ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 192/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών (ΑΦΜ ……..), που κατοικεί στην Αθήνα και το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Δέσποινα Ντουρντουρέκα.
Των εφεσιβλήτων: 1) …………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Αντώνιο Καραμολέγκο και 2) Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «Δήμος Πειραιά» (ΑΦΜ ……….) που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Εμμανουήλ Δρυλεράκη με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Το εκκαλούν άσκησε την με αρ. κατ. ……../2019 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 2144/2023 απόφαση την απέρριψε.
Την ως άνω απόφαση προσέβαλε το εκκαλούν με την με αρ. κατ. …………/2023 έφεση προς το δικαστήριο τούτο, η οποία προσδιορίστηκε (εκθ. κατ. Εφετ.Πειρ. ……./2023) να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.
Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1). Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, το ενάγον εκκαλούν ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του στην αγωγή περιγραφέντος κειμένου στη Δραπετσώνα ακινήτου με βάση απαλλοτρίωση για την αστική αποκατάσταση προσφύγων του, άλλως α) δυνάμει τακτικής άλλως εκτάκτου χρησικτησίας, άλλως β) επειδή το επίδικο ακίνητο του ανήκει κατά κυριότητα δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου τα κτήματα που i) κατέλαβε και δήμευσε, ii) εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς πρώην κυρίους τους, και δεν καταλήφθηκαν από τρίτους και iii) όλα τα δημόσια κτήματα που λόγω της μορφής τους ανήκαν στο οθωμανικό κράτος, άλλως γ) επειδή του ανήκει ως αδέσποτο, δυνάμει του άρθρου 16 του από 21.6/10.7.1837 Νόμου περί διακρίσεως κτημάτων σε συνδυασμό με το άρθρ. 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938, και, στη συνέχεια, ζήτησε να διορθωθεί στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας η ανακριβής εγγραφή τούτου, ως κυριότητος του εναγομένου πρώτου εφεσιβλήτου, και να εγγραφεί αυτό, ως πλήρους κυριότητάς του. Ο πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο του ανήκει κατά κυριότητα με βάση παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη και τακτική χρησικτησία, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις προτάσεις του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 1185/2021 μη οριστική απόφασή του διέταξε την προσεπίκληση του αναγκαίου ομοδίκου, δεύτερου εφεσίβλητου, δανειστή του πρώτου, ο οποίος είχε επιβάλει κατάσχεση επί του επιδίκου, και μετά τη νομότυπη άσκηση αυτής και την εκ νέου συζήτηση της υπόθεσης εξέδωσε την με αρ. 2144/2023 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Από την με αρ. …../2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (…../20.6.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας, ……..), την με αρ. …./2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (…, …, …/5.9.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, …… .), από το σύνολο των εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνονται και κτηματολογικά και τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, καθώς και αεροφωτογραφίες και φωτογραφίες που δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους, που παραδεκτά επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα γεωτεμάχιο, εμβαδού 144 τ.μ., που βρίσκεται στη Δραπετσώνα Αττικής επί της οδού ……., με ΚΑΕΚ ………. Με το νόμιμα μεταγραμμένο (Τ. … α.α. …. βιβλίο μεταγραφών Δήμου Πειραιά) με αρ. …./1993 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιά, …….., ο πρώτος εφεσίβλητος απέκτησε το ως άνω ακίνητο από την αληθινή κυρία, . ……, η οποία το είχε αποκτήσει κατά κυριότητα από κληρονομιά της μητέρας της …. χήρας …….., τέως χήρας …….., με την με αρ. ……../20.10.1972 δημόσια διαθήκη (…./1978 πρακτικό δημοσίευσης του Πρωτοδικείου Αθηνών), την οποία αποδέχθηκε με την νόμιμα μεταγραμμένη (Τ. …, α.α. ….) με αριθμό …/1978 δήλωσης αποδοχής ενώπιον του συμβ/φου Αθηνών, ………… Η τελευταία είχε αποκτήσει αυτό κατά κυριότητα με το νόμιμα μεταγραμμένο (Τ. … α.α. …) με αρ. …./9.6.1923 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά ……, από τον αληθινό κύριο, ……… Αυτός είχε αποκτήσει κατά κυριότητα μείζονα έκταση, εντός της οποίας περιλαμβανόταν το επίδικο, με το νόμιμα μεταγραμμένο (Τ. … α.