Αριθμός 33/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ……….. 2) ……… 3) ……….. και 4) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ηλία Κολλύρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Περιφέρειας Αττικής, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Φωτίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εκκαλούσες (17η έως και 20η εκ των εναγόντων) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3120/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι 17η, 18η, 19η και 20η εκ των εναγόντων και ήδη εκκαλούσες με την από 15.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ …………/2022- ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 3η.11.2022, μετά δε από αναβολή, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση (αριθμ. κατ………/2022) κατά της υπ’ αριθμ. 3120/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από την δημοσίευσή της, την 28.12.2021 μέχρι την κατάθεση της έφεσης την 16.2.2022 δεν παρήλθε διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524 παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ Κ.Πολ.Δ)
Οι εκκαλούσες, δέκατη ένατη, δέκατη έβδομη, δέκατη όγδοη και εικοστή απ’τις ενάγουσες της με αριθμ.κατάθ……../2020 αγωγής, που άσκησαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ιστορούσαν με την αγωγή τους και κατ’εκτίμηση του δικογράφου της, ότι όλες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο και ήδη, εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ.,η πρώτη απ’αυτές (………), την 06-12-2018, οπότε τοποθετήθηκε ως ΔΕ Διοικητικού/ Διοικητικού-Λογιστικού/Λογιστικής-Οικονομικού του εναγόμενου και ήδη, εφεσίβλητου Ν.Π.Δ.Δ.(Περιφέρειας Αττικής), όπου, αρχικά απασχολήθηκε μέχρι τις 05-07-2019 και εν συνεχεία ανανεώθηκε η σύμβασή της, αυτόματα, έως και 05-12-2019, η δεύτερη απ’αυτές (………….), την 19-11-2018, οπότε τοποθετήθηκε ως ΥΕ Βοηθητικών Εργασιών Καθαριότητας στην Περιφερειακή Ενότητα Πειραιώς του εναγόμενου και ήδη, εφεσίβλητου, όπου, αρχικά απασχολήθηκε, παρέχοντας τις υπηρεσίες της, στον Πειραιά Αττικής, μέχρι τις 18-07-2019 και εν συνεχεία ανανεώθηκε η σύμβασή της αυτόματα μέχρι και 18-11-2019, η τρίτη απ’αυτές (……….), την 06-11-2018, οπότε τοποθετήθηκε ως ΠΕ Πληροφορικής του εναγόμενου και ήδη, εφεσίβλητου, όπου, αρχικά απασχολήθηκε μέχρι τις 05-07-2019 και εν συνεχεία ανανεώθηκε η σύμβασή της, αυτόματα, έως και 05-11-2019 και η τέταρτη απ’αυτές (. …………), την 09-11-2018, οπότε τοποθετήθηκε ως ΔΕ Διοικητικού/ Διοικητικού — Λογιστικού/Λογιστικής-Οικονομικού του εναγόμενου και ήδη, εφεσίβλητου, όπου, αρχικά απασχολήθηκε μέχρι τις 08-07-2019 και εν συνεχεία ανανεώθηκε η σύμβαση της, αυτόματα, έως και 08-11-2019.΄Ότι από της ως άνω αρχικής πρόσληψής έως και της ημερομηνίας αποχώρησης της κάθε μίας, απασχολούνταν με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες προσχηματικά και χωρίς να συντρέχει προς τούτο αντικειμενικός λόγος, χαρακτηρίστηκαν από το εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο ως ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη δήθεν πρόσκαιρων αναγκών του, ενώ στην πραγματικότητα αυτές κάλυπταν πάγιες, διαρκείς και μόνιμες ανάγκες του εφεσίβλητου. πλήρους απασχόλησης και ότι από την πρόσληψή τους κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου-εφεσίβλητου. ΄Ότι η κατάρτιση των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από το εναγόμενο προσχηματικά ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δεν αποσκοπούσε στην κάλυψη συγκεκριμένων εποχικών ή παροδικών αναγκών του αντιδίκου, αλλά παγίων και διαρκών τέτοιων. Ότι η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη κατήγγειλε αναιτιολόγητα και μονομερώς την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τους, δίχως την συνακόλουθη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και δίχως την τήρηση έγγραφου τύπου, λόγο για τον οποίο και είναι άκυρη και γι’αυτό εξακολουθεί η υποχρέωσή του να τις απασχολεί πραγματικά, καθώς και να τους καταβάλει τις οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές ως μισθούς υπερημερίας από την ημεροχρονολογία απόλυσής τους. Με βάση τα ανωτέρω οι ενάγουσες και ήδη, εκκαλούσες ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας τους, δυνάμει των οποίων απασχολούνταν στο εναγόμενο και ήδη, εφεσίβλητο συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας τους και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται στο μέλλον τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, με απειλή χρηματικής ποινής 150 ευρώ για κάθε μέρα αρνήσεως συμμόρφωσης με το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης, να υποχρεωθεί να τους καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές τους από την ημεροχρονολογία της καταγγελίας των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας τους και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να τους καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές τους από τη συζήτηση της αγωγής και μέχρι την άρση της υπερημερίας του εναγόμενου, με το νόμιμο τόκο από το τέλος εκάστου μηνός.