Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 114/2025

Αριθμός    114 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4o  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις   ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …) και ήδη, από 1.1.2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …..) (άρθρα 1 παρ 1, 36 παρ 1, 41 παρ 4 και 43 ν. 4389/2016) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Σπυριδούλα Φωτοπούλου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην …………. Αττικής όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ασημίνα Λουτρίδου [ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α. ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο “…………..”, που εδρεύει στο ………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ………….. και τον διακριτικό τίτλο “……….”, που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελένη Ζαννιά [ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α. ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], 4) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ………..”, που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 5) Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο …………., που εδρεύει στον Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες αμφότερες (4-5) δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, 6) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………..» και τον διακριτικό τίτλο “………”, που εδρεύει στο ……… Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χρήστο Πήλιο [ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ Π.-ΠΗΛΙΟΣ Χ. ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], 7)Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ………..και το διακριτικό τίτλο “………..” που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Λεωνίδα Μακρυπίδη, 8) Μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ………….”, που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αθανάσιο Σουλτάτη [ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], 9) …………., 10) …………, οι οποίοι αμφότεροι (9-10) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Παναγιώτη Παπανικολάου και 11)Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο “……….”, που εδρεύει στο …………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Απόστολο Βλάχο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ηλεκτρονικος Ενιαίος Φορέας  Κοινωνικής Ασφάλισης» την από  8.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021) ανακοπή και β) το Ελληνικό Δημόσιο την από  22.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) ανακοπή. Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 3448/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που τις απέρριψε αμφότερες.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ανακόπτον της υπό στοιχ β΄ ως άνω ανακοπής και ήδη εκκαλούν με την από  11.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της 11ης εκ των εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, η δε δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος, καθώς και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών παρασταθέντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η έφεση κατά της με αριθμό  3448/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 11 -5-2023, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία, ερήμην της δεύτερης, τέταρτης και πέμπτης των εφεσιβλήτων, απλών ομοδίκων των λοιπών (βλ. ΑΠ 264/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),  που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την ανωτέρω δικάσιμο,  αν και κλήθηκαν νόμιμα προς τούτο  (βλ. τις με αριθμούς …./1-8-2023, …./31-7-2023 και …./1-8-2023  εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, …………… Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει σα να ήταν και αυτές παρούσες  (άρθρο 524 παρ.4 ,α’ εδ ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/ 2021  ανακοπή  το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο,  ζητούσε για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, προκειμένου να αποβληθούν οι καθών η ανακοπή, που κατετάγησαν κατ’άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ,  ως εγχειρόγραφοι δανειστές σε ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος,  ήτοι στο συνολικό ποσό των 90.568,44 ευρώ, και  ακολούθως να καταταγεί το ίδιο στη θέση τους προς μερική ικανοποίηση της αναγγελθείσας νομίμως και αρμοδίως απαίτησης του, ποσού  833.733, 72 ευρώ, που τυγχάνει προνομιακή κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ,  η οποία τελικώς κατετάγη μόνον  κατά το ποσό των 33.948,98 ευρώ, στο ποσοστό 25% του  πλειστηριάσματος, ως φέρουσα γενικό προνόμιο (άρθρο 975 παρ. 5 ΚΠολΔ), μετά την κατάταξη των γενικών προνομιούχων δανειστών, που προηγούνται του ανακόπτοντος  κατά σειρά τάξης (άρθρο 975 παρ.3 ΚΠολΔ). Με την ως άνω ανακοπή συνεκδικάστηκε πρωτοδίκως και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2021 ανακοπή του ΝΠΔΔ με την επωνυμία “HΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ”, αμφότερες δε απορρίφθηκαν  από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με  την εκκαλουμένη απόφαση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  το ανακόπτον με την  υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε η ανακοπή του να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με  το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης , καθόσον οι άλλες δύο έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου  4842/2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  4855/2021). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. Αντ. Βαθρακοκοίλη-Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138) (MEφΠειρ 1/2023, ΜΕφΘεσ 297/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής το εκκαλούν παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του  πρώτου λόγου της ανακοπής του, περί μη (διπλής) κατάταξης του και στο 10% του ποσού του πλειστηριάσματος, που προορίζεται για την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών, για την αναγγελθείσα, και ήδη μερικώς καταταγείσα ως προνομιακή  κατ’άρθρο 975 παρ.5 ΚΠολΔ στο ποσοστό 25% του ως  άνω ποσού, απαίτηση του. Ο ως άνω λόγος της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη,  η βούληση του  νομοθέτη, που όρισε στο άρθρο 977 παρ.3  του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015 και τυγχάνει εφαρμογής για τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονται, όπως εν προκειμένω, μετά την 1-1-2016,  ότι, «επί μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου», δεν ήταν να κατατάσσονται διπλά στο 10% του πλειστηριάσματος σε βάρος των μη προνομιούχων εγχειρόγραφων δανειστών και όσοι  προνομιούχοι  αναγγελθέντες δανειστές δεν μπόρεσαν  τυχόν να ικανοποιηθούν  από το 25% και 65% του ποσού του πλειστηριάσματος, καθόσον, εάν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση   θα το όριζε ρητά.  Αντιθέτως,  σκοπός του ήταν να υπάρχει κίνητρο και για τους μη προνομιούχους, εγχειρόγραφους δανειστές να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος οφειλέτη τους, εφόσον γνωρίζουν ότι ικανό μέρος του πλειστηριάσματος θα διατεθεί εκ του νόμου για τις δικές τους μόνο εγχειρόγραφες απαιτήσεις, ο οποίος διατυπώνεται πλέον σαφώς στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως προσφάτως τροποποιήθηκε με το ν. 4842/2021. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα όσα περί του αντιθέτου διατείνεται το ανακόπτον με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 979, 68, 106, 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1α, 261, 262, 335, 338 παρ. 1 και 933 ΚΠολΔ συνεπάγεται ότι:  α) έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής κατά του  πίνακα κατατάξεως έχει και ο δανειστής ο οποίος, ανεξάρτητα αν είναι προνομιούχος ή όχι, αμφισβητεί είτε την απαίτηση του καθ` ου η ανακοπή, είτε το προνόμιο με το οποίο φέρεται εξοπλισμένη η απαίτηση αυτή, διότι η ευδοκίμηση της ανακοπής στην πρώτη περίπτωση θα έχει ως συνέπεια την αποβολή του καθ` ου και την κατάταξη της απαιτήσεως του ανακόπτοντος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η απαίτηση του ανακόπτοντος είτε θα καταταγεί ολόκληρη γιατί είναι προνομιακή, είτε θα ικανοποιηθεί συμμέτρως με την απαίτηση του καθ` ου και β) οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να συνίστανται, είτε 1) σε ισχυρισμούς θεμελιωτικούς της απαιτήσεως του  ανακόπτοντος ή του προνομίου της, που έχει αναγγελθεί κατά το άρθρο 972  ΚΠολΔ και δεν έχει περιληφθεί καθεαυτή ή ως προνομιακή στον    προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων οφείλει να εκθέσει στο δικόγραφο της ανακοπής και να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν την απαίτηση ή το προνόμιο, είτε 2) σε απλή αμφισβήτηση (άρνηση) της απαιτήσεως του καθ` ου που έχει καταταγεί, ή του χαρακτήρα  της ως προνομιακής, οπότε στον καθ` ου απόκειται να επικαλεστεί με τις προτάσεις και να αποδείξει τα παραγωγικά περιστατικά της απαιτήσεως ή  του προνομίου, είτε 3) σε προβολή ενστάσεων κατά της απαιτήσεως του καθ` ου που έχει καταταγεί, οπότε στον ανακόπτοντα ανήκει το βάρος της επικλήσεως και της αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών που  θεμελιώνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του (ΕφΘεσ2642/1992, ΕλλΔνη 1994, σελ 629Μπρίνια Αναγκ. Εκτέλεσις έκδ. Β` τόμος 2ος, παρ. παρ. 432 α` και 433). Ειδικότερα, αν ο λόγος ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς τον σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης αυτού, συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθού η ανακοπή που έχει καταταγεί και του προνομιακού της χαρακτήρα, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η εν λόγω άρνηση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο καθού η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως για την οποία έχει καταταγεί. Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο καθού η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή και αν δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 903/2019, ΑΠ 273/2016, ΑΠ 370/2014, ΑΠ 1052/2005, ΑΠ 404/2003, ΑΠ 183/2002, ΑΠ 1316/1997). Η αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, επιτρέπεται ακόμα και αν αποδεικνύεται έναντι του καθού η εκτέλεση με έγγραφα, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών δεν δεσμεύει και τους αναγγελθέντες δανειστές (ΑΠ 100/2017), οι οποίοι, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθού η εκτέλεση και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και του οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο, που απορρέει από τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει στον καταταγέντα απαίτηση σε βάρος του καθού η εκτέλεση ή αναγνωρίζει υπέρ αυτού προνόμιο. Επομένως, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθού η εκτέλεση (ΑΠ 100/2017, ΑΠ 1907/2011, ΑΠ 1311/2009). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 312 ΚΠολΔικ, η δικαστική απόφαση αποτελεί, έναντι πάντων, πλήρη απόδειξη για την κρίση που εξέφερε σ` αυτήν το δικαστήριο για την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης. Συνεπώς, όταν αυτή προσκομίζεται για την απόδειξη της ύπαρξης της έννομης σχέσης, ως εκ της οποίας παρέχεται στο διάδικο, υπέρ του οποίου βεβαιώθηκε με την απόφαση η ύπαρξη της σχέσης αυτής, δικαίωμα να προβεί σε εκτέλεση κατ` εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η βεβαίωση αυτή, σε δίκη που αφορά την εκτέλεση, αποδεικνύει πλήρως τη βεβαιούμενη απαίτηση για την οποία η εκτέλεση, όχι μόνο έναντι του οφειλέτη, αλλά και έναντι των συμμετεχόντων στην δίκη αυτή τρίτων, όπως επί πλειστηριασμού των αναγγελθέντων σ` αυτόν δανειστών, για τους οποίους δεν γεννάται ζήτημα επεκτάσεως του απορρέοντος από την απόφαση αυτή δεδικασμένου, αφού δεν πρόκειται για εκτέλεσή της κατ` αυτών, αλλά κατά του οφειλέτη του επισπεύδοντος ή άλλου συνδανειστή τους, και οι οποίοι μπορούν ν` ανατρέψουν την άνω αποδεικτική δύναμη της απόφασης μόνο από το τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης στην οποία εκδόθηκε (ως αντίθετο, ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της αποφάσεως) ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής (ΑΠ 765/ 2021 ,ΑΠ 650/ 2011, ΜονΕφΘεσ2130/ 2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VI. Το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο έφεσης παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη ως αόριστου του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, τον οποίο επαναφέρει προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τον οποίο αμφισβητούσε γενικώς την ύπαρξη, το ύψος και τον προνομιακό χαρακτήρα των απαιτήσεων των καθών η ανακοπή. Όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής αναφέροντας επι λέξει ότι «ναι μεν για το ορισμένο του ως άνω λόγου ανακοπής αρκεί μόνο η άρνηση αυτή, δοθέντος ότι ο καθού η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων, πλην, όμως, δεν απαλλάσσεται ο ανακόπτων από το βάρος επίκλησης εκάστης αμφισβητούμενης από τον ίδιο απαίτησης με το δικόγραφο της ανακοπής του». Ωστόσο, το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με τον υπο κρίση λόγο της ανακοπής του αμφισβήτησε το σύνολο των απαιτήσεων των καταταγέντων εγχειρόγραφων δανειστών καθών η ανακοπή και ως εκ τούτου δεν υφίστατο ανάγκη για εξειδίκευση εκάστης εξ αυτών, όπως όλως εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο μέρος της, ενώ παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου της έφεσης, περί εσφαλμένης επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης, διότι μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς όλους τους εφεσίβλητους, επέρχεται ως αναγκαίο επακόλουθο και η εξαφάνιση της διάταξης αυτής περί δικαστικής δαπάνης (Β. Βαθρακοκοίλη η έφεση, 2015, παρ. 2384, σελ. 596). Ακολούθως, το Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ανακοπή ως προς τον δεύτερο λόγο της, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος (άρθρο 979 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

VII.  Από την εκτίμηση του συνόλου των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από τους διαδίκους εγγράφων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. …../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονoμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της  τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της οποίας τυγχάνει η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….», υποχρεώθηκε η οφειλέτρια ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» να καταβάλει στην αιτούσα Τράπεζα για απαίτησή της απορρέουσα απο τη με αριθμό …../ 20-12-2007 σύμβαση πίστωσης  με αλληλόχρεο λογαριασμό, το ποσό των 3.899.932,66 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής επιδόθηκε στην καθής για πρώτη φορά στις 13-3-2012 και για δεύτερη φορά στις 24-4-2012 (βλ. τις ομόχρονες εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς …. και …./2012 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …..), χωρίς ποτέ να ασκηθεί κατ’ αυτής ανακοπή από την καθ’ ης (βλ.  το με αριθμό πρωτ. …../2012 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών). Για την εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησης ενεγράφησαν υπέρ της δανείστριας «………» στις 17-3-2009, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./2009 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δύο προσημειώσεις υποθήκης σε δύο ακίνητα κυριότητας της οφειλέτριας και ειδικότερα  επι των με στοιχεία Β-1 και Δ-1 οριζόντιων ιδιοκτησιών (γραφείων) σε οικοδομή επι της διασταύρωσης των οδών ……….. και ……. , για το ποσό των  652.000  και 483.000 ευρώ αντίστοιχα, που ακολούθως τράπηκαν σε υποθήκη στις 30/05/2012 σύμφωνα και με τη σχετική σημείωση στο περιθώριο των εγγραφών στον τόμο ……… Περαιτέρω, η καθολική διάδοχος της ως άνω δανείστριας Τράπεζας «……….»  στις 28-9-2016 επέδωσε εκ νέου επιταγή προς πληρωμή στην καθής οφειλέτρια, για το ποσό των 3.899.932,66 ευρώ, πλέον τόκων από 25-3-2011 μέχρι εξοφλήσεως, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, πλέον εξόδων, καθώς και το ποσό των  66.298 ευρώ, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, και 70 ευρώ για έξοδα σύνταξης και επίδοσης της επιταγής,  νομιμοτόκως από την επίδοση της επιταγής και μέχρις εξοφλήσεως (βλ. την με αριθμό  ………./2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..), και στη συνέχεια μεταβίβασε την εν λόγω απαίτηση, λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 14 του Ν. 3156/2003, μαζί με λοιπές επιχειρηματικές απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», δυνάμει της από  27/12/2018 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο  Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./27-12-2018 (τ…., αρ…..), (βλ. σελ. 10/19 του επισυναπτόμενου παραρτήματος), την διαχείριση των οποίων, ακολούθως, ανέλαβε δυνάμει της από 31/07/2019 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η πρώτη καθής η ανακοπή, συμφώνως με τα άρθρα 10 § 14 και 16 του Ν. 3156/2003, αντίγραφο της οποίας, ομοίως, νομίμως καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/1-8-2019 (τ. …, αρ. ….). Στη συνέχεια η εν λόγω διαχειρίστρια  στις 21-2-2020 κοινοποίησε επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής στην καθ’ ης οφειλέτρια,  (βλ. την υπ’ αριθ. …/21-2-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ,…..), μετά επιταγής προς πληρωμή, για καταβολή  ποσού  3.899.932,66 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 25-03-2011 μέχρι την οριστική εξόφληση με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, πλέον εξόδων, 66.298 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, εντόκως από την επίδοση της από 21/09/2016 επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 29/09/2016 και μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και ποσού 70 ευρώ για έξοδα σύνταξης και επίδοσης της επιταγής με το νόμιμο τόκο από 29-9-2016 και 93,40 ευρω, για έξοδα σύνταξης και επίδοσης της νέας επιταγής εντόκως από την επίδοση αυτής.  Με βάση την εν λόγω διαταγή πληρωμής, ως εκτελεστό τίτλο, η ως άνω διαχειρίστρια της απαίτησης, πρώτη καθής η ανακοπή, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα ανωτέρω ακίνητα της οφειλέτριας με την υπ’ αριθ.  …./ 27-2-2020 έκθεση κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., και τελικώς αυτά εκπλειστηριάστηκαν σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., στις 14-7-2021, αντί πλειστηριάσματος 507.001 ευρώ και 404.001 ευρώ έκαστο, και συνολικώς αντί του ποσού των 911.002 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στην ως άνω Συμβολαιογράφο. Ακολούθησε ενώπιον της τελευταίας η διαδικασία αναγγελίας των απαιτήσεων και κατόπιν, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος για ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, συνετάγη ο προσβληθείς με την ένδικη ανακοπή υπ’ αριθ. 10.953  21-10-2021 πίνακας κατατάξεως, δυνάμει του οποίου κατετάγησαν, στο εναπομείναν, μετά την προαφαίρεση των εξόδων του πλειστηριασμού, ποσό πλειστηριάσματος 905.684,42 ευρώ: Προνομιακά και οριστικά στο 65% του πλειστηριάσματος η πρώτη καθής η ανακοπή, επισπεύδουσα,  στο ποσό των 588.694,87 ευρώ, Β) Προνομιακά και οριστικά στο 25% του πλειστηριάσματος: Το Α’ Περιφερειακό ΚΕΑΟ Αθήνας και η Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά  οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα στο συνολικό ποσό των 226.421,11 ευρώ, και Γ) Στο 10% του πλειστηριάσματος, ως εγχειρόγραφοι δανειστές: εκ νέου η πρώτη  καθής η ανακοπή, για το μέρος της αναγγελθείσας απαίτησης της, που δεν καλύπτεται από την εμπράγματη ασφάλεια, στο ποσό των 36.444,44 ευρώ, η δεύτερη καθής η ανακοπή στο ποσό των 1.234,49 ευρώ, η τρίτη καθής η ανακοπή στο ποσό των 20.781,21 ευρώ, η τέταρτη  καθής η ανακοπή στο ποσό των 192,39 ευρώ, η πέμπτη καθής η ανακοπή στο ποσό των 910,57 ευρώ, η έκτη  καθής η ανακοπή στο ποσό των 3.904,38 ευρώ, η έβδομη καθής η ανακοπή στο ποσό των 15.296,87 ευρώ, η όγδοη καθής η ανακοπή στο ποσό των 1.844,51, ο ένατος και ο δέκατος των καθής η ανακοπή στο ποσό των 1.401,30 ευρώ και 928,26 ευρώ αντίστοιχα και η ενδέκατη καθής η ανακοπή στο ποσό των 7.630,02 ευρώ. Το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, που διατηρεί προνομιακές κατ’άρθρο 61 ΚΕΔΕ απαιτήσεις σε βάρος της καθ’ής η εκτέλεση  εταιρίας, συνολικού ποσού 833.733,72 ευρώ για τις οποίες αναγγέλθηκε νόμιμα στη διαδικασία του πλειστηριασμού δια του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς [βλ. την από 15-7-2021 αναγγελία μετα του συνημμένου πίνακα χρεών (……/2021)], για τις οποίες κατά τα ανωτέρω κατετάγη μερικώς, ήτοι για ποσό 33.948,98 ευρώ, οριστικά και προνομιακά στο 25% του πλειστηριάσματος, αμφισβητεί τις ως άνω καταταγείσες απαιτήσεις των καθών η ανακοπή στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος. Αναφορικά με την ύπαρξη και το ποσό αυτών  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: για την πρώτη καθής η ανακοπή  (………………) : Η επισπεύδουσα την εκτέλεση, πρώτη καθής αναγγέλθηκε στον πλειστηριασμό με την από 27-7-2021 αναγγελία της, που επέδωσε νόμιμα στην καθής η εκτέλεση και την υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς Ζ …/28-7-2021  της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …. και Δ …./28-7-2021 της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …………..), για την προαναφερθείσα εμπραγμάτως ασφαλισμένη απαίτηση  απο τη με αριθμό …/ 20-12-2007 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό,  για την οποία εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος (υπ’αριθμ. …../ 2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), ως νόμιμη διαχειρίστρια αυτής κατά τα προαναφερθέντα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω σύμβαση πίστωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ της  τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και της καθής  εκτέλεση, ανώνυμης εταιρίας, και συμπληρώθηκε με τα από 20/12/2007, 30/05/2007, 30/05/2008, 02/10/2008, 20/10/2008, 15/12/2008, 15/01/2009 και 13/03/2009 πρόσθετα σύμφωνα αυτής, χορηγήθηκε στη τελευταία συνολικό ποσό πίστωσης, ποσού 7.200.000 ευρώ. Λόγω μη εξυπηρέτησης αυτής, η πιστώτρια προέβη σε εξώδικη καταγγελία της  με το από 24/03/2011  έγγραφο, που επέδωσε νόμιμα στην οφειλέτρια, και ακολούθως αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος της τελευταίας της ως άνω διαταγής πληρωμής, αντίγραφο πρώτου απογράφου της οποίας της επέδωσε νόμιμα κατά τα ανωτέρω. Ήδη για την απαίτηση αυτή τηρούνται α) ο υπ’ αριθμ. ….. λογαριασμός, με υπόλοιπο την 23/07/2021, ποσού  5.519.122,28 €, έντοκα από 24/07/2021, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, β) ο υπ’ αριθμ. ….. λογαριασμός, με υπόλοιπο  την 23/07/2021 ποσού  48.265,23 €, έντοκα από 24/07/2021, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο μέχρι την  ολοσχερή εξόφληση και γ) ο υπ’ αριθμ. …… λογαριασμός, με υπόλοιπο την 23/07/2021, ποσού  1.655.995,63€, έντοκα από 24/07/2021, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δηλαδή αυτή ανέρχεται  συνολικά στο ποσό 7.223.383,14 €, έντοκα από 24/07/2021, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως το ποσό αυτό  προκύπτει από τις  κινήσεις των εν λόγω λογαριασμών, που εξήχθησαν νόμιμα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα βιβλία της ως άνω καθής η ανακοπή προς λογιστική παρακολούθηση των απαιτήσεων, τα οποία σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαιτήσεως. Ομοίως, αυτή (πρώτη καθής η ανακοπή) ανήγγειλε και δεύτερη  απαίτηση, απορρέουσα από την με αριθμό …./11-07-1996 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό σε συνδυασμό με τις πρόσθετες πράξεις αυτής, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….), και της καθ’ ης η εκτέλεση, με την οποία χορηγήθηκε στην τελευταία έντοκη πίστωση, ποσού  70.000.000 δρχ., που μετά απο διαδοχικές αυξητικές συμβάσεις  ανήλθε στο συνολικό ποσό των 2.000.000 €.  Λόγω μη εξυπηρέτησης αυτής, η πιστώτρια την κατήγγειλε με την από 27/09/2010 εξώδικη καταγγελία, που επιδόθηκε νόμιμα στην οφειλέτρια, και ακολούθως ζήτησε και πέτυχε την  έκδοση σε βάρος αυτής της υπ’ αριθ. …./2015 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για το ποσό των  962.984,69 €. Επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε για πρώτη φορά στην καθ’ ης η εκτέλεση στις 17/03/2015 μετά της από 2/3/2015 επιταγής προς πληρωμή (υπ’ αριθ. …./ 17-03-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……….), με την οποία αυτή επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 981.108,69 €, και πλέον συγκεκριμένα :για κεφάλαιο,  ποσό 962.984,69 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως αυτός καθορίζεται δια της συμβάσεως και της υπ’ αριθμόν ………/30.7.1996 Π.Δ.Τ.Ε., από 8.7.2010, μέχρι την πλήρη εξόφληση του, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, μέχρις εξοφλήσεως, για επιδικασθείσα  δικαστική δαπάνη, ποσό 18.000 ευρώ,  νομιμοτόκως από την επίδοση της μέχρις εξοφλήσεως, καθώς και για  έξοδα αντιγράφου του απογράφου  9 ευρώ, σύνταξη της  επιταγής  70 ευρώ, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση αυτής  45 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της  μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακολούθως,  επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε εκ νέου στην καθ’ ης η εκτέλεση  στις 4/05/2015 (υπ’ αριθ. ……/ 04-05-2015 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας). Όπως δε προέκυψε η καθ’ης η εκτέλεση δεν άσκησε ανακοπή κατ’ αυτής (βλ.  το με αριθμό πρωτ. …../ 2015 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών). Ακολούθως, η αρχική πιστώτρια εταιρία  δυνάμει της από  27/12/2018 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο  Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../27-12-2018 (τ. .. . αρ. …), μεταβίβασε στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», επιχειρηματικές απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 14 του Ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων και αυτήν, για την οποία εξεδόθη η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής (βλ. σελ. 10/19 του επισυναπτόμενου παραρτήματος), την διαχείριση των οποίων ανέλαβε δυνάμει της από 31/07/2019 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η πρώτη καθής η ανακοπή,  συμφώνως με τα άρθρα 10 § 14 και 16 του Ν. 3156/2003, αντίγραφο της οποίας νομίμως καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/1-8-2019 (τ. …, αρ. ….). Ηδη για την ως άνω απαίτηση τηρούνται: ο υπ’ αριθμ. …. λογαριασμός, με υπόλοιπο την 23/07/2021, ποσού 3.094.894,93 €, έντοκα από 24/07/2021, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. β) ο υπ’ αριθμ. …… λογαριασμός, με υπόλοιπο την 23/07/2021, ποσού 605.639,45 €, έντοκα από 24/07/2021, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, και συνολικά το ποσό αυτής  ανέρχεται σε 3.700.534,38 €, έντοκα από 24/07/2021, με ανά εξάμηνο μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, όπως το ποσό αυτό προκύπτει από τις  κινήσεις των ως άνω λογαριασμών, που εξήχθησαν νόμιμα από τα μηχανογραφικώς  τηρούμενα βιβλία της καθής η ανακοπή προς λογιστική παρακολούθηση των απαιτήσεων, και, σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο   αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαιτήσεως. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε η ύπαρξη και το ύψος των αναγγελθεισών απαιτήσεων της πρώτης καθής η ανακοπή, ποσού 7.223.383,14 ευρώ και 3.700.534,38 ευρώ, για τις οποίες αυτή κατατάχθηκε συμμέτρως ως εγχειρόγραφη δανείστρια (ειδικότερα ως προς την πρώτη εξ αυτών για το ποσό των 6.088.383,14 ευρώ, που δεν καλύπτεται από την εμπράγματη ασφάλεια, κατά τα ανωτέρω), και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της  ανακοπής ως προς αυτήν.

