ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 201/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – εκκαλούντος: Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α., με Α.Φ.Μ. …………., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………… και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ., με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.)», δυνάμει των άρθρων 51,53, 70 παρ. 1 και 9 ν. 4387/2016 παρ. Η και Θ, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο του Απόστολο Συμιακό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του καθού η κλήση – εφεσίβλητου: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλλίγερο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 25-4-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2016 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 5078/2017 απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εναγόμενο, με την από 29-12-2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………/2017 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………/2018), με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την απόρριψη της πιο πάνω αγωγής. Επί της έφεσης, εκδόθηκε αρχικά η υπ΄αριθμ. ……./2019, εν συμβουλίω, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης. Εν συνεχεία, με την από 28-2-2019 κλήση του καλούντος – εφεσίβλητου, η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 7-11-2019 και εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 474/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε στην ουσία την έφεση. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου το εναγόμενο – εκκαλούν άσκησε την από 3-8-2021 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1058/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή. Ήδη, με την από 8-10-2024 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά …………/2024 κλήση του εκκαλούντος, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητείται εκ νέου η συζήτηση της ανωτέρω έφεσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ανωτέρω από 8-10-2024 υπ’ αριθμ. κατάθεσης δικογράφου ………./2024 κλήση του εκκαλούντος – εναγόμενου νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 29-12-2017 έφεση του ιδίου κατά της υπ’ αριθμ. 5078/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατόπιν της έκδοσης της υπ’ αριθμ. 1058/2024 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 474/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που είχε εκδοθεί αρχικά επί της ανωτέρω έφεσης και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση…». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοση αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 251/2016 και ΑΠ 738/2012 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, ή προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 423/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 845/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, μετά την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 45/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 845/2010 ό.π., ΑΠ 1179/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η εκκρεμοδικία της κατ’ αυτής έφεσης, η οποία θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ.2 και 3 και 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση και στην περίπτωση της αντιμωλία συζήτησης της έφεσης, είτε θα δεχθεί αυτή και θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1216/2020 και ΑΠ 758/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 1421/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και, μάλιστα του, τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 251/2016 ό.