Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 133/2025

Αριθμός  133/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ  ΕΦΕΣΗΣ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ:  Εταιρείας με την επωνυμία «………..» η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στο ……… και εκπροσωπείται νόμιμα [στερείται Α.Φ.Μ.],  η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιούς της Δικηγόρους, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο [ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΠΕΗ, ΓΚΟΥΤΣΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (με δηλώσεις κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΚΑΘ’ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «………..» η οποία εδρεύει στο ………… της Γαλλίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) ………….. οι οποίοι αμφότεροι (1-2) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο, Δημήτριο Γιομελάκη ΠΑΛΑΙΟΚΡΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και 3) Εταιρείας με την επωνυμία «………..» (πρώην «………..»), η οποία εδρεύει στο ……… της Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται,  η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιούς της Δικηγόρους, Γρηγόριο Τιμαγένη και   Ιωάννη Τιμαγένη [ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], ως εφεσίβλητη-καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι και από τον Ιωάννη Τιμαγένη της ίδιας δικηγορικής εταιρείας ως επικουρικώς εκκαλούσα.

Η καλούσα-εκκαλούσα-ασκούσα πρόσθετους λόγους έφεσης-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  15.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ  3561/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα και ήδη καλούσα-εκκαλούσα-ασκούσα πρόσθετους λόγους έφεσης-εφεσίβλητη με την από  9.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……./2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2021) έφεσή της, καθώς και τους από 10.8.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2021) πρόσθετους λόγους έφεσης, β) οι πρώτη και δεύτερος εκ των εναγομένων και ήδη πρώτη και δεύτερος εκ των καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητων-καθ΄ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης -εκκαλούντων με την από  27.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2021) έφεσή τους και γ) η τρίτη εκ των εναγομένων και ήδη τρίτη εκ των καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητων-καθ΄ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης -εκκαλούντων με την από 7.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2021) επικουρική (υπό αίρεση) έφεση. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων και των προσθέτων λόγων έφεσης ορίσθηκε αρχικά η  23η.9.2021, οπότε συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄αριθ  106/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης ζήτησαν α) η καλούσα-εκκαλούσα-ασκούσα πρόσθετους λόγους έφεσης-εφεσίβλητη με την κατατεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου από 5.5.2022 σχετική αίτηση  και β) οι πρώτη και δεύτερος εκ των καθ΄ ων η κλήση-εφεσιβλήτων-καθ΄ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης-εκκαλούντων με την κατατεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου από 24.6.2022 σχετική αίτηση. Επί των προαναφερομενων αιτήσεων αναίρεσης το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε την με αριθμ.  1765/2023  απόφασή του, με την οποία δέχθηκε την πρώτη από αυτές και αναίρεσε την υπ΄ αριθμ 106/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, παράπεμψε δε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές και απέρριψε την δευτερη εκ των ως άνω αιτήσεων αναιρέσεως.

Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  29.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2024) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας-ασκούσας πρόσθετους λόγους έφεσης-εφεσίβλητης η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της τρίτης εκ των καθ΄ων η κλήση-εφεσιβλήτων-καθ΄ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης-εκκαλούντων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των  λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 579 και 581 Κ.Πολ.Δικ προκύπτει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση, η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο εισάγεται με κλήση, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Οι διάδικοι επανέρχονται στην προηγούμενη της αναιρεθείσας απόφασης κατάσταση και η διαδικασία ακυρώνεται μόνον, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, με την έννοια ότι, εφόσον η απόφαση ακυρώθηκε εν όλω, αποβάλλει κάθε ισχύ και θεωρείται ως εντελώς άκυρη (ΑΠ 717/02, ΑΠ 948/1976 ΝοΒ 25.361), η δε συζήτηση, κατά την οποία αυτή εκδόθηκε, καταργείται, με συνέπεια και οι προτάσεις που κατατέθηκαν σ’ αυτή να μη λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο της παραπομπής, όταν ανάγονται σε διατάξεις, για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, (ΑΠ 1220/07, ΑΠ 707/06, ΑΠ 1879/06, ΑΠ 672/1988 ΕλΔικ 30.756, ΑΠ 675/1980 ΝοΒ 28.2012). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν, όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, που αναιρέθηκε (ΑΠ 1610/2003, ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 36.1587), το δε δικαστήριο ερευνώντας τις διαταχθείσες αποδείξεις δεν δεσμεύεται να τις κρίνει και διαφορετικά από την αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 79/1998 Δ.1998.660, ΕΑ 5441/2002 ΕΔΠ 2003.116), αφού η υποχρέωση του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα, που έλυσε ο Άρειος Πάγος με το λόγο αναιρέσεως, που έκανε δεκτό, ενώ αντίθετα, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται, σε σχέση με την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση, άλλωστε, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 137/04). Εάν η τελεσίδικη απόφαση αναιρεθεί ολικώς, αποβάλλει κάθε ισχύ, θεωρείται ως εντελώς άκυρη, και επομένως παύει να έχει ισχύ δεδικασμένου. Γι` αυτό το εφετείο, στο οποίο παραπέμπεται εξ ολοκλήρου η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, ερευνά αυτήν εξ υπαρχής, δεσμευόμενο μόνο από τα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (ΑΠ 1318/94). Στο σύνολό της θεωρείται, ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή σε ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους, ή εάν η απόφαση περιέχει περισσότερα συναφή κεφάλαια, που συνδέονται με το αναιρούμενο, ώστε να μη μπορεί να γίνει αποχωρισμός τους (ΑΠ 2057/06). Τα όρια, κατά τα οποία μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής, δεν προσδιορίζονται μόνο από το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης αλλά, κύρια, από το αιτιολογικό της (ΑΠ 570/05, ΑΠ 129/04, ΑΠ 1276/91 ΕΕΝ 1993.79, ΑΠ 659/88 ΕλΔικ 30.310, ΑΠ 66/86 Δ 26.1146, ΕΠ 68/94 ΕλΔικ 35.1385, ΕΑ 7383/2002)

Η καλούσα άσκησε την από 15-5-2019 (Γ.Α.Κ.: …/2019, Ε.Α.Κ.: …./2019) αγωγή ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τµήµα Ναυτικών Διαφορων). Επί της αγωγής  αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιµωλία στις 4-2-2020, εκδόθηκε η με αριθμό 3561/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκαν οι εξής εφέσεις ενώπιον του Τριµελούς Εφετείου Πειραιά (Τµήµα Ναυτικών Διαφορων): α) η από 9.5.2021 έφεση µε ΕΑΚ …. και ΓΑΚ ….. της 10.5.2021 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Εφετείου: …../2021 της καλούσας εν προκειμένω ενάγουσας εταιρίας µε την επωνυµία «……….» κατά των εναγοµένων: 1. της εταιρίας µε την επωνυµία «………..», 2. του . …… και 3. Της τραπεζικής εταιρίας µε την επωνυµία «…………», β] το από 10-8-2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων της ίδιας ως άνω εκκαλούσας κατά των αυτών, ανωτέρω, εφεσίβλητων, µε ΕΑΚ … και ΓΑΚ …. Εφετείου της 11-8-2021, γ] η από 27-4-2021 με Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Πρωτοδικείου: ………/2021, Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. εφετείου: ……./2021) έφεση των …. και ……… (ήτοι της πρώτης και δευτέρου του καθ’ ων), κατά της ενάγουσας εταιρίας, ασκηθείσα υπό την αίρεση της αναβιώσεως της διαφοράς από την ηττηθείσα ενάγουσα-εφεσίβλητη, και, δ] η από 7-6-2021 με Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Πρωτοδικείου: ………../2021, Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Εφετείου: …………/2021 επικουρική, όπως τιτλοφορείται, έφεση, ασκηθείσα οµοίως υπό την προϋπόθεση παραδοχής της εφέσεως της ενάγουσας-εφεσίβλητης, από την τρίτη των εναγοµένων-εφεσίβλητων τραπεζική εταιρία κατά της ενάγουσας-εκκαλούσας. Επί όλων των ανωτέρω εφέσεων, που ενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν από το αυτό Δικαστήριό στις 23-9-2021, εκδόθηκε η με αριθμό 106/2022 τελεσίδικη απόφαση. Με τη με αριθμό 106/2022 απόφαση το Δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η έφεση της ενάγουσας ήταν απαράδεκτη ως προς την τρίτη εναγομένη η οποία της είχε κοινοποιήσει την εκκαλουμένη απόφαση στις 9.4.2021 διότι είχε κατατεθεί στις 9.5.2021 μετά τις 19.00 την τελευταία εργάσιμη ημέρα της 30ημερης προθεσμίας. Έκρινε απορριπτέους λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα τους πρόσθετους λόγους εφέσεως ως προς την τρίτη εναγομένη κρίνοντας ότι η έφεση της τελευταίας δεν είχε αντικείμενο. Έκρινε παραδεκτή την έφεση ως προς τους δύο πρώτους εναγόμενους καθώς αυτοί κοινοποίησαν την εκκαλουμένη απόφαση στις 8.1.2021 χρόνο κατά τον οποίο ίσχυε η αναστολή των δικαστικών και νόμιμων προθεσμιών η άρση της οποίας με 19ήμερη παράταση συμπλήρωσης έλαβε χώρα στις 6.4.2021 και ακολούθως αυτεπαγγέλτως έκρινε ότι το αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ήταν δικονομικό απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του. Ακολούθως απέρριψε την έφεσης της ενάγουσας ως απαράδεκτη αναφορικά με την τρίτη εναγομένη, τη δέχθηκε κατ’ουσία ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτούς και απέρριψε ως προς αυτούς την αγωγή ως αόριστη κατά το παραπάνω αίτημα ως προς το οποίο είχε ασκηθεί η έφεση της ενάγουσας. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε στο σύνολο της με τη με αριθμό 1765/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Δικαστηρίου τούτου ασκήθηκαν οι εξής αιτήσεις αναίρεσης (α) η από 5-5-2022 (Γ.Α.Κ.: …../2022, Ε.Α.Κ.: …/2022) και µε αριθµό …/2022 αίτησή αναιρέσεως από την  ενάγουσα και (β) η από 24-6-2022 (Γ.Α.Κ.: …/2022, Ε.Α.Κ.: …/2022) αίτηση αναιρέσεως της πρώτης και του δεύτερου των καθ’ ων. Επί των συναφών αυτών αιτήσεων αναίρεσης, οι οποίες ενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν από το Α2 Πολιτικό Τµήµα του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η με αριθμό 1765/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Με την απόφασή του αυτή, ο Άρειος Πάγος, αφού έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης της καλούσας ενάγουσας και απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της πρώτης και του δευτέρου των καθ’ ων εναγομένων, αναίρεσε τη με αρθμό 106/2022 απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τµήµα) στο σύνολο της και παρέπεµψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέµενο από άλλους δικαστές. Ήδη με το από 29.1.2024 με αριθμό κατάθεσης ………../2024 δικόγραφο κλήσης επανεισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι προαναφερόμενες από 9-5-2021 έφεση µε ΕΑΚ ….. και ΓΑΚ …. της 10-5-2021 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Εφετείου: ……../2021 με το από 10-8-2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής,  η από 27-4-2021 με Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Πρωτοδικείου: ………./2021, Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. εφετείου: ………/2021) έφεση και η από 7-6-2021 με Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Πρωτοδικείου: ……./2021, Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Εφετείου: ………./2021 επικουρική, όπως τιτλοφορείται, έφεση.

Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 144 του ίδιου Κώδικα, “οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας.” Με το άρθρο 9 ν. 3994/2011 “Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης κ.λπ.” θεσμοθετήθηκε η ηλεκτρονική κατάθεση των δικογράφων και προστέθηκε παράγραφος 4 στο άρθρο 119 ΚΠολΔ, κατά την οποία “τα δικόγραφα είναι δυνατόν να υποβάλλονται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 150/2001 (Α` 125). Το δικόγραφο που έχει υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την άνω έννοια και θα περιέχει και την έκθεση κατάθεσης.” Ήδη, στην ανωτέρω παράγραφο 4 (εδ. α`) του άρθρου 119 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 ορίζεται ότι “Τα δικόγραφα κάθε φύσεως, είναι δυνατόν να υποβάλλονται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν ισοδύναμη της ιδιόχειρης ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα”. Επίσης, με την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ίδιου νόμου αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 215 ΚΠολΔ ως εξής: ” Η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 119. Κάτω από το δικόγραφο που κατατέθηκε συντάσσεται έκθεση στην οποία αναφέρεται η ημέρα, ο μήνας και το έτος της κατάθεσης, καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη. Η έκθεση μπορεί να συντάσσεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 117. Αναφορά του δικογράφου της αγωγής που κατατέθηκε γίνεται χωρίς καθυστέρηση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο. Στο βιβλίο αυτό αναγράφονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά οι αγωγές που κατατίθενται και αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, η χρονολογία της κατάθεσης και το αντικείμενο της διαφοράς. Στη γραμματεία κάθε δικαστηρίου τηρείται και ηλεκτρονικό αρχείο αγωγών.” Με την παράγραφο 7 του άρθρου 72 του ίδιου ως άνω νόμου ορίστηκε ότι “η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 119 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θα τεθεί σε εφαρμογή με προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο οποίο θα ορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται”, ενώ κατά την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου, “η κατάθεση της αγωγής με ηλεκτρονικά μέσα, η σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης με ηλεκτρονικά μέσα και η τήρηση του ηλεκτρονικού αρχείου αγωγών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 215 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θα τεθεί σε εφαρμογή με προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και στο οποίο θα ορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται και θα αποδεικνύεται η με ηλεκτρονικά μέσα κατάθεση της αγωγής, η με ηλεκτρονικά μέσα σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και η τήρηση του ηλεκτρονικού αρχείου αγωγών.” Με βάση τις ανωτέρω εξουσιοδοτικές διατάξεις εκδόθηκε το π.δ. 25/2012 “Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων κ.λπ.”, κατά το άρθρο 2 § 2 περ. ε` του οποίου, ” η διαδικασία ολοκληρώνεται με την αποστολή απάντησης από τη γραμματεία του δικαστηρίου, η οποία συνοδεύεται από τα αντίγραφα με την έκθεση κατάθεσης, που φέρει ημερομηνία, ώρα κατάθεσης και προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Χρόνος κατάθεσης θεωρείται η ημέρα και ώρα της κατά το προηγούμενο εδάφιο αποστολής απάντησης με αντίγραφο της έκθεσης κατάθεσης. Το ηλεκτρονικό δικόγραφο με την έκθεση κατάθεσης αναρτάται ταυτόχρονα στη σελίδα κατάθεσης της ιστοσελίδας του δικαστηρίου, σε σημείο, στο οποίο διαθέτει ασφαλή πρόσβαση μόνον ο καταθέσας δικηγόρος.” Για την ηλεκτρονική κατάθεση των προτάσεων και των σχετικών εγγράφων, εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 110 § 3 ν. 4055/2012 το π.δ. 150/2013, κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του οποίου “η διαδικασία ολοκληρώνεται με την αποστολή απάντησης (ηλεκτρονική απόδειξη) από το πληροφοριακό σύστημα του δικαστηρίου στην ηλεκτρονική διεύθυνση που ο καταθέτων έχει δηλώσει ή στην ηλεκτρονική θυρίδα του, η οποία (απάντηση) περιλαμβάνει την έκθεση κατάθεσης, που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, καθώς και τα αντίγραφα που τυχόν έχουν ζητηθεί. Η έκθεση κατάθεσης μνημονεύει, εκτός των στοιχείων που αναφέρονται στις οικείες διατάξεις, την ημερομηνία και την ώρα κατάθεσης. Ως χρόνος κατάθεσης νοείται η ημέρα και ώρα αποστολής της απάντησης με το αντίγραφο της έκθεσης κατάθεσης. Το ηλεκτρονικό έγγραφο με τη σχετική έκθεση κατάθεσης αναρτάται ταυτόχρονα στη σελίδα κατάθεσης της ιστοσελίδας του δικαστηρίου και σε σημείο στο οποίο διαθέτει ασφαλή πρόσβαση μόνον ο καταθέσας δικηγόρος.” Εν συνεχεία, με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 19 ν. 4267/2014 ορίστηκε ότι “η προβλεπόμενη στην κείμενη νομοθεσία ηλεκτρονική κατάθεση ενδίκων μέσων, βοηθημάτων και οποιουδήποτε εν γένει δικογράφου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις, μπορεί να γίνει και εκτός των ωρών λειτουργίας των υπηρεσιών και των γραμματειών των δικαστηρίων, καθώς και κατά τις εξαιρετέες ημέρες. Δικόγραφα κατατιθέμενα σε οποιαδήποτε ώρα εργάσιμης ημέρας λογίζονται ότι κατατέθηκαν μέσα στο ωράριο εργασίας της ίδιας ημέρας. Δικόγραφα κατατιθέμενα σε εξαιρετέες ημέρες λογίζονται ότι κατατίθενται την αμέσως επόμενη ημέρα.” Η ως άνω διάταξη της παραγράφου 5 εισήχθη στο σχέδιο του νόμου με την 1471/69 από 23-5-2014 τροπολογία, στην εισηγητική έκθεση της οποίας αναφέρεται ότι σκοπός της διάταξης είναι η άρση της αμφισβήτησης σχετικά με το χρόνο που λογίζεται ότι κατατέθηκε ηλεκτρονικά ένδικο μέσο ή βοήθημα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 19 § 5 ν. 4267/2014 δεν καταργεί, αλλά συμπληρώνει αυτήν του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ, ορίζοντας ότι η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου, που έγινε οποιαδήποτε ώρα εργάσιμης ημέρας, άρα και μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας της αρμόδιας υπηρεσίας, ήτοι και μετά την πάροδο της 7ης βραδινής ώρας, λογίζεται κατά πλάσμα δικαίου ότι έγινε εντός του ωραρίου εργασίας της ίδιας ημέρας των υπηρεσιών και των γραμματειών των δικαστηρίων. Με την παρόμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 30 § 5 εδ. α` ν. 4727/2020 “Ψηφιακή διακυβέρνηση κ.λπ.” ορίστηκε ότι για όλους τους φορείς του δημόσιου τομέα ότι “με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων, όταν προβλέπεται προθεσμία για την ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεων, δηλώσεων, δικαιολογητικών και άλλων εγγράφων, η προθεσμία αυτή λήγει την δωδέκατη νυχτερινή ώρα Ελλάδας της ημέρας κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία ή της επόμενης εργάσιμης εάν η καταληκτική ημέρα είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή αργία”, πλην όμως για την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων εξακολουθεί να εφαρμόζεται η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 19 § 5 ν. 4267/2014 λόγω της ειδικότητάς της (Α.Π. 1765/2023 δημ. νόμος contra ΑΠ 1014/2024).