Για την τρίτη καθής η ανακοπή (…………): Η τρίτη καθής η ανακοπή  με την από  27-7-2021 αναγγελία της, που  κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα στην καθ’ ης ο πλειστηριασμός, την επισπεύδουσα και την υπάλληλο του πλειστηριασμού,  ανήγγειλε στη διαδικασία του πλειστηριασμού τις κάτωθι απαιτήσεις: 1) Απαίτηση συνολικού ποσού 199.917,91 ευρώ, απορρέουσα εκ της με αριθμό ΑΛ …./03.08.2001 Σύμβασης Χορήγησης Πίστωσης δι’ ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και των υπ’αριθ. …./1/28.02.2002, …./2/19.03.2003 και …../3/30.01.2009 πρόσθετων αυτής πράξεων, μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία   «………..», μετονομασθείσα σε «…………» και της καθής η εκτέλεση,  δυνάμει των οποίων χορηγήθηκε στην τελευταία  πίστωση αρχικού ποσού, 100.000.000 δρχ (293.470,29€), που αυξήθηκε συμβατικά με τις ως άνω πρόσθετες πράξεις μέχρι το συνολικό ποσό των 750.000 ευρώ. Με την ανωτέρω σύμβαση τα μέρη είχαν συμφωνήσει μεταξύ άλλων και ότι :Η Πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει τόκο υπολογιζόμενο τοκαριθμικά, με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, που αποτελείται από το Βασικό Επιτόκιο της αντίστοιχης κατηγορίας δανείων/ πιστώσεων της Τράπεζας πλέον των φόρων και των επιβαρύνσεων που επιβάλλονται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις και νόμους. Η ετήσια βάση υπολογισμού είναι 360 ημέρες για όλα τα νομίσματα. (όρος 4 της Σύμβασης).Η Τράπεζα δικαιούται να κλείσει  όλους ή ορισμένους από τους λογαριασμούς αυτής και να περιορίζει τη χρήση της Πίστωσης ή να την περιορίζει σε Ευρώ ή σε άλλο νόμισμα, κλείνοντας οριστικά τον καταργούμενο λογαριασμό, το κατάλοιπο του οποίου καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, του Πιστούχου λογιζομένου αυτοδικαίως υπερήμερου, σύμφωνα με τον όρο 14 (όρος 9 της σύμβασης). Η καταβολή των τόκων και προμηθειών, θα γίνεται ανά τρίμηνο και δη την 31η Μαρτίου, 30ή Ιουνίου, 30ή Σεπτεμβρίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης οιουδήποτε αναληφθέντος ποσού ο Πιστούχος καθίσταται άνευ ετέρου υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας. Το επιτόκιο υπερημερίας του λογαριασμού της Πίστωσης θα είναι το ανώτατο εκάστοτε καθοριζόμενο από τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος επιτόκιο και η Τράπεζα δικαιούται να κλείνει οριστικά και στο σύνολο της την Πίστωση, επερχομένων των συνεπειών που προβλέπονται για την περίπτωση αυτή (όρος 14 της Σύμβασης). Ο λογαριασμός κλείεται περιοδικά σύμφωνα με το άρθρο 112 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ. την 31η Μαρτίου, 30η Ιουνίου, 30η Σεπτεμβρίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Αν κατά την ημερομηνία αυτή δεν έχουν καταβληθεί από τον Πιστούχο οι οφειλόμενοι τόκοι και προμήθειες, η Τράπεζα δικαιούται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη αίτια να τους χρεώσει στο λογαριασμό, συνυπολογίζοντας αυτούς στην εξαγωγή του καταλοίπου του λογαριασμού κατά το τριμηνιαίο περιοδικό κλείσιμο, έστω και αν από την χρέωση αυτή παράγεται ποσό, που υπερβαίνει την Πίστωση που χορηγείται. Σε κάθε ποσό τόκων που οφείλονται, θα χωρεί ανατοκισμός ανά εξάμηνο (όρος 15 της σύμβασης). Μετά το κλείσιμο του ή των λογαριασμών, το οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου, τόκων, προμηθειών και άλλων εξόδων θα κεφαλαιοποιείται και θα είναι αμέσως απαιτητό και καταβλητέο από τον Πιστούχο. Σε κάθε τέτοιο ποσό θα καταλογίζονται τόκοι μέχρι την εξόφληση, υπολογιζόμενοι με το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τον όρο 14 της σύμβασης (όρος 18 της Σύμβασης). Όλες οι εκταμιεύσεις και αποπληρωμές, που γίνονται με βάση την σύμβαση, θα χρεώνονται και θα πιστώνονται από την Τράπεζα σε λογαριασμό Πίστωσης του Πιστούχου και οποιαδήποτε ποσά που οφείλονται από τον Πιστούχο με βάση την σύμβαση θα αποδεικνύονται με αποσπάσματα από τα βιβλία της Τράπεζας ή φωτοαντίγραφα τούτων, τα οποία ο Πιστούχος αναγνωρίζει ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη (όρος 22 της Σύμβασης). Στις 13.01.2011 έκλεισε οριστικά η χρήση της ως άνω  σύμβασης πίστωσης  κατόπιν της ομόχρονης εξώδικης δήλωσης-καταγγελίας της πιστώτριας, που επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πιστούχο-καθής η εκτέλεση, το δε οφειλόμενο εξ αυτής ποσό ανερχόταν σε 193.392,11 ευρώ, σύμφωνα με την κίνηση των λογαριασμών, που την εξυπηρετούσαν. Στις 16.2.2011 η τελευταία κατέβαλε ποσό €4.000, καταλογιστέο στο κεφάλαιο, και η οφειλή της διαμορφώθηκε σε  €189.392,11, στις 8.3.2011 κατέβαλε ποσό €1.416,49, και απέμεινε υπόλοιπο οφειλής, ποσού  €187.975,62, στις 12.04.2011 κατέβαλε ποσό €4.850,68, με υπόλοιπο οφειλής €183.124,94, στις 05.05.2011 ποσό €5.000, με υπόλοιπο  οφειλής €178.124,94, στις 30.05.2011 ποσό €2.000, με υπόλοιπο οφειλής €176.124,94, και στις 15.09.2011 ποσό €3.000 με υπόλοιπο οφειλής €173.124,94. Για την απαίτηση αυτή εκδόθηκε η με αριθμό 300/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η καθής η εκτέλεση διατάχθηκε να καταβάλει στην ως άνω πιστώτρια τράπεζα  το ποσό των €173.124,94, εντόκως ως εξής: το ποσό των €193.392,11 νομιμοτόκως από την επομένη της καταγγελίας, ήτοι την 14.01.2011 μέχρι την 16.02.2011, ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε η πρώτη καταβολή, το ποσό των €189.392,11 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της πρώτης καταβολής, ήτοι την  17.2.2011 μέχρι την  8.3.2011,  το ποσό των €187.975,62 νομιμοτόκως από την επομένη της δεύτερης καταβολής, ήτοι την 09.03.2011 μέχρι την 12.04.2011, ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε η τρίτη καταβολή, δ) το ποσό των €183.124,94 νομιμοτόκως από την επομένη της τρίτης καταβολής, ήτοι την 13.04.2011 μέχρι την 05.05.2011, ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε η τέταρτη καταβολή. ε) το ποσό των €178.124,94 νομιμοτόκως από την επομένη της τέταρτης καταβολής, ήτοι την 06.05.2011 μέχρι την 30.05.2011, ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε η πέμπτη καταβολή. στ) το ποσό των €176.124,94 νομιμοτόκως από την επομένη της πέμπτης καταβολής, ήτοι την 31.05.2011 μέχρι την 15.09.2011, ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε η έκτη καταβολή, ζ) το ποσό των €173.124,94 νομιμοτόκως από την επομένη της έκτης καταβολής, ήτοι την 16.09.2011 μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης., καθώς και το ποσό των 4.800 ευρώ για δικαστική δαπάνη Η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε για πρώτη φορά στην καθ’ ης στις 11-4-2012 (βλ. την με αριθμό …./11.04.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………) και για δεύτερη φορά στις 5-2-2012, μετά επιταγής προς πληρωμή για τα ανωτέρω ποσά, πλέον  ποσού  165 ευρώ, για επιπλέον έξοδα (σύνταξη της επιταγής, επίδοση αυτής και κατάθεση της στην γραμματεία του Δικαστηρίου και έξοδα αντιγράφων) (βλ. την με αριθμό ……../05.02.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………),  η δε καθ’ ης ουδέποτε άσκησε ανακοπή κατ’ αυτής( βλ. το με αριθμό ………/2015 Πιστοποιητικό Περί μη Κατάθεσης Ανακοπής του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Η ως άνω απαίτηση, που  μεταβιβάστηκε νόμιμα στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………» με την από 26-3-2013 σύμβαση, σε συνδυασμό με το με αριθμ. 96/2013 διάταγμα του άρθρου περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων του ν. 2013, που καταχωρήθηκε στην Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και της υπ’αριθμ. 66/2013 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, ανερχόταν  κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού  στο ποσό των 199.917,90 ευρώ σύμφωνα με το προσκομιζόμενο αντίγραφο κίνησης του τηρούμενου για αυτήν με αριθμό ……. λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης.

2. Απαίτηση συνολικού ποσού € 1.398.748,35, απορρέουσα από την  με αριθμό ΧΡ …../24.11.2009 Σύμβαση Χρεωλυτικού Δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της  τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και της καθής η εκτέλεση, με την οποία χορηγήθηκε στη τελευταία δάνειο, ποσού  €700.000, αποπληρωτέο εφάπαξ σε τρία έτη από την εκταμίευση αυτού με καταβολή τόκων κάθε ημερολογιακό τρίμηνο, ήτοι στις 31/3, 30/6, 30/9 και 31/12 εκάστου έτους. Περαιτέρω,  με την ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι: ο εκτοκισμός του δανείου είναι χρεωλυτικός, του τόκου υπολογιζόμενου τοκαριθμικά με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, ίσο με το Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων (ΒΕΧ), το οποίο κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης ανερχόταν σε  8,35%, πλέον των φόρων και των επιβαρύνσεων που επιβάλλονται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις και νόμους. Η Τράπεζα δικαιούται να κλείσει κατά τους όρους της παρούσας όλους ή ορισμένους από τους λογαριασμούς αυτής και να περιορίζει την χρήση του Δανείου ή να το περιορίζει σε ΕΥΡΩ ή σε άλλο νόμισμα, κλείνοντας οριστικά τον καταργούμενο λογαριασμό, το κατάλοιπο του οποίου καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, του Πιστούχου λογιζομένου αυτοδικαίως υπερήμερου και οφείλοντος επί του κατάλοιπου τόκο υπερημερίας κατά τα  υπό τον όρο 16 οριζόμενα (όρος 12).  Σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής από τον Πιστούχο οποιασδήποτε δόσεως (ολόκληρης ή μέρους), τόκων, προμηθειών, κάθε φύσεως ή εξόδων του χορηγούμενου Δανείου, τότε καθίσταται υπερήμερος και θα χρεώνεται με τόκο υπερημερίας, το οποίο υπολογίζεται με επιτόκιο ίσο προς το ως άνω αναφερόμενο συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Ο πιο πάνω τόκος υπερημερίας θα χωρεί από την ημέρα καθυστερήσεως χωρίς επιταγή προς πληρωμή ή άλλη ειδοποίηση προς τον Πιστούχο, η δε Τράπεζα θα δικαιούται να επιδιώξει από τον πιστούχο είτε την είσπραξη των καθυστερούμενων δόσεων, των τυχόν οφειλόμενων τόκων, προμηθειών και εξόδων είτε πλέον αυτών (όταν συντρέχει η περίπτωση α του όρου 18) και την εξόφληση του υπόλοιπου κεφαλαίου του Δανείου, κηρυσσομένου από αυτήν, κατά την κρίση της ολόκληρου ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, μαζί με τους τόκους μέχρι την εξόφληση του Δανείου. Σε κάθε ποσό τόκων που οφείλονται σύμφωνα με τους όρους της παρούσας θα χωρεί ανατοκισμός ανά εξάμηνο (όρος 16). Κάθε καταβολή από τον Πιστούχο προς την Τράπεζα σε σχέση με το χορηγούμενο δάνειο, θα λογίζεται ότι έγινε, σε χρονικό σημείο όπως αυτό καθορίζεται στο εκάστοτε ισχύον τιμολόγιο της Τράπεζας. Κάθε καταβολή προς την Τράπεζα έναντι του δανείου καταλογίζεται κατά σειρά : α) στα τυχόν δικαστικά έξοδα που έγιναν, β) στα υπόλοιπα οφειλόμενα έξοδα και επιβαρύνσεις, γ) στους τόκους υπερημερίας, δ) στους υπόλοιπους τόκους, ε) στο κεφάλαιο (όρος 17), αναγνωρίζεται πλήρης αποδεικτική δύναμη σε αποσπάσματα, φωτοτυπίες ή φωτοαντίγραφα των βιβλίων της Τράπεζας προς απόδειξη της από την  σύμβαση σχέσης, καθώς και κάθε οφειλής του πιστούχου προς την Τράπεζα για κάθε ποσό (όρος 21).Σε περίπτωση επελεύσεως υπερημερίας η Τράπεζα θα δικαιούται οποτεδήποτε και χωρίς να υπάρχει γι’ αυτό προθεσμία, να καταγγείλει έγγραφα την σύμβαση, επερχόμενης έτσι εκπτώσεως του Πιστούχου (ο οποίος καθίσταται πλέον υπερήμερος) από τους όρους που καθορίζονται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου του Δανείου και στην περίπτωση αυτή όλα τα ποσά που οφείλονται κατά το χρόνο εκείνο, με βάση την Σύμβαση, προς την Τράπεζα, έναντι κεφαλαίου, προμηθειών, εξόδων, τόκων, ή για άλλη αιτία, θα καθίστανται αμέσως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, έντοκα μέχρι την ημέρα πραγματικής αποπληρωμής με τόκο υπερημερίας όπως προβλέπεται στον όρο 16 (όρος 18). Στις 13-1-2011 έκλεισε οριστικά η χρήση της ως άνω σύμβασης δανείου κατόπιν Εξώδικης Ειδοποίησης – Πρόσκλησης, που κοινοποιήθηκε στη καθ’ ής η εκτέλεση στις 25-1-2011, ο δε τηρούμενος προς εξυπηρέτηση της υπ’αριθμ.   …. λογαριασμός παρουσίαζε κατά το χρόνο εκείνο χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος της καθ’ ής,  ποσού  €734.569,28,  που μεταφέρθηκε αρχικώς στον υπ’αριθμ…….. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και ακολούθως στον υπ’αρίθμ. ….  λογαριασμό. Για την απαίτηση αυτή εκδόθηκε σε βάρος της καθής η εκτέλεση η με αριθμό …../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διέταξε την καθής να καταβάλει στην πιστώτρια τράπεζα το ως άνω ποσό των 734.569,28 ευρώ, πλέον των εξωλογιστικώς τηρούμενων τόκων (άρθρο 88 του ν. 3601/ 2007),ποσού  17.896,75 ευρώ  για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 13-1-2011, εντόκως από 14-1-2011, καθώς και 18.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ως άνω απαίτηση ακολούθως μεταβιβάστηκε νόμιμα στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….» με την ίδια ως άνω από 26-3-2013 προρρηθείσα σύμβαση,  το δε ποσό αυτής  είχε  διαμορφωθεί κατά τον χρόνο της αναγγελίας σε 1.398.748,35 ευρώ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα, κίνησης των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση της λογαριασμών οριστικής καθυστέρησης με αριθμούς ….., …. και …..