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκρινε την αγωγή, ως νόμω αβάσιμη, με το αιτιολογικό ότι η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος, στην περίπτωση των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται με εργοδότη το Δημόσιο ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εξακολουθεί και μετά την έκδοση της Οδηγίας 1999/70 να αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, ενώ δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού των ενδίκων συμβάσεων ως αορίστου χρόνου με βάση το π.δ. 164/2004, με το οποίο ο εθνικός νομοθέτης ενσωμάτωσε το ενωσιακό δίκαιο, καθώς αυτές καταρτίσθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του προεδρικού αυτού διατάγματος, η δε οδηγία 1999/70, στην οποία επιχειρείται ευθέως θεμελίωση της αγωγής, δεν έχει άμεση εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγουσες με την υπό κρίση έφεσή τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως νόμω και ουσία βάσιμη.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 672 ΚΠολΔ και 1 του ν. 2112/1920 συνάγεται ότι σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι εκείνη στην οποία, ρητά ή σιωπηρά, έχει συμφωνηθεί η λήξη της σε ορισμένο χρόνο ή η λήξη της προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής σύμβασης ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου.
Εξάλλου το άρθρο 8 παρ. 1 εδ. β’ του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του α.ν. 547/1937, ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου εφαρμόζονται και επί συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ο σκοπός της διάρκειας αυτής δε δικαιολογείται, αλλά τέθηκε σκοπίμως προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την καταγγελία ο ν. 2112/1920 και αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, στις περιπτώσεις ιδίως των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εργοδότη, οπότε ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, παρέχοντας μάλιστα πληρέστερη προστασία έναντι της μεταγενέστερης 1999/70 κοινοτικής Οδηγίας (ΟλΑΠ 7/2011). Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ακυρότητα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 664/2007, 509/2016, 1907/2017). Η πρόθεση καταστρατήγησης τεκμαίρεται από το γεγονός ότι επιλέγεται η σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκεια αυτής από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, απαιτείται όμως και η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου, δηλαδή η ύπαρξη καταστρατηγητικής πρόθεσης από την πλευρά του εργοδότη, έστω και αν αυτή είναι από τη φύση της δυσαπόδεικτη. Σκοπός της διάταξης είναι η εξασφάλιση της αποζημίωσης απόλυσης που καταβάλλεται στο μισθωτό, όταν αυτός απασχολείται με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, και όχι η μονιμότητα, η οποία δεν προβλέπεται στις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου που διέπονται από το σύστημα της αναιτιώδους καταγγελίας της σύμβασης. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994, όπως αυτό ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 61 παρ. 1α ν. 4765/2021 (ΦΕΚ 6/15.1.2021, τ. Α’) και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής, ορίστηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με διάρκεια απασχόλησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10 περ. ε του ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται αυτεπαγγέλτως για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 ΠΚ και παραπέμπονται υποχρεωτικά στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ. 