω διαταγής πληρωμής θα έπρεπε να της έχει επιδοθεί από 14.2.2014 έως και 13.4.2014, πράγμα που, όπως αποδεικνύεται, δεν έχει γίνει και συνεπώς η πιο πάνω διαταγή πληρωμής είναι αυτοδικαίως άκυρη, καθόσον δεν επιδόθηκε στην καθ’ης οφειλέτρια εντός της δίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που ορίζεται σχετικά και φυσικά δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν μπορεί να γίνει εκτέλεση αυτής, πόσο μάλλον όταν η εκτέλεση αυτής προκαλεί βλάβη στην ανακόπτουσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του ότι «Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα διατείνεται ότι η επισπευδόμενη εις βάρος της αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη, καθώς στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, ήτοι την υπ’ αριθ. ……../2017 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δεν της επιδόθηκε βάσει του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ εντός του διμήνου από την δημοσίευσή της, ως εκ τούτου έπαυσε αυτοδικαίως να ισχύει. Ο προκείμενος λόγος είναι νόμιμος, αλλά απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθώς από την ίδια την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, που προσκομίζεται από αμφότερες τις διάδικες πλευρές, και από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από την καθ’ης η ανακοπή έκθεση επίδοσης με αριθμό …………../20.3.2014 της δικαστικής επιμελήτριας ………., αποδεικνύεται ότι η διαταγή πληρωμής δημοσιεύθηκε την 13.2.2014 και επιδόθηκε κατόπιν παραγγελίας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της τότε αιτούσας την έκδοσή της «………..» στην ανακόπτουσα την 20.3.2014, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο μηνών από την δημοσίευσή της». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε ποιο ήταν το περιεχόμενο του πρώτου λόγου ανακοπής και ακολούθως προχώρησε στην εκτίμηση του νόμω και ουσία βάσιμου αυτού. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί την παραπάνω κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σε αυτή εντός διμήνου από την έκδοσή της και ότι άρα δεν απέβαλε την ισχύ της, αλλά προβάλλει ότι κατά την δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής σε αυτή μαζί με την από 28.2.2022 επιταγή προς πληρωμή, η εφεσίβλητη δεν απέδειξε με τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα ότι είχε ήδη γίνει εμπρόθεσμη επίδοση της διαταγής πληρωμής εντός διμήνου κατ’ άρθρο 630 Α του ΚΠολΔ και ότι δεν αναφερόταν στην δεύτερη αυτή επιταγή προς πληρωμή ότι είχε γίνει προκοινοποίηση της διαταγής πληρωμής εντός της προθεσμίας αυτής καθώς και το ποσό που όριζε πληρωτέο η αρχική επιταγή προς πληρωμή, ούτε αναφερόταν η αρχική έκθεση επίδοσης, με αποτέλεσμα να είναι άκυρη η δεύτερη επίδοση της επιταγής και η ίδια η επιταγή προς πληρωμή. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί με τη μεταβολή του περιεχομένου της ιστορικής και νομικής βάσης του πρώτου λόγου ανακοπής επιχειρείται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου να εισαχθεί νέος λόγος ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.2 και 525 παρ.2 ΚΠολΔ.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι η αντίδικος της επέδωσε άκυρη επιταγή προς πληρωμή και δεν νομιμοποιείται ενεργητικά προς τούτο και περαιτέρω προς διενέργεια πράξεων εκτέλεσης σε βάρος της, αφενός μεν γιατί δεν της επέδωσε όλα εκείνα τα νομιμοποιητικά έγγραφα, που αποδεικνύουν τη μεταβίβαση του επίμαχου δανείου της, άλλως της απαίτησης εναντίον της από την αρχική δανείστριά της “…………………” με τις ενδιάμεσες παρεμβολές άλλων εταιρειών στη σημερινή αντίδικο, οπότε υπάρχει ακυρότητα ανεξαρτήτως βλάβης γιατί δεν αποδεικνύεται και τυπικά η μεταβίβαση της απαίτησης, περαιτέρω δε σε συνδυασμό με τον στ’ λόγο της ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά η καθ’ης δια της διαχειρίστριάς της στην Ελλάδα «…………….» να στραφεί εναντίον της, γιατί με βάση τις κείμενες διατάξεις δεν έχει το δικαίωμα αυτό. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής της με το σκεπτικό ότι είναι υπερβολικά δαπανηρή η επίδοση των εγγράφων που ιστορούσε η ανακόπτουσα και ότι όσα της έχουν επιδοθεί πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, ενώ τον στ’ λόγο, που είναι άμεσα συναρτώμενος με αυτόν, τον απέρριψε ως αόριστο γιατί κατά την εκκαλουμένη η ανακόπτουσα δεν εξέθετε, με τρόπο σαφή και αναλυτικό, τα στοιχεία στα οποία βασίζει τον λόγο αυτό της ανακοπής της. Ότι η εφεσίβλητη στην από 28.2.2022 επιταγή της προς πληρωμή αναφέρει τα περί τιτλοποίησης της ένδικης απαίτησης με την εκχώρηση αυτής προς την εταιρεία ……………… (ήδη εφεσίβλητη) και στα πλαίσια του άρθρου 925 παρ.1 του ΚΠολΔ της κοινοποίησε κάποια έγγραφα από τα οποία δήθεν προκύπτει η μεταβίβαση της απαίτησης της αρχικής δανείστριάς της προς την ήδη εφεσίβλητη, που φέρεται να είναι δικαιούχος της απαίτησης αυτής και κατόπιν αυτών και η νομιμοποίηση της διαχειρίστριας των απαιτήσεών της στην Ελλάδα (προσαρτώνται δηλ. στην επιταγή προς πληρωμή τα έγγραφα του Ενεχυροφυλακείου που αφορούν την απαίτηση, νομιμοποίηση της αντιδίκου και νομιμοποίηση του διαχειριστή αυτής, όπως περιλήψεις Ενεχυροφυλακείου, αντίγραφα ΓΕΜΗ κλπ). Ότι ωστόσο από τα έγγραφα που της κοινοποίησε δια της διαχειρίστριάς της η ήδη εφεσίβλητη στο πλαίσιο των επιταγών του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ προς απόδειξη της ενεργητικής της νομιμοποίησης δεν αποδεικνύεται εγγράφως η μεταβίβαση της σχετικής απαίτησης σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 του ν. 3156/2003, δηλαδή δεν αρκεί μια περίληψη της σύμβασης ή το έγγραφο δημοσίευσης στα δημόσια βιβλία, αλλά θα πρέπει να κοινοποιείται (εν προκειμένω με την επιταγή προς πληρωμή) πλήρες και επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης εκχώρησης (αρχικής δανείστριας και επιτάσσουσας), γιατί μόνο με την προσκόμιση πλήρους αντιγράφου της σχετικής σύμβασης θα προέκυπταν και θα καθίσταντο γνωστοί οι όροι που περιέχονται στη σύμβαση εκχώρησης- πώλησης. Ότι δεχθείσα, λοιπόν, η εκκαλουμένη ότι όσα έγγραφα κοινοποιήθηκαν στην ανακόπτουσα δεν είναι εκτός του γράμματος και του πνεύματος του νόμου, γιατί αν υποχρεωθεί η δικαιούχος της απαίτησης να επιδώσει στην ανακόπτουσα όλα όσα πιο πάνω εκθέτει, αυτό απαιτεί «μια ιδιαιτέρως πολυτελή, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία παρεμποδίζοντας αδικαιολόγητα την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών» τυγχάνει μη νόμιμη κι αδικαιολόγητη. Τούτο, γιατί δεν αναφέρει αιτιολογημένα από πού προκύπτει σε τι συνίσταται η πολυτέλεια επίδοσης των εγγράφων που η ανακόπτουσα αναφέρει στον παραπάνω λόγο έφεσης, γιατί αυτή είναι εξόχως δαπανηρή (αφού θα μπορούσε μία σύμβαση 3-4 φύλλων που κοστίζει ως αντίγραφο 1 ευρώ να επισυναφθεί στην επιταγή προς πληρωμή) και ποια είναι τα εμπόδια, που αυτή η απαίτησή της προβάλλει στους δανειστές, αφού σύμφωνα με το θετό δίκαιο της εκτέλεσης του ΚΠολΔ απαιτείται σχολαστική τυπικότητα, ώστε να μην παραβιαστούν τα όποια δικαιώματα του οφειλέτη, που εν προκειμένω δεν έγινε, αφού παραβιάστηκε ευθέως ο νόμος. Επί του λόγου αυτού εφέσεως σημειώνεται ότι πέραν των λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων στα οποία αναφέρεται η εκκαλούσα ότι δεν της επιδόθηκαν, χωρίς όμως να αναφέρει ποια είναι αυτά τα έγγραφα, με αποτέλεσμα κατά το μέρος του ο λόγος αυτός έφεσης να τυγχάνει απορριπτέος λόγω αοριστίας ως απαράδεκτος (άρθρα 533 παρ.1, 111 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα λοιπά ο παραπάνω λόγος έφεσης πλήττει την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του τέταρτου λόγου ανακοπής. Συγκεκριμένα, με αυτόν τον λόγο, η ανακόπτουσα προέβαλε ότι μόνη η καταχώριση- εγγραφή- επίδοση της δημοσίευσης του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003 της απαίτησης