3. Απαίτηση συνολικού ποσού 823.417,60 ευρώ, απορρέουσα από τη με αριθμό ………/10.04.2002 σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό Αλληλόχρεο Λογαριασμό και τις δώδεκα πρόσθετες αυτής πράξεις, μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία  «……….» και της καθής η εκτέλεση  εταιρείας, με την οποία χορηγήθηκε στη τελευταία πίστωση, αρχικώς ποσού 440.200 ευρώ, και τελικώς μετά από αυξομειώσεις μέσω των τροποιητικών πράξεων, 1.730.000 ευρώ. Περαιτέρω τα μέρη συμφώνησαν ρητώς μεταξύ άλλων και τα κάτωθι: ότι το συμβατικό επιτόκιο που θα εφαρμόζεται θα είναι :α) το Βασικό Επιτόκιο Εμπορικών Χορηγήσεων, που κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης στις 10-4-2002 ανερχόταν σε 9%, πλέον περιθωρίου 2,5% και εισφοράς 0,60% του ν. 128/1975, και β) το διατραπεζικό επιτόκιο ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 3% το χρόνο, πλέον εισφοράς 0,6% του ν. 128/1975 , ότι οι τόκοι και οι προμήθειες θα υπολογίζονται τοκαριθμικά με βάση έτος 360 ημερών και θα είναι πληρωτέοι κάθε εξάμηνο, στις 30-6 και 31-12, ενώ ο λογαριασμός της πίστωσης θα κλείνει περιοδικά κατ’άρθρο 112 ΕσΝΑΚ κατά τις ίδιες ημερομηνίες , ότι οιοδήποτε ποσό που οφείλεται, αν δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα, η πιστούχος εταιρία θα καθίσταται αυτόματα υπερήμερα χωρίς άλλη όχληση  και θα οφείλονται τόκοι υπερημερίας, που θα υπολογίζονται με επιτόκιο ίσο προς είτε α) το συμβατικό επιτόκιο της πίστωσης, που ισχύει κάθε φορά προσαυξημένο κατά το ποσοστό που αναφέρεται σε αυτήν, είτε β) το ανώτατο θεμιτό επιτόκιο υπερημερίας για χορηγήσεις της ίδιας κατηγορίας με την πίστωση, εφόσον υπάρχει σχετικός περιορισμός, ότι οι τόκοι, εφόσον δεν καταβάλλονται εμπρόθεσμα θα εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με βάση το επιτόκιο υπερημερίας και οι τόκοι που θα προκύπτουν θα ανατοκίζονται (κεφαλαιοποιούνται) ανα εξάμηνο, ότι τα αποσπάσματα ή φωτοαντίγραφα των βιβλίων της πιστώτριας  θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της, κατά της οποίας όμως θα επιτρέπεται ανταπόδειξη. Περαιτέρω, με  την από 18.10.2004 πρόσθετη πράξη Νο8  συμφωνήθηκε η τροποποίηση της σύμβασης ως προς το Περιθώριο του Βασικού Επιτοκίου Εμπορικών Χορηγήσεων και ειδικότερα  συμφωνήθηκε, ότι η πιστούχος έχει την υποχρέωση να καταβάλει τόκο με βάση κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο προς το βασικό επιτόκιο εμπορικών χορηγήσεων της Τράπεζας, το οποίο ανήρχετο κατά τον χρόνο σύναψης της πρόσθετης αυτής πράξης σε 8,63% ετησίως προσαυξημένο κατά 1,50% αντί του ισχύοντος μέχρι τότε συνολικού συμβατικού επιτοκίου που ήταν ίσο προς το Βασικό Επιτόκιο Εμπορικών Χορηγήσεων προσαυξημένο κατά 2,50%, ενώ  δυνάμει της από 14.1.2008 πρόσθετης πράξης Νο 10 το περιθώριο επιτοκίου πίστωσης ορίστηκε σε 2%  και με την από 6-11-2008 Νο 11 πρόσθετη πράξη αυτό ορίστηκε σε 2,50%. Ακολούθως, στις  29-6-2007 η εν λόγω έννομη σχέση εκ της ανωτέρω συμβάσεως  περιήλθε στην τραπεζική εταιρία  με την επωνυμία «………….» κατόπιν διασυνοριακής συγχώνευσης δια απορροφήσεως των τραπεζικών εταιριών με τις επωνυμίες «…….», «…………..» (πιστώτριας), «…………..» (ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ, 6753/ 2-7-2007), η οποία στις 4-11-2010 κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση πίστωσης, επειδή η πιστούχος δεν ήταν συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις,  και έκλεισε οριστικά τον με αριθμό ….. χορηγητικό λογαριασμό, που την εξυπηρετούσε, που τότε εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ποσού 543.131,86 ευρώ, και κοινοποίησε σχετική Εξώδικη  Καταγγελία και Πρόσκληση στην καθής η εκτέλεση (βλ. τη με αριθμό ………/9-12-2010 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ως άνω υπόλοιπο, πλέον τόκων υπερημερίας μεταφέρθηκε στον με αριθμό …… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και ακολούθως στις 18-11-2013 [συνεπεία της ειδικής διαδοχής της «………», στην οποία η εν λόγω απαίτηση  περιήλθε με την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης, σε συνδυασμό με το με αριθμ. 96/2013 διάταγμα του άρθρου περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων του ν. 2013, που καταχωρήθηκε στην Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και την υπ’αριθμ. 66/2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος,  από την μετονομασθείσα σε «……….»   (βλ. το με αριθμό ………/23-5-2012 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ ), η οποία είχε εν τω μεταξύ καταστεί καθολική διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας «…………..» λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση (επίσημη εφημερίδα 7-1-2011 της Κυπριακής Δημοκρατίας, τμ. , αρ. 4467αρ.23)] μεταφέρθηκε το συνολικό ποσό των  545.782,26 ευρώ στον με αριθμό  ……  λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης,  με νέο, πλέον, υπόλοιπο στις 31-12-2017, ποσού 879.317,39 ευρώ, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα έγγραφα, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων από την 1.1.2018  και μετά. Ακολούθως η ως άνω πιστώτρια  «…………» ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος της πιστούχου, καθής η εκτέλεση, της με αριθμό  …../2018 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέταξε την καθής να καταβάλει στην αιτούσα  τράπεζα το ως άνω ποσό, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων καθώς και το ποσό των 17.938,07 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Η ως άνω  διαταγή πληρωμής επιδόθηκε νόμιμα στην οφειλέτρια, καθ’ ης η εκτέλεση, μετά  της από 12-6-2018 επιταγής προς πληρωμή, (βλ. την με αριθμό …./14.06.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………….).Το ποσό δε αυτής είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο της αναγγελίας σε 823.417,60 ευρώ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα, κίνησης των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση της υπ’αριθμ. …. και ….. λογαριασμών οριστικής καθυστέρησης.

4. Απαίτηση συνολικού ποσού 387.623,86 ευρώ απορρέουσα από τη με αριθμό ……./12.10.2006 σύμβαση δανείου και το παράρτημα αυτής, μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και της καθής η εκτέλεση, με την οποία χορηγήθηκε δάνειο στην τελευταία, ποσού 310.000 ευρώ  με ετήσιο συμβατικό επιτόκιο 3,47%, προσαυξημένο κατά 3.25%, πλέον εισφοράς 0,6% ν. 128/1975, ήτοι 7,32%., και αποπληρωμή σε 81 μηνιαίες δόσεις. Με αυτήν συμφωνήθηκε περαιτέρω, ότι, εάν οιοδήποτε ποσό του χρέους δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα η πιστούχος θα καθίσταται αυτοδικαίως  υπερήμερη, και θα οφείλει τόκους υπερημερίας, που υπολογίζονται με επιτόκιο ίσο προς 2,5% πάνω από το συνολικό συμβατικό επιτόκιο, οι δε τόκοι που δεν καταβάλλονται εμπρόθεσμα θα εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με το ως άνω επιτόκιο υπερημερίας και οι τόκοι που θα προκύπτουν θα ανατοκίζονται ανα εξάμηνο, καθώς και ότι οι απαιτήσεις της τράπεζας θα αποδεικνύονται με αποσπάσματα ή αντίγραφα   από τα εμπορικά βιβλία της, που θα εκδίδονται απο εξουσιοδοτημένο υπάλληλο αυτής. Ακολούθως, στις  29-6-2007 η εν λόγω έννομη σχέση εκ της δανειακής συμβάσεως  περιήλθε στην τραπεζική εταιρία  με την επωνυμία «……………», σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα ανωτέρω, η οποία στις 5-11-2010 κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση, επειδή  η δανειολήπτρια εταιρία δεν ήταν συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις,  και έκλεισε οριστικά τον με αριθμό ….. ….  χορηγητικό λογαριασμό, που την εξυπηρετούσε, ο οποίος τότε εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ποσού 195.898,96 ευρώ (βλ. απόσπασμα κίνησης λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης με αριθμό …. …. σε συνέχεια του τηρούμενου …….), και παράλληλα κοινοποίησε σχετική Εξώδικη  Καταγγελία και Πρόσκληση στην καθής η εκτέλεση (βλ. τη με αριθμό …./9-12-2010 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..). Ακολούθως, η καθολική διάδοχος αυτής,  λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..»  (επίσημη εφημερίδα 7-1-2011 της Κυπριακής Δημοκρατίας, τμ. , αρ. …. αρ…..) ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος της πιστούχου-καθής η εκτέλεση της με αριθμό  …../2012 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέταξε την καθής να καταβάλει σε αυτήν το ως άνω ποσό, εντόκως  με το επιτόκιο υπερημερίας από 10-12-2010, καθώς και δικαστική δαπάνη, ποσού 3.330 ευρώ, η οποία επιδόθηκε νόμιμα την οφειλέτρια, καθής η εκτέλεση στις 17-2-2012 (βλ. τη με αριθμό …./17.02.2012 έκθεση επιδόσεως του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ως άνω απαίτηση ακολούθως μεταβιβάστηκε νόμιμα στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………..» με την ίδια ως άνω από 26-3-2013 προρρηθείσα σύμβαση,  από την μετονομασθείσα σε «…………»   (βλ. το με αριθμό 3527/23-5-2012 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ), το δε ποσό αυτής  είχε  διαμορφωθεί κατά τον χρόνο της αναγγελίας σε 387.623,80  ευρώ, πλέον νομίμων τόκων όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα, κίνησης τoυ τηρούμενου προς εξυπηρέτηση της λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης με αριθμό  ……….

5. Απαίτηση συνολικού ποσού 158.231,56 ευρώ , απορρέουσα από τη με αριθμό Ε185/030/19.10.2004 σύμβαση δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» και της καθής η εκτέλεση, με την οποία χορηγήθηκε στη τελευταία έντοκο χρεωλυτικό δάνειο, ποσού 500.000 ευρώ, αποπληρωτέο σε 72 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ποσού 6.944,44 ευρώ, έκαστης, πλέον των αναλογούντων τόκων, με συμβατικό επιτόκιο ίσο με το διατραπεζικό, που κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ανήρχετο σε 2,21% ετησίως, προσαυξημένο κατά 3,25% πλέον εισφοράς 0,60% του ν. 128/1975. Περαιτέρω, σε αυτήν τα μέρη συμφώνησαν ότι, εάν οιοδήποτε ποσό του χρέους δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα η δανειολήπτρια θα καθίσταται αυτοδικαίως υπερήμερη και θα οφείλει τόκους υπερημερίας, που υπολογίζονται με επιτόκιο ίσο προς 2,5% πάνω από το συνολικό συμβατικό επιτόκιο, οι δε τόκοι που δεν καταβάλλονται εμπρόθεσμα θα εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με το ως άνω επιτόκιο υπερημερίας και οι τόκοι που θα προκύπτουν θα ανατοκίζονται ανα εξάμηνο, καθώς και ότι οι απαιτήσεις της τράπεζας θα αποδεικνύονται με αποσπάσματα ή αντίγραφα από τα εμπορικά βιβλία της, που θα εκδίδονται απο εξουσιοδοτημένο υπάλληλο αυτής. Στις 29-6-2007 η εν λόγω έννομη σχέση εκ της δανειακής συμβάσεως  περιήλθε στην τραπεζική εταιρία  με την επωνυμία «…………..», κατά τα προεκτεθέντα, η οποία στις 5-11-2010  κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση, επειδή η δανειολήπτρια εταιρία δεν ήταν συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις,  και έκλεισε οριστικά τον με αριθμό …. …  χορηγητικό λογαριασμό, που την εξυπηρετούσε, και ο οποίος τότε εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ποσού 80.535,49 ευρώ, και κοινοποίησε σχετική Εξώδικη  Καταγγελία και Πρόσκληση στην πιστούχο, καθής η εκτέλεση (βλ. τη με αριθμό ……/9-12-2010 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..). Ακολούθως, η καθολική διάδοχος αυτής,  λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………»  (επίσημη εφημερίδα 7-1-2011 της Κυπριακής Δημοκρατίας, τμ. , αρ. … αρ….) ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος της καθής η εκτέλεση, της με αριθμό …../ 2011 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέταξε την καθής να καταβάλει σε αυτήν το ως άνω ποσό, εντόκως  με το επιτόκιο υπερημερίας από 10-12-2010, καθώς και δικαστική δαπάνη, ποσού 1.369 ευρώ, η οποία επιδόθηκε νόμιμα την οφειλέτρια, καθής η εκτέλεση στις 17-2-2012 (βλ. τη με αριθμό …../16.01.2012 έκθεση επιδόσεως του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Η ως άνω απαίτηση ακολούθως μεταβιβάστηκε νόμιμα στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….» με την ίδια ως άνω από 26-3-2013 προρρηθείσα σύμβαση,  από την μετονομασθείσα σε «…………..»   (βλ. το με αριθμό 3527/23-5-2012 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ ), το δε ποσό αυτής (υπόλοιπο) μεταφέρθηκε στο υπ’αρίθμ. …. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και ακολούθως στο υπ’αριθμ. …… παρόμοιο λογαριασμό, όπου στις 6-7-2021 εμφάνιζε υπόλοιπο, ποσού 158.231,56 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από  προσκομιζόμενα αποσπάσματα των ηλεκτρονικών αρχείων της Τράπεζας Πειραιώς.

6. Απαίτηση συνολικού ποσού 2.613.860 ευρώ, απορρέουσα από τη με αριθμό …../02.07.2004 σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό Αλληλόχρεο Λογαριασμό, που καταρτίστηκε  μεταξύ της   τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..»  και την καθής η εκτέλεση,  με την οποία χορηγήθηκε στη τελευταία πίστωση, αρχικώς μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ, και μετά από διαδοχικές τροποποιητικές πράξεις μέχρι του ποσού των 900.000 ευρώ, με προνομιακό επιτόκιο, που κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ανερχόταν σε 5,9% , πλέον περιθωρίου 1%. Περαιτέρω, τα μέρη συμφώνησαν, ότι η καταβολή των τόκων θα γίνεται ανα τρίμηνο, και ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμής καταβολής των τόκων αυτοί θα ανατοκίζονται, ότι το επιτόκιο υπερημερίας υπολογίζεται σε 2,5% μονάδες πάνω από το εκάστοτε ισχύον συνολικό επιτόκιο, στους δε οφειλόμενους τόκους υπερημερίας θα γίνεται ανατοκισμός ανα εξάμηνο.  Επίσης, συμφωνήθηκε ότι οι απαιτήσεις της τράπεζας θα αποδεικνύονται με αποσπάσματα ή αντίγραφα από τα εμπορικά βιβλία της. Στις 18-12-2014 η πιστώτρια τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση, επειδή η πιστούχος δεν ήταν συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις, και έκλεισε τους υπ’αρίθμ. ………  και …….. λογαριασμούς, που την εξυπηρετούσαν, οι οποίοι εμφάνιζαν υπόλοιπο 8.343,10 ευρώ και 1.211.213,64 ευρώ αντίστοιχα, που  μεταφέρθηκαν στους υπ’αριθμ. ….. και …… λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης. Ακολούθως δε, εκδόθηκε με αίτηση της η με αριθμό ……/2018 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η καθής η εκτέλεση διατάχθηκε να της καταβάλει το ποσό των 500.000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων από 8-3-2018 (σύμφωνα με το αίτημα, κατά περιορισμό της συνολικής οφειλής, με ρητή επιφύλαξη της πιστώτριας τράπεζας για την επιδίωξη και του υπόλοιπου ποσού, πλέον τόκων από 8-3-2018), καθώς και το ποσό των 12.700 ευρώ για δικαστική δαπάνη, η οποία επιδόθηκε νόμιμα στην καθ’ ης με την από 20/7/2018 επιταγή προς πληρωμή (βλ. την με αριθμό …./27.07.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….). Ήδη δε η ως άνω απαίτηση κατά τον χρόνο αναγγελίας είχε ανέλθει στο ποσό των 2.613.860 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, όπως προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα των υπ’ αριθμ. ….. και ….. νέων λογαριασμών καθυστέρησής. Στη συνέχεια, η ως άνω τράπεζα με την επωνυμία «…..» δυνάμει της από 21-07-2020 σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αρ. πρωτ. …/22-07-2020 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμο …., αριθμό …..), μεταβίβασε κατ’ άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003, όλες τις ως ανωτέρω απαιτήσεις της στην εδρεύουσα στο ….. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (βλ. σελ. 197 του επισυναπτόμενου  σε αυτήν αποσπάσματος), η οποία ανέθεσε τη διαχείριση τους με την από 21-07-2020 σύμβαση διαχείρισης, κατ’ άρθρο 10 § 14 Ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. …./22-07-2020 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμο ….,  αριθμό ….),   στην εταιρεία με την επωνυμία «………», όπως αυτή  μετονομάστηκε από  «…………….».  Ακολούθως, δυνάμει του από 01/03/2021 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των ανωτέρω εταιριών συμφωνήθηκε η λύση της σύμβασης διαχείρισης, που  δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αρ. πρωτ. …./17-03-2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. με αριθμό …., την 17/03/2021, και την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε περίληψη της από 01/03/2021 σύμβασης  διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, με αρ. πρωτ. …/17-03-2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. με αριθμό 59….. με την οποία η ως άνω εταιρία ειδικού σκοπού ανέθεσε εκ νέου κατ’ άρθρο 10 § 14 Ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στην τρίτη καθής η ανακοπή. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αποδείχθηκαν οι απαιτήσεις της τρίτης καθής η ανακοπή, για τις οποίες αναγγέλθηκε στον πλειστηριασμό και ο ερευνώμενος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτήν  αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Για το  έκτο καθού η ανακοπή (……………..) : Με την από 19-7-2021 αναγγελία του, που επιδόθηκε νόμιμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, την επισπεύδουσα και την καθ’ής η εκτέλεση εταιρία (βλ. τις με αριθμό ….., …. και …./21-7-2021  αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ….), αυτό ανήγγειλε στην εκτελεστική διαδικασία την απαίτηση του, ποσού 1.048.710,26 ευρώ, που απορρέει από τη με αριθμό …/ 19-10-2004  σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίστηκε  μεταξύ της καθής η εκτέλεση και  της δικαιοπάροχου του, πρώην τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» (άρθρο 63 ν. 3601/ 2007, ΦΕΚ Β 2856/ 17-12-2011) (κατόπιν μετονομασθείσας σε ……) με την οποία χορηγήθηκε στην πρώτη  εντόκως πίστωση μέχρι του ποσού των 720.000 ευρώ, που ακολούθως ανήλθε  με τις  υπ’ αριθ. ……./14.12.2006, ……/3.12.2007 και ……./15.10.2008 τροποποιητικές (πρόσθετες) συμβάσεις στο ποσό των 1.200.000 ευρώ. Με αυτήν  συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων : ότι η πίστωση παρέχεται στον Πιστούχο εντόκως με συμβατικό επιτόκιο που θα προκύπτει από το άθροισμα : του Βασικού Επιτοκίου της Τράπεζας, το οποίο ισχύει κάθε φορά για τη συγκεκριμένη μορφή χρηματοδότησης και το οποίο κατά την ημερομηνία υπογραφής της ως άνω σύμβασης ανερχόταν σε 7,15% ετησίως για χρηματοδοτήσεις για Κεφάλαιο Κίνησης, ρητώς προσδιοριζόμενο, του περιθωρίου επιτοκίου το οποίο συνομολογείται σε -1,50% ετησίως για τις χρηματοδοτήσεις για Κεφάλαιο Κίνησης, των τυχόν επιβαλλομένων εκ του Νόμου ή αποφάσεων λοιπών αρμοδίων Αρχών εισφορών (σήμερα εισφορά του Νόμου 128/75 0,60% ετησίως). Ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός θα κλείνεται περιοδικά ανά εξάμηνο, ήτοι την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, οπότε και θα λογίζονται οι οφειλόμενοι τόκοι, οι οποίοι θα πρέπει να καταβάλλονται αμέσως, διαφορετικά η Τράπεζα δικαιούται να χρεώνει αυτούς στον αλληλόχρεο λογαριασμό και να τους κεφαλαιοποιεί ανά εξάμηνο (ανατοκισμός). Ότι όλο το ποσό που θα οφείλεται (υπόλοιπο κλεισίματος), είναι αμέσως απαιτητό, έντοκα με το ανώτατο κάθε φορά όριο του τραπεζικού επιτοκίου υπερημερίας, (που υπολογίζεται με βάση το Συμβατικό Επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5%, κατά το ισχύον νόμιμο μέγιστο ποσοστό επιτοκίου σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 2393/1996 ΠΑΤΕ) και με ανατοκισμό των τόκων. Ότι ο Πιστούχος βαρύνεται για τους φόρους επί των τόκων, λοιπά τέλη και προμήθειες, εισφορές ή επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου και δια τα πάσης φύσεως έξοδα τα γενόμενα ή γενησόμενα συνεπεία ή εις εκτέλεση της συμβάσεως και δη δικαστικά, έξοδα εγγραφής προσημειώσεων ή υποθηκών, ασφάλιστρα κλπ., τα οποία πρέπει να καταβληθούν από τον Πιστούχο έντοκα, από της πληρωμής των από την Τράπεζα, η οποία δικαιούται κατ’ εξουσιοδότηση του Πιστούχου να εξοφλεί αυτά χρεώνοντας τον αλληλόχρεο λογαριασμό ή μετά το οριστικό κλείσιμο αυτού τον τηρούμενο (απλό) λογαριασμό οριστικής καθυστερήσεως, με ισόποσο κονδύλιο. Ότι η εκ του οριστικού κλεισίματος της πίστωσης προκύπτουσα οφειλή του πιστούχου προς την Τράπεζα, αποδεικνύεται και εξ αποσπασμάτων των επίσημων λογιστικών βιβλίων της Τράπεζας, που τηρούνται «εν πρωτοτυπώ» με μηχανογραφικό σύστημα στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της Τράπεζας, εξηγμένων υπ’ αυτής και εμφαινόντων την πλήρη κίνηση των οικείων της πίστωσης λογαριασμών, αποτελούντα (τα αποσπάσματα) πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της Τράπεζας κατά του Πιστούχου και των λοιπών ενεχόμενων.  Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. ………../15.10.2008 Πράξη Τροποποίησης Σύμβασης Πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, τροποποιήθηκε το περιθώριο του επιτοκίου της πίστωσης σε -1% για τις εφεξής πραγματοποιούμενες χρηματοδοτήσεις. Η πιστούχος, καθής η εκτέλεση εταιρία, έκανε χρήση της  πιστώσεως, προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο με αριθμό ………… λογαριασμός, και στις 5-1-2011 αναγνώρισε εγγράφως κατά τον εξαμηνιαίο ανατοκισμό της 31-12-2010 το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, ποσού 290.361,28 ευρώ. Επειδή, όμως,  δεν επέδειξε συνέπεια στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της κατά τα συμφωνηθέντα, το καθού η ανακοπή [το οποίο εν τω μεταξύ υπεισήλθε στη θέση της αρχικής πιστώτριας Τράπεζας, τα περιουσιακά στοιχεία της οποίας μεταβιβάστηκαν σε αυτό  δυνάμει της από 17-12-2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων (ΦΕΚ Β 2856/17-2-2011)], στις 9-5-2012 έκλεισε, όπως δικαιούταν, οριστικά τη σύμβαση και τον εξυπηρετούντα αυτή αλληλόχρεο λογαριασμό, που κατά την ημερομηνία αυτή εμφάνιζε συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο σε βάρος της καθ’ ης, ποσού  337.243,70 ευρώ, εντόκως με το επιτόκιο υπερημερίας από επομένης του κλεισίματος μέχρις εξοφλήσεως. Την ίδια δε ημέρα το ως άνω ποσό μεταφέρθηκε, για καλύτερη λογιστική παρακολούθηση, στον με αριθμό …………. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Την καταγγελία της συμβάσεως και το κλείσιμο του λογαριασμού το ως άνω καθ’ού η ανακοπή γνωστοποίησε στην καθ’ ης η εκτέλεση, οφειλέτρια,  με την από 18.6.2012 εξώδικη δήλωση (υπ’ αριθμ. ………./27.6.2012 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … ……), ακολούθως δε,  αυτό ζήτησε και πέτυχε να εκδοθεί σε βάρος της  τελευταίας η υπ’ αριθ. …./2013 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που την διέτασσε να του καταβάλει  το ανωτέρω ποσό, αντίγραφο της οποίας  της επέδωσε στις 9.9.2013 (υπ’ αριθ. …./9.9.2013 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………). Ηδη η εν λόγω απαίτηση  ανέρχεται  στο συνολικό ποσό των  1.048.710,26 ευρώ, πλέον τόκων από 16.7.2021 το οποίο αναλύεται ως εξής: α) ποσό  341.731,47 ευρώ (υπόλοιπο κεφαλαίου  πλέον τόκων από 16.7.2021 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης της Τράπεζας, β) ποσό 703.298,79 ευρώ (οφειλόμενοι τόκοι από 9.5.2012 έως και 16.7.2021) και γ) ποσό  3.680 ευρώ (έξοδα της πίστωσης). Περαιτέρω, όπως προέκυψε, με την από 18.01.2013 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 76/18.01.2013) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του ως άνω καθού η ανακοπή και αυτό τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 Ν. 3601/2007, ενώ με την υπ’ αρ. 2124/Β. 95/18.01.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 74/18.01.2013) συστάθηκε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με επωνυμία «…………»,  που έλαβε άδεια λειτουργίας δυνάμει της από 18.01.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 76/18.01.2013), στο οποίο μεταβιβάστηκαν όλες οι συμβατικές σχέσεις του καθού η ανακοπή με τρίτους καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού αυτού, εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται ειδικώς (αρ.2 στοιχ. 1 έως και ιζ),  όπου  περιλαμβάνεται και η επίδικη (στοιχ. ια). Με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε η αναγγελθείσα και καταταγείσα συμμέτρως απαίτηση  του εν λόγω καθού η ανακοπή , και ο ερευνώμενος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτό.

