Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 147/2025

Αριθμός    147 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιού του Δικηγόρου Κωνσταντίνου Πανόπουλου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «……….» και με τον διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο …… Αττικής, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 04/02/2022 σύμβασης διαχείρισης του Ν. 3156/2003, των απαιτήσεων της αλλοδαπής  εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ….. Ιρλανδίας, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικός διάδοχος των απαιτήσεων της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις κατά τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και της από 17/12/2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία Σκόρδα [Α.ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ-Α. ΜΑΝΤΖΙΟΥ Δικηγορική Εταιρεία].

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  23.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1749/2022  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από  3.10.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………./2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 5η.10.2023, οπότε δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, που αφορά  τη διεξαγωγή των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8ης.10.2023. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ 4 ΚΠολΔ, την υπ΄ αριθμ 74/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και δυνάμει της υπ΄αριθμ. 81/2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επαναπροσδιορίσθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την με αριθμό 81/2023 πράξη του Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 04.10.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……………/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………./04.10.2022 έφεση, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2023, λόγω της αναστολής μέρους της λειτουργίας των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς για το χρονικό διάστημα από την 4.10.2024 έως την 11.10.2023, λόγω της διενέργειας των δημοτικών και αυτοδιοικητικών εκλογών στην περιφέρεια στην περιφέρεια που εδρεύει το Δικαστήριο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως τα δύο πρώτα από αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 και το άρθρο 524 παρ. 1 με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23-7-2015) και ισχύουν από 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου του ιδίου άνω νόμου, τα οποία εφαρμόζονται και στην κρινόμενη έφεση ως εκ του χρόνου άσκησης αυτής μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία, συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ’ Κ.Πολ.Δ, επί ερημοδικίας του εφεσίβλητου, ως προς την έφεση, όπου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίστηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (Α.Π. 548/2019, Εφ.Πατρ. 9/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, αναφορικά με την υπό κρίση από 04.10.2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./04.10.2022  και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/04.10.2022 έφεση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο που ορίστηκε με την ως άνω πράξη του Προέδρου Εφετών, λόγω της αναστολής μέρους της λειτουργίας των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2023 και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πρώτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία <<…………>>, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα από πληρεξούσιο δικηγόρο,  αν και κλήθηκε νομότυπα με επιμέλεια του εκκαλούντος για να παραστεί στη συζήτηση της άνω έφεσης κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2023 και πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …../06.10.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού  επιμελητή  στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., έγκυρο αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 5.10.2023, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη. Συνεπώς η πρώτη εφεσίβλητη  θεωρείται ότι κλητεύθηκε νομίμως, αφού η  αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης για όλους τους διαδίκους, υπό την προϋπόθεση της νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης τους για την αρχική δικάσιμο, κατ΄ άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠΟΛΔ,  χωρίς την υποχρέωση της εκ νέου κλήτευσης των διαδίκων για τη δικάσιμο που αναφέρεται  στην αρχή της παρούσας. Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει, κατά τα ανωτέρω, σα να ήταν και αυτή παρούσα (Εφ.Ναυπλ. 131/2020, Εφ.Πειρ. 417/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με την επισήμανση ότι, για το παραδεκτό της συζήτησης, προσκομίστηκαν το δικόγραφο της ανακοπής και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης (δεν προσκομίστηκαν προτάσεις της απολειπομένης εφεσίβλητης, διότι η εναγόμενη και νυν εφεσίβλητη δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό),  κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. δ’ Κ.Πολ.Δ.