Κατά συνέπεια η από 9.5.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2021 έφεση της ενάγουσας η οποία κατατέθηκε ώρα 19.57 της 10-5-2021, σύμφωνα με την οικεία πράξη καταθέσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η από 27.4.2021 με αριθμό κατάθεσης ………/2021 έφεση των δύο πρώτων εναγομένων και η από 7-6-2021 επικουρική έφεση με αριθμό κατάθεσης …………/2021 της τρίτης εναγομένης-εφεσίβλητης, οι δύο τελευταίες ασκήθηκαν επιτρεπτά υπό αίρεση καθώς αυτές συνδέονται με ενδοδιαδικαστικά γεγονότα, ήτοι την παραδοχή αντίθετης αυτοτελούς εφέσεως της ενάγουσας και  οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης της ενάγουσας που ασκήθηκαν με το από 10-8-2021 δικόγραφο, έχουν όλες ασκηθεί ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), παραδεκτά και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας καθώς, συγκεκριμένα, η τρίτη εναγομένη κοινοποίησε την εκκαλουμένη στις 9.4.2021 με τη με αριθμό …../9.4.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………….. και η 60ημερη προθεσμία, διότι πρόκειται για νομικά πρόσωπα ή κατοίκους εξωτερικού (άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ) συμπληρώθηκε σε 60 ημέρες από τις 10.4.2021 δηλαδή στις 9.6.2021 μέχρι και της 12 νυκτερινής  ώρα Ελλάδος της ημέρας αυτής. Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι κοινοποίησαν την εκκαλουμένη στις 8-1-2021 σύμφωνα με την …../8-1-2021 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …………), χρόνο κατά τον οποίο ίσχυε η αναστολή των δικαστικών και νόμιμων προθεσμιών λόγω της πανδημίας της κοβιντ-19, η άρση της οποίας έγινε στις 6-4-2021, αλλά δεν συμπληρώθηκε πριν την πάροδο δέκα ημερών από την προβλεπόμενη λήξη της προθεσμίας, δηλαδή στις 16-6-2021. Οι δε 10.8.2021 με αριθμό κατάθεσης …………/2021 πρόσθετοι λόγοι εφέσεως έχουν ασκηθεί, ομοίως, παραδεκτά και επιδόθηκαν στους εφεσίβλητους εντός της οριζόμενης στο άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (άρθρα 495,511,513,516,5 17,518 παρ.1, 520 και 524 ΚΠολΔ σχετ. οι …/12-8-2021 και ……/12-8-2021 εκθέσεις επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ……….). Ή έφεση της ενάγουσας που κατατέθηκε στις 10-5-2021 είναι εμπρόθεσμη ως προς τους δυο πρώτους εφεσίβλητους γιατί οι τελευταίοι  κοινοποίησαν την απόφαση στην ενάγουσα στις 8-1-2021 και η 60ημερη  προθεσμίας λόγω covid έληγε στις 16-6-2021. Η έφεση της ενάγουσας ως προς την τρίτη εφεσίβλητη είναι επίσης εμπρόθεσμη γιατί η τελευταία κοινοποίησε την απόφαση στην ενάγουσα στις 9-4-2021 και η 60νθήμερη προθεσμία έληγε 9-6-2021 μέχρι την 12η νυκτερινή, αυτή δε άσκησε την έφεση με ηλεκτρονική κατάθεση στις 10-5-2021 ώρα 19:57, όπως δέχθηκε και η αναιρετική με αριθμό 1765/2023 απόφαση. Είναι εμπρόθεσμοι οι πρόσθετοι λόγοι της ενάγουσας για όλους τους εφεσίβλητους. Επομένως τόσο η έφεση των δυο πρώτων εναγομένων είναι εμπρόθεσμη γιατί κατατέθηκε στις 7-5-2021 και η επονομαζόμενη από την τρίτη εναγομένη επικουρική έφεση διότι κατατέθηκε στις 8.6.2021 αντίστοιχα. Στη συνέχεια, ενόψει των ανωτέρω και της καταθέσεως των προβλεπόμενων στο άρθρο 495 παρ. 3 Α γ) ΚΠολΔ παραβόλων εφέσεως με αριθμούς ……, ……….. και …………. αντίστοιχα, θα πρέπει να συνεκδικαστούν με ενιαίες προτάσεις αφού φέρονται παραδεκτώς προς συζήτηση με την ίδια κλήση, αφού υφίσταται πρόδηλη συνάφεια μεταξύ αυτών λόγω του ότι προσβάλουν την ίδια απόφαση ενώ σκοπός της συνεκδίκασης είναι η οικονομία της δίκης και ο περιορισμός των εξόδων, και πρέπει να ερευνηθούν και οι τρεις εφέσεις περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «……….» και καταστατική έδρα στο ………..  ισχυρίστηκε με την από 15-5-2010 με αριθμό κατάθεσης ………../2019 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιο Δικαστηρίου, ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό τη σημαία των νήσων Μάρσαλ φ/γ πλοίου «A», τη διαχείριση του οποίου ασκεί η έχουσα καταστατική έδρα στη Λιβερία και νομίμως εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα εταιρία με την επωνυμία «………». Ότι η πρώτη εναγόμενη είναι ναυλομεσιτική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και έδρα στην πόλη …………. της Γαλλίας, η οποία, μεταξύ άλλων υπηρεσιών που παρέχει, εκπονεί εκτιμήσεις σχετικά με την εμπορική αξία πλοίων, ότι ο δεύτερος εναγόμενος ………….., κάτοικος Λονδίνου, ήταν μέχρι πρόσφατα στέλεχος της πρώτης στο γραφείο που αυτή διατηρεί στο Λονδίνο και τέλος ότι ή τρίτη εναγόμενη εταιρεία, με την επωνυμία «……..» και έδρα το ………. της Ιρλανδίας, θυγατρική της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», παρέχει χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες. Στη συνέχεια ιστορούσε ότι για την αγορά του προαναφερόμενου πλοίου της κατάρτισε στον Πειραιά με την βρετανική τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….», την από 30.1.2015 σύμβαση δανείου ποσού 15.700.000 δολαρίων ΗΠA, προς εξασφάλιση δε αυτής, της δανείστριας τράπεζας, της χορηγήθηκε πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου, διεπόμενη από τη νομοθεσία της χώρας της σημαίας την οποία έφερε το πλοίο. Ότι στις 29-4-2018 η δανείστρια Τράπεζα μετονομάστηκε σε «……….» και στις 30-4-2018 η μετονομασθείσα σε «……..», εταιρία με την επωνυμία «……………», διαδέχθηκε την «………» στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από την σύμβαση δανείου ενώ ως η «……….» διατήρησε τα δικαιώματά της από την ίδια σύμβαση ως αντιπρόσωπος ασφαλίσεων, πάροχος συμβάσεων ανταλλαγής και Ενυπόθηκος Δανειστής. Ότι με τον όρο 17.15 της προαναφερόμενης δανειακής συμβάσεως συμφωνήθηκε ότι αν, σε οιονδήποτε χρόνο, το άθροισμα της εμπορικής αξίας του πλοίου και της αξίας κάθε τυχόν πρόσθετης εξασφάλισης υπολειπόταν του 125% του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, ο δανειολήπτης όφειλε: α) είτε να καταθέσει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων το ποσό που αντιστοιχούσε στο ελλείπον υπόλοιπο ως επιπρόσθετη εξασφάλιση β) είτε να του παράσχει άλλη επιπρόσθετη εξασφάλιση γ) είτε να προπληρώσει το δάνειο κατά το ελλείπον υπόλοιπο ποσό, σε περίπτωση δε μη συμμορφώσεώς του, ο δανειστής θα είχε το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως και περαιτέρω με τον όρο 17.16 ότι η αξία του πλοίου θα προσδιοριζόταν από εγκεκριμένο ναυλομεσίτη-shipbroker και ως τέτοιος νοείτο ναυλομεσιτική εταιρία εγνωσμένου κύρους, ανεξάρτητη και πρώτης κατηγορίας που θα ήταν της αποδοχής της. Ότι κατόπιν της από 13-3-2018 επιστολής της στον δεύτερο εναγόμενο, η δανείστρια Τράπεζα ζήτησε και έλαβε στις 21-3-2018 εκτίμηση της αξίας του πλοίου από την πρώτη εναγόμενη και στη συνέχεια με την από 22-3-2018 επιστολή της γνωστοποίησε στην ίδια (την ενάγουσα) ότι η εμπορική αξία του άνω πλοίου είχε εκτιμηθεί στο ποσό των 15.250.000 δολ. ΗΠA, που αντιστοιχούσε στο 112% του συνολικού ποσού του δανείου, που παρέμενε ανεξόφλητο εκείνη τη στιγμή και ότι, συνεπώς, παρόλο που το δάνειο μέχρι τότε ήταν πλήρως εξυπηρετούμενο, όφειλε αυτή εντός τριάντα ημερών, μέχρι τις 21.4.2018, να προβεί κατ’ επιλογήν της σε μία από τις προαναφερθείσες ενέργειες και είτε να παράσχει πρόσθετες εξασφαλίσεις 1.750.000 δολ. ΗΠΑ (α και β περιπτώσεις) είτε να προπληρώσει το δάνειο κατά το ποσό των 1.400.000 δολ. ΗΠΑ (γ περίπτωση). Ότι αν και οι  προηγηθείσες εκτιμήσεις της αξίας του πλοίου γίνονταν από την εταιρία ……..», η τελευταία ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη κατόπι συμμορφώσεως της δανείστριας Τράπεζας στη σχετική επιθυμία της τρίτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, στην οποία μεταβιβάστηκε στο μεταξύ τoυς οικονομικό συμφέρον από την δανειακή σύμβαση και η οποία διατηρούσε σταθερή συνεργασία με τους λοιπούς εναγομένους. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η ανωτέρω εκτίμηση της εμπορικής αξίας του πλοίου υπολειπόταν κατά τουλάχιστον 2.000.000 δολ. ΗΠΑ από τις προηγούμενες, αλλά και από μεταγενέστερα εκπονηθείσες εκτιμήσεις και ήταν εσφαλμένη, καθώς δεν έλαβε υπόψη τις συνθήκες της αγοράς, στην οποία επικρατούσαν ανοδικές τάσεις, τις διαπραγματεύσεις και αυτές καθαυτές τις αγοραπωλησίες άλλων πλοίων με ανάλογα χαρακτηριστικά αλλά και τα κατ’ ιδίαν χαρακτηριστικά του πλοίου της. Ότι με την από 20.4.2018 εκτίμηση της πρώτης εναγομένης την οποία κατάρτισε μετά από επίμονο αίτημα της ίδιας, αναθεωρήθηκε η αξία του πλοίου στο ποσό των 16.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, ωστόσο και αυτή η Β’ εκτίμηση δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική αξία του πλοίου που ήταν μεγαλύτερη. Ότι παρ’ όλα αυτά γνωστοποίησε στην δανείστρια Τράπεζα ότι ήταν διατεθειμένη να αποκαταστήσει το ποσό του ελλείμματος των 500.000 δολ. ΗΠΑ με βάση την εν λόγω, δεύτερη, εκτίμηση, ωστόσο η τελευταία αρνήθηκε να τη λάβει υπόψη της διότι δεν αναιρούσε ρητά την αρχική και ζήτησε κάλυψη του ελλείποντος ποσού με βάση την αρχική Α’ εκτίμηση. Ότι στις 24.4.2018 η τρίτη εναγομένη της γνωστοποίησε ότι είχε συντρέξει γεγονός υπερημερίας και προέβη στην καταγγελία του δανείου, ταυτόχρονα δε πέτυχε την έκδοση δικαστικής διαταγής για την κατάσχεση του πλοίου, η οποία και εκτελέστηκε στις 26.6.2018, όταν το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Tyne στο Νιούκαστλ της Αγγλίας και απαγορεύθηκε ο απόπλους αυτού προκειμένου να εκπλειστηριασθεί. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και επικαλούμενη ειδικότερα η ενάγουσα ότι οι εναγόμενοι, επιδεικνύοντας συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη, και τις θεμελειώδεις αρχές της καλής πίστης, συνέπραξαν και συνεργάστηκαν με πρόθεση ώστε να προκληθεί τεχνητά υπερημερία της ίδιας, η οποία μέχρι τότε ήταν απόλυτα συνεπής ως προς την πληρωμή του δανείου, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι υπέστη ζημία συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, συνιστάμενη α] στην απώλεια του καθαρού εισοδήματος συνεργασίας που, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα εξακολουθούσε να αποκερδαίνει από τη συμμετοχή του κατασχεθέντος πλοίου στον στόλο της, από τις 29.6.2018, οπότε κατασχέθηκε, έως τις 30.4.2019, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 3.033.149,91 δολ. ΗΠA, β] στα έξοδα του πλοίου που υποχρεώθηκε η ίδια να καταβάλει, τα οποία ανήλθαν για το χρονικό διάστημα από τις 29.6.2018 έως και τις 28.2.2019 στο ποσό των 134.826,24 λιρών στερλινών Μεγάλης Βρετανίας για αμοιβές πρακτόρων και έξοδα που αυτοί πραγματοποίησαν και στο ποσό των 353.727,27 δολ. ΗΠA για την αγορά καυσίμων έως τις 30.4.2019 και γ] στην ηθική της βλάβη, καθώς προσβλήθηκε η φήμη, η αξιοπιστία και το εμπορικό της μέλλον, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της προγενέστερης από 14-1-2019 (ΓΑΚ …………/2019, ΕΑΚ ……/2019) αγωγής της που είχε καταθέσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά των δύο πρώτων εναγομένων, ενώ περιόρισε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις της, επιφυλασσόμενη για τυχόν θετική και αποθετική ζημία που θα εξακολουθήσει να υφίσταται συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, τα εν γένει δικαστικά της έξοδα και τόκους υπερημερίας δυνάμει της συμβάσεως δανείου, και ζήτησε ακολούθως ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο κάθε ένας εξ αυτών, λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι με βάση το άρθρο 7 παρ. 2 του κανονισμού 1215/2012 και τα άρθρα 18 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του ν. 2172/1993 έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα και συνεπώς διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης. Περαιτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του κανονισμού 867/2007 (Ρωμη ΙΙ) ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επέφερε αποτελέσματα η επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπραξία. Περαιτέρω δέχθηκε την αγωγή στο σύνολό της ως ορισμένη, απέρριψε τα  (επιμέρους) αιτήματά της  που αφορούσαν την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας ως μη νόμιμα και στη συνέχεια δεχόμενο ως νόμιμο το αίτημα αυτής προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας απέρριψε αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο. Η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της αφού δηλώνει την πρόθεσή της να ασκήσει νέα αγωγή ως προς την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής της ζημίας, παραπονείται για  την απόρριψη του τελευταίου αυτού αιτήματός της, που αφορούσε την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των αντιδίκων της και ζητεί με τους εμπεριεχόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως και αυτόν στο δικόγραφο των από 10.8.2021 με αριθμό κατάθεσης ………/2021 προσθέτων λόγων που ουσιαστικά συνιστούν ένα λόγο εφέσεως αυτόν της κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη προς το σκοπό να γίνει δεκτό το αίτημά της. Εξάλλου με την από 27.4.