Για την έβδομη καθής η ανακοπή (………..) : Με την 15-7-2021 αναγγελία της, που επιδόθηκε νόμιμα στην καθής η εκτέλεση, την επισπεύδουσα δανείστρια και την υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. τις με αριθμούς …., 3096Β και …../ 19-7-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή  στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………) αυτή ανήγγειλε στον πλειστηριασμό απαίτηση της κατά της καθής η εκτέλεση εταιρίας, συνολικού ποσού 4.108.714,62 ευρώ, απορρέουσα από τη με αριθμό ………/2007 σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, που κατήρτισε με την τελευταία η καθολική δικαιοπάροχος της (μετά από διάσπαση και απορρόφηση, βλ. …/2021 συμβ/φική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών, .. …., που εγκρίθηκε αρμοδίως) εταιρία με την επωνυμία «………….», με το υπ’ αριθμ. ………/11.04.2007 συμβόλαιο του …….., συμβολαιογράφου Πειραιώς, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το υπ’ αριθμ. ………/24.05.07 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου και  την  από  8-10-2010  πρόσθετη  πράξη σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, με αντικείμενο την εκμίσθωση στην τελευταία των κάτωθι οριζόντιων αυτοτελών ιδιοκτησιών κείμενων σε οικοδομή επι οικοπέδου στην οδό …………, στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη:  1) της με στοιχεία Ρο Κεφαλαίο ένα (Ρ-1) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, 2) της με στοιχεία Ρο Κεφαλαίο δύο (Ρ-2) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, 3) της με στοιχεία Ρο Κεφαλαίο τρία (Ρ-3) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, 4) της με στοιχεία Ρο Κεφαλαίο τέσσερα (Ρ-4) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, 5) της με στοιχεία Ρο Κεφαλαίο πέντε (Ρ-5) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, 6) της με στοιχεία Ρο Κεφαλαίο έξι (Ρ-6) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, 7) της με στοιχεία Ρο Κεφαλαίο επτά (Ρ-7) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, 8) της με στοιχεία Άλφα Κεφαλαίο (Α) Γραφ. (Α Γραφ.) (γραφείο) του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου, 9) της με στοιχεία Βήτα Κεφαλαίο (Β) Γραφ. (Β Γραφ.) (γραφείο) του δευτέρου (Β) πάνω από το ισόγειο ορόφου, 10) της με στοιχεία Γάμα Κεφαλαίο (Γ) Γραφ. (Γ Γραφ.) (γραφείο) του τρίτου (Γ) πάνω από το ισόγειο ορόφου, 11) της με στοιχεία Δέλτα Κεφαλαίο (Δ) Γραφ. (Δ Γραφ.) (γραφείο) του τετάρτου (Δ) πάνω από το ισόγειο ορόφου και 12) της με στοιχεία Έψιλον Κεφαλαίο (Ε) Γραφ. (Ε Γραφ.) (γραφείο) του πέμπτου (Ε) πάνω από το ισόγειο ορόφου. Η εν λόγω σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με τις τροποποιήσεις της, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Πρωτοδικείο Αθηνών υπ’ αύξ, αριθμούς …/2007, …./2007 και …./2011,  και  η καθής η εκτέλεση παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο. Η διάρκεια μίσθωσης των άνω ακινήτων ορίστηκε για χρονικό διάστημα 20 ετών και συγκεκριμένα από 11.04.2007 έως και 10.04.2027, καθ’όλη δε τη διάρκεια αυτή συμφωνήθηκε να καταβληθούν 80 συνολικά τριμηνιαία, προκαταβλητέα μισθώματα. Το πρώτο μίσθωμα ορίστηκε καταβλητέο την 11.04.2007 τα δε υπόλοιπα 79 μισθώματα  καταβλητέα την αντίστοιχη ημερομηνία των κατά σειρά επόμενων τριμήνων έως τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Όλα δε τα μισθώματα συμφωνήθηκε ότι θα επιβαρύνονται με τον οποιοδήποτε αναλογούντα, σύμφωνα με το νόμο, φόρο, τέλος και λοιπές επιβαρύνσεις. Ακόμη, το πρώτο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 207.024,97 ευρώ και από το δεύτερο έως και το ογδοηκοστό μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 72.224,88 ευρώ τριμηνιαίως, αναπροσαρμοζόμενο κατά τους όρους της σύμβασης. Για τον κατά τα ανωτέρω καθορισμό του ύψους του μισθώματος συμφωνήθηκε ότι θα λαμβάνεται υπόψη το συνολικό κόστος απόκτησης του μισθίου, ποσού  3.334.800,09 ευρώ, και ότι το μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω ή προς τα κάτω με βάση τις διακυμάνσεις του επιτοκίου EURIBOR τριμήνου (μέτρο αναφοράς) όπως αυτό ισχύει την ημέρα που καθίσταται ληξιπρόθεσμο το προηγούμενο μίσθωμα (με ενδεικτική τιμή 3,946% την 05.04.2007). Κατ’ εξαίρεση ο υπολογισμός του πρώτου και δεύτερου μισθώματος θα βασίζεται στο επιτόκιο που ισχύει δύο ημέρες πριν την έναρξη της μισθώσεως. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. ……../24.5.2007 τροποποιητική αυτής πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, συμφωνήθηκε, ότι το πληρωτέο από τον μισθωτή στην εκμισθώτρια μίσθωμα για το υπόλοιπο της χρηματοδοτικής μίσθωσης ορίζεται ενδεικτικά, όπως και στην αρχική χρηματοδοτική μίσθωση, σε ευρώ 72.224,88 τριμηνιαίως από το 2° μίσθωμα και μέχρι του τελευταίου, αναπροσαρμοζόμενο κατά τους όρους της σύμβασης, πληρωτέο το 2° την 11-7-2007 τα δε υπόλοιπα μισθώματα την αντίστοιχη ημερομηνία των κατά σειρά επομένων τριμήνων έως τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης, όπως ο συνημμένος στην εν λόγω τροποποίηση ενδεικτικός πίνακας, πλέον των αναλογούντων φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, ενώ όσον αφορά το 1° μίσθωμα που κατέβαλε ο μισθωτής την 11-4-2007 συμφωνήθηκε, ότι εσφαλμένα είχε υπολογιστεί στο ποσό των 207.024,97 ευρώ και με την εν λόγω τροποποίηση ορίστηκε στο ποσό των 190.905,97 ευρώ,  για τη διαφορά δε αυτή η εκμισθώτρια εξέδωσε αρχικώς πιστωτικό τιμολόγιο, ποσού 207.024,97 ευρώ, και εν συνεχεία έτερο τιμολόγιο, ποσού ευρώ 190.905,97, στο όνομα της μισθώτριας εταιρίας. Για τον κατά τα ανωτέρω καθορισμό του ύψους του μισθώματος ελήφθη υπόψη η μείωση που επήλθε στο συνολικό κόστος απόκτησης του μισθίου από ποσό ευρώ 3.334.800,09 σε ποσό ευρώ 3.318.681,09. Εν συνεχεία,  με την από 8-10-2010 πρόσθετη πράξη  τροποποιήθηκε  περαιτέρω  ο όρος για το καταβλητέο μίσθωμα, και συγκεκριμένα συμφωνήθηκαν τα εξής: Τα μισθώματα από το 15° έως και το 18° θα είναι καταβλητέα το μεν 15° τριμηνιαίο μίσθωμα την 11-10-2010, τα δε επόμενα τρία (3) τριμηνιαία μισθώματα την αντίστοιχη ημερομηνία των κατά σειρά επομένων τριμήνων έως και την 11-7-2011, κατά την οποία είναι καταβλητέο το 18° τριμηνιαίο μίσθωμα, και θα ισούνται με τους τόκους του άληκτου κεφαλαίου της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ήτοι από 11-9-2010 έως 10-7-2011, ενώ το κεφάλαιο των μισθωμάτων της ίδιας ανωτέρω περιόδου θα μετακυλιστεί ισόποσα στα υπόλοιπα μισθώματα της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, ήτοι στο χρονικό διάστημα από το 19° έως τη λήξη της σύμβασης. Έτσι, τα μεν μισθώματα από το 15° (καταβλητέο την 11-10-2010) έως και το 18° (καταβλητέο την 11-7-2012) ορίζονται σε ευρώ 30.353,97 έκαστο τριμηνιαίως, τα δε υπόλοιπα μισθώματα από το 19° και μέχρι τη λήξη της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ορίζονται ενδεικτικά στο ποσό των ευρώ 62.608,02 έκαστο τριμηνιαίως. Το μίσθωμα είναι αναπροσαρμοζόμενο κατά τους όρους της σύμβασης, πληρωτέο την 11η ημερολογιακή ημέρα εκάστου τριμήνου έως τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης, όπως ο συνημμένος στην εν λόγω πρόσθετη πράξη ενδεικτικός πίνακας, πλέον των αναλογούντων φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων. Για τον κατά τα ανωτέρω καθορισμό του ύψους του μισθώματος θα λαμβάνεται υπόψη το άληκτο κεφάλαιο της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ποσού, κατά την ημέρα υπογραφής της ως άνω πρόσθετης πράξης, 2.822.312,37 ευρώ, το τίμημα εξαγοράς και το επιτόκιο αποτελούμενο από το επιτόκιο EURIBOR τριμήνου και επιτόκιο περιθωρίου ύψους 350 μονάδων βάσης (3,50%) και το μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω ή προς τα κάτω με βάση τις διακυμάνσεις του επιτοκίου EURIBOR τριμήνου (μέτρο αναφοράς) όπως αυτό ισχύει την ημέρα που καθίσταται ληξιπρόθεσμο το προηγούμενο μίσθωμα. Ακόμη με τους γενικούς όρους της σύμβασης συμφωνήθηκε, ότι η καθής μισθώτρια θα χρεώνεται τους φόρους, τα τέλη, κάθε είδους έξοδα και εν γένει επιβαρύνσεις, που επιβάλλονται ή γίνονται εξ αιτίας ή επ’ αφορμής της σύμβασης (όρος 6), η εκμισθώτρια δικαιούται, προς απόδειξη του συνόλου ή τμήματος του χρέους ήτοι των πάσης φύσεως οφειλών του μισθωτή, οι οποίες απορρέουν από την ενιαία σύμβαση, όπως απαιτήσεις από μισθώματα, φόρους και λοιπά έξοδα και δαπάνες που βαρύνουν τον μισθωτή, καθώς και αποζημιώσεις, οφειλόμενες με βάση ρήτρα της σύμβασης και πάσης φύσεως τόκους, περιλαμβανομένων τόκων επί τόκων (συνοπτικά «χρέος») να τηρεί ένα ή περισσότερους λογαριασμούς στα βιβλία της, στους οποίους θα καταχωρίζονται: στη μεν στήλη χρέωσης τα ποσά του χρέους, στη δε στήλη πίστωσης οι καταβολές του μισθωτή με τη σειρά καταλογισμού, που προβλέπεται στον όρο 5 της ως άνω σύμβασης, καθώς και ότι τα αντίγραφα των εν λόγω λογαριασμών ή τα αποσπάσματα απο τα εμπορικά της βιβλία θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της εκ της συμβάσεως (όρος 3.6), ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους της εκμισθώτριας τα μη ληξιπρόθεσμα μισθώματα καθίστανται ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά, και ότι τα ποσά αυτά προσδιορίζονται από την εκμισθώτρια με την μέθοδο της προεξόφλησης κατά τη ημερομηνία που κατέστη ληξιπρόθεσμο το τελευταίο πριν την καταγγελία μίσθωμα με το επιτόκιο που ορίζεται στην παράγραφο 23.1 (όρος 20) καθώς και ότι σε περίπτωση που ο μισθωτής δεν εξοφλήσει οποιοδήποτε ποσό του χρέους καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας, κατά την οποία το ποσό αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο, και έχει την υποχρέωση να καταβάλει στην εκμισθώτρια τόκο υπερημερίας προς επιτόκιο ίσο προς το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσοστό του εξωτραπεζικού τόκου υπερημερίας , όπως ισχύει, κάθε φορά (όρος 4). Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η καθής η εκτέλεση, οφειλέτρια εταιρία  δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις αναφορικά με την καταβολή των μισθωμάτων, παρά τις επανειλημμένες γι’ αυτό οχλήσεις της εκμισθώτριας, οι δε οφειλές της  ανέρχονταν στις 8-10-2010 στο συνολικό ποσό των 61.934,13 ευρώ. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, για το χρονικό διάστημα από 11-7-2010 μέχρι την 8-10-2010, που αφορούν την παραπάνω χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων (κωδικός 01811-11-0001), αναλύονται ως εξής: 1) ευρώ 56.426,84 για το 14° μίσθωμα της 11-7-2010, 2) ευρώ 2.725,97 για δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10, 3) ευρώ 55,35 για διαχειριστική αμοιβή ΦΑΠ, 4) ευρώ 2.725,95 για 2η δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10, εντόκως, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα κατά την οποία κατέστη απαιτητό έκαστο των άνω ποσών, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Με το από 8-10-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό τα μέρη ρύθμισαν την καταβολή της ως άνω οφειλής ως εξής:  έντοκα από 8-10-2010 μέχρι την εξόφληση κάθε δόσης, σε είκοσι μία (21) μηνιαίες δόσεις και με επιτόκιο ίσο προς το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσοστό του εξωτραπεζικού τόκου υπερημερίας που κάθε φορά ισχύει. Ειδικότερα, κατά το μέρος που αφορά στη ρύθμιση της σύμβασης της άνω χρηματοδοτικής μίσθωσης των ακινήτων (ρύθμιση του παραρτήματος ………..), η 1η έως την 3η δόση ορίστηκε σε 1.600,00 ευρώ εκάστη και από την 4η έως και την 21η δόση  στο ποσό των 3.174,12 ευρώ εκάστη. Η πρώτη δόση της ρύθμισης ορίστηκε καταβλητέα την 8-11-2010, εκάστη δε των επομένων δόσεων την ίδια ημερομηνία εκάστου επομένου μηνός. Το ποσό των οφειλομένων στις 8-10-2010 τόκων υπερημερίας συμφωνήθηκε να καταβληθεί αυθημερόν. Για την εν λόγω ρύθμιση τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. …….. κωδικός παρακολούθησης της σύμβασης. Ωστόσο,  η καθής συνέχισε να παραβαίνει τις συμβατικές υποχρεώσεις της παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εκμισθώτριας, με συνέπεια η τελευταία να καταγγείλει την μεταξύ τους  σύμβαση καθώς και το από 8-10-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης οφειλής, με την από 07.09.2012 εξώδικη καταγγελία – πρόσκληση, που  επιδόθηκε νόμιμα στη καθής (υπ’ αριθμ. ………/11.09.2012 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……………). Όπως δε αποδείχθηκε  οι μέχρι τότε ληξιπρόθεσμες οφειλές της καθής ανέρχονταν σε : Α. Ευρώ 381.627,15 για οφειλές από ληξιπρόθεσμα μισθώματα, για το χρονικό διάστημα από 27-10-2010 μέχρι και 11-7-2012, ημερομηνία δηλαδή που ήταν καταβλητέο το τελευταίο πριν τη σύνταξη της καταγγελίας της πιο πάνω σύμβασης, ληξιπρόθεσμο μίσθωμα, ήτοι: 1) ΕΥΡΩ 25.321,15 για το μίσθωμα της 27.10.2010, 2) ΕΥΡΩ 31.504,06 για το μίσθωμα της 11.01.2011, 3) ΕΥΡΩ 31.729,85 για το μίσθωμα της 11-4-2011, 4) ΕΥΡΩ 33.726,63 για το μίσθωμα της 11.07.2011 και 5) ΕΥΡΩ 66.058,36 για το μίσθωμα της 11.10.2011, 6) ΕΥΡΩ 65.983,19 για το μίσθωμα της 12.01.2012, 7) ΕΥΡΩ 64.725,77 για το μίσθωμα της 11.4.2012, 8) ΕΥΡΩ 62.578,15 για το μίσθωμα της 11-7-2012 εντόκως, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα από την οποία κατέστη απαιτητό έκαστο των μισθωμάτων αυτών, πλέον χαρτοσήμου 3,6% επί των τόκων αυτών μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Β. Ευρώ 60.940,88 για τα οφειλόμενα ποσά της ρύθμισης (των οφειλόμενων ρυθμισμένων ως άνω οφειλών για το χρονικό διάστημα έως 8-10-2010), που αναλύεται ως εξής: 1) ΕΥΡΩ 647,70 για δεύτερη δόση ρύθμισης την 10/12/2010, 2) ΕΥΡΩ 1.559,02 για αναλογία μισθώματος έως 31/12/2010 την 08/01/2011, 3) ΕΥΡΩ 1.600,00 για τρίτη δόση την 17/01/2011, 4) ΕΥΡΩ 3.174,12 για τέταρτη δόση την 10/02/2011, 5) ΕΥΡΩ 3.174,12 για πέμπτη δόση την 10/03/2011, 6) ΕΥΡΩ 3.174,12 για έκτη δόση την 11/04/2011, 7) ΕΥΡΩ 3.174,12 για έβδομη δόση την 12/05/2011, 8) ΕΥΡΩ 3.174,12 για όγδοη δόση την 10/06/2011, 9) ΕΥΡΩ 3.174,12 για ένατη δόση την 08/07/2011, 10) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη δόση την 09/08/2011, 11) ΕΥΡΩ 3.174,12 για ενδέκατη δόση την 09/09/2011, 12) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δωδέκατη δόση την 12/10/2011 και 13) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη τρίτη δόση την 9/11/2011, 14) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη τετάρτη δόση την 8/12/2011, 15) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη πέμπτη δόση την 18/1/2012, 16) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη έκτη δόση την 8/2/2012, 17) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη έβδομη δόση την 12/3/2012, 18) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη όγδοη δόση την 11/4/2012, 19) ΕΥΡΩ 3.174,12 για δέκατη ένατη δόση την 10/5/2012, 20) ΕΥΡΩ 3.174,12 για εικοστή δόση την 14/6/2012, 21) ΕΥΡΩ 3.174,12 για εικοστή πρώτη δόση την 10/7/2012. Το  ποσό αυτό  οφείλει η καθής να καταβάλλει εντόκως, κατά τα ανωτέρω από 8-10-2010, πλέον χαρτοσήμου 3,6% επί των τόκων αυτών μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Γ. Επί πλέον η καθής,  οφείλει να καταβάλει στην εκμισθώτρια βάσει όρου της σύμβασης το ποσό των  377.012,93 ευρώ για πληρωμή φόρου λόγω καταγγελίας της σύμβασης και για τιμολογημένα έξοδα και συγκεκριμένα ευρώ  326.324,18 για πληρωμή φόρου μεταβίβασης λόγω καταγγελίας της σύμβασης, που  κατέβαλλε η εκμισθώτρια την 12.11.2012 και ευρώ 50.688,75 για φόρο ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/2010 και τιμολογημένα έξοδα και ασφάλιστρα που κατέβαλε η εκμισθώτρια (και συγκεκριμένα: 1) ΕΥΡΩ 2.725,97 για 3η δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10 την 10.12.2010, 2) ΕΥΡΩ 3.567,00 για διαχειριστική αμοιβή ανάκτησης φακέλου στην οικεία Πολεοδομία την 29.12.2010, 3) ΕΥΡΩ 3.463,42 για ασφάλιστρα την 31/12/2010, 4) ΕΥΡΩ 1.250,00 για παράβολο υποβολής φακέλου στην Πολεοδομία την 16.02.2011, 5) ΕΥΡΩ 1.537,50 για παράβολο αμοιβής μηχανικού για κατάθεση φακέλου στην Πολεοδομία την 25.02.2011, 6) ΕΥΡΩ  55,35 για διαχειριστική αμοιβή Φ.Α.Π την 10.06.2011, 7) ΕΥΡΩ 2.725,97 για 1η δόση φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10 την 10.06.2011, 8) ΕΥΡΩ 2.725,97 για 2η δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10 την 10.08.2011 και 9) ΕΥΡΩ 2.725,97 για 3η δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10 την 10.10.2011, 10) ΕΥΡΩ 2.937,93 για ασφάλιστρα την 9/12/2011, 11) ΕΥΡΩ 13.266,60 για ειδικό πρόστιμο ημιυπαιθρίων άρθρου 6 ν. 3843/2010 την 10.01.2012, 12) ΕΥΡΩ 653,28 για ασφάλιστρα την 06.03.2012, 13) ΕΥΡΩ 138.99 για νομικά έξοδα την 08.06.2012, 14) ΕΥΡΩ 138,99 για νομικά έξοδα την 08.06.2012, 15) ΕΥΡΩ 455,10 για νομικά έξοδα την 08.06.2012, 16) ΕΥΡΩ 2.725,98 για 1η δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10 την 10.06.2012, 17) ΕΥΡΩ 2.725,98 για 2η δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10 την 10.08.2012, 18) ΕΥΡΩ 153,81 για έξοδα εκτίμησης την 09.09.2012, 19) ΕΥΡΩ 184,50 για νομικά έξοδα την 27.09.2012, 20) ΕΥΡΩ 24,60 για νομικά έξοδα την 28.09.2012, 21) ΕΥΡΩ 2.725,98 για 3η δόση 1/3 φόρου ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/10 την 10.10.2012, 22) ΕΥΡΩ 233,70 για νομικά έξοδα την 26.11.2012, 23) ΕΥΡΩ 3.295,23 για ασφάλιστρα την 27.11.2012, 24) ΕΥΡΩ 74,42 για συμβολαιογραφικά έξοδα την 29.11.2012, 25) ΕΥΡΩ 176,51 για νομικά έξοδα την 30.11.2012), εντόκως όλα τα ανωτέρω ποσά, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα της υποχρέωσης καταβολής τους. Για τις ως άνω απαιτήσεις της εκμισθώτριας εκδόθηκε μετα από αίτηση της η υπ’ αριθμ. ……./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η καθής η εκτέλεση διατάχθηκε να της καταβάλει ευρώ 381.627,16 για ληξιπρόθεσμα μισθώματα  για το χρονικό διάστημα από 27-10-2010 μέχρι και 11-7-2012, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα, κατά την οποία κατέστη απαιτητό έκαστο των μισθωμάτων μέχρις εξοφλήσεως, πλέον χαρτοσήμου 3,6% επι των τόκων αυτών, ευρώ 60.940,88 για οφειλόμενο ποσό εκ της ρυθμίσεως των ληξιπρόθεσμων οφειλών από 11-7-2010 μέχρι την 8-10-2010, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από 8-10-2010, πλέον χαρτοσήμου 3,6% επι των τόκων αυτών, ευρώ 326.324,18 για πληρωμή φόρου λόγω καταγγελίας της σύμβασης, εντόκως από 12-11-2012,  ευρώ 50.688,75 για φόρο ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το ν. 3842/2010 και τιμολογημένα έξοδα και ασφάλιστρα με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα κατά την οποία κατέστη απαιτητό, καθώς και ευρώ 13.950 για την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Αντίγραφο απο το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής με την από 2-9-2013 επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε  νόμιμα στην καθής η εκτέλεση  (βλ. την υπ’ αριθμ. …../3-9-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), η οποία  επιτασσόταν με αυτήν να  καταβάλει, πέραν των ποσών που αναφέρονται στη διαταγή πληρωμής, και τα κάτωθι ποσά: Ευρώ 61.787,37 για τόκους υπερημερίας, ήτοι από την επομένη ημέρα κατά την οποία κατέστη απαιτητό έκαστο των μισθωμάτων (του συνολικού ποσού 381.627,16 ευρω) μέχρι 2-9-2013, Ευρώ 15.888,55 για τόκους υπερημερίας του κονδυλίου των 60.940,88 ευρώ, από 8-10-2010 μέχρι 2-9-2013, Ευρώ 21.732,85 για τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 326.324,18 ευρώ από 12-11-2012 μέχρι 2-9-2013, Ευρώ 45,26 για το απόγραφο, το αντίγραφο, αντιγραφικά και επίδοση του, Ευρώ 30,00 για σύνταξη της από 2-9-2013 επιταγής. Επίσης οφείλονται και ευρώ 479.421,00 για τόκους υπερημερίας διαστήματος από 3-9-2013 έως 14-7-2021 (ήτοι συνολικώς το ποσό των  1.412.436 ευρώ,  νομιμοτόκως, πλην των κονδυλίων των τόκων). Επί πλέον, η καθής η εκτέλεση, βάσει των  προαναφερομένων όρων της σύμβασης, οφείλει στην εκμισθώτρια,  και όλα τα πέραν της καταγγελίας της σύμβασης και μέχρι τη λήξη αυτής συμφωνηθέντα μισθώματα, ήτοι αυτά από  11-10-2012 έως και 18-9-2027, που ανέρχονται, βάσει του μισθώματος της 11-7-2012 (ποσού ευρώ 62.578,15) και του συνολικού αριθμού αυτών (58) σε ευρώ 3.629,532,70. Η εκμισθώτρια (έβδομη καθής η ανακοπή) προεξόφλησε τα εν λόγω ποσά με το προβλεπόμενο από την παραπάνω σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης προεξοφλητικό επιτόκιο, μειώνοντας τα, στο ποσό των ευρώ 2.696.278,62, το οποίο η καθής η εκτέλεση οφείλει να  της καταβάλει εντόκως με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από της επομένης της επιδόσεως της καταγγελίας της σύμβασης μέχρις εξοφλήσεως. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η καθής η εκτέλεση  οφείλει εκ της ανωτέρω αιτίας στην έβδομη καθής η ανακοπή το συνολικό ποσό των (1.412.436,00 + 2.696.278,62=) 4.108.714,62 ευρώ και δη εντόκως, νομίμως, πλην των κονδυλίων των τόκων, το οποίο αποτελεί και την αναγγελθείσα απαίτηση της, για την οποία κατετάγη συμμέτρως ως εγχειρόγραφος δανείστρια. Ως εκ τούτου, ο ερευνώμενος σε βάρος της λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Για την όγδοη καθής η εκτέλεση (…………) : Με την από  15-7-2021 αναγγελία της, που επιδόθηκε νόμιμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, την επισπεύδουσα και την καθ’ής η εκτέλεση εταιρία (βλ. την με αριθμό  …./ 20-7-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., και τις …/ 20-7-2021 και …/ 20-7-2021  εκθέσεις επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..), αυτή ανήγγειλε στην εκτελεστική διαδικασία την απαίτηση της, ποσού 495.432,53 ευρώ, που απορρέει από την υπ’ αριθμόν …../25-09-2009 σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως μετά των Παραρτημάτων αυτής  (…/30-09-2009 και  …/14-10-2009),  που καταρτίσθηκαν  μεταξύ της ιδίας, με την προηγούμενη επωνυμία της «…….», ως εκμισθώτριας, και της καθ’ ης η εκτέλεση, ως μισθώτριας. Ειδικότερα  με βάση την εν λόγω σύμβαση αυτή εκμίσθωσε και παρέδωσε στην καθ’ ης η εκτέλεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1665/1986, τον ειδικότερα περιγραφόμενο σε αυτή εξοπλισμό και πλέον συγκεκριμένα :1) ένα (1) μεταχειρισμένο εκσκαφέα LIΕΒΗΕRR 934, με αριθμό πλαισίου 647-5435, 2) ένα (1) μεταχειρισμένο εκσκαφέα ΗΙΤΑCΗΙ ΖΧ350-3, S/Ν 51545, 3) ένα (1) μεταχειρισμένο εκσκαφέα ………. και 4) ένα (1) μεταχειρισμένο εκσκαφέα ………. (Παράρτημα …../30-09-2009) και ένα (1) μεταχειρισμένο εκσκαφέα ……….. και αριθμό κυκλοφορίας …….  Παράρτημα …./14-10-2009): (βλ. τα υπ’ αριθμόν …/28-09-2009 και …./12-10-2009 δελτία αποστολής – τιμολόγια της καθ’ ης η εκτέλεση ). Περαιτέρω, με την σύμβαση και τα ως άνω παραρτήματα  της συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα:  Με το Παράρτημα …./30-09-2009:α) Ότι η διάρκεια της μισθώσεως είναι πενταετής, αρχόμενη την 30-09-2009 και λήγουσα την 29-09-2014.β) Ότι η μισθώτρια υποχρεούται να καταβάλει στην  εκμισθώτρια καθ’ όλη τη διάρκεια της μισθώσεως 20 τριμηνιαία, προκαταβλητέα μισθώματα, ανερχόμενα έκαστο σε ποσό ευρώ 18.987,17, πλέον του εκάστοτε αναλογούντος Φ.Π.Α. και λοιπών τυχόν φόρων, τελών, δικαιωμάτων και επιβαρύνσεων πάσης φύσεως, καταβλητέα το μεν πρώτο την 30-09-2009, τα δε υπόλοιπα  19 μισθώματα την αντίστοιχη ημερομηνία κάθε μισθωτικού τριμήνου. γ) Ότι για τον καθορισμό του ύψους του μισθώματος έχουν συνυπολογισθεί: ί) η αξία εξοπλισμού που αναγράφεται στο Παράρτημα ποσού ευρώ 341.242,57, πλέον αναλογούντος Φ.Π.Α. και η διάρκεια, ίί) επιτόκιο Εuribor® τριμήνου (3 μηνών), που ίσχυε την 01-09-2009 ανερχόμενο σε 0,82% και ιιι) περιθώριο 3,8% προς κάλυψη λειτουργικών εξόδων, λοιπών δαπανημάτων και επιβαρύνσεων ως και του προσδοκώμενου κέρδους της εκμισθώτριας. δ) Ότι έκαστο τριμηνιαίο μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται, για όλη τη διάρκεια της μισθώσεως, αναλόγως της αυξομειώσεως του επιτοκίου αναπροσαρμογής, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα είναι το Εuribor® τριμήνου  που θα ισχύει κατά την 1η ημέρα του ημερολογιακού μηνός εντός του οποίου είναι εκάστοτε καταβλητέο. Με το Παράρτημα …../14-10-2009:α) Ότι η διάρκεια της μισθώσεως είναι πενταετής, αρχόμενη την 14-10-2009 και λήγουσα την 13-10-2014.β) Ότι η  μισθώτρια υποχρεούται να καταβάλει στην  εκμισθώτρια καθ’ όλη τη διάρκεια της μισθώσεως 20 τριμηνιαία, προκαταβλητέα μισθώματα, ανερχόμενα έκαστο σε ποσό ευρώ 8.049,68, πλέον του εκάστοτε αναλογούντος Φ.Π.Α. και λοιπών τυχόν φόρων, τελών, δικαιωμάτων και επιβαρύνσεων πάσης φύσεως, καταβλητέα το μεν πρώτο την 14-10-2009, τα δε υπόλοιπα  19 μισθώματα την αντίστοιχη ημερομηνία κάθε μισθωτικού τριμήνου. γ) Ότι για τον καθορισμό του ύψους του μισθώματος έχουν συνυπολογισθεί: i) η αξία εξοπλισμού που αναγράφεται στο Παράρτημα ποσού ευρώ 144.900,00, πλέον αναλογούντος Φ. Π.Α. και η διάρκεια, ii) επιτόκιο  Εuribor® τριμήνου, που ίσχυε την 01-10-2009 ανερχόμενο σε 0,75% και iii) περιθώριο 3,8% προς κάλυψη λειτουργικών εξόδων, λοιπών δαπανημάτων και επιβαρύνσεων ως και του προσδοκώμενου κέρδους της εκμισθώτριας. δ) Ότι έκαστο τριμηνιαίο μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται, για όλη τη διάρκεια της μισθώσεως, αναλόγως της αυξομειώσεως του επιτοκίου αναπροσαρμογής, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα είναι το Εuribor® τριμήνου, που θα ισχύει κατά την 1η ημέρα του ημερολογιακού μηνός εντός του οποίου είναι εκάστοτε καταβλητέο. Η ανωτέρω σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως (γενικοί όροι) και τα παραρτήματα αυτής (ειδικοί όροι) καταχωρήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 1665/1986, στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Πρωτοδικείο Αθηνών με αριθμούς πρωτοκόλλου …../10-11-2010 για τους γενικούς όρους της συμβάσεως και το παράρτημα …../30-09-2009 αυτής, και …../01-04-2011 για το παράρτημα …../14-10-2009 αυτής, και λειτούργησε σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται σ’ αυτή και τα Παραρτήματα της. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι  η καθής η εκτέλεση, αν και παρέλαβε τον ως άνω εξοπλισμό, εν τούτοις δεν συμμορφώθηκε με τις συμβατικές της υποχρεώσεις για καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, και δη αυτών για το χρονικό διάστημα από 30-12-2009 μέχρι 29-06-2011 για το πρώτο παράρτημα,  και  από 14-01-2010 μέχρι 13-07-2011 για το δεύτερο παράρτημα, και κατέστη υπερήμερη, με συνέπεια η ως άνω καθής η ανακοπή να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση με την από 20-04-2011 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και καταγγελία, που νόμιμα κοινοποίησε στην καθής η εκτέλεση  (βλ. την υπ’ αριθμόν …./29-04-2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών   ……….), με την οποία  επιπλέον την οχλούσε να της καταβάλει τα  οφειλόμενα ποσά. Μετά την  ως άνω καταγγελία και λύση της  σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο εξοπλισμός που είχε εκμισθωθεί  με τα ανωτέρω δύο παραρτήματα  αυτής στις 14-11-2014 μεταβιβάστηκε σε τρίτους από την εκμισθώτρια λόγω πωλήσεως, και συγκεκριμένα ο εξοπλισμός, που αποτελούσε αντικείμενο του παραρτήματος …./30-09-2009, πωλήθηκε έναντι τιμήματος, ποσού  84.232,71 ευρώ (βλ. υπ’ αριθμόν …../14-11-2014 τιμολόγιο πωλήσεως – δελτίου αποστολής), και ο εξοπλισμός, που αποτελούσε αντικείμενο του παραρτήματος ……/14-10-2009,  έναντι  τιμήματος, ποσού  35.767,29 ευρώ (βλ. υπ’ αριθμόν …../14-11-2014 τιμολόγιο  πώλησης – δελτίου αποστολής), το συνολικό δε ποσό αυτών  καταλογίστηκε έναντι των οφειλών της καθ’ ης η εκτέλεση,  όπως είχαν διαμορφωθεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Μετα ταύτα η οφειλή της καθής η εκτέλεση διαμορφώθηκε στο συνολικό ποσό των 494.912,53 ευρώ, πλέον τόκων μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, αναλυόμενο ως εξής: A) Για το Παράρτημα ……/30-09-2009: 1) Ποσό  64.081,67 ευρώ για οφειλόμενα και απαιτητά μισθώματα, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, για το χρονικό διάστημα από 30-09-2010 μέχρι 29-06-2011, εντόκως νομίμως από 30-04-2011 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση τους, και δη: για εναπομείναν υπόλοιπο μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 30-09-2010 μέχρι 29-12-2010, που ήταν καταβλητέο την 30-09-2010, ποσό 17.174,02 ευρώ, για μίσθωμα του χρονικού διαστήματος από 30-12-2010 μέχρι 29-03-2011, που ήταν καταβλητέο την 30-12-2010 ποσό  23.441,13 ευρώ και για μίσθωμα του χρονικού διαστήματος από 30-03-2011 μέχρι 29-06-2011, που ήταν καταβλητέο την 30-03-2011, ποσό  23.466,52 ευρώ. 2) Ποσό 228.033,07 ευρώ,  πλέον νομίμου  Φ.Π.Α., ποσού 54.727,94 ευρώ ,ήτοι συνολικό ποσό 282.761,01 ευρώ, για  κεφάλαιο  οφειλόμενων μισθωμάτων από την καταγγελία της συμβάσεως (29-04-2011) μέχρι τη λήξη της συμβατικής διάρκειας αυτής, ήτοι  δεκατρία 13 υπολειπόμενα μισθώματα, εξευρισκομένου του ποσού του κεφαλαίου τούτου, που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό από και δια της καταγγελίας της συμβάσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25.3 των γενικών συμβατικών όρων, δια προεξοφλήσεως, με το ισχύον κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως επιτόκιο υπολογισμού τους, και δη το ανωτέρω ποσό των ευρώ 228.033,07, εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της καταγγελίας της συμβάσεως (30-04-2011) μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του. B) Για το Παράρτημα ……./14-10-2009: 1) Ποσό 14.993,60 ευρώ, για οφειλόμενα και απαιτητά μισθώματα για το χρονικό διάστημα από 14-01-2011 μέχρι 13-07-2011, εντόκως νομίμως από 20-04-2011 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση τους και δη  :για εναπομείναν υπόλοιπο μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-01-2011 μέχρι 13-04-2011, που ήταν καταβλητέο την 14-01-2011, ποσό 6.871,58, ευρώ, για μίσθωμα του χρονικού διαστήματος από 14-04-2011 μέχρι 13-07-2011, που ήταν καταβλητέο την 14-04-2011, ποσό  8.122,02, ευρώ.  2) Ποσό 12.983,49 ευρώ, που αφορά τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί των μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος από 14-10-2009 μέχρι 13-07-2011 και το ποσό αυτό εντόκως νομίμως από 20-04-2011 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του και το οποίο αναλύεται ανά μίσθωμα ως εξής: ποσό  1.851,43 ευρω για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-10-2009 μέχρι 13-01-2010, που λογίσθηκε την 13-04-2011, ποσό 1.849,22 ευρώ για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-01-2010 μέχρι 13-04-2010, που λογίσθηκε την 13-04-2011,  ποσό  1.846,27 ευρώ για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-04-2010 μέχρι 13-07-2010, που λογίσθηκε την 13-04-2011,  3) ποσό  1.851,46 ευρώ για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-07-2010 μέχρι 13-10-2010, που λογίσθηκε την 13-04-2011, ποσό  1.856,38 ευρώ για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-10-2010 μέχρι 13-01-2011, που λογίσθηκε την 13-04-2011,  ποσό  1.860,67 ευρώ για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-01-2011 μέχρι 13-04-2011, που λογίσθηκε την 13-04-2011,   ποσό ευρώ 1.868,06 για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 14-04-2011 μέχρι 13-07-2011, που λογίσθηκε την 13-04-2011.3. Ποσό  96.849 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ποσού  23.243,76, ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό  120.092,76 ευρώ, που αφορά στο κεφάλαιο που αντιστοιχεί στα οφειλόμενα από την καταγγελία της συμβάσεως (29-04-2011) μέχρι τη λήξη της συμβατικής διάρκειας αυτής δεκατρία υπολειπόμενα μισθώματα, εξευρισκομένου του ποσού του κεφαλαίου τούτου δια προεξοφλήσεως, με το ισχύον κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως επιτόκιο υπολογισμού τους, των ανωτέρω  υπολειπομένων μισθωμάτων από την καταγγελία της συμβάσεως έως την ημερομηνία της συμβατικής λήξεως της διάρκειας αυτής και το οποίο κεφάλαιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό από και δια της καταγγελίας της συμβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 25.3 των γενικών όρων αυτής και το ανωτέρω ποσό των ευρώ 96.849,00, εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της καταγγελίας της συμβάσεως (30-4-2011) μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της ως άνω καθής η ανακοπή  καθώς και το απόσπασμα λογαριασμού τάξεως, που αποτελούν πλήρη απόδειξη,  για την απαίτηση εκ της συμβάσεως μίσθωσης κατά ρητή συμφωνία των μερών (γενικός όρος 9 της συμβάσεως). Περαιτέρω, μετά από σχετική αίτηση της εκμισθώτριας- καθής η ανακοπή, υπο την  τωρινή επωνυμία  της, εκδόθηκε κατά της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτριας της η υπ’ αριθμόν …../2017 Διαταγή Πληρωμή του Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία επιδικάσθηκε σε αυτήν  το αιτούμενο μέρος των ανωτέρω απαιτήσεων  και συγκεκριμένα μέρος της απαιτήσεως  εκ του παραρτήματος ……/30-09-2009 της συμβάσεως, ποσού  17.174,02 ευρώ, για το εναπομείναν υπόλοιπο κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα του μισθώματος του χρονικού διαστήματος από 30-09-2010 μέχρι 29-12-2010, που ήταν καταβλητέο την 30-09-2010, εντόκως νομίμως από 30-04-2011 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του, ενώ ομοίως επιδικάστηκε το ποσό των  370 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της διαταγής πληρωμής.  Αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής επιδόθηκε νόμιμα στην καθής η εκτέλεση μαζί με την από 9-6-2017 επιταγή προς πληρωμή (βλ. την υπ’αριθμ. ……./ 15-6-2017 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………..), με την οποία η ως άνω καθής η ανακοπή επέτασσε την καθής να της καταβάλει το ποσό των 17.174,02 ευρώ , εντόκως νομίμως από 30-4-2011 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον 370 ευρώ για την επιδικασθείσα με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής δικαστική δαπάνη με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της  επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από την 16-06-2017 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, καθώς και  ποσό  75 ευρώ : για  δαπάνη εκδόσεως του αντιγράφου της διαταγής πληρωμής (5 ευρώ), δικαιώματα συντάξεως της επιταγής προς πληρωμή και παραγγελία προς επίδοση  (30 ευρώ) και δικαιώματα και δαπάνη του δικαστικού επιμελητού για την επίδοση του αντιγράφου της διαταγής πληρωμής, (40 ευρώ), εντόκως νομίμως ομοίως από την επομένη της επιδόσεως της επιταγής προς πληρωμή και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, στις 22-10-2019  της επέδωσε νέα επιταγή προς πληρωμή για τα ανωτέρω ποσά, πλέον ποσού 74 ευρώ για τα έξοδα σύνταξης και επίδοσης της νέας αυτής επιταγής, εντόκως  από την επίδοση αυτής (βλ. τη με αριθμό …../ 22-10-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………) .Σύμφωνα, επομένως, με τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε η ύπαρξη και το ύψος της αναγγελθείσας απαιτήσεως της ως άνω καθής η ανακοπή κατά της  καθ’ ης η εκτέλεση, ποσού 495.432,53 ευρώ, για την οποία αυτή κατετάγη συμμέτρως ως εγχειρόγραφος δανείστρια, και ο ερευνώμενος σε βάρος της λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Για τους  ένατο και δέκατο των καθών η ανακοπή (………): Οι ένατος και δέκατος των καθών με την από 15-07-2021 αναγγελία τους, που κοινοποίησαν νόμιμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, την επισπεύδουσα και την καθής η εκτέλεση (βλ. τις υπ’αριθ. .. Ζ’, … Ζ’ και …. Ζ’/16-07-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……….), ανήγγειλαν νόμιμα τις απαιτήσεις τους από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, που κατήρτισαν με την καθής η εκτέλεση, εταιρία, ποσού  376.387 ευρώ και 249.330 ευρώ αντίστοιχα. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, ο  ένατος καθού προσελήφθη στις 23-11-2001 από την καθ’ής η εκτέλεση εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να παρέχει την εργασία του ως μηχανοτεχνίτης φορτηγών και μηχανημάτων, πέντε ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Παρασκευή, επι 8 ώρες ημερησίως, και απασχολήθηκε σε αυτήν έως 8-7-2005. Ως εκ του είδους της παρεχόμενης εργασίας του και το  αντικείμενο επιχειρηματικής  δραστηριότητας της καθής η εκτέλεση εργοδότριας του, υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής της από  17.6.1993 ΣΣΕ εργατοτεχνιτών-υπαλλήλων επιχειρήσεων Μετάλλου και συναφών, και των όμοιων ΣΣΕ και ΔΑ που εκδόθηκαν για τα επόμενα έτη. Έτσι, με βάση τη μετέπειτα εκδοθείσα διετούς διάρκειας υπ’ αριθμ. …../2002 ΔΑ, σε συνδυασμό με την ως άνω από 17.6.1993 ΣΣΕ, αυτός για τα έτη 2002-2003 δικαιούταν το βασικό του ημερομίσθιο, όπως αναπροσαρμοζόμενο ίσχυε το κρίσιμο χρονικό διάστημα και επίσης, από τα επιδόματα που χορηγούνται με την ως άνω από 17.6.2003 ΣΣΕ  το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το  επίδομα γάμου, διότι ήταν έγγαμος. Ητοι αυτός  δικαιούταν: Από 1.1.2002-30.6.2002, για ημερομίσθιο 25,36 ευρώ + 2,54 ευρώ για επίδομα γάμου + 3,4 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας = 31,3 ευρώ ημερησίως και 782,5 ευρώ μηνιαίως (31,3 Χ 25). Από 1.7.2002-31.12.2002, για ημερομίσθιο 26,12 ευρώ + 2,61 ευρώ για επίδομα γάμου    + 3,13 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας = 31,86 ευρώ ημερησίως και 796,5 ευρώ μηνιαίως (31,86 Χ 25). Για το διάστημα από 1.1.2003-31.12.2003, για ημερομίσθιο 27,30 ευρώ + 2,73 ευρώ για επίδομα γάμου + 3,28 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας = 33,31 ευρώ ημερησίως και    832,75 ευρώ μηνιαίως (33,31 Χ 25). Με βάση τη μετέπειτα εκδοθείσα διετούς διάρκειας υπ’ αριθμ. ……/2004 ΔΑ, σε συνδυασμό με την ως άνω από 17.6.1993 ΣΣΕ, αυτός για τα έτη 2004-2005 δικαιούταν το βασικό του ημερομίσθιο, όπως αναπροσαρμοζόμενο ίσχυε το κρίσιμο χρονικό διάστημα και επίσης, τα ίδια ως άνω επιδόματα που χορηγούνται με την ως άνω από 17.6.2003 ΣΣΕ. Κατά συνέπεια,  δικαιούταν: Από 1.1.2004- 30-4.2004 για ημερομίσθιο 22,30 ευρώ + 2,73 ευρώ για επίδομα γάμου + 3,28 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας = 33,31 ευρώ ημερησίως και 832,75 ευρώ μηνιαίως (33,31 Χ 25). Από 1.5.2004-30.6.2004 για ημερομίσθιο 28,39 ευρώ + 2,84 ευρώ για επίδομα γάμου + 3,41 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας = 34,64 ευρώ ημερησίως και 866 ευρώ μηνιαίως (34,64 Χ 25). Από  1.7.2004-31.12.2004, για ημερομίσθιο 29,24 ευρώ + 2,92 ευρώ για επίδομα γάμου + 3,51 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας = 35,67 ευρώ ημερησίως και 891,75 ευρώ μηνιαίως (35,67 Χ 25). Από 1.1.2005, αυτός συμπλήρωσε τριετία εργασίας στην καθής η εκτέλεση εργοδότρια του, οπότε δικαιούταν εφεξής επίδομα τριετίας. Επομένως, δικαιούταν, από 1.1.2005-30.6.2005, για ημερομίσθιο 30,12 ευρώ + 3,19 ευρώ για επίδομα γάμου + 3,61 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 1,81 για επίδομα μιας τριετίας = 38,73 ευρώ ημερησίως και 968,25 ευρώ μηνιαίως (38,73 Χ 25). Από 1.7.2005-8.7.2005, για ημερομίσθιο 31,02 ευρώ + 3,29 ευρώ για επίδομα γάμου + 3,72 ευρώ για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 1,86 για επίδομα μιας τριετίας = 39,89 ευρώ ημερησίως και 997,25 ευρώ μηνιαίως (39,89 Χ 25). Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι  από 1.1.2002- 30.6.2002, ελάμβανε μηνιαίο μισθό 602 ευρώ, από 1.7.2002-31.12.2002, 632 ευρώ, από 1.1.2003- 31.12.2003, 810 ευρώ, από 1.1.2004-30.6.2004, 810 ευρώ, από 1.7.2004- 31.12.2004, 810 ευρώ και από 1.1.2005-8.7.2005 810 ευρώ. Επομένως δικαιούται τις εξής διαφορές καταβαλλόμενων και καταβλητέων μηνιαίων αποδοχών: Από 1.1.2002-30.6.2002 (782,5 ευρώ καταβλητέος μηνιαίος μισθός -602 ευρώ καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός= 180,5 ευρώ Χ 6=) 1.083 ευρώ. Από 1.7.2002-31.12.2002 (796,5 ευρώ καταβλητέος μηνιαίος μισθός -632 ευρώ καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός= 164,5 ευρώ Χ 6=) 987 ευρώ. Από 1.1.2003-31.12.2003 ο νόμιμος καταβλητέος μηνιαίος μισθός ανερχόταν σε 732,75 ευρώ έλαβε, όμως, 810 ευρώ, οπότε δε δικαιούται κανένα ποσό. Απο 1-1-2004 έως 30.4.2004 (832,75 ευρώ καταβλητέος μηνιαίος μισθός -810 ευρώ καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός= 22,75 ευρώ Χ 4=) 91 ευρώ. Από 1.5.2004-30.6.2004  (866 ευρώ καταβλητέος μηνιαίος μισθός – 810 ευρώ καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός= 56 Χ 2=) 112 ευρώ. Από 1.7.2004- 31.12.2004 (891,75 ευρώ καταβλητέος μηνιαίος μισθός – 810 ευρώ καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός = 81,75 Χ 6=) 490,5 ευρώ. Από 1.1.2005- 30.6.2005 (968,25 καταβλητέος μηνιαίος μισθός – 810 ευρώ καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός= 56 Χ 6=) 366 ευρώ. Από 1.7.2005-8.7.2005, (319,12 ευρώ καταβλητέο συνολικό ποσό για το δικαιούμενο διάστημα -259,2 ευρώ καταβαλλόμενο συνολικό ποσό για το κρίσιμο χρονικό διάστημα =) 59,92 ευρώ. Συνολικά, αυτός δικαιούταν 3.189,42 ευρώ. Επιπλέον, δικαιούταν κάθε μέρα μια φιάλη γάλακτος μισού  λίτρου, που, όμως, δεν του χορηγούταν. Κατά συνέπεια,  δικαιούται το αντίστοιχο χρηματικό αντίτιμο για όλο το χρονικό διάστημα εργασίας του. Ειδικότερα, από 1.1.2002-31.12.2003 (1 ευρώ η μια φιάλη γάλακτος Χ25 ημέρες το μήνα= 25 ευρώ X12 μήνες το χρόνο= 300 ευρώ Χ 2 έτη= ) 600 ευρώ Από 1.1.2004-8.7.2005 (1,2 ευρώ η μια φιάλη γάλακτος Χ25 ημέρες το μήνα= 30 ευρώ Χ 18,3 μήνες =) 549 ευρώ και συνολικά, 1.149 ευρώ. Τα ανωτέρω εξάλλου κρίθηκαν αμετακλήτως και με τη με αριθμό 1872/ 2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε  επι της με αριθμό κατάθεσης …………/ 2007 αγωγή του ως άνω καθού η ανακοπή κατά της καθής η εκτέλεση, με την οποία  η τελευταία υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ για διαφορές νομίμων  μισθών,  ενώ αναγνωρίστηκε η οφειλή της από την ίδια αιτία για επιπλέον ποσό 189,42 ευρώ, καθώς  και  το ποσό των 300 ευρώ για χρηματικό αντίτιμο μη χορηγηθείσας φιάλης γάλακτος, ενώ  αναγνωρίστηκε οφειλή της από την ίδια αιτία ποσού 849  ευρώ, με το νόμιμο τόκο από  την επομένη του τέλους κάθε μήνα, εντός του οποίου κάθε ποσό κατέστη απαιτητό. Ακόμη,  ο ως άνω καθού η ανακοπή, εργαζόταν τις καθημερινές  70 ώρες την εβδομάδα (5 ημέρες την εβδομάδα χ 14 ώρες, από ώρα 7.00 έως 21.00)  και πραγματοποιούσε 3 ώρες νόμιμη ιδιόρρυθμη υπερωρία την εβδομάδα και κατά μ.ο 13 ώρες το μήνα. Συνεπώς, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 30-6-2002 για τις 78 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωριακής εργασίας, που πραγματοποίησε, δικαιούται [ωρομίσθιο 6,04 ευρώ (νόμιμος μισθός 782,50 ευρώ+ 25  ευρώ φιάλη γάλα= 807,50 ευρώ : 25= 32,3 ημερ: 8 ώρες= 4,03 ευρώ χ 50% προσαύξηση =2,01 ευρώ+ 4,03= 6,04 Ευρώ) χ 78 ώρες=] 471,12 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2002 έως 31-12-2002 δικαιούται [ωρομίσθιο 6,15 ευρώ (796,50 νομ. μισθός + 25 ευρώ φιάλη γάλα= 821,15:25= 32,86 ημερ.:8 ώρες= 4,10 Ευρώ ώρα + 50%= 6,15 χ 78 ώρες =) 479,7 Ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2003 αυτός πραγματοποίησε 156 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωριακής εργασίας και δικαιούται [ωρομίσθιο 4,28 ευρώ + 50%= 6,42 ευρώ χ 156 ώρες=] 1001,52 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 30-6-2004 πραγματοποίησε 78 ώρες ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, για τις οποίες δικαιούται [4,31 ευρώ + 2,15 ευρώ= 6,46 ευρώ χ 78 ώρες=] 503,88 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2004 έως 31-12-2004 και για 78 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωριακής εργασίας δικαιούται το ποσό των [4,60 ευρώ + 2,30 ευρώ= 6,90 ευρώ χ 78 ώρες=] 538,2 ευρώ, για δε το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 8-7-2005 και για 82 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωρίας, δικαιούται [4,99 + 2,49 ευρώ= 7,48 χ 82 ώρες=] 613,36 ευρώ. Συνολικά για τις ως άνω αιτίες δικαιούται το ποσό των 3.607,78 ευρώ. Περαιτέρω, αυτός το μήνα πραγματοποιούσε 140 παράνομες υπερωρίες (116 ώρες τις καθημερινές και 24 ώρες τα Σάββατα, οπότε ομοίως δούλευε από τις 7.00 έως 21.00, ήτοι 6 ώρες παράνομη υπερωρία) για όλο το χρονικό διάστημα που διήρκησε η εργασιακή του σχέση με την καθ΄ής η εκτέλεση εργοδότρια του.  Συνεπώς, δικαιούται για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 εως 30-6-2002 με ωρομίσθιο (10,07 Ευρώ) (4,03 ωρομίσθιο χ 150%= 6,045 + 4,03= 10,07) χ 140 ώρες χ 6 μήνες= 1.410 χ 6 Ευρώ= 8.460 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2002 έως 31-12-2002 με ωρομίσθιο 4,10 ευρώ  χ 150%= 6,15 + 4,10 = 10,25 χ 140 ώρες= 1.435 ευρώ χ 6= 8.610 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2003 με ωρομίσθιο 4,28 Ευρώ χ 150%= 6,42 + 4,28= 10,7 χ 140 ώρες= 1.498 Ευρώ χ 12 μήνες= 17.976  Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 30-6-2004 με ωρομίσθιο 4,31 Ευρώ χ 150%= 6,46 Ευρώ + 4,31 Ευρώ= 10,77 ευρώ χ 140 ώρες= 1.507,80 χ 6 μήνες = 9.046,80 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2004 έως 31-12-2004 με ωρομίσθιο 4,60 Ευρώ χ 150 %= 6,9 + 4,60 = 11,50 Ευρώ χ 140 ώρες= 1.610 ευρώ χ 6 μήνες= 9.660 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως  8-7-2005 με ωρομίσθιο 4,99ευρώ χ 150%= 7,48 + 4,99= 12,47 Ευρώ χ 140 ώρες= 1.746,50 Ευρώ χ 6 μήνες= 10.479 ευρώ. Ητοι συνολικά δικαιούται το ποσό των 64.231,80 Ευρώ. Ακόμη, αυτός  για τα Σάββατα, που εργαζόταν ακύρως δικαιούται με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού από 1-1-2002 έως 30-6-2002 και για 192 ώρες εργασίας (8 ώρες χ 24 Σάββατα) το ποσό των 1.159,68 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2002 έως 31-12-2002 ομοίως για 192 ώρες εργασίας  το ποσό των 1.180,80 ευρω, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2003  για 384 ώρες εργασίας  το ποσό των 2465,28 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 30-6-2004  το ποσό των 1240,32 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2004 έως 31-12-2004  το ποσό των 1324,80 Ευρώ, και για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 8-7-2005  το ποσό των 1496 Ευρώ. Για τις ως άνω αιτίες αυτός δικαιούται το συνολικό ποσό των 8.866,88 Ευρώ. Επιπλέον,  αυτός  από 1-1-2002 έως 30-6-2002 πραγματοποίησε 36 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές  (12 ώρες χ 3 Κυριακές) και συνολικά 216 ώρες, εκ των οποίων οι 144 ώρες ήταν εργασία 8ώρου Κυριακής, οι δε λοιπές 72 ώρες παράνομης υπερωρίας. Συνολικά δικαιούται για τις 144 ώρες [4,03 Ευρώ ωρομ. +75%= 7,05χ  ευρώ χ 144=)  1.015,56   Ευρώ,   για   τις   72 παράνομες υπερωρίες [10,07 Ευρώ ωρομ. χ 72=] 725,04 Ευρώ. Για την ως άνω αιτία και ώρες εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1-7-2002 έως 31-12-2002 δικαιούται για τις 144   ώρες   εργασίας  [(4,10   Ευρώ   ωρομ.   + 75%= 7,17 χ  144=)1033,20 Ευρώ, για τις 72 ώρες παράνομης υπερωρίας  [10,25 χ 72= 738 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2003 και για 432 ώρες   εργασίας,   εκ   των   οποίων   οι   288 ώρες πληρώνονται [(4,28 Ευρώ ωρομ. + 75% = 7,49 χ 288=) 2157,12   Ευρώ,  οι δε 144 ώρες παράνομης υπερωρίας πληρώνονται  [10,7 χ  144=]  1540,8, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 30-06-2004 και για 144 ώρες εργασίας [(4,31  Ευρώ + 75 %= 7,54 Ευρώ)χ 144]  1086 Ευρώ, για δε 72 παράνομες υπερωρίες [10,77 χ 72 =] 775,44 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 8-7-2005 και για 227 ώρες εργασίας αυτός δικαιούται για 151 ώρες κανονικής εργασίας  [4,99 + 75%= 8,73 Ευρώ χ  151 ώρες=] 1318,60, για δε 76 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας  [12,47 Ευρώ χ 76 ώρες=] 947,72 Ευρώ. Συνολικά, για την ως άνω αιτία αυτός δικαιούται το συνολικό ποσό των 11.337,60 Ευρώ. Τα ως άνω ποσά ,που αφορούν σε ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, υπερωριακή εργασία και εργασία σε Σάββατα και Κυριακές οφείλονται στον ένατο  καθού η ανακοπή με τον νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα εντός του οποίου κάθε ποσό κατέστη απαιτητό. Ακόμη αποδείχτηκε, ότι αυτός δεν έλαβε από την εργοδότρια του τις ετήσιες άδειες αναψυχής του καίτοι την όχλησε προς τούτο. Συνεπώς, δικαιούται για άδεια και επίδομα αδείας έτους 2002  πλέον αστικής ποινής 100%  ποσό  6.928,16 ευρώ, για το έτος 2003  6.961,60 Ευρώ, για το έτος 2004    7.512 Ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 8-7-2005  8.179,36 Ευρώ. Συνολικά για την ως άνω αιτία δικαιούται το ποσό των 29.581,12 Ευρώ. Επιπλέον, δεν ελάμβανε επιδόματα εορτών (Πάσχα και Χριστουγέννων). Για το λόγο αυτό, δικαιούται  επίδομα Πάσχα 2002, ποσού 1.007 Ευρώ, επίδομα Χριστουγέννων 2002 ,ποσού 2.014 Ευρώ, διαφορά επιδόματος  Πάσχα 2003, ποσού 920 Ευρώ, διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων 2003, ποσού  1840 Ευρώ, διαφορά  επιδόματος Πάσχα 2004, ποσού 877 Ευρώ, διαφορά  επιδόματος Χριστουγέννων 2004, ποσού 1900 Ευρώ, διαφορά  επιδόματος Πάσχα 2005, ποσού 947 Ευρώ, και επίδομα Χριστουγέννων 2005, ποσού 798,08 (99,76 Ευρώ χ 8 ημέρες). Για τις ως άνω αιτίες δικαιούται να λάβει το ποσό των 10.303,08 ευρώ. Τα ως άνω  ποσά, που αφορούν σε αποδοχές και επιδόματα αδείας κάθε έτους, οφείλονται με το νόμιμο τόκο από 31-12-2002, 31-12-2003, 31-12-2004 και 09-07-2005 (για αποδοχές-επιδόματα αδείας ετών 2002, 2003, 2004 και 2005 αντίστοιχα) και τα ποσά, που αφορούν σε επιδόματα Εορτών, με το νόμιμο τόκο από 30 Απριλίου κάθε έτους για το επίδομα Πάσχα και από 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους για το επίδομα Χριστουγέννων. Τα ανωτέρω εξάλλου κρίθηκαν αμετακλήτως με την με αριθμό 1.434/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία  επαναλήφθηκε η συζήτηση της ως άνω αγωγής του εν λόγω καθού η ανακοπή, διότι το Δικαστήριο με την προηγούμενη απόφαση του (1872/2009)  είχε κρίνει ουσιαστικά μόνον για δύο επιμέρους αιτήματα της, ενώ για τα λοιπά διέταξε την επανάληψη συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθούν τα ειδικότερα σε αυτήν αναφερόμενα έγγραφα. Ακόμη με τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις επιδικάστηκαν σε αυτόν  τα ποσά των  300 ευρώ και 850 ευρώ, αντίστοιχα ως  δικαστική δαπάνη. Ακολούθως, η εναγόμενη εταιρία, καθής η εκτέλεση, άσκησε κατά  των ως άνω αποφάσεων την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../ 2014 έφεση, η οποία απορρίφθηκε λόγω της ερημοδικίας της  με την με αριθμό 6501/2019  απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που επιδίκασε  υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη, ποσού 500 ευρω. Η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε νόμιμα στην εκκαλούσα στις 12-02-2020, όπως προκύπτει από τη νομίμως προσκομιζόμενη  υπ’αριθ. ……. /12-02-2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………., και δεν έχει προσβληθεί με ένδικο μέσο (βλ. το με αριθ. πρωτ. ……/2021 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης ενδίκων μέσων του Εφετείου Αθηνών). Εξάλλου, το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, δεν ανέτρεψε την αποδεικτική δύναμη των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων, που βεβαιώνουν την ύπαρξη της απαίτησης του ένατου καθού η ανακοπή σε βάρος της καθής η εκτέλεση, οφειλέτριας (άρθρο 312 ΚΠολΔ), επικαλούμενο τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης, στην οποία εκδόθηκαν (ως αντίθετο, ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της αποφάσεως) ή συμπαιγνία των διαδίκων, ή με την προσβολή αυτών (αποφάσεων) ως πλαστών (άρθρο 312 ΚΠολΔ), και ως εκ τούτου αποδείχθηκε πλήρως η ύπαρξη και το ύψος των αναγγελθεισών απαιτήσεων του ως άνω καθού, για τις οποίες αυτός κατετάγη συμμέτρως ως εγχειρόγραφος δανειστής [ποσού 132.266,68 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο (4.338,42 ευρώ +127.928,26 ευρώ), πλέον νομίμων τόκων, που κατά  την 14-07-2021, ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, ανέρχονταν στο ποσό των 242.470,32 ευρώ ( 205.606,32 ευρώ τόκοι υπερημερίας και 36.864 ευρώ τόκοι επιδικίας), και ποσού 1.650 ευρώ για επιδικασθείσες δικαστικές δαπάνες),  συνολικού ποσού 376.387 ευρώ. Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Αναφορικά με τον  δέκατο καθού η ανακοπή,  ……………., αποδείχθηκε ότι στις 1-9-2002 προσελήφθη από την καθ’ής η εκτέλεση εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να παρέχει την εργασία του ως μηχανοτεχνίτης οδηγός φορτηγού πέντε ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Παρασκευή, επι 8 ώρες ημερησίως, αντί μηνιαίου μισθού που θα προσδιορίζεται από τις εκάστοτε οικείες ΣΣΕ ,και απασχολήθηκε σε αυτήν έως 12-6-2007.  Από την ως άνω ημερομηνία πρόσληψης του,  αυτός, ο οποίος ήταν άγαμος, κάτοχος της υπ’ αριθμ. ……….. άδειας ικανότητας οδηγού φορτηγών αυτοκινήτων Γ’ κατηγορίας, με ισχύ από 8.10.2004- 8.10.2009, προσέφερε τις υπηρεσίες του, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλ. ……. φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της εταιρίας, ωφέλιμου βάρους 15 τόνων, το οποίο έφερε στο πίσω μέρος αυτού λιπαντική μονάδα, καθώς και δύο δεξαμενές για πετρέλαιο και νερό. Ως εκ του είδους της παρεχόμενης εκ μέρους του εργασίας και το αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας της εργοδότριας του, εφαρμοστέες εν προκειμένω τυγχάνουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και Διαιτητικές Αποφάσεις, που ρυθμίζουν τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων όλης της χώρας, ήτοι οι ΔΑ 14/2002, ΔΑ 15/2003, ΔΑ 20/2004, ΔΑ 9/2005, ΔΑ 14/2006 και από 11.4.2007 ΣΣΕ, που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές από 1.7.2002 με την ΥΑ 15468/31.7.2003, 19.5.2003 με την ΥΑ 15468/31.7.2003, από 14.7.2994 με την ΥΑ 12435/28.7.2004, από 4.5.2005 με την ΥΑ 11869/1.6.2005, από 16.6.2006, με την ΥΑ 11981/12.7.2006 και από 9.5.2007 με την ΥΑ 11871/26.6.2007, αντίστοιχα. Με  τις προαναφερόμενες ΣΣΕ και ΔΑ, λαμβανομένης υπόψη της οικογενειακής κατάστασης   αυτού   (άγαμος   και  χωρίς   τέκνα)   και της προϋπηρεσίας του στην εργοδότρια του, δικαιούταν: Από 1.1.2003-18.5.2003 το ποσό των 728 ευρώ (βασικός μισθός 548 + 56 ευρώ διορθωτικό ποσό αγάμων + 62 ευρώ επίδομα ειδικών συνθηκών + 20 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 42 ευρώ επίδομα επικίνδυνης εργασίας). Από 19.5.2003 – 31.8.2003 το ποσό των 763 ευρώ (574 ευρώ βασικός μισθός + 59 ευρώ διορθωτικό ποσό αγάμων + 65 ευρώ επίδομα ειδικών συνθηκών + 21 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 44 ευρώ επίδομα επικίνδυνης εργασίας). Από 1.9.2003- 13.7.2004 το ποσό των 797,44 ευρώ (574 ευρώ βασικός μισθός + 34,44 ευρώ επίδομα τριετιών + 59 ευρώ διορθωτικό ποσό αγάμου + 65 ευρώ επίδομα ειδικών συνθηκών + 21 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 44 ευρώ επίδομα επικίνδυνης εργασίας). Από 14.7.2004-31.8.2004, το ποσό των 788 ευρώ (700 ευρώ βασικός μισθός + 42 ευρώ επίδομα τριετίας + 25 επίδομα εξομάλυνσης αγάμου + 21 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας). Από 1.9.2004-3.5.2005, το ποσό των 817,08 ευρώ (718 βασικός μισθός + 43,08 ευρώ επίδομα προϋπηρεσίας + 25 επίδομα εξομάλυνσης αγάμου +10 ευρώ επίδομα πολυετίας στον ίδιο εργοδότη + 21 επίδομα ανθυγιεινής εργασίας). Από 4.5.2005-31.8.2005, το ποσό των 840,4 ευρώ (740 βασικός μισθός + 44,40 ευρώ επίδομα τριετιών + 25 ευρώ επίδομα εξομάλυνσης αγάμου + 10 ευρώ επίδομα πολυετίας στον ίδιο εργοδότη + 21 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας). Από 1.9.2005-15.6.2006 το ποσό των 895,3 ευρώ (763 βασικός μισθός + 76,30 ευρώ επίδομα τριετιών + 25 ευρώ επίδομα εξομάλυνσης αγάμου + 10 ευρώ επίδομα πολυετίας στον ίδιο εργοδότη + 21 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας). Από 16.6.2006-31.6.2006, το ποσό των 920,6 ευρώ (786 βασικός μισθός + 78,60 ευρώ επίδομα τριετιών + 25 ευρώ επίδομα εξομάλυνσης αγάμου + 10 ευρώ επίδομα πολυετίας στον ίδιο εργοδότη + 21 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας). Από 1.7.2006-8.5.2007 το ποσό των 920,6 ευρώ (814 ευρώ βασικός μισθός + 81,40 ευρώ επίδομα τριετιών + 25 ευρώ επίδομα εξομάλυνσης αγάμου + 10 ευρώ επίδομα πολυετίας στον ίδιο εργοδότη + 21 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας). Από 9.5.2007-31.8.2007, το ποσό των 979 ευρώ (837,61 βασικός μισθός + 83,76 ευρώ επίδομα τριετιών + 25,73 ευρώ επίδομα εξομάλυνσης αγάμου + 10,29 ευρώ επίδομα πολυετίας στον ίδιο εργοδότη + 21,61 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας). Από 1.9.2007-31.12.2007 το ποσό των 1.055,56 ευρώ (862,73 βασικός μισθός + 86,27 ευρώ επίδομα τριετιών + 43,14 ευρώ επίδομα εξομάλυνσης αγάμου + 41,16 ευρώ επίδομα πολυετίας στον ίδιο εργοδότη + 22.26 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας).  