Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 223/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  223/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Του εκκαλούντος: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Θεοδώρα Μαζαράκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία «………….», με τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων, οδός …………., με ΑΦΜ …………, όπως μετονομάσθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «……….», και ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…………” (…………..), με έδρα το ………. Ιρλανδίας (………..), με αριθμό μητρώου …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ, ούσα ειδική διάδοχος της με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………….», βάσει των διατάξεων του άρθρου 16 ν. 2525/1997 και των άρθρων 54, 57, 59-74 και 140 ν. 4601/2019 καθώς και του άρθρου 145 ν. 4261/2014 ως ισχύουν, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Γιαννακογιώργου [ΔΕ ΓΙΑΝΝΑΚΟΓΙΩΡΓΟΥ- ΦΑΚΟΝΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ], με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο νυν εκκαλών άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 5.12.2023  (με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) ανακοπή του κατόπιν δε συζητήσεως αυτής αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 1542/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή.

Ο ανακόπτων προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 22-5-2024 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 31.5.2024 με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …./2024. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 3.6.2024 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../2024, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούντες σώρευσαν και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 22.5.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024) έφεση του . …… κατά της εταιρείας με την επωνυμία «…………….» ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων της με έδρα το ….. Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού “………….” προς εξαφάνιση της 1542/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 5.12.2023 και με αριθμό κατάθεσης …………/2023 ανακοπή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης προς ακύρωση της …/8.11.2023 κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών …………….», απέρριψε αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ στις 31.5.2024 κι εμπρόθεσμα, προ πάσης επιδόσεως, κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 14.5.2024, η δε κατ’ αυτής έφεση ασκήθηκε πριν την πάροδο διετίας από την ως άνω δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε από τον εκκαλούντα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ το με κωδικό …………… e- παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e- παράβολου και την από 30.5.2024 απόδειξη πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.). Στο ίδιο δικόγραφο (εφετήριο) παραδεκτώς σωρεύεται κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ και αίτηση αναστολής του επισπευδόμενου με την παραπάνω έκθεση κατάσχεσης για τις 26.6.2024 ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ενώπιον της πιστοποιημένης συμβολαιογράφου Αθηνών Δήμητρας Ν. Ανδριανοπούλου.

Με την ως άνω ένδικη ανακοπή του ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) εξέθετε ότι η καθ’ ης η ανακοπή, δυνάμει του με αριθμό …/2018 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …../2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την παρά πόδας αυτής από 18.5.2023 επιταγή προς πληρωμή που του κοινοποιήθηκε στις 14.6.2023, επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, επιβάλλοντας αναγκαστική κατάσχεση με την με αριθμό …/8.11.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……, βάσει της οποίας προγραμματίστηκε για τις 26.6.2024 ηλεκτρονικός πλειστηριασμός ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., που αφορά το αναλυτικά περιγραφόμενο σε αυτή ακίνητο, ήτοι στην υπό στοιχεία Α1 αυτοτελή και χωριστή ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του ισογείου, επιφάνειας 87,64 τ.μ., με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. …………., πλήρους κυριότητας του ανακόπτοντος, κείμενη επί διώροφης οικοδομής, κτισμένης σε οικόπεδο ευρισκόμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης του Πειραιά στη θέση «…..», οδός ………… Για τους λόγους που ανέπτυσσε στην ως άνω ανακοπή του, ο ανακόπτων ζητούσε να ακυρωθεί η προαναφερόμενη με αριθμό …../8.11.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε τυπικά την ανακοπή και απέρριψε αυτή ως προς όλους τους λόγους της κατ’ ουσίαν (τον πρώτο λόγο ως μη νόμιμο, τον δεύτερο ως προς το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμο και ως προς το δεύτερο σκέλος του ως αόριστο και τον τρίτο λόγο ανακοπής ως απαράδεκτό κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ). Ήδη με την υπό κρίση έφεση του ο ανακόπτων παραπονείται ότι εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και μη νόμιμα απορρίφθηκαν από την εκκαλουμένη όσοι εκ των λόγων ανακοπής επαναφέρονται με σχετικούς λόγους έφεσης και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη επί τω τέλει όπως γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η από 5.12.2023 (με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …../2023) ανακοπή του. Επίσης ζητεί να ανασταλεί ο επισπευδόμενος πλειστηριασμός για τις 26.6.2024 έως την έκδοση απόφασης επί της από 15.2.2023 έφεσης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά προς εξαφάνιση της εκκαλούμενης 3109/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την από 27.9.