Διάδικοι στην κατ` έφεση δίκη είναι τα υποκείμενα στην πρωτόδικη δίκη (άρθρα 516, 517 ΚΠολΔ) ειδικότερα δε εκείνοι από τους οποίους ή κατά των οποίων ζητείται στο όνομα τους η παροχή έννομης προστασίας, με την οικεία διαδικαστική πράξη, ακόμη, εκείνος, που, από το νόμο, έχει την ιδιότητα του διαδίκου σε ορισμένη δίκη. Η συμμετοχή στη δίκη δεν αποτελεί στοιχείο αποκτήσεως της ιδιότητος του διαδίκου (ΕφΑθ 3136/2007 ΕΦΑΔ 2008.694). Διάδικοι, συνεπώς, στην κατ` έφεση δίκη, είναι (και) ο ενάγων ή ο εναγόμενος, με την αγωγή και οι καθολικοί διάδοχοι τους. Η ιδιότητα του διαδίκου, ως ενάγοντος και εναγομένου, προκύπτει αποκλειστικώς από την εκκαλουμένη απόφαση ότι δηλαδή δικάσθηκαν με αυτή και ήταν αντίδικοι νομιμοποιούμενοι προς άσκηση του ως άνω ενδίκου μέσου (Ολ ΑΠ 11/ 1992 ΕλΔ 1992.759, ΑΠ 684/2010 ΝοΒ 2010.2015). Αν η έφεση ασκείται από πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) ή απευθύνεται κατά προσώπου (φυσικού ή νομικού), που ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση και από άλλο πρόσωπο ή κατά άλλου προσώπου, που δεν ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση, η έφεση απορρίπτεται, ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (άρθρα 12, 532, 106, 111 παρ. 2 ΚΠολΔ), για το πρόσωπο, που δεν ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση (Ολ ΑΠ 11/1992 ο.π, ΑΠ 1027/2011 ΕΦΑΔ 2011.1195, ΕφΑθ 3136/2007 ο.π, ΕφΑθ 6032/2005 ΕλλΔνη 2006. 574, ΕφΑθ 6220/1999 ΕλΔ 1999 .1604, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ, τόμ. Γ, 1995, υπό το άρθρο 516 σελ. 194-195, παρ. 1 και 2, υπό το άρθρο 517 σελ. 214-215, παρ. 1 και 2).

Στην προκειμένη περίπτωση η από 04.10.2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../04.10.2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../04.10.2022 έφεση του  ηττηθέντος πρωτοδίκως ανακοπτόντος κατά της ανώνυμης εταιρείας <<…………» και διακριτικό τίτλο «………», ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» (……….), που εδρεύει στο ……… Ιρλανδίας, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι η ως άνω εταιρεία δεν ήταν καθ΄ης η από 23/12/2021  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) ανακοπή και συνεπώς δεν διάδικος στην εκκαλουμένη απόφαση. Εξάλλου η ως άνω εταιρεία  δεν άσκησε το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση με ιδιαίτερο δικόγραφο , ως  νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εφεσίβλητης. Συνεπώς η έφεση, καθ΄ ό μέρος στρέφεται κατά της ως άνω εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας <<………….» και διακριτικό τίτλο «…………», πρέπει να αποβληθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντος – εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της ως άνω εφεσίβλητης  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. (άρθρ 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ, 2 ΚΠολΔ).

Κατά τα λοιπά η από 04.10.2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …………../04.10.2022  και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../04.10.2022 έφεση του  ηττηθέντος πρωτοδίκως ανακόπτοντος κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………>> προς εξαφάνιση της με αριθμό 1749/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) το οποίο δικάζοντας ερήμην της καθ΄ης και ήδη εφεσίβλητης  απέρριψε την από 23/12/2021  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) ανακοπή κατά της καθ΄ης και ήδη εφεσίβλητης και κατά των από 15/11/2021 επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου  πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου των  υπ΄ αριθμό …/2000, …/2020, …/2021, …./2021 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της βάσει των ανωτέρω επιταγών επισπευδόμενης εκτελεστικής διαδικασίας έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 στις 04.10.2022 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από τον  εκκαλούντα κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……………./2022 e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου και της από 04.10.2022 βεβαίωσης της Γραμματέως  περί εξόφλησης αυτού).

Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης από η από 23/12/2021  (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2021) ανακοπή, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητούσε για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση των από 15/11/2021 επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου  πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου των  υπ΄ αριθμό …./2000, …/2020, …/2021, …./2021 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της με αριθμό …./30.11.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………., του αποσπάσματος της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας με την οποία κατασχέθηκαν τα ειδικότερα  αναφερόμενα ακίνητα και ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 06-07-2022. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της. Ήδη  ο ανακόπτων – εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του παραπονείται  για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  να γίνει  δεκτή στο σύνολό της.