α ….) με αρ. …../1920 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά ……. από τον αληθινό κύριο ………. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ο προσδιορισμός του επιδίκου ταυτίζεται ως προς τα όριά του στους τελευταίους (πιο πρόσφατους) τίτλους (../1993, …/1978 και …./9.6.1923) [ανατολικά, δυτικά και νότια συνορεύει με ιδιοκτησίες και βόρεια με ανώνυμη οδό, μεταγενέστερα … και ήδη ….], διαφέρει όμως ως προς την περιγραφή της μείζονος έκτασης που απέκτησε ο …… από τον ….. με το με αρ. ………./1920 συμβόλαιο. Σ’ αυτό φέρεται η μείζονα έκταση να συνορεύει ανατολικά με οδό και βόρεια δυτικά και νότια με ιδιοκτησίες. Αυτό, όμως, είναι φυσιολογικό, γιατί στο τελευταίο συμβόλαιο (…/1920) περιγράφεται η μείζονα έκταση (555 τ.μ.) που απέκτησε ο ….., εντός της οποίας υπήρχαν και άλλες ανώνυμες οδοί, τμήμα της οποίας (144 τ.μ.) αποτελεί το επίδικο, το οποίο βόρεια συνορεύει με μια από αυτές τις ανώνυμες οδούς και το οποίο με τα μεταγενέστερα διαδοχικά συμβολαιογραφικά έγγραφα μεταβιβάστηκε στον πρώτο εφεσίβλητο. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το έτος 1923, που απέκτησε ο απώτερος δικαιοπάροχος του πρώτου εφεσιβλήτου το επίδικο, έως και την 9.5.2005 (έναρξη κτηματολογίου στη Δραπετσώνα) ο τελευταίος και οι δικαιοπάροχοί του ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο, όπως επίβλεψη και καθαρισμούς, με καλή πίστη για χρονικό διάστημα πλέον των ογδόντα ετών, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του από τον οποίο έκαστος διάδοχος απέκτησε με τα ως άνω συμβολαιογραφικά έγγραφα για νόμιμη αιτία. Περαιτέρω, προέκυψε ότι δυνάμει της με αρ. 38644/1927 (ΦΕΚ Β’ 32/1927) κοινής υπουργικής απόφασης του Υπουργού Γεωργίας και του Υπουργού Υγιεινής Προνοίας απαλλοτριώθηκε για την αποκατάσταση προσφύγων μία έκταση συνολικής επιφάνειας 32.616 τ.μ., όχι ενιαία, αποτελούμενη από 11 επιμέρους ακίνητα – ιδιοκτησίες, και μία ακόμη έκταση συνολικής επιφάνειας 173.104 τ.μ. επίσης όχι ενιαία, αποτελούμενη από 18 επιμέρους ακίνητα – ιδιοκτησίες, όπως αυτές αποτυπώνονται στο από 15.2.1927 διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………. και στο από 28.12.1932 ακριβές αντίγραφο αυτού συνταχθέν από τον τοπογράφο μηχανικό …….., το οποίο θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο των τεχνικών υπηρεσιών του Υπουργείου Υγιεινής Πρόνοιας, ……… Το επίδικο ακίνητο ενέπιπτε εντός της ως άνω απαλλοτριωθείσας έκτασης και αποτυπωνόταν στο με αρ. ……./8.1.1947 κτηματολογικό διάγραμμα της διεύθυνσης τεχνικών υπηρεσιών του ως άνω υπουργείου με τον αριθμό … του … οικοδομικού τετραγώνου του γηπέδου …… Από το χρόνο κήρυξης της απαλλοτρίωσης έως την 15.4.1957 το εκκαλούν δεν άσκησε καμία πράξη κατάληψης επί της ως άνω απαλλοτριωθείας έκτασης. Το αντίθετο δεν προέκυψε από τα ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ούτε και από την ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά ένορκη βεβαίωση της αρχιτέκτονα μηχανικού του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, ……….., η οποία κατέθεσε ότι το εκκαλούν δια των αρμοδίων οργάνων του και της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, ασκούσε από το έτος 1927 πράξεις κατάληψης, όπως επιτόπιες καταμετρήσεις, επιτόπιο διαχωρισμό οικοπέδων και διάνοιξη δρόμων, αφού αυτά δεν μπορεί να τα γνωρίζει εξ ιδίας αντίληψης (γεννηθείσα το έτος 1974) και δεν καταθέτει με ποιο τρόπο περιήλθαν τα ανωτέρω στοιχεία σε γνώση της. Επιπλέον δεν προέκυψε ότι καταβλήθηκε αποζημίωση για τις ως άνω απαλλοτριωθείσες εκτάσεις, ούτε εξάλλου το εκκαλούν υποστηρίζει το αντίθετο και, συνεπώς, εφόσον η ως άνω απαλλοτριωθείσα έκταση δεν καταλήφθηκε μέχρι την 15.4.1957 από το εκκαλούν με εμφανείς πραγματικές διακατοχικές πράξεις (και όχι με τη σύνταξη σχεδιαγραμμάτων, κτηματογραφήσεων, αποτυπώσεων σε τοπογραφικά διαγράμματα θεωρημένων από τεχνικές υπηρεσίες, αρθρ. 7 του ν. 266/1974, ΟλΑΠ 389/1978, ΑΠ 1598/2018, ΑΠ 354/2007, ΑΠ 401/2005, δημ ΝΟΜΟΣ), η εν λόγω απαλλοτρίωση θεωρείται αυτοδικαίως ανακληθείσα (άρθρ. 2 παρ. 5 του β.