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) ανακοπή κατά της υπ’ αρ. ……/2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 7.9.2018 επιταγής προς πληρωμή και προκειμένου να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η ως άνω από 27.9.2018 ανακοπή. Επικουρικά ζητεί να ανασταλεί ο επισπευδόμενος πλειστηριασμός για τις 26.6.2024 έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από 29.6.2023 με Γ.Α.Κ. ……/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023 ανακοπής του προς ακύρωση, άλλως προς εξαφάνιση εξ ολοκλήρου της από 18.5.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου (με αριθμό …../2018) της υπ’ αρ. ……../2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ακόμη, να διαταχθεί έως την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσας έφεσης η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας με την οποία επισπεύδεται πλειστηριασμός ακίνητης περιουσίας του εκκαλούντος μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού και μέσω της ιστοσελίδας www.eauction.gr στις 26.6.2024 ενώπιον της πιστοποιημένης συμβολαιογράφου Αθηνών . ………….., ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό εμπορικής αξίας αυτής, δίχως την καταβολή εγγυήσεως, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας εφέσεως. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στο σύνολο της δικαστικής του δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Σημειώνεται ότι το σωρευθέν στο εφετήριο αίτημα κατ’ άρθρο 691Α παρ.1 ΚΠολΔ, εκδόσεως προσωρινής διαταγής να ανασταλεί η εκτέλεση της ανακοπτόμενης κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… με την οποία επισπευδόταν ο ως άνω ηλεκτρονικός πλειστηριασμός του προπεριγραφόμενου ακινήτου ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος στις 26.6.2024 απορρίφθηκε από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αυτού στις 19.6.2024. Επίσης, με τις προτάσεις του ο εκκαλών προσκόμισε με επίκληση την 1977/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά το οποίο δέχθηκε την από 29.6.2023 με Γ.Α.Κ. ……/2023 και Ε.Α.Κ. ……./2023 ανακοπή του και ακύρωσε την από 18.5.2023 επιταγή προς πληρωμή που συνετάχθη παρά πόδας του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω υπ’ αρ. …../2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ενώ ήδη εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 20.6.2024 έφεση (με ΓΑΚ/ΕΑΚ στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ……./2024 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………../2024) που έχει προσδιορισθεί να συζητηθεί στη δικάσιμο της 22.5.2025. Ακόμη, με τις ίδιες προτάσεις, ο εκκαλών προσκόμισε μετ’ επικλήσεως την 407/2024 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο κρίνοντας επί της εφέσεώς του κατά της 3109/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που είχε απορρίψει την από 27.9.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) ανακοπή του κατά της υπ’ αρ. …../2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 7.9.2018 επιταγής προς πληρωμή, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της εφέσεως για να προσκομισθούν επιμελεία οιουδήποτε διαδίκου τα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής αποδεικνύοντα τη νομιμοποίηση της εφεσίβλητης έγγραφα.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 935 ΚΠολΔ, λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 856/2014 ΝοΒ 2014, 2141, ΕφΑιγ 1/2020 στην ΤΝΠ Νόμος), ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για άμεση ή έμμεση εκτέλεση (Γέσιου-Φαλτσή, Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, 2017, σελ. 758, πλαγιαρ. 50.) ή εάν οι λόγοι αφορούν τυπικό ελάττωμα πράξης της εκτέλεσης ή την απαίτηση (ΑΠ 1660/2006, ΕλλΔνη 2008, σελ. 1410). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ έλαβε τη σημερινή του μορφή μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 19 § 2 ν.4055/2012, προκειμένου να περιοριστεί ο αριθμός των ανακοπών που ασκούνταν κατά πράξεων εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την υπερβολική επιμήκυνση της εκτελεστικής διαδικασίας (Βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν.4055/2012, άρθρο 19, σελ. 17, 18, όπου τονίζεται ότι με την προσθήκη στο τέλος του α’ εδαφίου του άρθρου 935 ΚΠολΔ επιχειρείται ο περιορισμός του αριθμού των ανακοπών από τον οφειλέτη με αποτέλεσμα όχι μόνο την ταχύτερη εκδίκασή τους αλλά και τη μέσα σε εύλογο χρόνο ολοκλήρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης ώστε να μην παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκκρεμές και αμφισβητούμενο το κύρος της εκτελεστικής διαδικασίας. Βλ. ακόμα Νικολόπουλο, Γ., Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σελ. 203, 204). Υπό το πρίσμα αυτό είναι υποχρεωτική η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο της ανακοπής, καθώς και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της, όλων των λόγων ανακοπής προς ακύρωση