Σύμφωνα με το άρθρο 623 Κ.Πολ.Δ.. κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο χρηματικό ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ.1  Κ.Πολ.Δ. η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων τυγχάνει ορισμένο δηλαδή εκκαθαρισμένο και τούτο (=εκκαθαρισμένο) συντρέχει όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 2210/2013 ΕΕΜΠΔ 2014.701, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Και το δικόγραφο της αιτήσεως, όμως, θα πρέπει, κατ’ άρθρο 626 § 2 του KΠολΔ, να περιέχει το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή (ΑΠ 1409/2018, ΑΠ 1071/2017, ΕφΔωδ (Μον) 7/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), όχι όμως και το επιτόκιο που εφαρμόστηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα (ΕφΘεσ (Μον) 2256/218, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, η διαταγή πληρωμής, η οποία καταρτίζεται εγγράφως και αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό, χωρίς να είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, μεταξύ άλλων στοιχείων, να μνημονεύει το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί. Περαιτέρω, στη διαταγή πληρωμής που εκδίδεται βάσει σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, η οποία καταγγέλθηκε πριν από τη λήξη της, αρκεί να αναφέρεται, όπως δεν αμφισβητείται ότι συνέβη εν προκειμένω, ότι καταρτίστηκε έγγραφη σύμβαση παροχής τοκοχρεωλυτικού δανείου, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολό του ή τμηματικά στον δανειολήπτη και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιας τοκοχρεωλυτικής δόσης, λόγος για τον οποίο καταγγέλθηκε η σύμβαση, Ακόμα, η αναφορά στη διαταγή πληρωμής του είδους των τόκων (π.χ. συμβατικών ή υπερημερίας) σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 1391/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΑΠ 1512/2006 Αρμ. 2007. 399, ΑΠ 72/1995 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 227/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσσ 492/2010 ΕΕμπΔ 2011. 81, ΕφΑθ 5900/2006 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επιπροσθέτως, το εκκαθαρισμένο της απαίτησης αφορά μόνο στην κυρία απαίτηση και όχι στα παρεπόμενα της, όπως είναι οι τόκοι, συμβατικοί και προκύπτει και να συνάγεται από τον τίτλο ότι βαρύνουν τον οφειλέτη, αφού όλα τους ανάγονται στο μέλλον, με συνέπεια να είναι άγνωστο κατά την έκδοση αυτής σε ποιο ύψος τελικά θα ανέλθουν και αν ακόμα θα υπάρξουν. Επομένως, η μη αναφορά στη διαταγή πληρωμής του αριθμητικού ποσοστού του επιτοκίου, δεν την καθιστά αόριστη, εφόσον αυτή αναφέρει το είδος του τόκου που ζητείται, το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα, καθώς ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου ή του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας και εναπόκειται η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού διά την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας (ΑΠ 793/1999 ΕΕΝ 2000. 688, ΕφΑθ 9/2022, ΕφΠατρ 22/2021 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 13. 327). Εξάλλου, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται, καθόσον το μεν κεφάλαιο είναι δεδομένο, τα δε νόμιμα επιτόκια είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και επομένως, το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΠατρ 445/2005 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για το κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο, το οποίο στην κρινόμενη περίπτωση καθορίστηκε με βάση το επιτόκιο διατραπεζικών δανείων σε Ευρώ τρίμηνης διάρκειας το οποίο είναι γνωστό, καθώς καθορίζεται από το τραπεζικό ίδρυμα και δημοσιεύεται στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο. (ΕφΠειρ. 153/2023 ΤΝΠ Νομος)

