Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 222/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   222/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Των εκκαλούντων: 1) ………….., 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Θεόδωρο Παναγιώτου [Δ.Ε. ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ],

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο  “…….”, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …….., με ΑΦΜ … και αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» (πρώην ……………), με ΑΦΜ ……….., λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και με σύσταση της πρώτης ως νέας τραπεζικής εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ.3 και 59-74 του ν. 4601/2019), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σκόρδα.

Οι νυν εκκαλούντες άσκησαν κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 21.12.2023  (με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) ανακοπή τους και τους από 13.3.2024 (με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …/2024) πρόσθετους λόγους ανακοπής, κατόπιν δε συζητήσεως αυτής (της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της) ερήμην της καθ’ης, εκδόθηκε η 1910/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή.

Οι ανακόπτοντες προσέβαλαν την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 17-6-2024 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 17.6.2024 με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. ……/2024, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούντες σώρευσαν και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 17.6.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …/2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …/2024) έφεση των ……… και ………. κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» προς εξαφάνιση της 1910/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που συνεκδικάζοντας την από 21.12.2023 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/22.12.2023) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και τους από 13.3.2024 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../13.3.2024) πρόσθετους λόγους ανακοπής κατά της υπ’ αρ. ……./23.6.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου ……….. και κατά του ορισθέντος για την 26.6.2024 ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ………… ερήμην της καθ’ ης, απέρριψε την ανακοπή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 3.6.2024 μέχρι την άσκηση της εφέσεως στις 17.6.2024 δεν είχε ακόμη γίνει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο και δεν είχε παρέλθει διετία. Επομένως, η έφεση, στο ίδιο δικόγραφο με την οποία σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, μαζί με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, το οποίο έγινε δεκτό με αποτέλεσμα την προσωρινή αναστολή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού (στις 26.6.2024) έως τη συζήτηση της αίτησης αναστολής και υπό τον όρο συζήτησης αυτής στην προσδιορισθείσα δικάσιμο, διατηρηθείσας της προσωρινής διαταγής από τον δικαστή αυτού του Δικαστηρίου μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ένδικης εφέσεως, όπως αρμοδίως εισάγεται ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ. β ΚΠολΔ το με κωδικό ……….. e-Παράβολο ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. την από 17.6.2024 βεβαίωση της ALPHA BANK, myAlpha Web, συνημμένη στο εφετήριο).

Με την ως άνω από 21.12.2023 ανακοπή τους και τους από 13.3.2024 πρόσθετους λόγους αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι νυν εκκαλούντες ζητούσαν για τους λόγους που ανέπτυσσαν στα παραπάνω δικόγραφα, να ακυρωθεί η από 23.11.2023 κατάσχεση επιβληθείσα δυνάμει της υπ’ αρ. ……../23.6.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθήνας, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθήνας, ……., εταίρου της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενης και ο ορισθείς δυνάμει αυτής για την 26.6.2024 ηλεκτρονικός πλειστηριασμός ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ………., ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό εμφανίστηκε για λογαριασμό της καθ’ης, η δικηγόρος ………., η οποία δήλωσε ότι παρίσταται μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής και αφού δεν έγινε το αίτημα αυτό δεκτό, αποχώρησε και δεν συμμετείχε κανονικά στη συζήτηση, οπότε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε κατ’ άρθρο 280 παρ.2 ΚΠολΔ την υπόθεση ερήμην της καθ’ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, πλην όμως απέρριψε όλους τους αρχικούς και πρόσθετους λόγους της ανακοπής, άλλους ως απαράδεκτους και άλλους ως μη νόμιμους και εντέλει απέρριψε στο σύνολό της την ανακοπή. Οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 280 παρ.2, 591 παρ.1 εδ.