Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 226/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ  ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  226/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος  – εφεσιβλήτου – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του δικηγόρο Λεωνίδα Μαραβέλη [ΠΑΜΠΟΥΚΗΣ – ΜΑΡΑΒΕΛΗΣ – ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ} (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ)

Του εφεσίβλητου  εκκαλούντος – καθ’ ου  οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης: ………….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Μιχαήλ Καβάση.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2279/2022 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή.

Ο εκκαλών – εναγόμενος προσβάλει  την απόφαση αυτή: (Α) με την από 19.11.2023 έφεση του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./23.11.2023 και ειδικό …./23.11.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών με αριθμό κατάθεσης γενικό …./23.11.2023 και ειδικό ……./23.11.2023, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) με το από 17.10.2024 δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/18.10.2024 και ειδικό …./18.10.2024 και προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Ο εκκαλών – ενάγων προσβάλει  την ίδια ως άνω απόφαση με την από 1.9.2023 έφεση του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/25.1.2024 και ειδικό …../25.1.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών με αριθμό κατάθεσης γενικό …../25.1.2024 και ειδικό ……/25.1.2024, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ασκούντος  πρόσθετους λόγος έφεσης – εναγομένου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγοντος αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο Α) η από 19.11.2023 έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου, Β) οι από 17.10.2024 πρόσθετοι λόγοι έφεσης του εκκαλούντος – εναγομένουασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενου και Γ) η από 1.9.2023 έφεση του εκαλούντος – ενάγοντος  και συνεπώς, ενόψει του ότι οι πρόσθετοι λόγοι, παρά την αυτοτέλεια τους, τελούν  σε εξάρτηση από την έφεση και φέρουν σε σχέση με αυτή παρακολουθηματικό χαρακτήρα (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2009, αρ. 584, σελ. 250) και δικάζονται υποχρεωτικά μαζί με την έφεση (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, άρθρο 520, αρ. 36, σελ. 930, ΕφΑθ 504/2020 ΝΟΜΟΣ), δεν μπορεί να νοηθεί χωριστή συζήτησή τους [(βλ. Χ. Ευθυμίου, σε X. Απαλαγάκη – Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842& 4855/2021, έκδ. 2022, άρθρο 520, αρ. 6, σελ. 1704-1705)], πρέπει να συνεκδικαστούν η από 19.11.2023 έφεση, οι από 17.10.2024 πρόσθετοι λόγοι έφεσης και η από 1.9.2023 έφεση διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της όλης δίκης (άρθρα 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση από 19.11.2023 έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου  κατά της υπ’ αριθ. 2279/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Τμήματος Ναυτικών Διαφορών η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 17.5.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα [(άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016)], ήτοι εντός της προβλεπόμενης στο νόμο διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης, η οποία έλαβε χώρα την 14.7.2022, η υπό κρίση δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 23.11.2023, ως τούτο εμφαίνεται και προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./23.11.2023, με την επισήμανση ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης.  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε διότι πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 76/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 238/2001 ΕλλΔνη 42. 1598, ΕφΑθ 328/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος άσκησε πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 17.10.2024 ιδιαίτερο δικόγραφό του, το οποίο επιδόθηκε στον εφεσίβλητο – ενάγοντα την 10.18.2024 (βλ. σχετική επισημείωση επί του ανωτέρω δικογράφου της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……… που επέδωσε το υπό κρίση δικόγραφο με ημερομηνία 18.10.2024). Ο μοναδικός πρόσθετος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά σε κεφάλαιο της απόφασης που έχει προσβληθεί με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, διευρύνοντας την αιτιολογία αυτού, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την 18.10.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../18.10.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο, και την επίδοση αυτού στον εφεσίβλητο – ενάγοντα την ίδια ημέρα, αφού τόσο η κατάθεση του δικογράφου, όσο και η επίδοσή του, έλαβαν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών από τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης. Κατόπιν τούτων, το δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτό και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτού, συνεκδικαζόμενο, όπως προαναφέρθηκε, με την υπό κρίση έφεση.

Η υπό κρίση από 1.9.2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος  κατά της υπ’ αριθ. 2279/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Τμήματος Ναυτικών Διαφορών η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 17.5.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019 αγωγή του κατά του εφεσίβλητου – εναγομένου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), ήτοι εντός της προβλεπόμενης στο νόμο διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση ης απόφασης, η οποία έλαβε χώρα την 14.7.2022, η υπό κρίση δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 25.1.2024, ως τούτο εμφαίνεται και προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../25.1.2024,  με την επισήμανση ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Στην προκειμένη περίπτωση,  ο ενάγων εκθέτει ότι κατά του εναγόμενου έχει υποβάλει την από 17.1.2018 μήνυση, την οποία ενσωματώνει στο αγωγικό δικόγραφο και με την οποία τον καταμηνύει για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω. Σε αυτήν ισχυρίζεται ειδικότερα ότι, στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας επισκευής υπερπληρωτών μηχανών θαλάσσης και εμπορίας ανταλλακτικών πλοίων, προμήθευσε με ανταλλακτικά τα πλοία «MV AV, «M/V M» και «AK», πλοιοκτησίας αντίστοιχα των εταιρειών «………..», «………..» και «………….», με διαχειρίστρια εταιρεία την «…………». Ότι λόγω ανεξόφλητων οφειλών τους και κατόπιν ανταλλαγής εξωδίκων, ακολούθησε η κατάθεση αγωγών από τον ενάγοντα σε βάρος των ως άνω εταιρειών. Ότι, συγκεκριμένα, ενόψει της εκδίκασης της υπ’ αριθ. κατάθεσης …………/29.12.2015 αγωγής του ενάγοντος κατά της ως άνω διαχειρίστριας και της πλοιοκτήτριας «…………», ο εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς και συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ……/17.10.2017 ένορκη βεβαίωση, στην οποία διαλαμβάνει τους κάτωθι αναφερόμενους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, ενώ γνώριζε το ψευδές αυτών και οι οποίοι περιήλθαν σε γνώση των αναλυτικώς αναφερόμενων τρίτων προσώπων και είχαν σκοπό να θίξουν την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του ενάγοντος, ήτοι: α) μία σειρά από γεγονότα σχετικά με τη λειτουργία και αξιοπλοΐα του πλοίου «AK», που παραποιούν την πραγματικότητα και αποσκοπούν στη στοχοποίησή του (ενάγοντος) ως υπεύθυνου για την όποια ζημιά υπέστη το πλοίο, τη θεμελίωση ένστασης συμψηφισμού και στην είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης, β) ότι ο εναγόμενος είναι διευθύνων του τμήματος επιχειρήσεων της ως άνω διαχειρίστριας, αποκρύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο δολίως ότι τυγχάνει εφοπλιστής και ουσιαστικός κύριος του πλοίου «AK» και της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας, προκειμένου να αποφύγει τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί από την εκμετάλλευσή του. Ότι, εξάλλου, με τη χρήση της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Δικαστηρίου, που συζήτησε την ανωτέρω αγωγή κατά τη δικάσιμο της 18ης Οκτωβρίου 2017, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω.   Επικαλείται, τέλος, ο ενάγων ότι τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση του εναγόμενου προσβάλλουν την προσωπικότητά του σε όλα τα επίπεδα και θίγουν την τιμή και την επαγγελματική του υπόληψη, με συνέπεια την πρόκληση σ’ αυτόν θλίψης και στενοχώριας, καθώς και ότι έχουν ήδη γίνει δεκτές σε πρώτο βαθμό οι τρεις αγωγές που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για τα οφειλόμενα σ’ αυτόν ποσά με βάση τα εκδοθέντα για τα ανωτέρω πλοία τιμολόγια. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) του καταψηφιστικού αιτήματός της αγωγής του σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς του εναγόμενου το ποσό των 199.956,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη του.   Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2279/2022 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και καταδίκασε τον εναγόμενο σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος την οποία όρισε στο ποσό των 200 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι των συνεκδικαζόμενων ενδίκων μέσων που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό το μεν να απορριφθεί η εναντίον του εκκαλούντος – ασκούντος το πρόσθετο λόγο έφεσης – εναγομένου αγωγή, το δε να εξαφανιστεί εκκαλουμένη ως προς το ποσό της αποζημίωσης της ηθικής βλάβης που επιδίκασε στον εκκαλούντα – καθ΄ου ο πρόσθετος λόγος έφεσης – ενάγοντα  με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την προσβολή της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρονται σ’ αυτήν το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην τελευταία και στην προσβολή της προσωπικότητας και η υπαιτιότητα του εναγομένου. Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση και η κοινωνική θέση των διαδίκων κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος, δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,453 και Nomos, ΑΠ 1445/2003, ΕλλΔνη 46, 822, ΕφΑθ 6982/2007 ΕπισκΕμπΔ 2008, 189). Με τον πέμπτο και έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης του και κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του πέμπτου λόγου αυτής ο εκκαλών – εναγόμενος διατείνεται ότι κατά κακή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.2 ΚΠολΔ και 932 ΑΚ  εσφαλμένως δεν κήρυξε το απαράδεκτο της υπό κρίση αγωγής λόγω αοριστίας της. Ωστόσο η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο της είναι πλήρως ορισμένη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα πρόταση, εφόσον περιέχουν όλα τα εκεί αναφερόμενα στοιχεία. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε ότι η αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία για το ορισμένο αυτής  στοιχεία ήτοι σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν στο νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (άρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) δεν έσφαλε ς προς την κρίση της αυτή με την επισήμανση ότι οι αιτιάσεις κατ’ αυτής εντάσσονται στην ουσιαστική βασιμότητα των δικογράφων, η οποία εξετάζεται στα πλαίσια της εκτίμησης των αποδείξεων δεδομένου ότι εκτίθενται αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά της αδικοπραξίας συνιστάμενα στα αποδιδόμενα στον εναγόμενο ποινικά αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ψευδορκίας και απάτης στο δικαστήριο   και η συνεπεία αυτών πρόκληση της ηθικής βλάβης στον ενάγοντα, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου του δικογράφου της αγωγής λόγω αοριστίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής  προκύπτει ότι αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και συγκεκριμένα την τέλεση της αδικοπραξίας από τον υπόχρεο στην καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης καθώς και την πρόκληση της ηθικής βλάβης στα αιτούμενα την χρηματική ικανοποίηση πρόσωπα και ορισμένο χρηματικό ποσό,  η εκκαλούμενη δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων Και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εκκαλών – εναγόμενος με τον πέμπτο και έκτο λόγο της έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα.

Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και την μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντας, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (Ολ ΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, εξύβριση, απειλή, σωματική βλάβη, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 308, 333, 361, 362 και 363 του Π.Κ. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου.   Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361. Ο παράνομος χαρακτήρας της κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 914 και 920 ΑΚ αδικοπραξίας κατά της προσωπικότητας, που τελείται με την προσβολή της τιμής και υπόληψης άλλου με εξύβριση ή δυσφήμηση, αίρεται κατά το άρθρο 367 ΠΚ, και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο δε ενδιαφέρον έχει και κάθε πρόσωπο κατά την υπεράσπιση των έννομων συμφερόντων του επί δικαστηρίου. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και, συνεπώς, παραμένει η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η εκδήλωση αυτή αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση ή όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει τη τιμή άλλου (ΑΠ 1231/2004, 967/2011, 179/2011 ΤΝΠ ΑΠ). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (ΑΠ 265/2015, ΑΠ 354/2012 ΤΝΠ ΑΠ).

