ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 138/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», με το διακριτικό τίτλο «……….» (πρώην «………….» με το διακριτικό τίτλο «…………….»), που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, ………. (με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ….. και ΑΦΜ … ΦΑΕ Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας σύμφωνα με το ν. 4354/2015 από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ δυνάμει της με αριθμό 326/2/17-9-2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ τ.Β 3533/20-9-2019), η οποία δυνάμει της από 23-12-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθμό πρωτ. …/24-12-2020 στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό … στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, ως αυτή συμπληρώθηκε με την από 24-11-2022 σύμβαση συμπλήρωσης, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθμό πρωτ. ………../24-11-2022 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …., ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………….», με έδρα το ………. Ιρλανδίας (………..), μητρώου …………, νομίμως εκπροσωπούμενη, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ευαγγελία Οικονόμου (ΑΜΔΣΑ:………..).
Της εφεσίβλητης : ……….., την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Προξενία Καρτσωνάκη (ΑΜΔΣΑ : ………..).
Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 2-9-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό ……/2021 ανακοπή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη με αριθμό 2975/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη με αριθμό …./2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα με την από 12-10-2023 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2023 και ειδικό …./2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας κατά της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 2975/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 επ., 632 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 19-10-2023, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 26-9-2022, καθώς ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./19-10-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αναφορά στο με αριθμό ………../2023 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 2-9-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ανακόπτουσα ζήτησε, για τους αναφερόμενους σε αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση της ανακοπτομένης με αριθμό …………./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή για απαίτηση προερχόμενη από καταγγελθείσα σύμβαση στεγαστικού δανείου και με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην εταιρία με την επωνυμία «………………» το ποσό των 28.530,71 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και το ποσό των 700,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 επ., 632 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), τη με αριθμό 2975/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία, γενομένου δεκτού του πέμπτου λόγου της ανακοπής, έγινε δεκτή η ανακοπή, ακυρώθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Την απόφαση αυτή (2975/2022) προσβάλλει η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τον αναφερόμενο στην έφεση λόγο, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της ασκηθείσα ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.
ΙΙΙ. Με το άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε, ή από τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν, ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη ΑΚ 281. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης, προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 6/2016, Ολ ΑΠ 5/2011, Ολ ΑΠ 7/2002, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 207/2014, ΜονΕφΠειρ 375/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΘεσσαλ 459/2011, ΕφΘεσσαλ 1027/2010, ΕφΛαρ 298/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικά δύο μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Δεν εμπίπτει ωστόσο, στην ως άνω απαγόρευση (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης, η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’ εαυτής, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, όπως η έγερση αγωγής, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης τόσο αυτές όσο και η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά προδικασία αυτής, ενώ αντιθέτως αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής, αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’ άρθρο 924 εδ. α του ΚΠολΔ (ΜονΕφΘεσσαλ 1271/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, με αναφορά σε ΕφΘεσσαλ 2230/2008 ΕπισκΕμπΔ 2009.160).