α’, 271 και 106 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ενώ η καθ’ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητη) δεν παραστάθηκε νομότυπα, δια της καταθέσεως προτάσεων στη δίκη της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων και ουδόλως ζήτησε την απόρριψη των λόγων της ανακοπής, η εκκαλούμενη απόφαση διέλαβε στο 3ο φύλλο αυτής «Περαιτέρω οι από 13.03.2024 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα…Ως εκ τούτου πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, την απόρριψη των οποίων ζητεί η καθ’ης», ενώ κατ’ άρθρο 271 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.1 εδ.α’ ΚΠολΔ, θα έπρεπε οι ισχυρισμοί των ανακοπτόντων (ήδη εκκαλούντων) να θεωρηθούν ομολογημένοι από την ερημοδικαζόμενη καθ’ ης η ανακοπή. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες επικαλούνται το άρθρο 271 ΚΠολΔ, το οποίο όμως στην παράγραφο 3 ορίζει ότι «Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως», δηλαδή ανεξαρτήτως του αν η καθ’ ης η ανακοπή δεν ζήτησε ως ερημοδικαζόμενη την απόρριψη των λόγων της ανακοπής, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην εκκαλουμένη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα εξέταζε αυτεπαγγέλτως, έστω κι αν η καθ’ης δικάζεται ερήμην, το παραδεκτό και νόμω βάσιμο των λόγων της ανακοπής και μόνο αν τους έκρινε παραδεκτούς και νόμω βάσιμους θα προχωρούσε στην αποδοχή τους ως ομολογημένων, ενώ διαφορετικά θα τους απέρριπτε λόγω απαραδέκτου ή μη νομίμου αυτών, όπως και έπραξε, μη παραβιάζοντας το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως εσφαλμένα θεωρούν οι ανακόπτοντες. Επίσης ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της ένδικης ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής να ακυρωθεί ο ορισθείς πλειστηριασμός ως απαράδεκτο, διότι δεν νοείται η ακύρωση εκτελεστικής πράξης πριν τη συντέλεσή της. Η δε δυνατότητα να ασκηθεί ανακοπή υπό την αίρεση της ακύρωσης της προγενέστερης πράξης της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης (άρθρο 69 παρ.1 περ.δ’ ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η ελαττωματικότητά της επιδρά ακυρωτικά στον πλειστηριασμό (ΑΠ 1905/2011 στην ΤΝΠ Νόμος), προϋποθέτει την πραγματοποίηση του πλειστηριασμού, κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, και αποσκοπεί στο ενδεχόμενο απώλειας της προθεσμίας προσβολής της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης λόγω επιγενόμενης ακύρωσης πράξης προγενέστερης. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο το αίτημα της υπό κρίση έφεσης, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να ακυρωθεί ο προγραμματισμένος για τις 26.6.2024 ηλεκτρονικός πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας των εκκαλούντων.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 4055/2012, «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Με την παραπάνω διάταξη καθιερώθηκε για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ το σύστημα συγκέντρωσης, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την άσκησή της γεννημένοι λόγοι ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι, εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή, αλλά υποχρεωτικά σταδιακή. Ειδικότερα, με την εν λόγω διάταξη η οποία αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εντεύθεν στην ασφάλεια των συναλλαγών, θεσπίζεται το απαράδεκτο προβολής λόγων που βάλλουν κατά του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με ήδη ασκηθείσα ανακοπή, ανεξαρτήτως αν προβάλλονται στη συνέχεια με νέα ανακοπή προς ακύρωση, άλλης, επόμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης από αυτή κατά της οποίας είχε ασκηθεί η προηγούμενη ανακοπή. Ειδικότερα, για την εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) να έχει προηγηθεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτέλεσης, της οποίας το κύρος καλείται να εξετάσει άλλο δικαστήριο, είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προγενέστερη αυτή δίκη, χωρίς, δηλαδή, να ενδιαφέρει εάν αυτή εκκρεμεί ή περατώθηκε τελεσίδικα (ΕΑ 2202/1990 Δ 1991, 523 ΕφΠειρ 720/2022 efeteio-peir.gr., ΕφΠειρ 740/2022 ΕπιθΑκινήτων 2023, 480),  β) οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προγενέστερης δίκης, είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με αυτό των πρόσθετων λόγων της, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνο οι γνωστοί στον ανακόπτοντα αλλά και οι άγνωστοι σ’ αυτόν.  