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη γι’ άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της υπ’ αριθ. ……/10.9.2019 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. ………./5.7.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….), των υπ’ αριθ. …… και ……/7.11.2019 ενόρκων βεβαιώσεων αντιστοίχως των μαρτύρων ανταπόδειξης, που λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. ……./24.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………..), από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος  διατηρεί στον Πειραιά  ατομική επιχείρηση επισκευής και εμπορίας στροβίλων κάθε είδους. Στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας, κατήρτισε με τις -μη διαδίκους- εταιρείες με τις επωνυμίες «………….» και «……….», υπό τις ιδιότητές τους ως διαχειρίστριας και πλοιοκτήτριας αντίστοιχα του υπό σημαία Κύπρου πλοίου «AC» με ΙΜΟ ….., κοχ 39.736, για τις ανάγκες του πλοίου αυτού, την από 10.6.2014 σύμβαση πώλησης, σε εκτέλεση της οποίας εφοδίασε το εν λόγω πλοίο με τα παρακάτω αναφερόμενα είδη, ανταλλακτικά για την επιθεώρηση – αποκατάσταση του υπερπληρωτή της κύριας μηχανής (Κ/Μ), εργοστασίου κατασκευής MITSUI-MAN B & V, τύπου ΝΑ 57/09110 και επίσης πλήρες σετ τριβέων για την επιθεώρηση – αποκατάσταση του υπερπληρωτή της ηλεκτρομηχανής (Η/Μ), εργοστασίου κατασκευής Ι.Η.Ι., τύπου RH 133, αντί του συνολικού τιμήματος των 8.237,10 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23% και σχετικώς εξέδωσε το ισόποσης αξίας με αριθμό …../11.6.2014 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης, το οποίο παρέδωσε αυθημερόν προς εξόφληση στην ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία και ακολούθως, λόγω απαλλαγής του ανωτέρω πλοίου από την καταβολή ΦΠΑ, ο ενάγων εξέδωσε το υπ’ αριθ. …../11.6.2014 πιστωτικό τιμολόγιο ποσού 1.557,10 ευρώ και, επομένως, η οφειλή από την πώληση των ανωτέρω ανταλλακτικών ανήλθε συνολικά στο ποσό των 6.770 ευρώ. Ωστόσο οι ανωτέρω εταιρείες, παρά την ανεπιφύλακτη παραλαβή των ανταλλακτικών στο πλοίο, δεν εξόφλησαν το οφειλόμενο τίμημα από τη πώληση με συνέπεια ο ενάγων να υποχρεωθεί να προβεί στην άσκηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς της από 29.12.2015 αγωγής του με αριθμό κατάθεσης ……../30.12.2015, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν αυτές, η μεν πρώτη ως εφοπλίστρια η δε δεύτερη ως κυρία του πλοίου, να τού καταβάλουν το ποσό των 6.770 ευρώ νομιμοτόκως. Παράλληλα ο ενάγων άσκησε και τις υπ’ αριθ. κατάθεσης ……/2015 και ………/2015 αγωγές για οφειλές προς αυτόν από την παροχή υπηρεσιών και την πώληση ανταλλακτικών για τις ανάγκες των πλοίων «Μ» και «AV», τα οποία διαχειριζόταν η ίδια ως άνω εταιρεία «……..» και ανήκαν στην πλοιοκτησία αντιστοίχως των εταιρειών «………..» και «…………». Σε απάντηση επί της άνω ασκηθείσας σε βάρος τους αγωγής οι εκεί εναγόμενες εταιρείες προς αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών τους προσκόμισαν με επίκληση με τις προτάσεις τους στο άνω Δικαστήριο την με αριθμό ……/17.10.2017 ένορκη βεβαίωση  της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, όπου εμφανίστηκε και κατέθεσε ως μάρτυρας  ανταπόδειξης ο εναγόμενος ο οποίος κατέθεσε πραγματικά περιστατικά που συγκροτούσαν την αιτιολογημένη άρνηση των εναγομένων εταιρειών. Ο εναγόμενος στη κατάθεση του αυτή  βεβαίωσε ότι ο  ίδιος είχε ίδια γνώση και αντίληψη των πραγματικών γεγονότων που κατέθεσε ως εκ της ιδιότητας του ως διευθύνοντος το τμήμα επιχειρήσεων της εταιρείας «………..».  Τα  κρίσιμα χωρία της ένδικης ένορκης κατάθεσης, όπως προσδιορίζονται από τον εκκαλούντα – εναγόμενο στο δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης, τα οποία η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως αναληθή και ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος θεμελιώνοντας απ’ αυτών την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου,  συνίστανται στα εξής: α) κατά την επισκευή του ανωτέρω πλοίου στη Σιγκαπούρη κατόπιν βλάβης που ανέκυψε κατά μήνα Σεπτέμβριο 2014 κατέθεσε ο εναγόμενος ότι ο τριβέας της τουρμπίνας που είχε προμηθεύσει στο πλοίο ο εδώ ενάγων το έτος 2011 ήταν μονής ενεργείας αντί διπλής, όπως προβλέπει ο κατασκευαστής, γεγονός που προκάλεσε την πρόωρη θέση εκτός λειτουργίας της τουρμπίνας, γεγονός το οποίο δεν ήταν ψευδές αλλά αληθές αφού ο ενάγων προμήθευσε το ανταλλακτικό αυτό το οποίο προμηθεύτηκε από την εταιρεία ………., β)  ότι ο ενάγων εισέπραξε  τίμημα για τριβέα διπλής ενεργείας αντί του τριβέα μονής λειτουργίας που πώλησε στις εκεί εναγόμενες εταιρείες εν αγνοία αυτών, γ)  ότι ο ενάγων προέτρεψε τους αντιδίκους του να φτιάξει  το πλήρωμα του πλοίου μια φλάντζα από χαρτί ή από άλλο υλικό που υπήρχε στο πλοίο, ο δε εναγόμενος απαντώντας στον ισχυρισμό αυτό κατέθεσε στην επίδικη ένορκη βεβαίωση ότι ήταν αδύνατο γιατί η ειδική αυτή φλάντζα κατασκευάζεται μόνο εργοστασιακά, δ) ότι από παραδρομή στην ίδια ένορκη βεβαίωση κατέθεσε εσφαλμένως ότι η ζημία του πλοίου έγινε στις 22.9.2014 αντί της ορθής ημερομηνίας 25.9.2014. Σε σχέση με την αλήθεια ή μη των προαναφερθέντων πραγματικών περιστατικών που καταχωρήθηκαν στην ένδικη ένορκη κατάθεση προέκυψαν τα εξής: Το επίδικο πλοίο ελλιμενίστηκε στο λιμένα  Σιγκαπούρης την 24.9.2014 και στις 25.9.2014 ανέχωρησε, όπου μετά πάροδο μιας ώρας  λειτουργίας η τουρμπίνα της κύριας μηχανής παρουσίασε απότομα βλάβη, το πλοίο σταμάτησε και στη συνέχεια με πολύ χαμηλές στροφές και προς αποφυγή μεγαλύτερης βλάβης  το πλοίο