3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του και προβλέπονται στα άρθρα 15 και 18, ανάλογα με τα απαιτούμενα από την κείμενη νομοθεσία τυπικά προσόντα κάθε πρόσληψης, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Περαιτέρω στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84/17.4.2001, τ. Α) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: “Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (η οποία δεν αφορά στην επίδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει”. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε η παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει, επίσης, τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Σύμφωνα με τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις, στη Δημόσια Διοίκηση, η οποία, κατά τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος, στελεχώνεται από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους (ΣτΕ 2686/2005), δηλαδή πρόσωπα συνδεόμενα με το Κράτος ή άλλους φορείς δημόσιας εξουσίας με ειδική νομική σχέση και υπαγόμενα σε ειδικό νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, είναι δυνατόν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και πρόσωπα συνδεόμενα με τους εν λόγω φορείς με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Όμως η σύναψη συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου μεταξύ φορέων δημόσιας εξουσίας και των προσώπων αυτών, με αντικείμενο την εκ μέρους τους παροχή εργασίας, δεν μπορεί να αποτελεί τον κανόνα για τη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης και τελεί υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτουν οι παράγραφοι 2, 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, ενώ τα απασχολούμενα για την κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών των υπηρεσιών της φυσικά πρόσωπα δεν καταλαμβάνουν νομοθετημένες οργανικές θέσεις (Π.Ε. 85/2012 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 1882/2017 επταμ., Π.Ε. 122/2007 επταμ., 315/2005). Στην περίπτωση σύναψης συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου με φυσικά πρόσωπα, οι όροι σύναψης των συμβάσεων, η χρονική τους διάρκεια και τα καθήκοντα που μπορούν να ασκούν τα απασχολούμενα φυσικά πρόσωπα ρυθμίζονται με νόμο, σε συνάρτηση προς τις ανάγκες που εξυπηρετούν, απαγορεύεται δε η μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ή η μονιμοποίηση των παραπάνω προσώπων, προκειμένου να αποτραπεί αφενός η καταστρατήγηση του συνταγματικού κανόνα που απαιτεί την πρόσληψη των υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και αφετέρου η “τακτοποίηση” του προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (ΟλΣτΕ 943/2012). Με τις ανωτέρω διατάξεις ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, η οποία συνίστατο στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, τύποις, απροβλέπτων η επειγουσών η παροδικών αναγκών του Δημοσίου και των νπδδ, στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και, τελικά, στην τακτοποίηση του προσληφθέντος κατά τα ως άνω με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προσωπικού, με την σύσταση οργανικών θέσεων για την κάλυψη των εν λόγω πάγιων και διαρκών αναγκών και με την πλήρωση των οργανικών αυτών θέσεων από το ίδιο προσωπικό, είτε με τον διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού είτε με την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, κατά αποκλεισμό όλων των πάγιων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας (Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής ΡΜΔ’/21.3.2001, σ. 731, 744, 754, 755 και ΡΜΕ’/21.3.2001, σ. 768, 771, 772, 782). Η τακτική της προσλήψεως χωρίς διαγωνισμούς και εχέγγυα αντικειμενικότητας, είναι αποδοκιμαστέα και για τον πρόσθετο λόγο ότι ευνοεί την αναξιοκρατία, απολήγοντας εις βάρος άλλων επιθυμούντων να προσληφθούν στον δημόσιο τομέα, οι οποίοι έχουν ενδεχομένως περισσότερα προσόντα και οι οποίοι στερούνται αυτή η δυνατότητα, όταν οι ανανεώσεις των συμβάσεων γίνονται παρανόμως, ερήμην του ΑΣΕΠ. Για την αποτροπή δε του φαινομένου στο μέλλον, επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, περιλαμβάνοντας τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (δηλαδή από την 17.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση του αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (ΟλΑΠ 19, 20/2007, ΑΠ104/2022). Συνεπώς στις συναφθείσες μετά την 17.4.2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β. Δ/τος 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19 και 20/2007). Οποιαδήποτε άλλη αντίθετη ερμηνεία συνιστά contra legem ερμηνεία της ως άνω συνταγματικής διάταξης.
Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη – μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη – μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, ώστε να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C – 212/2004, ΔΕΕ C-184/15 και C-197/15). Η Οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα πδ 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003, το πρώτο και 19.7.2004, το δεύτερο. Η επιλογή των μέτρων που προβλέπονται από το πδ 164/2004 έγινε με γνώμονα την ιδιαιτερότητα του δημόσιου τομέα και τις συνταγματικές επιταγές για τη διαδικασία επιλογής του μόνιμου προσωπικού στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό “το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του”, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι πιο πάνω διατάξεις του πδ 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19.7.2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από τις 10.7.2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Έτσι με το άρθρο 11 παρ. 1 περ. α, 2 εδ. α και β, 3 και 5 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος ορίζονται τα εξής: “Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση” (παρ. 1 περ. α). “Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία” (παρ. 2 εδ. α και β). “Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων” (παρ. 3). “Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης” (παρ. 5). Όπως ήδη εκτέθηκε τα μέτρα του πδ κρίθηκαν συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο (βλ. πλην της προαναφερθείσας ΔΕK C- 212/2004 και τις ΔΕΚ C – 378 έως C – 380/2007, Αγγελιδάκη κ.λπ.). Ειδικότερα με την τελευταία ως άνω απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε το πδ 164/2004 σε σχέση με την προστασία που παρεχόταν υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς της εφαρμογής του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και στις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα δεν συνιστούν υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εν λόγω εργαζομένων, κατά την έννοια της ρήτρας 8 σημείο 3 της Οδηγίας, εφόσον αφορούν περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων που έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή μπορούν να αντισταθμίζονται με την έκδοση μέτρων για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (σκέψεις 122 επόμ., ιδίως σκέψη 146 της C – 378 έως C – 380/2007), περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα. Η, δε, προσθήκη από τον Αναθεωρητικό Νομοθέτη των πιο πάνω διατάξεων των παρ. 7 και 8 στο άρθρο 103 του Συντάγματος κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταφοράς της υπ’ αριθ. 1999/70 Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, δεν έλαβε χώρα προκειμένου να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η επίτευξη του επιδιωκόμενου με την Οδηγία αποτελέσματος, αλλά για την εξυπηρέτηση των σκοπών αναγομένων στις ιδιαιτερότητες του δημοσίου τομέα, πολλώ, δε, μάλλον που αφ’ενός, μεν, η Οδηγία δεν επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφ’ετέρου, δε, οι προπαρατεθείσες εφαρμοστικές διατάξεις του πδ 164/2004, που σε συμφωνία με την συνταγματική απαγόρευση, αποκλείουν τον χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα σε έγκυρη ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, συνιστούν το προσήκον αντιστάθμισμα που αποτρέπει την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα (πρβλ. ΔΕΚ C-212/2004 υπόθ. Αδενέλερ, C 378 – 380 υπόθ. Αγγελιδάκη ε.α., ). Περαιτέρω το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την C-760/18 της 21ης Φεβρουαρίου 2021 απόφασή του έκρινε προσφάτως επί προδικαστικού ερωτήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου ότι “η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας – πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά τρόπο, ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα”.