της ίδιας ή και διαφορετικής πράξης εκτέλεσης, ενώ αποκλείεται αφενός η άσκηση περισσότερων ανακοπών κατά της ίδιας πράξης εκτέλεσης, αφετέρου η άσκηση διαδοχικών ανακοπών με τις οποίες προβάλλονται περισσότεροι λόγοι (Σπυριδάκης, Ι., Αναγκαστική Εκτέλεση, 2018, σελ. 463), ίδιοι ή διαφορετικοί. Έτσι η παράλειψη προβολής τους στην αρχική δίκη ανακοπής καθιστά απαράδεκτη την προβολή τους σε μεταγενέστερη δίκη. Επιπρόσθετα, στη μεταγενέστερη δίκη είναι απαράδεκτη η επαναφορά προς συζήτηση λόγων που προβλήθηκαν ήδη με προγενέστερη ανακοπή και απορρίφθηκαν (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 933, αριθ. 1) ή ακόμα εκκρεμεί η συζήτηση αυτών ή η επ’ αυτών έκδοση απόφασης, εκτός εάν η άσκηση της νεότερης ανακοπής γίνεται κατά το άρθρο 69 § 1δ’ ΚΠολΔ, συντρεχόντων των όρων αυτού (Βλ. σχετ. ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001, 1575, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτος λόγος της ανακοπής που είχε ασκηθεί με προηγούμενη ανακοπή στο πλαίσιο της ίδιας εκτελεστικής διαδικασίας και επισημάνθηκε η μη άσκηση της ανακοπής υπό τους όρους του άρθρου 69 § 1δ’ ΚΠολΔ.). Συνεπώς, προταθέντες λόγοι ανακοπής κατά της ήδη προσβληθείσας πράξης εκτέλεσης δεν μπορούν να προταθούν με άλλη ανακοπή, έστω και αν υφίσταται προθεσμία κατ’ άρθρο 934 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 2775/1991 ΕλλΔνη 1992, 886, με την οποία κρίθηκε ότι νέοι λόγοι της ανακοπής ή προταθέντες, κατά της ήδη προσβληθείσας πράξης δεν μπορούν να προταθούν με άλλη ανακοπή, έστω και αν υφίσταται προθεσμία κατ’ άρθρο 934 ΚΠολΔ). Τούτο δε διότι το κύρος οποιασδήποτε πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ νέου από τον ίδιο ανακόπτοντα, κατά τα συναγόμενα από το άρθρο 935 ΚΠολΔ. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται με σαφήνεια από τη διατύπωση του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπου γίνεται μνεία μόνο για λόγους ανακοπής “που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ”, χωρίς να περιορίζεται μόνο σε εκείνους που δεν προτάθηκαν, αν και η προβολή τους ήταν δυνατή. Πρόκειται για εισαγωγή στη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ του αξιώματος του «άνευ επικουρίας δικάζεσθαι», εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή αλλά υποχρεωτικώς σταδιακή. Με αυτή σκοπείται η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής σε ορισμένο διαδικαστικό στάδιο και αυτών που δεν προβλήθηκαν εγκαίρως, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ταχεία εκκαθάριση των αντιρρήσεων κατά της εκτελεστικής δίκης [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 933, αριθ. 2. Βλ. και Παπαδοπούλου, Α., Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση, 2016, σελ. 36 και σελ. 86 όπου παρατίθεται η ιστορική ανδρομή της διατύπωσης της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ]. Με βάση τα παραπάνω, ανακοπή κατά της κατάσχεσης δεν μπορεί να ασκηθεί, αν ασκήθηκε ήδη εμπρόθεσμα, μέσα στην προθεσμία των σαράντα πέντε ημερών του άρθρου 934 § 1α ΚΠολΔ, ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, στην οποία πρέπει να προβληθούν και οι κατά αυτής γεννημένοι λόγοι [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μάζης), ΕρμΚΠολΔ, ΑνΕκτ, 2021, άρθρο 935, αριθ. 2.], εφόσον κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής είχε επιβληθεί η κατάσχεση. Επακόλουθο όλων αυτών είναι η παραπληρωματική λειτουργία της αρχής τήρησης της προδικασίας και της αρχής συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής. Έτσι, εάν ένας λόγος ανακοπής υφίσταται κατά τον χρόνο διεξαγωγής της αρχικής δίκης και μπορεί να προβληθεί από τον ανακόπτοντα, αλλά δεν προβληθεί κατά αυτήν, αποκλείεται από κάθε επόμενη προβολή του και δεν μπορεί να οδηγήσει πλέον στην ακύρωση της πράξης αυτής ή οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξης. Εάν μάλιστα προβληθεί σε μεταγενέστερη δίκη απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Το ίδιο βέβαια θα ισχύει και για τον λόγο που προβάλλεται με την αρχική ανακοπή και επαναπροβάλλεται με άλλη ανακοπή, όχι κατά της ίδιας προσβαλλόμενης πράξης, οπότε τίθεται ζήτημα εκκρεμοδικίας, αλλά κατά άλλης πράξης της ίδιας εκτελεστικής διαδικασίας. Έτσι, π.χ. εάν προσβληθεί με ανακοπή η επιταγή προς πληρωμή με λόγο που έχει γεννηθεί και αφορά την απαίτηση, ο ίδιος λόγος δεν μπορεί να προβληθεί με την ανακοπή κατά της κατάσχεσης, η οποία δεν είχε διενεργηθεί κατά τον χρόνο άσκησης της αρχικής ανακοπής. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, γιατί αποβλέπει στην ασφάλεια των συναλλαγών που ενδιαφέρει και τους τρίτους (Μπρίνιας, Ι. , Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 935, αριθ. 173 V). Για τον λόγο αυτό, τυχόν συμφωνία των διαδίκων για αποδέσμευσή τους από τη ρύθμιση του άρθρου 935 ΚΠολΔ δεν βρίσκει νομικό έρεισμα και δεν δεσμεύει το δικαστήριο, αφού πρόκειται για ζήτημα που εκφεύγει της εξουσίας διάθεσης της ιδιωτικής βούλησης των διαδίκων. Οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης είναι οι εξής: α) η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, β) οι λόγοι να έχουν γεννηθεί κατά τον χρόνο διεξαγωγής της αρχικής δίκης, γ) η δυνατότητα προβολής τους είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με δικόγραφο πρόσθετων λόγων, δ) η ύπαρξη