Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 164/2025

Αριθμός    164 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «………..» με έδρα το …… Αττικής, με Αρ.Γ.Ε.ΜΗ. …….. και Α.Φ.Μ. ……… της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΑΘΗΝΩΝ, η οποία έφερε πρότερον την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο ……………… (………………..), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός τροποποιημένος ισχύει, της εταιρίας ειδικού σκοπού που φέρει την επωνυμία «……………..» (…………….), με Αριθμό Μητρώου …… και έδρα στο …….. Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται (καταχώρηση στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών της σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 με αριθμό πρωτοκόλλου ……/18.6.2019), οι οποίες απαιτήσεις έχουν μεταβιβαστεί στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», (…………..) και το διακριτικό τίτλο «…………..» (………….), μετά την τροποποίηση της επωνυμίας της από «…………..» (ΦΕΚ Α.Ε.-Ε.Π.Ε. 8195/03.08.2012, Α.Φ.Μ. …………. Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……/18.6.2019, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χριστίνα Συλίκου [ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ]

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………………, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  14.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 11642/5756/2022) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1629/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα με την από  20.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η  6η.6.2024, κατά την οποία η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της διεξαγωγής των εκλογών για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 9η.6.2024. Με την υπ΄ αριθμ. 50/2024 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, η υπόθεση επαναπροσδιορίσθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε  τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Νομίμως επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υπ’ αριθμ. 50/2024 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου  Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς  η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 1629/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με την παρουσία των διαδίκων, μετά τη μη εκφώνηση  της κατά την  αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 6-6-2024, λόγω της διεξαγωγής των  εκλογών για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 9-6-2024. Αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 3-7-2023, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον η εκκαλούσα επικαλείται μεν ότι της επιδόθηκε αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης στις 16-6-2023 , πλην, όμως, δεν το προσκομίζει, ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………………/2023  e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ερήμην του εφεσίβλητου, ο οποίος, αν και κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 6-6-2024 (βλ.την υπ’ αριθμ. ………./ 7-7-2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, ……………), δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου (ενώ, κατ’άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ, η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, μετά τον οίκοθεν ορισμό νέας δικασίμου, λόγω της μη εισαγωγής της προς συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο, συνεπεία λόγου ανωτέρας βίας,  όπως εν προκειμένω, που γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων). Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, δεδομένου ότι προσκομίστηκαν το εισαγωγικό δικόγραφο (ανακοπή), οι πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του εφεσιβλήτου καθώς και τα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ).

ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../14-12-2022 ανακοπή ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζητούσε, για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση :α) των από 5-1-2022 (δύο) επιταγών προς πληρωμή, που συνετάγησαν  παραπόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου των υπ’αρίθμ.  ……/2020 και …../2020 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και Πειραιώς, αντίστοιχα και β) της με αριθμό ……./16-11-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …………… Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκαν ο πρώτος και τρίτος λόγος αυτής (ως μη νόμιμος και αόριστος, αντίστοιχα), ενώ έγινε δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της και ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης. Με την κρινόμενη έφεση  η εκκαλούσα, ηττηθείσα καθής η ανακοπή, παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η σε βάρος της ανακοπή  να απορριφθεί στο σύνολο της.

ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203), ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο, λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα ως άνω άρθρα ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (βλ. ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 758/2014). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε, αφετέρου δε ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης. Έτσι, ο περιορισμός στην έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται επακριβώς ο εν λόγω περιορισμός, ήτοι τα ακριβή κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, είναι αόριστος, επιφέροντας στην ουσία την μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη και συνακόλουθα καθιστά άκυρη την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης λόγω έλλειψης στην ουσία της προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης (Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο)», τόμος Ε, άρθρο 954, σελ. 708, αρ. 11, ΜΕφΑθ 134/2024, ΜΕφΑθ 2518/2024, ΜΕφΑιγ 33/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Εν προκειμένω, με τον μοναδικό λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη παραδοχή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του δεύτερου λόγου της ανακοπής, με τον οποίο ζητείτο η ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης κατασχέσεως, λόγω αοριστίας, επειδή σε αυτήν αναφέρεται ότι επιβάλλεται για ποσό μικρότερο (50.000 ευρώ) από το συνολικό ποσό, που ο ανακόπτων επιτάσσεται να πληρώσει με τις προαναφερόμενες επιταγές προς πληρωμή, ποσού 57.837,35 ευρώ και 38.917,56 ευρώ, αντίστοιχα, πλέον τόκων και εξόδων, χωρίς να προσδιορίζονται παράλληλα και τα κονδύλια αυτών, στα οποία η κατάσχεση πλέον περιορίζεται. Από την εκτίμηση των νομίμως προσκομιζόμενων εγγράφων προέκυψαν τα ακόλουθα: Με την από 5.1.2022 επιταγή προς πληρωμή, που συνετάγη  κάτωθεν αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ……../2020 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επιδόθηκε νόμιμα στον εφεσίβλητο, αυτός επιτάχθηκε να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των 57.837,35 ευρώ, για επιδικασθέν κεφάλαιο, εντόκως από 23.2.2018, με το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων μέχρι πλήρους εξόφλησης, το ποσό των 1.930 ευρώ, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη,  10 ευρώ για σύνταξη της επιταγής και της παραγγελίας προς τον δικαστικό επιμελητή καθώς και 20 ευρώ  για επίδοση της. Ομοίως, με την  από 5.1.2022 έτερη επιταγή προς πληρωμή, που συνετάγη  κάτωθεν αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ……./2020 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του επιδόθηκε νόμιμα, ο εφεσίβλητος επιτάχθηκε να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των 38.917,56 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, εντόκως από 18.10.2017, με το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων μέχρι πλήρους εξόφλησης, το ποσό των 805 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 10 ευρώ για έξοδα σύνταξης της  επιταγής και της παραγγελίας προς τον δικαστικό επιμελητή, καθώς και 20 ευρώ  για έξοδα επίδοσης αυτής. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……./16.11.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……………, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο αναφερόμενο σε αυτήν  ακίνητο κυριότητας του εφεσιβλήτου  επι τη βάσει των  ανωτέρω δύο επιταγών προς πληρωμή. Ωστόσο, αυτή επιβλήθηκε, σύμφωνα με την σχετική εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας, για το ποσό των 50.000 ευρώ, με την ρητή επιφύλαξη της επισπεύδουσας για την είσπραξη του υπολοίπου επιταχθέντος ποσού, χωρίς ειδική αναφορά σε ποια κονδύλια εκ των δύο επιταγών αφορά  ο εν λόγω περιορισμός και για ποια απαίτηση τελικώς επιβάλλεται η κατάσχεση, με συνέπεια την μετάπτωση της απαίτησης σε ανεκκαθάριστη, κατά τα αναφερόμενα στις ανωτέρω νομικές σκέψεις. Είναι δε άνευ επιρροής το γεγονός, ότι ο  αόριστα κατά τα ανωτέρω γενόμενος περιορισμός στην έκθεση κατάσχεσης, υπηρετεί και τα συμφέροντα του εφεσίβλητου, συμβάλλοντας στη μείωση των εξόδων της εκτέλεσης, τα οποία τελικά  βαρύνουν  τον ίδιο, καθόσον, σε κάθε περίπτωση, το συμφέρον αυτού επιβάλλει και τη σαφή γνώση της εκτελούμενης απαίτησης, αλλά και του αντίστοιχου μέρους, για το οποίο η επισπεύδουσα επιφυλάσσεται να επανέλθει με νέα εκτέλεση σε βάρος του. Συνεπώς, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και έκανε δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσία τον σχετικό δεύτερο λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε και ο λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και η έφεση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του  παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει στην ουσία της.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος με αριθμό  ……………/2023  παραβόλου.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου  για το παρόντα βαθμό  δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, και τα ορίζει  στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Μαρτίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας..

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