Όμως η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό (ελληνικό) δίκαιο, για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια, υπάρχει πράγματι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω C -760/18 απόφαση).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 288 εδ. 3 της ΣΛΕΕ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας των εθνικών δικαστηρίων ως προς την επαρκή ή μη αποτελεσματικότητά τους, στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας, όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου, έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (C-212/04, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 123, C-282/2019, σκέψη 123). Όπως προεκτέθηκε, έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολουμένους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν υφίσταται μετά την έναρξη εφαρμογής (18.4.2001) της πιο πάνω Συνταγματικής Αναθεώρησης. Την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία για τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του πδ 164/2004, με το οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1 αυτής, και προβλέπουν για τις συμβάσεις που συνάπτονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Διατάγματος (με μοναδική εξαίρεση τις υπαγόμενες στη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 αυτού περιπτώσεις) α) την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, β) την δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπου για τον προσδιορισμό της ωφέλειας του εργοδότη δεν συνυπολογίζονται παροχές εξαρτώμενες από τις προσωπικές ιδιότητες του απασχοληθέντος) τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές και γ) τη δυνατότητα αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα λάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής (εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις), ενώ παράλληλα προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν από δόλο ή από αμέλεια τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του πδ 164/2004. Σημειωτέον ότι το προδικαστικό ερώτημα στο οποίο απαντά η C -760/18 απόφαση του ΔΕΕ αφορά σε συμβάσεις (για τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι με διάταξη νόμου συνεχόμενες παρατάσεις της ίδιας σύμβασης ορισμένου χρόνου εξομοιώνονται, ως προς το επίπεδο προστασίας του εργαζόμενου, με περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου), οι οποίες συνήφθησαν πέραν των ανωτάτων χρονικών ορίων που προβλέπει το πδ 164/2004, καθώς η ανανέωση αυτών έλαβε χώρα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω πδ, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως λ.χ. με το άρθρο 167 του Ν. 4099/2012, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 76 του Ν. 4386/2016 και το άρθρο 10 παρ. 4 ν. 4506/2017, δηλαδή, με διατάξεις νεότερες, ειδικότερες και αυξημένης τυπικής ισχύος σε σχέση με το πδ 164/2004. Το ζήτημα τίθεται επειδή με τις ως άνω διατάξεις, αφ’ενός δεν προβλέπεται ρητά η καταβολή αποζημίωσης στους απασχοληθέντες, αφ’ετέρου, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 και 3 του ν. 4528/2018, ουσιαστικά αίρεται αναδρομικά η πειθαρχική και ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των φορέων, που τους απασχόλησαν με τον πιο πάνω τρόπο, ματαιώνοντας τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 7 πδ 164/2004 ποινικό και δημοσιονομικό καταλογισμό. Υπό την έννοια αυτή, στις ως άνω συμβάσεις θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να υποστηριχθεί ότι ελλείπουν τα “ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα” που επιβάλλει η ρήτρα 5 σημείο 1 της από 18.3.1999 συμφωνίας – πλαισίου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP), για την υλοποίηση της οποίας εκδόθηκε η Οδηγία 1999/70/ΕΚ και ότι, ελλείψει των ισοδύναμων μέτρων, ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε ενδεχομένως να ενεργοποιήσει τον ερμηνευτικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 και να χαρακτηρίσει τις ως άνω διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ως μια ενιαία αορίστου χρόνου σύμβαση, η οποία θεωρείται ότι καταγγέλλεται ατύπως με τη μη ανανέωση της τελευταίας από τις διαδοχικές συμβάσεις και την άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί, έκτοτε, τις υπηρεσίες του μισθωτού, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες σχετικά με την εγκυρότητα της καταγγελίας και τις υποχρεώσεις που γεννώνται από αυτήν.
