Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 174/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    174/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΕΚΚΑΛΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ: ………. και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. …… με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: ΤΗΣ εταιρίας με την επωνυμία ………… που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………, με Α.Φ.Μ. …….. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αριστοτέλη Μερεκούλια του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. …..

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 7-4-2023 αγωγή του και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ……../2023 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 7-11-2023 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 1978/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. ……./2024 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……./2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την με αριθ. εκθ. καταθ. ……../2024 έφεσή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. ………../2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσης -εφεσίβλητης  εταιρίας με την επωνυμία ……………. παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου ως ανωτέρω και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος-εφεσίβλητου . ….. κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν: α) η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2024 έφεση και β) η από με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……../2024 έφεση οι οποίες αφορούν τους ίδιους διαδίκους εκδικάζονται κατά την ίδια διαδικασία και είναι συναφείς μεταξύ τους και για το λόγο αυτό θα πρέπει να συνεκδικαστούν επειδή με τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246ΚΠΟΛΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2024 και ………/2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 1978/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………/2023 του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου.

Η με αριθμό ………../2024 έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα από την εκκαλούσα  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 13-6-2024 ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε από την εκκαλούσα με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 6-8-2024  όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου υπ` αριθ. ………/2024 έκθεση κατάθεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ασκήθηκε δηλαδή εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠΟΛΔ καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον εκκαλούντα. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή (άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Η με αριθμό …………../2024 έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα από την εκκαλούσα  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 27-8-2024 (βλ. την με αριθμό ….. Δ΄/27-8-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……..) ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε από την εκκαλούσα με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 5-9-2024  όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου υπ` αριθ. ………/2024 έκθεση κατάθεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ασκήθηκε δηλαδή εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠΟΛΔ. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την με αριθμό έκθεση καταθέσεως δικογράφου ………../2023 αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι αυτός προσλήφθηκε από την εναγόμενη που δραστηριοποιείται στον τομέα των γενικών επισκευών και συντήρησης πλοίων και σκαφών με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 17-3-2020 προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του τεχνίτη ελασματουργού με καθεστώς πενθήμερης επτάωρης εργασίας από Δευτέρα-Παρασκευή αντί μικτού ημερομίσθιου 87 ευρώ, διεπόμενης της σύμβασης του από την σύμβαση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών για εργασίες που γίνονται σε πλοία και πλωτά μέσα είτε αυτά βρίσκονται στην θάλασσα είτε στην ξηρά. Ότι ασχολήθηκε με την ανωτέρω ειδικότητα σε συνεργεία της εναγόμενης και ότι από την ένδικη εργασιακή του απασχόληση διατηρεί αξιώσεις για εργασία του τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες για υπερωριακή εργασία καθημερινών, για αργίες που δικαιούται βάσει της εφαρμοστέας σ.σ.ε. αμοιβή, καίτοι δεν εργάστηκε  για αναλογία επιδομάτων εορτών 2020 και 2021 και για αναλογία αποδοχών άδειας ετών 2020-2021. Με βάση τα παραπάνω όπως ειδικότερα εξειδικεύεται στην ένδικη αγωγή, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 8.504,72 ευρώ, για απασχόληση του τα Σάββατα από τις 17-3-2020 έως 26-3-2020, από τις 6-4-2020-13-7-2020, από τις 23-11-2020-31-1-2021 και από τις 22-3-2021 έως τις 9-6-2021 και το ποσό των 10.157,46 ευρώ για υπερωριακή εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και δη για το χρονικό διάστημα από 17-3-2020-26-3-2020, από τις 6-4-2020-13-7-2020, από τις 23-11-2020-31-1-2021 από τις 22-3-2021-9-6-2921 και κατόπιν νομότυπης τροπής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό του συνόλου των λοιπών αγωγικών κονδυλίων να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εναγόμενη να του καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 72.187,95 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξόφλησης. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθώς επίσης να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών την έκρινε ορισμένη και νόμιμη και την έκανε εν μέρει δεκτή αναγνωρίζοντας ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των29.607,26 ευρώ για αναλογία επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων, Πάσχα 2020-2021), αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας καθώς επίσης και για το ημερομίσθιο του ενάγοντος για την 25-12-2020 ποσού 182,70 ευρώ για το χρονικό διάστημα που αυτός απασχολείτο στην εναγόμενη με τον νόμιμο τόκο όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. …………/2024 έφεση του παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει εν όλω δεκτή η ένδικη αγωγή του. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ………./2024 έφεση του παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση της λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2024 έφεσης που συνίσταται στην αοριστία της με αριθμό έκθεση καταθέσεως δικογράφου …………/2023 αγωγής και δη του ότι ο ενάγων δεν τεκμηριώνει επαρκώς πως προέκυψαν τα διεκδικούμενα ποσά στην ανωτέρω αγωγή του παραθέτοντας τα ποσά κατά τρόπο συγκεντρωτικό και αυθαίρετο, χωρίς καμιά επιμέρους ανάλυση. Ειδικότερα στην πρώτη σελίδα της ένδικης αγωγής ο ενάγων αναφέρει ότι συμφώνησε να απασχολείται με πενθήμερη επτάωρη εργασία από Δευτέρα έως Παρασκευή από 7.00 μέχρι τις 14.00 και να αμείβεται με μικτό ημερομίσθιο 87 ευρώ καθημερινά, κατά τα λοιπά προσλήφθηκε σύμφωνα με την συλλογική σύμβαση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών για εργασίες που γίνονται σε πλωτά μέσα είτε αυτά βρίσκονται στην θάλασσα είτε στην ξηρά, χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς πότε υπογράφηκε και ποια συγκεκριμένα ήταν η εφαρμοστέα επίδικη περίπτωση συλλογική σύμβαση στην οποία υπαγόταν και το προέβλεπε αναφορικά με το ημερομίσθιο του και τους λοιπούς όρους εργασίας του προκειμένου τα διεκδικούμενα κονδύλια να είναι επαρκώς ορισμένα. Ακόμη εκθέτει ότι ο ενάγων στην ανωτέρω ένδικη αγωγή του αναφέρει ότι απασχολήθηκε για λογαριασμό της εταιρίας με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η οποία καταρτίστηκε στις 17-3-2020 με πενθήμερη επτάωρη εργασία από Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 07:00 έως τις 14:00 και αμειβόταν με μικτό ημερομίσθιο 87 ευρώ καθημερινά βάσει της ισχύουσας κατά την πρόσληψη του συλλογικής σύμβαση εργασίας ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών για εργασίες που γίνονται στην θάλασσα είτε στην ξηρά με την ειδικότητα του βοηθού τεχνίτη ελασματουργού. Όμως στις σελίδες 3-9 της ένδικης αγωγής του αναφέρει ότι το νόμιμο ημερομίσθιο του ανερχόταν στο ποσό των 69,60 ευρώ χωρίς να αναφέρει αν πρόκειται για μικτό ή καθαρό με αποτέλεσμα να προβαίνει σε νομικά αβάσιμο υπολογισμό όλων ανεξαιρέτως των επίδικων αξιώσεων του.