μεταγενέστερης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων με αντικείμενο, κύριο ή προδικαστικό, το κύρος μίας πράξης εκτέλεσης (Α. Βαθρακοκοίλης, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 242-245). Ιδίως, ωστόσο, πρέπει να επισημανθούν τα κατωτέρω: α) ως «άλλη πράξη» νοείται οποιαδήποτε πράξη η διενέργεια της οποίας προηγήθηκε (Μακρίδου/Απαλαγάκη /Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2018, σελ. 120, Διαμαντόπουλος, Γ. , Ερανισμοί και ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. ΙΙΙ, 2019, σελ. 400) ή έπεται της προσβαλλομένης με την πρώτη ανακοπή πράξης, αρκεί να εντάσσεται στην ίδια εκτελεστική διαδικασία. Επί παραδείγματι, εάν με την πρώτη ανακοπή ζητείται η ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, το άρθρο 935 ΚΠολΔ θα εφαρμόζεται για τη δεύτερη ανακοπή, με την οποία προσβάλλεται η πράξη της κατάσχεσης, αλλά και αντιστρόφως όταν με την πράξη της πρώτης ανακοπής προσβάλλεται η πράξη της κατάσχεσης, δεν μπορεί να προβληθεί λόγος κατά της επιταγής προς πληρωμή με δεύτερη ανακοπή, αφού θα έπρεπε να έχει προβληθεί με την πρώτη. Συνεπώς, η ρύθμιση του άρθρου 935 ΚΠολΔ επενεργεί ανεξαρτήτως του αιτήματος της πρώτης και της δεύτερης ανακοπής, εστιάζοντας στον λόγο της ανακοπής, ο οποίος προφανώς, εφόσον προβληθεί, θα επισύρει και την προβολή του αντίστοιχου αιτήματος. Τούτο συνάγεται με διαύγεια από τη διατύπωσή του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπου γίνεται λόγος για “οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη”, χωρίς περαιτέρω περιορισμούς για το περιεχόμενο αυτής. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως του αν υπάρχει η προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την εμπρόθεσμη προβολή τους (ΑΠ 1130/1994,  ΕλλΔνη 1996, σελ. 644, ΕφΑθ 2775/1991 ό.π., Βαθρακοκοίλης, Β., Τροποποιήσεις ν.4055/2012, άρθρο 935, αριθ. 1, Διαμαντόπουλος, Γ., Ερανισμοί και ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. ΙΙΙ, 2019, σελ. 400), ώστε και αν ακόμα υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ, για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορούν να προταθούν οι λόγοι ανακοπής, που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή (ΑΠ 1660/2006 ΕλλΔνη 2008, 1410, ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996, 644, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμ.1, 3η έκδ., 2023, § 29, σ. 690-694, Α. Βαθρακοκοίλης, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 253-257, Βαθρακοκοίλης, Β., ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ε’ , άρθρο 935, αριθ. 2.) [βλ. για τα ανωτέρω ΜονΕφΑνΚρ 182/2024 στην ΤΝΠ Νόμος]. Ωστόσο, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ναι μεν δεν επιτρέπεται η επανάληψη του ίδιου προταθέντος ή ήδη γεννημένου σε προηγούμενη ανακοπή λόγου σε ανακοπή κατά επόμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως γεννάται το ζήτημα τι γίνεται σε περίπτωση που βασίμως αναμένεται να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση η προηγούμενη πράξη εκτέλεσης για κάποιον λόγο που προβλήθηκε στην προηγούμενη ανακοπή, πλην όμως τούτος δεν μπορεί να προβληθεί όμοιος στη μεταγενέστερη ανακοπή καίτοι αναμένεται ότι θα ακυρωθεί ένεκα αυτού η προδικασία της εκτέλεσης, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η επόμενη και ήδη προσβαλλόμενη με τη νέα ανακοπή πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Γίνεται δεκτό ότι σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και πριν εκδοθεί επ’ αυτής απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου, ασκηθεί από τον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία στηρίζεται στην ήδη ανακοπείσα επιταγή προς πληρωμή, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να συνεχισθεί η αναγκαστική εκτέλεση με την ήδη ανακοπείσα επιταγή προς πληρωμή που στη συνέχεια θα ακυρωθεί για κάποιο βάσιμο λόγο και προκειμένου να μην κριθεί ο ίδιος λόγος ανακοπής κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης απαράδεκτος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ, πρέπει ο ανακόπτων την αναγκαστική κατάσχεση να διαλάβει στο σχετικό δικόγραφο ότι έχει επικαλεσθεί τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή στην ανακοπή που άσκησε κατά αυτής, ότι ο λόγος αυτός αναμένεται να ευδοκιμήσει και ένεκα αυτού να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση η ήδη προσβληθείσα επιταγή προς πληρωμή και ότι ως εκ τούτου πρέπει η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης να ακυρωθεί ως στηριζόμενη σε άκυρη επιταγή προς πληρωμή. Τούτο δε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 69 παρ.1 στοιχ.δ του ΚΠολΔ που προβλέπει την προληπτική δικαστική προστασία με άσκηση ένδικου βοηθήματος μεταξύ άλλων και όταν η άσκηση δικαιώματος που θεσπίζεται από το νόμο εξαρτάται από την έκδοση απόφασης, συνήθως διαπλαστικής [βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας) σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι (2000), άρθρο 69, σελ. 149, παρ.5]. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο της νέας ανακοπής δύναται να διατάξει κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ την αναβολή της συζήτησης αυτής εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη που αφορά στην με ανακοπή ακύρωση της στηρίζουσας την εκτέλεση επιταγής προς πληρωμή.