π. ΑΠ 304/2016 και ΑΠ 386/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΑθ 4924/2012, ΜΕφΑθ 507/2020, ΜΕφΑθ 220/2020 και ΜΕφΠειρ 33/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά του εκκαλούντος την από 25-4-2016 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5078/2017 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης, το εκκαλούν – εναγόμενο άσκησε την από 29-12-2017 έφεσή του, με την οποία ζήτησε να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, η δε έφεσή του έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε στην ουσία με την υπ’ αριθμ. 474/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 3-8-2021 αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 1058/2024 απόφαση, που την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου (του παρόντος) Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από διαφορετικό δικαστή. Περαιτέρω, η επαναφερόμενη από το εκκαλούν προς εκδίκαση έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5078/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511 επ. και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, ότι για το παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του κ.δ. από 26-6/10-7-1944, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, εφαρμόζεται και επί των ν.π.δ.δ.., τα οποία απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παράβολου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ή για την διενέργεια οποιοσδήποτε δικαστικής πράξης ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού της λόγου (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Με την από 25-4-2016 αγωγή του ο ενάγων, επικαλούμενος την από 13-8-2008 σύμβαση μίσθωσης ακινήτου ιδιοκτησίας του, εννεαετούς διάρκειας, μεταξύ αυτού και του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ.)», οιονεί καθολικός διάδοχος του οποίου τυγχάνει το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)» ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α. μισθωτή, όπως τροποποιήθηκε με το από 12-9-2008 «ιδιωτικό συμφωνητικό συμπλήρωσης όρων», η οποία είναι ενεργή, διότι η υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./29-1-2015 εξώδικη καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης εκ μέρους του αντιδίκου του, με την επίκληση συμβατικού όρου και του άρθρου 43 του Π.Δ. 34/1995, επιδοθείσα στον ενάγοντα στις 17-2-2015, είναι άκυρη για τον αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο λόγο, ζήτησε την επιδίκαση, νομιμοτόκως, των οφειλομένων μισθωμάτων του από Νοεμβρίου 2014 έως και Απριλίου 2016 χρονικού διαστήματος, συνολικού ποσού 30.600 ευρώ. Επικουρικά δε, εφόσον ήθελε κριθεί έγκυρη η ανωτέρω καταγγελία, ζήτησε την καταβολή, νομιμοτόκως, των μισθωμάτων των μηνών Νοεμβρίου 2014 έως και Αυγούστου 2015 και της συμφωνηθείσας αποζημίωσης, ίσης με τέσσερα μηνιαία μισθώματα, συνολικού ύψους 23.800 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής. Όπως προαναφέρθηκε, επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 474/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε τυπικά την έφεση και απέρριψε αυτήν στην ουσία της. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το εναγόμενο – εκκαλούν άσκησε την από 3-8-2021 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1058/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, για παράβαση του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ και δη διότι η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την εφαρμογή ή όχι των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, με την προαναφερόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση δεν εξέθεσε στο σκεπτικό της το ακριβές περιεχόμενο, αφενός μεν του 6ου όρου της από 13-8-2008 σύμβασης μίσθωσης και του ίδιου όρου του από 12-9-2008 τροποποιητικού συμφωνητικού, περί δυνατότητας πρόωρης καταγγελίας της μίσθωσης εκ μέρους του μισθωτή, αφετέρου δε της από 17-2-2015 καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους του τελευταίου δυνάμει του ανωτέρω συμβατικού όρου, ούτε εκτίμησε το κύρος της καταγγελίας με βάση αυτόν (τον όρο), αλλά ελλιπώς δέχθηκε, ότι επειδή το εναγόμενο επικαλέστηκε στην εν λόγω καταγγελία του και το άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995, καθίσταται εξ αυτού του λόγου άκυρη η καταγγελία. Και ναι μεν η ένδικη μίσθωση δεν διέπεται από τις διατάξεις περί εμπορικών μισθώσεων του Π.Δ. 34/1995, εντούτοις με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να κριθεί, αν ο συμβατικός όρος επέτρεπε ή όχι στο μισθωτή να προβεί εγκύρως με την από 17-2-2015 καταγγελία του σε πρόωρη λύση της μίσθωσης.