Ως προς τον ανωτέρω λόγο έφεσης του λεκτέα είναι τα ακόλουθα:

Ειδικότερα για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠΟΛΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 ΑΚ  η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών στον ενάγοντα μισθωτό μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων ή μη) και καταβληθέντων κατά την αγωγή σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου οφειλόμενος μισθός του μισθωτού με αναφορά στο βασικό μισθό και τα επί μέρους επιδόματα που ανάγονται στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, κατά το οποίο δεν υπήρξε από το νόμο ή τα πράγματα λόγος διαφοροποίησής τους, ως και η αιτία που κατά νόμο δικαιολογεί την καταβολή των συγκεκριμένων επιδομάτων στον ενάγοντα, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές και οι αξιούμενες από την αιτία αυτή διαφορές των αποδοχών (ΑΠ 121/2019, ΑΠ 1366/2018). Όταν ζητούνται διαφορές αποδοχών με βάση Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) ή Διαιτητική Απόφαση (ΔΑ), για το ορισμένο της αγωγής δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτήν οι εφαρμοστέες ΣΣΕ & ΔΑ, ούτε ο χρόνος από τον οποίο αυτές κηρύχθηκαν εκτελεστές, διότι οι ΣΣΕ & ΔΑ, ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ νόμου και το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις ΣΣΕ & ΔΑ που αρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά γεγονότα, που επισύρουν την εφαρμογή τους. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και η παρεχόμενη από αυτόν εργασία, ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η ισχύς των πιο πάνω ΣΣΕ ή ΔΑ μπορεί να επεκταθεί στον εργοδότη και στους εργαζόμενους στην επιχείρηση του. Οπότε δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ο νόμιμος μισθός ή οι όροι παροχής της εργασίας (ωράριο, ημέρες εργασίας ανά εβδομάδα κλπ), αφού αυτά προβλέπονται από τις οικείες ΣΣΕ, ενώ δεν είναι, επίσης, απαραίτητο να αναφέρονται άλλα περιστατικά που αυξάνουν τις προβλεπόμενες από τις ΣΣΕ αποδοχές (οικογενειακή κατάσταση, προϋπηρεσία κλπ), δεδομένου ότι, σε περίπτωση που τέτοια περιστατικά δεν αναφέρονται, δεν επιδικάζονται τα αντίστοιχα κονδύλια (επιδόματος γάμου, προϋπηρεσίας κλπ), έστω και αν η καταβολή τους αξιώνεται με την αγωγή. Εξάλλου, η αναφορά στην αγωγή του ύψους του νόμιμου, βάσει της ισχύουσας ΣΣΕ ή ΔΑ, μισθού είναι αρκετή προκειμένου το Δικαστήριο να διαπιστώσει, κατόπιν απλού αριθμητικού υπολογισμού και με επισκόπηση των ποσών που διαλαμβάνονται στους πίνακες των σχετικών κανονιστικών διατάξεων των ΣΣΕ & ΔΑ, εάν ο ενάγων δικαιούται, πέραν του βασικού μισθού του, και προσαυξήσεων λόγω επιδομάτων, εφόσον στους πίνακες αυτούς αναγράφονται ο βασικός μισθός, ως και οι προσαυξήσεις του ανάλογα με την προϋπηρεσία, την οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο κ.ά, ακολούθως δε να του τις επιδικάσει εφόσον τα σχετικά πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις αποδείξεις. (ΑΠ104/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα περιέχονται όλα τα αναγκαία για το ορισμένο της ένδικης αγωγής στοιχεία και δη αναγράφεται ότι ο ενάγων προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 17-3-2020 με την ειδικότητα του τεχνίτη ελασματουργού ως μέλος συνεργείου στην επιχείρηση της εναγόμενης που δραστηριοποιείται στον τομέα επισκευής πλοίων για να εργαστεί για πενθήμερη εργασία από Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 07:00 έως τις 14:00 και με μικτό ημερομίσθιο 87 ευρώ καθημερινά κατά τα λοιπά προσλήφθηκε σύμφωνα με την συλλογική σύμβαση εργασίας ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών για εργασίες που γίνονται σε πλοία και πλωτά μέσα είτε αυτά βρίσκονται σε θάλασσα είτε σε ξηρά χωρίς να χρειάζεται να αναφέρεται για το ορισμένο της αγωγής η συγκεκριμένη σ.σ.ε. του ενάγοντος που αφορά τον ενάγοντα και οι ειδικότεροι όροι της διότι αυτός προσδιορίζει την σ.σ.ε. στην οποία υπάγεται και η οποία εφαρμόζεται στην περίπτωση του και ως εκ τούτου με βάση τα αναγραφόμενα στην αγωγή του στοιχεία μπορεί να συναχθεί ότι η ισχύς της πιο πάνω ΣΣΕ μπορεί να επεκταθεί στον εργοδότη και στους εργαζόμενους στην επιχείρηση του και κατά τα ειδικότερα στην μείζονα πρόταση της παρούσης εκτεθέντα. Περαιτέρω ως εκ περισσού αξίζει να αναφερθεί ότι ο λόγο αοριστίας που επικαλείται η εκκαλούσα και σχετίζεται με την αναφορά στην ένδικη αγωγή του βασικού ημερομισθίου του ενάγοντος στο ποσό των 87 ευρώ ή στο ποσό των 69,60 ευρώ που ισχυρίζεται ότι αναγράφεται στις σελίδες 3-9 αυτής σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται διότι αναγράφεται στην ένδικη αγωγή ότι ισχύει για τον ενάγοντα η προαναφερόμενη σ.