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών παραπονείται επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων και ειδικά του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, απέρριψε τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής του. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο της από 5.12.2023 ανακοπής του κατά της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, ο ανακόπτων υποστήριζε ότι εξ ουδενός από τα αναφερόμενα στην ανακοπή του έγγραφα που προσκόμισε η καθ’ης με την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και επικαλείται σε αποσπάσματα και περιλήψεις για τη νομιμοποίησή της δεν αποδεικνύεται ότι μεταξύ αυτών των δανείων που μεταβιβάστηκαν από την «……………» στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού “……….”, την οποία εκπροσωπεί η καθ’ης (……….), περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση. Ότι πέραν των ανωτέρω η επιτάσσουσα για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού δεν αναφέρει το ακριβές ποσό που της εκχώρησε η παραπάνω τράπεζα κι έτσι προκαλείται στον ανακόπτοντα δικονομική βλάβη, καθώς το εκχωρηθέν ποσό προφανώς είναι μερικό ως προς την οφειλή έναντι της αντισυμβαλλόμενης τράπεζας, κατά τη συνήθη πρακτική και τα συναλλακτικά ήθη, αφού η εκδοχέας εταιρεία δικαιούται να ζητήσει μόνον το ποσό που της έχει εκχωρηθεί και όχι το σύνολο της οφειλής, γεγονός που θα έπρεπε να καταστήσει γνωστό με την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ότι σε κάθε περίπτωση, υπάρχει παράλειψη της καθ’ης ως προς την τήρηση του νόμιμου συστατικού τύπου ως προς το ελάχιστο περιεχόμενο της από 11.6.2021 σύμβασης διαχείρισης, στην οποία τυγχάνει ευθείας εφαρμογής το άρθρο 2 του ν. 4354/2015 και το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης προς τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, β) τις πράξεις της διαχείρισης και γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, πλην όμως από τα προσκομισθέντα από την καθ’ης, των οποίων γίνεται επίκληση στην ανακοπτόμενη και προσήχθησαν από την καθ’ ης σε αποσπάσματα και περιλήψεις δεν αποδεικνύεται ότι εν προκειμένω έχει γίνει νόμιμη μεταβίβαση με νόμιμο τρόπο των προερχομένων από το προαναφερόμενο δάνειο απαιτήσεων και ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν είναι και αυτές από την επίδικη σύμβαση και τις πρόσθετες αυτής πράξεις. Και τούτο, γιατί πουθενά στα ως άνω προσκομιζόμενα έγγραφα δεν αναφέρεται και δεν προσκομίζεται μεταξύ αυτών η επίδικη δανειακή σύμβαση, ούτε κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η νόμιμη μεταβίβαση της επίδικης δανειακής σύμβασης, ώστε η καθ’ ης να νομιμοποιείται ενεργητικώς να επισπεύσει τον σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος πλειστηριασμό. Ότι ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός βάλλει τόσο κατά της τυπικής νομιμοποίησης της καθ’ ης, όσο και κατά της ουσιαστικής νομιμοποίησης της τελευταίας, ήτοι αποτελεί αμφισβήτηση του εάν είναι πράγματι φορέας της επιδικασθείσας απαίτησης, αλλά και της επιτασσόμενης απαιτήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής, δεχόμενο επί λέξει τα εξής: «…Με το παραπάνω περιεχόμενό του ο πρώτος λόγος ανακοπής παραδεκτά προτείνεται, αλλά είναι, σύμφωνα προς όσα αναλυτικώς εκτίθενται ανωτέρω, απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι σε περίπτωση ειδικής διαδοχής λόγω τιτλοποίησης απαιτήσεων με βάση τον ν. 3156/2003 και ανάθεσης της διαχείρισής τους σε εταιρεία διαχείρισης, αρκεί και ανταποκρίνεται στην πρόβλεψη του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ η συγκοινοποίηση με την επιταγή προς πληρωμή δημοσιεύσεων σε περίληψη των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, με το σχετικό απόσπασμα της σύμβασης πώλησης, από το οποίο προκύπτει η μεταβίβαση της απαίτησης σε βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση, χωρίς να απαιτείται η συγκοινοποίηση του πλήρους κειμένου της σύμβασης διαχείρισης, ούτε κάποιου επιπλέον εγγράφου σε σχέση με την ανάθεση της διαχείρισης, η οποία (διαχείριση), ως εκ της φύσης της, λαμβάνει χώρα με μία πράξη που αφορά στο σύνολο των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν». Ο εκκαλών με την έφεσή του επαναφέρει τον παραπάνω λόγο ανακοπής και επιπλέον σημειώνει ότι η απαίτηση προσκόμισης και γνωστοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων αναφέρεται σε ολόκληρο το κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης και στην σελίδα του παραρτήματος που αφορά στην εκάστοτε επισπευδόμενη απαίτηση και όχι σε ολόκληρα τα παραρτήματα της σύμβασης, στα οποία αναφέρονται ατομικά στοιχεία όλων των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των