Με το πρώτο  λόγο της έφεσής του ο εκκαλών  επαναφέρει τον πρώτο  λόγο της ανακοπής του με τον οποίο επικαλέστηκε ακυρότητα των ως άνω επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου  πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου των  ως άνω Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για το λόγο ότι δεν μνημονεύεται σε αυτές  το κονδύλιο των τόκων, που ανατοκίστηκαν με εξάμηνο ανατοκισμό και κεφαλαιοποιήθηκαν. Σύμφωνα, όμως, με όσα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας εκτίθενται, οι προσβαλλομένες διαταγές πληρωμής, εμφανίζουν πληρότητα και η αναγραφή του ύψους του συμβατικού επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι και εκτοκιζόταν το εκάστοτε εναπομείναν κεφάλαιο, δεν ήταν αναγκαίο να καταχωρίζεται ούτε στην κίνηση του δανειακού λογαριασμού , ούτε να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα, που προσκομίστηκε για την έκδοση εκάστης διαταγής πληρωμής και στη συνέχεια και σ’ αυτήν την ίδια, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών,  ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται ούτε το ύψος του τόκου που αντιστοιχεί σε κάθε δόση, ούτε άλλωστε απαιτείται να εξειδικεύονται τα επιμέρους οφειλόμενα ποσά κεφαλαίου, τόκων, κεφαλαιοποιημένων τόκων, φόρων και επιβαρύνσεων πάσης φύσεως, αφού το ποσό των τόκων και τόκων εξ ανατοκισμού, που θα προκύψουν μετά την καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού είναι δυνατό να εξευρεθεί και με απλό μαθηματικό υπολογισμό με βάση το ισχύον σε κάθε περίπτωση επιτόκιο και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει την ημερομηνία πληρωμής των παραπάνω ποσών (ΑΠ 370/2012, ΕΦ. ΠΕΙΡ.581/2022, ΕφΑΘ 133/2022 ΝΟΜΟΣ).  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον πρώτο  λόγο της ως άνω ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από τον εκκαλούντα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.

Από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο αν από τον τίτλο dεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Βέβαιη είναι απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (βλ. σχετ. ΑΠ 1016/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει για το λόγο ότι αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το αναφερόμενο στην επιταγή ή το πράγματι οφειλόμενο, λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως συνάγεται από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο τού πράγματι οφειλόμενου (βλ.ΑΠ 1773/2001 ΝΟΜΟΣ).

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εκκαλών επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του κατάσχεση είναι άκυρη, διότι επιβλήθηκε για το ποσό των 50.000 ευρώ, ήτοι για μέρος του συνολικού ποσού των 210.595,17 ευρώ που με τις ως άνω διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συγκεκριμένα αφορά ο περιορισμός αυτός, που περιλήφθηκε στην κατασχετήρια έκθεση, όπως απαιτείται προκειμένου να συνάγεται σαφώς για ποιά ακριβώς επιμέρους κονδύλια της συνολικής οφειλής του επισπεύδεται η εκτέλεση, με αποτέλεσμα η απαίτηση της αντιδίκου του να έχει καταστεί πλέον ανεκκαθάριστη. Με τέτοιο περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι από το σύνολο των εγγράφων αποδεικνύεται ότι επισπεύδεται σε βάρος του ανακόπτοντος διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεση δυνάμει των υπ’ αριθμό …/2020, …./2020, …./2021, …../2021 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 210.595,17 ευρώ. Η ανωτέρω εκτελεστική διαδικασία επισπεύθηκε με τις προσβαλλόμενες επιταγές προς πληρωμή, οι οποίες συντάχθηκαν κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου των διαταγών πληρωμής και επιδόθηκαν. Στη συνέχεια, με την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση στα περιγραφόμενα σε αυτήν ακίνητα. Η εν λόγω κατάσχεση επιβλήθηκε από την καθ’ ης δυνάμει της από 25-11-2021 εντολής προς την δικαστική επιμελήτρια …………. για το ποσό των 50.000 ευρώ, δηλαδή για μέρος του συνολικού ποσού, που ο ανακόπτων επιτάχθηκε να καταβάλει με τις επιταγές προς εκτέλεση, με τη μνεία ότι ο περιορισμός αυτός έγινε αποκλειστικά για μείωση των εξόδων, καθώς και ότι το ως άνω ποσό αποτελεί «μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου», με ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπόλοιπου ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή με αναγγελία στον ίδιο ή άλλον πλειστηριασμό. Συνεπώς, η κατάσχεση που επιβλήθηκε για το ποσό των 50.000 ευρώ, με προσδιορισμό από την καθ’ ης ότι το ποσό αυτό αποτελεί μέρος του κεφαλαίου της οφειλής του ανακόπτοντος, που ο τελευταίος υποχρεώθηκε να της καταβάλει με τις διαταγές πληρωμής, δεν πάσχει από ακυρότητα, και δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση της τράπεζας, για την οποία επισπεύδεται έκτοτε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι ο περιορισμός αυτός είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένος, καθώς ρητά καθορίζεται στην κατασχετήρια έκθεση σε ποιο συγκεκριμένα από τα επιμέρους κονδύλια της επιταγής αφορά και δη στο κεφάλαιο της απαίτησης της καθ’ ης, και δη κατά τρόπον σαφή, ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται περί του ακριβούς ποσού της οφειλής του ανακόπτοντος, για το οποίο διενεργείται πλέον η εκτέλεση μετά τον κατά τα προεκτεθέντα περιορισμό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον τρίτο λόγο της ως άνω ανακοπής ως αβάσιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από τον εκκαλούντα,  καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.