Από τη σύγκριση των  καταβαλλόμενων στον καθού η ανακοπή μηνιαίων αποδοχών του και αυτών που έπρεπε να του έχουν καταβληθεί βάσει των παραπάνω εφαρμοστέων ΣΣΕ και ΔΑ, προκύπτει ότι αυτός δικαιούται τις εξής διαφορές: Από 1.1.2003-18.5.2003 (728 ευρώ- 705 ευρώ = 23 ευρώ Χ 4,6 μήνες =) 105,8 ευρώ. Από 19.5.2003 – 31.8.2003 (763 ευρώ – 705 ευρώ = 58 ευρώ Χ 3,3 μήνες =) 195,2 ευρώ. Από 1.9.2003-31.12.2003 (797,4 ευρώ – 705 ευρώ = 92,4 ευρώ Χ 4 μήνες =) 369,6 ευρώ. Από 1.1.2004-13.7.2004 (797,44 ευρώ – 777 ευρώ = 20,44 ευρώ Χ 6,5 μήνες =) 132,86 ευρώ. Από 14.7.2004-31.8.2004 (788 ευρώ-777 ευρώ = 11 ευρώ Χ 1,5 μήνες=) 16,8 ευρώ. Από 1.9.2004-31.12.2004 (817,08 ευρώ – 777 ευρώ = 40,08 ευρώ Χ 4 μήνες =) 160,32 ευρώ. Από 3.5.2005 δικαιούταν 817,08 ευρώ και λάμβανε 821 ευρώ, άρα δε δικαιούται κανένα ποσό. Από 4.5.2005-31.8.2005 (840,4 ευρώ – 821 ευρώ = 19,4 ευρώ Χ 4 μήνες =) 77,6 ευρώ. Από 1.9.2005-31.12.2005 (895,3 ευρώ – 821 ευρώ  = 74,3 ευρώ Χ 4 μήνες=) 297,2 ευρώ. Από 15.6.2006 (895,3 ευρώ – 821 ευρώ =74,3 ευρώ Χ 5,5 μήνες =) 408,65 ευρώ. Από 16.6.2006-31.6.2006 (920,6 ευρώ -821 ευρώ = 99.6 ευρώ Χ 0,5 μήνες =) 49,8 ευρώ. Από 1.7.2006-31.12.2006 (920,6 ευρώ ­-821 ευρώ = 99.6 ευρώ Χ 6 μήνες = ) 597,6 ευρώ. Από 1.1.2007-30,4.2007 δικαιούταν 920,6 ευρώ, λάμβανε όμως 1046 ευρώ, άρα δε δικαιούται κανένα ποσό. Συνολικά, ο ενάγων δικαιούταν για διαφορές μεταξύ νόμιμων και καταβαλλόμενων μηναίων αποδοχών, το ποσό των (105,8 + 195,2 + 369,6 + 132,86+ 16,8 + 160,32 + 77,6 + 297,2 + 408,65 + 49,8 + 597,6=) 2.411,43 ευρώ. Τα ανωτέρω κρίθηκαν αμετακλήτως και με τη με αριθμό 2.379/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε  επι της με αριθμό κατάθεσης …………../2008 αγωγής του ως άνω καθού η ανακοπή κατά της καθής η εκτέλεση, με την οποία  η τελευταία υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ για διαφορές νομίμων  μισθών, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας απο την επομένη του τέλους κάθε μήνα, εντός του οποίου κάθε ποσό κατέστη απαιτητό,  ενώ αναγνωρίστηκε η οφειλή της από την ίδια αιτία για επιπλέον ποσό 411,43 ευρώ, ομοίως νομιμοτόκως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εργοδότρια του, καθής η εκτέλεση, δεν τηρούσε το προαναφερθέν νόμιμο ωράριο του ως άνω καθού, αλλά τον απασχολούσε καθημερινά κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι από τις 7:30 π.μ. έως τις 19:30 μ.μ., τόσο τις καθημερινές όσο και 3 Σάββατα το μήνα (κατά μέσο όρο), χρόνος που ήταν απαραίτητος για την διεκπεραίωση της εργασίας του, δεδομένων των αποστάσεων που έπρεπε να διανυθούν και του χρόνου που απαιτείτο κάθε φορά για την εκτέλεση της εργασίας του.  Συγκεκριμένα, αυτός κατά το διάστημα από 1.1.2003 έως 30.9.2005 συμπλήρωνε κάθε εβδομάδα 3 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης και 17 ώρες παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, κατά το διάστημα από 1.10.2005 έως 12.6.2007 συμπλήρωνε κάθε εβδομάδα 5 ώρες υπερεργασίας και 15 ώρες παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, ενώ κατά τα ανωτέρω διαστήματα εργαζόταν 12 ώρες το Σάββατο επί τρία Σάββατα το μήνα, και συνεπώς συμπλήρωνε 4 ώρες παράνομης υπερωρίας κάθε Σάββατο, που εργαζόταν. Όμως η εργοδότρια του δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αμοιβή με τις νόμιμες προσαυξήσεις για την απασχόληση του πέραν του νομίμου ωραρίου,  με συνέπεια αυτός να δικαιούται τα παρακάτω ποσά για τις ανωτέρω αιτίες : Α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 30.9.2005 για ιδιόρρυθμες υπερωρίες: 1) από 1.1.2003 και μέχρι την 18.5.2003 το ποσό των (4,36 ευρώ το ωρομίσθιο + 2,18 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 50% = 6,54 ευρώ X 3 ώρες την εβδομάδα = 19,62 ευρώ X 20 εβδομάδες=) 392,40 ευρώ, 2) από 19.5.2003 έως 31.8.2003 το ποσό των (4,57 ευρώ το ωρομίσθιο + 2,28 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 50% = 6,85 ευρώ Χ 3 ώρες την εβδομάδα = 20,55 ευρώ Χ 15 εβδομάδες=) 308,25 ευρώ, 3) από 1.9.2003 έως 13.7.2004 το ποσό των (4,78 ευρώ το ωρομίσθιο + 2,39 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 50% = 7,17 ευρώ Χ 3 ώρες την εβδομάδα = 21,51 ευρώ Χ 45 εβδομάδες=) 967,95 ευρώ, 4) από 14.7.2004 έως 31.8.2004 το ποσό των (4,72 ευρώ το ωρομίσθιο + 2,36 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 50% = 7,08 ευρώ Χ 3 ώρες την εβδομάδα = 21,24 ευρώ Χ 7εβδομόδες=) 148,68 ευρώ, 5) από 1.9.2004 έως 3.5.2005  το ποσό των (4,90 ευρώ το ωρομίσθιο + 2,45 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 50% = 7,35 ευρώ Χ 3 ώρες την εβδομάδα = 22,05 ευρώ Χ 35 εβδομάδες=) 771,75 ευρώ, 6) από 4.5.2005 έως 31.8.2005 το ποσό των (5,04 ευρώ το ωρομίσθιο + 2,52 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 50% = 7,56 ευρώ  Χ 3 ώρες την εβδομάδα = 22,68 ευρώ Χ 18 εβδομάδες=) 408,24 ευρώ, 7) από 1.9.2005 έως 30.9.2005 το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο + 2,68 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 50% = 8,05 ευρώ Χ 3 ώρες την εβδομάδα = 24,15 ευρώ Χ 4 εβδομάδες=) 96,60 ευρώ, και συνολικά  το ποσό των  3.093,87 ευρώ. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 και μέχρι την 12.6.2007 δικαιούται για υπερεργασία : 1) από 1.10.2005 και μέχρι την 15.6.2006 το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο + 1,34 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 25% = 6,71 ευρώ χ 5 ώρες την εβδομάδα = 33,55 ευρώ χ 37 εβδομάδες =) 1.241,35 ευρώ, 2) από 16.6.2006 και μέχρι την 31.12.2006  το ποσό των (5,52 ευρώ το ωρομίσθιο + 1,38 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 25% = 6,90 ευρώ χ 5 ώρες την εβδομάδα = 34,50 ευρώ χ 28 εβδομάδες =) 966,00 ευρώ, 3) από 1.1.2007 και μέχρι την 12.6.2007 το ποσό των (6,27 ευρώ το ωρομίσθιο + 1,56 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 25% = 7,83 ευρώ χ 5 ώρες την εβδομάδα = 39,15 ευρώ χ 23 εβδομάδες =) 900,45 ευρώ, και συνολικά το ποσό των  3.107,80 ευρώ. Γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 30.9.2005 δικαιούται για παράνομες υπερωρίες: 1) από 1.1.2003 και μέχρι την 18.5.2003 το ποσό των (4,36 ευρώ το ωρομίσθιο + 6,54 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 10,90 ευρώ X 17 ώρες την εβδομάδα = 185,30 ευρώ X 20 εβδομάδες=) 3.706,00 ευρώ, 2) από 19.5.2003 έως 31.8.2003 το ποσό των (4,57 ευρώ το ωρομίσθιο + 6,85 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 11,42 ευρώ Χ 17 ώρες την εβδομάδα = 194,14 ευρώ Χ 15 εβδομάδες=) 2.912,10 ευρώ, 3) από 1.9.2003 έως 13.7.2004 το ποσό των (4,78 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,17 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 11,95 ευρώ  Χ 17 ώρες την εβδομάδα = 203,15 ευρώ Χ 45 εβδομάδες=) 9.141,75 ευρώ, 4) από 14.7.2004 έως 31.8.2004 το ποσό των (4,72 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,08 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 11,80 ευρώ Χ 17   ώρες την εβδομάδα = 200,60 ευρώ Χ 7εβδομάδες=) 1.404,20 ευρώ, 5) από 1.9.2004 έως 3.5.2005 το ποσό των (4,90 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,35 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 12,25 ευρώ Χ 17 ώρες την εβδομάδα = 208,25 ευρώ Χ 35 εβδομάδες=) 7.288,75 ευρώ, 6) από 4.5.2005 έως 31.8.2005 το ποσό των (5,04 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,56 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 12,60 ευρώ  Χ 17 ώρες την εβδομάδα = 214,20 ευρώ Χ 18 εβδομάδες=) 3.855,60 ευρώ, 7) από 1.9.2005 έως 30.9.2005 το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο + 8,05 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 13,42 ευρώ Χ 17 ώρες την εβδομάδα = 228,14 ευρώ Χ 4 εβδομάδες=) 912,56 ευρώ, και συνολικά δικαιούται για παράνομες υπερωρίες το ποσό των 29.220,96 ευρώ. Επίσης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 30.9.2005 δικαιούται για παράνομες υπερωρίες κατά τις ημέρες του Σαββάτου, δεδομένου ότι εργαζόταν κατά μέσο όρο επί τρία Σάββατα κάθε μήνα, επί 12 ώρες κάθε Σάββατο, άρα συμπλήρωνε 4 ώρες παράνομης υπερωρίας κάθε Σάββατο : 1) από 1.1.2003 και μέχρι την 18.5.2003 το ποσό των (4,36 ευρώ το ωρομίσθιο + 6,54 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 10,90 ευρώ Χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 43,60 ευρώ Χ 15 Σάββατα=) 654,00 ευρώ, 2) από 19.5.2003 έως 31.8.2003 το ποσό των (4,57 ευρώ το ωρομίσθιο + 6,85 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 11,42 ευρώ Χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 45,68 ευρώ Χ 9 Σάββατα=) 411,12 ευρώ, 3) από 1.9.2003 έως 13.7.2004 το ποσό των (4,78 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,17 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 11,95 ευρώ Χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 47,80 ευρώ Χ 32 Σάββατα =) 1.529,60 ευρώ, 4) από 14.7.2004 έως 31.8.2004  το ποσό των (4,72 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,08 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 11,80 ευρώ  Χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 47,20 ευρώ Χ 4 Σάββατα =) 188,80 ευρώ, 5) από 1.9.2004 έως 3.5.2005 το ποσό των (4,90 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,35 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 12,25 ευρώ Χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 49,00 ευρώ Χ 24 Σάββατα=) 1.176,00 ευρώ, 6) από 4.5.2005 έως 31.8.2005 το ποσό των (5,04 ευρώ το ωρομίσθιο + 7,56 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 12,60 ευρώ Χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 50,40 ευρώ Χ 12 Σάββατα =) 604,80 ευρώ, 7) από 1.9.2005 έως 30.9.2005  το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο + 8,05 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 150% = 13,42 ευρώ Χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 53,68 ευρώ Χ 3 Σάββατα=) 161,04 ευρώ, και συνολικά δικαιούται για παράνομες υπερωρίες κατά την ημέρα του Σαββάτου για το ως άνω χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των  4.725,36 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 12.6.2007 δικαιούται για κατ’ εξαίρεση υπερωρίες το ποσό των : 1) από 1.10.2005 και μέχρι την 15.6.2006  το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο + 5,37 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 100% = 10,74 ευρώ  χ 15 ώρες την εβδομάδα = 161,10 ευρώ χ 37 εβδομάδες =) 5.960,70 ευρώ, 2) από 16.6.2006 και μέχρι την 31.12.2006 το ποσό των (5,52 ευρώ το ωρομίσθιο + 5,52 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 100% = 11,04 ευρώ  χ 15 ώρες την εβδομάδα = 165,60 ευρώ χ 28 εβδομάδες =) 4.636,80 ευρώ, 3) από 1.1.2007 και μέχρι την 12.6.2007  το ποσό των (6,27 ευρώ το ωρομίσθιο + 6,27 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 100% = 12,54 ευρώ χ 15 ώρες την εβδομάδα = 188,10 ευρώ χ 23 εβδομάδες =) 4.326,30 ευρώ, και συνολικά  δικαιούται για κατ’εξαίρεση υπερωρίες το ποσό των  14.923,80 ευρώ. Επίσης κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 12.6.2007 δικαιούται για κατ’εξαίρεση υπερωρίες κατά τις ημέρες του Σαββάτου, δεδομένου ότι εργαζόταν κατά μέσο όρο επί τρία Σάββατα κάθε μήνα, επί 12 ώρες κάθε Σάββατο, άρα συμπλήρωνε 4 ώρες κατ’εξαίρεση υπερωρίας  κάθε Σάββατο : 1) από 1.10.2005 και μέχρι την 15.6.2006 το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο + 5,37 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 100% = 10,74 ευρώ  χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 42,96 ευρώ χ 25 Σάββατα =) 1.074,00 ευρώ, 2) από 16.6.2006 και μέχρι την 31.12.2006  το ποσό των (5,52 ευρώ το ωρομίσθιο + 5,52 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 100% = 11,04 ευρώ  χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 44,16 ευρώ χ 20 Σάββατα =) 883,20 ευρώ, 3) από 1.1.2007 και μέχρι την 12.6.2007 το ποσό των (6,27 ευρώ το ωρομίσθιο + 6,27 ευρώ η νόμιμη προσαύξηση 100% = 12,54 ευρώ χ 4 ώρες κάθε Σάββατο = 50,16 ευρώ χ 16 Σάββατα =) 802,56 ευρώ, και συνολικά δικαιούται για κατ’εξαίρεση υπερωρίες το ποσό των  2.759,76 ευρώ. Για τις ανωτέρω υπό Γ αιτίες (παράνομες και κατ’ εξαίρεση υπερωρίες) ο δέκατος καθού η ανακοπή  δικαιούται το συνολικό ποσό των 29.220,96 +4.725,36 + 14.923,80 +2.759,76 = 51.629,88 ευρώ. Δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 12.6.2007 αυτός  εργάστηκε (ακύρως) επί τρία Σάββατα κάθε μήνα ως έκτη ημέρα απασχόλησης στο σύστημα της πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας χωρίς  να του καταβληθεί η νόμιμη, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αμοιβή που θα κατέβαλε σε άλλο οδηγό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας τις ημέρες αυτές με τις ίδιες συνθήκες με αυτόν. Συνεπώς, δικαιούται για την επί 8ωρο εργασία του αυτή : 1) από 1.1.2003 έως 18.5.2003 το ποσό των (4,36 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 34,88 ευρώ X 15 Σάββατα=) 523,20 ευρώ, 2) από 19.5.2003 έως 31.8.2003  το ποσό των (4,57 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 36,56 ευρώ Χ 9 Σάββατα=) 329,04 ευρώ, 3) από 1.9.2003 έως 13.7.2004 το ποσό των (4,78 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 38,24 ευρώ Χ 32 Σάββατα =) 1.223,68 ευρώ, 4) από 14.7.2004 έως 31.8.2004  το ποσό των (4,72 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 37,76 ευρώ Χ 4 Σάββατα =) 151,04 ευρώ, 5) από έως 3.5.2005 το ποσό των (4,90 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 39,20 ευρώ Χ 24 Σάββατα=) 940,80 ευρώ, 6) από έως 31.8.2005 το ποσό των (5,04 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 40,32 ευρώ Χ 12 Σάββατα =) 483,84 ευρώ, 7) από 1.9.2005 έως 30.9.2005 το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 42,96 ευρώ Χ 3 Σάββατα=) 128,88 ευρώ, 8) από 1.10.2005 και μέχρι την 15.6.2006 το ποσό των (5,37 ευρώ το ωρομίσθιο χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 42,96 ευρώ χ 25 Σάββατα =) 1.074,00 ευρώ, 9) από 16.6.2006 και μέχρι την 31.12.2006 το ποσό των (5,52 ευρώ το ωρομίσθιο χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 44,16 ευρώ χ 20 Σάββατα =) 883,20 ευρώ, 10) από 1.1.2007 και μέχρι την 12.6.2007 το ποσό των (6,27 ευρώ το ωρομίσθιο χ 8 ώρες κάθε Σάββατο = 50,16 ευρώ χ 16 Σάββατα =) 802,56 ευρώ, και συνολικά δικαιούται για την εργασία του κατά την ημέρα του Σαββάτου για το ως άνω χρονικό διάστημα το ποσό των 6.540,24 ευρώ. Ε) Επίσης, αποδείχθηκε ότι αυτός δεν λάμβανε την ετήσια άδεια ανάπαυσης του  παρά το γεγονός ότι επανειλημμένως τη ζητούσε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ανωτέρω ανωνύμου εταιρίας,  ούτε του καταβάλλονταν πλήρως οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας όλων των επίδικων ετών. Ειδικότερα αυτός δικαιούται : 1) για αποδοχές αδείας έτους 2003 τις αποδοχές ενός μηνός και επίδομα αδείας τις αποδοχές  ½ μηνός και συνολικά ποσό : [763,00 ευρώ ο νόμιμος μισθός + 82,20 ευρώ (ήτοι 20,55 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για ιδιόρρυθμη υπερωρία + 776,56 ευρώ (ήτοι 194,14 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για παράνομη υπερωρία + 137,04 ευρώ (ήτοι 45,68 ευρώ το Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παράνομη υπερωρία τρία Σάββατα το μήνα + 109,68 ευρώ (ήτοι 36,56 ευρώ κάθε Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παροχή εργασίας τρία Σάββατα το μήνα =] 1.868,48 ευρώ για αποδοχές αδείας + 934,24 ευρώ για επίδομα αδείας = 2.802,72 ευρώ και επειδή από υπαιτιότητα της εργοδότριας  στερήθηκε την άδεια του έτους αυτού δικαιούται και προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας, ήτοι το ποσό των 1.868,48 ευρώ ως αστική ποινή. Το δε ποσό των 2.802,72 ευρώ το δικαιούται νομιμοτόκως από τις 31.12.2003 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ την προσαύξηση 100%, ήτοι ποσό 1.868,48 ευρώ, το δικαιούται από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ως αστική ποινή. 2) Για αποδοχές αδείας έτους 2004 τις αποδοχές ενός μηνός και επίδομα αδείας τις αποδοχές ½ μηνός και συνολικά ποσό : [797,44 ευρώ ο νόμιμος μισθός + 86,04 ευρώ (ήτοι 21,51 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για ιδιόρρυθμη υπερωρία + 812,60 ευρώ (ήτοι 203,15 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για παράνομη υπερωρία + 143,40 ευρώ (ήτοι 47,80 ευρώ το Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παράνομη υπερωρία τρία Σάββατα το μήνα + 114,72 ευρώ (ήτοι 38,24 ευρώ κάθε Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παροχή εργασίας τρία Σάββατα το μήνα =] 1.810,80 ευρώ για αποδοχές αδείας + 905,40 ευρώ για επίδομα αδείας = 2.716,20 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των  1.165,50 ευρώ, που του καταβλήθηκε, συνεπώς δικαιούται το ποσό των 1.550,70 ευρώ και επειδή από υπαιτιότητα της εργοδότριας του στερήθηκε την άδεια του έτους αυτού δικαιούται και προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας, ήτοι το ποσό των 1.810,80 ευρώ ως αστική ποινή. Το δε ποσό των 1.550,70 ευρώ το δικαιούται νομιμοτοκως απο τις 31.12.2004 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ την προσαύξηση 100%, ήτοι ποσό 1.810,80 ευρώ, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. 3) Για αποδοχές αδείας έτους 2005 τις αποδοχές ενός μηνός και επίδομα αδείας τις αποδοχές ½ μηνός και συνολικά ποσό : [840,40 ευρώ ο νόμιμος μισθός + 90,72 ευρώ (ήτοι 22,68 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για ιδιόρρυθμη υπερωρία + 856,80 ευρώ (ήτοι 214,20 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για παράνομη υπερωρία + 151,20 ευρώ (ήτοι 50,40 ευρώ το Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παράνομη υπερωρία τρία Σάββατα το μήνα + 120,96 ευρώ (ήτοι 40,32 ευρώ κάθε Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παροχή εργασίας τρία Σάββατα το μήνα =] 2.060,08 ευρώ για αποδοχές αδείας + 1.030,04 ευρώ για επίδομα αδείας = 3.090,12 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των  1.231,00 ευρώ, που του καταβλήθηκε συνεπώς δικαιούται το ποσό των 1.859,12 ευρώ, ομοίως με προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας, για τον ίδιο ως άνω λόγο ήτοι το ποσό των 2.060,08 ευρώ ως αστική ποινή. Το δε ποσό των 1.859,12 ευρώ το δικαιούται νομιμοτόκως από τις 31.12.2005 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ την προσαύξηση 100%, ήτοι ποσό 2.060,08 ευρώ, ο ενάγων το δικαιούται από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. 