ασφαλειών αυτών και ότι στο έντυπο δημοσίευσης της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων θα πρέπει να περιέχονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αναφέρονται στις διατάξεις του ν. 2844/2000 και στην ισχύουσα ανάλογα με τον χρόνο δημοσίευσης της σύμβασης, υπουργικής απόφασης και μάλιστα το ποσό του τιμήματος της μεταβίβασης, οι ουσιώδεις όροι της σύμβασης και το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο και το ποσό έως το οποίο αυτή ασφαλίζεται, πλην όμως ότι στα έντυπα που εν προκειμένω δημοσιεύθηκαν στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών δεν αναγράφονται τα στοιχεία αυτά, αλλά γίνεται παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστήριο, ο παραπάνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ, καθώς όλα τα έγγραφα νομιμοποίησης του ειδικού διαδόχου της απαίτησης και του διαχειριστή αυτής συγκοινοποιούνται στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ με την επιταγή προς πληρωμή, οπότε όταν ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4.7.2023 με αριθμό κατάθεσης …………/2023 ανακοπή του κατά της από 18.5.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …………./2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έπρεπε με την παραπάνω ανακοπή να προβάλλει τον ήδη τότε γεννημένο ως άνω λόγο ανακοπής περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ειδικής διαδόχου της τράπεζας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και της καθ’ης εταιρείας διαχείρισης, μη επιτρεπομένης της προβολής του λόγου αυτού ανακοπής στη νυν μεταγενέστερη δίκη της από 5.12.2023 ανακοπής κατά της υπ’ αρ. ………./8.11.2023 κατασχετήριας έκθεσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… Επειδή η απόρριψη του πρώτου λόγου ανακοπής ως απαράδεκτου γεννά διαφορετικό δεδικασμένο από την απόρριψη του ίδιου λόγου ανακοπής ως μη νόμιμου, η δε απόρριψη αυτού ως απαράδεκτου είναι ευνοϊκότερη για τον ανακόπτοντα, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς τον παραπάνω λόγο ανακοπής και αφού κρατηθεί αυτός από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 536 σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, Σ. Τσαντίνη, σελ. 380 που παραπέμπει σε ΑΠ 700/2008, ΑΠ 134/2008, ΑΠ 1914/2007, ΑΠ 1915/2007, ΕφΑθ 1716/2016 στην ΤΝΠ Νόμος).

Στη συνέχεια, με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται γιατί απέρριψε η εκκαλούμενη τον δεύτερο λόγο ανακοπής του, με τον οποίο ζητούσε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης λόγω κατάχρησης δικαιώματος εκ μέρους της καθ’ης κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Ειδικότερα στον παραπάνω λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων διελάμβανε ότι συζητήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, σύμφωνα με τον ν. 4745/2020 «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις επιταγές της παρ.1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις», η από 25.2.2019, με ΓΑΚ ……/2019 και ΕΑΚ …/2019 αίτηση του ν. 3869/2010 του ίδιου και της συζύγου του, και η οποία στρεφόταν και κατά της ως άνω πιστώτριας. Ότι στο πλαίσιο της δίκης αυτής υπέβαλε και αίτημα περί χορήγησης προσωρινής διαταγής και εξεδόθη η 16.10.2019 απόφαση, δυνάμει της οποίας ανεστάλησαν τα καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος τους και διατηρήθηκε η πραγματική και νομική κατάσταση της περιουσίας του υπό τον όρο καταβολής 50 ευρώ μηνιαίως από τον ίδιο και 200 ευρώ μηνιαίως από την σύζυγό του. Ότι ακολούθως εξεδόθη η 783/2023 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους και ότι εντός νόμιμης προθεσμίας κατέθεσαν την από 10.5.2023 έφεσή τους με την οποία ζητούν την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η παραπάνω αίτησή τους του ν. 3869/2010 και ορίσθηκε δικάσιμος η 20.1.2032. Ότι η καθ’ ης επισπεύδουσα την εκτέλεση υπερβαίνει με προφανή τρόπο τις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, διότι η συμπεριφορά της που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, ήτοι με την κατάθεση της αιτήσεως για την υπαγωγή του ανακόπτοντος και της συζύγου του στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, την εμπρόθεσμη και νομότυπη επίδοση της αίτησης στην καθ’ης πιστώτρια προς γνώση της για τις νόμιμες συνέπειες, τις γενόμενες καταβολές ισχύουσας της προσωρινής διαταγής του Ειρηνοδίκη Πειραιά, της κατάθεσης έφεσης κατά τη οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά που απέρριψε την αίτησή τους του ν. 3869/2010, δημιούργησαν στον ίδιο τον ανακόπτοντα την εύλογη πεποίθηση ότι η αντίδικος δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της στον χρόνο που το άσκησε. Ότι η τελευταία εκκινώντας την αναγκαστική εκτέλεση και