Oι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, που παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει να κηρύσσονται άκυρες, μετά από την άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η αρχή της αναλογικότητας, με τις επιμέρους αρχές στις οποίες αναλύεται, θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν το σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις για τον καθ` ου η εκτέλεση (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 724/2017, δημ. Νόμος). Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008, ΕφΘεσ 2613/2017, ΕφΠειρ 36/2017, δημ. Νόμος). Σχετικά, έχει κριθεί ότι οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, όπως και όταν οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια και, δη, όταν εμφανίζονται σαν μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για το συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ, ταυτόχρονα, το ποσό της απαίτησης που εκτελείται είναι ελάχιστο σε σχέση με τη δυσανάλογα μεγάλη αξία του κατασχεθέντος (Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ-Ερμηνεία και Νομολογιακή Ανάλυση, τομ. Ε, υπό άρθρο 951 αρ.14) και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Επίσης, ο οφειλέτης μπορεί, για την απόκρουση του επισπευδομένου ή για την ακύρωση του ήδη διενεργηθέντος πλειστηριασμού, να προβάλλει ότι, λόγω των συνθηκών που συντρέχουν, η πραγμάτωση του δικαιώματος από τον επισπεύδοντα δανειστή απαγορεύεται γιατί υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 126/2019, ΑΠ 1116/2018, ΑΠ 1871/2014, ΑΠ 1504/2013, ΑΠ 279/2008, ΑΠ 298/2008, δημ. Νόμος). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατά την παραπάνω διάταξη, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει το δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και, μάλιστα, προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΑΘ 535/2018, ΕφΘεσς 473/2017, ΕφΔυτΜακ 26/2007, δημ. Νόμος).

