Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 194/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  194/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Εταιρείας με την επωνυμία «………..» (ΑΦΜ ………), η οποία εδρεύει στη …….. Αττικής, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Αγγελής Αλεξανδρόπουλος (Ε.ΤΖΑΝΝΙΝΗ και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Του εφεσίβλητου: ……… ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Κωνσταντίνο Αθανασόπουλο.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ………/2023 ανακοπή και τους με αρ. κατ. ………/2023 πρόσθετους λόγους αυτής. Το δικαστήριο με την με αρ. 2544/2023 απόφαση διέταξε το χωρισμό της σωρευθείσας ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και παρέπεμψε αυτή στο αρμόδιο κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και έκανε δεκτή την ανακοπή κατά της εκτέλεσης.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η καθ’ ης η ανακοπή με την με αρ. κατ. ……../2023 έφεση προς αυτό το δικαστήριο, η οποία προσδιορίστηκε (με την με αρ. ……………/2023 εκ. κατ. στο Εφετείο) να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1, αρ. ηλεκτρ. παραβόλου ……………./2023). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα ανακοπή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ο ανακόπτων εφεσίβλητος ζήτησε να ακυρωθεί η με αρ. …./2000 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής επιταγή προς εκτέλεση και η επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου για τους λόγους που ειδικότερα ανέφερε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χώρισε την ανακοπή κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 632), έκρινε εαυτό κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε προς εκδίκαση στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείου Αθηνών, και, αφού συζήτησε την ανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της εκτέλεσης (ΚΠολΔ 933), έκανε δεκτή αυτήν δεχόμενο ότι η αξίωση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση έχει υποπέσει σε εικοσαετή παραγραφή, ως προς τον ανακόπτοντα εγγυητή, και ακύρωσε την επιταγή και την επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση. Με την υπό κρίση έφεση παραπονείται η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την ανακοπή ως προς το λόγο της παραγραφής της αξίωσης, ενώ θα έπρεπε να απορρίψει αυτόν ως απαράδεκτο (ΚΠολΔ 933 παρ. 4, 633 παρ. 2 εδφ. γ’) λόγω του δεδικασμένου με το οποίο εξοπλίστηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα δύο φορές, ήτοι την 4.9.2000 (…/4.9.2000 εκθ. επιδ. του δικ. επιμ.  ………) και την 8.12.2022 (…./8.12.2022 εκθ. επιδ. του δικ. επιμ. …….), χωρίς ο τελευταίος να ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής.

Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα και παραδεκτά οι διάδικοι και την χωρίς όρκο εξέταση του ανακόπτοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την με αρ. …./1.10.1996 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό η τραπεζική εταιρεία ………….. χορήγησε στην εταιρεία με την επωνυμία «……..» δάνειο μέχρι του ποσού των 10.000.000 δραχμών, με εγγυητές για την καλή εκπλήρωση της σύμβασης τον μη διάδικο, ……. και τον ανακόπτοντα, ο οποίος τυγχάνει να είναι και ο νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της πρωτοφειλέτιδας. Η τράπεζα με την από 15.10.1999 εξώδικη δήλωσή της, που επέδωσε στην πρωτοφειλέτιδα και στους εγγυητές (…., …., …./15.10.1999 και …./8.12.1999 εκθ. επιδ. του δικ. επιμ. …………), κατήγγειλε τη σύμβαση, έκλεισε το λογαριασμό και ζήτησε την καταβολή του χρηματικού ποσού των 11.985.296 δραχμών και, επειδή δεν της καταβλήθηκε, ζήτησε και έλαβε την με αρ. ……/2000 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Αυτήν τη διαταγή επέδωσε, την 8.3.2000, μια φορά στην πιστούχο εταιρεία και μία φορά στον εγγυητή, …….. (7493Β, ……./8.3.2000 εκθ. επιδ. του δικ. επιμ. ………) και ουδέποτε στον εγγυητή ανακόπτοντα. Στη συνέχεια η τραπεζική εταιρεία …………, καθολική διάδοχος της δανείστριας τράπεζας (ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ 2950/26.4.2000), που υπεισήλθε στα δικαιώματά της, επέδωσε ξανά την επίδικη διαταγή πληρωμής, την 4.9.2000, στον ανακόπτοντα, ως νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της πρωτοφειλέτιδας και όχι ως εγγυητή (…./4.9.2000 εκθ. επιδ. του δικ. επιμ.  ……….) [ΑΠ 234/2024 ΑΠ 471/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Αυτή επιδόθηκε για πρώτη φορά στον ανακόπτοντα με την ιδιότητα του εγγυητή από την εκκαλούσα, την 8.12.2022 (…………/8.12.2022 εκθ. επιδ του δικ. επιμ. ………). Επομένως η επίδικη διαταγή πληρωμής (…../2000), αν και είχε εξοπλιστεί με δύναμη δεδικασμένου ως προς την πιστούχο εταιρεία και τον εγγυητή, ……….., αφού τους επιδόθηκε δύο φορές και ουδέποτε άσκησαν ανακοπή (ΚΠολΔ 632, 633 παρ. 2), δεν είχε όμως εξοπλιστεί με δύναμη δεδικασμένου, ως προς τον ανακόπτοντα εγγυητή, αφού του επιδόθηκε μόνο μία φορά, ήτοι την 8.12.2022, οπότε και άσκησε την ένδικη ανακοπή, η οποία κατά το μέρος που στρέφεται κατά της επίδικης διαταγής πληρωμής παραπέμφθηκε με την εκκαλουμένη για να δικαστεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Συνεπώς, εφόσον η διαταγή πληρωμής δεν είχε αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου ως προς τον ανακόπτοντα εγγυητή αλλά μόνο ως προς την πιστούχο και τον έτερο εγγυητή μη διάδικο (………..) και, εφόσον το δεδικασμένο που απορρέει από τη διπλή επίδοση της διαταγής πληρωμής προς αυτούς που δεν άσκησαν ανακοπές δεν αποτελεί δεδικασμένο σε βάρος του ανακόπτοντος εγγυητή (ΑΠ 1714/2022, ΑΠ 407/2019 δημ ΝΟΜΟΣ), παραδεκτά και όχι απαράδεκτα προβλήθηκε με την ένδικη ανακοπή κατά της εκτέλεσης η ένσταση παραγραφής της από την εγγύηση απορρέουσας αξίωσης της εκκαλούσας καθ’ ης σε βάρος του ανακόπτοντος εφεσίβλητου, η οποία ορθώς και έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αφού από το χρόνο που έγινε απαιτητή η ένδικη αξίωση σε βάρος του ανακόπτοντος εγγυητή (16.10.1999) έως τις 16.10.2019, που συμπληρώθηκε χρονικό διάστημα είκοσι ετών, κανένα διακοπτικό της παραγραφής γεγονός δεν έλαβε χώρα. Συνεπώς ο μοναδικός λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ο σχετικός λόγος της ανακοπής που έγινε δεκτός με την εκκαλουμένη και ακυρώθηκε η επιταγή προς εκτέλεση και η επιβληθείσα κατάσχεση σε βάρος ακινήτου του ανακόπτοντος ήταν απαράδεκτος και γι’ αυτό έπρεπε να απορριφθεί, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 183, 176).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 500 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 1.4.2025.

       Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