Όμως η ως άνω θέση εκκινεί από την άποψη ότι ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να εφαρμόσει αναλογικά τη διάταξη του άρθρου 7 του πδ 164/2004 στις περιπτώσεις εκείνες που η ορισμένου χρόνου εργασία υπερβαίνει τα ανώτατα όρια απασχόλησης, όταν η παράταση της λήξης των συμβάσεων λαμβάνει χώρα δυνάμει ειδικών ρυθμίσεων του νόμου, οι οποίες της στερούν το χαρακτήρα της άκυρης σύμβασης εργασίας. Τούτο επειδή η ακυρότητα της σύμβασης συνιστά, κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, προϋπόθεση για την καταβολή αποζημιώσεως, λόγω της μη περαιτέρω ανανέωσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Η άποψη αυτή είναι τελολογικώς εσφαλμένη, καθώς η πρόβλεψη στην ως άνω διάταξη για καταβολή αποζημίωσης – σε αντίθεση με την πρόβλεψη του καταλογισμού των σχετικών δαπανών στους υπευθύνους των φορέων που συνήψαν τις άκυρες συμβάσεις εργασίας, η οποία έχει αμιγώς αποτρεπτικό χαρακτήρα – συνιστά ταυτόχρονα και μέτρο προστασίας του εργαζομένου, που αν και απασχολούμενος με άκυρη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβάνει την αποζημίωση που θα λάμβανε στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (καταγγελία), εξάλλου, επιτρέπεται κατά το εσωτερικό μας δίκαιο και ουδόλως εξασφαλίζει τη “μονιμοποίηση” εργαζομένου, συνδεόμενου με το Δημόσιο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου. Με τον όρο “άκυρη σύμβαση” ο νομοθέτης επιθυμεί να στερήσει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που επαναλαμβάνεται παρανόμως, από τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και ταυτόχρονα να διασφαλίσει την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης του μισθωτού, η σχέση εργασίας του οποίου διακόπτεται αιφνιδίως, ως εάν είχε καταγγελθεί, όχι όμως να θέσει την ακυρότητα της σύμβασης που διακόπτεται ως προϋπόθεση για την λήψη της αποζημίωσης, στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η κατ’ όνομα σύμβαση ορισμένου χρόνου υποκρύπτει σύμβαση αόριστης διάρκειας. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ που έκρινε ότι με την καταβολή της αποζημίωσης αντισταθμίζονται οι συνέπειες της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (πρβλ. και την C-619/17, σκέψεις 94 και 95). Σημειώνεται, δε, ότι κατά την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος, επί του οποίου απάντησε η εν λόγω απόφαση (C -760/18), δεν τέθηκε υπόψη του ΔΕΕ -το οποίο επαναλαμβάνει ρητά τη θέση πως δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι απαιτήσεις τις οποίες θέτει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (C-619/17, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 89) και ότι στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται, εν προκειμένω, να εκτιμήσουν εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, για την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (C-103/18, C-429/18, σκέψη 90)- η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 7 πδ 164/2004, σε αντίθεση με τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, που προτάθηκε ευθέως από το αιτούν δικαστήριο, ως το μοναδικό εφαρμόσιμο ισοδύναμο μέτρο που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία.
Αλλά, και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΕ, καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι συντρέχει η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της, που είναι η πρόθεσή του εργοδότη να καταστρατηγήσει την προστασία του μισθωτού, η οποία του παρέχεται από τις διατάξεις για την σύμβαση αορίστου χρόνου. Η καταστρατήγηση θεωρείται ότι τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνο ότι επιλέγεται η σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκεια από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Το τεκμήριο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν αποκλειστεί αιτιολογημένα η εκδοχή ότι η νομοθετική επιταγή για την με νόμο παράταση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (όπως συνέβη με τις προμνησθείσες διατάξεις για το ειδικό καθεστώς των οποίων απεφάνθη το ΔΕΕ με την C-760/1918 απόφασή του) δεν εξυπηρετεί υφιστάμενες δημοσιονομικές ανάγκες. Οι τελευταίες, εξάλλου, μπορεί να προκληθούν αιφνιδίως και από νομοθετήματα άσχετα με την δια νόμου, παράταση υφιστάμενων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως η διάταξη του άρθρου 63 ν. 4430/2016, η οποία θεσπίστηκε, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου, λόγω “της ανορθολογικής λειτουργίας των κανόνων ανταγωνισμού”, των “εκτεταμένων παθογενειών” και της “ενίσχυσης της εργατικής ανασφάλειας”, κατά το σύστημα ανάθεσης των υπηρεσιών καθαριότητας στο δημόσιο τομέα μέσω δημόσιων ανοιχτών διαγωνιστικών διαδικασιών, καθώς και της ανάγκης διασφάλισης του δημοσιονομικού οφέλους και η οποία οδήγησε σε παράταση των συμβάσεων των εργαζομένων στην καθαριότητα σε συγκεκριμένους φορείς του Δημοσίου, δημιουργώντας έκτακτες και απρόβλεπτες καταστάσεις (πρβλ. ΟλΣτΕ 943/2020). Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι, υπό το πρίσμα της οδηγίας, κάμπτεται η αντίθεση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στις συνταγματικές επιταγές, η τελευταία δεν θα μπορούσε, άνευ ετέρου, να αναχθεί σε ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 του παραρτήματος της Οδηγίας, χωρίς την ταυτόχρονη διαπίστωση της πρόθεσης του εργοδότη (Δημοσίου) να καταστρατηγήσει την αυξημένη εργασιακή ασφάλεια που παρέχεται σε κάθε εργαζόμενο από τη σύμβαση εργασίας αορίστου σε σχέση με τις αντίστοιχης διάρκειας διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Επομένως, ούτε υπό την εκδοχή αυτή καταλείπεται πεδίο γενικής και άνευ όρων εφαρμογής της ως άνω διάταξης, ως υποκατάστατης ελλείποντος ισοδύναμου μέτρου. Αντιθέτως, ορατός είναι ο κίνδυνος η υιοθέτηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 ως ισοδύναμου προς την Οδηγία 70/1999 μέτρου να οδηγήσει στην παράκαμψη της ειδικής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 103 παρ. 8, καταλείποντας ευρύτατο περιθώριο μη ορθής εφαρμογής της και στο μέλλον, με προφανή βλάβη του σημαντικού δημόσιου σκοπού που υπηρετείται από τη διάταξη αυτή, πριν από τη θεσμοθέτηση της οποίας υπήρχαν πράγματι, στον τομέα αυτό, διαπιστωμένες κατ’ επανάληψη παθογένειες. Σποραδικές δε, πρόσκαιρες και μεμονωμένες, νομοθετικές ή μη επιλογές, που καταστρατηγούν τον ως άνω συνταγματικό κανόνα, δεν είναι ικανές για να χαρακτηρίσουν, στην κρίση του Έλληνα Δικαστή, τις ρυθμίσεις του πδ 164/2004 ως αναποτελεσματικά ισοδύναμα μέτρα της ρήτρας 5 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας (ΑΠ104/2022δημ.ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες νομικές σκέψεις, η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι οι ένδικες συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων με τον εφεσίβλητο, το οποίο είναι Ο.Τ.Α., άρα συνιστά Ν.Π.Δ.Δ., έχουν συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, καθώς αφορούν την απασχόληση των εκκαλουσών σε μη νομοθετημένες θέσεις της εφεσίβλητης και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθούν κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ενόψει και του ότι δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 §§1,2 εδ. α’ και β΄, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 διότι η εφεσίβλητη Περιφέρεια, ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου (βλ. άρθρο 51 του ν. 1892/1990), δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από τον νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του ΑΣΕΠ. Οποιαδήποτε δε προσπάθεια μονιμοποίησης προσκρούει στη ρητή απαγόρευση τόσο του άρθρου 21 §2 του ως άνω νόμου όσο και στο άρθρο 103 §8 του Συντάγματος. Ούτε άλλωστε μπορεί να τύχει εφαρμογής η γενική διάταξη του άρθρου 671 AK αλλά και η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2112/1920, σύμφωνα με τις οποίες καθίσταται δυνατή η μετατροπή μιας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, εάν ο καθορισμός της διάρκειας της δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης διατάξεων του ίδιου νόμου (ν. 2112/1920), αφού όταν η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται υποχρεωτικά από τον νόμο ως ορισμένη διάρκειας, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με τον νόμο 2112/1920, αυτή δεν συνιστά αδικαιολόγητο καθορισμό της διάρκειας της σύμβασης, ούτε καταστρατήγηση των διατάξεων του ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθέντων αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 15-2-2022 και με αριθμ. έκθ.κατάθ…………/2022 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3120/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Δέχεται τυπικά την έφεση και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Ιανουαρίου 2025, με -την ορισθείσα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά-, Γραμματέα Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