ΙV. Με τον πέμπτο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η από 23-4-2014 κοινοποιηθείσα καταγγελία της δανειακής της σύμβασης είναι καταχρηστική και άκαιρη και έλαβε χώρα χωρίς η ίδια να πληροί τις προϋποθέσεις αφερεγγυότητας, καθόσον η καθ’ ης η ανακοπή γνώριζε ότι από το μήνα Οκτώβριο 2013, που έπαυσε να καταβάλει τις δόσεις του δανείου της, είχε καταθέσει την 26-9-2013 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών τη με αριθμό κατάθεσης ……./2013 αίτησή της περί υπαγωγής στις ευνοϊκές διατάξεις του Ν. 3869/2010, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 22-2-2018 και δικάσιμος για την επικύρωση του προδικαστικού συμβιβασμού ή συζήτηση προσωρινής διαταγής η 23-1-2014. Στη συνέχεια, εκθέτει ότι μετά τη συζήτηση για τη χορήγηση προσωρινής διαταγής, έγινε δεκτό το σχετικό αίτημά της και χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή, με την οποία αποφασίστηκε προσωρινά, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας αίτησης, η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων και η διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης των περιουσιακών της στοιχείων, με την ταυτόχρονη υποχρέωση καταβολής εκ μέρους της μηνιαίως του ποσού των 200,00 ευρώ προς την «Τράπεζα Πειραιώς», για την ένδικη οφειλή από στεγαστικό δάνειο, αρχής γενομένης από την 1-2-2014, ότι η ίδια κοινοποίησε την 5-2-2014 την προσωρινή διαταγή στην τράπεζα και κατέβαλε έκτοτε ανελλιπώς το ορισθέν ως άνω ποσό, ότι την 23-6-2014 η τράπεζα της κοινοποίησε καταγγελία της δανειακής της σύμβασης, επικαλούμενη ότι η ανακόπτουσα δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις και γι’ αυτό κατήγγειλε σύμφωνα με το άρθρο 12 περ. στ την επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου και κήρυξε το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, υποχρεώνοντας την ανακόπτουσα να καταβάλει το ποσό των 42.834,32 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας από την 23-4-2014, ανατοκιζόμενων των τόκων ανά εξάμηνο, και πλέον εξόδων, έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και ότι για την επίδικη καταγγελία του δανείου η τράπεζα θεώρησε ότι η ανακόπτουσα όφειλε τις δόσεις για το διάστημα από το μήνα Οκτώβριο 2013 έως το μήνα Απρίλιο 2014, ενώ στην πραγματικότητα η ίδια από το μήνα Φεβρουάριο 2014 κατέβαλε το ορισθέν με την προσωρινή διαταγή ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως και επομένως, οι μήνες για τους οποίους δεν κατέβαλε δόσεις είναι μόνο τέσσερις (4), χρονικό διάστημα από το οποίο δεν δύναται να προκύψει η αφερεγγυότητά της, καθότι ανέμενε τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής. Ισχυρίζεται ειδικότερα ότι η ένδικη καταγγελία, την οποία ο Δικαστής για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής έλαβε υπόψη και στηρίχτηκε σε αυτήν, έγινε όλως καταχρηστικά και χωρίς νόμιμη βάση, αφού η τράπεζα γνώριζε ότι από το μήνα Οκτώβριο 2013 η ανακόπτουσα έχει προβεί στις απαραίτητες δικαστικές ενέργειες για την υπαγωγή της στο Ν. 3869/2010, ότι ήδη από την 23-1-2014 είχε εκδοθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία συμμορφώθηκε η ανακόπτουσα και υποχρεώνεται η τράπεζα να αποδέχεται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης υπαγωγής στο Ν. 3869/2010 μηνιαία δόση ύψους 200,00 ευρώ, χωρίς η ανακόπτουσα να θεωρείται υπερήμερη, καθώς και ότι η ίδια (ανακόπτουσα) υπέστη ζημία από την καταχρηστική καταγγελία, δεδομένου ότι από την επομένη της καταγγελίας η οφειλή της βρίσκεται σε οριστική καθυστέρηση, επιβαρυνόμενη με επιτόκιο υπερημερίας 2,5 μονάδων πλέον του συμβατικού. Ωστόσο, ο πιο πάνω προβαλλόμενος λόγος ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), δεν αποδείχθηκε ούτε αδράνεια της δανείστριας τράπεζας και μάλιστα μακρόχρονη, να ασκήσει το δικαίωμά της, ούτε καλόπιστη πεποίθηση της ανακόπτουσας ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα κατ’ αυτής και γενικότερα ούτε συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο της τράπεζας ως δικαιούχου όσο και της ανακόπτουσας ως υπόχρεης, εφόσον όμως, αυτή της τελευταίας τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη της δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Άλλωστε, το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της τράπεζας κατ’ άρθρο 12 περ. στ, με την εξώδικη καταγγελία της επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου, επέφερε τυχόν βλάβη, έστω και μεγάλη, στην