Με το τρίτο λόγο έφεσης   ο εκκαλών επαναφέρει τον δεύτερο  λόγο της ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του κατάσχεση είναι  καταχρηστική και ως εκ τούτου άκυρη  για το λόγο ότι τα ακίνητά του αποτελούν την κύρια και μοναδική κατοικία του ιδίου και της οικογένειας του και  η εκτέλεση επισπεύδεται σε βάρος του μόνο για μέρος της απαίτησης της καθ’ ης ύψους 50.000,00 ευρώ αν και  η εμπορική αξία των ακινήτων ανέρχεται στο ποσό των 250.000,00  ευρώ και όχι στο ποσό των 121.000,00  ευρώ που τα αξιολόγησε ο πιστοποιημένος εκτιμητής της καθ’ ης. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο τρίτος λόγος της ανακοπής τυγχάνει  απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς τα επικαλούμενα με αυτόν πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ καθώς δεν συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν στην ένδικη υπόθεση η καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω νομική σκέψη. Και τούτο διότι ο ανακόπτων δεν επικαλείται ότι η καθ’ ης, νόμιμα εκπροσωπούμενη, δημιούργησε σε αυτόν εύλογα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το απορρέον από το νόμο δικαίωμά της να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ως εγγυητή στις επίδικες συμβάσεις για να πετύχει την ικανοποίηση των απαιτήσεών της, που είναι άμεσα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησής της. Επίσης, το γεγονός ότι με την αναγκαστική αυτή εκτέλεση ο ανακόπτων, θα στερηθεί το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων που αποτελούν την πρώτη κατοικία του ίδιου και της οικογένειας του , δεν καθιστά την επίδικη κατάσχεση καταχρηστική καθώς η άσκηση του σχετικού δικαιώματος της καθ’ ής αποσκοπεί στην έστω αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεών της, εφόσον η επίσπευση αυτής εκ μέρους της δεν συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως εάν αυτή δεν είχε συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος αυτού. Τέτοια έλλειψη πάντως δεν υφίσταται όταν ο δανειστής αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του διότι ενεργεί κατ’ ενάσκηση νόμιμου  δικαιώματος στενά συνδεδεμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνον αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, γεγονός το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Σε κάθε δε περίπτωση η από μέρους της καθ’ ης η ανακοπή συμπεριφορά ως δανείστρια και δη η επιβολή κατάσχεσης δεν αντίκειται ούτε στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της προς επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ούτε και στην αρχή της αναλογικότητας και τις επιμέρους αρχές στις οποίες αναλύεται. Και τούτο διότι ουδεμία δυσαναλογία υφίσταται μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση είναι το μόνο κατάλληλο και αναγκαίο μέσο για να επιτύχει τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι δεν υπάρχει οιοδήποτε άλλο ηπιότερο μέσο, ενώ η ζημία που θα προκαλέσει στον θιγόμενο ανακόπτοντα δεν τυγχάνει δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον τελευταίο, δοθέντος ότι τα ωφελήματα που επιδιώκει η επισπεύδουσα με τη συγκεκριμένη πράξη εκτέλεσης ευρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις της για τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Ενόψει των προεκτεθέντων, η ενάσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να προβεί σε κατάσχεση των ακινήτων αποκλειστικής κυριότητας του ανακόπτοντος δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Εξάλλου, το επικαλούμενο από τον εκκαλούντα γεγονός ότι κατά την επιβολή της κατάσχεσης η αξία των ακινήτων εκτιμήθηκε από την καθ΄ ης σε ποσό που υπολείπεται της εμπορικής τους αξίας  και αληθές υποτιθέμενο, δεν καθιστά την ένδικη κατάσχεση καταχρηστική, αλλά αποτελεί λόγο διόρθωσης της ανακοπτόμενης έκθεσης που μπορεί να προβληθεί με την ειδική ανακοπή του άρθρου 954 ΚΠολΔ, ώστε να αποφευχθεί  η αντίστοιχη βλάβη του ιδιοκτήτη τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον δεύτερο  λόγο της ως άνω ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από τον εκκαλούντα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.

Από τις διατάξεις του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι οποίες, με βάση το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α 5 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στην κατάσχεση ακινήτου, προκύπτει ότι η κατασχετήρια έκθεση πρέπει -εκτός άλλων στοιχείων- να περιέχει ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, ώστε να μην γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του, ενώ κατά το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, «το κατασχεμένο ακίνητο πρέπει, ύστερα από επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή, να περιγράφεται με ακρίβεια ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την ταυτότητά του». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η κατασχετήρια έκθεση απαιτείται να περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία για την ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου ακινήτου, ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα. Η ατελής περιγραφή στην κατασχετήρια έκθεση του ακινήτου ή η έλλειψη ή ανακρίβεια ως προς οποιοδήποτε από τα στοιχεία του άρθρου 993 παρ. 2 εδ, β’ ΚΠολΔ (είδος, θέση, όρια, έκταση), εφόσον προκαλεί αμφιβολία για την ταυτότητα του κατασχεμένου, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της έκθεσης, μόνο όταν συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης, όταν δηλαδή η παράβαση της διάταξης προκάλεσε στον καθ’ ου η εκτέλεση (δικονομική ή και περιουσιακή) βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 1898/2011, ΑΠ 1687/2005 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι «ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθ’ ου η εκτέλεση ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς», προβλέπεται ειδικό ένδικο βοήθημα, το οποίο αποσκοπεί στην ταχεία και χωρίς τον κίνδυνο ακύρωσης πράξεων της εκτέλεσης ή ματαίωσης του πλειστηριασμού διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης για οποιαδήποτε έλλειψή της, εκτός εάν αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με διόρθωση, παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας μετά από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (ΑΠ 1687/2005 ό.π., Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα – Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2η έκδοση, 2021, άρθρο 954, αριθ. 3, σελ. 360). Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης, με την οποία γίνεται παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ μόνο για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής, συνάγεται ότι η ανακοπή αυτή δεν εξομοιώνεται με εκείνη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, διότι δεν προσβάλλει το κύρος των πράξεων της εκτέλεσης, ούτε οδηγεί σε ακύρωση της κατάσχεσης και, συνεπώς, η τελευταία (εκ του άρθρου 933) μπορεί να ασκηθεί κατ’ αυτής, εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις της, δηλαδή στην περίπτωση της ατελούς περιγραφής του κατασχεμένου ακινήτου, με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, το οποίο πρέπει να επικαλεσθεί ο ανακόπτων (ΑΠ 1497/2003 ΝΟΜΟΣ).