σ.ε. που εφαρμόζεται στην περίπτωση του. Επιπροσθέτως όμως αξίζει να επισημανθεί ότι από την ανάγνωση της ένδικης αγωγής αναγράφεται σε κάθε σημείο αυτής ότι βάση υπολογισμού των αξιώσεων του ενάγοντος είναι το ποσό των 87 ευρώ και όχι το ποσό των 69,60 ευρώ που αναφέρει η εκκαλούσα. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο η προβληθείσα ένσταση περί κατάχρησης δικαιώματος του ενάγοντος διότι αυτός της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες αξιώσεις του διότι αυτός εργάστηκε στην επιχείρηση της εναγόμενης για μακρό χρονικό διάστημα χωρίς ποτέ αυτός να ισχυριστεί ότι διεκδικεί εργατικές αξιώσεις αντιθέτως ελάμβανε όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του χωρίς να διαμαρτυρηθεί για το ύψος των αποδοχών του και ως εκ τούτου αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται εργασιακή απαίτηση σε βάρος της. Ως προς αυτόν τον λόγο έφεσης λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ’ απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο (υπόχρεο) η καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται να ασκηθεί εναντίον του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη επιδίωξη ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ. 62/1990, ΟλΑΠ 56/1990, ΑΠ 909/2017). Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ` ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 38/2015). Περαιτέρω, επί αξιώσεων εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται ν` ασκήσει τις αξιώσεις αυτές έστω και αν παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα (ΑΠ 909/2017, ΑΠ 768/2016, ΑΠ 1103/2013) . Σημειώνεται δε ότι σε κάθε περίπτωση και αν ο ενάγων παραιτήθηκε σιωπηρώς εκ των νόμιμων εργασιακών δικαιωμάτων του, αυτό δεν του στερεί το δικαίωμα όπως διεκδικήσει αυτά μεταγενέστερα με αγωγή, αφού η συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του, είναι άκυρη είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας είτε μετά από αυτή (ΑΠ 543/2019, ΑΠ 843/2002, ΑΠ 875/2018, Εφ Αιγαίου 25/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η ανωτέρω προταθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την εναγόμενη πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη καθόσον τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η εναγόμενη και αληθή υποτιθέστω δεν δικαιολογούν την ευδοκίμηση της παραπάνω ένστασης διότι επί αξιώσεων εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται ν` ασκήσει τις αξιώσεις αυτές έστω και αν παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα είτε διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του με τον εργοδότη του, είτε μετά την λήξη της σύμβασης εργασίας του σ’ αυτόν και κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης. Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επομένως, για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης, που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές, είτε το συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 960/2011, ΑΠ 178/2010 ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2013 (Μον.) ΕΝΔ 2013.208, ΕφΑθ 721/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ειδικώς, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του Ν. 1082/1980και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984(με την οποία παρ. 2 προστέθηκε εδάφιο ε` στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του Α.Ν.1846/1951) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σε αυτές (ΑΠ 3/2021, ΑΠ 123/2020, ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 381/2014, ΑΠ 1208/2013, ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008, ΕφΑθ 1826/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα-εναγόμενη κατ’ εκτίμηση του δικόγραφου της έφεσής της από το παρόν Δικαστήριο, επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της(ένσταση) περί εξόφλησης, δια καταβολής, των επίδικων αξιώσεων, που αφορούν των πάσης φύσεως οφειλόμενων αποδοχών του ενάγοντος ισχυριζόμενη ότι όπως προκύπτει από τις αποδείξεις αυτός έχει εξοφληθεί. Η ένσταση, όμως, αυτή, τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη γιατί, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η  εναγόμενη ισχυρίζεται μεν ότι εξόφλησε τις ένδικες περισσότερες της μίας αξιώσεις, πλην όμως δεν προσδιορίζει τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό και την αιτία της καταβολής τους, ήτοι για υπερωρίες, εργασία τα Σάββατα, τις Κυριακές, και δώρα εορτών, αδείας και ειδικότερα των απαιτήσεων για τις οποίες καταβλήθηκε κάθε επιμέρους ποσό.