Κρίσιμο για την ερμηνεία του άρθρου είναι η  δυνατότητα προβολής τους και όχι το αίτημα της προγενέστερης ανακοπής, δηλαδή η πράξη εκτέλεσης την ακύρωση της οποίας αυτή επιδιώκει.  Η έννοια επίσης των «γεννημένων» λόγων περιλαμβάνει και όσους ήδη  προτάθηκαν στην προγενέστερη ανακοπή. Αντίθετα, λόγοι ανακοπής που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο, στο οποίο ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ και θεωρούνται ως λόγοι οψιγενείς (ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996, σελ. 644). Επίσης, λόγοι ανακοπής που, μολονότι γεννημένοι, ήταν απαράδεκτοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης της ανακοπής, γιατί δεν μπορούσαν να αποδειχθούν αμέσως (άρθρο 933 § 5 ΚΠολΔ), δεν νοούνται ως λόγοι που «μπορούν να προταθούν» και δεν θεωρούνται ότι καλύπτονται από το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο των λόγων, αν αυτοί οι λόγοι αφορούν τυπικό ελάττωμα πράξης της εκτέλεσης ή την απαίτηση (ΟλΑΠ 49/2005 ΕλλΔνη 2006, 80, ΟλΑΠ 10/1993, Δ 1994, 562, ΑΠ 1711/2014, ΑΠ 1284/2008, ΑΠ 1660/2006 ΕλλΔνη 2008, 1410), γ) διεξαγωγή μεταγενέστερης δίκης στην οποία ανακύπτει, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, η εγκυρότητα της αυτής ή άλλης πράξης της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την ερμηνεία, που είχε επικρατήσει μέχρι την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, το ως άνω απαράδεκτο ανέκυπτε, όταν επρόκειτο για μεταγενέστερη προβολή λόγων ακύρωσης της ίδιας πράξης εκτέλεσης. Μετά όμως την αντικατάσταση της ως άνω διάταξης με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, κατέστη ήδη υποχρεωτική η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής όχι μόνο των γεννημένων κατά την άσκησή της λόγων που αφορούν στην προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης, αλλά και επιπρόσθετα και όλων των γεννημένων λόγων που αφορούν σε όσες άλλες πράξεις εκτέλεσης προηγήθηκαν, ανεξάρτητα δηλαδή αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (ΕφΑθ 1724/2023, ΕφΑθ 2472/2022, ΕφΑιγ 1/2020 ΤΝΠ Νόμος), δ) ταυτότητα διαδίκων στην πρώτη και στη δεύτερη δίκη, δεδομένου ότι μόνο εκείνος που άσκησε προγενέστερη ανακοπή αποκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και όχι τρίτος δανειστής του καθ’ ου. Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι θεωρούνται ως συνέχεια του αρχικού διαδίκου στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,  βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ για τους καλυπτόμενους από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Δεν εφαρμόζεται, όταν  η άσκηση της νεότερης ανακοπής γίνεται κατά το άρθρο 69 § 1δ’ ΚΠολΔ, συντρεχόντων των όρων αυτού (ΑΠ 242/2001, ΜονΕφΠειρ 473/2024 και ΜονΕφΠειρ 512/2024 στην efeteio-peir.gr, ΕφΑθ 3124/2024, ΕφΚρ 182/2024, ΕφΑθ 1724/2023,  ΕφΚρητ 127/2023, ΕφΑθ 2472/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΤΝΠ Νόμος,  ΕφΠειρ 330/2024,   ΕφΠειρ 740/2022 στην efeteio-peir.gr, Μάζης σε  Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ2, άρθρο 935  αρ.2, 3 σελ. 247επ., Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 2017, Μιχαηλίδου, III. Η αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής, σε: Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σ. 217-223). Περαιτέρω, η έλλειψη νομιμοποίησης του δανειστή, ο οποίος επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση, ως λόγος ανακοπής αποτελεί ελάττωμα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από την ίδια την έναρξή της, ώστε προτείνεται εμπροθέσμως με ανακοπή εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1α’ ΚΠολΔ (βλ. Αντώνη Βαθρακοκοίλη, Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ, έκδοση 2023, σελ. 120, 121 που παραπέμπει υπό το προϊσχύον δίκαιο ΑΠ 949/2021 sakkoulas-online, ΑΠ 407/2001, ΕλλΔνη 2001, σελ. 1576). Ζήτημα ανακύπτει ως προς το εάν