ενόσω εκκρεμούν η έκδοση απόφασης επί της εφέσεώς του για την ακύρωση της ως άνω υπ’ αρ. ……../2018 διαταγής πληρωμής, καθώς και η συζήτηση έφεσης, αιτούμενοι την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010, σπεύδει να αναδιαμορφώσει την περιουσιακή του κατάσταση, καθιστώντας έτσι τυχόν ευνοϊκές αποφάσεις επί των ανωτέρω δικογράφων άνευ περιεχομένου. Ότι άλλωστε, όπως ο ίδιος αναφέρει και παραπάνω, έχουν πραγματοποιηθεί από αυτόν και τη σύζυγό του καταβολές, για τις οποίες δεν καθίσταται σαφές και ορισμένο αν έχουν καταλογιστεί σε τόκους, κεφάλαιο ή λοιπά έξοδα, με αποτέλεσμα η οφειλή τους να διογκώνεται τεχνηέντως σε δυσθεώρητα ύψη και στερώντας τους με αυτόν τον τρόπο, κάθε δυνατότητα να έρθουν σε διαπραγμάτευση με την πιστώτρια επί ίσοις όροις, χωρίς να «παγιδευτούν» συνομολογώντας ρύθμιση οφειλής, η οποία θα περιλαμβάνει παράνομα επιτόκια και ανατοκισμούς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε και τον λόγο αυτό ανακοπής διαλαμβάνοντας τα εξής: «Με το περιεχόμενο αυτό ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής ως προς το πρώτο του σκέλος παραδεκτά προτείνεται, αλλά κρίνεται απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δεν συνεπάγονται από μόνα τους προφανή υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή επέφερε τυχόν βλάβη στον ανακόπτοντα δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιπτώσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος, δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο που δεν προκύπτει, εν προκειμένω, από τα ιστορούμενα από την ανακόπτουσα από το δικόγραφο της ανακοπής του (ΑΠ 333/2019 Νόμος, ΑΠ 1742/2004 Νόμος). Επίσης, ο ως άνω λόγος ανακοπής ως προς το δεύτερο του σκέλος παραδεκτά προτείνεται, αλλά είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθώς ο ανακόπτων δεν εξειδικεύει τις καταβολές, που κατά τα λεγόμενά του έχουν πραγματοποιηθεί από τον ανακόπτοντα και τη σύζυγό του.». Ο λόγος αυτός ανακοπής ήταν ήδη γεννημένος κατ’ αμφότερα τα σκέλη του όταν ασκήθηκε η από 4.7.2023 με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …./2023 ανακοπή κατά της από 18.5.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω υπ’ αριθ. ……./2018 διαταγής πληρωμής και μάλιστα όπως προκύπτει από την επισκόπηση του νομίμως προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως εν λόγω δικογράφου προβλήθηκε αυτούσιος ως δεύτερος λόγος- ένσταση καταχρηστικότητας. Ως εκ τούτου, προβαλλόμενος ο ίδιος λόγος ανακοπής στην υπό κρίση ανακοπή τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ, αφού έχει ήδη προβληθεί στην προηγούμενη ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον παραπάνω λόγο κατά το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμο και κατά το δεύτερο σκέλος του ως αόριστο, ναι μεν ορθώς δεν δέχθηκε τον σχετικό λόγο ανακοπής, πλην όμως επειδή η απόρριψη του δεύτερου λόγου ανακοπής ως απαράδεκτου κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ γεννά διαφορετικό δεδικασμένο από την απόρριψη του ίδιου λόγου ανακοπής ως μη νόμιμου και ως αόριστου, η δε απόρριψη αυτού ως απαράδεκτου είναι ευνοϊκότερη για τον ανακόπτοντα, γιατί το Δικαστήριο δεν κρίνει τον σχετικό λόγο ως προς το περιεχόμενό του, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς τον παραπάνω λόγο ανακοπής και αφού κρατηθεί αυτός από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής ο ίδιος λόγος ανακοπής είχε εισαχθεί παραδεκτά ως τρίτος λόγος ανακοπής, αφού ο ανακόπτων ζητούσε με αυτόν την ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης λόγω ακυρότητας της από 18.5.2023 επιταγής προς εκτέλεση και πληρωμή παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αρ. …./2018 διαταγής πληρωμής, εκθέτοντας ότι έχει ήδη ασκήσει την από 29.6.2023 με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. ……/2023 ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητά επικουρικά την ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή για τους «νόμιμους, αληθείς και πραγματικούς λόγους» που αναπτύσσει, μεταξύ των οποίων είναι και η καταχρηστικότητα στην εκκίνηση της αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της καθ’ης κι ενώ εκκρεμεί η έφεση του ανακόπτοντος και της συζύγου του να υπαχθούν στο ν. 3869/2010 κι ενώ ήταν συνεπείς σε επιμέρους καταβολές που στο παρελθόν είχαν ορισθεί με προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδίκη Πειραιά. Εντούτοις, τον λόγο αυτό δεν επαναφέρει με την υπό κρίση έφεσή του ο εκκαλών- ανακόπτων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο εκκαλών αναφέρει ότι με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του επανέφερε τους λόγους της από 29.3.2023 με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …/2023 ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε να αναβληθεί η έκδοση απόφασης επί της από 15.2.2023 έφεσης που συζητήθηκε στο Μονομελές Εφετείο Πειραιά κατά της 3109/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που αφορούσε στην από 27.9.2018 (με Γ.