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη δραστηριοποιείται στον τομέα των γενικών επισκευών και συντήρησης πλοίων και σκαφών στα πλαίσια της δραστηριοποίησης της προσέλαβε στον Πειραιά την 17-3-2020 δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον ενάγοντα προκειμένου αυτός να απασχοληθεί με την ειδικότητα του τεχνίτη ελασματουργού με καθεστώς πενθήμερης επτάωρης εργασίας αντί μικτού ημερομισθίου 87 ευρώ. Η παραπάνω σύμβαση του ενάγοντος διεπόταν όλο το ένδικο χρονικό διάστημα ως προς τους όρους παροχής εργασίας και αμοιβής από την συλλογική σύμβαση εργασίας (8-11-2017) για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες εκτελούν ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, σε πλωτά μέσα σε όλη την χώρα είτε αυτά βρίσκονται στην θάλασσα, είτε στην ξηρά ανεξάρτητα που είναι η έδρα τους (Π.Κ. Υπουργείου Εργασίας 14/20/11/2017, γεγονός για το οποίο δεν ερίζουν οι διάδικοι. Σημειώνεται ότι από την 1-10-2021 εφαρμοστέα είναι η συλλογική σύμβαση εργασίας (6-9-2021) για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες εκτελούν ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, σε πλωτά μέσα σε όλη την χώρα είτε αυτά βρίσκονται στην θάλασσα είτε στην ξηρά ανεξάρτητα που είναι η έδρα τους (Π.Κ. Υπουργείου Εργασίας: 17/22/9/2021 πλην όμως ο ενάγων υπολογίζει τις ένδικες αξιώσεις του με την από 8-11-2017 σ.σ.ε. η οποία θα ληφθεί υπόψη κατ’ άρθρο 106 ΚΠΟΛΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της προαναφερόμενης σ.σ.ε. που τιτλοφορείται ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Οι απασχολούμενοι πέραν του κανονικού ωραρίου καθώς και οι απασχολούμενοι Σαββατοκύριακο θα παίρνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 100%. Η υπερωριακή τους απασχόληση μπορεί να πραγματοποιείται ανά ώρα και δεν μπορεί να ξεπερνά τις τρεις ώρες όταν πρόκειται για καθημερινή εργάσιμη ημέρα και τις εννέα όταν πρόκειται για αργία (εξαιρούνται έκτακτες περιπτώσεις κατόπιν συνεννόησης των δύο μερών), ενώ σύμφωνα με το κεφάλαιο Δ της ίδιας σ.σ.ε. που περιέχει διατάξεις για το ωράριο της εναγόμενης ορίζεται Για όλες τις επιχειρήσεις και όλες τις ειδικότητες το ωράριο εργασίας είναι Για εργασία στα πλοία, στα εργοστάσια και στα μαγαζιά τριάντα πέντε ώρες,-Το ωράριο υπολογίζεται σε πενθήμερη εβδομάδα, με Σάββατο και Κυριακή αργία και με έξι ημερομίσθια. Πράγματι αποδείχτηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 17-3-2020 μέχρι 26-3-2020 και από τις 6-4-2020 μέχρι 13-7-2020 απασχολήθηκε στο πλοίο SXI, από τις 23-11-2020 μέχρι 31-1-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BD και από 22-3-2021 μέχρι 9-6-2021 που εργάστηκε στα πλοία της εναγόμενης 12 Σάββατα επί 6 ώρες πλην όμως δεν του καταβλήθηκε αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία του. Δικαιούται να λάβει το ποσό των 2.834,64 ευρώ και δη ημερομίσθιο 95,70 ευρώ (νόμιμο ημερομίσθιο 87 ευρώ+ επίδομα ιδιαιτέρων συνθηκών 10% =8,7 ευρώ+ αναλογία έκτου ημερομισθίου 19,14 ευρώ =114,84 Ε *6 ημερομίσθια: 35 ώρες=19,69+100% προσαύξηση=39,37 ευρώ το ωρομίσθιο * 72 ώρες). Ακόμη αποδείχτηκε ότι ο ενάγων διαρκούσης της εργασιακής του σχέσης στην εναγόμενη εκτελούσε επισκευές σε πλοία που δεν ήταν κατασκευασμένα από αλουμίνιο και συγκεκριμένα από τις 29-7-2020 μέχρι 31-7-2020 απασχολήθηκε στο πλοίο A. από τις 30-9-2020 μέχρι τις 22-11-2020 και από τις 1-2-2021 μέχρι τις 21-3-2021 απασχολήθηκε στο πλοίο BH εργάστηκε 12 Σάββατα επί 6 ώρες πλην όμως δεν του καταβλήθηκε αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία του. Δικαιούται να λάβει το ποσό των 2.577,60 ευρώ και δη ημερομίσθιο(87 Ε+ αναλογία έκτου ημερομισθίου 17,4=104,40 Ε *6 ημερομίσθια: 35 ώρες=17,90 Ε*100% προσαύξηση=35,80 Ε * 72 ώρες). Επίσης αποδείχτηκε ότι διαρκούσης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος με την εναγόμενη αυτός εκτελούσε επισκευές σε πλοία κατασκευασμένα από αλουμίνιο και συγκεκριμένα από τις 17-3-2020 μέχρι τις 26-3-2020 και από τις 6-4-2020 μέχρι 13-7-2020 που απασχολήθηκε στο πλοίο Superfast ΧΙ, από 23-11-2020 μέχρι 31-1-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο ΒD και από 22-3-2021 μέχρι 9-6-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BM εργάστηκε για 12 Κυριακές. Δικαιούται να λάβει για τις 72 ώρες που αυτός εργάστηκε(12 Κυριακές * 6 ώρες) το ποσό των 2.834,64 Ε (ημερομίσθιο 95,70 Ε (νόμιμο ημερομίσθιο 87 Ε + επίδομα ιδιαιτέρων συνθηκών 10% =8,7 Ε + αναλογία έκτου ημερομίσθιου 19,14 Ε=114,84 Ε*6 ημερομίσθια:35 ώρες=19,69+100% προσαύξηση=39,37*72 ώρες). Ακόμη αποδείχτηκε ότι διαρκούσης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος με την εναγόμενη αυτός εκτελούσε επισκευές σε πλοία που δεν ήταν κατασκευασμένα από