Με τον μοναδικό λόγο έφεσης το εκκαλούν διαμαρτύρεται ότι με τον 6ο όρο της σύμβασης μίσθωσης συμφωνήθηκε το δικαίωμα για πρόωρη μονομερή καταγγελία από πλευράς του μισθωτή, αυτή δε ήταν η βούληση των μερών ασχέτως αν αναφέρεται στον όρο αυτόν το άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995. Επομένως, μη νομίμως η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι η από 9-2-2015 καταγγελία είναι άκυρη.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασής του, όλων των εγγράφων που μετ’ επικλήσεως και παραδεκτά προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ. Y50/1-10-2007 απόφασης του Διοικητή του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. καθολικός διάδοχος του οποίου τυγχάνει το ήδη εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ.) προκηρύχθηκε δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός για μίσθωση κτιρίου στα Κύθηρα προκειμένου να στεγαστεί το νεοσυσταθέν παράρτημα ΙΚΑ- ΕΤΑΜ Κυθήρων, στον οποίο (διαγωνισμό) συμμετείχε επιτυχώς ο ενάγων. Κατόπιν τούτου υπεγράφη μεταξύ αυτού ως εκμισθωτή και του εναγόμενου ως μισθωτή, το από 13-8-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου καθώς και το από 25-9-2008 συμφωνητικό συμπλήρωσης όρων, με τα οποία ο ενάγων εκμίσθωσε στο εναγόμενο ένα ακίνητο (αίθουσα) ιδιοκτησίας του, επιφάνειας 165 τ.μ., κείμενο στον πρώτο όροφο οικοδομής που βρίσκεται στον οικισμό ……….. των Κυθήρων, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση παραρτήματος του εναγόμενου στα Κύθηρα. Η διάρκεια δε της μίσθωσης ορίστηκε για εννέα έτη, αρχόμενη από την επομένη της παραλαβής του μισθίου με πρωτόκολλο, παρατεινόμενη με τους ίδιους όρους για μία τριετία με μονομερή δήλωση του μισθωτή ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, έναντι μηνιαίου μισθώματος 1.700 ευρώ για τα δύο πρώτα έτη της μίσθωσης, αναπροσαρμοζόμενου σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα τιμάριθμο και για κάθε χρόνο της επόμενης δεκαετίας της μίσθωσης και προκαταβαλλόμενου είτε την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, είτε την πρώτη ημέρα κάθε τριμήνου, ύστερα από επιλογή του εναγόμενου. Σύμφωνα δε με τον πρώτο όρο της μίσθωσης, ο ενάγων-εκμισθωτής ανέλαβε την υποχρέωση να διαρρυθμίσει με δαπάνες του το προς μίσθωση κτίριο εσωτερικά, σύμφωνα με τα σχέδια και την τεχνική περιγραφή της Διεύθυνσης Τεχνικής και Στέγασης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και να το παραδώσει σε αυτό πλήρως ανακαινισμένο εσωτερικά και εξωτερικά, με πλήρη ηλεκτρική και υδραυλική εγκατάσταση, έτοιμο και κατάλληλο για το σκοπό που προορίζεται εντός διμήνου από την παραλαβή των σχεδίων, την οποία επιμελήθηκε ο ενάγων. Μετά την ολοκλήρωση της διαρρύθμισης, συντάχθηκε το από 1-6-2009 πρωτόκολλο παράδοσης- παραλαβής του μίσθιου από το εναγόμενο, που αποτελεί την ημερομηνία έναρξης της μίσθωσης κατά τα συμφωνηθέντα. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο, αν και παρέλαβε το μίσθιο την παραπάνω ημερομηνία κατάλληλο προς τη συμφωνηθείσα χρήση και μπορούσε να το χρησιμοποιεί ανενόχλητα, από υπαιτιότητά του δεν το χρησιμοποίησε ούτε μία ημέρα, καθότι δεν προέβη τελικά στη στελέχωση του παραρτήματος με το απαραίτητο προσωπικό, προκειμένου εκκινήσει η λειτουργία του. Περαιτέρω, το εναγόμενο, περί τα μέσα Μαΐου του 2010 κοινοποίησε στον ενάγοντα την υπ’ αριθμ. πρωτ. Υ00/010/1647/7-5-2010 απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με την οποία αυτό (εναγόμενο) κατήγγειλε την επίδικη μίσθωση κατ’ άρθρο 388 του ΑΚ, για το λόγο ότι είναι αδύνατη η στελέχωση του παραρτήματος Κυθήρων, ενόψει του ότι δεν διαπιστώθηκε ενδιαφέρον υπαλλήλων του για τη στελέχωσή του και δεδομένης της ισχύουσας κακής οικονομικής κατάστασης, κρίθηκε από αυτό μη σκόπιμη η διατήρηση του μισθίου. Η πιο πάνω καταγγελία κρίθηκε άκυρη με την υπ’ αριθμ. 