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής ο εκκαλών επαναφέρει τον τέταρτο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζονταν  ότι η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση πάσχει από ακυρότητα, για τον λόγο ότι: α) δεν αναφέρεται ότι πριν έξι χρόνια έλαβε χώρα εκτεταμένη ανακαίνιση τόσο της οικοσκευής όσο και των εν γένει εσωτερικών και των εξωτερικών χώρων των ακινήτων, β) δεν αναφέρεται το έτος ανέγερσης και βάση ποιας οικοδομικής άδειας ανεγέρθηκαν τα ακίνητα, γ) δεν περιγράφεται κατ’ έκταση η ανήκουσα στο δώμα ευρισκόμενη αποθήκη, όλα δε τα ανωτέρω επηρεάζουν και την αξία των ακινήτων, δ) η εμπορική αξία των ακινήτων ανέρχεται στο ποσό των 250.000,00 ευρώ και όχι στο ποσό των 115.000 ευρώ για το διαμέρισμα και στο ποσό των 6.000,00  ευρώ για την αποθήκη που τα εκτίμησε ο πιστοποιημένος εκτιμητής της καθ’ ης. Ο λόγος, όμως, αυτός τυγχάνει μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, οι επικαλούμενες από τον ανακόπτοντα ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης, δεν συνιστούν λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφού δεν πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρές πλημμέλειες ως προς την περιγραφή που να δημιουργούν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των κατασχεμένων. Σε κάθε δε περίπτωση οι ανωτέρω ατέλειες δεν δύνανται και να δημιουργήσουν αμφιβολίες και ως προς την πραγματική ταυτότητα των κατασχεθέντων ακινήτων, αφού αυτά, κατά τα διαλαμβανόμενα στην ίδια την ανακοπή, βρίσκονται σε περιοχή που λειτουργεί το Εθνικό Κτηματολόγιο, έχουν δηλωθεί στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά και τους έχει αποδοθεί ΚΑΕΚ, έτσι ώστε εκ του τελευταίου να προσδιορίζεται αυτόματα και πέραν πάσης αμφιβολίας η ταυτότητά τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον τέταρτο  λόγο της ως άνω ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση  κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του e-παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από τον  εκκαλούντα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και  να ορισθεί και το παράβολο ερημοδικίας για την πε­ρίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την εφεσιβλήτη με την επωνυμία <<…………..>>, (αρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………..>>, ελλείψει προς τούτου αιτήματος (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ, 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης την από 04.10.2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../04.10.2022  και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./04.10.2022 έφεση κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> προς εξαφάνιση της με αριθμό 1749/2022  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) το οποίο δίκασε ερήμην της καθ’ ης  την από 23/12/2021  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) ανακοπή κατά της καθ΄ης και ήδη εφεσίβλητης και κατά των από 15/11/2021 επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου  πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου των υπ΄ αριθμό …/2000, …/2020, …./2021, …./2021 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της βάσει των ανωτέρω επιταγών επισπευδόμενης εκτελεστικής διαδικασίας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την έφεση κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία << ………………>>.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ανακόπτοντος – εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της ως άνω εφεσίβλητης  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………………..>>.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του e-παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από τον  εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Μαρτίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