αλουμίνιο και συγκεκριμένα από τις 30-9-2020 μέχρι 22-11-2020 και από τις 1-2-2021 μέχρι 21-3-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BH εργάστηκε 12 Κυριακές επί 6 ώρες και για 72 ώρες συνολικά και δικαιούται να λάβει το ποσό των 2.577,60 ευρώ (87 ευρώ ημερομίσθιο + 17,40 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου =104,40 ευρώ *6 ημερομίσθια : 35 ώρες= 17,90 ευρώ +100% προσαύξηση =35,80 ευρώ *72 ώρες). Επίσης αποδείχτηκε ότι διαρκούσης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος με την εναγόμενη αυτός εκτελούσε επισκευές σε πλοία κατασκευασμένα από αλουμίνιο και συγκεκριμένα από τις 17-3-2020 μέχρι τις 26-3-2020 και από τις 6-4-2020 μέχρι 13-7-2020 που απασχολήθηκε στο πλοίο Superfast ΧΙ από 23-11-2020 μέχρι 31-1-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BD και από 22-3-2021 μέχρι 9-6-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BM εργάστηκε υπερωριακά για 174 ώρες συνολικά και δη 58 καθημερινές * 3 ώρες κάθε φορά πέραν του νόμιμου ωραρίου του των 7 ωρών από τις 07:00-14:00. Δικαιούται να λάβει το ποσό των  6.850,38 ευρώ για τις 174 ώρες υπερωριακής εργασίας του τις καθημερινές (ημερομίσθιο 95,70 Ε, νόμιμο ημερομίσθιο 87 Ε+ επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών 10%=8,7 Ε+ αναλογία έκτου ημερομίσθιου 19,14 Ε=114, 84 Ε*6 :35=19,69 Ε+100% προσαύξηση=39,37 Ε ωρομίσθιο *174 ώρες). Ακόμη αποδείχτηκε ότι διαρκούσης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος με την εναγόμενη αυτός εκτελούσε επισκευές σε πλοία που δεν ήταν κατασκευασμένα από αλουμίνιο και συγκεκριμένα από τις 29-7-2020 μέχρι 31-7-2020 που απασχολήθηκε στο πλοίο A., από τις 30-9-2020 μέχρι 22-11-2020 και από τις 1-2-2021 μέχρι 21-3-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BH εργάστηκε υπερωριακά για 75 ώρες 25 καθημερινές * 3 ώρες κάθε φορά πέραν του νόμιμου ωραρίου του των 7 ωρών από τις 07:00-14:00. Δικαιούται να λάβει το ποσό των 2.685 ευρώ για τις 75 ώρες υπερωριακής εργασίας του τις 15 καθημερινές που εργάστηκε (ημερομίσθιο 87 Ε+ αναλογία έκτου ημερομίσθιου 17,4 Ε=104,40 Ε*6 :35=17,90 Ε+100% προσαύξηση=35,80 Ε ωρομίσθιο *75 ώρες). Περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο Γ της εφαρμοζόμενης σ.σ.ε που τιτλοφορείται ΑΔΕΙΕΣ, ΑΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ οι μη απασχοληθέντες εργαζόμενοι στις αργίες της 25 ης Μαρτίου, Δευτέρας του Πάσχα, 1ης Μαΐου, 15 ης Αυγούστου, 28 ης Οκτωβρίου, 6 ης Δεκεμβρίου και 25 ης Σεπτεμβρίου δικαιούνται το ημερομίσθιο τους ακόμη και αν δεν απασχολήθηκαν κατά τις παραπάνω αργίες. Ακόμη κατ’ έθιμο αργίες είναι η 1 ην του έτους, τα Θεοφάνια, η Καθαρά Δευτέρα, η Μεγάλη Παρασκευή και η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων. Ο ενάγων δεν απασχολήθηκε την 25 ην Δεκεμβρίου 2020 για την οποία δικαιούται το ημερομίσθιο του (87+10% επίδομα ιδιαιτέρων συνθηκών αλουμινίου ενόψει του ότι απασχολούνταν σε αντίστοιχο πλοίο 8,7 Ε και συνολικά 95,70 Ε(87+8,7) καθώς επίσης και το ημερομίσθιο του ποσού 87 Ε για την 15 ην Αυγούστου 2020 και συνολικά για την παραπάνω αιτία δικαιούται ποσό 182,70 Ε(95,7+87). Ακόμη ο ενάγων δικαιούται κατ’ άρθρο 1 του κεφαλαίου Β της εφαρμοζόμενης σ.σ.ν.ε. ως επιδόματα εορτών τα παρακάτω ποσά: Για το χρονικό διάστημα από 17-3- 2020 δικαιούται για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020 ποσό ίσο με ένα ημερομίσθιο για κάθε 6,5 ημέρες εργασίας και δη ποσό 689,78 Ε(95,70(87 Ε νόμιμο ημερομίσθιο + 10% επίδομα αλουμινίου 95,7* 0,04166 =3,98+95,7= 99,68*6,92 ημερομίσθια (45 ημέρες εργασίας: 6,5 ημερομίσθια). Έναντι αυτού του ποσού ο ενάγων έλαβε ως συνομολογεί ποσό 352,53 Ε οφειλόμενου του λοιπού ποσού των 337,78 Ε. Για το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 31-12-2020 δικαιούται για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2020 ποσό ίσο με ένα ημερομίσθιο για κάθε 8 ημέρες εργασίας και δη 2.871 Ε (95,70(87 Ε νόμιμο ημερομίσθιο + 10% επίδομα αλουμινίου * 30 ημερομίσθια (240 ημέρες εργασίας: 8 ημερομίσθια). Έναντι αυτού του ποσού ο ενάγων έλαβε ως συνομολογεί ποσό 1.507,08 Ε οφειλόμενου του λοιπού ποσού των 1.363,92 Ε. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2021 έως 30-4-2021 δικαιούται για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2021 ίσο με ένα ημερομίσθιο για κάθε 6,5 ημέρες εργασίας και δη ποσό 1.840,09  Ε(95,70(87 Ε νόμιμο ημερομίσθιο + 10% επίδομα αλουμινίου * 0,04166=3,98+95,70=99,68 *18,46 ημερομίσθια (120 ημέρες εργασίας: 6,5 ημερομίσθια). Έναντι αυτού του ποσού ο ενάγων έλαβε ως συνομολογεί ποσό 1.103,81 Ε οφειλόμενου του λοιπού ποσού των 736,28 Ε. Για το χρονικό διάστημα από 1-5-2021 έως 9-6-2021 δικαιούται για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2021 ποσό ίσο με ένα ημερομίσθιο για κάθε 8 ημέρες εργασίας και δη 478,50 Ε (95,70(87 Ε νόμιμο ημερομίσθιο + 10% επίδομα αλουμινίου * 5 ημερομίσθια (40 ημέρες εργασίας: 8 ημερομίσθια). Έναντι αυτού του ποσού ο ενάγων έλαβε ως συνομολογεί ποσό 308,12 Ε οφειλόμενου του λοιπού ποσού των 170,50 Ε. Ακόμη δυνάμει του α.