της καθ’ ης εναντίον της δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής, ότι παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι εκείνης (ανακόπτουσας) και είναι άκυρη η σχετική εγγραφή στο Ενεχυροφυλακείο Αθήνας (περιλήψεις με αριθμούς …/18.6.2019 και …../18.6.2019) γιατί δεν έχει επιδοθεί στην ίδια, η μεταβιβαστική σύμβαση της επίμαχης απαίτησης- δανείου, που έχει καταρτιστεί μεταξύ της εκχωρήτριας- πωλήτριας εταιρείας «………….» και της εκδοχέως- αγοράστριας εταιρείας ειδικού σκοπού “…………”, δυνάμει της οποίας η απαίτηση σε βάρος της που αναγράφεται στην υπ’ αρ. ……/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας έχει μεταβιβαστεί, όπως ιστορείται στην επιταγή προς πληρωμή και τα συνημμένα με αυτή έγγραφα στην σήμερα καθ’ης η ανακοπή, ώστε με σαφήνεια να προκύπτει η πραγματική μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης στην καθ’ης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό λόγο, διαλαμβάνοντας ότι με την καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο η συμφωνηθείσα εκχώρηση, ήτοι η τιτλοποίηση της ένδικης απαίτησης, παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι όλων και με αυτόν τον τρόπο πληρούται η νομοθετική επιταγή περί της αναγγελίας της εκχώρησης, χωρίς να απαιτείται εκ του νόμου επίδοση της σύμβασης στον οφειλέτη. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με το θέμα αυτό ισχύουν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζόμενου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. … 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). … Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. … 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ΄ και δ΄ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3156/2003…». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης – ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την Υ.Α. 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003, προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς τους, γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ΄ού η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ΄ού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ΄ού η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρείας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ΄εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ΄αριθ. 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ΄ού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (έτσι η ΜονΕφΠειρ 42/2025 στην ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Θεσ. 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 574/2020 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ., Π. Γιαννόπουλου, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ. 2019.233 επ.). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά κανόνα η μεταβίβαση τιτλοποιημένων απαιτήσεων κατά τον ν. 3156/2003 από ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες σε εταιρείες ειδικού σκοπού αφορά σε μεγάλο αριθμό απαιτήσεων δανειοληπτών, για τον λόγο δε αυτό οι σχετικές συμβάσεις συνοδεύονται από πολυσέλιδα παραρτήματα στα οποία εξειδικεύονται οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις και δεν πρόκειται για συμβάσεις 3-4 φύλλων, όπως αυθαίρετα, υποστηρίζει η εκκαλούσα, ώστε να μπορεί να κριθεί ευχερής η επίδοση ολόκληρης της σύμβασης από την εκδοχέα-αγοράστρια της απαίτησης εταιρεία σε κάθε οφειλέτη χωριστά. Επομένως, η εκκαλουμένη που απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό λόγο ανακοπής, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον παραπάνω λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα.