ανακόπτουσα, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη συμφέροντος όμως, δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής και εν προκειμένω η τράπεζα αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση και το νόμο, λόγω μη εξυπηρέτησης του ένδικου δανείου, περιφρουρώντας τα περιουσιακά της δικαιώματα, να εισπράξει την απαίτησή της σε βάρος της ανακόπτουσας ως οφειλέτη, καταγγέλλοντας την ένδικη σύμβαση δανείου, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση η ως άνω πιστούχος υπήρξε ασυνεπής ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της σύμφωνα με το άρθρο 12 περ. στ της ένδικης δανειακής σύμβασης, ούσα ήδη υπερήμερη για χρονικό διάστημα άνω των ενενήντα (90) ημερών, καθώς παρέλειψε να καταβάλει τέσσερις (4) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις, που αφορούσαν στο χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο 2013 έως και το μήνα Ιανουάριο 2014 (αφού για το μήνα Φεβρουάριο 2014 κατέβαλε το ποσό που όρισε η προσωρινή διαταγή), διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της (τράπεζας), τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) μόνον αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, στοιχείο που δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ιστορούμενα από την ανακόπτουσα στο δικόγραφο της ανακοπής της. Εξάλλου, το γεγονός ότι κατά το χρόνο της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης από την τράπεζα εκκρεμούσε η συζήτηση της αίτησης υπαγωγής της ανακόπτουσας στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και είχε εκδοθεί σχετική προσωρινή διαταγή, που σε γνώση της τράπεζας επέβαλε την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά της οφειλέτριας, δεν αναιρεί την προειρημένη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί μη καταχρηστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, καθόσον, δεδομένου ότι δεν εμποδίζεται η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής από την προγενέστερη υποβολή αίτησης του Ν. 3869/2010, η τυχόν καταγγελία της δανειακής σύμβασης από την τράπεζα δεν αποτελεί επιθετική πράξη, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της νόμιμης προδικασίας για την κτήση εκτελεστού τίτλου και δη διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε αντίθετα, δεχόμενο ως βάσιμο τον ως άνω λόγο ανακοπής, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου αυτής, και ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο ανωτέρω λόγος ανακοπής ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν και να ερευνηθούν περαιτέρω οι λοιποί λόγοι της ανακοπής, οι οποίοι δεν ερευνήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
V. Από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ’ αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και το πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη (ΑΠ 914/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), στα οποία, σε περίπτωση ειδικής ή καθολικής διαδοχής στο πρόσωπο του αιτούντος ή του καθ’ ου η αίτηση, περιλαμβάνονται και τα απαιτούμενα προς τούτο νομιμοποιητικά έγγραφα. Αν δεν προσκομισθούν στον αρμόδιο δικαστή το αργότερο πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα, ο τελευταίος οφείλει, κατ’ άρθρο 628 παρ. 1 α ΚΠολΔ, να απορρίψει τη σχετική αίτηση ως απαράδεκτη. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του καθ’ ου η διαταγή, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της υπάρξεως και της δυνατότητας αποδείξεως της ουσιαστικής απαιτήσεως με τη βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής απόδοσης) προσαγωγή των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων. Έτσι το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν μέχρι την ημέρα εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και η νομιμοποίηση του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση σε περίπτωση διαδοχής, δεν μπορεί να διαγνώσει, στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα σε έγγραφα προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανακοπής, αλλά οφείλει να δεχθεί το αίτημα της ανακοπής και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, χωρίς όμως, η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεως, η οποία δεν διαγνώσθηκε (Ολ ΑΠ 10/1997, ΑΠ 1590/2022, ΑΠ 914/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 666/2020 προσκομιζόμενη, ΜονΕφΑθ 6446/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΕφΑνΚρητ 215/2022 αδημ.).