2511/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία μισθωτικών διαφορών) με την οποία έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη προγενέστερη αγωγή του ενάγοντος κατά του εναγομένου και επιδικάστηκαν στον ενάγοντα δεδουλευμένα μισθώματα του επίδικου μίσθιου, χρονικού διαστήματος Απριλίου 2010 έως Οκτωβρίου 2010. Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκε από το εναγόμενο έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 576/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κρίνοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι το πρωτοβάθμιο ως άνω δικαστήριο που απέρριψε, έστω σιωπηρώς, τον ισχυρισμό του εναγομένου περί υπάρξεως σπουδαίου λόγου για καταγγελία της μίσθωσης κατ’ άρθρο 288 ΑΚ, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη ως άνω απόφαση. Επιπλέον, το ίδιο ζήτημα κρίθηκε και με την υπ’ αριθμ. 5171/2013 οριστική και ήδη τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία μισθωτικών διαφορών) με την οποία έγινε δεκτή αγωγή του ενάγοντος κατά του εναγόμενου, και με την οποία επιδικάστηκαν στον ενάγοντα δεδουλευμένα μισθώματα για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο του 2010 μέχρι και Μάιο του 2013, αλλά και στην υπ’ αριθμ. 3326/2015 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκαν στον ενάγοντα δεδουλευμένα μισθώματα για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2013 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2014. Περαιτέρω, το εναγόμενο στις 17-2-2015 με εξώδικό του, κοινοποίησε στον ενάγοντα απόφαση του Διοικητή του περί «καταγγελίας της μίσθωσης του ακινήτου στο ……. Κυθήρων, σύμφωνα με το άρθρο 6 του από 13-8-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης και 25-9-2008 τροποποιητικού συμπλήρωσης όρων και το άρθρο 587 ΑΚ για τους ειδικότερους λόγους και αιτίες που αναφέρονται αναλυτικά στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης». Το άρθρο 6 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού και του τροποποιητικού αυτού αναφέρει: «Το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να καταγγείλει τη μίσθωση μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της σύμβασης, μετά από έγγραφη προειδοποίηση έξι (6) μηνών, καταβάλλοντας όμως στον ιδιοκτήτη – εκμισθωτή ως αποζημίωση τέσσερα (4) μηνιαία μισθώματα, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Π.Δ. 34/95 (ΦΕΚ 30/10-02-95 τΑ΄)». Προφανώς, η διάταξη του άρθρου 43 του ως άνω Π.Δ. δεν ισχύει εν προκειμένω, καθώς η επίδικη μίσθωση είναι αστική και όχι εμπορική, αφού το μίσθιο δεν συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί για την άσκηση εμπορικών πράξεων, ούτε για ειδικώς προβλεπόμενη δραστηριότητα, αλλά για τη στέγαση των υπηρεσιών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ωστόσο, η μη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση του πιο πάνω άρθρου δεν αναιρεί και την ισχύ του όρου αυτού, καθότι η βούληση των διαδίκων ήταν να συμφωνηθεί το δικαίωμα για πρόωρη μονομερή καταγγελία από την πλευρά του μισθωτή, μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της μίσθωσης και με τους ειδικότερους όρους που αναφέρει ο πιο πάνω συμβατικός όρος. Ειδικότερα, η αναφορά στο άρθρο 6 του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, του άρθρου 43 του Π.Δ. 34/1995, το οποίο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεν δύναται να θίξει την ισχύ εν συνόλω του άρθρου 6 του μισθωτηρίου, καθότι πρόκειται για συμβατικό όρο, ο οποίος έχει αυτοτέλεια και αποτελεί πλήρη ρύθμιση που εκφράζει τη βούληση των συμβαλλομένων μερών. Ο ενάγων συμφώνησε πλήρως με αυτόν τον όρο της σύμβασης, τον οποίο και αποδέχθηκε, ως προς το περιεχόμενο του οικειοθελώς και ρητώς με την εκδηλωθείσα βούλησή του, χωρίς να υποχρεωθεί προς τούτο. Η μνεία της διάταξης του Π.