Παρακάτω σε συνέχεια του δεύτερου λόγου της έφεσής της και ειδικότερα με τον υπό στοιχεία Β.1.3. λόγο αυτής, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι συνακόλουθα με τον πιο πάνω λόγο της ανακοπής της (μη επίδοση όλων των εγγράφων) εναρμονίζονται και οι 5ος και 6ος λόγοι της ανακοπής της ότι δηλαδή η αντίδικος και ιδίως η διαχειρίστρια αυτής στην Ελλάδα, …………… δεν νομιμοποιείται ενεργητικά (πράγμα που ελέγχεται αυτεπάγγελτα κατά πάσα στάση της δίκης) να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της εκκαλούσας, γιατί δεν αποδεικνύεται από τα επιδοθέντα σε αυτή έγγραφα ότι της έχει μεταβιβαστεί η ένδικη απαίτηση, αλλά και γιατί δεν έχει κατά νόμο το αυτό δικαίωμα. Ότι εν προκειμένω, η φερόμενη ως επιβαλούσα την αναγκαστική κατάσχεση και συνάμα επισπεύδουσα στον πλειστηριασμό εταιρεία …………., κατ’ ουσίαν ισχυρίζεται ότι η ίδια τυγχάνει μη δικαιούχος διάδικος δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει σήμερα ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι είναι και διαχειρίστρια δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του ν. 3156/2003 των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της εφεσίβλητης, που φέρεται να είναι και η δικαιούχος εταιρεία. Ότι δηλαδή η αντίδικός της εκθέτει ότι η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεών της από την εταιρεία …………. έγινε με βάση τον ν. 3156/2003, ο οποίος όμως δεν δίνει στις εταιρείες ειδικού σκοπού (DAC) το δικαίωμα να προβαίνουν σε πράξεις εκτέλεσης, όπως οι ανακοπτόμενες πράξεις, για την είσπραξη των όποιων απαιτήσεων. Ότι με τον ν. 4354/2015 (άρθρο 2) θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα στις διαχειρίστριες εταιρείες να μπορούν να ασκούν ένδικα μέσα κατά των οφειλετών για λογαριασμό του εντολέως τους, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, αλλά από την συγκριτική θεώρηση των δύο αυτών νόμων 3156/2003 και 4354/2015 σαφώς συνάγεται ότι η διαχειρίστρια εταιρεία ………….., που ενεργεί ως μη δικαιούχος διάδικος για λογαριασμό της αντιδίκου της εκκαλούσας, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στη διενέργεια των ανακοπτόμενων διαδικαστικών πράξεων σε βάρος της τελευταίας, αφού ισχύει στην περίπτωσή της το νομοθετικό πλαίσιο του ν. 3156/2003, όπως σαφώς είναι και αναγεγραμμένο στην περίληψη με αριθμό 147/2019 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και όχι αυτό του ν. 4354/2015. Ότι συνεπώς ο ανακοπτόμενος πλειστηριασμός είναι ακυρωτέος, αφού επισπεύδεται από πρόσωπο που δεν νομιμοποιείται προς τούτο. Από την επισκόπηση της ένδικης από 10.5.2022 ανακοπής προκύπτει ότι η ανακόπτουσα και νυν εκκαλούσα δεν διέλαβε λόγο ανακοπής με το παραπάνω περιεχόμενο (νομικό ζήτημα με το οποίο, άλλωστε, έχει ασχοληθεί η ΟλΑΠ 1/2023 δημ. στην ΤΝΠ Νόμος), παρά δε το αντίθετα προβαλλόμενο από αυτή, η ενεργητική νομιμοποίηση του επισπεύδοντος στην αναγκαστική εκτέλεση δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο της ανακοπής αυτεπαγγέλτως αλλά τούτο γίνεται μόνο με την προβολή σχετικού λόγου ανακοπής. Έτσι, όμως, η εκκαλούσα επιχειρεί να προσθέσει με το εφετήριο λόγο ανακοπής που δεν προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής ή έστω με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, με αποτέλεσμα ο σχετικός λόγος έφεσης να τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.2 και 525 παρ.2 ΚΠολΔ, αφού απαγορεύεται δικονομικώς η εισαγωγή λόγου ανακοπής απευθείας στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, με τον Β.4, Β.4.1. λόγο έφεσης η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι με την ένδικη ανακοπή της ισχυρίστηκε ότι πέραν του ότι δεν της κοινοποιήθηκαν τα νομιμοποιητικά έγγραφα της αντιδίκου της από τα οποία να προκύπτει η μεταβίβαση της απαίτησης που η τελευταία απέκτησε σε βάρος της, δεν αναγράφεται πουθενά στις περιλήψεις του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών το τίμημα της μεταβίβασης της απαίτησης που ενσωματώνει η προς εκτέλεση υπ’ αρ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αυτό σημαίνει πρακτικά και νομικά ότι αν σε σύμβαση πώλησης δεν αναγράφεται τίμημα μεταβίβασης, η μεταβιβαστική σύμβαση, που εν προκειμένω είναι και επαχθής αιτιώδης δικαιοπραξία, στην ουσία είναι ανυπόστατη, γιατί ελλείπει το βασικό στοιχείο της, δηλαδή το τίμημα. Ότι επίσης, αν της είχε επιδοθεί η σχετική μεταβιβαστική σύμβαση- πώληση θα μπορούσε να διαπιστωθεί ποιο είναι το τίμημα, αν τελικά αυτό καταβλήθηκε ποτέ, αν πληρώθηκε φόρος υπεραξίας, π.