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 επικουρική έφεση τους οι δύο πρώτοι εναγόμενοι αφού ισχυρίζονται ότι έχουν έννομο συμφέρον προς άσκηση της εφέσεως λόγω των δυσμενών συνεπειών εκ των αιτιολογιών της εκκαλουμένης που έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης με το ελληνικό δίκαιο παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και επιπλέον επειδή δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός της που συνιστούσε διαδικαστικό κώλυμα περί υπαγωγής της υπόθεσης σε διαιτησία (άρθρο 263 και 264 του ΚΠολΔ) παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο κατά τα σκέλη του αιτιολογημένου διατακτικού που αφορούν την απόρριψη των ενστάσεων περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας και υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, υπό την αίρεση τη αναβίωσης της διαφορά λόγω της έφεσης της ενάγουσας. Τέλος η τρίτη εναγομένη με την επικουρική όπως αναφέρει από 7.6.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2021 έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου του άρθρου  7 του καν, Βρυξ Ια καθόσον κρίθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία προς εκδίκασης της υπόθεσης με εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού καθόσον απορρίφθηκε ως συνιστών διαδικαστικό κώλυμα ισχυρισμός της περί καταβολής εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα της δίκης (άρθρο 169 του ΚΠολΔ), και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της περί καταχρηστικής άσκησης δικονομικού, όπως εκτιμάται, δικαιώματος με την άσκηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διότι η αποδεικτική διαδικασία δυσχεραίνεται σε μία δίκη στην Ελλάδα και η ενάγουσα δολίως παραλείπει να ασκήσει αγωγή κατά της …… και ακολούθως ζητεί σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση της ενάγουσας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και ως προς τα κεφάλαια περί θετικής και αποθετικής ζημίας που κρίθηκαν μη νόμιμα ώστε να απορριφθεί ολόκληρη η αγωγή  της ενάγουσας.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο (Α.Π.1517/2010, Εφ.ΑΘ.2416/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η ύπαρξη του οποίου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 534 και 536 Κ.Πολ.Δ., κρίνεται κατά το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, όχι από το αιτιολογικό, αλλά από το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Κριτήριο για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη του εκκαλούντος, η οποία πρέπει να προκύπτει αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, που περιέχονται στο διατακτικό της απόφασης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο έφεσης για το λόγο ότι είναι εσφαλμένες ή ασύμφορες γι’ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της απόφασης είναι οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες αυτής, το δε δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να την απορρίψει και να προσθέσει άλλες αιτιολογίες (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς η απόφασή του να θεωρείται επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, Ε έκδοση, σελ. 138 επ., Εφ.ΑΘ.2416/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Κατ` εξαίρεση, βλάβη μπορεί να γεννάται από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από το διάδικο που νίκησε προς αποτροπή αυτού (Α.Π.1182/2012). Ειδικότερα, η αιτιολογία καθ` εαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διαδίκου και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, λόγω αβασιμότητας της ιστορικής βάσεως, ενώ απορρίφθηκε κατόπιν προβληθείσας ενστάσεώς του,  αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του, και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ηττημένος διάδικος, ο οποίος βλάπτεται γενικώς από το περιεχόμενο της αποφάσεως, οπότε με την άσκηση της εφέσεως υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση (Α.Π.920/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν η έφεση ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν νομιμοποιείται σε άσκηση αυτής ή δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, το οποίο αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, όπως συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του Κ.Πολ.Δ. (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 143-145, 148, 152, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 516 Κ.Πολ.Δ., σελ. 913-914, με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία και θεωρία, Α.Π.840/2011, Εφ.ΑΘ. 1644/2012, Εφ.ΑΘ.39/2011, Εφ.Θεσ. 1810/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Οι αιτήσεις του διαδίκου, τέλος, που αφορούν το δικονομικό αντικείμενο της δίκης, εκφεύγουν συνήθως της εξουσίας διαθέσεως των διαδίκων, δεν δεσμεύουν το δικαστήριο, το οποίο κρίνει, κατά κανόνα, αυτεπάγγελτα κάθε τι που σχετίζεται με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, δεν έχουν, συνεπώς, αυτοτελή σημασία και άρα δεν είναι κατάλληλες να προσδιορίσουν την έκταση της βλάβης (Α.Π. 1212/2010, ΕφΠειρ 300/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου οι λόγοι εφέσεως συνίστανται σε ορισµένες αιτιάσεις κατά της εκκαλουµένης αποφάσεως, οφειλόµενες είτε σε παραδροµές του ιδίου του εκκαλούντος, είτε σε πραγµατικά, είτε σε νοµικά σφάλµατα του δικαστή (βλ ΑΠ 512/1994 ΕλλΔνη 36. 170, ΑΠ 1183/1995 ΕλΔνη 38.830, ΑΠ 1702/2009 ΕλλΔνη 2010. 724, ΑΠ 104/2013 ΕφΑΔ 2013. 429). Πέραν τούτου, λόγους εφέσεως, µε την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, µπορούν να αποτελέσουν, εκτός από σφάλµατα του δικαστηρίου, επί των οποίων θεµελιώνεται το διατακτικό της εκκαλουµένης αποφάσεως, και νέα πραγµατικά γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία, από εκείνα, που λαµβάνονται υπ’ όψιν από το εφετείο, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 529 του ΚΠολΔ, που δικαιολογούν τη µεταρρύθµιση του διατακτικού της αποφάσεως ή τέλος σφάλµατα του διαδίκου, τα οποία, αν και µπορούν να διορθωθούν, εν τούτοις δεν διορθώθηκαν από το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, κατά παράλειψη της υποχρεώσεώς του, που επιβάλλεται από το νόµο (βλ ΕφΚρ 373/ 1991 ΕλΔνη 33. 1266). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κυρίως, λόγο εφέσεως αποτελεί κάθε ουσιαστική και διαδικαστική πληµµέλεια, που οφείλεται σε νοµικό ή πραγµατικό σφάλµα ή παραδροµή του δικαστηρίου, ενίοτε δε και του ιδίου του εκκαλούντος, στα οποία στηρίχθηκε το διατακτικό της εκκαλουµένης αποφάσεως (βλ ΑΠ 155/ 1996 ΕλΔνη 1996. 1347, ΕφΑθ 1403/2015 Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Να σημειωθεί τέλος ότι από τη διατύπωση του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι περιορισµός του αριθµού των λόγων εφέσεως (numerous clausus) δεν υπάρχει (βλ Μαργαρίτη σε ΕρµΚΠολΔ Κεραµέως / Κονδύλη ΝίΚα, τόµος 1, άρθρο 520, αριθ. 9, σ. 926, Σαµουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 2009, αριθ. 540, σ. 225).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 332, 324 και 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο καλύπτει ως ενιαίο σύνολο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Ειδικότερα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε στην έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη νόμου που εφάρμοσε και γ) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ακόμη ότι το δεδικασμένο προκύπτει από την ίδια την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της, ή το υπερέβη, ή απομακρύνθηκε από αυτό, διότι δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένες αποφάσεις (ΑΠ 1069/2006, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 298/2004 δημ. νόμος). Να σημειωθεί ότι όταν μια αγωγή απορρίπτεται ως αναπόδεικτη, το δεδικασμένο καλύπτει ενιαίως ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό. Πρόβλημα όμως δημιουργείται όταν το δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνον στο να αρνηθεί τη συνδρομή ορισμένου ή ορισμένων στοιχείων που θεμελιώνουν την αγωγή αλλά δέχεται συγχρόνως ότι απεδείχθη η ύπαρξη άλλων. Σε αυτές τις περιπτώσεις το δεδικασμένο καλύπτει και τα στοιχεία της αγωγής που κρίθηκαν ως αποδεικνυόμενα, αφού το ζήτημα αυτό θα έχει πρακτική σημασία  στο τι θα καταστεί αντικείμενο έρευνας στην περίπτωση άσκησης νέας αγωγής (βλ. ΟλΑΠ 15/1998 δημ. νομος). Υποστηρίζονται και οι δύο απόψεις, κρατούσα όμως είναι μάλλον ή γνώμη, ότι δεν υπάρχει δεδικασμένον περί των περιστατικών τα οποία κρίθηκαν ως αποδεδειγμένα διότι ταύτα δεν είναι στοιχεία στηρίζοντα το διατακτικό της απορριπτικής απόφασης. Η αντίθετη άποψη θεωρεί στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβεβλημένη την επέκταση του δεδικασμένου με βάση την αρχή της ισότητας των διαδίκων. Ορθότερη φαίνεται η κρατούσα άποψη, διότι τα διάφορα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου είναι από άποψη θεμελιώσεως της αγωγής ισοδύναμα υπό την έννοια ότι η μη απόδειξη κάποιου εξ αυτών (αδιάφορο ποιού) συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής στην ουσία. Τυχόν κρίση ότι αποδεικνύονται άλλα στοιχεία του κανόνα δικαίου βρίσκεται εκτός της ιστορικής αιτίας και δεν ανήκει οργανικά στον δικανικό συλλογισμό, διότι αυτά δεν είναι αναγκαία για το απορριπτικό διατακτικό. Συνεπώς δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο και είναι αδιάφορο αν το αποδεικνυόμενο στοιχείο αποτελεί πραγματικό περιστατικό ή έννομη σχέση. Το άρθρο 331 του ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι επί απορρίψεως της αγωγής ως αναπόδεικτου το κύριο ζήτημα είναι η μη ύπαρξη του επικληθέντος δικαιώματος, για την κρίση δε αυτή δεν είναι αναγκαία η διάγνωση περί συνδρομής ορισμένων από τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου, αλλά μόνον ή διάγνωση περί μή συνδρομής (η ορθότερα περί μη αποδείξεως) τινών η έστω και ενός από αυτά. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι κατά τη δομή του κανόνα δικαίου κάποια στοιχεία του πραγματικού θεμελιώνονται επί άλλων με τρόπο ώστε η κρίση της ύπαρξης η μη των τελευταίων να προϋποθέτει αναγκαία την κατάφαση των πρώτων. Αν μεταφερόταν η άποψη αυτή στο δικονομικό δίκαιο θα σήμαινε ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει την αγωγή για έλλειψη του αποτελούντος στοιχείου αν δεν πειθόταν προηγουμένως για την ύπαρξη του στοιχείου στο οποίο αυτό βασίζεται και έτσι θα καθιερωνόταν ιεράρχηση των στοιχείων που θεμελιώνουν το δικαίωμα με τέτοιο τρόπο ώστε κάποια θα έπρεπε υποχρεωτικά να ερευνηθούν πριν από κάποια άλλα. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι ορθό. Επί απόρριψης  της αγωγής ουδεμία δικονομική ή άλλη αρχή επιβάλλει την τήρηση σειράς προτεραιότητος κατά την έρευνα των κατ’ιδίαν προϋποθέσεων του δικαιώματος. Όλοι οι όροι γέννησης και άσκησης του δικαιώματος είναι ισοδύναμοι και ένας αν λείπει η αγωγή απορρίπτεται κατ’ουσία και είναι αδιάφορη η συνδρομή ενός εκ των λοιπών και αυτό συμπορεύεται και με την αρχή της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης (Βλ. Κονδύλη το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ 1983, 243επ.)