το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ καταλαμβάνει και την ανακοπή κατά της εκτέλεσης που επισπεύδεται με νέα επιταγή προς πληρωμή, λόγω αδράνειας της αρχικώς κοινοποιηθείσας, μετά την παρέλευση έτους από την επίδοσή της επιταγής, σε περίπτωση που στο παρελθόν έχει ασκηθεί ανακοπή μόνο κατά της προγενέστερης αποδυναμωθείσας επιταγής προς πληρωμή, αλλά όχι και κατά της νεότερης επιταγής προς πληρωμή που ήδη στηρίζει την αναγκαστική εκτέλεση. Κατά την άποψη που ακολουθεί το παρόν Δικαστήριο, η επισπευδόμενη με νεότερη επιταγή προς πληρωμή εκτέλεση συνιστά νέα αυτοτελή εκτελεστική διαδικασία, ως προς την οποία θα πρέπει να κρίνεται η αρχή της συγκέντρωσης ανεξάρτητα από την προηγηθείσα επιταγή, η οποία κατ’ άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ έχει αποδυναμωθεί και δεν μπορεί να στηρίξει η ίδια τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα πρώτη ανακοπή κατά της εκτέλεσης να θεωρείται αυτή που ασκείται κατά της νεότερης επιταγής ή άλλης πράξης μεταγενέστερης αυτής (βλ. ΕφΑθ 496/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, αντίθετες οι ΜονΕφΑνΚρ 181/2020 στην ΤΝΠ QUALEX και ΕφΑιγ 23/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετικά με τις αντίθετες απόψεις Αντώνη Βαθρακοκοίλη, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, έκδοση 2022, σελ. 255, 256).

Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου και δεύτερου πρόσθετου λόγου ανακοπής τους, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 919, 924 και 925 ΚΠολΔ. Διαλαμβάνουν δε ότι με το ως άνω δικόγραφο πρόσθετων λόγων επί της ανακοπής τους του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, υποστήριξαν ότι επισπεύδεται σε βάρος τους αναγκαστικός πλειστηριασμός από ένα πιστωτικό ίδρυμα που δεν τυγχάνει πλέον δικαιούχος της απαίτησης. Ότι μέχρι πρότινος αυτοί από αντικειμενικούς λόγους αγνοούσαν ότι έχει επισυμβεί μεταβίβαση της σε βάρος τους απαίτησης στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού “……….” που εδρεύει στο ………… Ιρλανδίας και η άγνοιά τους οφειλόταν στο γεγονός ότι στην προηγούμενη αντιδικία τους με την καθ’ ης τράπεζα, κατά την οποία εξεδόθη η 2563/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η νυν εφεσίβλητη παρίστατο κανονικά στη δίκη, παρόλο που η μεταβίβαση της απαίτησης είχε γίνει από το έτος 2020, χωρίς να γνωστοποιήσει σε εκείνους την επελθούσα διαδοχή στην απαίτηση. Ότι την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης από μέρους της καθ’ης, οι ανακόπτοντες την πληροφορήθηκαν το πρώτον άτυπα και ανεπίσημα στις 17.1.2024 όταν ενώπιον το Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπου είχε παραπεμφθεί για να δικαστεί η ανακοπή τους κατά της υπ’ αρ. ……./2011 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ενημερώθηκαν σχετικά, αρχικά από την καθ’ης τράπεζα, η οποία ζήτησε και πέτυχε αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης από την παραπάνω δικάσιμο για τις 10.4.2024, επικαλούμενη ότι είχε επέλθει εκχώρηση της ένδικης απαίτησης από αυτή στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού “…….”, της οποίας διαχειρίστρια τυγχάνει η ΑΕΔΑΔΠ “………..” και επίσημα πλέον ενημερώθηκαν δια της κοινοποίησης της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της νέας δικαιούχου στις 7.3.2024, όταν τους επιδόθηκε η από 26.2.2024 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2024 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας «…………..», ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “……”, όπου στη σελίδα 6 του παραπάνω δικογράφου αναφέρεται ότι η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία “……….” απέκτησε, δυνάμει πώλησης και εκχώρησης από την ανώνυμη εταιρεία «………..», όλες τις απαιτήσεις που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση, για την οποία εξεδόθη η υπ’ αρ. …………/2011 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθιστάμενη έτσι ειδική διάδοχος της νυν εφεσίβλητης. Ότι συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, εκτιμώντας πως η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης μπορούσε να προταθεί στο πλαίσιο προηγούμενης ανακοπής, αφού ως λόγος ανακοπής δεν είχε γεννηθεί, αλλά ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ότι είχε γεννηθεί, ουδόλως μπορούσε να προταθεί από αυτούς για αντικειμενικούς λόγους. Ότι άλλωστε, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη όσα