VI. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής έγγραφα δεν αποδεικνύεται η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης από την «……………» προς την «…………..», η οποία με τη σειρά της τη μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία ««…………..», για λογαριασμό της οποίας η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………….» ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης και ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, καθότι δεν αποδεικνύεται εγγράφως η νομιμοποίηση της καθ’ ης η ανακοπή προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 στοιχ. α, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
VII. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της με αριθμό ………../16-4-2009 σύμβασης στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 3M, μετά των πρόσθετων αυτής πράξεων, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κύριας σύμβασης, που καταρτίστηκαν μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..» και της ανακόπτουσας, συμφωνήθηκε η χορήγηση έντοκου στεγαστικού δανείου ύψους 45.000 ευρώ, για την αγορά και επισκευή ακινήτου (διαμερίσματος), κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που διαλαμβάνονται στην ένδικη σύμβαση. Το ποσό του δανείου ήταν εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης ποσού 54.000 ευρώ. Η εξόφλησή του συμφωνήθηκε σε 240 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ύψους 283,96 ευρώ έκαστη. Στη συνέχεια, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………» κατέστη ειδική διάδοχος των εργασιών της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» στην Ελλάδα. Η ειδική διαδοχή επήλθε σύμφωνα με 1) την υπ’ αριθμ. 66/26-3-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδας, 2) το υπ’ αριθμ. 96/26-3-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που νόμιμα δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 4640/26-3-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και 3) την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης. Ειδικότερα, με την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο, μεταβιβάστηκαν στην «……….» στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματος στην Ελλάδα της «…………..», δι’ εκχωρήσεως των δικαιωμάτων και αναδοχής των υποχρεώσεων, όπως αυτά ρητώς εξειδικεύονται στην ως άνω σύμβαση. Μετέπειτα, επειδή η ανακόπτουσα δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές υποχρεώσεις της από το ένδικο δάνειο, η «………….», επικαλούμενη την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, προέβη στην από 23-4-2014 εξώδικη καταγγελία του δανείου, η οποία κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα την 23-6-2014 (βλ. τη με αριθμό ………../23-6-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….). Περαιτέρω, η ένδικη σύμβαση δανείου εξυπηρετήθηκε αρχικά από το με αριθμό ……….. λογαριασμό της «……….» από την αρχική εκταμίευση του δανείου (19-5-2009) έως και το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, λόγω μετάπτωσης των συστημάτων της «…….» στα συστήματα της «………» (25-10-2013). Την 29-10-2013 το χρεωστικό υπόλοιπο του ως άνω λογαριασμού εξυπηρέτησης της «………» μεταφέρθηκε στο με αριθμό ……….. λογαριασμό εξυπηρέτησης της φερόμενης ως ειδικής διαδόχου «…………», ο οποίος εξυπηρέτησε την ένδικη σύμβαση έως την από 23-4-2014 καταγγελία της και μεταφορά του χρεωστικού υπολοίπου στο με αριθμό ………….. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης της «………..» (βλ. τα επικυρωμένα αντίγραφα από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων των άνω τραπεζών, όπου εμφανίζεται η κίνηση των άνω λογαριασμών εξυπηρέτησης του δανείου). Κατόπιν, η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», εδρεύουσα στο ……… Ιρλανδίας, φέρεται να κατέστη ειδική διάδοχος της «…………..» στην έννομη σχέση του ένδικου δανείου, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε σε περίληψη την 16-9-2019 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …./16-9-2019, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …… Επιπλέον, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε την 16-9-2019 και την 23-9-2019 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../16-9-2019 και …./23-9-2019, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ….. και …. αντίστοιχα, η αλλοδαπή εταιρία «…………….. φέρεται να ανέθεσε κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων δανειακών απαιτήσεων, αρχικά στην «…………» και μετά στην εταιρία «……….», ως μετανομασθείσα από «…………………..». Ακολούθως, η αλλοδαπή εταιρία «……………» προέβη σε επανεκχώρηση μέρους των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, στις οποίες φέρονται να συμπεριλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από την