Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 195/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 195/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) ………… και 2) ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεράσιμο Παπακωστόπουλο (με δήλωση, ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», και με τον διακριτικό τίτλο «……..», πρώην «………» με έδρα το ………. Αττικής, ως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Νικόλαο ΝΑΚΗ (Νικόλαος Γ. ΝΑΚΗΣ – Μαρία Γ Δημητρίου δικηγορική εταιρεία) (με δήλωση, ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Οι εκκαλούντες άσκησαν την με αρ. κατ. ………/2022 ανακοπή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, το οποίο με την με αρ. 3645/2022 απόφαση την απέρριψε.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι ανακόπτοντες με την με αρ. κατ. ………./2022 έφεση προς το δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε (με την με αρ. ……../2022 έκθ. κατ. Εφετείου Πειραιώς) να συζητηθεί αρχικά στις 7.12.2023 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1) και κατατέθηκε και το σχετικό παράβολο (ηλεκτρ. παράβολο ………………/2022). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα ανακοπή οι εκκαλούντες (ανακόπτοντες) ζήτησαν να ακυρωθεί η με αρ. …./29.4.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικ. επιμ. ……., η οποία επιβλήθηκε επιμελεία της εφεσίβλητης (καθ’ ης), με βάση την με αρ. ……/2018 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την  εκκαλουμένη απέρριψε την ανακοπή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες με την έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή και ακυρωθεί η πράξη εκτέλεσης.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη κατάσχεση είναι άκυρη γιατί ο δικηγόρος Γ. Νάκης που έδωσε στον ως άνω δικαστικό επιμελητή την από 25.2.2022 εντολή για επιβολή κατάσχεσης δεν είχε την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα από την καθ’ ης εφεσίβλητη. Ο λόγος αυτός ήταν αβάσιμος και έπρεπε να απορριφθεί γιατί, με το υπ’ αρ. …/19.7.2022 πληρεξούσιο της συμβ/φου Αθηνών ……….., που προσκομίζει και επικαλείται με τις προτάσεις η εφεσίβλητη, ο εν λόγω δικηγόρος παραστάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εκπροσωπώντας την καθ’ ης για την αντίκρουση των λόγων της ανακοπής και την υποστήριξη της εγκυρότητας της κατάσχεσης, εγκρίνοντας έτσι την ενέργεια της εντολής προς επιβολή κατάσχεσης (ΑΠ 911/2023 δημ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, οι εκκαλούντες ζήτησαν να ακυρωθεί η κατάσχεση γιατί ο πλειστηριασμός ορίστηκε την 14.12.2022, ήτοι μετά την παρέλευση επτά μηνών (υπολογιζόμενου και του μηνός Αυγούστου) από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης (29.4.2022). Ο λόγος αυτός ήταν μη νόμιμος γιατί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 ΚΠολΔ ο πλειστηριασμός που αφορά ακίνητο, όπως εν προκειμένω, ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά μήνες από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση οκτώ μηνών από την ημερομηνία αυτή. Τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου.

Με τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτο λόγους της ανακοπής και τον πρόσθετο λόγο αυτής, οι εκκαλούντες ζήτησαν να ακυρωθεί η κατάσχεση γιατί α) η εφεσίβλητη δεν είχε την εξουσία διαχείρισης της ένδικης απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής, αφού αυτή δεν περιλαμβάνεται ρητά στην από 25.5.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, β) η επιβάρυνση της οφειλής με την εισφορά του ν. 128/1975 ήταν παράνομη, γ) μεταξύ των μεταβιβασθέντων από την πιστώτρια τράπεζα προς την αποκτώσα εταιρεία …………. επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν περιλαμβανόταν και η επίδικη και δ) η εφεσίβλητη δεν είχε εξουσία διαχείρισης της ένδικης απαίτησης αφού της ανατέθηκε αυτή από την αποκτώσα εταιρεία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14  του Ν. 3156/2003, με την οποία η εφεσίβλητη κατέστη άμεσος αντιπρόσωπός της και όχι διαχειρίστρια, που θα ήταν αν είχε συναφθεί η σύμβαση σύμφωνα με το Ν. 4354/2015. Οι ως άνω λόγοι, πλην του υπό στ. β λόγου, ήταν απαράδεκτοι, αφού ήταν ήδη γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προγενέστερη ανακοπή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αρ. κατ. ………./2021) εναντίον της εφεσίβλητης για την ακύρωση της επίδικης διαταγής πληρωμής και της από 1.6.2021 Β’ επιταγής προς εκτέλεση, η οποία εισέτι εκκρεμεί, και δεν προτάθηκαν (ΚΠολΔ 935). Τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου.