Η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία (Ολ. ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1281/2019, 1292/2018, ΑΠ 360/2018, ΑΠ 358/2018, ΑΠ 355/2018, ΕφΑθ 2501/2017, ΕφΑθ 4830/2012 όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 του ΚΠολΔ, προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 τπθ ΚΠολΔ) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ` άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β` του ΚΠολΔ (ΑΠ 1281/2019 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868, 869 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι στη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία είναι αυτοτελής και διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν με συμφωνία να υπαχθούν οι αξιώσεις που γεννώνται αμέσως από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και των συμβαλλομένων, είτε στην ερμηνεία των συμβάσεων. Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται επίσης αξιώσεις που μπορούν να προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια σχετικά με τις περιεχόμενες στη διαιτητική συμφωνία διαφορές οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για να κριθεί, αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί στη διαιτησία (ΑΠ1281/2019 όπ, ΑΠ 35/2019, ΑΠ 1219/2014, ΑΠ 539/2013, ΑΠ 543/2017 δημ. νόμος). Εκδήλωση της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας αποτελεί και το ενδεχόμενο να διέπεται από δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που διέπει την κύρια σύμβαση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 869 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η συμφωνία για τη διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να καθίσταται έτσι και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οι κύριες συνέπειές της, που προσδιορίζουν τη νομική φύση της, δηλαδή η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των διαιτητών για ορισμένη διαφορά και αντίστοιχα ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, εκδηλώνονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου και της προσδίδουν συνεπώς το χαρακτήρα δικονομικής σύμβασης, στην οποία απλώς εφαρμόζονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό έλλειμμα στη ρύθμιση των δικονομικών συμβάσεων. Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας (ΑΠ 1219/2014 δημ. νόμος). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εξάλλου, στη συμφωνία διαιτησίας μπορούν να υπαχθούν, κατά τη βούληση των μερών, οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές εν σχέσει προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης, στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς κάθε διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται εις αυτήν σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται, ως και απαιτήσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημίωσης από την σύμβαση, ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθ` όσον και αυτές συνάπτονται με την σύμβαση. Η συμφωνία διαιτησίας είναι έγκυρη ακόμη και αν έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως στην περίπτωση που υπάγεται μ` αυτή στη διαιτησία κάθε διαφορά που θα προκύψει από τη βασική σύμβαση. Η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνον κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια (βλ. σχετ. ΑΠ 1679/2018 δημ. νόμος). Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας δεν καθορίζονται στο νόμο. Από τη φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα, που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από τη σχετική συμφωνία ([βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Ν. Νίκα, Καθηγητή Α.Π.Θ., Διαιτησία και κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της θυγατρικής εταιρίας, Αρμ. 2018 σελ. 1050 (1052), Καργάδος, ΝοΒ 1977/1421, 1428), ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον (ΑΚ 480 επ) μ’ ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (Stein/Jonas/Schlosser, Kommentar zur ΖΡΟ, 2002, § 1029 αριθ. 33). Δεδομένου, όμως, ότι η διαιτητική συμφωνία αναπτύσσει και δικονομικές ενέργειες (αποκλείει τη φυσική δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων), η μέθεξη και των δικονομικών ρυθμίσεων αποτελεί, ενίοτε, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για τη χάραξη των υποκειμενικών ορίων της εμβέλειάς της (βλ. Ν. Νίκα, ό.π., Κουσούλη, Δίκαιο Διαιτησίας, 2006, § 5 αριθ. 42). Επομένως, καταλαμβάνονται από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία (βλ. σχετ. Ν. Νίκα, ό.π.). Με το δεύτερο λόγο εφέσεως τους οι δύο πρώτοι εναγόμενοι  παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι η εκκαλούμενη δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης παρά την υφισταμένη ρήτρα διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς στο Λονδίνο, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά την επισκόπηση του άρθρου 13 των γενικών όρων της πρώτης εναγομένης,  στους οποίους παραπέμπουν και οι δύο εκτιμήσεις της αξίας του πλοίου αν και δέχθηκε ότι είχε οριστεί ότι κάθε διαφορά που θα ανέκυπτε με αφορμή τη σύμβαση θα παραπέμπετο σε διεθνή διαιτησία στο Λονδίνο έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από τον όρο αυτόν η ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε η γνώση και αποδοχή αυτού του όρου από την ενάγουσα, παρόλο που η γνώση αποδεικνυόταν από την ίδια την άσκηση της αγωγής αφού η ενάγουσα παραπονείτο για την εσφαλμένη εκτίμηση της εμπορικής αξίας του πλοίου της και επομένως είχε αποδεχθεί ρητά τους γενικούς όρους. Πρωτίστως να αναφερθεί ότι το διαδικαστικό κώλυμα περί υπαγωγής της υπόθεσης σε διαιτησία θα μπορούσε να προβληθεί με την επαναφορά των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι δύο πρώτοι εναγόμενοι (βλ. ΕφΑθ 1213/2006 δημ. νόμος, Νίκας Πολιτική Δικονομία α’ τόμος εκδόσεις Σάκκουλα 2013, 418, 13), χωρίς να χρειάζεται άσκηση εφέσεως. Επιπλέον με την άσκηση της αγωγής της η ενάγουσα αιτήθηκε αρχικά την αποκατάσταση της θετικής κα αποθετικής ζημίας της και ζήτησε επιπλέον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του νομικού προσώπου εκ της μεθοδευμένα εσφαλμένης εκτίμησης της εμπορικής αξίας του πλοίου της που οφειλόταν στην αδικοπρακτική συμπεριφορά και των τριών εναγομένων. Αυτή ουδέποτε συμβλήθηκε με τους δύο πρώτους εναγομένους όσον αφορά την εκπόνηση της πρώτης εκτίμησης του πλοίου και συνεπώς ουδέποτε συμφωνήθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων οι γενικοί όροι όπως ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη που έχει αναρτήσει στην ιστοσελίδα της και στους οποίους παραπέμπει η πρώτη εκτίμηση. Η σχετική ρήτρα διαιτησίας αφορούσε τις διαφορές μεταξύ των δύο πρώτων εναγομένων και της τρίτης των εναγομένων τραπεζικής εταιρίας, και δεν αφορούσε τις απαιτήσεις της ενάγουσας από την ενώπιον του δικαστηρίου τούτου αχθείσα υπόθεση. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η εκκαλούσα είναι τρίτη που η έννομη θέση της ταυτίζεται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό δεύτερο λόγο της επικουρικής εφέσεως των δύο πρώτων εναγομένων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 162, 163 και 169 ΚΠολΔ συνάγεται ότι μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ` αίτηση του εφεσίβλητου (αναβλητική ένσταση), υποβαλλομένη κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να διατάξει εγγυοδοσία του εκκαλούντος με την κατάθεση μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, εφόσον κατά την κρίση του, σχηματιζόμενη με ελεύθερη απόδειξη, αποδεικνύεται προφανής κίνδυνος αδυναμίας εκτέλεσης ενδεχομένης καταδικαστικής εις βάρος του εκκαλούντος διάταξης της απόφασης επί της έφεσης ως προς τα έξοδα της (κατ` έφεση) διαδικασίας (ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους), όπως συμβαίνει, όταν ο τελευταίος στερείται εμφανούς περιουσίας ή είναι αφερέγγυος (ΑΠ 990/2008, ΕλλΔνη 2008,739, ΤρΕφΠειρ 27/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ), προς τούτο δε αναστέλλεται η πρόοδος της δίκης και ορίζονται με ελεύθερη εκτίμηση το ποσό των χρημάτων και η προθεσμία κατάθεσης ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου του σχετικού γραμματίου, μετά την πάροδο της οποίας, εάν δεν παρασχεθεί η εγγύηση, το δικαστήριο, με αίτηση του εφεσίβλητου, θεωρεί ως ανακληθείσα την έφεση, χωρίς η ρύθμιση αυτή να αντιβαίνει προς τις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α, δια των οποίων κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (ΑΠ 990/2008, ό.π). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα- τρίτη εναγομένη με το δεύτερο λόγο της εφέσεως της παραπονείται για το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό της περί παροχής εγγυοδοσίας λόγω της επικαλούμενης από μέρους της αδυναμίας της ενάγουσας – εφεσίβλητης για την καταβολή των δικαστικών εξόδων που θα επιδικαστούν σε βάρος της λόγω της αφερεγγυότητας της. Πρωτίστως να αναφερθεί ότι όπως προαναφέρθηκε περιορισμός του αριθμού των λόγων εφέσεως δεν υπάρχει. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμη και αν υφίστατο σφάλμα στην εκκαλουμένη που αφορά την απόρριψη του ισχυρισμού περί εγγυοδοσίας για τη δικαστική δαπάνη της εδώ εκκαλούσας τρίτης εναγομένης, αυτό δεν θα οδηγούσε σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης αφού η προβολή αυτού του διαδικαστικού κωλύματος οδηγεί σε αναστολή της συζήτησης σύμφωνα με το άρθρο 171 του ΚΠολΔ, μέχρι να παρασχεθεί η εγγυοδοσία που έχει οριστεί. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως προτείνεται αλυσιτελώς και η εκκαλούσα τρίτη εναγομένη δεν έχει έννομο συμφέρον να τον προβάλει παρόλο που στη σελίδα 53 της εφέσεως της ζητεί την αναστολή της συζήτησης μέχρι να καταβληθεί το ποσό της εγγυοδοσίας που ζήτησε πρωτοδίκως. Περαιτέρω η τρίτη εναγομένη δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση έστω και επικουρικά όπως αβασίμως ισχυρίζεται διότι δεν πλήττεται από τις δυσμενείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης που έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο αφενός διότι όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη επί απόρριψης  της αγωγής δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων που κρίθηκε ότι συντρέχουν αφού ουδεμία δικονομική ή άλλη αρχή επιβάλλει την τήρηση σειράς προτεραιότητος κατά την έρευνα των κατ’ιδίαν προϋποθέσεων του δικαιώματος και όλοι οι όροι γέννησης και άσκησης του δικαιώματος είναι ισοδύναμοι και συνεπώς ένας αν λείπει η αγωγή απορρίπτεται κατ’ουσία και είναι αδιάφορη η συνδρομή ενός εκ των λοιπών και αυτό συμπορεύεται και με την αρχή της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Αφετέρου το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο θα εξετάσει αυτεπαγγέλτως στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος την δικαιοδοσία του και το εφαρμοστέο δίκαιο. Για τους ίδιους λόγους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλουν οι εκκαλούντες δύο  πρώτοι εναγόμενοι με το ίδιο ως άνω περιεχόμενο. Τέλος τα αυτά ισχύουν και αναφορικά με τον τελευταίο λόγο εφέσεως που άσκησε η τρίτη εναγομένη σύμφωνα με τον οποίο με την άσκηση της αγωγής η ενάγουσα παρέβη εσκεμμένα τα συναλλακτικά ήδη και καταχράστηκε την ευρωπαϊκή δικονομική τάξη παραλείποντας να εναγάγει την τρίτη εναγομένη από κοινού με την πρώτη εναγομένη ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας, αφού αυτός είναι αλυσιτελώς προβαλλόμενος πέραν της αοριστίας του. Επομένως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η εμπρόθεσμη από 7-6-2021 με Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Πρωτοδικείου: ………./2021, Γ.Α.Κ. & Ε.Α.Κ. Εφετείου: …………/2021 επικουρική, όπως τιτλοφορείται, έφεση, θα διαταχθεί η εισαγωγή του σχετικού παραβόλου εφέσεως στο δημόσιο ταμείο διότι αυτή απορρίπτεται και θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).  