ν. 539/1945 και του Αρ. Α κεφαλαίου Γ της εφαρμοζόμενης σ.σ.ε. και ως επίδομα αδείας ετών 2020 και 2021 ποσό ίσο με 13 ημερομίσθια ήτοι ποσό 1.244,10 Ε για κάθε έτος απασχόλησης του (95,70(87 Ε νόμιμο ημερομίσθιο + 10% επίδομα αλουμινίου=8,7)* 13 ημερομίσθια) έναντι του οποίου έλαβε ποσό 598,56 ευρώ το έτος 2020 και ποσό 743,98 ευρώ το έτος 2021 και του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 645,54 ευρώ για το έτος 2.020 και ποσό 497,12 ευρώ για το έτος 2.021. Επίσης δικαιούται ως αποδοχές άδειας του έτους 2020 καθόσον αυτός απασχολήθηκε το χρονικό διάστημα 17-3-2020 έως 31-12-2020 ποσό ίσο με 2 ημερομίσθια κάθε μήνα απασχόλησης και δη ποσό 1.914 (95,70(87 Ε νόμιμο ημερομίσθιο + 10% επίδομα αλουμινίου * 20 ημερομίσθια και δη 2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης) και για το έτος 2.021 δικαιούται ως αποδοχές αδείας από 1-1-2021-9-6-2021  καθόσον αυτός απασχολήθηκε το ανωτέρω χρονικό διάστημα ποσό ίσο με 2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης του και δη ποσό 1.148,40 Ε (95,70(87 Ε νόμιμο ημερομίσθιο + 10% επίδομα αλουμινίου *12 ημερομίσθια). Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ο ενάγων δικαιούται από την εναγόμενη ποσό 27.356,10 ευρώ (2.834,64+2.577,60+2.834,64+2.577,60+6.850,38+2.685+182,70+337,78 +1.363,92+ 736,28+ 170,50+645,54+497,12+1.914+1.148,40). Γεγονός είναι ότι προσκομίζεται από την εναγόμενη βεβαιώσεις αποδοχών του ενάγοντος στις οποίες εμφανίζεται ότι ο ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1-1-2021 μέχρι 9-6-2021 έλαβε το συνολικό ποσό των 12.554,89 ευρώ, ενώ για το χρονικό διάστημα από 30-9-2020 μέχρι 31-12-2020 έλαβε από αυτήν το ποσό των 41.411, 73 ευρώ. Πράγματι ο ενάγων όπως καταθέτει η μάρτυρας της εναγόμενης λάμβανε την μισθοδοσία του κάθε εβδομάδα αντιλαμβανόμενος ότι εισπράττει στον τραπεζικό του λογαριασμό χρήματα άνω των νόμιμων αποδοχών του, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ γι’ αυτό το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του στην εναγόμενη. Διαμαρτυρήθηκε το πρώτο για τις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών του που αφορούσαν εργασία του τα Σάββατα, τις Κυριακές, υπερωρίες του και μη καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας μετά την εκκαθάριση των φορολογικών του δηλώσεων που αυτός υπέβαλε και αφορούσαν την ένδικη περίοδο. Αυτό διότι αυτός κλήθηκε να καταβάλει πρόσθετο υπέρμετρο φόρο για τις αποδοχές που αυτός αντιλαμβανόταν ότι εισέπραττε ως αμοιβή για την παρεχόμενη εργασία του. Η μάρτυρας της εναγόμενης δικαιολογεί την υπέρτερη αυτή αμοιβή ως bonus που κατέβαλε η εναγόμενη στους εργαζόμενους της για την πρόσθετη εκτός ωραρίου εργασία που  αυτοί της παρείχαν, αναφέροντας περαιτέρω ότι αυτή έβγαζε την μισθοδοσία του με βάση την δήλωση περί εργασίας του ενάγοντος από την εναγόμενη, χωρίς να είναι αυτή σε θέση να γνωρίζει την πραγματική του εργασία. Όμως τα καταβαλλόμενα ποσά δεν αντιστοιχούν στην πραγματική εργασία του ενάγοντος στην εναγόμενη διότι αυτή δεν προσκομίζει αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας της επίδικης περιόδου στην οποία να απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε είδους φύσης αποδοχές του ενάγοντος και οι κρατήσεις επ’ αυτών όπως αυτή υποχρεούται μα βάση το κεφάλαιο Ζ της σ.σ.ε. του  έτους 2.017 και στο οποίο αναφέρεται ρητά η υποχρέωση της να δίνει αναλυτικά κάθε μήνα λογαριασμό των αποδοχών και των κρατήσεων των εργαζόμενων. Πράγματι προσκομίζονται από την εναγόμενη σχετικά  εκκαθαριστικά μισθοδοσιών του ενάγοντος της επίδικης περιόδου ανυπόγραφα από τους διαδίκους στην οποία αναγράφεται ο συνολικός μισθός του χωρίς αναφορά σε εργασία του τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις υπερωρίες του τις καθημερινές, όπως επίσης προσκομίζονται ανυπόγραφα έγγραφα αναλυτικής μισθοδοσία του ενάγοντος της επίδικης περιόδου, τα οποία όμως επειδή είναι ανυπόγραφα δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο. Γεγονός είναι ότι προσκομίζονται ενυπόγραφες καταστάσεις παρουσίας της εργασίας του ενάγοντος στην εναγόμενη την επίδικη περίοδο πλην όμως αυτή δεν αποδεικνύει την παροχή ή μη υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος στην εναγόμενη διότι δεν αναγράφεται η ώρα παρουσίας και η ώρα αποχώρησης του από την εργασία του. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά, Σάββατα, Κυριακές και αργίες που αναφέρθηκαν ανωτέρω πλην όμως δεν είναι δυνατό  να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του ανωτέρω μάρτυρος περί συνεχούς εργασίας του ενάγοντος κάθε εργάσιμη ημέρα υπερωριακά επί τρεις συνεχείς ώρες, κάθε Σάββατο, Κυριακή και αργία χωρίς να μεσολαβούν διαστήματα ημερήσιας ανάπαυσης του καθόσον ο παραπάνω ισχυρισμός δεν ενισχύεται και από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο αλλά και γιατί αντιβαίνει στους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής η συνεχής εργασία εργαζόμενου χωρίς να λάβει ημέρα ανάπαυσης (ρεπό). Επομένως σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύεται ότι έχει εξοφληθεί η απαίτηση του ενάγοντος από την εναγόμενη όσον αφορά την απαίτηση του για υπερωριακή εργασία του τις καθημερινές, εργασία του τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις απαιτήσεις του από δώρα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα ετών 2.020, 2021 και αποζημίωση άδειας και επίδομα αδείας ετών 2.020 και 2.021. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε ότι οι απαιτήσεις του ενάγοντος που αφορούν απαιτήσεις του από εργασία του τα Σάββατα, τις Κυριακές και αργίες, υπερωριακή εργασία τις καθημερινές έχουν εξοφληθεί  εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως επίσης υπολογίζοντας τις απαιτήσεις του ενάγοντος για δώρα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα ετών 2.020, 2021 και αποζημίωση άδειας και επίδομα αδείας ετών 2.020 και 2.021 υπολογίζοντας την αναλογία έκτου ημερομισθίου ποσού 19,14 ευρώ σε κάθε μια απαίτηση εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο διότι η αναλογία του 6ου ημερομισθίου δεν υπολογίζεται στις αποδοχές για την εξεύρεση των οφειλόμενων ποσών για δώρα Εορτών και άδειας κλπ (βλ. ΕΦ. ΠΕΙΡ. 527/2015, ΕΦ. ΠΕΙΡ. 849/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα στον υπολογισμό των παραπάνω αξιώσεων του ενάγοντος εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και υπολόγισε την αναλογία εργασίας Σαββάτου ποσού 39,37 Ε, την αναλογία εργασίας Κυριακής ποσού 39,37 Ε, την αναλογία επιδόματος αδείας ποσού 12,01 Ε, την αναλογία υπερωριακής εργασίας 94,69 Ε καθόσον οι παραπάνω παροχές(εργασία τα Σάββατα, τις Κυριακές, τις αργίες, την υπερωριακή εργασία του τις καθημερινές) ούτε οικειοθελείς ήταν, ούτε είχαν συμφωνηθεί να καταβάλλονται στον ενάγοντα ως πρόσθετες παροχές εκάστη εξ’ αυτών από την εναγόμενη εργοδότρια του, αλλά αυτή του κατέβαλε αυξημένο μισθό με βάση την πρόσθετη εργασία που αυτός παρείχε πέραν του νόμιμου ωραρίου του, χωρίς να θεωρεί εκάστη αξίωση τμήμα του μισθού του και για τον λόγο αυτό ο ενάγων τις διεκδικεί δικαστικά και συνεπώς δεν συνυπολογίζονται για την εξεύρεση του μισθού του ενάγοντος(ΑΠ 603/2017, 48/2015, 1277/2010, 91/2008  Τρ. Ν. Πλ. ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα το επίδομα άδειας ποσού 12,01 ευρώ το οποίο συνυπολογίζεται με παροχές τις οποίες διεκδικεί δικαστικά ο ενάγων εσφαλμένα υπολογίζεται το ποσό του αλλά εσφαλμένα υπολογίζεται και στον υπολογισμό και του δώρου Χριστουγέννων και του δώρου Πάσχα, δεδομένου ότι η προσαύξηση αυτή υπολογίζεται στα δώρα εορτών μία φορά το χρόνο (βλ. Κ. Λαναρά Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, εκδ. 2005 σελ. 545 όπου και παραπομπή σε ΑΠ (690/78 ΕΕργΔ 37.818, ΕΦ.ΘΕΣΣ. 3734/2021, ΕΦ.ΘΕΣΣ.117/1990 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και με συντελεστή επιδόματος αδείας 0,04166. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της με αριθμό ………./2024 έφεσης και της με αριθμό ……/2024 έφεσης όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί ως προς τα προαναφερθέντα κεφάλαιά της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η με αριθμό ……./2024 και η με αριθμό ………../2024 έφεση και ως βάσιμες και κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, να συνεκδικαστούν και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, μέσα στα πλαίσια που εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.834,64 ευρώ που αντιστοιχεί σε απαιτήσεις του για δεδουλευμένους μισθούς του που αφορούν την εργασία του τα Σάββατα από 17-3-2020 μέχρι 26-3-2020 και από τις 6-4-2020 μέχρι 13-7-2020 απασχολήθηκε στο πλοίο SXI, από τις 23-11-2020 μέχρι 31-1-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BD και από 22-3-2021 μέχρι 9-6-2021 που εργάστηκε στα πλοίο BM καθώς επίσης και το ποσό των 2.834,64 ευρώ που αντιστοιχεί σε απαιτήσεις του για δεδουλευμένους μισθούς του που αφορούν την εργασία του τις Κυριακές από 17-3-2020 μέχρι 26-3-2020 και από τις 6-4-2020 μέχρι 13-7-2020 απασχολήθηκε στο πλοίο SXI, από τις 23-11-2020 μέχρι 31-1-2021 που απασχολήθηκε στο πλοίο BD και από 22-3-2021 μέχρι 9-6-2021 που εργάστηκε στα πλοίο BM και συνολικά ποσό 5.669,28 Ε (2.834,64*2)με το νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής και μέχρι εξόφλησης, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.690,58 (2.577,60+2.577,60+6.850,38+2.685)ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής και μέχρι εξόφλησης, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 182,70 ευρώ που αφορά μη καταβληθέντα ημερομίσθια σε ημέρες αργιών δυνάμει ρητής πρόβλεψης της εφαρμοζόμενης σ.