επέστρεψε στο αγκυροβόλιο Σιγκαπούρης. Ο εναγόμενος στην ένδικη κατάθεση του αποδίδει την αιτία της βλάβης την οποία υπέστη ο υπερπληρωτής (τουρμπίνα) της κύριας μηχανής του πλοίου στην ακαταλληλότητα των πωληθέντων από τον ενάγοντα ανταλλακτικών και του συνοδεύοντος αυτά τριβέα διπλής ενεργείας από τη πλευρά των καυσαερίων της τουρμπίνας, τα οποία σημειωτέον είχαν τοποθετηθεί στο πλαίσιο άλλης επισκευής/ επιθεώρησης του πλοίου που έλαβε χώρα στο λιμένα Βανκούβερ Καναδά κατά μήνα Δεκέμβριο 2011, οπότε και αγοράστηκαν τα ανωτέρω ανταλλακτικά από την επιχείρηση του ενάγοντα. Ο ένδικος τριβέας, τον οποίο παρέλαβαν ανεπιφυλάκτως οι εναγόμενες εταιρείες στο πλοίο, προέκυψε ότι ήταν μονής ενεργείας  γεγονός το οποίο γνώριζαν και ήταν σε θέση να γνωρίζουν οι υπεύθυνοι λειτουργίας του πλοίου, το οποίο άλλωστε διεθέτει εξειδικευμένο πλήρωμα το οποίο είναι επιφορτισμένο να διαχειρίζεται τεχνικά θέματα που αφορούν τη μηχανή του πλοίου και τα ανταλλακτικά που χρησιμοποιούνται σε αυτή. Σημειωτέον δε  ότι ο ενάγων ουδέποτε απέκρυψε την ιδιότητα της μονής ενέργειας του ένδικου ανταλλακτικού καθώς ήδη από το  έτος 2011 είχε αποστείλει τη σχετική προσφορά του στις εκεί εναγόμενες εταιρείες. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί ότι τούτο λειτούργησε συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι τη βλάβη που συνέβη στα θαλάσσια ύδατα της Σιγκαπούρης την 25.9.2014 και όχι την 22.9.2014 ως αναληθώς διατείνεται ο εναγόμενος στην ένορκη βεβαίωση του για την οποία θα γίνει ειδικότερος λόγος κατωτέρω. Εξάλλου, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις η βλάβη στον υπερπληρωτή οφειλόταν αποκλειστικά στη πλημμελή εκτέλεση των εργασιών επιθεώρησης αυτού από τον τεχνικό της εταιρείας που είχε αναλάβει το έργο της επιθεώρησης της μηχανής με την επισήμανση ότι η ανάθεση του έργου στην τελευταία αυτή εταιρεία και όχι στην επιχείρηση του ενάγοντος η οποία εκτελούσε μέχρι τότε την καθιερωμένη επιθεώρηση του πλοίου και την αλλαγή των αναλώσιμων υλικών της τουρμπίνας οφειλόταν στην αντιδικία που είχε εκδηλωθεί με τη διαχειρίστρια εταιρεία και αφορούσε οφειλές του πλοίου <<M>>. Επίσης αποδείχθηκε ότι η βλάβη του άξονα του υπερπληρωτή οφειλόταν στην εσφαλμένη άρμοση   και λήψη μετρήσεων των αξονικών διακένων από το τεχνικό της εταιρείας που ανέλαβε το έργο της επιθεώρησης. Επιπρόσθετα ο ισχυρισμός των εναγομένων εταιρειών περί ακατάλληλου ανταλλακτικού  που προμηθεύτηκαν από τον ενάγοντα και συντέλεσε αιτιωδώς στη πρόωρη θέση εκτός λειτουργίας του υπερπληρωτή, ο οποίος προβλήθηκε στο πλαίσιο της ανοιγείσας ανωτέρω δίκης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στο πλαίσιο υποβληθείσας από τις εκεί εναγόμενες εταιρείας ένστασης συμψηφισμού ανταπαίτησης των τελευταίων κατά του ενάγοντος που προέκυψε από τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν για την αποκατάσταση της ζημίας της μηχανής εξαιτίας του προαναφερόμενου ανταλλακτικού, η δεν αποδείχθηκε και  απορρίφθηκε η σχετική ένσταση ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα με η  υπ’ αριθ. 627/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε επί της προαναφερθείσας αγωγής, η οποία επικυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό με την 2080/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δέχθηκε τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά και έκρινε ότι η βλάβη δεν οφειλόταν στην διατεινόμενη ακαταλληλότητα του εν λόγω ανταλλακτικού. Κατά συνέπεια το συγκεκριμένο χωρίο της ένδικης ένορκης βεβαίωσης του εναγομένου που αναφέρεται στην βλάβη της τουρμπίνας της μηχανής από ανταλλακτικό ακατάλληλο το οποίο προμήθευσε στο πλοίο ο ενάγων δεν αποδείχθηκε αληθές. Ακολούθως σε σχέση με το  υπό στοιχείο <<β>> χωρίο της ένορκης κατάθεσης που αναφέρεται στο ότι ο ενάγων εισέπραξε το τίμημα τριβέα διπλής ενεργείας αντί του τριβέα μονής ενεργείας προέκυψε ότι δεν είναι αληθής καθώς από την αντιπαραβολή της προσφοράς με ημερομηνία 29.11.2011 και του λογαριασμού ημερομηνίας 18.12.2011 της προμηθεύτριας του ανταλλακτικού εταιρείας …….. που αφορούσε την πώληση τριβέα μονής ενεργείας σε συνδυασμό με την προσφορά του ενάγοντος με ημερομηνία 10.3.2014 που αφορούσε τη προμήθεια τριβέα διπλής ενεργείας προκύπτει ότι τα δύο αυτά ανταλλακτικά χρεώθηκαν με το ίδιο ακριβώς τίμημα των 1.500 ευρώ, οπότε και δεν αποδείχθηκε αληθής ο ανωτέρω ισχυρισμός που διαλαμβάνεται στην επίδικη ένορκη βεβαίωση του εναγομένου περί αθεμίτου κέρδους σε βάρος των εναγομένων εταιρειών. Επιπλέον σε σχέση με το υπό στοιχείο <<γ>> χωρίο της επίδικης ένορκης κατάθεσης που αναφέρεται στο ότι ο ενάγων προέτρεψε τους αντιδίκους του να φτιάξει  το πλήρωμα του πλοίου μια φλάντζα από χαρτί ή από άλλο υλικό που υπήρχε στο πλοίο, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Η εκκαλουμένη απόφαση, αιτιολογώντας τη κρίση της ότι η βλάβη της μηχανής οφειλόταν στη πλημμελή εκτέλεση εργασιών επιθεώρησης και όχι στην πώληση ελαττωματικού ανταλλακτικού, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: << παρά την υπέρβαση του χρόνου λειτουργίας των 15.000 ωρών που προβλέπονταν για τα συγκεκριμένα ανταλλακτικά, δεν προέβη στην αντικατάσταση του κύριου τριβέα του άξονα με τον καινούριο τριβέα, τον οποίο το ως άνω ένδικο πλοίο είχε προμηθευτεί από τον ενάγοντα κατά την αγορά των ανταλλακτικών και είχαν παραλάβει οι εταιρείες, για τον λόγο ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο παρέμβυσμα, το οποίο, ωστόσο, προέκυψε ότι ήταν δυνατό είτε να το προμηθευτούν από την τοπική αγορά της Σιγκαπούρης είτε να κατασκευαστεί από υλικά που υπήρχαν σίγουρα στο πλοίο, όπως περμανίτη – βελανιδόχαρτο, ακόμη και από κομμάτι ναυτικού χάρτη, σύμφωνα και με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή του υπερπληρωτή.