παραδεκτά εκείνοι προέβαλαν, ήτοι ότι μετά από ένα έτος από την επίδοση σε αυτούς της υπ’ αρ. …../2011 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μαζί με την από 22.9.2022 επιταγή προς εκτέλεση, ακολούθησε η εκ νέου επίδοση σε αυτούς της από 15.11.2023 επιταγής προς πληρωμή από την πληρεξούσια δικηγόρο της καθ’ ης τράπεζας, η οποία ως φερόμενη ακόμη δικαιούχος επέτασσε τους νυν εκκαλούντες να της καταβάλουν το ποσό των 100.000 ευρώ και εν συνεχεία με την από 22.11.2023 εντολή προς επιβολή κατάσχεσης, έδωσε και πάλι την εντολή ως φερόμενη δικαιούχος για την επιβολή κατάσχεσης στο ακίνητο συνιδιοκτησίας τους και δυνάμει των ως άνω εγγράφων συντάχθηκε η υπ’ αρ. …………./23.11.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας ……….. Ότι συνεπώς προκύπτει από τα ως άνω πως η εφεσίβλητη αφενός δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για τη συνέχιση της παρούσας εκτελεστικής διαδικασίας και συνεπώς τυγχάνει άκυρη η από 15.11.2023 επιταγή προς πληρωμή, ως και η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, η δε ακυρότητα αυτής συντρέχει ακόμη και χωρίς την επίκληση δικονομικής βλάβης, διότι άγεται σε λόγο απόλυτης ακυρότητας κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ. Τους ως άνω πρόσθετους λόγους ανακοπής, η εκκαλουμένη απέρριψε διαλαμβάνοντας ότι «Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ότι όλοι οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της ανακοπής έχουν ήδη προταθεί είτε μπορούσαν να προταθούν, ως λόγοι, όπως προκύπτει και από την προσκομισθείσα από 12.10.2022 (έκθεση κατάθεσης ………./12.10.2022) ανακοπή ενώπιον αυτού του δικαστηρίου κατά της ………./2011 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της από 22.09.2022 επιταγής προς εκτέλεση της οποίας ο χρόνος συζήτησης ορίστηκε για την 26.05.2023 οπότε και συζητήθηκε και επ’ αυτής εξεδόθη η 2563/2023 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου που απέρριψε την ανακοπή κατά της επιταγής και παρέπεμψε την ανακοπή του 633 ΚΠολΔ στο αρμόδιο Δικαστήριο. Επομένως, οι παραπάνω λόγοι του υπό κρίση δικογράφου είναι απορριπτέοι σύμφωνα με το άρθρο 935 ΚΠολΔ, αφού, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ήταν ήδη γεννημένοι και προτάθηκαν ή μπορούσαν να προταθούν οπότε ελλείπει και το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής…». Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, επειδή η προσβαλλόμενη κατάσχεση στηρίζεται όχι στην από 22.9.2022 επιταγή προς πληρωμή κατά της οποίας κατά τα ανωτέρω ασκήθηκε η από 12.10.2022 (έκθεση κατάθεσης …………../12.10.2022) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πλην όμως από την επίδοση αυτής (της επιταγής) στους οφειλέτες παρήλθε έτος χωρίς να ακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης με αποτέλεσμα αυτή να αποδυναμωθεί και να μην μπορεί να στηρίξει περαιτέρω διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ, αλλά στην μεταγενέστερη από 15.11.2023 επιταγή προς πληρωμή κατά της οποίας ουδέποτε ασκήθηκε ανακοπή, όπως τούτο δεν αμφισβητείται, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 935 ΚΠολΔ και να κριθούν απαράδεκτοι οι λόγοι που προβλήθηκαν με τον πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους της ένδικης ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, με το σκεπτικό ότι δεν είχαν προβληθεί στο πλαίσιο άσκησης της ως άνω από 12.10.2022 ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της προγενέστερης από 22.9.2022 επιταγής προς πληρωμή. Συνακόλουθα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη που εσφαλμένα απέρριψε τους παραπάνω πρόσθετους λόγους ανακοπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ κατά της ανακοπτόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και ακολούθως, αφού κρατηθούν οι λόγοι αυτοί από το παρόν Δικαστήριο να εξεταστούν στην ουσία τους και μάλιστα ο πρόσθετος λόγος ανακοπής που αφορά στην έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης τράπεζας να επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση στο ακίνητο των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, αφού έχει προηγηθεί, από το έτος 2020, εκχώρηση της απαίτησής της κατά αυτών στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Η ένδικη ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα εντός των προβλεπόμενων από το άρθρο 934 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμιών ήτοι εντός 45 ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της κατάσχεσης, που έλαβε χώρα στις 23.11.2023, ως προκύπτει και από τη σχετική επισημείωση στο σώμα του επιδιδόμενου εγγράφου (έκθεση κατάσχεσης) της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθήνας …….., καθώς η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 28.12.2023 (βλ. σχετ. Β-………./28.12.2023 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), οι δε από 13.3.2024 εξεταζόμενοι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ασκήθηκαν νομότυπα κι εμπρόθεσμα, αφού το δικόγραφο αυτών κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13.3.2024 και επιδόθηκε στην καθ’ης στις 14.3.2024 (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τους ανακόπτοντες υπ’ αρ. ………./14.3.2024 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), δηλαδή εντός της οριζόμενης κατά το άρθρο 933 παρ.2 εδ.γ’ ΚΠολΔ οκταήμερης προθεσμίας πριν τη συζήτηση της ένδικης ανακοπής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.3.2024.

Περαιτέρω, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της της από 10.11.2011 αιτήσεως της καθ’ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητης), εκδόθηκε κατά των ανακοπτόντων (ήδη εκκαλούντων) η υπ’ αρ. ……/2011 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώνονταν οι τελευταίοι να καταβάλουν στην πρώτη εις ολόκληρον έκαστος, το ισόποσο σε ευρώ των 423.228,06 ελβετικών φράγκων, ως οφειλόμενη απαίτηση προερχόμενη από την υπ’ αρ. ………../5-4-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου και τις από 11.10.2007, 2.10.2009 και 19.2.2010 πρόσθετες πράξεις τροποποίησης της ως άνω σύμβασης, την οποία τότε οι ανακόπτοντες υπέγραψαν με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», το δε ποσό αυτό εντόκως από 1.1.2011 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, υπερβαίνον το συμφωνηθέν συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, επιβαλλομένης δικαστικής δαπάνης ποσού 10.000 ευρώ. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και της από 21.11.2011 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εκ του υπ’ αρ. …./2011 πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αρ. …./2011 διαταγής πληρωμής και της υπ’ αριθ. …./2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, οι ανακόπτοντες άσκησαν τότε την από 16.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης …./2012 ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία όμως απορρίφθηκε με την 3296/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που επικύρωσε την παραπάνω διαταγή πληρωμής, ενώ στη συνέχεια με την 648/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η κατά της παραπάνω απόφασης έφεση των εκκαλούντων. Ακολούθως, την 23.9.2022 επιδόθηκε στους ανακόπτοντες αντίγραφο εκ του υπ’ αρ. …/2011 πρώτου εκτελεστού απογράφου της ίδιας ως άνω υπ’ αρ. ……/2011 διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή αυτής, με την οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν, σύμφωνα με την από 22.9.2022 επιταγή προς πληρωμή, στην καθ’ ης τράπεζα τα κάτωθι ποσά: α) το συνολικό ποσό των 423.228,06 ελβετικών φράγκων, βάσει της επίσημης ισοτιμίας του με το ευρώ, με επιτόκιο υπερημερίας το συμφωνηθέν συμβατικό επιτόκιο πλέον 2,5 εκατοστιαίων μονάδων, ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο, ανερχόμενου την 31.8.2022 στο φερόμενο ισόποσο σε ευρώ ποσό των 617.184,18 ελβετικών φράγκων, βάσει της επίσημης ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο, το δε ποσό αυτό έντοκα, κατά τα αναφερόμενα στην επιταγή, β) το ποσό των 10.000 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, γ) το ποσό των 50 ευρώ για τα έξοδα σύνταξης της επιταγής προς εκτέλεση, δ) το ποσό των 50 ευρώ για τα έξοδα της επίδοσης αντιγράφου της επιταγής προς εκτέλεσης, όλα δε τα παραπάνω κονδύλια νομιμότοκα από την επίδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, το δε κεφάλαιο νομιμότοκα κατά τα αναφερόμενα στην επιταγή προς εκτέλεση. Κατά της παραπάνω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή, οι ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 12.10.