Α.Κ. ……/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) ανακοπή, άλλως να ακυρωθεί η ως άνω από 18.5.2023 επιταγή προς πληρωμή. Ότι με το άρθρο 249 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης ή διοικητικό δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης έως ότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορέσει να προσβληθεί…». Ότι μάλιστα η έτερη πολιτική δίκη δύναται να είναι εκκρεμής ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων. Ότι συνεπώς επί τη βάσει των ανωτέρω υποβάλλονται ως και πρωτοδίκως τα κάτωθι αιτήματα, τα οποία είχαν προταθεί με τους λόγους ανακοπής, αλλά ουδόλως τα απάντησε η προσβαλλόμενη απόφαση: 1) (επικουρικό) αίτημα περί αναστολής του πλειστηριασμού έως την έκδοση αποφάσεως επί της από 15.2.2023 έφεσης ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου, με την οποία ο ανακόπτων ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη 3109/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η από 27.9.2018 (με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) ανακοπή και η οποία συζητήθηκε στις 18.4.2024, β) το (επικουρικότερο) αίτημα περί αναστολής του πλειστηριασμού μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανακοπής που έχει ασκήσει ο ανακόπτων και η σύζυγός του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήτοι επί της από 29.6.2023 (με Γ.Α.Κ. ……/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) ανακοπής με την οποία ζητούσαν να ακυρωθεί, άλλως εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου η από 18.5.2023 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. ……/2018 διαταγής πληρωμή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με σκοπό να απαλλαγούν κάθε οφειλής τους προς την αντίδικο. Ωστόσο, εφόσον με την έφεση δεν επαναφέρεται κάποιος λόγος ανακοπής που κρίνεται παραδεκτός και νόμιμος δεν μπορεί να γίνει δεκτό αίτημα αναστολής του πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ προκειμένου να κριθούν προηγουμένως λόγοι ανακοπής που έχουν προβληθεί με προγενέστερες ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής και κατά της επιταγής προς πληρωμή, καθώς προϋπόθεση αναβολής της υπόθεσης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ είναι να μπορεί να ευδοκιμήσει κάποιος εκ των λόγων της κρινόμενης ανακοπής που επαναφέρεται νόμιμα με το δικόγραφο της έφεσης και όχι αυτοί να κρίνονται απορριπτέοι εξαρχής ως απαράδεκτοι κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ. Συνεπώς τα εισαγόμενα με την έφεση αιτήματα αναστολής του πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενα κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ. Αφού κρίθηκαν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι οι επαναφερθέντες και κριθέντες από το παρόν Δικαστήριο λόγοι ανακοπής, απορριπτέα τυγχάνει στην ουσία της και η σωρευόμενη στο εφετήριο αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω του ότι υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (η εκκαλουμένη και η προσκομιζόμενη 1977/2024 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έκριναν διαφορετικά τον ίδιο λόγο ανακοπής κατά τα ανωτέρω) και λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ. Τέλος, επειδή η εκκαλουμένη, γενομένης δεκτής κατ’ ουσίαν της υπό κρίση έφεσης, εξαφανίστηκε ως προς τους δύο πρώτους λόγους ανακοπής, ακολούθως δε οι παραπάνω λόγοι απορρίφθηκαν για διαφορετική αιτία από την εκκαλουμένη, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παράβολου για την άσκηση του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 22.5.2024 έφεση κατά της 1542/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και την σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής της εκτέλεσης.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο κατ’ ουσίαν σε αυτή.

Δέχεται εν μέρει την έφεση κατ’ ουσίαν ως προς τους δύο πρώτους λόγους ανακοπής.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη κατά τους αμέσως παραπάνω λόγους ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει την από 5.12.2023 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2023) ανακοπή ως προς τους δύο πρώτους λόγους αυτής.

Απορρίπτει τον πρώτο και τον δεύτερο εκ των λόγων της ανακοπής ως απαράδεκτους.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ……….. e- παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 9.4.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