>>. Από την επισκόπηση του αιτιολογικού μέρους της εκκαλουμένης απόφασης προκύπτει ότι η ανωτέρω άποψη του ενάγοντος αποτελεί μια αξιολιογική κρίση η οποία διατυπώθηκε από αυτόν στο πλαίσιο της ανεύρεσης λύσης που τεχνικού προβλήματος που ανέκυψε εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς των εναγομένων εταιριών να μην προβούν στην άμεση αντικατάσταση των ανταλλακτικών στον υποδεικνυόμενο από τον κατασκευαστή χρόνο, η οποία είχε ως συνέπεια τη μη χρήση του εν λόγω ανταλλακτικού συνεπεία ελλείψεως στην αγορά ενός άλλου ανταλλακτικού του <<παρεμβύσματος>> το οποίο έπρεπε να προσαρμοστεί στον τριβέα για να τοποθετηθεί λειτουργικά στη τουρμπίνα της κύριας μηχανής. Προς τούτο ο ενάγων, ανεξαρτήτως της ορθότητας η μη της προτεινόμενης λύσης, ανέφερε μια εναλλακτική εμπειρική αλλά λειτουργική κατά τη γνώμη του λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος με την κατασκευή ενός τέτοιου ανταλλακτικού με υλικά που συνήθως υπάρχουν στα πλοία. Η κρίση αυτή, η οποία από μόνη της κατ’ αρχήν, δεν είναι νομικά σημαντική για τη τεκμηρίωση αδικημάτων που στρέφονται κατά της τιμής ενός προσώπου, εντούτοις αποκτά σημασία όταν αυτή συνδυασθεί με ορισμένα γεγονότα κατά τέτοιο τρόπο ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος. Ειδικότερα από τη συνεκτίμηση του προπεριγραφέντος πλαισίου της αντιδικίας του ενάγοντος και των εναγομένων εταιρειών, της ευραλγικής σημασίας θέσης που κατείχε ο εναγόμενος μάρτυρας στην επιχειρηματική δραστηριοποίηση των ίδων εταιρειών, την απάντηση των εναγομένων εταιρειών στην αγωγή που ασκήθηκε από τον ενάγοντα στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, την αναγκαιότητα αποδεικτικής τεκμηρίωσης της προβληθείσας ενστάσεως συμψηφισμού, την κατάθεση του εναγομένου, ο οποίος επιχείρησε να εμφανίσει τον ενάγοντα ως ανέντιμο επιχειρηματία, οποίος προμήθευσε στο πλοίο ακατάλληλο ανταλλακτικό υπερκοστολογημένο σε σχέση με την πραγματική του εμπορική αξία προκύπτει ότι η αναφορά της κρίσιμης αξιολογικής κρίσης, συσχετιζόμενη με τους αρνητικούς ισχυρισμούς των εναγομένων, τους οποίους συνέδραμε αποδεικτικά με την επίδικη ένορκη κατάθεση του ο εναγόμενος, με την  οποία επιχειρούσαν να καταδείξουν ότι ο ενάγων τυγχάνει αναξιόπιστος και κακός επαγγελματίας  – έμπορος αποκτά μια αυτόνομη αξιολογική οντότητα την οποία αναγάγει σε γεγονός, συκοφαντικό για την προσωπικότητα του ενάγοντος που κατατείνει στη προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου. Τέλος όσον αφορά το  υπό στοιχείο <<δ>> χωρίο της ένδικης ένορκης βεβαίωσης που αναφέρεται στην εκ παραδρομής αναφορά της εσφαλμένης ημερομηνίας εκδήλωσης της ζημίας στο πλοίο 22.9.2024 αντί της αληθούς 25.9.2024, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Όπως συνομολογεί και ο εναγόμενος στο δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως του η αληθής ημερομηνία εκδήλωσης της ζημίας στο πλοίο είναι η 25.9.2014 και όχι η 22.9.2024 που αναφέρεται στην ένορκη βεβαίωση του εναγομένου. Η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι  εναγόμενος τοποθέτησε ψευδώς τη βλάβη στις 22.9.2014 αντί της αληθούς ημερομηνίας 25.9.2014, αποσκοπώντας στην είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης συνεπεία του ελαττωματικού άξονα, ποσού 420.000 δολ. ΗΠΑ, και αποκρύπτοντας την αληθή αιτία της ζημίας. Προς επίρρωση του αποδεικτικού τούτου πορίσματος και κατάδειξη του δόλου του εναγομένου επιχειρεί να θεμελιώσει τη κρίση της  στην αντίφαση που εμφανίζεται μεταξύ της επίδικης ένορκης βεβαίωσης και των αναφερόμενων στο από 7.12.2015 εξώδικο της διαχειρίστριας εταιρείας σε σχέση με το χρονικό της βλάβης και επιβεβαιώνεται από τον Αρχιμηχανικό και προϊστάμενο του τεχνικού τμήματος της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας επί σειρά ετών ……., ο οποίος αναφέρει ότι όταν το συνεργείο εκτελούσε τις εργασίες επέβαιναν ήδη επί του πλοίου ο επιθεωρητής του Νηογνώμονα μαζί με τον βοηθό του προκειμένου να ανανεώσουν τα πιστοποιητικά του πλοίου. Ο εκκαλών – εναγόμενος με το σχετικό λόγο της έφεσης του διατείνεται ότι η αναληθής αναφορά της ημερομηνίας αυτής στην ένορκη βεβαίωση έγινε εκ παραδρομής και δη από αμέλεια, η οποία, όμως δεν αποδεικνύεται καθώς τα δηλωτικά της βουλήσεως αντικειμενικά γεγονότα για την κατάδειξη της διατεινόμενης αμελούς συμπεριφοράς του καταδεικνύουν το αντίθετο, ήτοι το δόλο του εναγομένου που ορθά η εκκαλουμένη διέγνωσε στο αποδεικτικό της πόρισμα.  Πλέον συγκεκριμένα από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι στις 22.9.2014 ουδεμία βλάβη της τουρμπίνας είχε εμφανιστεί στο πλοίο. Ακολούθως στις 25.9.2024 ανήλθε επί του πλοίου συνεργείο της επιλογής των εναγόμενων εταιρειών το οποίο ασχολήθηκε με το άνοιγμα της τουρμπίνας και στη συνέχεια μετά το πέρας των εργασιών το πλοίο αναχώρησε όπου μια ώρα μετά εμφανίστηκε η επίδικη ζημία στον υπερπληρωτή της μηχανής, οπότε και εμφανίστηκε το πρώτο η ένδικη βλάβη της τουρμπίνας της μηχανής. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες εταιρείες απαίτησαν την καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης από την ασφαλιστική εταιρεία του πλοίου, η οποία έγινε  αποδεκτή και εισέπραξε ασφαλιστική αποζημίωση ποσού 420.000 δολαρίων ΗΠΑ. Κατά συνέπεια προκύπτει ότι οι εναγόμενες εταιρείες είχαν άμεσο οικονομικό συμφέρον να καταδειχθεί ότι η εν λόγω ζημία έλαβε χώρα σε προγενέστερη ημερομηνία της αληθούς και δη την προγενέστερη ημερομηνία 22.9.2014, δεδομένου ότι η αναφορά της αληθούς ημερομηνίας εκδήλωσης της ζημίας την 25.9.2014 σε συνδυασμό με την τεχνικό έλεγχο και την επιθεώρηση που έλαβε χώρα στο πλοίο την 25.9.2014 θα έθετε εκτός ασφαλιστικής κάλυψης την συγκεκριμένη ζημία και την απαίτηση της για τη καταβολή αποζημίωσης προς βλάβη των οικονομικών τους συμφερόντων. Επιπρόσθετα πρέπει να αναφερθεί ότι ο εναγόμενος ο οποίος εν γνώσει του κατέθεσε αναληθώς την ημερομηνία πρόκλήσης της βλάβης μηχανής στο πλοίο για την κατάδειξη του ισχυρισμού του περί παραδρομής στην αναγραφή της σχετικής ημερομηνίας ουδέποτε προέβη σε άμεση εξώδικη  διόρθωση του σφάλματος του αυτού ώστε από τη συμπεριφορά του αυτή να κριθεί η επιγενόμενη βούληση του να ανασκευάσει την αναληθή κατάθεσή του  του στο κρίσιμο ζήτημα της ημερομηνίας επέλευσης της ένδικης ζημίας. Να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ίδιος με το δικόγραφο των προτάσεων του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέφερε διηγηματικά ότι το πλοίο προσέγγισε το λιμένα Σιγκαπούρης την  24.9.2014, χωρίς όμως ο ίδιος ευθέως να προβεί σε ευθεία και ανεπιφύλακτη δήλωση διόρθωσης της εσφαλμένης ημερομηνίας, κάτι το οποίο διώκει με έμμεσο τρόπο επικαλούμενος τα αντίγραφα ημερολογίου μηχανής από 24 έως 28 .9.2014, όπου στην εγγραφή της 24.9.2014 αναφέρεται από τον επιθεωρητή ότι η τουρμπίνα της μηχανής ήταν μονής και όχι διπλής ενεργείας όπως θα έπρεπε, η οποία (εγγραφή) δεν επιβεβαιώνεται τόσο από τον ίδιο εναγόμενο όσο και τον προαναφερθέντα αρχιμηχανικό και προϊστάμενο του τεχνικού τμήματος της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας  …………, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι η βλάβη στον υπερπληρωτή της μηχανής προκλήθηκε στις 25.9.2014 στη Σιγκαπούρη, αφού είχε προηγηθεί άνοιγμα της τουρμπίνας και εργασία από άλλο συνεργείο της επιλογής του εδώ εναγομένου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο εναγόμενος ουδέποτε επέδειξε αληθή βούληση διόρθωσης του σφάλματος του έτσι ώστε η επικαλούμενη από αυτόν αμέλεια να κριθεί συγγνωστή από το Δικαστήριο, αλλ αντιθέτως τεχνηέντως με έμμεσο τρόπο επιχείρησε να ανασκευάσει την κατάθεση του στο σημείο αυτό, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα διατύπωνε μια ομολογία που θα ερχόταν σε αντίθεση με τα οικονομικά συμφέροντα των εναγόμενων εταιρειών οι οποίες διεκδικούσαν τη καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές η επίκληση της εσφαλμένης ημερομηνίας εκδήλωσης της ζημίας στη μηχανή του πλοίου συσχετιζόμενη με την άμυνα των εναγομένων εταιρειών περί της αποκλειστικής ευθύνης του ενάγοντος για την επέλευση της ζημίας στο πλοίο, η οποία προκλήθηκε από την προμήθεια ακατάλληλου ανταλλακτικού την οποία προέβαλε τόσο στο πλαίσιο της εκκρεμοδικίας της άνω αγωγής, όσο και για τη στοιχειοθέτηση της απαίτησής της στην ασφαλιστική εταιρεία θεμελιώνει γεγονός δυνάμενο να προσβάλλει την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του ενάγοντος. Επιπλέον, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος περί της εφοπλιστικής ιδιότητος του εναγομένου, κρίση η οποία δεν πλήττεται με ειδικότερο λόγο έφεσης από τον ενάγοντα,  ο εναγόμενος, οποίος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ετύγχανε διευθύνων του τμήματος  επιχειρήσεων της διαχειρίστριας εταιρείας <<………..>> προέκυψε ότι γνώριζε εξ ιδίας αντιλήψεως όλων των θεμάτων που αφορούσαν την αντιδικία των εναγομένων εταιρειών με τον ενάγοντα, τελούσε σε γνώση  της αναλήθειας των πραγματικών περιστατικών που κατέθεσε στην ένδικη ένορκη βεβαίωση, οπότε θεμελιώνεται και υποκειμενικά ο απαιτούμενος άμεσος δόλος για τη στοιχειοθέτηση των αποδιδόμενων σε αυτόν εγκλημάτων  της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας μάρτυρος και συνέργειας σε απόπειρα απάτης στο δικαστήριο. Κατ’  ακολουθία των ανωτέρω  η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εναγόμενος – εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσης του πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω και ο δεύτερος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – εναγομένου που ερείδεται στην εσφαλμένη μη εφαρμογή και απόρριψη από την εκκαλουμένη της διατάξεως του άρθρου 367 ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν από την κατάργηση της, από 1.05.2024, με τα άρθρα 136 περ. α’ και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος δεδομένου ότι δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση καθώς κρίθηκε ότι η αξιόποινη συμπεριφορά του εναγομένου στοιχειοθετεί το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης που αποκλείει την εφαρμογή των επικαλούμενων στην ανωτέρω διάταξη λόγων άρσεως του αδίκου. Επιπλέον ο εκκαλών – εναγόμενος – ασκών πρόσθετο λόγο έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού ισχυρίζεται  ότι μετά την προαναφερόμενη νομοθετική μεταβολή της διατάξεως του άρθρου 363 ΠΚ στο πλαίσιο της οποίας ορίστηκε νομοθετικώς ότι στην έννοια του τρίτου προσώπου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή δημόσιοι υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους δεν στοιχειοθετείται πλέον το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως με βάση τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής στο πλαίσιο της οποίας αναφέρει ότι έλαβαν γνώση των συκοφαντικών ισχυρισμών δικαστές και γραμματείς πολιτικών δικαστηρίων, οπότε και ο διάδικος που υποβάλλει δικόγραφο με  αναληθές και συκοφαντικό περιεχόμενο δεν διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, η οποία έχει πλέον καταστεί ανέγκλητη, όταν ως τρίτα πρόσωπα περιγράφονται ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας κλπ. Πλην όμως ο λόγος αυτός της έφεσης, εκτός του ότι δεν αποδίδει κάποια πλημμέλεια στην εκκαλουμένη απόφαση αλλά σύσταση στο παρόν Δικαστήριο να εναρμονίσει την κρίση της με βάση την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ, κρίνεται απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος και αλλά και ουσιαστικά αβάσιμος για τον επιπρόσθετο λόγο ότι το παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 παρ.2 ΚΠολΔ θα εφαρμόσει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, ήτοι θα εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ υπό την προισχύσασα μορφή της δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε την 14.7.2022. Τέλος απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – εναγομένου, ο οποίος συνίσταται στην εσφαλμένη εφαρμογή της ΠΚ 386 με την ειδικότερη μορφή της συνέργειας σε απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δε θα μπορούσε να καρπωθεί το παράνομο περιουσιακό όφελος από την ουσιαστική παραδοχή της ένστασης συμψηφισμού που προέβαλαν οι εναγόμενες εταιρείες δεδομένου ότι όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη ο ενάγων έφερε την ιδιότητα του διευθύνοντος του τμήματος επιχειρήσεων και όχι του εφοπλιστή. Πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός ουδεμία επιρροή ασκεί για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 386 ΠΚ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση ορθά προσέδωσε στον εναγόμενο την ιδιότητα του συνεργού και όχι του αυτουργού αφού ο εναγόμενος δεν ήταν διάδικος στην ενώπιον του Ειρηνοδικείου δίκη στην οποία προσκομίστηκε η επίδικη ένορκη βεβαίωση, οπότε και εξ αντικειμένου δε θα μπορούσε να είναι δέκτης του διωκόμενου περιουσιακού οφέλους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω συνεπεία της τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος αδικοπραξίας, λόγω των ψευδών ειδήσεων που διέδιδε ο εναγόμενος για την πώληση εκ μέρους του ελαττωματικών προϊόντων, τις οποίες βεβαίωσε και ενόρκως προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην ως άνω αστική δίκη και ν’ αποκομίσουν οικονομικό όφελος οι εναγόμενες εταιρείες, εν γνώσει του ψεύδους αυτών ένεκα της επαγγελματικής του ενασχόλησης και της διαρκούς παρακολούθησης όλων των θεμάτων που άπτονταν της λειτουργίας των πλοίων που διαχειριζόταν η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία, μεταξύ των οποίων και το ένδικο πλοίο το πλοίο «AK», χωρίς, ωστόσο, να καταφέρει να εξαπατήσει το Δικαστήριο, ο ενάγων υπέστη ζημία στην προσωπική και την επαγγελματική του ζωή, καθώς αμφισβητήθηκε η προσωπική και επαγγελματική του εντιμότητα, κλονίστηκε η επαγγελματική του πίστη και εκτέθηκε σε κίνδυνο το μέλλον του, όπως συνάγεται και από την παύση της ατομικής του επιχείρησης εμπορίας στροβίλων κάθε είδους και μερών τους στα τέλη του 2016 και τη συμμετοχή του έκτοτε σε εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο. Άλλωστε, οι επίδικοι ως άνω ισχυρισμοί περιήλθαν σε γνώση, πέραν των δικαστικών λειτουργών, δικαστικών υπαλλήλων, δικαστικών επιμελητών, ανακριτικών υπαλλήλων, και άλλων τρίτων προσώπων από τον επαγγελματικό χώρο του ενάγοντος, όπως του ως άνω …….., του επιθεωρητή του Νηογνώμονα ……….. αλλά και του βοηθού του ……….., έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή του και υποβάθμισαν την αξιοπρέπειά του.  Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο ενάγων υπέστη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, η οποία (προσβολή) συνιστά αδικοπραξία σε βάρος του. Δικαιούται, λοιπόν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, να αξιώσει από τον εναγόμενο χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο συνεκτιμώντας τις ως άνω αποδειχθείσες συνθήκες αδικοπραξίας, το είδος και το μέγεθος της προσβολής, την έκταση την οποία έλαβε, τις επαναλήψεις και την διάρκεια αυτής, τις επιπτώσεις αυτής στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του ενάγοντος, το είδος, την φύση, την σπουδαιότητα, την βαρύτητα και την ιδιαίτερη απαξία των πράξεων, οι οποίες αποδίδονταν στον εναγόμενο και τέλος την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 433/2008) κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων πρέπει να οριστεί στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο και δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, έτσι ώστε να δημιουργείται δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως η αρχή αυτή,  δεσμεύει ως γενική δίκαιϊκή αρχή και εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως η εκκαλουμένη η οποία δέχθηκε τα ίδια και επιδίκασε στον ενάγοντα το ίδιο χρηματικό ποσό ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις, τα όσα δε αντίθετα διατείνεται ο εκκαλών – ενάγων με το μοναδικό λόγο έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Κατά την έννοια του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δεδικασμένο, η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αντιθέτως, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών με την οποία κατ’ άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ’ ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, ούτε και η διάταξη αυτού, με την οποία απορρίπτεται, κατ’ άρθρο 47 του ΚΠΔ, η έγκληση ως μη νόμιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Στη τελευταία μόνον περίπτωση εφόσον η απορριπτική αυτή διάταξη εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών, παρέχεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα ν’ απορρίψει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 του ΚΠοινΔ κάθε νέα καταγγελία κατά του ιδίου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών, με συνέπεια τη δημιουργία περιορισμένου οιονεί δεδικασμένου, που ισχύει κατά το στάδιο, που προηγείται της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και κάμπτεται όταν μεταγενεστέρως προκύψουν νεότερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της ασκήσεως ποινικής διώξεως (ΑΠ 1848/2010). Επομένως, από την κατ’ άρθρο 47 ΚΠοινΔ αρχειοθέτηση μίας εγκλήσεως δεν παράγεται αμετάκλητη αθώωση του εγκαλουμένου από την πράξη για την οποία μηνύθηκε. Περαιτέρω, έχει παραπεμφθεί στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 889/2018) το ζήτημα κατά πόσο δικαστικές αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου ερμηνεύουν, για τις ανάγκες της πολιτικής δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα της αστικής διαφοράς, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του, παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας του απαλλαγέντος διαδίκου. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ως άνω νομική διχοστασία, το παραγόμενο -από την κατ’ άρθρο 47 ΚΠοινΔ αρχειοθέτηση- οιονεί δεδικασμένο, αν προταθεί σε πολιτική δίκη στην οποία ερευνώνται τα ίδια πραγματικά περιστατικά ως προϋπόθεση της ζητούμενης έννομης προστασίας και αμφισβητηθεί κατ’ ουσίαν το πόρισμα της εισαγγελικής αρχειοθετήσεως, δεν θεμελιώνει παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας του εγκαλουμένου κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6§2 της ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ούτε η επίκληση της ως άνω αρχειοθετήσεως δημιουργεί για το πολιτικό δικαστήριο υποχρέωση να εναρμονίσει τις πραγματικές παραδοχές του με τις (αθωωτικές) παραδοχές της αρχειοθέτησης, αποκλείοντας ως εκ τούτου την αστική ευθύνη του επικαλουμένου την αρχειοθέτηση εναγομένου, δεδομένου ότι δεν παράγεται αμετάκλητη αθώωση του εγκαλουμένου από την πράξη για την οποία μηνύθηκε. Εν προκειμένω, ο εκκαλών – εναγόμενος και ασκών πρόσθετο λόγο έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού διατείνεται ότι το παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη για την έκβαση της υπό κρίση αγωγής την   υπ’ αριθ. ……/2021 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς με την οποία τέθηκε στο αρχείο κατά το άρθρο 47 ΚΠοινΔ η από 17.1.20918 έγκληση του ενάγοντος κατ’ αυτού με την οποία ζητούσε την ποινική δίωξή του για τα εγκλήματα συκοφαντικής δυσφημήσεως, ψευδορκίας και της συνέργειας σε απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο κατά τα πραγματικά περιστατικά τους με το αστικό αδίκημα επί του οποίου η εκκαλουμένη θεμελίωσε την ευθύνη του για την καταβολή αποζημίωσης. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πρέπει να εναρμονίσει τις  πραγματικές παραδοχές της με τις (αθωωτικές) παραδοχές της ως άνω εισαγγελικής διατάξεως αρχειοθετήσεως, αποκλείοντας ως εκ τούτου την αστική τους ευθύνη. Πλην όμως ο λόγος αυτός της έφεσης κατά το ανωτέρω σκέλος του  είναι αβάσιμος, αφού η αμφισβήτηση του παραγόμενου από την κατ’ άρθρο 47 ΚΠοινΔ αρχειοθέτηση οιονεί δεδικασμένου σε πολιτική δίκη στην οποία ερευνώνται τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δεν συνεπάγεται παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας του εγκαλουμένου, ούτε η επίκλησή του δημιουργεί για το πολιτικό δικαστήριο υποχρέωση να εναρμονίσει προς αυτό τις πραγματικές παραδοχές του, δεδομένου ότι δεν παράγεται αμετάκλητη αθώωση του εγκαλουμένου από την πράξη για την οποία μηνύθηκε. Εξάλλου απορριπτέος τυγχάνει ο ίδιος λόγος υπό την ανωτέρω θεμελίωση ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος του αφού δεν αποδίδει οιαδήποτε μομφή κατά της εκκαλουμένης απόφασης αλλά σύσταση προς το παρόν Δικαστήριο να συνταχθεί προς το οιονεί δεδικασμένο που παρήχθη με την άνω Εισαγγελική Διάταξη.

Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα σε κανένα από τα συν εκδικαζόμενα δικόγραφα , πρέπει  αμφότερες οι εφέσεις και ο πρόσθετος λόγος έφεσης απάντων των διαδίκων προσώπων να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες ενώ τα δικαστικά έξοδα της δίκης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν ισομέρως μεταξύ των διαδίκων και να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της “εκατέρωθεν νίκης και ήττας αυτών” (άρθρ. 178 και 183 ΚΠολΔ) καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων άσκησης αμφοτέρων των εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α)την από 19.11.2023  (ΓΑΚ / ΕΑΚ Πρωτ …………/23.11.2023,  β) το από 17.10.2024 δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤ. ……./18.10.2024 και  Γ) την από 1.9.2023 έφεση (ΓΑΚ/ ΕΑΚ Πρωτ. ………../25.1.2024.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης και απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο αμφοτέρων των παραβόλων άσκησης έφεσης.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την  11η Απρίλιου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