ένδικη σύμβαση δανείου, προς την «…………», δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε σε περίληψη την 13-7-2020 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../13-7-2020, στον τόμο …… και με αύξοντα αριθμό ……. Στη συνέχεια, η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού «…………….», εδρεύουσα στο …… Ιρλανδίας, φέρεται να κατέστη ειδική διάδοχος της «…………» στην έννομη σχέση του ένδικου δανείου, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε σε περίληψη την 22-7-2020 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../22-7-2020, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …… Έτι περαιτέρω, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε την 22-7-2020 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …./22-7-2020, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ……, η αλλοδαπή εταιρία «………..» φέρεται να ανέθεσε κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων δανειακών απαιτήσεων, στην εταιρία «………….». Έπειτα, δυνάμει της από 23-12-2020 σύμβασης, που καταχωρήθηκε την 24-12-2020 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……/24-12-2020, στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό …….., λύθηκε η από 21-7-2020 σύμβαση διαχείρισης μεταξύ της αλλοδαπής εταιρίας «……………» και της διαχειρίστριας εταιρίας «…..». Κατόπιν, δυνάμει της από 23-12-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε την 24-12-2020 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……/24-12-2020, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό ….., η αλλοδαπή εταιρία «……………» φέρεται να ανέθεσε κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 εκ νέου την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων δανειακών απαιτήσεων, στην εταιρία «…………………». Ακολούθως, η εταιρία «…………..», ενεργώντας ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια της απαίτησης, που απορρέει από την ένδικη δανειακή σύμβαση, δυνάμει της πιο πάνω από 23-12-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθμό πρωτ. ……/24-12-2020 στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό … στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, κατέθεσε την από 20-4-2021 αίτησή της για την έκδοση διαταγής πληρωμής, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτομένη με αριθμό ……………/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με αυτήν διατάσσεται η ανακόπτουσα να καταβάλει στην αλλοδαπή εταιρία «…………..» για την παραπάνω αιτία το ποσό των 28.530,71 ευρώ εντόκως από την 24-6-2014 (επομένη της επίδοσης της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης), με το ανώτατο επιτρεπόμενο συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, ήτοι το ισχύον συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής προσαυξημένο κατά 2,5% και με εξάμηνο ανατοκισμό, καθώς και το ποσό των 700,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκτίθεται το ανωτέρω ιστορικό αναφορικά με τις διαδοχικές μεταβιβάσεις και αναμεταβίβαση από την «…………..» προς τις δύο ως άνω αλλοδαπές εταιρίες ειδικού σκοπού, ενώ ως προς την αρχική (πρώτη) μεταβίβαση της έννομης σχέσης του δανείου από την «……………..» προς την «……………..» ρητά αναγράφεται ότι αυτή αποδεικνύεται από τα νόμιμα επικυρωμένα αντίγραφα των κάτωθι εγγράφων, τα οποία άλλωστε προσκομίστηκαν ως συνημμένα στην αίτηση προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ήτοι 1) της υπ’ αριθμ. 66/26-3-2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδας, 2) του με αριθμό 4640/26-3-2013 φύλλου της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο οποίο δημοσιεύεται το υπ’ αριθμ. 96/26-3-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, 3) της από 26-3-2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο, δυνάμει της οποίας μεταβιβάστηκαν στην «…………» στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματος στην Ελλάδα της «…………» δι’ εκχωρήσεως των δικαιωμάτων και αναδοχής των υποχρεώσεων και 4) της από 4-11-2020 βεβαίωσης της εταιρίας με την επωνυμία «………….» (βλ. τα έγγραφα αυτά). Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της παραπάνω σύμβασης πώλησης, η οποία προσκομίζεται με επίκληση από την καθ’ ης η ανακοπή, μεταξύ των μεταβιβασθέντων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 2.3 αυτής είναι και τα Ελληνικά Δάνεια της πωλήτριας, όπως εξάλλου τούτα κατονομάζονται και στο Παράρτημα 1 της σύμβασης αυτής ως μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2.1 της προδιαληφθείσας σύμβασης «η Πωλήτρια δια της παρούσας πωλεί, εκχωρεί και μεταβιβάζει και η Αγοράστρια δια της παρούσας αγοράζει και αποκτά τα Μεταβιβαζόμενα Στοιχεία του Ενεργητικού με ισχύ από το Χρόνο Μεταβίβασης», σύμφωνα δε με το Παράρτημα 1 της ίδιας σύμβασης, τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού είναι «1. Τα Ελληνικά Δάνεια….», σύμφωνα δε με το άρθρο 2.3 της σύμβασης «Με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 2.4 παρακάτω, τα Ελληνικά Δάνεια θα μεταβιβαστούν στην Αγοράστρια ελεύθερα βαρών», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2.4 της σύμβασης «Σε κάθε περίπτωση που Ελληνικά Δάνεια κατά την Ημερομηνία Μεταβίβασης αποτελούν εξασφάλιση για καλυμμένες ομολογίες που έχουν εκδοθεί από την Πωλήτρια, η Πωλήτρια δεν θα υποχρεούται να μεταβιβάσει αυτά τα Ελληνικά Δάνεια κατά το Χρόνο Μεταβίβασης, αλλά θα μεριμνήσει εντός πέντε Εργάσιμων Ημερών μετά την Ημερομηνία Μεταβίβασης, ώστε να αποδεσμευτούν ως εξασφάλιση και να μεταβιβαστούν στην Αγοράστρια ελεύθερα βαρών». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1 (ορισμοί) της εν λόγω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης «Ελληνικά Δάνεια» είναι όλες οι δανειακές απαιτήσεις (είτε υπό τη μορφή χρεογράφων είτε υπό άλλη μορφή και συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτική μίσθωση και πρακτόρευση απαιτήσεων, πλέον των συναφών δεδουλευμένων τόκων και συναφών εξασφαλίσεων), όπως καταγράφονται στα βιβλία της Πωλήτριας ή της Θυγατρικής την 15 Μαρτίου 2013, καθώς και όλα τα ναυτιλιακά και άλλα δάνεια της Πωλήτριας ή της Θυγατρικής τα οποία προέρχονται από και τυγχάνουν διαχείρισης στην Ελλάδα και επί του παρόντος αποτυπώνονται στο Κυπριακό χαρτοφυλάκιο δανείων, όλα αυτά όπως προσδιορίζονται στα αρχεία με την επωνυμία «………………….» και «θυγατρικές …………» στο CD που υπογράφτηκε από τα μέρη για τον σκοπό ταυτοποίησης». Περαιτέρω, από την επισκόπηση της ανωτέρω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η νομιμοποίηση της δικαιοπαρόχου της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού «……………..», ήτοι της «………………..», με την ιδιότητα της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου «……………..», προκύπτει ότι στην φερόμενη ως ειδική διάδοχο της αρχικής δανείστριας τράπεζας, «…………….», μεταβιβάστηκαν τα ελληνικά δάνεια όχι ως έχουν αλλά τα «ελεύθερα βαρών» δάνεια (άρθρα 2.3, 2.4, 5.1(Β) και 5.2(B) της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης). Προκειμένου δε να διευκρινισθεί ποια δάνεια ήταν ελεύθερα βαρών και μεταβιβάστηκαν και ποια ήταν βεβαρημένα και δεν μεταβιβάστηκαν κατά το Χρόνο Μεταβίβασης, σύμφωνα με τους όρους της παραπάνω σύμβασης πώλησης, ορίσθηκε στα άρθρα 5.1(Β) και 5.2(B) διαδικασία πιστοποίησης των ελληνικών δανείων, που η πωλήτρια μπορούσε να μεταβιβάσει και η αγοράστρια να αποκτήσει και συγκεκριμένα, προβλέφθηκε ότι θα οριστεί από κοινού τρίτος (Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας), προκειμένου, μεταξύ άλλων, να υπολογίσει το ποσό της Διαφοράς Αξίας Στοιχείων Ενεργητικού και Παθητικού κατά το Χρόνο Μεταβίβασης και επαληθεύσει ότι τα δάνεια που συγκαταλέγονται στο CD και αναφέρονται υπό τον όρο «Ελληνικά Δάνεια», υπάρχουν κατά το Χρόνο Αποτίμησης και ότι εμπίπτουν στην έννοια των «Ελληνικών Δανείων» [άρθρο 5.1(Α) και 5.1.(Β)]. Επομένως, από την ανωτέρω σύμβαση δεν προκύπτει άνευ ετέρου ότι το σύνολο των ελληνικών δανείων εμπίπτει στα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού της πωλήτριας τράπεζας, αφού συνομολογήθηκε με αυτήν διαδικασία επαλήθευσης σχετικά με το ποια από τα ελληνικά δάνεια που είχε συνάψει η πωλήτρια «……………», μπορούσε η τελευταία να μεταβιβάσει. Για δε την επαλήθευση ορίστηκε Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας. Συνεπώς, για την απόδειξη της νομιμοποίησης της «………………..» ως ειδικής διαδόχου της αρχικής δανείστριας «………………» και ειδικότερα για την απόδειξη του εάν το ένδικο δάνειο συγκαταλέγεται στα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού της πωλήτριας δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης πώλησης, δεν αρκούσε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η επίκληση και προσκομιδή μαζί με την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής των παραπάνω τεσσάρων (4) εγγράφων, που επικαλέστηκε και προσκόμισε η καθ’ ης η ανακοπή, αλλά ήταν αναγκαίο να προσκομιστεί, πλην των ως άνω εγγράφων και βεβαίωση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, ή άλλο αποδεικτικό έγγραφο, για την απόδειξη του κρίσιμου γεγονότος ότι το ένδικο δάνειο αφενός μεν συμπεριλαμβάνεται στο CD που μνημονεύεται στον οικείο όρο της ως άνω σύμβασης, για τα δάνεια που αναφέρονται υπό τον όρο «Ελληνικά Δάνεια», αφετέρου δε ότι υπήρχε κατά το Χρόνο Αποτίμησης