δ. 29/30.4.1953) και το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του προηγούμενου ιδιοκτήτη του, ήτοι στη … χήρα ………… Το έτος 2006, το εκκαλούν, παρά το ότι η ως άνω απαλλωτρίωση είχε ήδη αυτοδικαίως ανακληθεί, δια των αρμοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, στο οποίο το έτος 2003 παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας όλη η ως άνω έκταση που είχε απαλλοτριωθεί, έλαβε οικοδομικές άδειες και άρχισε να οικοδομεί 150 διαμερίσματα, ενώ το επίδικο ακίνητο το διαμόρφωσε σε χώρο θέσεων στάθμευσης, παραρτημάτων των εν λόγω διαμερισμάτων, που επρόκειτο να παραχωρηθούν σε 150 οικογένειες των οποίων οι ιδιοκτησίες υπέστησαν ζημίες από τους σεισμούς της 7.9.1999, προς στεγαστική τους αποκατάσταση. Το έργο ολοκληρώθηκε και παραλήφθηκε τον Αύγουστο του έτους 2010. Κατά τη διαδικασία για την οριστική παραχώρηση των διαμερισμάτων στους δικαιούχους διαπιστώθηκε ότι για το επίδικο ακίνητο είχε καταχωρηθεί ως κύριος ο πρώτος εφεσίβλητος με βάση το ως άνω υπ’ αρ. ……/1993 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Έτσι το εκκαλούν άσκησε την ένδικη αγωγή ζητώντας τη διόρθωση της ως άνω αρχικής εγγραφής, προκειμένου να καταχωρηθεί αυτό ως κύριος του επιδίκου, βάσει της ως άνω απόφασης κήρυξης απαλλοτρίωσης, άλλως α) δυνάμει τακτικής άλλως εκτάκτου χρησικτησίας, άλλως β) επειδή το επίδικο ακίνητο του ανήκει κατά κυριότητα δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου τα κτήματα που i) κατέλαβε και δήμευσε, ii) εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς πρώην κυρίους τους, και δεν καταλήφθηκαν από τρίτους και iii) όλα τα δημόσια κτήματα που λόγω της μορφής τους ανήκαν στο οθωμανικό κράτος, άλλως γ) επειδή το κατέλαβε ως αδέσποτο, δυνάμει του άρθρου 16 του από 21.6/10.7.1837 Νόμου περί διακρίσεως κτημάτων σε συνδυασμό με το άρθρ. 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938. Οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος ήταν ως προς την κύρια βάση, αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού η ως άνω απαλλοτρίωση ανακλήθηκε αυτοδικαίως, κατά τα αναλυτικά ως άνω αναφερόμενα. Ως προς δε την υπό στ. α’ επικουρική βάση (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), επίσης οι εν λόγω ισχυρισμοί ήταν αβάσιμοι, αφού το εκκαλούν μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου στη Δραπετσώνα (9.5.2005) δεν άσκησε καμία πράξη νομής και, επομένως, μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν απέκτησε κυριότητα με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Για πρώτη φορά ασκεί πράξεις νομής το έτος 2006, δηλαδή μετά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή, που ξεκίνησε τις οικοδομικές κατασκευές και τη διαμόρφωση του επιδίκου σε χώρο στάθμευσης, δίχως όμως νόμιμο τίτλο, οπότε μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής (2019), δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας. Ως προς δε την υπό στ. β’ επικουρική βάση, αυτή είναι μη νόμιμη, δεδομένου ότι η Αττική, δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31.3.1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, ως προς δε τον επιμέρους ισχυρισμό ότι το επίδικο ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και εγκαταλείφτηκε από αυτούς κατά τον χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων του Λονδίνου και ως προς την υπό στ. γ επικουρική βάση ότι ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10.7.1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του αυτοί ήταν απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, γιατί το εκκαλούν δεν επικαλέστηκε με την αγωγή του ότι αυτό ανήκε σε Οθωμανούς (ποια συγκεκριμένα πρόσωπα) και εγκαταλείφθηκε, ούτε με ποιο τρόπο έγινε αδέσποτο (δηλαδή εγκατάλειψη της νομής από συγκεκριμένο πρόσωπο με πρόθεση παραίτησης από την κυριότητα). Επομένως ενόψει του ότι το εκκαλούν δεν απέκτησε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου και ότι καλώς είχε καταχωρηθεί ο πρώτος εφεσίβλητος ως κύριος τούτου με παράγωγο τρόπο, όπως αναλυτικά εκτίθεται ανωτέρω, έπρεπε η αγωγή να απορριφθεί και τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου ούτε πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την έφεση κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος πρέπει καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του (ο δεύτερος δεν υπέβαλε αίτημα), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση.
Καταδικάζει το ως άνω εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου για αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους νομικούς παραστάτες, στον Πειραιά στις 1.4.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