σ.ε. από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά και μέχρι εξόφλησης, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να καταβάλει το ποσό των 337,78 ευρώ και το ποσό των 736,28 ευρώ που αφορά δώρο Πάσχα 2020 και 2021 αντίστοιχα με το νόμιμο τόκο από την 30 η Απριλίου αντίστοιχα κάθε έτους που έπρεπε να καταβληθεί έκαστο ποσό, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να καταβάλει το ποσό των 1.363,92 ευρώ και το ποσό των 170,50 ευρώ που αφορά δώρο Χριστουγέννων 2020 και 2021 αντίστοιχα με τον νόμιμο τόκο από την 31 η Δεκεμβρίου αντίστοιχα κάθε έτους που έπρεπε να καταβληθεί έκαστο ποσό, τα ποσά των 645,54 ευρώ και 497,12 ευρώ που αφορά επίδομα άδειας 2020 και 2021 αντίστοιχα και το ποσό των 1.914 ευρώ και 1.148,40 ευρώ που αφορά αποδοχές άδειας ετών 2020 και 2021 αντίστοιχα από την τελευταία ημέρα του οικείου έτους που έπρεπε να καταβληθεί έκαστο ποσό. Ακόμη μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος της με αριθμό ………/2024 και του εκκαλούσης της με αριθμό ……/2024 έφεσης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης και του εφεσίβλητου (άρθρα 178, 183 ΚΠΟΛΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό ……./2024 έφεση και την με αριθμό ……/2024 έφεση.

Δέχεται την με αριθμό …../2024 και την με αριθμό ……/2024 έφεση κατά το τυπικό και εν μέρει και κατά το ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 1978/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

Κρατεί την από 7-4-2024 και με αριθμό ………./2023 αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας αυτής.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (5.669,28) με το νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής και μέχρι εξόφλησης.

Αναγνωρίζει ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ κα πενήντα οκτώ λεπτών 14.690,58 (2.577,60+2.577,60+6.850,38+2.685)ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής και μέχρι εξόφλησης.

Αναγνωρίζει ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατό ογδόντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτών (182,70) που αφορά μη καταβληθέντα ημερομίσθια σε ημέρες αργιών δυνάμει ρητής πρόβλεψης της εφαρμοζόμενης σ.σ.ε. από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά και μέχρι εξόφλησης.

Αναγνωρίζει ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (337,78) που αφορά επίδομα Πάσχα 2020 και το ποσό των επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (736,28) που αφορά επίδομα Πάσχα 2021 αντίστοιχα με το νόμιμο τόκο από την 30 η Απριλίου αντίστοιχα κάθε έτους που έπρεπε να καταβληθεί έκαστο ποσό,

Αναγνωρίζει  ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων τριακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών(1.363,92) και το ποσό των εκατό εβδομήντα ευρώ και πενήντα λεπτών (170,50) που αφορά δώρο Χριστουγέννων 2020 και 2021 αντίστοιχα με τον νόμιμο τόκο από την 31 η Δεκεμβρίου αντίστοιχα κάθε έτους που έπρεπε να καταβληθεί έκαστο ποσό.

Αναγνωρίζει ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εξακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (645,54) και ποσό τετρακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και δώδεκα λεπτών (497,12) που αφορά επίδομα άδειας 2020 και 2021 αντίστοιχα, ποσό χιλίων εννιακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ (1.914) και ποσό χιλίων εκατό σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών  (1.148,40) που αφορούν αποδοχές άδειας 2020 και 2021 αντίστοιχα από την τελευταία ημέρα του οικείου έτους.

Επιβάλει σε βάρος της εφεσίβλητης της με αριθμό ………/2024 έφεσης μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας που την ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Επιβάλει σε βάρος του εφεσίβλητου της με αριθμό …………./2024 έφεσης, μέρος της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας που την ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 20 Μαρτίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  H  ΓPAMMATEAΣ