χ. δάνειο των 100.000 ευρώ πωλείται αντί 2.000 ευρώ, οπότε και ποιο ποσό θα πρέπει να πληρώσει ο οφειλέτης στο νέο δικαιούχο, αν δεν έχει πληρωθεί ο σχετικός φόρος αλλά και αν έχει πληρωθεί και ο ΕΦΤΕ (ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιών), οπότε τότε μόνο είναι έγκυρη η μεταβίβαση και γι’ αυτό είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος ανακοπής ότι δεν της επιδείχθηκαν τα σχετικά μεταβιβαστικά έγγραφα, ενώ το έγγραφο τύπου excel που της επιδόθηκε δεν έχει καμία απολύτως σημασία για τον απλό λόγο ότι σε αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να επέμβει ο εκδότης του. Οι λόγοι αυτοί έφεσης αντιστοιχούν στον πέμπτο και έκτο λόγο της ένδικης ανακοπής. Ειδικότερα, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα προέβαλε ότι δεν αρκεί η επισύναψη στα κοινοποιηθέντα σε αυτή με την επιταγή προς πληρωμή νομιμοποιητικά έγγραφα, των εγγράφων με τη μορφή excel, όπου αναγράφονται σειρές μεταβιβαζόμενων δανείων, χωρίς, όμως, να υπάρχει έστω και απλή αναφορά στην μεταβιβαστική σύμβαση, που αφορά το δάνειό της, αφού τέτοια έγγραφα δεν αποτελούν αποδεικτικά της μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης, αλλά είναι εσωτερικά έγγραφα της εκχωρήτριας προς την εταιρεία ειδικού σκοπού και ότι δεν μπορούν να παράξουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, όπως για την ίδια την ανακόπτουσα εν προκειμένω, οπότε η καθ’ ης δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να στραφεί εναντίον της και όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης είναι άκυρες. Επίσης με τον έκτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα προέβαλε ότι δεν αναγραφόταν καθόλου στις περιλήψεις του Ενεχυροφυλακείου που της είχαν επιδοθεί, το ποσό της αμοιβής που συμφωνήθηκε μεταξύ της καθ’ ης και της διαχειρίστριας σύμφωνα με τους ορισμούς της με αριθμό 161337/30.10.2003 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β’ 1688/16.11.2003, στο οποίο και ορίζεται ο τύπος της περίληψης που πρέπει να ακολουθηθεί και καταχωρισθεί στο Ενεχυροφυλακείο κατ’ άρθρο 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003, όπου σαφώς ορίζεται για την περίπτωση 1, το ποσό αμοιβής της διαχείρισης, που εν προκειμένω δεν συμβαίνει και συνεπώς είναι άκυρη κάθε σχετική καταχώριση που δεν αναφέρει ποσό αμοιβής διαχείρισης και έτι περαιτέρω δεν αποδεικνύεται η νομιμοποίηση της καθ’ ης για τη διεκδίκηση της απαίτησης που αναγράφεται στην πιο πάνω διαταγή πληρωμής. Ότι αναγράφεται μόνο το είδος του νομίσματος, δηλ. το ευρώ και όχι το ποσό της αμοιβής για τη διαχείριση, οπότε η σχετική μεταβιβαστική σύμβαση που έχει καταχωρισθεί στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών είναι όχι απλώς άκυρη, αλλά ανυπόστατη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμους τους παραπάνω λόγους ανακοπής διαλαμβάνοντας ότι «Άπαντες οι προκείμενοι λόγοι είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, καθώς, σύμφωνα με την ανωτέρω σχετική νομική σκέψη, με την καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο η συμφωνηθείσα εκχώρηση, ήτοι η τιτλοποίηση της ένδικης απαίτησης, παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι όλων και με αυτόν τον τρόπο πληρούται η νομοθετική επιταγή περί της αναγγελίας της εκχώρησης, χωρίς να απαιτείται εκ του νόμου επίδοση της σύμβασης στον οφειλέτη και αναγραφή ποσού αμοιβής της γενομένης μεταβίβασης, ενώ, τέλος, εφόσον οι συμβάσεις καταχωρίζονται σε περιλήψεις μετά των συνημμένων σε αυτές παραρτημάτων, που αφορούν στις