4) Για αποδοχές αδείας έτους 2006 τις αποδοχές ενός μηνός και επίδομα αδείας τις αποδοχές   ½ μηνός και συνολικά ποσό : [895,30 ευρώ ο νόμιμος μισθός + 134,20 ευρώ (ήτοι 33,55 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για υπερεργασία + 644,40 ευρώ (ήτοι 161,10 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για κατ’εξαίρεση υπερωρία + 128,88 ευρώ (ήτοι 42,96 ευρώ το Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για κατ’εξαίρεση υπερωρία τρία Σάββατα το μήνα + 128,88 ευρώ (ήτοι 42,96 ευρώ κάθε Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παροχή εργασίας τρία Σάββατα το μήνα =] 1.931,66 ευρώ για αποδοχές αδείας + 965,83 ευρώ για επίδομα αδείας = 2.897,49 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των  1.231,50 ευρώ, που του καταβλήθηκε, και συνεπώς δικαιούται το ποσό των 1.665,99 ευρώ καθώς και προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας, για τον ιδιο λόγο, ήτοι το ποσό των 1.931,66 ευρώ ως αστική ποινή. Το δε ποσό των 1.665,99 ευρώ το δικαιούται νομιμοτόκως από τις 31.12.2006 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ την προσαύξηση 100%, ήτοι ποσό 1.931,66 ευρώ,  δικαιούται από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. 5) Για αποδοχές αδείας έτους 2007 τις αποδοχές ενός μηνός και επίδομα αδείας τις αποδοχές  1/2 μηνός και συνολικά ποσό : [1.046,00 ευρώ ο καταβαλλόμενος μισθός + 156,52 ευρώ (ήτοι 39,13 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για υπερεργασία + 752,40 ευρώ (ήτοι 188,10 ευρώ την εβδομάδα χ 4 εβδομάδες) για κατ’εξαίρεση υπερωρία + 150,48 ευρώ (ήτοι 50,16 ευρώ το Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για κατ’εξαίρεση υπερωρία τρία Σάββατα το μήνα + 150,48 ευρώ (ήτοι 50,16 ευρώ κάθε Σάββατο χ 3 Σάββατα το μήνα) για παροχή εργασίας τρία Σάββατα το μήνα =] 2.255,88 ευρώ για αποδοχές αδείας + 1.127,94 ευρώ για επίδομα αδείας = 3.383,82 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 1.569,00 ευρώ, που του καταβλήθηκε, και συνεπώς δικαιούται το ποσό των 1.814,82 ευρώ, με προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας, για τον ως άνω λόγο, ήτοι το ποσό των 2.255,88 ευρώ ως αστική ποινή. Το δε ποσό των 1.814,82 ευρώ αυτός δικαιούται νομιμοτόκως από τις 31.12.2007 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ την προσαύξηση 100%, ήτοι ποσό 2.255,88 ευρώ, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Συνεπώς, ο καθού δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 19.620,25 ευρώ, νομιμότοκα κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. ΣΤ] Επίσης, ο ως άνω καθού η ανακοπή δικαιούται διαφορά επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για την επίδικη χρονική περίοδο και δη . 1) για επίδομα εορτών Πάσχα ετών 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007 ισούμενο με μισό μηνιαίο μισθό (όπως αυτός υπολογίστηκε υπό Ε) συν 0,04166 από αναλογία επιδόματος αδείας, ποσού ευρώ (934,24 +39=)973,24, (905,40 +38=) 943,40, (1.030,04 +43=)1.073,04, (965,83+ 40,23=)1.006,06 και (1.127,94 + 47=) 1.174,94, αντίστοιχα. Από το ποσό εκάστου έτους πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό που η καθής η εκτέλεση  του κατέβαλε  για την αιτία αυτή, έτσι για το 2003 οφείλεται το ποσό των 973,24 – 88 = 885,24 ευρώ, για το 2004 οφείλεται το ποσό των 943,40 – 373 =570,40 ευρώ, για το 2005 οφείλεται το ποσό των 1.073,04 – 427,00 = 646,04 ευρώ, για το 2006 οφείλεται το ποσό των 1.006,06 – 410,50 = 595,56 ευρώ και για το 2007 οφείλεται το ποσό των 1.174,94 -523,40 = 651,54 ευρώ. Συνεπώς, απομένει οφειλόμενο το συνολικό ποσό των 3.348,78 ευρώ, νομιμότοκα κάθε επιμέρους κονδύλιο από 30 Απριλίου εκάστου έτους στο οποίο αντιστοιχεί. 2) Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων ετών 2003, 2004, 2005, 2006 και αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων  2007  ισούμενο  με ένα  μηνιαίο  μισθό  (όπως αυτός υπολογίστηκε υπό Ε) συν 0,04166 από αναλογία επιδόματος αδείας, ποσού ευρώ (1.868,48 + 78=) 1.946,48, (1.810,80 + 75,43 =)1.886,23, (2.060,08 + 86 =) 2.146,08, (1.931,66 + 80,47=) 2.012,13 και αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2007 (αφού η εργασιακή σχέση διήρκεσε έως την 12.6.2007, το επίδομα αυτό θα υπολογιστεί με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσεως μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 παρ, 1, 2, 3 και 5 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του Ν 1082/1980), από 1.5.2007 έως 12.6.2007, 43 ημέρες : 19 = 2,26 χ (2.255,88 χ 2/25)= 2,26 χ 180,47 =407,86 ευρώ + 0,04166 από αναλογία επιδόματος αδείας = 407,86 + 17 = 424,86 ευρώ. Από το ποσό εκάστου έτους πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό που καταβλήθηκε στον καθού για την αιτία αυτή, έτσι για το 2003 οφείλεται το ποσό των 1.946,48 – 659= 1.287,48 ευρώ, για το 2004 οφείλεται το ποσό των 1.886,23 -678,26=  1.207,97 ευρώ, για το 2005 οφείλεται το ποσό των 2.146,08 – 855 = 1.291,08 ευρώ, για το 2006 οφείλεται το ποσό των 2.012,13 – 1.046,00 =966,13 ευρώ και για το 2007 οφείλεται το ποσό των 424,86 ευρώ. Επομένως, απομένει οφειλόμενο το συνολικό ποσό των  5.177,52 ευρώ, νομιμότοκα κάθε επιμέρους κονδύλιο από 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους στο οποίο αντιστοιχεί. Συνολικά για διαφορές επιδομάτων εορτών οφείλεται το ποσό των 3.348,78 + 5.177,52 = 8.526,30 ευρώ, νομιμότοκα κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Τα ανωτέρω εξάλλου, κρίθηκαν αμετακλήτως και με την υπ’αριθ. 152/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία  επαναλήφθηκε η συζήτηση της ως άνω αγωγής του εν λόγω καθού η ανακοπή, διότι το Δικαστήριο με την προηγούμενη απόφαση του (2379/2010)  είχε κρίνει ουσιαστικά μόνον για ένα  επιμέρους αίτημα της, ενώ για τα λοιπά διέταξε την επανάληψη συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθούν τα ειδικότερα σε αυτήν αναφερόμενα έγγραφα. Με την εν λόγω (152/2012)  απόφαση επιδικάσθηκε: το ποσό των 3.093,87 ευρώ (κατά ποσοστό 10,72% καταψηφιστικώς και κατά ποσοστό 89,28% αναγνωριστικώς) για ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, το ποσό των 3.107,80 ΕΥΡΩ (κατά ποσοστό 10,06% καταψηφιστικώς και κατά ποσοστό 89,94% αναγνωριστικώς) για υπερεργασία, το ποσό των 51.629,88  ευρώ (κατά ποσοστό 2,26% καταψηφιστικώς και κατά ποσοστό 97,74% αναγνωριστικώς) για παράνομη και κατ’εξαίρεση υπερωρία, το ποσό των 6.540,24 ευρώ (κατά ποσοστό 7,44% καταψηφιστικώς και κατά ποσοστό 92,56% αναγνωριστικώς) για εργασία σε Σάββατα, το ποσό των 19.620,25 ευρώ (κατά ποσοστό 4,15% καταψηφιστικώς και κατά ποσοστό 95,85% αναγνωριστικώς) για αποδοχές και επιδόματα αδείας και το ποσό των 8.526,30 ευρώ (κατά ποσοστό 1,65% καταψηφιστικώς και κατά ποσοστό 98,35% αναγνωριστικώς) για διαφορές από Δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων και συνολικά  επιδίκασε το ποσό των 92.518,34 ευρώ (με τις ανωτέρω διακρίσεις ανά κονδύλιο) και τα ποσά, που αφορούν σε ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, υπερεργασία, παράνομη υπερωριακή εργασία και εργασία σε Σάββατα με τον νόμιμο τόκο από τη τελευταία ημέρα κάθε μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, τα ποσά που αφορούν στις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας κάθε έτους με το νόμιμο τόκο από 31-12-2003, 31-12-2004, 31-12-2005, 31-12-2006 και 31-12-2007 (για αποδοχές-επιδόματα αδείας ετών 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007 αντίστοιχα),τις αστικές ποινές 100% κάθε έτους λόγου υπαίτιας μη χορήγησης της άδειας  από την επίδοση της αγωγής (στις 16-12-2008) και τα ποσά, που αφορούν τα Δώρα Εορτών με το νόμιμο τόκο από 30 Απριλίου κάθε έτους για κάθε επίδομα Πάσχα και από 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους για κάθε επίδομα Χριστουγέννων. Επιπλέον με τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα υπέρ του καθού, ποσού 300 ευρώ και 3000 ευρώ αντίστοιχα. Κατά αυτών δεν ασκήθηκε  ένδικο μέσο (βλ. τα με αριθ. πρωτ. …../2021 και …/2021 Πιστοποιητικά περί μη κατάθεσης ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών), και επομένως αυτές έχουν καταστεί τελεσίδικες. Εξάλλου, το ανακόπτον, ελληνικό δημόσιο, δεν ανέτρεψε την αποδεικτική δύναμη των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων, που βεβαιώνουν την ύπαρξη της απαίτησης του δέκατου καθού η ανακοπή σε βάρος της καθής η εκτέλεση, οφειλέτριας (άρθρο 312 ΚΠολΔ), επικαλούμενο τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης, στην οποία εκδόθηκαν (ως αντίθετο, ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της αποφάσεως) ή συμπαιγνία των διαδίκων, ή με την προσβολή αυτών (αποφάσεων) ως πλαστών (άρθρο 312 ΚΠολΔ), και ως εκ τούτου  αποδείχθηκε πλήρως η ύπαρξη και το ύψος των αναγγελθεισών απαιτήσεων του ως άνω καθού  για τις οποίες αυτός  κατετάγη συμμέτρως ως εγχειρόγραφος δανειστής, συνολικού ποσού 249.330 ευρώ, ήτοι 94.929,77 ευρώ (για επιδικασθέν κεφάλαιο) πλέον τόκων, ποσού 151.100,23 ευρώ  (133.400,23 ευρώ τόκοι υπερημερίας και 17.700 ευρώ τόκοι επιδικίας, κατά τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού), και ποσού  3.300 ευρώ για επιδικασθείσες  δικαστικές δαπάνες. Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Για την ενδέκατη καθής η ανακοπή (………..) : Με την από 28-7-2021 αναγγελία της, που επιδόθηκε νόμιμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, την επισπεύδουσα και την καθ’ής η εκτέλεση εταιρία (βλ. τις με αριθμό …., ….. και ……/29-7-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιά, ……….), αυτή ανήγγειλε στην εκτελεστική διαδικασία την απαίτηση της, που απορρέει από τη με αριθμό …../20-3-1997 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίστηκε στις 20-3-1997 μεταξύ της καθής η εκτέλεση και της αρχικής πιστώτριας, τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», η οποία ακολούθως πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε λόγω τιτλοποίησης στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, με την επωνυμία «………..». Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε αυτήν, με την ανωτέρω σύμβαση χορηγήθηκε στην πιστούχο εταιρεία έντοκη πίστωση μέχρι του ποσού των  25.000.000 δρχ . (73.367,57 ευρώ), και μετά από αλλεπάλληλες Πρόσθετες Πράξεις Αυξήσεως Πιστώσεως ανήλθε στο ποσό των  5.850.000 ευρώ, διεπόμενη από τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους. Ότι  η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης και στις 3-10-2011 αναγνώρισε ρητά εγγράφως το χρεωστικό υπόλοιπο των τεσσάρων τηρούμενων προς εξυπηρέτηση της λογαριασμών, και  ότι στις 24-8-2012 η πιστώτρια Τράπεζα  προέβη στο κλείσιμο της πιστώσεως και των λογαριασμών που τηρούνταν στο πλαίσιο αυτής, από τους οποίους προέκυψε συνολική  απαίτηση, μετά των εξολογιστικώς υπολογιζόμενων τόκων, ποσού 876.217,96 ευρώ, που κοινοποίησε εγγράφως στην πιστούχο με επιστολή της, που της επιδόθηκε νόμιμα, και την κάλεσε να το εξοφλήσει, μαζί με τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας από την 25-08-2012 και εφεξής, των τόκων ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο. Οτι ακολούθως εκδόθηκε σχετικώς η με αριθ. …../2013 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέτασσε την καταβολή του εν λόγω ποσού πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την 25-08-2012, καθώς και της εισφοράς του Ν. 128/1975, των τόκων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ενώ επέβαλε  και ποσό 14.900 ευρώ ως δικαστική δαπάνη. Ότι πρώτο  απόγραφο εκτελεστό της εν λόγω Διαταγής Πληρωμής επιδόθηκε νόμιμα στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια εταιρεία,  αρχικά στις 22-7-2013 και εκ νέου στις 7-9-2017 μετά επιταγής προς πληρωμή, η οποία άσκησε ανακοπή κατά αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δεν έχει εισέτι συζητηθεί. Ότι στις 18-9-2018 η απαίτηση της Τράπεζας με εξωλογιστικό προσδιορισμό των τόκων και εξόδων διαμορφώθηκε  στο συνολικό ποσό των  1.889.510,10 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την 19-09-2018, των τόκων κεφαλαιοποιούμενων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975, και λοιπών εξόδων. Και τέλος, ότι η εν λόγω απαίτηση μεταβιβάστηκε λόγω τιτλοποίησης στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» δυνάμει της από 25/05/2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (αριθ. πρωτ. …../25.05.2021, τ. ….., αρ. …..), η οποία  ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων της στην ίδια (ενδέκατη καθής  η ανακοπή) δυνάμει της από 25-5-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 25-5-2021 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (αρ. πρωτ. …/25-5-2021, τ…., αρ. ….). Ωστόσο, τα ανωτέρω ουδόλως προέκυψαν από τα προσκομιζόμενα με επίκληση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έγγραφα, καθόσον δεν προσκομίστηκε η αναφερόμενη σύμβαση πίστωσης  και οι πρόσθετες αυτής πράξεις, η καταγγελία αυτής,  η αναφερόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε για την επίδικη απαίτηση, η  αναγνώριση στις 3-10-2011 εκ μέρους της πιστούχου-καθής η εκτέλεση του υπολοίπου των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση της πίστωσης λογαριασμών, καθώς και οι καταχωρηθείσες περιλήψεις στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της απαίτησης και της εν συνεχεία ανάθεσης της διαχείρισης της στην αναγγέλουσα  καθής η ανακοπή από την αλλοδαπή εταιρία  ειδική διάδοχο αυτής. Μετα ταύτα, επειδή η ως άνω καθής η ανακοπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης της ύπαρξης της αναγγελθείσας απαίτησης της και του ποσού της, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος της  ανακοπής  ως προς αυτήν  και να  αποβληθεί αυτή από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης  για το ποσό των 7.630,02 ευρώ, για το οποίο κατετάγη  τυχαίως ως εγχειρόγραφη δανείστρια  και στη θέση  της να καταταγεί το ανακόπτον δια της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς, προνομιακά και οριστικά. Ομοίως πρέπει να γίνει δεκτός ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της ανακοπής  και ως προς τη δεύτερη, τέταρτη και πέμπτη καθής η ανακοπή, οι οποίες λόγω της ερημοδικίας τους δεν προέβαλαν σχετικούς ισχυρισμούς αναφορικά με την ύπαρξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων τους ούτε φυσικά προσκομίστηκαν σχετικά έγγραφα, που να τις αποδεικνύουν. Μετα ταύτα αυτές πρέπει να αποβληθούν αντιστοίχως από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης για τα ποσά των 1.234,49 ευρώ, 192,39 ευρώ και 910,57 ευρώ, για τα οποία κατετάγησαν και στη θέση τους να καταταγεί το ανακόπτον, δια της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς οριστικά και προνομιακά, δεδομένου ότι κατά την προκύπτουσα από τη διάταξη του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ. αρχή της προλήψεως, εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής ο οποίος δεν άσκησε ανακοπή,  (ΑΠ 1851/ 2014, ΑΠ 1521/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτου, η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη δεύτερη, τη τέταρτη, τη πέμπτη και την ενδέκατη καθής η ανακοπή, και να απορριφθεί ως αβάσιμη ως προς τους λοιπούς καθών η ανακοπή, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να αποβληθούν από αυτόν οι ως άνω καταταγείσες δανείστριες, ηττηθείσες καθών η  ανακοπή, για τα  προαναφερόμενα ποσά και να καταταγεί στη θέση τους το ανακόπτον. Τέλος, τα μεν δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος- ανακόπτοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του, σε βάρος της δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης και ενδέκατης των καθών η ανακοπή, λόγω της ήττας τους, τα δε  έξοδα των λοιπών καθών η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας να επιβληθούν, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος τους, σε βάρος του εκκαλούντος-ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του  (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα σε αμφότερες τις περιπτώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως αυτή ισχύει μετά την υπ’ αριθμ. 134423/08-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 11Β 720-01-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 9 του ν.δ. 2698/1993 (ΑΠ 318/2007 Νόμος), κατά τα ειδικότερά αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση ερήμην της δεύτερης, τέταρτης και πέμπτης των εφεσιβλήτων, και με την παρουσία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την  έφεση.

Εξαφανίζει την με αριθμό  3448/ 2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά το μέρος που απορρίπτει τον δεύτερο λόγο της  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../ 2021  ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει την ως άνω ανακοπή κατά τον δεύτερο  λόγο της .

Απορρίπτει την ανακοπή  ως προς την πρώτη, τρίτη, έκτο, έβδομη, όγδοη, ένατο, και δέκατο των καθών η ανακοπή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης, τρίτης, έκτου, έβδομης, όγδοης, ένατης και δέκατης των καθών η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του ανακόπτοντος, Ελληνικού Δημοσίου και τα ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ογδόντα (580,00) ευρώ.

Δέχεται την ανακοπή ως προς την δεύτερη,  τέταρτη, πέμπτη και ενδέκατη των καθών η ανακοπή.

Μεταρρυθμίζει τον υπ’ αριθ. …./ 21-10-2021 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., ως ακολούθως: Α) Αποβάλλει την  δεύτερη καθής η ανακοπή για το ποσό των χιλίων διακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών  (1.234,49 ευρώ),  τη τέταρτη των καθών για το ποσό των εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα εννέα  λεπτών (192,39 ευρώ), τη πέμπτη  των καθών για το ποσό των εννιακοσίων δέκα ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (910,57 ευρώ) και την ενδέκατη των καθών για το ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ευρώ και δύο λεπτών  (7.630,02 ευρώ) και Β) κατατάσσει στη θέση τους  την ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς, οριστικά και προνομιακά.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα  δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, Ελληνικού Δημοσίου, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας  σε βάρος της δεύτερης,  τέταρτης, πέμπτης και ενδέκατης των καθών η ανακοπή, και τα ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ογδόντα (580,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Φεβρουαρίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εκ των διαδίκων παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