και ότι εμπίπτει στην έννοια των «Ελληνικών Δανείων», ώστε να αποδεικνύεται η ειδική διαδοχή της «…………..» στην ένδικη δανειακή σύμβαση. Σε επίρρωση δε της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου επισημαίνονται και τα οριζόμενα στο άρθρο 5.2(Β) της ανωτέρω σύμβασης πώλησης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο αυτό αναφέρεται επί λέξει: «5.2 Για την αποφυγή αμφιβολιών:…(Β) Τα Ελληνικά Δάνεια τα οποία μεταβιβάζονται στην Αγοράστρια υπό τον όρο 2.4 ή 13.1 (είτε εντός του χρονικού διαστήματος των πέντε Εργάσιμων Ημερών το οποίο αναφέρεται σε αυτούς τους όρους είτε όχι) θα θεωρούνται για τους σκοπούς της ως άνω παραγράφου 5.1. ότι έχουν μεταβιβασθεί κατά το Χρόνο Μεταβίβασης. Τα Ελληνικά Δάνεια τα οποία δεν μεταβιβάζονται στην Αγοράστρια υπό τον όρο 2.4 ή 13.1 θα παύουν να εμπίπτουν στην έννοια των Ελληνικών Δανείων για τους σκοπούς της διαδικασίας του Ανεξάρτητου Εμπειρογνώμονα.». Κατ’ ακολουθίαν, για την αποφυγή αμφιβολιών διευκρινίσθηκε με τον ανωτέρω όρο ότι όσα δάνεια μεταβιβάζονται, θα θεωρούνται ότι μεταβιβάστηκαν κατά το Χρόνο Μεταβίβασης, ενώ τα ελληνικά δάνεια που δεν μεταβιβάζονταν υπό τον όρο 2.4 ή 13.1, δηλαδή όσα εκ των βεβαρημένων δανείων δεν ελευθερώνονταν εντός πέντε εργάσιμων ημερών μετά την Ημερομηνία Μεταβίβασης, δεν θα ενέπιπταν στην έννοια των Ελληνικών Δανείων. Κατά συνέπεια, από τη διατύπωση των παραπάνω όρων της ανωτέρω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, προκύπτει ότι για την άρση των όποιων αμφιβολιών σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα του ποια από τα ελληνικά δάνεια, που είχε συνάψει η πωλήτρια «……………….», μεταβιβάστηκαν στην αγοράστρια «………….», τελικώς, μόνον ο Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας, που ορίστηκε με το ως άνω άρθρο 5.1, θα μπορούσε να επιβεβαιώσει. Τέτοια βεβαίωση όμως, δεν προσκομίστηκε από την καθ’ ης η ανακοπή και αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, προκειμένου να αποδειχθεί ότι έλαβε χώρα η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης από την «………….» στην «…………………». Επομένως, από τα παραπάνω έγγραφα, που προσκομίστηκαν για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται ότι η ένδικη σύμβαση δανείου συγκαταλέγεται στις μεταβιβασθείσες, με την ως άνω από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης, έννομες σχέσεις. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την καθ’ ης η ανακοπή έγγραφα μαζί με την αίτησή της για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, δεν συνέτρεχε η απαιτούμενη για την έγκυρη έκδοση διαταγής πληρωμής διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της υπεισέλευσης της «………….» στην έννομη σχέση του ένδικου δανείου ως δικαιούχου της απαίτησης. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την προειρημένη από 4-11-2020 βεβαίωση, που η καθ’ ης η ανακοπή προσκόμισε για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με την οποία, όπως προκύπτει από το τηρούμενο στα συστήματα της «……………..» αρχείο, η ένδικη δανειακή σύμβαση είχε μεταβιβαστεί στην τελευταία λόγω ειδικής διαδοχής από την αρχική δικαιούχο «…………….», καθότι ως ιδιωτικό έγγραφο δεν έχει αποδεικτική δύναμη σε βάρος της ανακόπτουσας, αναφορικά με τη νομιμοποίηση της καθ’ ης η ανακοπή (άρθρο 445 ΚΠολΔ, ΤριμΕφΑθ 666/2020 προσκομιζόμενη). Άρα, από τα διαλαμβανόμενα στην ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής δεν αποδεικνύεται εγγράφως η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης η ανακοπή, όπως απαιτείται κατ’ άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής καθίσταται ακυρωτέα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή. Η ακυρότητα δε αυτή απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, γενομένου δεκτού του δεύτερου λόγου της ένδικης ανακοπής ως βάσιμου και από ουσιαστική άποψη, και αφού παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της ανακοπής, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ακυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της ένδικης έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/19-10-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στην τελευταία, καθότι η έφεσή της αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2975/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 2975/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 2-9-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021 ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό …/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 4η Μαρτίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