Ακολούθως των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος εξέτασης που δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως η από 27.4.2021 με αριθμό κατάθεσης …………../2021 έφεση των δύο πρώτων εναγομένων κρίνεται απορριπτέα κατ’ουσίαν. Επειδή το ένδικο μέσο απορρίπτεται θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως στο δημόσιο ταμείο κατ’άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 αριθ. 2 Κανονισµού 1215/2012 (Βρυξέλλες lα) η αγωγή, που φέρει προς εκδίκαση αδικοπρακτικές αξιώσεις και στρέφεται κατά προσώπου, το οποίο έχει την κατοικία ή την έδρα του σε κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, είναι δυνατόν να ασκηθεί και ενώπιον του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου συνέβη ή ενδέχεται να συµβεί το ζηµιογόνο γεγονός (Παµπούκη/Μείδάνη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, σελ. 1345 επ.: Δεληκωστόπουλο, Ζητήµατα από την εφαρµογή του Κανονισµού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, σελ. 112 επ.). Επί αδικοπραξιών, ο κοινοτικός νοµοθέτης επέλεξε την ειδική δωσιδικία του τόπου όπου συνέβη το ζηµιογόνο γεγονός, στηριζόµενος στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσµου µεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το ζηµιογόνο γεγονός, ο οποίος δικαιολογεί την απονοµή διεθνούς δικαιοδοσίας στο τελευταίο για λόγους ορθής απονοµής της δικαιοσύνης και αποτελεσµατικής οργανώσεως της δίκης [ΔΕΕ 30.11.1976, υπόθ. 21/76 (Βία), ΣυλλΝοµολ 1976, σελ. 1735 (σκέψη 11)’ ΔΕΕ 11.1.1990, υπόθ. C-220/88, (Dumez), ΣυλλΝοµολ 1990, σελ. 1-49 (σκέψη 17)’ ΔΕΕ 7.3.1995, υπόθ. C-68/93 (Shevίll), Συλλογή 1995, σελ. 1-415 (σκέψη 19)’ ΔΕΕ 19.9.1995, υπόθ. C-364/93 (Mαrinαri), ΣυλλΝοµολ 1995, σελ. 1-2719 (σκέψη 10)’ ΔΕΕ 16.07.2009, υπόθ. C-189/08 (Zuid-Chemie), ΣυλλΝοµολ 2009,1-6917 (σκέψη 24). Συγκεκριµένα, ο δικαστής του τόπου, όπου συνέβη το ζηµιογόνο γεγονός, είναι συνήθως ο πιο κατάλληλος να αποφανθεί σχετικά, ιδίως δε για λόγους εγγύτητας προς τη διαφορά και εύκολης συλλογής του κρίσιµου αποδεικτικού υλικού [ΔΕΕ 1.10.2002, υπόθ. C-167/00 (Henkel), ΣυλλΝοµολ 2002, σελ. 1-8111 (σκέψη 46)]. Η εν λόγω διάταξη ιδρύει µία ειδική συντρέχουσα βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία, σε αντίθεση µε τις αποκλειστικές βάσεις, προϋποθέτει την κατοικία ή την έδρα του εναγοµένου σε οποιοδήποτε κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Σηµειώνεται ότι κατά την προαναφερθείσα διάταξη, όπως και κατά τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 7 του Κανονισµού, οι οποίες ιδρύουν ειδικές συντρέχουσες βάσεις, προσδιορίζεται το δικαστήριο, το οποίο αφενός έχει διεθνή δικαιοδοσία και αφετέρου είναι κατά τόπον αρµόδιο προς εκδίκαση συγκεκριµένης διαφοράς από αδικοπραξία. Η διάταξη, συνεπώς, καθορίζει και το κατά τόπον αρµόδιο δικαστήριο ενδεχοµένως µάλιστα κατ’ απόκλιση των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικονοµικού δικαίου, των οποίων κατισχύει. Εποµένως, αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την κατά τόπον αρµοδιότητα συγκεκριµένου δικαστηρίου, για τη θεµελίωση της είναι απαραίτητο να εντοπίζονται τα κρίσιµα συνδετικά στοιχεία του ζηµιογόνου γεγονότος και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος στην περιφέρεια του εν λόγω δικαστηρίου. Ο νοµικός χαρακτηρισµός της έννοιας της αδικοπραξίας κατά τη διάταξη του άρθρου 7 αριθ. 2 Κανονισµού 1215/2012 διενεργείται µε αυτόνοµα κοινοτικά/ενωσιακά κριτήρια, δηλαδή σύµφωνα µε το άρθρο 7 Κανονισµού 1215/2012: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος µέλος µπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος µέλος» (Βλ. σχετικά Νίκα/Σαχπεκίδου, ό.π., Άρθρο 7 αριθ. 1), ενώ γίνεται δεκτό ότι ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία είναι όσες δεν συνδέονται µε ζήτηµα που σχετίζεται µε σύµβαση. Επίσης και ο «τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συµβεί το ζηµιογόνο γεγονός» θα πρέπει να ερµηνευθεί αυτόνοµα, χωρίς αναφορά σε κάποιο εθνικό δίκαιο”. Κατά πάγια νοµολογία του ΔΕΕ, ο τόπος αυτός είναι τόσο ο τόπος, όπου συνέβη το ζηµιογόνο γεγονός, όσο και ο τόπος επελεύσεως της ζηµίας, δηλαδή εκεί που αιτιωδώς προκλήθηκε ζηµία από γεγονός, το οποίο δύναται να στοιχειοθετήσει ευθύνη εξ αδικοπραξίας”. Ωστόσο, µεταξύ της άδικης πράξης που επιχειρήθηκε σε έναν τόπο και της ζηµίας που επήλθε σε άλλον, θα πρέπει απαραίτητα να υφίσταται σαφής αιτιώδης σύνδεσµος. Σηµειώνεται ότι κατά τη νοµολογία του ΔΕΕ, ακολουθείται η διάκριση ανάµεσα σε «άµεση» και «έµµεση» ζηµία, µε αποκλεισµό της τελευταίας από το πεδίο εφαρµογής της προαναφερθείσας διατάξεως ΔΕΕ 11.01.1990, υπόθ. C-220/88 (Dumez), ΣυλλΝοµολ 1990,1-49,  ΔΕΕ 19.9.1995, υπόθ. C- 364/93 (Marinari/Lloyds Bank), ό.π. ΔΕΕ 10.6.2004, υπόθ. 168/02 (Κronhofer), ό.π. Βλ. επίσης Schlosser/Hess, ό.π., Art. 7 EuGVVO αριθ. 16). Για τη θεµελίωση της δικαιοδοτικής βάσεως προς εκδίκαση αδικοπρακτικών αξιώσεων είναι κρίσιµος ο τόπος επελεύσεως της «άµεσης ζηµίας», η οποία συνδέεται αιτιωδώς µε το ζηµιογόνο γεγονός. Και τούτο, διότι ο όρος «τόπος, όπου συνέβη το ζηµιογόνο γεγονός», καλύπτει µεν τόσο τον τόπο, όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζηµίας γεγονός όσο και τον τόπο, όπου επήλθε η ζηµία, ωστόσο, για τον προσδιορισµό του τόπου επελεύσεως της ζηµίας έχει σηµασία ο καθορισµός της ζηµίας, της οποίας ζητείται η αποκατάσταση στη συγκεκριµένη περίπτωση. Ως ζηµία για τους σκοπούς της εφαρµογής του κανόνα του αρθρ. 7 αριθ. 2 του Κανονισµού 1215/2012 νοείται η βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος η οποία τελεί σε άµεση αιτιώδη συνάφεια προς το ζηµιογόνο γεγονός, δηλαδή την παράνοµη συµπεριφορά, η οποία αποδίδεται στον εναγόµενο”. Κατά συνέπεια, ο τόπος, στον οποίο επήλθε η ζηµία, είναι ο τόπος, στον οποίο το ζηµιογόνο γεγονός προκάλεσε στον ενάγοντα ζηµία υπό την προεκτεθείσα έννοια, δηλαδή άµεση ζηµία. Επομένως εφόσον η ζηµία του νοµικού προσώπου συνίσταται στην απώλεια κερδών λόγω της αδυναµίας εµπορικής εκµεταλλεύσεως πλοίου, το οποίο θα εκτελούσε διεθνείς πλόες σε λιµάνια περισσοτέρων κρατών, οφειλόµενης στην παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά των εναγοµένων, τότε ως τόπος επελεύσεως της εν λόγω ζηµίας πρέπει να θεωρηθεί ο τόπος, στον οποίο το θιγόµενο νοµικό πρόσωπο είναι εγκατεστηµένο και ασκεί την επιχειρηµατική του δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, αποτελεί το «κέντρο των συµφερόντων» του. Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον πρόκειται περί «διασυνοριακής» εκµεταλλεύσεως του πλοίου, η οποία δεν περιορίζεται σε συγκεκριµένο τόπο ούτε σε συγκεκριµένα κράτη, είναι αδύνατον να προσδιορισθεί ο τόπος της απώλειας κάθε επιµέρους χρηµατικού ποσού, το οποίο θα εδικαιούτο να λάβει το νοµικό πρόσωπο, κατά την περίπτωση που συνεχιζόταν η εµπορική εκµετάλλευση του πλοίου και πραγµατοποιούνταν οι πλόες, οι οποίοι κατέστησαν αδύνατοι λόγω της αδικοπρακτικής συµπεριφοράς των εναγοµένων. Σηµειώνεται ότι είναι αδύνατο να δοθεί απάντηση στο ερώτηµα, εάν τόπος απώλειας των κερδών από την αδυναµία διενέργειας συγκεκριµένου πλου θα είναι το λιµάνι αναχώρησης ή το σε άλλο κράτος ευρισκόµενο λιµάνι αφίξεως του πλοίου, µε συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η εφαρµογή της διατάξεως του άρθρου 7 αριθ. 2 Κανονισµού 1215/2012. Μόνη σαφή και αποτελεσµατική λύση στο πρόβληµα του προσδιορισµού του τόπου επελεύσεως της αποθετικής ζηµίας λόγω αδυναµίας της «διασυνοριακής» εκµεταλλεύσεως ενός πλοίου προσφέρει ο τόπος της πραγµατικής εγκαταστάσεως και επιχειρηµατικής δράσεως του νοµικού προσώπου, στο οποίο ανήκει το πλοίο και το οποίο κατά συνέπεια υπέστη την αποθετική ζηµία λόγω της απώλειας των προσδοκώµενων κερδών, ο δε τόπος αυτός αποτελεί το «κέντρο των συµφερόντων» του νοµικού προσώπου. Ο προσδιορισµός της έννοιας του «κέντρου των συµφερόντων» του ζηµιωθέντος θα γίνει κατά τους όρους της «αυτόνοµης ερµηνείας» των διατάξεων του Κανονισµού”, δηλαδή προεχόντως κατά το σύστηµα και την τελολογία του” και ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη θεµελίωση βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, την εµπέδωση της ήδη αναφερθείσας ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου. Γίνεται δεκτό (Βλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 7 αριθ. 198 Δεληκωστόπουλο, ό.π., σελ l36, 137) ότι το «κέντρο των συµφερόντων» του ζηµιωθέντος βρίσκεται εκεί, όπου ο τελευταίος δραστηριοποιείται κοινωνικά και επαγγελµατικά. Συνεπώς, επί νοµικών προσώπων πρέπει να γίνει δεκτό ότι το «κέντρο των συµφερόντων» τους βρίσκεται στον τόπο της πραγµατικής τους εγκαταστάσεως, εκεί όπου εντοπίζεται το κέντρο της επιχειρηµατικής και επαγγελµατικής τους δράσης, ανεξάρτητα από τον τόπο της καταστατικής τους έδρας. Πρέπει επίσης να επισηµανθεί ότι ακόµη και αν υφίστατο δυνατότητα προσδιορισµού των δικαστηρίων, στην περιφέρεια των οποίων διενεργήθηκε κάθε επιµέρους δαπάνη και επήλθε η αντίστοιχη (επιµέρους) ζηµία, και αποδεχόμασταν τη διεθνή δικαιοδοσία καθενός από τα δικαστήρια αυτά προς εκδίκαση κάθε αντίστοιχης επιµέρους αξιώσεως, θα οδηγούμασταν στην άσκηση των σχετικών αξιώσεων σε διαφορετικά δικαστήρια, η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων θα στηριζόταν κατά το άρθρο 7 αριθ. 2 Κανονισµού 1215/2012 στον τόπο διενέργειας κάθε επιµέρους δαπάνης και κατ’ επέκταση ως τόπο επελεύσεως κάθε επιµέρους ζηµίας. Ωστόσο, πρόκειται για απολύτως συναφείς αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από το αυτό βιοτικό συµβάν, και στη συγκεκριµένη περίπτωση την αδυναµία εµπορικής εκµεταλλεύσεως του πλοίου ΜΝ Α λόγω της παράνοµης και υπαίτιας συµπεριφοράς των εναγοµένων, µε συνέπεια η ενάσκησή τους σε διαφορετικά δικαστήρια όχι µόνον να διασπά την ενότητα της έννοµης σχέσεως, αλλά κυρίως να γεννά τον κίνδυνο εκδόσεως ανηφαιικών αποφάσεων από τα διαφορετικά δικαστήρια, στα οποία θα ασκούνταν οι επιµέρους αγωγές και τα οποία ενδεχοµένως θα κρίνουν διαφορετικά τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγοµένων. Επί προσβολής της προσωπικότητας ορισµένου προσώπου το ΔΕΕ έκρινε (ΔΕΕ 7.3.1995, υπόθ C-68/93 (Shevill), ΣυλλΝοµολ 1995, 1-415. Βλ. σχετικά Παµπούκη/Μεϊδάνη, ό.π., σελ. 1346′ Δεληκωστόπουλο, ό.π., σελ. 133,134) ότι «τόπος επελεύσεως της ζηµίας» είναι κάθε τόπος, στον οποίο θίγεται η τιµή και η υπόληψη του προσώπου, επειδή αυτό είναι κοινωνικά ενεργό και γνωστό στον συγκεκριµένο τόπο. Βεβαίως, στον εν λόγω τόπο θα επιδιωχθεί η αποκατάσταση της συγκεκριµένης βλάβης, που προκλήθηκε εκεί. Εάν το ίδιο ζηµιογόνο γεγονός έχει οδηγήσει στην πρόκληση βλάβης σε περισσότερους τόπους, τότε τα δικαστήρια του κάθε τόπου έχουν διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση των αξιώσεων αποκαταστάσεως µόνον της στον συγκεκριµένο τόπο προκληθείσας βλάβης. Εάν το θιγόµενο πρόσωπο επιθυµεί να επιδιώξει µε την άσκηση αγωγής την αποκατάσταση της συνολικής (σε όλους τους ανωτέρω τόπους) προκληθείσας βλάβης, θα πρέπει να απευθυνθεί στα δικαστήρια του τόπου επελεύσεως του ζηµιογόνου γεγονότος (Τσικρικά προσκ. Γνωμοδότηση σχετ. 80). Από τις αναπτύξεις, που προηγήθηκαν, προκύπτει το συµπέρασµα ότι τόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας ορισµένου προσώπου είναι ο τόπος, στον οποίο ο θιγόµενος είναι κοινωνικά και επαγγελµατικά ενεργός, δηλαδή επί µεν φυσικών προσώπων ο τόπος είτε της συνήθους διαµονής του είτε της επαγγελµατικής του δραστηριότητας επί δε νοµικών προσώπων ο τόπος, στον οποίο το νοµικό πρόσωπο έχει την εγκατάστασή του και ασκεί την επαγγελµατική του δραστηριότητα. Στον εν λόγω τόπο το θιγόµενο πρόσωπο είναι γνωστό, µε συνέπεια να µπορεί να προκληθεί ηθική βλάβη. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο τόπος, στον οποίο βρίσκεται το «κέντρο των συµφερόντων» του νοµικού προσώπου, όπως αυτό ορίσθηκε ανωτέρω κατά τους όρους της «αυτόνοµης ερµηνείας» της διατάξεως του άρθρου 7 αριθ. 2 Κανονισµού 1215/2012, αποτελεί αναµφίβολα τόπο επελεύσεως της ηθικής βλάβης, την οποία υφίσταται το νοµικό πρόσωπο. Εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, το «κέντρο των συµφερόντων» του νοµικού προσώπου αποτελεί τον τόπο, στον οποίο επικεντρώνεται η επαγγελµατική και επιχειρηµατική δράση του, µε συνέπεια αυτό να είναι γνωστό κυρίως στον ανωτέρω τόπο και να υφίσταται τις συνέπειες της προσβολής κατά κύριο λόγο στον τόπο αυτόν, είναι προφανές ότι οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητάς του επέρχεται προεχόντως στον τόπο του «κέντρου των συµφερόντων» του.  Στη συγκεκριµένη περίπτωση, κατά τους αγωγικούς ισχυρισµούς, η ενάγουσα εταιρεία έχει την κύρια εγκατάστασή της και την πραγµατική της έδρα στον Πειραιά, όπου βρίσκεται το κέντρο της επιχειρηµατικής και επαγγελµατικής της δραστηριότητας και επίσης ασκείται η διοίκηση και η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Εποµένως, εφόσον, σύµφωνα µε όσα αναπτύχθηκαν, το «κέντρο των συµφερόντων» της ενάγουσας βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατά τους αγωγικούς ισχυρισµούς προκληθείσα ηθική βλάβη επήλθε στην περιφέρεια του εν λόγω δικαστηρίου, µε συνέπεια να ιδρύεται η διεθνής δικαιοδοσία του κατά το άρθρο 7 αριθ. 2 Κανονισµού 1215/2012 προς εκδίκαση και της αξιώσεως της ενάγουσας προς καταβολή εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως. Ως προς την ανεύρεση του εφαρµοστέου ουσιαστικού δικαίου (‘Ieχ causae») τίθεται ζήτηµα εφαρµογής του Κανονισµού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρµοστέο δίκαιο στις εξωσυµβατικές ενοχές (‘Ρώµη ΙΙ»). Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του εν λόγω Κανονισµού επί αδικοπρακτικών ενοχών είναι εφαρµοστέο το ουσιαστικό δίκαιο του κράτους επελεύσεως της ζηµίας, ανεξάρτητα από τον τόπο, στον οποίο έλαβε χώρα το ζηµιογόνο γεγονός, δηλαδή η ζηµιογόνος συµπεριφορά του ζηµιώσαντος (Βλ. επίσης Μεϊδάνη, σε: Παµπούκη (επιµ.) Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αριθ. 546).  Πρόκειται για τη ζηµία, η οποία τελεί σε άµεση αιτιώδη συνάφεια προς το ζηµιογόνο γεγονός, όχι δε για την έµµεση ή την απώτερη ή την εξ αντανακλάσεως ζηµία, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο ενάγων”. Καθίσταται σαφές ότι η προαναφερθείσα διάταξη του Κανονισµού αποκλείει ρητά την εφαρµογή του δικαίου του κράτους µέλους επελεύσεως του ζηµιογόνου γεγονότος, ανάγει δε σε αποκλειστικό συνδετικό στοιχείο τον τόπο επελεύσεως της ζηµίας, την οποία προκάλεσε αιτιωδώς η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του ζηµιώσαντος. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, το κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του Κανονισµού 864/2007 εφαρµοστέο δίκαιο για την κρίση της νοµικής και ουσιαστικής βασιµότητας της από 15.5.2019 αγωγής (‘Ieχ causae») είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ περί αδικοπρακτικής ευθύνης. Σηµειώνεται ότι µε τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται η κατά την ανεύρεση του δικαστηρίου, το οποίο θα έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση αδικοπρακτικών αξιώσεων, καθώς και κατά τον προσδιορισµό του επί των αξιώσεων αυτών εφαρµοστέου δικαίου, ιδιαιτέρως επιδιωκόµενη «κανονιστική εγγύτητα». Η εν λόγω «κανονιστική εγγύτητα» επιτυγχάνεται, αφού το δικαστήριο, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς, θα κρίνει τη βασιµότητα της αγωγής επί τη βάσει του ουσιαστικού δικαίου της έννοµης τάξεως, στην οποία ανήκει, µε συνέπεια να διευκολύνεται σηµαντικά το δικαιοδοτικό του έργο. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε κατά τη διάταξη του άρθρου 7 αριθ. 2 Κανονισµού 1215/2012 διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση των µε την από 15.5.2019 αγωγή της εταιρείας «…………..» κατά: α) της εταιρείας «…………..», β) του …………, και γ) της τραπεζικής εταιρείας «…………..» ασκούµενων αδικοπρακτικών αξιώσεων, η δε νοµική και ουσιαστική βασιµότητα της αγωγής θα κριθεί επί τη βάσει των περί αδικοπραξιών διατάξεων του ελληνικού δικαίου, το οποίο είναι εφαρμοστέο κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του κανονισμού 864/2007.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46. 823, ΕφΛαρ 710/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 5440/2022 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας μπορεί να ζητήσει και το νομικό πρόσωπο, όταν εξαιτίας της πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του, το κύρος του, η επαγγελματική του δραστηριότητα, το μέλλον του ή και τα λοιπά αναγνωριζόμενα σε αυτό άυλα αγαθά. Η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως για την παραπάνω αιτία αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής όσον αφορά την ηθική βλάβη των φυσικών προσώπων, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 932/2019 ΕΕμπΔ 2020.223). Στις περιπτώσεις όμως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομικού προσώπου, αυτό για το ορισμένο της αγωγής του απαιτείται να επικαλείται και, στη συνέχεια, να αποδεικνύει, πέραν των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, της βαρύτητας και της έκτασης της βλάβης, του πταίσματος του υπαιτίου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, και την παράνομη προσβολή της πίστης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος ή των λοιπών αναγνωριζόμενων σ` αυτό άυλων αγαθών, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 876/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα areiospagos.gr, ΑΠ 15/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 382/2011 Δ/ΝΗ 2011.1009). Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 876/2022 ο.π., ΑΠ 15/2021 ο.π., ΑΠ 1048/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο ήταν ορισμένη όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε αυτή του άρθρου 919 του ΑΚ, όπως έγινε δεκτό με τη με αριθμό 1765/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις με αριθμούς …………./22.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις των …………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων της κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ  σύμφωνα με τις με αριθμό ……………/16.10.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………….., και τις με αριθμό ……../6.11.2019, ………./7.11.2019 αντιστοίχως των ………… και ……./5.11.2019 του ………… ενώπιον της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου  Πειραιώς οι δύο πρώτες και ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο Λονδίνο η τρίτη, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων της κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ προς αντίκρουση των προταθέντων από τους εναγόμενους ισχυρισμών,  σύμφωνα με τις με αριθμό ……….. και …………/31.10.2019 εκθέσεις επίδοσης της προαναφερόμενης δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, από τις με αριθμό …….. και ……../21.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των …………….. και ……… ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο Παρίσι, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των δύο πρώτων εναγόμενων κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου τους κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ σύμφωνα με τη με αριθμό ……../14.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………. και τη με αριθμό ……/6.11.2019 ένορκη κατάθεση του …………. ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο Παρίσι, η οποία ελήφθη με επιμέλεια των δύο πρώτων εναγόμενων κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου τους κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ προ; αντίκρουση των προταθέντων από αυτήν ισχυρισμών σύμφωνα με τη με αριθμό ……./31.10.2019 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, καθώς και από τις με αριθμό …../17.10.2019 και ……/11.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των ……….. και ……….. ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. η πρώτη και του Έλληνα Πρόξενου στο Λονδίνο η δεύτερη, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της τρίτης εναγόμενης κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του άλλου διάδικου μέρους κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ σύμφωνα με τις με αριθμό …../14.10.2019 και ……/8.10.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……… και τις με αριθμό …../4.11.2019 και ……./6.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και …………. ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο Λονδίνο, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της τρίτης εναγόμενης κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου της κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ προς αντίκρουση των προταθέντων από αυτήν ισχυρισμών σύμφωνα με τις με αριθμό ……/30.10.2019 και ……/1.11.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …….., και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 30.1.2015 η τραπεζιτική εταιρία με την επωνυμία “………..” (“……”),  που εδρεύει στο ……. αλλά εκείνο το χρονικό διάστημα διατηρούσε υποκατάστημα στον Πειραιά χορήγησε στην ενάγουσα δάνειο ύψους 15.700.000 δολαρίων ΗΠΑ για την αγορά του υπό σημαία Μάρσαλ μηχανοκίνητου πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου A κκχ 12.065, ΙΜΟ ……., έτους κατασκευής 2015 στην Κίνα, μήκους 176,7μ. και πλάτους 30,00 μ, ενώ η σύμβαση συμπληρώθηκε με την από 27 Ιανουαρίου 2016 συμπληρωματική σύμβαση. Ως εξασφάλιση για την καταβολή της οφειλής, η ενάγουσα δανειολήπτρια εταιρεία παραχώρησε στη δανείστρια τράπεζα στις 2.2.2015 πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Νήσων Μάρσαλ, με συνολικό μέγιστο εξασφαλιζόμενο ποσό αυτό των 20.410.000 δολαρίων ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι η “…….”, πέραν της ιδιότητάς της ως δανείστριας, ενεργούσε και ως «Οργανωτής», «Αντιπρόσωπος», «Πάροχος Συμβάσεων Ανταλλαγής» και «Αντιπρόσωπος Εξασφαλίσεων» στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, σύμφωνα με τους ειδικότερους ορισμούς που αυτή περιλάμβανε. Σύμφωνα δε με το άρθρο 17.15 της δανειακής συμβάσεως  όλο το διάστημα της δανειακής συμβάσεως θα έπρεπε το άθροισμα της εμπορικής αξίας του παραπάνω πλοίου και της αξίας της τυχόν πρόσθετης εξασφάλιστης (που θα ήταν το ονομαστικό ποσό της κατάθεσης στην περίπτωση της εξασφάλισης με μετρητά να μην υπολείπεται του εκατόν είκοσι πέντε τοις εκατό (125%) του συνόλου του ποσού του Δανείου που είναι τη στιγμή εκείνη ανεξόφλητο και του βεβαιωμένου από τον Πάροχο Συμβάσεων Ανταλλαγής ποσού, που θα ήταν το πληρωτέο από τη Δανειολήπτρια Εταιρεία στον Πάροχο Συμβάσεων Ανταλλαγής σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση εάν λάμβανε χώρα πρόωρη καταγγελία τη δεδομένη χρονική στιγμή. Σε αντίθετη περίπτωση η Δανειολήπτρια Εταιρεία ενάγουσα θα όφειλε, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Αντιπροσώπου και εντός διαστήματος τριάντα (30) ημερών, να προβεί κατ’ επιλογή της σε μία από τις ακόλουθες ενέργειες: 17.15.1 να καταθέσει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων ή σε πρόσωπο προτεινόμενο από αυτόν το ποσό που αντιστοιχεί το ελλείπον υπόλοιπο υπέρ του Αντιπροσώπου Εξασφαλίσεων ως επιπρόσθετη εξασφάλιση για την αποπληρωμή της οφειλής ή 17.15.2 να παράσχει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων άλλη επιπρόσθετη εξασφάλιση σε ποσό και με τη μορφή που θα τυγχάνουν της αποδοχής του Αντιπροσώπου Εξασφαλίσεων κατά τη διακριτική του ευχέρεια ή 17.15.3 να προπληρώσει το Δάνειο κατά το ελλείπον υπόλοιπο ποσό. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 17.17 της σύμβασης, η Εμπορική Αξία του Πλοίου θα προσδιοριζόταν, για τους σκοπούς του προαναφερθέντος άρθρου, από εγκεκριμένο ναυλομεσίτη που διορίζει ο Αντιπρόσωπος, στη βάση της αξίας πώλησης ενός πλοίου, χωρίς ναύλωση, προς άμεση παράδοση σε μετρητά με ίσους ή τους συνήθεις εμπορικούς όρους, όπως μεταξύ ενός πρόθυμου πωλητή και ενός πρόθυμου αγοραστή και αποδεικνύεται από σχετική πιστοποίηση του Πλοίου. Η αξία αυτή θα επιδιδόταν  στη Δανειολήπτρια Εταιρεία κατόπιν αιτήματός της ενώ ο εγκεκριμένος ναυλομεσίτης θα ήταν από την πρώτη κατηγορία ναυλομεσιτών και αυτός θα τύγχανε της αποδοχής της αντιπροσώπου. Να σημειωθεί ότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17.15 της σύμβασης δανείου, η δανείστρια τράπεζα ζήτησε κατ’ επανάληψη από τη βρετανική ναυλομεσιτική εταιρεία με την επωνυμία “………” να προβεί σε εκτίμηση της αξίας του πλοίου “A”, αυτή δε, προέβη στις κάτωθι εκτιμήσεις της κατά προσέγγιση εμπορικής αξίας του: στις 9.1.2015 στο ποσό των 24.500.000 δολ ΗΠΑ, στις 31.3.2016 στο ποσό των 16.000.000 δολ ΗΠΑ, στις 16.3.2017 στο ποσό των 15.750.000 δολ ΗΠΑ, στις 31.3.2017 στο ποσό των 16.500.000 δολ ΗΠΑ, στις 26-4.2017 στο ποσό των 16.750.000 δολ ΗΠΑ, στις 6.9.2017 στο ποσό των 17.000.000 δολ. ΗΠΑ και στις 10.10.2017 στο ποσό των 17.750.000 δολ ΗΠΑ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την κατάθεση του διευθύνοντος συμβούλου της τρίτης εναγομένης ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου της Αγγλίας και Ουαλίας ένας από τους δανειστές της τρίτης εναγομένης από τους οποίους αγόρασαν χαρτοφυλάκια ναυτικών δανείων ήταν ο όμιλος ………. μετά από απόφαση του τελευταίου ομίλου να εξέλθει από το δανεισμό για τη χρηματοδότηση πλοίων. Η διαπραγμάτευση είχε ξεκινήσει από το Σεπτέμβριο του 2017 στα μέσα Οκτωβρίου 2017 κατέληξαν σε δεσμευτική συμφωνία. Η αρχική δέσμευση αφορούσε στην υποκατάσταση στο δάνειο παρά σε μια απευθείας μεταβίβαση του δανείου διότι σύμφωνα με τις διατυπώσεις του δανείου υπήρχαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και τυπικές διαδικασίες για τη μεταβίβαση που προϋπέθεταν τη συνεργασία της δανειολήπτριας. Επίσης το δάνειο αποτελείτο από προσωπικές εγγυήσεις των μετόχων οι οποίες ήταν αμεταβίβαστες. Ο προαναφερόμενος αναφέρει ότι προέβλεψε ότι το δάνειο θα αποκτούσε πρόβλημα με την κάλυψη VTL διότι ήταν με πιο υψηλή μόχλευση και μακρά περίοδο λήξης τον Ιανουάριο του 2020 οπότε η δανειολήπτρια θα έπρεπε να χρηματοδοτήσει ποσό άνω των 12 εκατομμυρίων δολαρίων. Ως προς την ενημέρωση της ενάγουσας αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Αν και η δανειοδότρια “……” είχε ανακοινώσει δημόσια την πρόθεση της να παύσει τη δραστηριότητά της στη χρηματοδότηση πλοίων από το έτος 2016, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι η τελευταία επρόκειτο να παύσει τις ναυτιλιακές της δραστηριότητες και ότι θα πωλούσε το δάνειο, καθόσον δεν υφίστατο κάποια «πειστική προσφορά διακανονισμού» από τη δανειολήπτρια με το από 18.10.2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του ……… για λογαριασμό της “…….”