Περαιτέρω, οι εκκαλούντες ανακόπτοντες με την υπό κρίση ανακοπή τους  ισχυρίστηκαν, επιπλέον των ως άνω λόγων, ότι με προγενέστερες ανακοπές που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με αρ. κατ. ………../2018 και ……./2021), οι οποίες εισέτι εκκρεμούν (η πρώτη προσδιορίστηκε να συζητηθεί την 13.1.2026 και η δεύτερη την 9.2.2027), ζήτησαν την ακύρωση της επίδικης διαταγής πληρωμής και της από 1.6.2021 Β’ επιταγής προς εκτέλεση, μεταξύ δε των εκεί επικαλούμενων λόγων περιλαμβάνεται και ο υπό στ. β’ λόγος (περί μη νόμιμης επιβάρυνσης της οφειλής με την εισφορά το ν. 128/1975), και ότι, ενόψει της ακυρότητας του εκτελεστού τίτλου και της επιταγής προς εκτέλεση, για τους λόγους που επικαλέστηκαν με τις προγενέστερες ανακοπές τους, είναι άκυρη και η επιβληθείσα κατάσχεση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, τον οποίο δεν αξιολόγησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν προσέκρουε στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, γιατί με αυτόν δεν επαναπροβάλλονταν οι λόγοι των προηγούμενων ανακοπών αλλά με αυτόν ζητείτο η ακύρωση της επίδικης κατάσχεσης, ακριβώς επειδή επιβλήθηκε για την ικανοποίηση απαίτησης, που έχει προσβληθεί για λόγους ακυρότητας με τις προγενέστερες ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (του εκτελεστού τίτλου) και της επιταγής που αναφέρονται στο δικόγραφο. Αυτός λοιπόν ο λόγος προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μπορούσε να προταθεί, οι καθ’ ων η εκτέλεση (εκκαλούντες ανακόπτοντες), οι οποίοι έχουν ήδη ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση για λόγους (τυπικούς και ουσιαστικούς) εμπρόθεσμα, δεν θα μπορούσαν να προτείνουν με ανακοπή κανέναν άλλο λόγο εναντίον της επίδικης κατάσχεσης που επέβαλε η επισπεύδουσα εφεσίβλητη, παρά την εκκρεμοδικία των προγενέστερων ανακοπών, αφού αυτή καθαυτή (η εκκρεμοδικία) δεν αποτελεί τυπικό εμπόδιο στη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφήνοντας έτσι στο απυρόβλητο την κατάσχεση, η οποία θα εξακολουθούσε να ισχύει και θα οδηγούσε σε πλειστηριασμό του ακινήτου, αν δεν ανακοπτόταν,  ακόμη και αν τελικά ακυρωνόταν η διαταγή πληρωμής και η επιταγή, δεκτών γενομένων των προγενέστερων εκκρεμών ανακοπών. Μετά ταύτα, η συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής, μόνο ως προς τον ως άνω λόγο, έπρεπε να αναβληθεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι τελεσιδίκου πέρατος των δικών επί των ως άνω ανακοπών, που εκκρεμούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από το αποτέλεσμα των οποίων εξαρτάται η εγκυρότητα ή μη του εκτελεστού τίτλου, της απαίτησης και της επιταγής και κατ’ επέκτασης και της επ’ αυτών ερειδόμενης επίδικης κατάσχεσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που σιωπηρά απέρριψε τον ως άνω λόγο της υπό κρίση ανακοπής, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, ως προς την εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής και του σχετικού λόγου της. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η υπόθεση ως προς το ως άνω κεφάλαιο του ως άνω λόγου ανακοπής και, στη συνέχεια, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι τελεσιδίκου πέρατος της δίκης επί των ανακοπών αυτών. Τέλος πρέπει να επιστραφεί το παράβολο της έφεσης στον καταθέσαντα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση μόνο για εκείνο το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, το οποίο αναφέρεται στο σκεπτικό, και απορρίπτει την έφεση κατά τα λοιπά.

Εξαφανίζει την 3645/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το πιο πάνω κεφάλαιο, που έγινε δεκτή η έφεση.

Δικάζει την ανακοπή ως προς το ως άνω κεφάλαιο του λόγου.

Αναβάλλει τη συζήτηση, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι τελεσιδίκου πέρατος των δικών επί των ως άνω προγενέστερων ανακοπών (με αρ. κατ. …………/2018 και ………/2021), που εκκρεμούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά, στις   1.4.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