κατ’ ιδίαν απαιτήσεις, που μεταβιβάζονται, τα νομιμοποιητικά έγγραφα σε οποιαδήποτε ψηφιακή ή μη μορφή σαφώς και δεν αποτελούν εσωτερικά έγγραφα μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα». Με το παραπάνω σκεπτικό ορθά η εκκαλουμένη απέρριψε τους πιο πάνω λόγους ανακοπής ως μη νόμιμους με την περαιτέρω διευκρίνιση ότι από την καταχώριση τόσο της περίληψης της σύμβασης της μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων όσο και της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης στο αρμόδιο Ενεχυροφυλακείο κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους, επήλθε εκ του νόμου η μεταβίβαση των απαιτήσεων αυτών και η ανάθεση της διαχείρισής τους και αρκούσε επομένως η προσκόμιση της περίληψης των συμβάσεων αυτών, όπως έχουν δημοσιευτεί, ώστε να προκύπτει ποια εταιρία είναι η ειδική διάδοχος δυνάμει μεταβίβασης τιτλοποιημένων απαιτήσεων του ν. 3156/2003 και ποια εταιρία είναι η διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτών, και δεν απαιτείτο να προκύπτει από αυτά τα έγγραφα η αμοιβή και η εκτέλεση του συνόλου των σχετικών συμβάσεων με όλους τους ειδικότερους όρους αυτών, που, άλλωστε, αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συμβαλλόμενων εταιριών. Έτσι, η έλλειψη αναφοράς στις σχετικές περιλήψεις του τιμήματος της σύμβασης πώλησης των μεταβιβαζόμενων τιτλοποιούμενων απαιτήσεων και της αμοιβής της διαχειρίστριας στην οποία ανέθεσε η εταιρεία ειδικού σκοπού τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών σε εκείνη τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εκκαλούσας, δεν επάγεται την ακυρότητα αντίστοιχα της σύμβασης μεταβίβασης και της σύμβασης διαχείρισης (βλ. ΜονΕφΑνΚρ 19/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, που παραπέμπει στη ΜονΕφΛαρ 334/2022 ΤΝΠ sakoulas online.gr). Τέλος, η εκκαλουμένη διέλαβε ότι «Δέον να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας που παρεμπιπτόντως εκτίθεται στους πέμπτο και έκτο λόγους της ανακοπής και δεν αφορά στις προβαλλόμενες από την ανακόπτουσα ελλείψεις, όπως αυτή διατείνεται, περί μη απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης η ανακοπή ως επισπεύδουσας την ένδικη αναγκαστική εκτέλεση, θεωρούμενος ως αυτοτελής λόγος ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν εκτίθενται σε αυτόν με ορισμένο και σαφή τρόπο πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να αποδεικνύεται η έλλειψη νομιμοποίησης, η δε επίδοση των νομιμοποιητικών εγγράφων με την μορφή excel και η μη αναγραφή του ποσού της αμοιβής της μεταβίβασης δεν θα μπορούσε να θεωρηθούν τέτοια από το παρόν Δικαστήριο». Με την αιτιολογία αυτή ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι αορίστως προβάλλεται κατά τα λοιπά, έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης να στραφεί κατά της ανακόπτουσας για την ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης, οπότε τα αντίθετα προβαλλόμενα από την εκκαλούσα στις Β.1 , Β.1.α. , Β.1.3 παραγράφους της υπό κρίση εφέσεως τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους. Μη απομένοντος προς εξέταση άλλου λόγου έφεσης, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (σημειωτέον τα στοιχεία της παραδεκτά διορθώθηκαν ως προς την εσφαλμένη αναγραφή τους στις προτάσεις της εφεσίβλητης στο ορθό με την προσθήκη- αντίκρουση αυτής) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ.3 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω απόρριψης της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα, για την άσκηση του ένδικου μέσου, παραβόλου στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτ. εδ. ΚΠολΔ, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 26.10.2022 έφεση κατά της 3152/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης με κωδικό ……… παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 14.3.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