. Πράγματι, το τμήμα Εξυγίανσης Κεφαλαίων της δανείστριας έκλεισε στο τέλος του έτους 2017 και η διαχείριση των εναπομεινάντων δανείων της “………”, μεταξύ των οποίων το επίδικο, πέρασε στο τμήμα Εμπορίου και Εξυπηρέτησης Ιδιωτών. Στη συνέχεια στις 22.1.2018 η ενάγουσα πληροφορήθηκε από στέλεχος της δανειοδότριας και υπεύθυνο της διαχείρισης του δανείου ότι αυτή είχε έρθει σε συμφωνία όσον αφορά τη μεταβίβαση του οικονομικού συμφέροντος στη σύμβαση δανείου στην οποία θα εξακολουθούσε να έχει τυπικά την ιδιότητα του δανειστή, όπως και αυτές του αντιπροσώπου και της τράπεζας τήρησης λογαριασμών. Συγκεκριμένα με το από 22.1.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα, η δανείστρια τράπεζα ενημέρωσε τη δανειολήπτρια ενάγουσα ότι είχε συμφωνήσει να υποκαταστήσει το οικονομικό της συμφέρον στο επίδικο δάνειο προς ένα τρίτο μέρος, τυπικά, ωστόσο, η ίδια θα παρέμενε δανείστρια, αντιπρόσωπος και τράπεζα λογαριασμού. Πράγματι στις 19.2.2018 η ενάγουσα πληροφορήθηκε από μέτοχο της ότι η τρίτη εναγομένη ήταν αυτή που είχε υποκατασταθεί στο οικονομικό συμφέρον της σύμβασης δανείου ενώ η συμφωνία είχε κλείσει από το έτος 2017. Στις 29.4.2018 η ……….. μετονομάστηκε σε “……….”, ενώ την ίδια ημέρα η εταιρεία ………..” μετονομάστηκε σε “……..”. Στις 30.4.2018 η τελευταία (……..”) διαδέχτηκε την πρώτη (“……..”) στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση δανείου ως Αντιπροσώπου, Οργανωτή και Δανειστή, αυτή δε (“……….”) διατήρησε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση ως αντιπρόσωπος Εξασφαλίσεων, Πάροχος Συμβάσεων Ανταλλαγής και Ενυπόθηκη δανείστρια. Η εκχώρηση ή μεταβίβαση του δανείου προϋπέθετε, δυνάμει του άρθρου 23.2.1 της σύμβασης ενημέρωση της δανειολήπτριας σύμφωνα με τον όρο consult του αγγλικού κειμένου, ενώ αυτή η διεξοδική ενημέρωση θα μπορούσε να παραλειφθεί αν η μεταβίβαση γινόταν σε fund σε άλλη τραπεζιτική εταιρία (όπως η συγκεκριμένη περίπτωση), ή αν η δανειολήπτρια ήταν ήδη σε υπερημερία. Σε κάθε περίπτωση εδώ στις 19.2.2018 η δανειοδότρια ενημέρωσε πράγματι τη δανειολήπτρια ότι υποκατάστατος στο δάνειο της ήταν η τρίτη εναγόμενη τράπεζα “………..”. Η τρίτη εναγομένη είχε αγοράσει το οικονομικό συμφέρον του δανείου ήδη από τις 8 Νοεμβρίου 2017 με έμμεση συμμετοχή, οπότε και μεταβιβάστηκε σε αυτήν ο κίνδυνος, σχετικά δε συνήφθη η από 1.3.2018 σύμβαση-πλαίσιο χρηματοδοτούμενης συμμετοχής, μεταξύ της “…………..” ως παραχωρητή και της “……………..” ως συμμετόχου. Μετά την υποκατάσταση από την τρίτη εναγόμενη τράπεζα, η “………”, υπό την ιδιότητα της ως Αντιπροσώπου, υπέβαλε νέο αίτημα εκτίμησης της αξίας του πλοίου της ενάγουσας, αυτή τη φορά προς την πρώτη εναγόμενη, ναυλομεσιτική εταιρεία με την επωνυμία “……..”. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο διευθυντή της τρίτης εναγομένης γνώριζαν ότι η εταιρία …….. είχε παράσχει στο παρελθόν κάποιες εκτιμήσεις σχετικές με το A, αλλά πληροφορήθηκαν ότι τόσο αυτή όσο και η εταιρία εκτιμήσεων ……… είχαν, σύμφωνα με τον ενόρκως βεβαιώσαντα, το συγκεκριμένο διάστημα σύγκρουση συμφερόντων και ακολούθως δεν μπορούσαν για το λόγο αυτό να δεχθούν εντολή για εκτίμηση. Ακολούθως τους προτάθηκε να απευθυνθούν στην πρώτη εναγομένη, για την οποία είχαν σχηματίσει μια εικόνα της διαδικασίας που ακολουθούσε για την εκτίμηση πλοίων. Να σημειωθεί ότι από το αποδεικτικό υλικό αποδεικνύεται ότι ουδέποτε είχε προηγηθεί συνάντηση του διευθυντή της τρίτης εναγομένης με τον δεύτερο εναγόμενο. Το μόνο που είχε λάβει χώρα ήταν κάποιες συζητήσεις μεταξύ των προστηθέντων εργαζόμενων της τρίτης και της πρώτης των εναγομένων αναφορικά με το κείμενο των σχεδίων εκτίμησης κάτι που συνηθίζεται για την σύνταξη μιας εκτίμησης. Στη συνέχεια δε μετά από την προαναφερόμενη συνηθισμένη για την εκτίμηση προεργασία δόθηκε εντολή στην αντιπροσώπο …… να αιτηθεί την εκτίμηση της αξίας του πλοίου από την πρώτη εναγομένη. Η τελευταία εκπόνησε τη σχετική εκτίμηση και αποτίμησε την αξία του πλοίου στις 21.3.2018 στο ποσό των 15.250.000 δολάρια ΗΠΑ. Στις 22.3.2018 η τρίτη εναγομένη τράπεζα γνωστοποίησε στην πλοιοκτήτρια ότι η τρέχουσα εμπορική αξία του πλοίου ανερχόταν στο προαναφερόμενο ποσό που αντιπροσώπευε ποσοστό 112% της συνολικής αξίας του ποσού του ανεξόφλητου δανείου και συνεπώς ήταν μικρότερο από το λόγο αξίας του πλοίου προς το δάνειο (“τρέχουσα αναλογία»), ήτοι κατώτερη του 125%, που συνιστούσε την κάλυψη vrl. Επομένως απαίτησε πρόσθετη εξασφάλιση ύψους 1.750.000 δολαρίων ΗΠΑ, πράγμα που αμφισβήτησε η πλοιοκτήτρια. Ακολούθως η πλοιοκτήτρια αιτήθηκε η ίδια εκτίμηση του πλοίου από την πρώτη εναγομένη και η γνωμοδότηση που έλαβε τον επόμενο μήνα ήταν αρκετά μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα η ίδια η εναγομένη εκτίμησε το πλοίο, του οποίου αναφέρθηκαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά που αναφέρονταν στη γνωμοδότηση – εκτίμηση της τράπεζας στο ποσό των 16.500.000 δολαρίων ΗΠΑ. Η νέα εκτίμηση της αξίας του πλοίου, που εκπόνησε η πρώτη εναγόμενη κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας, υπογράφεται από τον ….. ……. Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή την 20.4.2018 η αξία του πλοίου ανερχόταν στο ποσό των 16.500.000 δολαρίων ΗΠΑ. Επειδή, όμως, η ως άνω πρόσθετη εκτίμηση της πρώτης εναγόμενης (από 20.4.2018) είχε αποκτηθεί μονόπλευρα (ιδιωτικά) από την ενάγουσα και σχεδόν ένα μήνα μετά την εκπόνηση της αρχικής της εκτίμησης, η “………” (ως Αντιπρόσωπος) θεώρησε ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 17.16 της σύμβασης δανείου για τους σκοπούς της Κάλυψης vri, δήλωσε ότι δεν την λαμβάνει υπόψη και κάλεσε εκ νέου την ενάγουσα, με το από 20.4.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα, να θεραπεύσει το έλλειμμα έως την 21.4.2018, βάσει της από 21.3.2018 εκτίμησης. Η εκκαλούσα αρνήθηκε ισχυριζόμενη ότι η χαμηλή εκτίμηση της αξίας του πλοίου το μήνα Μάρτιο του 2018 δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και συνιστούσε μια μεθοδευμένη προσπάθεια να περιέλθει η ενάγουσα εκκαλούσα σε υπερημερία προκειμένου να πωληθεί το πλοίο. Είχε δε εκτιμήσεις με βάση τις οποίες η αξία του πλοίου ήταν αρκετά μεγαλύτερη και ειδικότερα σύμφωνα με την από 23.3.2018 εκτίμηση της “……..” η κατά προσέγγιση εμπορική αξία του πλοίου της ανερχόταν στο ποσό των 17.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα με την από 3.4.2018 εκτίμηση της “……..” ανερχόταν στο ποσό των 17.250.000 δολαρίων ΗΠΑ και σύμφωνα με την από 18.4.2018 εκτίμηση της “……..” ανερχόταν στο ποσό των 17 – 18 εκατομμυρίων δολάρια ΗΠΑ. Επίσης η ενάγουσα γνωστοποίησε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της στην τράπεζα τη θέση της ότι, δεδομένης και της εξασφάλισης ποσού 500.000 δολάρια ΗΠΑ στον Λογαριασμό Κερδών που ετηρείτο, πάνω από το Ελάχιστο Πιστωτικό Υπόλοιπο (1.500.000 δολάρια ΗΠΑ), δεν ετίθετο ζήτημα Κάλυψης. Συγκεκριμένα, την 30.4.2018 υπήρχε υπόλοιπο 2.011.554,17 δολάρια ΗΠΑ στον τρεχούμενο λογαριασμό της ενάγουσας στην “……..”. Η ενάγουσα με την αγωγή της ισχυρίζεται ότι μεθοδευμένα δηλαδή με δόλο ο δεύτερος εναγόμενος για λογαριασμό της πρώτης εκτίμησε αδικαιολόγητα χαμηλά το πλοίο της προκειμένου αυτή να περιέλθει σε πλασματική, κατ’αυτήν υπερημερία, και να αναγκαστεί να πωλήσει το πλοίο προκειμένου να εξοφλήσει το δάνειο αφού σκοπός της τρίτης εναγομένης δεν ήταν οι πελατειακές σχέσεις αλλά η ρευστοποίηση των δανείων με σκοπό το κέρδος. Προκειμένου να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης η ενάγουσα έκανε χρήση τόσο του εμμάρτυρου μέσου όσο και εγγράφων. Ειδικότερα αυτή εξέτασε εργαζόμενους της ώστε να αποδείξει την επικαλούμενη στην αγωγή μεθόδευση των εναγομένων. Ο …….. διευθυντής λογιστηρίου της ………… στα πλαίσια απόδειξης της θετικής ζημίας της εκκαλούσας από την ακινητοποίηση του πλοίου ανέφερε μεγάλα λειτουργικά έξοδα και ειδικότερα ως μηνιαία αμοιβή της εταιρίας που διαχειριζόταν το πλοίο τα 12.500 δολάρια ΗΠΑ, ποσό που αναπροσαρμόστηκε σε 13.250 ευρώ από 1.1.2018. Άρα σύμφωνα με τον προαναφερόμενο ήταν γνωστό και δεδομένο ότι η εκκαλούσα δεν θα μπορούσε να καλύψει άμεσα πρόσθετες εγγυήσεις. Ο …….. εργαζόμενος στην ενάγουσα το επίδικο διάστημα, στις ένορκες καταθέσεις του διατύπωσε απορία σχετικά με την αλλαγή της ναυλομεσιτικής εταιρείας που εκπόνησε την εκτίμηση, καθόσον ο ίδιος δηλώνει ότι γνώριζε πως η εταιρία εκτιμήσεων “………..” επιλεγόταν σταθερά από την τράπεζα και ήταν αποδεκτή από τα Μέρη Εξασφάλισης ως ο Εγκεκριμένος ναυλομεσίτης. Επίσης δήλωσε ότι γνώριζε ότι επιλεγόταν κατά το παρελθόν η εταιρία εκτιμήσεων «………..» από την τρίτη εναγόμενη “……….”, που είχε πλέον οικονομικό συμφέρον στο δάνειο. Οι ενόρκως βεβαιώσαντες για λογαριασμό της ενάγουσας τονίζουν τη σταθερή συνέπεια της δανειολήπτριας εταιρείας στην εξυπηρέτηση του δανείου και για το λόγο αυτό εξάλλου από την πλευρά της ενάγουσας υπεβλήθη ως αίτημα να γίνει δεκτή ως δεσμευτική η από 23.3.2018 ως άνω εκτίμηση της “…….. ” περί εμπορικής αξίας του πλοίου ύψους 17.500.000 δολαρίων ΗΠΑ.  Όμως από τη σύμβαση δανείου αποδείχθηκε ότι σε καμία περίπτωση η “…….” δεν ήταν υποχρεωμένη από τη σύμβαση να χρησιμοποιεί αποκλειστικά την “………” για την εκτίμηση της αξίας του επίδικου πλοίου. Είναι, άλλωστε, συνήθης πρακτική στη δευτερογενή αγορά χρέους, μετά από μία επένδυση αντίστοιχη αυτής στην οποία προέβη η τρίτη εναγόμενη, να εκτιμάται το ενυπόθηκο πλοίο από ναυλομεσίτη που δεν είχε προηγούμενη σχέση με το δάνειο. Επιπλέον η ενάγουσα για να αποδείξει την επικαλούμενη στην αγωγή μεθόδευση των εναγομένων επικαλέστηκε και προσκόμισε ως σχετικό 20 την ετήσια έκθεση του έτους 2018 του ομίλου της πρώτης εναγομένης στην οποία αναφέρεται ότι οι αξίες των 5ετών πλοίων 28.000 τόνων νεκρού βάρους handysizes αυξήθηκαν κατά 37% για να φτάσουν τα 11 εκατομμύρια δολάρια, ενώ οι μεγαλύτερες μονάδες των 32.000 τόνων νεκρού βάρους έφταναν τα 13 εκατομμύρια δολάρια και οι 37.000 τόνοι νεκρού βάρους όπως το πλοίο της έφταναν τα 15 εκατομμύρια δολάρια στο τέλος του 2017 αφού είχαν ανατιμηθεί κατά 11,5% και 7% σε διάστημα 12 μηνών. Η αντίστοιχη έκθεση του 2019 (σχετ. 21) εκτοξεύει την αξία πλοίου 37.000 τόνων νεκρού βάρους στα 17 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ με ετήσια ανατίμηση ύψους 13%. Ο συνταξιούχος ναυλομεσίτης ………. αναφέρει ότι η εκτίμηση της εμπορικής αξίας ενός πλοίου είναι μια σύνθετη αξιολόγηση που περιλαμβάνει στοιχεία όπως αυτά της ποιότητας κατασκευής του πλοίου, των χαρακτηριστικών που επηρεάζουν άμεσα την εμπορική εκμετάλλευσή του, της κατάστασης στην οποία βρίσκεται τη στιγμή της αξιολόγησης, της τοποθεσίας που θα βρίσκεται κατά τη μέρα της παράδοσης στο νέο ιδιοκτήτη αφού λαμβάνεται υπόψη ακόμη και η θαλάσσια διαδρομή που θα εκτελέσει κενό φορτίου μέχρι τον πιο κατάλληλο λιμένα φόρτωσης, αφού μέχρι τότε δεν αποφέρει κέρδος. Καταλήγει δε ότι με βάση τα έγγραφα που του τέθηκαν υπόψη η εκτίμηση στην οποία προέβη η πρώτη εναγομένη δεν ήταν προσεκτική και ήταν μια εκτίμηση που δεν ανταποκρινόταν στις συνθήκες της αγοράς και τα χαρακτηριστικά του πλοίου και ότι υπολειπόταν ακόμη και της αξίας που έδινε εκείνη τη μέρα η ιστοσελίδα ……….. η οποία κατά αυτόν έχει χαμηλές εκτιμήσεις ως προς την αξία των πλοίων. Επίσης ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας ……….., …………., αφού καταθέτει ότι γνωρίζει τους μετόχους της ενάγουσας …….. και …….. που χαίρουν εκτίμησης στο χώρο της ναυτιλίας και δεν αντιμετώπισαν ξανά πρόβλημα με πιστωτικό ίδρυμα της αλλοδαπής ή της ημεδαπής θεωρεί αξιοπερίεργο μια ναυλομεσιτική εταιρία να δίνει εκτιμήσεις που αφορούν αξία του ίδιου πλοίου και έχουν διαφορά 8,2 % σε διάστημα μόνο ενός μήνα. Ο διευθυντής δε της ……….,  ………. που εξετάστηκε στο προξενικό γραφείο της πρεσβείας της Ελλάδος στο Λονδίνο, ο οποίος επιβλέπει τις τραπεζικές σχέσεις και διαχειρίζεται τον κίνδυνο στην εταιρία που διευθύνει με εμπειρία 30 ετών στον τραπεζικό τομέα και με καθήκοντα πραγματογνώμονα αναφέρει ότι η εκτίμηση της πρώτης εναγομένης της 21.3.2018 υπολειπόταν κατά ποσοστό 11,6% εκτιμήσεων κορυφαίων ναυλομεσιτών και ότι αυτό δε συνηθίζεται αφού η απόκλιση είναι κατά μέσο όρο στο 1,5% και δεν υπερβαίνει στο 5%. Σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη του ……….. ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας και Ουαλίας η εκτίμηση του δεύτερου εναγομένου ήταν υπερβολικά χαμηλή για τις κρατούσες συνθήκες της αγοράς για εκείνη την περίοδο και βρισκόταν εκτός της αποδεκτής κλίμακας τιμών και δεν ήταν μία αξία στην οποία θα κατέληγε εύλογα ένας επαγγελματίας ανεξάρτητος εκτιμητής. Μάλιστα αναφέρει ότι διάβασε κατάθεση του δευτέρου εναγομένου και αντιλήφθηκε ότι ο τελευταίος δεν είχε λάβει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά, τις προδιαγραφές, τις αναβαθμίσεις και ικανότητες του συγκεκριμένου πλοίου το οποίο κατά την ημερομηνία της εκτίμησης ήταν τριών ετών και ότι η συμβατική τιμή του ήταν σημαντικά ανώτερη από τη συνηθισμένη για πλοίο τέτοιου μεγέθους και είδους κατασκευασμένου σε ναυπηγείο της Κίνας και ότι επειδή οι προδιαγραφές και ο σχεδιασμός του ήταν πολύ ανώτερος η συμβατική του τιμή θα υπερέβαινε τα 24 εκατομμύρια δολάρια. Ο προαναφερόμενος πραγματογνώμονας καταλήγει ότι δεν υπάρχει κάποια εύλογη εξήγηση ανάμεσα στη διαφορά των δύο εκτιμήσεων της πρώτης εναγομένης μέσα σε διάστημα ενός μήνα και μάλιστα τονίζει ότι και η δεύτερη εκτίμηση βρισκόταν κατά 1,5 εκατομμύρια χαμηλότερα από την ρεαλιστικά αναμενόμενη την ημερομηνία αυτή αξία του πλοίου. Την πραγματογνωμοσύνη του τελευταίου χαρακτηρίζει σοβαρά εσφαλμένη και αναξιόπιστη ο εργαζόμενος στην πρώτη εναγομένη …………… με τις ένορκες βεβαιώσεις του ενώπιον του προξενικού γραφείου της πρεσβείας της Ελλάδος στο Παρίσι. Ο τελευταίος αναφέρει ότι η πρώτη εναγομένη έχει 17 μεσίτες (εκ των οποίων ο ένας στην Αθήνα) και ότι η πρώτη εναγομένη θεωρείται εγκεκριμένη ναυλομεσίτης. Ότι κάθε εκτίμηση αποτελεί υποκειμενική γνώμη και βασίζεται στα στοιχεία που υπάρχουν εκείνη τη στιγμή. Ότι υπάρχει ποικιλία πηγών για στοιχεία πράξεις και συναλλαγές στα οποία μπορεί να απευθυνθεί ένας μεσίτης και ότι ο δικός τους οίκος βασίζεται κυρίως σε προσφάτως πραγματοποιηθείσες πράξεις. Ότι δεν γνώριζαν το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκε η εκτίμηση από την τρίτη εναγομένη. Ότι επειδή πρόσφατα το πλοίο F μεταφορικής ικανότητας 34.000 τόνων ναυπηγημένο στην Κίνα το 2011 είχε πωληθεί στο τέλος Φεβρουαρίου του έτους 2018 έναντι του ποσού των 11.300.000 δολαρίων ΗΠΑ, και ότι δεν υπήρχε ένδειξη πρόσφατων πωλήσεων παρά μόνο αδερφά πλοία μεταφορικής ικανότητας 35.000 τόνων  ήταν αντικείμενο διαπραγματεύσεων το Μάρτιο σε ποσό στα 15.500.000 εκατομμυρίων ΗΠΑ. Ότι γενικά δεν υπήρχαν αρκετές κατά το χρόνο εκτίμησης το Μάρτιο συναλλαγές νέων σε ηλικία φορτηγών και ότι η διακύμανση μεταξύ των δύο εκτιμήσεων στο μήνα δικαιολογείται και μπορεί ενίοτε να φτάσει και το 10 με 15%. Σχετικά με την πραγματογνωμοσύνη τονίζει ότι παραλείπονται στοιχεία και ότι η ίδια η μεθοδολογία του πραγματογνώμονα παρουσιάζει προβλήματα καθώς αυτός βασίζει την ανάλυση του σε καταλόγους της …….. πλοίων ναυπήγησης Κορέας και Ιαπωνίας και όχι Κίνας, και ότι για Κινέζικα ναυπηγεία καλής φήμης οι τιμές είναι μειωμένες κατά 10 έως 20% σε σχέση με τα Γιαπωνέζικα και τα Κορεάτικα. Ότι οι μεταγενέστερες πωλήσεις δεν πρέπει να επηρεάζουν την ορθότητα της πρότερης εκτίμησης και ότι δεν είναι περίεργο να μεταβληθεί μια εκτίμηση αξίας όταν έχει παρεμβληθεί συγκρίσιμη πώληση που το ευνοεί, αν και το WB  η πώληση του οποίου μεσολάβησε ήταν μεγαλύτερο με εγκατεστημένο σύστημα επεξεργασίας υδάτινου έρματος οικονομικότερου στην κατανάλωση και αποδοτικότερου, και καταλήγει ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν έγινε δεκτή από τον Άγγλο Δικαστή. Επίσης με την από 21.10.2019 ένορκη βεβαίωση του ο ……….. που εργάζεται στην πρώτη εναγομένη αναφέρει ότι υπάρχει εξήγηση για τη διαφορά ανάμεσα στις δύο εκτιμήσεις μέσα σε διάστημα ενός μήνα και ότι η διαφορά αυτή οφείλεται στο ότι το πλοίο ………… πωλήθηκε τον Απρίλιο αντί του ποσού των 17,2 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι το “WB”, πέραν του ότι είναι μεγαλύτερο (38.000 περίπου τόνοι νεκρού βάρους, έναντι 36.056 του “Ά”), διαθέτει σύστημα επεξεργασίας υδάτων, ενώ το προαναφερόμενο πλοίο δεν διαθέτει, και περαιτέρω ο ειδικός σχεδιασμός του αμπαριού του τελευταίου σε σχήμα “box” δεν είναι ελκυστικό χαρακτηριστικό, διότι απαιτεί πιο εξειδικευμένη μελέτη φόρτωσης/εκφόρτωσης και δεν είναι εξίσου κατάλληλο για όλα τα είδη εμπορικής εκμετάλλευσης. Ο προαναφερόμενος ενόρκως βεβαιώσας τονίζει ότι ουδεμία γνώση είχε η εταιρία στην οποία εργαζόταν (πρώτη εναγομένη) για το συμφέρον της τρίτης εναγομένης αναφορικά με το επίδικο δάνειο, ότι ποτέ δεν είχαν επαφή με οποιονδήποτε στην τρίτη εναγομένη αναφορικά με την εντολή εκτίμησης του συγκεκριμένου πλοίου. Ότι η εκτίμηση ενός πλοίου είναι μια συλλογική διαδικασία (ώστε να μην περιορίζονται στην εμπειρία και το ένστικτο ενός μεσίτη) στην οποία συμμετείχαν 4 μεσίτες και ο ίδιος και με βάση τις αναφερόμενες από αυτόν πωλήσεις πλοίων ναυπηγηθέντων από το έτος 2011 έως το 2016 μεταφορικής ικανότητας από 34 έως 35000 τόνων εκείνο το διάστημα αντί ποσών 11.300.000 έως 14.000.000 δολαρίων ΗΠΑ ταλαντεύτηκαν αρχικά ανάμεσα στα 15 και 15,5 εκατομμύρια για το επίδικο πλοίο ναυπηγήσεως 2015 μεταφορικής ικανότητας 36.056 τόνων. Όπως προαναφέρθηκε παρά τις ευνοϊκές και μεταγενέστερες της εκτίμησης της πρώτης εναγομένης μετά από αίτημα της τρίτης για την ενάγουσα εκτιμήσεις της αξίας του πλοίου, η τρίτη εναγομένη απέστειλε έγγραφο στην ενάγουσα με το οποίο την καλούσε εντός διαστήματος τριάντα (30) ημερών να προβεί κατ’ επιλογήν της σε μία από τις ακόλουθες ενέργειες: είτε να καταθέσει σε μετρητά στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων ή σε πρόσωπο προτεινόμενο από αυτόν το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε στο έλλειμμα ως επιπρόσθετη εξασφάλιση του Αντιπροσώπου Εξασφαλίσεων για την Αποπληρωμή της Οφειλής, είτε να παράσχει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων άλλη επιπρόσθετη εξασφάλιση, τη μορφή και το ποσό της οποίας θα αποδεχόταν ο Αντιπρόσωπος Εξασφαλίσεων κατά τη διακριτική του ευχέρεια είτε να προπληρώσει το δάνειο κατά το ποσό του ελλείμματος, Στην τρίτη ως άνω περίπτωση το απαιτούμενο ποσό που έπρεπε να προπληρωθεί ανερχόταν σε 1.400.000 δολ. ΗΠΑ, στη δε πρώτη και δεύτερη περίπτωση, η αξία της πρόσθετης εξασφάλισης που έπρεπε να παρασχεθεί ανερχόταν σε 1.750.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, της υπενθύμιζε ότι η αποτυχία αποκατάστασης του ελλείμματος συνιστούσε Γεγονός Υπερημερίας δυνάμει του όρου 22.1.2. της σύμβασης δανείου. Η ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε προς την απαίτηση αυτή και στις 25.4.2018 η δανείστρια τράπεζα της απέστειλε ειδοποίηση υπερημερίας, ενώ στις 15.6.2018 της γνωστοποίησε την καταγγελία της σύμβασης δανείου, ως αποτέλεσμα του γεγονότος υπερημερίας, και απαίτησε την άμεση αποπληρωμή του συνολικού ποσού, ήτοι 13.496.922,33 δολαρίων ΗΠΑ. Όμως από όλα τα παραπάνω το παρόν δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η εκτίμηση που φερόταν να έγινε από το δεύτερο εναγόμενο, αλλά σημειωτόν στην πραγματικότητα υπεγράφη τυπικά από τον …………. επίσης ανώτερο – ναυλομεσίτη της πρώτης εναγόμενης διότι κάθε εκτίμηση της πρώτης εναγομένης ήταν μια ομαδική εργασία, εκινείτο εντός του εύρους των αξιών μπορούσαν να καθοριστούν από μία ανεξάρτητη και πρώτης τάξεως εταιρεία ναυλομεσιτών με καλή φήμη, που ενεργούσε έντιμα, καλόπιστα και λογικά. Επομένως η εκτίμηση αυτή ήταν σύμφωνη με τον αντίστοιχο όρο της σύμβασης δανείου για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας του πλοίου. Εξάλλου τα όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με συνάντηση προστηθέντων εργαζόμενων ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη εναγομένη για μια προεργασία σχετικά με το κείμενο του σχεδίου εκτίμησης και σε καμία περίπτωση το ύψος της εκτίμησης, αποτελούσε πάγια πρακτική στα πλαίσια της συγκεκριμένης  ενασχόλησης με την παροχή εκτίμησης της εμπορικής αξίας των πλοίων των δανειοληπτών, δεν αρκεί από μόνη της για να υπαχθεί η συμπεριφορά της τρίτης εναγομένης σε κακόπιστη που αντιβαίνει στην τραπεζική πρακτική. Σε κάθε περίπτωση είναι άλλο το θέμα της προηγούμενης συγκατάθεσης ή διεξοδικής ενημέρωσης της δανειολήπτριας στην όλη διαδικασία και άλλο το θέμα των εκτιμήσεων από την πρώτη εναγομένη. Σε κρίση περί συμπαιγνίας των εναγομένων δεν μπορεί επίσης να οδηγήσει το γεγονός ότι σύμφωνα με τον επιχειρηματία ……….. είχαν προηγηθεί οι υποθέσεις των πλοίων T και M στις οποίες και πάλι είχε καταγγελθεί ο δεύτερος εναγόμενος στέλεχος της πρώτης αλλά και η πρώτη εναγομένη για έκδοση χαμηλών εκτιμήσεων στα πλαίσια ναυτιλιακών δανείων, διότι οι υποθέσεις αυτές δεν συνδέονται με την επίδικη. Εξάλλου η ρήτρα value to loan coverage «Κάλυψη VTL» αποτελεί συμπληρωματικό τρόπο προστασίας της πιστώτριας τράπεζας αφού έτσι της δίνει το δικαίωμα να ελέγχει μέσω ενός καθορισμένου στη σύμβαση τρόπου την ποσοστιαία αναλογία μεταξύ του εκάστοτε ανεξόφλητου ποσού και της τρέχουσας εμπορικής αξίας του πλοίου με τις πρόσθετες εξασφαλίσεις. Εξάλλου η κατάθεση του …….. ότι δεν είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται από τις τράπεζες για να προχωρούν στην καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν συμμορφώνεται η τράπεζα είθισται να προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και όχι να καταγγέλλει το δάνειο αποτελεί προσωπική του εκτίμηση και έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας και του κανόνες της λογικής, διότι  σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της δανειολήπτριας η τραπεζική εταιρία, πέραν της καταγγελίας, δεν έχει άλλο μέσο για να προστατεύσει τα συμφέροντα της. Εξάλλου ο ίδιος ο ενόρκως βεβαιώσας αφενός παραδέχεται ότι ο παραπάνω όρος που ενσωματώνεται κατά συναλλακτική πρακτική στις δανειακές συμβάσεις που αποσκοπούν στη χρηματοδότηση αγοράς πλοίων, λόγω των απρόβλεπτων παραγόντων που επιδρούν στη   και που μπορούν αιφνιδίως να προκαλέσουν υπερημερία του δανειολήπτη οι πράξεις και τυχόν παραλείψεις της τρίτης εναγομένης βρίσκονται όλες στα πλαίσια της τραπεζιτικής πρακτικής και επίσης καταθέτει ότι το βασικότερο από τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ο ναυλομεσίτης που θα προβεί στην εκτίμηση του πλοίου είναι ότι θα πρέπει να έχει την καλύτερη γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και να παρακολουθεί την πορεία του και τις αυξομειώσεις στην εμπορική του αξία από την αρχή ώστε ο δανειολήπτης να αισθάνεται ότι η τράπεζα θα διαφυλάξει και θα προστατεύσει τα συμφέροντα του και δεν θα τον αδικήσει επιλέγοντας έναν ναυλομεσίτη που θα μεροληπτήσει υπέρ της. Επομένως: α) η ως άνω συμπεριφορά της τρίτης εναγομένης ήταν σύμφωνη με την τραπεζική πρακτική. Β) δεν αποδείχθηκε ότι η διαφορά στις δύο εκτιμήσεις μέσα σε διάστημα ενός μήνα που παραχώρησε η πρώτη εναγομένη στα πλαίσια της ομαδικής απασχόλησης του προσωπικού της ήταν ασυνήθιστη και εκτός των πλαισίων της επαγγελματικής της δραστηριότητας γ) δεν αποδείχθηκε προηγούμενη ασυνήθιστη συνεννόηση των εκτιμητών με την τρίτη εναγομένη προκειμένου να παρασχεθεί η εκτίμηση. Ακολούθως δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά περί συμπαγνίας των εναγομένων και μεθόδευσης που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε αμέλεια των δύο πρώτων εναγομένων κατά την εκτίμηση της αξίας του πλοίου δηλαδή κατά την άσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων που θα συνεπάγετο ανεξάρτητα από τη συμβατική σχέση κατά τη δεύτερη εκτίμηση ευθύνη τους προς αποζημίωση της ενάγουσας με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών καθόσον η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στο νομικό της πρόσωπο λόγω της απώλειας του πλοίου Alkyon το οποίο τελικά πωλήθηκε. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στους συναφείς λόγους της από 9.5.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 έφεσης και τους από 10.8.2021 με αριθμό κατάθεσης ………/2021 πρόσθετους λόγους αυτής είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ακολούθως των ανωτέρω η προαναφερόμενη έφεση κρίνεται απορριπτέα κατ’ουσίαν. Επειδή το ένδικο μέσο απορρίπτεται θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως στο δημόσιο ταμείο κατ’άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις από 9.5.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 έφεση και τους από 10.8.2021 με αριθμό κατάθεσης ……../2021 πρόσθετους λόγους αυτής, την από 27.4.2021 με αριθμό κατάθεσης ……../2021 έφεση και την από 7-6-2021 με αριθμό κατάθεσης ………/2021 έφεση κατά της με αριθμό 3561/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει την από 7-6-2021 με αριθμό κατάθεσης ………../2021 έφεση

Δέχεται τυπικά τις από 9.5.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 έφεση και τους από 10.8.2021 με αριθμό κατάθεσης ………../2021 πρόσθετους λόγους αυτής και την από 27.4.2021 με αριθμό κατάθεσης ………../2021 έφεση και τις απορρίπτει κατ’ουσίαν

Διατάζει την εισαγωγή των παραβόλων εφέσεως με αριθμούς ………., ……….. και ………….. στο δημόσιο ταμείο

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσία μεταξύ των διαδίκων μερών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Ιανουαρίου 2025  και δημοσιεύθηκε στις 4 Μαρτίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