Δ., έστω κι αν αστόχως το μισθωτήριο παραπέμπει σε αυτήν, δεν επηρεάζει την ουσία του όρου, καθώς θα μπορούσε ο εκμισθωτής, σε κάθε περίπτωση, να διαπραγματευτεί το χρονικό διάστημα μετά την πάροδο του οποίου θα είχε τη δυνατότητα ο εναγόμενος – μισθωτής να καταγγείλει τη μίσθωση, έτι δε περαιτέρω, θα μπορούσε να ζητήσει ακόμα και την απαλοιφή του παραπάνω άρθρου. Άλλωστε, το άρθρο 361 ΑΚ εκφράζει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που πηγάζει από το άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος (Ολ. ΑΠ 33/2002) συνεπεία της οποίας τα μέρη είναι ελεύθερα να διαπλάσσουν τις έννομες σχέσεις τους σε μεγάλο μέτρο και δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα πρότυπα που θέτει ο νόμος. Ακόμα, αποδείχτηκε ότι είχε παρέλθει διετία από την έναρξη της μίσθωσης (1-6-2009), ενώ η εξώδικη δήλωση – καταγγελία του εναγόμενου επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 17-2-2015 (βλ. υπ’ αριθμ. …… β΄/17-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………). Συνεπώς, αυτή παράγει τα αποτελέσματά της μετά την πάροδο έξι μηνών, ήτοι από 17-8-2015. Επιπλέον, αν και ήταν υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή αποζημίωση ποσού ίσου με τέσσερα (4) μηνιαία μισθώματα, πλην όμως η καταβολή αυτής δεν ήταν απαραίτητο να γίνει συγχρόνως με την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας και δεν αποτελούσε προϋπόθεση του κύρους της, άρα η μη καταβολή της παραπάνω αποζημίωσης δεν εμποδίζει την ενέργεια και τα αποτελέσματά της, ήτοι τη λύση της μίσθωσης, μετά την πάροδο, βέβαια, έξι (6) μηνών από τη γνωστοποίηση της καταγγελίας (ΑΠ 869/2017, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, κατά τα ανωτέρω, η από 17-2-2015 καταγγελία του μισθωτή εναγόμενου ήταν έγκυρη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε άλλως, έσφαλε και δεν εφάρμοσε ορθά το νόμο. Συνεπώς, η εκκαλουμένη πρέπει να εξαφανιστεί και, αφού γίνει δεκτός ο λόγος έφεσης να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί ως προς την κύρια βάση της. Ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί η επικουρική βάση της αγωγής. Ως προς τη βάση αυτή η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή (στηριζόμενη στα άρθρα 345, 346, 361, 574, 587, 595 ΑΚ) δοθέντος ότι οφείλονται τα μισθώματα από τον Νοέμβριο του 2014 έως και τον Αύγουστο του 2015 (οπότε καταγγέλθηκε η μίσθωση κατά τα ανωτέρω), το εναγόμενο δε, δεν αμφισβητεί την μη καταβολή των μισθωμάτων. Συνεπώς το εναγόμενο οφείλει στον ενάγοντα τα δεδουλευμένα μισθώματα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος ποσού 17.000 ευρώ (10 μήνες Χ 1.700 ευρώ), καθώς και την αποζημίωση των τεσσάρων (4) μηνών, σύμφωνα με τον όρο 6 του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ήτοι ποσό 6.800 ευρώ (4 μήνες Χ 1.700 ευρώ). Επομένως συνολικά οφείλει το ποσό των 23.800 ευρώ (17.000 + 6.800). Επισημαίνεται, ότι τα αναφερόμενα στις προτάσεις του εκκαλούντος, ότι η εκκαλουμένη όφειλε να δεχτεί ότι η παράδοση του μίσθιου έγινε στον εφεσίβλητο στις 27-1-2011, και ότι η ενέργεια αυτή ερμηνεύεται ως καταγγελία της σύμβασης, δεν εξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο, καθότι δεν υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 178, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 29-12-2017 έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 5078/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
ΚΡΑΤΕΙ & ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την από 25-4-2016 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά την επικουρική της βάση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο – εκκαλούν να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων οχτακοσίων (23.800) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 2.4.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