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022 ανακοπή τους, εκδοθείσας της 2563/2023 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου το οποίο διέταξε τον χωρισμό των σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο ανακοπών των άρθρων 633 παρ.2 και 933 ΚΠολΔ, κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και παρέπεμψε αυτή στο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ενώ κράτησε προς εκδίκαση την από 12.10.2022 με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της από 22.9.2022 επιταγής προς πληρωμή και απέρριψε αυτή. Περαιτέρω, με την από 16.10.2023 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……/2023) κλήση των νυν εκκαλούντων ορίστηκε δικάσιμος για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η 17.1.2024, πλην όμως κατά την ως άνω δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10.4.2024, αιτήσει της καθ’ ης, προκειμένου να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση η διαχειρίστρια εταιρεία “………”,  ενεργούσα για λογαριασμό της εκδοχέως της ένδικης απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “……..”. Πράγματι στους νυν εκκαλούντες επιδόθηκε στις 7.3.2024, η από 26.2.2024 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας «……………..», ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “…………” με αριθμό μητρώου ………, εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας. Στη σελίδα 6 της ως άνω αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης αναφέρεται ότι η αλλοδαπή εταιρεία “………” απέκτησε, δυνάμει πώλησης και εκχώρησης από την ανώνυμη εταιρεία «……………», όλες οι απαιτήσεις που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση, για την οποία εξεδόθη η υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθιστάμενη ούτως ειδική διάδοχος της νυν εφεσίβλητης. Ειδικότερα αναφέρεται ότι δυνάμει της από 13.7.2020 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», νόμιμα εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία “………….”, η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα με αριθμό πρωτοκόλλου …../14.7.2020 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με την σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003, στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., η τελευταία απέκτησε δυνάμει πώλησης και εκχώρησης από την ανώνυμη εταιρεία «………..» όλες τις απαιτήσεις και τα δικαιώματά της (διαπλαστικά και μη) που απορρέουν από την επίδικη από 18/08/2010 σύμβαση χορήγησης ορίου υπερανάληψης. Ότι περαιτέρω, η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………” ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση και των προσωπικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων αυτής στην  «…………» δυνάμει της από 13.7.2020 Σύμβασης Διαχείρισης Απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003, αντίγραφο της οποίας έχει καταχωρισθεί νομίμως στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και ειδικότερα με αριθμό πρωτοκόλλου 272/14.7.2000 με την σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003 στον τόμο … και με α.α. ….. Ότι στη συνέχεια δυνάμει της υπ’ αρ. πρωτ. …../8.11.2022 καταχώρισης στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος …., α.α. ….) συμπληρώθηκε το υπ’ αρ. πρωτ. …./14.7.2020 έντυπο δημοσίευσης της από 13.7.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και εξειδικεύθηκαν οι υπό διαχείριση απαιτήσεις. Ότι περαιτέρω, στις 10.6.2020 καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. με κωδικό αριθμό καταχώρισης …., η με αριθμό …./10.6.2020 απόφαση της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ., με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση των άρθρων 1, 9 και 12, σύμφωνα με την οποία επήλθε τροποποίηση της επωνυμίας από «…………. (……………) σε «………..», σύμφωνα με την από 5.6.2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης. Ότι συνεπώς η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 στο όνομα και για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………….” (….. .), η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της δικαιοπαρόχου ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» κατ’ άρθρα 455 επ. ΑΚ. Εξάλλου και πρωτοδίκως κατά την εκφώνηση της ένδικης ανακοπής από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η καθ’ης η ανακοπή «………….» υπέβαλε μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της αίτημα αναβολής της υπόθεσης, προκειμένου «να ασκηθεί παρέμβαση από τη νέα δικαιούχο της απαίτησης, που διαχειρίζεται πλέον η ………», το οποίο (αίτημα) απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται βάσιμος ο υπό στοιχείο ΙΙβ πρόσθετος λόγος ανακοπής ότι η καθ’ ης η ανακοπή «………..» στις 23.11.2023 που επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του δικαιώματος πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 50% εκάστου των ανακοπτόντων σε οικόπεδο μετά της υφιστάμενης σε αυτό διώροφης οικοδομής (μονοκατοικίας) στην οδό ………, στη θέση «……….» του Δήμου Κερατσινίου, δυνάμει της υπ’ αρ. …./23.7.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., εταίρου της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «……….» για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που περιέχονται στην υπ’ αρ. …../2011 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που είχε εκδοθεί στο όνομά της, προερχόμενων από την υπ’ αρ. ……../5-4-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου και τις από 11.10.2007, 2.10.2009 και 19.2.2010 πρόσθετες πράξεις τροποποίησης της ως άνω σύμβασης, δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά με την παραπάνω πράξη να συνεχίσει σε βάρος των ανακοπτόντων τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς ήδη από το έτος 2020 και συγκεκριμένα από τις 14.7.2020 που έγινε καταχώριση της από 13.7.2020 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 που περιλάμβανε και την επίδικη απαίτηση στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./14.7.2020, με την σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003, στον τόμο …. και αύξοντα αριθμό …, είχε επέλθει μεταβίβαση της σχετικής απαίτησης στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού “………” κατ’ άρθρο 10 παρ.9 του ν. 3156/2003, την οποία κατά τα ανωτέρω εκπροσωπεί η διαχειρίστρια εταιρεία «……………» ενώ κατά την παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού λογίζεται ως αναγγελία στον οφειλέτη. Ως εκ τούτου, μη νόμιμα επέδωσε η καθ’ης η ανακοπή τράπεζα την από 15.11.2023 επιταγή προς πληρωμή στους ανακόπτοντες ζητώντας από αυτούς να ικανοποιήσουν σε αυτή τις παραπάνω απαιτήσεις, των οποίων ήδη από τότε δεν ήταν δικαιούχος και ομοίως λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη από 23.11.2023 κατάσχεση που επέβαλε αυτή, δυνάμει της υπ’ αρ. ………./23.7.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., εταίρου της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «…………», γενομένου δεκτού στην ουσία του, του υπό στοιχεία ΙΙΒ πρόσθετου λόγου ανακοπής, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής. Γενομένης δεκτής της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου η σωρευόμενη στο εφετήριο αίτηση αναστολής του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, αφού επιτυγχάνεται το μείζον, δηλαδή η ακύρωση της ανακοπτόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης (βλ. ΜονΕφΠειρ 299/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179, 183 ΚΠολΔ, καθώς κρίνεται ότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Τέλος, δεδομένου ότι η έφεση έγινε δεκτή πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, ομοίως κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 17.6.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …/2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../2024) έφεση κατά της 1910/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και τη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο κατ’ ουσίαν σε αυτή.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς το αίτημα ακύρωσης της υπ’ αρ. ………/23.6.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθήνας, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθήνας, ………, εταίρου της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «……….».

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς το αίτημα αυτό.

Κρατεί και δικάζει την από 21.12.2023 ανακοπή και τους από 13.3.2024 πρόσθετους λόγους αυτής κατά της αμέσως παραπάνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας.

Δέχεται αυτή.

Ακυρώνει την υπ’ αρ. ……../23.6.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθήνας, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθήνας, ………, εταίρου της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «………».

Απορρίπτει τη σωρευόμενη στην ένδικη έφεση αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος από αυτούς για την άσκηση της έφεσης με κωδικό ……….. e-παράβολου ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 8.3.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